Παρθένιος ο πιστός και εύχρηστος του Χριστού δούλος εγεννήθη εις την
Μελιτούπολιν, εις την οποίαν ήτο ο πατήρ αυτού Διάκονος, Χριστόδουλος
ονομαζόμενος. Περισσότερα περί της γεννήσεως και ανατροφής αυτού δεν ηδυνήθημεν
να εύρωμεν εις ουδέν βιβλίον, διότι ουδείς άλλος έγραψε ταύτα ειμή μόνον
ιδιώτης τις, Κρισπίνος ονομαζόμενος, ο οποίος έγραψε με πολλήν συντομίαν ολίγα
τινά από τα πολλά του τεράστια, τα οποία και ημείς μεταφέρομεν ενταύθα, μη
γράφοντες περισσότερα, δια να μη φύγωμεν από την αλήθειαν και προσέχετε ακριβώς
την γλυκυτάτην ταύτην διήγησιν, ίνα πολλήν λάβετε την ευφροσύνην και
αγαλλίασιν.
Ο θαυμάσιος ούτος Ιεράρχης Παρθένιος δεν έμαθεν από παιδίον πολλά γράμματα, μόνον ολίγα, αλλ’ όμως ήτο ακροατής των Αγίων Γραφών επιμελέστατος, από μικράς δε ηλικίας ηξιώθη της θείας Χάριτος και έκαμνε μεγάλα θαυμάσια, διότι ήτο κατά πολλά προς τους πτωχούς συμπαθής και φιλάνθρωπος, και ακούσατε. Υπήρχε λίμνη τις πλησίον της πόλεως, εις την οποίαν πολλάκις εψάρευε και από όσα ψάρια έπιανε, δεν έτρωγεν, ούτε τα εχάριζε πλουσίου τινός, αλλά τα επώλει και έδιδεν εις τους πτωχούς τα χρήματα, δια να τον ελεήση και αυτόν ο Κύριος. Από την λαμπρότητα λοιπόν του βίου του και από τα παράδοξα θαύματα, τα οποία έκαμεν, έγινε πανταχού επίσημος και περίφημος, διότι πολλούς δαιμονιζομένους ιάτρευσεν, από την πολλήν του φιλανθρωπίαν και ταπείνωσιν. Ταύτα μαθών ο της Μελιτουπόλεως Επίσκοπος, Φιλητός καλούμενος, τον προσεκάλεσε και τον παρεκάλεσε να δεχθή να τον χειροτονήση Πρεσβύτερον, αλλά αυτός, ως ταπεινόφρων, δεν εδέχετο, νομίζων ότι ήτο ανάξιος· εκείνος όμως και ακουσίως τον ηξίωσε τοιαύτης αξίας, ως αξιώτατον. Όταν λοιπόν έλαβε την θείαν Χάριν εις την ψυχήν αυτού δαψιλέστερον, ετέλει καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα, διότι ο Κύριος ηθέλησε να τον δοξάση και εδώ και να θεραπεύση δια μέσου αυτού πολλούς πάσχοντας. Από τα πολλά λοιπόν, τα οποία ετέλεσε, γράφομεν ολίγα εις πίστωσιν. Ημέραν τινά περιπατών εις την οδόν ο Όσιος απήντησεν άνθρωπον, τον οποίον είχε κτυπήσει ταύρος εις το πρόσωπον με το κέρατον. Εκ του κτυπήματος εβγήκεν ο οφθαλμός του και εκρέματο, εκράτει δε τούτον ο άνθρωπος εις την χείρα του οδυρόμενος και ζητών βοήθειαν, ήτο δε ελεεινόν εις τους ορώντας θέαμα. Τούτον ιδών ο φιλανθρωπότατος Παρθένιος ελυπήθη και λαμβάνων εις την δεξιάν του τον οφθαλμόν, έβαλεν αυτόν επιδέξια εις τον τόπον του, δια της προς Θεόν δε προσευχής του και με αγίασμα με το οποίον τον έχρισεν, ιατρεύθη τελείως εις τρεις ημέρας και έμεινεν υγιής, ως το πρότερον. Ακούσατε και άλλο όμοιον. Γυνή τις έβγαλεν εις τα απόκρυφα μέρη κακόν απόστημα, το οποίον λέγεται καρκίνος, τρώγει δε τούτο την σάρκα ελεεινώς και δεν ιατρεύεται. Είχε λοιπόν εκ τούτου πολλήν οδύνην η τάλαινα, εντρέπετο δε να το δείξη και εις ιατρόν. Μόνον έδραμε προς τον άμισθον ιατρόν Παρθένιον και πίπτουσα εις τους πόδας αυτού με δάκρυα εζήτει την ίασιν· ούτος έκαμε τον Σταυρόν με την δεξιάν αυτού εις το μέτωπόν της και παρευθύς έπεσε το πρήσμα εις την γην και έγινεν η γυνή τελείως υγιής. Άλλοτε πάλιν επήγεν ο Άγιος να ιδή ασθενή τινα και επήδησεν επάνω του πολύ μεγάλος κύων, όστις έκοψε τα σχοινία και εκάθισεν εις τον ώμον του Οσίου δια να τον φάγη, αυτός όμως ουδόλως εφοβήθη μόνον εφύσησεν εις το στόμα του και σφραγίσας εις αυτό τον Σταυρόν του Χριστού, έπεσε κατά γης το άγριον εκείνο θηρίον και εξεψύχησε. Αυτά και έτερα πλείονα τελέσας ο θαυμαστός Παρθένιος, έγινε πανταχού περιβόητος· έμαθε δε ταύτα και ο Μητροπολίτης Κυζίκου Ασχόλιος, όστις έκρινεν ότι ήτο άπρεπον να μη τιμήση τοιούτον Άγιον με το της αρχιερωσύνης αξίωμα. Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν, μετεχειρίσθη πάντα τρόπον και τον εχειροτόνησε Επίσκοπον Λαμψάκου, όχι δια να ωφελήση εκείνον, αλλά την πόλιν αυτήν, ήτις ήτο όλη βεβυθισμένη εις την της ειδωλολατρίας απώλειαν. Αυτός δε ο μακάριος με τας προσευχάς προς τον Θεόν, τας νηστείας, τας προς τον λαόν νουθεσίας, το καλόν παράδειγμα και με διάφορα θαύματα, τα οποία υπέρ φύσιν ετέλεσε, τους έκαμε και εμίσησαν το ψεύδος, γνωρίσαντες την αλήθειαν και εβαπτίσθησαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος· όθεν, ιδών ο Άγιος την πολλήν αυτών ευλάβειαν, ηθέλησε να καταστρέψη τα ειδωλεία και να οικοδομήση Εκκλησίας, εις δόξαν του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών· πλην όμως, επειδή τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ηθέλησε να υπάγη προς αυτόν εις την βασιλεύουσαν, να του ζητήση άδειαν κατά την συνήθειαν. Ο δε Άγιος βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως ευσεβέστατος όπου ήτο και προς τους Ιερείς ευλαβέστατος, όχι μόνον του έδωκε γραπτώς εξουσίαν, αλλά και πολύ χρυσίον να εξοδεύση εις δόξαν Θεού δια τα χρειαζόμενα. Επιστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις την επαρχίαν του, τους μεν βωμούς των ειδώλων κατηδάφισε, εθεμελίωσε δε Ναόν περικαλλή και ωραίον εις δόξαν του Παντοκράτορος. Αλλά ας είπωμεν και άλλα τινά από τα πολλά του θαυμάσια. Ήλθέ ποτε προς τον Όσιον άνθρωπός τις, όστις είχε δαιμόνιον πονηρότατον και δεν το εγνώριζεν άλλος τις, ούτε ο ίδιος ο δαιμονιζόμενος, μόνον δε ο Άγιος το εγνώριζεν ως θεοφώτιστος και θεόπνευστος. Όταν δε ο άνθρωπος εκείνος τον εχαιρέτησε, δεν απεκρίθη ουδόλως ο Άγιος, αλλ’ ως άλαλος εσιώπησεν, ο δε δαίμων εθύμωσε και λέγει ταύτα οργιζόμενος προς τον ταπεινόφρονα, ο υψηλόφρων και υπερήφανος· «Ημείς είχομεν πόθον να σε ίδωμεν και ήλθομεν από τόσον δρόμον και σε εχαιρετήσαμεν, συ όμως δεν καταδέχεσαι ούτε να μας ομιλήσης καθόλου»; Τότε λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ιδού, με είδες». Λέγει ο δαίμων· «Σε είδα και εκατάλαβα». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εάν λοιπόν εγνώρισες τις είμαι, έξελθε από το πλάσμα του Θεού». Εκείνος δε απεκρίνατο· «Πολύν καιρόν έχω όπου κατοικώ εις τούτον τον άνθρωπον, από παιδίον μικρόν, και κανείς δεν με εγνώρισε, παρά συ μόνον και εάν με εκβάλης απ’ εδώ, δεν ηξεύρω που να υπάγω». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ να σου δώσω άνθρωπον να κατοικήσης εις αυτόν, εάν θέλης». Τότε εξελθόν το δαιμόνιον απ’ εκείνον τον άνθρωπον εζήτησεν από τον Άγιον να εκπληρώση την υπόσχεσιν, ο δε Άγιος ανοίξας το στόμα του είπε προς αυτό· «Ιδού άνθρωπος, είσελθε εις εμέ και κατοίκησον». Τότε ο δαίμων, ως από πυρός καταφλεγόμενος, έφυγε κλαίων και φωνάζων· «Ουαί μοι τω δυστυχεί! Εάν μόνον η όρασίς σου με καταφλέγει, πώς να τολμήσω να εισέλθω μέσα σου»; Ταύτα λέγων ο δαίμων έφυγεν, ο δε άνθρωπος έμεινεν υγιής, ευχαριστών τον Όσιον. Μετά τινας ημέρας, αφ’ ου έκτισε τον Ναόν ο Άγιος, εύρε πλάκα μεγάλην αρμοδίαν δια την Αγίαν Τράπεζαν και προσέταξε να την φέρουν εις την άμαξαν. Καθώς λοιπόν την έφερον, εφθόνησεν ο βάσκανος δαίμων εις τοιούτον θεάρεστον έργον και, ως ανθρωποκτόνος, ενήργησε με τας κακουργίας του και ο Ευτυχιανός, όστις ωδηγούσε το αμάξι, εφονεύθη, διότι ο δαίμων ετάραξε τα βόδια, τα οποία έτρεχον με πολλήν ορμήν και ταχύτητα και επλάκωσαν οι τροχοί τον άνθρωπον, εσχίσθη η κοιλία του και εχύθησαν τα σπλάγχνα του. Τούτο ακούσας, είπεν ο Άγιος· «Να μη χαρής εις ταύτην την κακουργίαν σου δαίμον παμπόνηρε, ούτε να εμποδίσης το θείον έργον, μισόκαλε». Ταύτα ειπών και πορευθείς αμέσως εις τον αποθαμμένον, εγονάτισε και δακρύσας προσηυχήθη λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όπου ορίζεις ζωήν και θάνατον, ματαίωσον την κακουργίαν του δαίμονος και τον τεθνεώτα ανάστησον, ότι συ, Δέσποτα, είσαι η πάντων ζωή και ανάστασις και ποιείς όσα βούλεσαι, ως Βασιλεύς παντοδύναμος». Ταύτα είπε και παρευθύς, ω θαυμασίου και εξαισίου τερατουργήματος! Ο Ευτυχιανός ανεστήθη και ευχαριστών τον Άγιον επήγε την πλάκα εις τον Ναόν και την έβαλαν εις την Αγίαν Τράπεζαν, εις πείσμα του δαίμονος. Αυτήν την μεγίστην θαυματουργίαν του Αγίου ακούσαντες όσοι είχον ασθενείς και δεν ηδύναντο οι ιατροί να τους θεραπεύσουν, τους έφερον εις τον Άγιον και παρευθύς τους ιάτρευε χωρίς διορίαν καιρού και βότανα. Όθεν πάντες οι της Λαμψάκου πολίται έχαιρον ευφραινόμενοι δια την τοιαύτην επικουρίαν και βοήθειαν, την οποίαν τους έστειλεν ο Κύριος· μόνον οι ιατροί ελυπούντο, διότι δεν είχον πλέον από την τέχνην των όφελος, επειδή όλοι οι ασθενείς επήγαιναν εις τον Άγιον, όστις δωρεάν τους ιάτρευε χωρίς αργοπορίαν και μάλιστα όσοι, άνδρες και γυναίκες, είχον δαιμόνιον. Διότι τόσην εξουσίαν έλαβεν από τον Θεόν κατά των υπερηφάνων δαιμόνων ο ταπεινόφρων Παρθένιος, ώστε, μόνον εάν τον έβλεπον, έφευγον από τους ανθρώπους, καθώς φεύγει από το φως το σκότος και αφανίζεται. Και ακούσατε, δια να πιστεύσητε την αλήθειαν. Πολλοί και πολλαί εθεραπεύθησαν υπό του Αγίου, ήσαν δε μεταξύ τούτων παρθένος τις ονόματι Δάφνη, θυγάτηρ Διονυσίου του πραιποσίτου Σμύρνης, άλλη γυνή από την Περσίδα καλουμένη Ζωϊλα και ετέρα παρθένος θυγάτηρ Συναδίου και άλλαι ονόματι Αλεξανδρεία, Ακακία, Ρουφίνα, Θεοφίλη και ετέρα κόρη Κυριακή και γραία τις ονόματι Καλλιόπη και άλλαι πολλαί, αι οποίαι είχον όλαι δαιμόνια και ιατρεύθησαν από τον Άγιον, δια τας οποίας χάριν συντομίας δεν γράφομεν κατά πλάτος πως τας ιάτρευσε· μόνον περί του νεανίου Μίκωνος να είπωμεν σαφέστερον, δια να γνωρίζη ο καθείς, ότι και προορατικόν είχεν ο Άγιος. Ούτος λοιπόν ο Μίκων ήτο υιός Ιερέως και είχε σκληρόν δαιμόνιον, το οποίον τον ετάρασσε δυνατά. Έφερον λοιπόν αυτόν οι γονείς του εις τον Άγιον και πίπτοντες εις τους πόδας του με δάκρυα τον παρεκάλουν να του δώση την ίασιν· ο δε προς πάντας συμπαθής και εύσπλαγχνος Παρθένιος, δεν ευσπλαγχνίσθη καθόλου τον δυστυχή, ούτε ελυπήθη τα δάκρυα των γονέων του, αλλ’ είπε προς αυτούς· «Δεν είναι άξιοςθεραπείας ο αυθάδης και θρασύτατος ούτος· γνωρίζετε πόσας φοράς σας ύβρισε και επαρακαλούσατε τον Θεόν να τον τιμωρήση, ως άτακτον· λοιπόν αφήτε τον να παιδεύεται δια ψυχικήν του ωφέλειαν». Εκείνοι δε πάλιν, ως γονείς, επονούσαν το τέκνον των και εδέοντο προς τον Όσιον να το ελεήση, ως εύσπλαγχνος· όθεν δια να μη τους λυπήση, έκαμε προς Κύριον θερμοτάτην δέησιν και ελυτρώθη ο νέος από του πειράζοντος δαίμονος. Άλλος τις στρατιώτης, την κλήσιν Αζάνιος, ήτο παραλυτικός και ακίνητος, έφερον δε τούτον οι συγγενείς του εις τον Άγιον φορτωμένον εις ζώον ως άψυχον, και με ένα λόγον τον εθεράπευσε. Και Σύρος τι ονόματι Αλάμας είχε δαιμόνιον, ημέραν δε τινα πεσών από την στέγην της Εκκλησίας απέθανεν, ο δε Άγιος, όχι μόνον τον ανέστησε, αλλά και εκ του πονηρού δαίμονος τον ελύτρωσεν, ώστε πάντες εξέστησαν και εθαύμαζον. Άλλος τις Μαξιμιανός ονόματι είχε δυσεντερίαν, ήτις είναι νόσος ανίατος, οι δε γονείς αυτού, έχοντες πίστιν αδίστακτον εις τον Θεόν και εις τον δούλον αυτού Παρθένιον, εσήκωσαν αυτόν με την κλίνην και τον έφερον από την Βιζύην εις Λάμψακον, θέσαντες δε αυτόν εις την θύραν της Εκκλησίας του Παρθενίου εις ολίγην ώραν απέθανε. Μετά ταύτα, ελθών ο Άγιος και ιδών τον νεκρόν, ευσπλαγχνίσθη τα δάκρυα των γονέων και δακρύσας προς Κύριον προσηυχήθη και, ω του θαύματος! ευθύς ανέστη ο νεκρός και εδόξασε τον Κύριον. Γυνή δε τις, Ευχαριστία ονόματι, είχεν εις τα εντόσθια δεινήν ασθένειαν από μαντείας και γοητείας κακών ανθρώπων, ο δε ανήρ αυτής Μαγιστριανός, την κλήσιν Αγάπιος, την επήγεν εις τον Άγιον, όστις ποιήσας ευχήν προς τον Θεόν τελείως ταύτην ιάτρευσεν. Άλλος τις ονόματι Θαλάσσιος απώλεσε τας φρένας του εκ συνεργείας του δαίμονος και προσφέροντες αυτόν οι συγγενείς του εις τον Άγιον, τον ιάτρευσεν εις επτά ημέρας και έμεινε σωφρονισμένος, δοξάζων τον Κύριον. Έτερος από την Ηράκλειαν ονόματι Κάλλιστος, παράλυτος εις τους πόδας από πειρασμόν του δαίμονος και άλλος λεπρός Λέσβιος, προσήλθον εις τον Άγιον ζητούντες βοήθειαν και εκείνος παρευθύς τους ιάτρευσεν. Ήσαν δε και τινες αλιείς, εις τους οποίους έκαμαν μαντείας και γοητείας και δεν έπιανον καθόλου ψάρια, όταν δε έβαζαν τα δίκτυα εκεί όπου έβλεπαν ότι ήσαν πολλά ψάρια, αυτά έφευγαν αμέσως και κανένα δεν έμβαινεν εις τα δίκτυα· τούτο δε ήτο βασκανία και ενέργεια δαίμονος. Οι αλιείς λοιπόν, ιδόντες ταύτα, ηννόησαν την αιτίαν και προσπίπτοντες εις τον Όσιον τον παρεκάλεσαν να λύση την κακουργίαν του δαίμονος. Ούτος λοιπόν επήγεν εις τον αιγιαλόν και ευλογήσας την θάλασσαν, έρριψεν άλας και τους είπε να ρίψουν τα δίκτυα· ούτω ποιήσαντες, ω του Θαύματος! τόσον πλήθος ιχθύων συνήχθη, ώστε πάντες οι παρόντες εξεπλάγησαν. Ας είπωμεν και έτερον. Απήλθε ποτέ ο Άγιος εις την πόλιν Ηράκλειαν δι’ αναγκαίαν τινά υπόθεσιν, ο δε Μητροπολίτης της πόλεως ταύτης ήτο βαρέως ασθενής και προσεκάλεσε τον Όσιον να τον ιατρεύση. Ιδών δε αυτόν ο Όσιος ηννόησε την αιτίαν της ασθενείας του, ότι υπό της φιλαργυρίας ενικάτο, αδικούσε δε και τους πένητας· όθεν είπε προς αυτόν· ¨Γίνωσκε, ότι αύτη η οδύνη προήλθεν εις σε από ψυχικήν ασθένειαν, διότι τους πτωχούς ηδίκησες· εάν δε αποδώσης το άδικον, υγιαίνεις ψυχή τε και σώματι· εάν όμως καταφρονήσης τους λόγους μου, ούτε ψυχικώς ούτε σωματικώς θεραπεύεσαι». Τότε ο Αρχιερεύς κατενύχθη, γνωρίσας δε το σφάλμα του και εξομολογηθείς, εκάλεσε τον οικονόμον και επίτροπον αυτού και τον επρόσταξε να φέρη εκεί το χρυσίον και αργύριόν του· αφού δε εκείνος το έφερε, το έδιδεν ο Αρχιερεύς εις τον Άγιον να το κάμη ως βούλεται· ο Άγιος δε είπε προς αυτόν· «Συ μοίρασέ το εις τους πτωχούς με τας χείρας σου». Ταύτα ποιήσας ο Αρχιερεύς και διαμοιράσας τα κακώς συναχθέντα, εθεραπεύθη τελείως ψυχή τε και σώματι. Ακούσατε και έτερον. Ευρίσκετο εκεί εις την Ηράκλειαν εις άνθρωπος παραλυτικός και ακίνητος, ιδών δε αυτόν ο φιλανθρωπότατος Παρθένιος δεν ημέλησεν, ως τον Ιερέα και τον Λευϊτην, όπου λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ούτε αντιπαρήλθεν, αλλά προσήλθε και προσηυχήθη προς τον Δεσπότην κλίνας τα γόνατα, έπειτα ήλειψε με έλαιον τα ξηρά και ανενέργητα μέλη του ασθενούς και παρευθύς, ω του θαύματος! ο πρώην ακίνητος και ασάλευτος ηγέρθη υγιής και άνοσος και απήλθε περιπατών εις την οικίαν του. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και έτερα θαύματα ετέλεσεν εις την Ηράκλειαν ο Άγιος, τα οποία βλέπων ο Υπατιανός, Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας εκείνης της Ηρακλείας, παρεκάλεσεν αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις ένα χωράφιόν του, το οποίον έσπειρε και δεν εφύτρωσε, να το ευλογήση δια να καρποφορήση. Απήλθε λοιπόν ο Όσιος και μετά δακρύων προσηύξατο, δεόμενος του Θεού να στείλη εις τον αγρόν εκείνον την δρόσον του. Παρευθύς τότε ο ουρανός εσυννέφιασε και ήλθε βροχή άφθονος· όθεν έμεινε την νύκτα εκείνην εκεί εις οίκον τινά ο Άγιος και το πρωϊ είπε ταύτα προς τον Αρχιδιάκονον· «Πρόσεχε, αδελφέ, και φυλάττου να μη αμαρτήσης και πάθης ως ο Αρχιεπίσκοπος, όστις επαιδεύθη δια την φιλαργυρίαν του, διότι καθώς την νύκτα ταύτην από τον Θεόν εγνώρισα, εις ολίγας ημέρας χειροτονείσαι Επίσκοπος και αγάπα τους πτωχούς, διότι η αρετή της ελεημοσύνης αρέσει εις τον Θεόν περισσότερον από όλας τας άλλας αρετάς». Ταύτα ακούσας ο Αρχιδιάκονος υπεσχέθη να κάμη εις τους πτωχούς ελεημοσύνας όσον έπρεπε, παρεκάλεσε δε τον Άγιον να υπάγη και εις άλλο χωράφιόν του και αμπέλιον, να δώση την ευλογίαν του. Επήγε και εις αυτό ο Άγιος και όταν το είδε ότι ήτο άσπαρτον, τον ηρώτησε· «Διατί δεν το έσπειρες»; Και του απεκρίθη δακρύζων· «το έσπειρα, Δέσποτα, αλλά δια τας αμαρτίας μου δεν έβρεξε να φυτρώση και θλίβομαι, διότι χίλια μόδια κάμνει, όταν επιτύχη, και τώρα δεν κάμνει τίποτε». Τότε ο Άγιος τον παρηγόρησε λέγων· «Μη λυπείσαι, ότι δυνατά πάντα τω πιστεύοντι· ο Κύριος να το ευλογήση να κάμη και τώρα χίλια μόδια, ότι δεν είναι εις τον Θεόν κανένα πράγμα αδύνατον· μόνον τον καιρόν του θέρους σύναξε τον καρπόν του και αλώνισέ τον χωριστά και μέτρησέ τον και θα εύρης χίλια μόδια». Τότε επήγε και εις το αμπέλι του και το ηυλόγησεν, όπου ήτο από την αβροχίαν κατάξηρον και του λέγει· «Μη πικραίνεσαι και δι’ αυτό, ότι ο Κύριος σου δίδει και εδώ πολλήν ευλογίαν, ως εύσπλαγχνος». Όταν δε ήθελε να επιστρέψη εις την επαρχίαν του ο Άγιος, επήγε και απεχαιρέτησε τον άνω ειρημένον Μητροπολίτην και του λέγει· «Γνώριζε ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς Κύριον, καθώς εκείνος μου εφανέρωσε και αφήνεις διάδοχον Υπατιανόν τον Αρχιδιάκονον». Ταύτα ειπών, αυτός μεν εισήλθεν εις πλοίον και απήλθεν εις Λάμψακον, ο δε Ηρακλείας απέθανε και εχειροτόνησαν τον Υπατιανόν, καθώς ο Άγιος προεφήτευσεν. Όταν δε ήλθε καιρός του θέρους, εσύναξε τον καρπόν του μεγάλου χωραφίου χωριστά και τον αλώνισε και μετρήσας αυτόν, ευρέθη σωστά χίλια μόδια· ωσαύτως και το αμπέλιον έκαμεν οίνον πολύν και καλόν, ο δε Μητροπολίτης Υπατιανός, ως ευγνώμων και καλοπροαίρετος, επήρε πολύν σίτον και οίνον και τα επήγεν εις τον Άγιον, δια να μη φανή προς την ευεργεσίαν αχάριστος. Ο Άγιος όμως τον επρόσταξε να τα δώση εις τον Δεσπότην Χριστόν, διότι ήσαν ιδικά του χαρίσματα. Επιστρέψας λοιπόν ο Μητροπολίτης εις την Ηράκλειαν διεμοίρασε τον σίτον και τον οίνον εις πένητας και διηγείτο εις όλους τα του Οσίου θαυματουργήματα. Ούτω λοιπόν βιώσας ο κατά πάντα χρηστός και προς πάντας ελεήμων Παρθένιος απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν την εβδόμην του μηνός Φεβρουαρίου, πολλοί δε δια την στέρησιν αυτού ελυπήθησαν, εξόχως μάλιστα ο Υπατιανός, όστις ευθύς ως ήκουσε τούτο αφήκεν όλας τας υπηρεσίας της Μτηςοπόλεως και εισελθών εις πλοίον έδραμεν εις την Λάμψακον· ωσαύτως και ο Κυζίκου, ο Μελιτουπόλεως, ομοίως και ο Παρίου ήσαν παρόντες και άλλοι πολλοί συνήχθησαν και ψάλλοντες, ως έπρεπε, μετ’ ευλαβείας πολλής, ενεταφίασαν εκείνο το παρθενικόν του μακαρίου Παρθενίου σώμα εις την Εκκλησίαν την οποίαν αυτός έκτισεν. Αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του αγίου αυτού λειψάνου δεν λείπει ο Όσιος από τους ευλαβουμένους και επικαλουμένους αυτόν εις βοήθειαν, αλλά τους βοηθεί τάχιστα, νόσους διώκων και δαίμονας και πάθη ψυχών και σωμάτων ιώμενος, καθώς και πρότερον ετέλει ο συμπαθέστατος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Ο θαυμάσιος ούτος Ιεράρχης Παρθένιος δεν έμαθεν από παιδίον πολλά γράμματα, μόνον ολίγα, αλλ’ όμως ήτο ακροατής των Αγίων Γραφών επιμελέστατος, από μικράς δε ηλικίας ηξιώθη της θείας Χάριτος και έκαμνε μεγάλα θαυμάσια, διότι ήτο κατά πολλά προς τους πτωχούς συμπαθής και φιλάνθρωπος, και ακούσατε. Υπήρχε λίμνη τις πλησίον της πόλεως, εις την οποίαν πολλάκις εψάρευε και από όσα ψάρια έπιανε, δεν έτρωγεν, ούτε τα εχάριζε πλουσίου τινός, αλλά τα επώλει και έδιδεν εις τους πτωχούς τα χρήματα, δια να τον ελεήση και αυτόν ο Κύριος. Από την λαμπρότητα λοιπόν του βίου του και από τα παράδοξα θαύματα, τα οποία έκαμεν, έγινε πανταχού επίσημος και περίφημος, διότι πολλούς δαιμονιζομένους ιάτρευσεν, από την πολλήν του φιλανθρωπίαν και ταπείνωσιν. Ταύτα μαθών ο της Μελιτουπόλεως Επίσκοπος, Φιλητός καλούμενος, τον προσεκάλεσε και τον παρεκάλεσε να δεχθή να τον χειροτονήση Πρεσβύτερον, αλλά αυτός, ως ταπεινόφρων, δεν εδέχετο, νομίζων ότι ήτο ανάξιος· εκείνος όμως και ακουσίως τον ηξίωσε τοιαύτης αξίας, ως αξιώτατον. Όταν λοιπόν έλαβε την θείαν Χάριν εις την ψυχήν αυτού δαψιλέστερον, ετέλει καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα, διότι ο Κύριος ηθέλησε να τον δοξάση και εδώ και να θεραπεύση δια μέσου αυτού πολλούς πάσχοντας. Από τα πολλά λοιπόν, τα οποία ετέλεσε, γράφομεν ολίγα εις πίστωσιν. Ημέραν τινά περιπατών εις την οδόν ο Όσιος απήντησεν άνθρωπον, τον οποίον είχε κτυπήσει ταύρος εις το πρόσωπον με το κέρατον. Εκ του κτυπήματος εβγήκεν ο οφθαλμός του και εκρέματο, εκράτει δε τούτον ο άνθρωπος εις την χείρα του οδυρόμενος και ζητών βοήθειαν, ήτο δε ελεεινόν εις τους ορώντας θέαμα. Τούτον ιδών ο φιλανθρωπότατος Παρθένιος ελυπήθη και λαμβάνων εις την δεξιάν του τον οφθαλμόν, έβαλεν αυτόν επιδέξια εις τον τόπον του, δια της προς Θεόν δε προσευχής του και με αγίασμα με το οποίον τον έχρισεν, ιατρεύθη τελείως εις τρεις ημέρας και έμεινεν υγιής, ως το πρότερον. Ακούσατε και άλλο όμοιον. Γυνή τις έβγαλεν εις τα απόκρυφα μέρη κακόν απόστημα, το οποίον λέγεται καρκίνος, τρώγει δε τούτο την σάρκα ελεεινώς και δεν ιατρεύεται. Είχε λοιπόν εκ τούτου πολλήν οδύνην η τάλαινα, εντρέπετο δε να το δείξη και εις ιατρόν. Μόνον έδραμε προς τον άμισθον ιατρόν Παρθένιον και πίπτουσα εις τους πόδας αυτού με δάκρυα εζήτει την ίασιν· ούτος έκαμε τον Σταυρόν με την δεξιάν αυτού εις το μέτωπόν της και παρευθύς έπεσε το πρήσμα εις την γην και έγινεν η γυνή τελείως υγιής. Άλλοτε πάλιν επήγεν ο Άγιος να ιδή ασθενή τινα και επήδησεν επάνω του πολύ μεγάλος κύων, όστις έκοψε τα σχοινία και εκάθισεν εις τον ώμον του Οσίου δια να τον φάγη, αυτός όμως ουδόλως εφοβήθη μόνον εφύσησεν εις το στόμα του και σφραγίσας εις αυτό τον Σταυρόν του Χριστού, έπεσε κατά γης το άγριον εκείνο θηρίον και εξεψύχησε. Αυτά και έτερα πλείονα τελέσας ο θαυμαστός Παρθένιος, έγινε πανταχού περιβόητος· έμαθε δε ταύτα και ο Μητροπολίτης Κυζίκου Ασχόλιος, όστις έκρινεν ότι ήτο άπρεπον να μη τιμήση τοιούτον Άγιον με το της αρχιερωσύνης αξίωμα. Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν, μετεχειρίσθη πάντα τρόπον και τον εχειροτόνησε Επίσκοπον Λαμψάκου, όχι δια να ωφελήση εκείνον, αλλά την πόλιν αυτήν, ήτις ήτο όλη βεβυθισμένη εις την της ειδωλολατρίας απώλειαν. Αυτός δε ο μακάριος με τας προσευχάς προς τον Θεόν, τας νηστείας, τας προς τον λαόν νουθεσίας, το καλόν παράδειγμα και με διάφορα θαύματα, τα οποία υπέρ φύσιν ετέλεσε, τους έκαμε και εμίσησαν το ψεύδος, γνωρίσαντες την αλήθειαν και εβαπτίσθησαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος· όθεν, ιδών ο Άγιος την πολλήν αυτών ευλάβειαν, ηθέλησε να καταστρέψη τα ειδωλεία και να οικοδομήση Εκκλησίας, εις δόξαν του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών· πλην όμως, επειδή τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ηθέλησε να υπάγη προς αυτόν εις την βασιλεύουσαν, να του ζητήση άδειαν κατά την συνήθειαν. Ο δε Άγιος βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως ευσεβέστατος όπου ήτο και προς τους Ιερείς ευλαβέστατος, όχι μόνον του έδωκε γραπτώς εξουσίαν, αλλά και πολύ χρυσίον να εξοδεύση εις δόξαν Θεού δια τα χρειαζόμενα. Επιστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις την επαρχίαν του, τους μεν βωμούς των ειδώλων κατηδάφισε, εθεμελίωσε δε Ναόν περικαλλή και ωραίον εις δόξαν του Παντοκράτορος. Αλλά ας είπωμεν και άλλα τινά από τα πολλά του θαυμάσια. Ήλθέ ποτε προς τον Όσιον άνθρωπός τις, όστις είχε δαιμόνιον πονηρότατον και δεν το εγνώριζεν άλλος τις, ούτε ο ίδιος ο δαιμονιζόμενος, μόνον δε ο Άγιος το εγνώριζεν ως θεοφώτιστος και θεόπνευστος. Όταν δε ο άνθρωπος εκείνος τον εχαιρέτησε, δεν απεκρίθη ουδόλως ο Άγιος, αλλ’ ως άλαλος εσιώπησεν, ο δε δαίμων εθύμωσε και λέγει ταύτα οργιζόμενος προς τον ταπεινόφρονα, ο υψηλόφρων και υπερήφανος· «Ημείς είχομεν πόθον να σε ίδωμεν και ήλθομεν από τόσον δρόμον και σε εχαιρετήσαμεν, συ όμως δεν καταδέχεσαι ούτε να μας ομιλήσης καθόλου»; Τότε λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ιδού, με είδες». Λέγει ο δαίμων· «Σε είδα και εκατάλαβα». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εάν λοιπόν εγνώρισες τις είμαι, έξελθε από το πλάσμα του Θεού». Εκείνος δε απεκρίνατο· «Πολύν καιρόν έχω όπου κατοικώ εις τούτον τον άνθρωπον, από παιδίον μικρόν, και κανείς δεν με εγνώρισε, παρά συ μόνον και εάν με εκβάλης απ’ εδώ, δεν ηξεύρω που να υπάγω». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ να σου δώσω άνθρωπον να κατοικήσης εις αυτόν, εάν θέλης». Τότε εξελθόν το δαιμόνιον απ’ εκείνον τον άνθρωπον εζήτησεν από τον Άγιον να εκπληρώση την υπόσχεσιν, ο δε Άγιος ανοίξας το στόμα του είπε προς αυτό· «Ιδού άνθρωπος, είσελθε εις εμέ και κατοίκησον». Τότε ο δαίμων, ως από πυρός καταφλεγόμενος, έφυγε κλαίων και φωνάζων· «Ουαί μοι τω δυστυχεί! Εάν μόνον η όρασίς σου με καταφλέγει, πώς να τολμήσω να εισέλθω μέσα σου»; Ταύτα λέγων ο δαίμων έφυγεν, ο δε άνθρωπος έμεινεν υγιής, ευχαριστών τον Όσιον. Μετά τινας ημέρας, αφ’ ου έκτισε τον Ναόν ο Άγιος, εύρε πλάκα μεγάλην αρμοδίαν δια την Αγίαν Τράπεζαν και προσέταξε να την φέρουν εις την άμαξαν. Καθώς λοιπόν την έφερον, εφθόνησεν ο βάσκανος δαίμων εις τοιούτον θεάρεστον έργον και, ως ανθρωποκτόνος, ενήργησε με τας κακουργίας του και ο Ευτυχιανός, όστις ωδηγούσε το αμάξι, εφονεύθη, διότι ο δαίμων ετάραξε τα βόδια, τα οποία έτρεχον με πολλήν ορμήν και ταχύτητα και επλάκωσαν οι τροχοί τον άνθρωπον, εσχίσθη η κοιλία του και εχύθησαν τα σπλάγχνα του. Τούτο ακούσας, είπεν ο Άγιος· «Να μη χαρής εις ταύτην την κακουργίαν σου δαίμον παμπόνηρε, ούτε να εμποδίσης το θείον έργον, μισόκαλε». Ταύτα ειπών και πορευθείς αμέσως εις τον αποθαμμένον, εγονάτισε και δακρύσας προσηυχήθη λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όπου ορίζεις ζωήν και θάνατον, ματαίωσον την κακουργίαν του δαίμονος και τον τεθνεώτα ανάστησον, ότι συ, Δέσποτα, είσαι η πάντων ζωή και ανάστασις και ποιείς όσα βούλεσαι, ως Βασιλεύς παντοδύναμος». Ταύτα είπε και παρευθύς, ω θαυμασίου και εξαισίου τερατουργήματος! Ο Ευτυχιανός ανεστήθη και ευχαριστών τον Άγιον επήγε την πλάκα εις τον Ναόν και την έβαλαν εις την Αγίαν Τράπεζαν, εις πείσμα του δαίμονος. Αυτήν την μεγίστην θαυματουργίαν του Αγίου ακούσαντες όσοι είχον ασθενείς και δεν ηδύναντο οι ιατροί να τους θεραπεύσουν, τους έφερον εις τον Άγιον και παρευθύς τους ιάτρευε χωρίς διορίαν καιρού και βότανα. Όθεν πάντες οι της Λαμψάκου πολίται έχαιρον ευφραινόμενοι δια την τοιαύτην επικουρίαν και βοήθειαν, την οποίαν τους έστειλεν ο Κύριος· μόνον οι ιατροί ελυπούντο, διότι δεν είχον πλέον από την τέχνην των όφελος, επειδή όλοι οι ασθενείς επήγαιναν εις τον Άγιον, όστις δωρεάν τους ιάτρευε χωρίς αργοπορίαν και μάλιστα όσοι, άνδρες και γυναίκες, είχον δαιμόνιον. Διότι τόσην εξουσίαν έλαβεν από τον Θεόν κατά των υπερηφάνων δαιμόνων ο ταπεινόφρων Παρθένιος, ώστε, μόνον εάν τον έβλεπον, έφευγον από τους ανθρώπους, καθώς φεύγει από το φως το σκότος και αφανίζεται. Και ακούσατε, δια να πιστεύσητε την αλήθειαν. Πολλοί και πολλαί εθεραπεύθησαν υπό του Αγίου, ήσαν δε μεταξύ τούτων παρθένος τις ονόματι Δάφνη, θυγάτηρ Διονυσίου του πραιποσίτου Σμύρνης, άλλη γυνή από την Περσίδα καλουμένη Ζωϊλα και ετέρα παρθένος θυγάτηρ Συναδίου και άλλαι ονόματι Αλεξανδρεία, Ακακία, Ρουφίνα, Θεοφίλη και ετέρα κόρη Κυριακή και γραία τις ονόματι Καλλιόπη και άλλαι πολλαί, αι οποίαι είχον όλαι δαιμόνια και ιατρεύθησαν από τον Άγιον, δια τας οποίας χάριν συντομίας δεν γράφομεν κατά πλάτος πως τας ιάτρευσε· μόνον περί του νεανίου Μίκωνος να είπωμεν σαφέστερον, δια να γνωρίζη ο καθείς, ότι και προορατικόν είχεν ο Άγιος. Ούτος λοιπόν ο Μίκων ήτο υιός Ιερέως και είχε σκληρόν δαιμόνιον, το οποίον τον ετάρασσε δυνατά. Έφερον λοιπόν αυτόν οι γονείς του εις τον Άγιον και πίπτοντες εις τους πόδας του με δάκρυα τον παρεκάλουν να του δώση την ίασιν· ο δε προς πάντας συμπαθής και εύσπλαγχνος Παρθένιος, δεν ευσπλαγχνίσθη καθόλου τον δυστυχή, ούτε ελυπήθη τα δάκρυα των γονέων του, αλλ’ είπε προς αυτούς· «Δεν είναι άξιοςθεραπείας ο αυθάδης και θρασύτατος ούτος· γνωρίζετε πόσας φοράς σας ύβρισε και επαρακαλούσατε τον Θεόν να τον τιμωρήση, ως άτακτον· λοιπόν αφήτε τον να παιδεύεται δια ψυχικήν του ωφέλειαν». Εκείνοι δε πάλιν, ως γονείς, επονούσαν το τέκνον των και εδέοντο προς τον Όσιον να το ελεήση, ως εύσπλαγχνος· όθεν δια να μη τους λυπήση, έκαμε προς Κύριον θερμοτάτην δέησιν και ελυτρώθη ο νέος από του πειράζοντος δαίμονος. Άλλος τις στρατιώτης, την κλήσιν Αζάνιος, ήτο παραλυτικός και ακίνητος, έφερον δε τούτον οι συγγενείς του εις τον Άγιον φορτωμένον εις ζώον ως άψυχον, και με ένα λόγον τον εθεράπευσε. Και Σύρος τι ονόματι Αλάμας είχε δαιμόνιον, ημέραν δε τινα πεσών από την στέγην της Εκκλησίας απέθανεν, ο δε Άγιος, όχι μόνον τον ανέστησε, αλλά και εκ του πονηρού δαίμονος τον ελύτρωσεν, ώστε πάντες εξέστησαν και εθαύμαζον. Άλλος τις Μαξιμιανός ονόματι είχε δυσεντερίαν, ήτις είναι νόσος ανίατος, οι δε γονείς αυτού, έχοντες πίστιν αδίστακτον εις τον Θεόν και εις τον δούλον αυτού Παρθένιον, εσήκωσαν αυτόν με την κλίνην και τον έφερον από την Βιζύην εις Λάμψακον, θέσαντες δε αυτόν εις την θύραν της Εκκλησίας του Παρθενίου εις ολίγην ώραν απέθανε. Μετά ταύτα, ελθών ο Άγιος και ιδών τον νεκρόν, ευσπλαγχνίσθη τα δάκρυα των γονέων και δακρύσας προς Κύριον προσηυχήθη και, ω του θαύματος! ευθύς ανέστη ο νεκρός και εδόξασε τον Κύριον. Γυνή δε τις, Ευχαριστία ονόματι, είχεν εις τα εντόσθια δεινήν ασθένειαν από μαντείας και γοητείας κακών ανθρώπων, ο δε ανήρ αυτής Μαγιστριανός, την κλήσιν Αγάπιος, την επήγεν εις τον Άγιον, όστις ποιήσας ευχήν προς τον Θεόν τελείως ταύτην ιάτρευσεν. Άλλος τις ονόματι Θαλάσσιος απώλεσε τας φρένας του εκ συνεργείας του δαίμονος και προσφέροντες αυτόν οι συγγενείς του εις τον Άγιον, τον ιάτρευσεν εις επτά ημέρας και έμεινε σωφρονισμένος, δοξάζων τον Κύριον. Έτερος από την Ηράκλειαν ονόματι Κάλλιστος, παράλυτος εις τους πόδας από πειρασμόν του δαίμονος και άλλος λεπρός Λέσβιος, προσήλθον εις τον Άγιον ζητούντες βοήθειαν και εκείνος παρευθύς τους ιάτρευσεν. Ήσαν δε και τινες αλιείς, εις τους οποίους έκαμαν μαντείας και γοητείας και δεν έπιανον καθόλου ψάρια, όταν δε έβαζαν τα δίκτυα εκεί όπου έβλεπαν ότι ήσαν πολλά ψάρια, αυτά έφευγαν αμέσως και κανένα δεν έμβαινεν εις τα δίκτυα· τούτο δε ήτο βασκανία και ενέργεια δαίμονος. Οι αλιείς λοιπόν, ιδόντες ταύτα, ηννόησαν την αιτίαν και προσπίπτοντες εις τον Όσιον τον παρεκάλεσαν να λύση την κακουργίαν του δαίμονος. Ούτος λοιπόν επήγεν εις τον αιγιαλόν και ευλογήσας την θάλασσαν, έρριψεν άλας και τους είπε να ρίψουν τα δίκτυα· ούτω ποιήσαντες, ω του Θαύματος! τόσον πλήθος ιχθύων συνήχθη, ώστε πάντες οι παρόντες εξεπλάγησαν. Ας είπωμεν και έτερον. Απήλθε ποτέ ο Άγιος εις την πόλιν Ηράκλειαν δι’ αναγκαίαν τινά υπόθεσιν, ο δε Μητροπολίτης της πόλεως ταύτης ήτο βαρέως ασθενής και προσεκάλεσε τον Όσιον να τον ιατρεύση. Ιδών δε αυτόν ο Όσιος ηννόησε την αιτίαν της ασθενείας του, ότι υπό της φιλαργυρίας ενικάτο, αδικούσε δε και τους πένητας· όθεν είπε προς αυτόν· ¨Γίνωσκε, ότι αύτη η οδύνη προήλθεν εις σε από ψυχικήν ασθένειαν, διότι τους πτωχούς ηδίκησες· εάν δε αποδώσης το άδικον, υγιαίνεις ψυχή τε και σώματι· εάν όμως καταφρονήσης τους λόγους μου, ούτε ψυχικώς ούτε σωματικώς θεραπεύεσαι». Τότε ο Αρχιερεύς κατενύχθη, γνωρίσας δε το σφάλμα του και εξομολογηθείς, εκάλεσε τον οικονόμον και επίτροπον αυτού και τον επρόσταξε να φέρη εκεί το χρυσίον και αργύριόν του· αφού δε εκείνος το έφερε, το έδιδεν ο Αρχιερεύς εις τον Άγιον να το κάμη ως βούλεται· ο Άγιος δε είπε προς αυτόν· «Συ μοίρασέ το εις τους πτωχούς με τας χείρας σου». Ταύτα ποιήσας ο Αρχιερεύς και διαμοιράσας τα κακώς συναχθέντα, εθεραπεύθη τελείως ψυχή τε και σώματι. Ακούσατε και έτερον. Ευρίσκετο εκεί εις την Ηράκλειαν εις άνθρωπος παραλυτικός και ακίνητος, ιδών δε αυτόν ο φιλανθρωπότατος Παρθένιος δεν ημέλησεν, ως τον Ιερέα και τον Λευϊτην, όπου λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ούτε αντιπαρήλθεν, αλλά προσήλθε και προσηυχήθη προς τον Δεσπότην κλίνας τα γόνατα, έπειτα ήλειψε με έλαιον τα ξηρά και ανενέργητα μέλη του ασθενούς και παρευθύς, ω του θαύματος! ο πρώην ακίνητος και ασάλευτος ηγέρθη υγιής και άνοσος και απήλθε περιπατών εις την οικίαν του. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και έτερα θαύματα ετέλεσεν εις την Ηράκλειαν ο Άγιος, τα οποία βλέπων ο Υπατιανός, Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας εκείνης της Ηρακλείας, παρεκάλεσεν αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις ένα χωράφιόν του, το οποίον έσπειρε και δεν εφύτρωσε, να το ευλογήση δια να καρποφορήση. Απήλθε λοιπόν ο Όσιος και μετά δακρύων προσηύξατο, δεόμενος του Θεού να στείλη εις τον αγρόν εκείνον την δρόσον του. Παρευθύς τότε ο ουρανός εσυννέφιασε και ήλθε βροχή άφθονος· όθεν έμεινε την νύκτα εκείνην εκεί εις οίκον τινά ο Άγιος και το πρωϊ είπε ταύτα προς τον Αρχιδιάκονον· «Πρόσεχε, αδελφέ, και φυλάττου να μη αμαρτήσης και πάθης ως ο Αρχιεπίσκοπος, όστις επαιδεύθη δια την φιλαργυρίαν του, διότι καθώς την νύκτα ταύτην από τον Θεόν εγνώρισα, εις ολίγας ημέρας χειροτονείσαι Επίσκοπος και αγάπα τους πτωχούς, διότι η αρετή της ελεημοσύνης αρέσει εις τον Θεόν περισσότερον από όλας τας άλλας αρετάς». Ταύτα ακούσας ο Αρχιδιάκονος υπεσχέθη να κάμη εις τους πτωχούς ελεημοσύνας όσον έπρεπε, παρεκάλεσε δε τον Άγιον να υπάγη και εις άλλο χωράφιόν του και αμπέλιον, να δώση την ευλογίαν του. Επήγε και εις αυτό ο Άγιος και όταν το είδε ότι ήτο άσπαρτον, τον ηρώτησε· «Διατί δεν το έσπειρες»; Και του απεκρίθη δακρύζων· «το έσπειρα, Δέσποτα, αλλά δια τας αμαρτίας μου δεν έβρεξε να φυτρώση και θλίβομαι, διότι χίλια μόδια κάμνει, όταν επιτύχη, και τώρα δεν κάμνει τίποτε». Τότε ο Άγιος τον παρηγόρησε λέγων· «Μη λυπείσαι, ότι δυνατά πάντα τω πιστεύοντι· ο Κύριος να το ευλογήση να κάμη και τώρα χίλια μόδια, ότι δεν είναι εις τον Θεόν κανένα πράγμα αδύνατον· μόνον τον καιρόν του θέρους σύναξε τον καρπόν του και αλώνισέ τον χωριστά και μέτρησέ τον και θα εύρης χίλια μόδια». Τότε επήγε και εις το αμπέλι του και το ηυλόγησεν, όπου ήτο από την αβροχίαν κατάξηρον και του λέγει· «Μη πικραίνεσαι και δι’ αυτό, ότι ο Κύριος σου δίδει και εδώ πολλήν ευλογίαν, ως εύσπλαγχνος». Όταν δε ήθελε να επιστρέψη εις την επαρχίαν του ο Άγιος, επήγε και απεχαιρέτησε τον άνω ειρημένον Μητροπολίτην και του λέγει· «Γνώριζε ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς Κύριον, καθώς εκείνος μου εφανέρωσε και αφήνεις διάδοχον Υπατιανόν τον Αρχιδιάκονον». Ταύτα ειπών, αυτός μεν εισήλθεν εις πλοίον και απήλθεν εις Λάμψακον, ο δε Ηρακλείας απέθανε και εχειροτόνησαν τον Υπατιανόν, καθώς ο Άγιος προεφήτευσεν. Όταν δε ήλθε καιρός του θέρους, εσύναξε τον καρπόν του μεγάλου χωραφίου χωριστά και τον αλώνισε και μετρήσας αυτόν, ευρέθη σωστά χίλια μόδια· ωσαύτως και το αμπέλιον έκαμεν οίνον πολύν και καλόν, ο δε Μητροπολίτης Υπατιανός, ως ευγνώμων και καλοπροαίρετος, επήρε πολύν σίτον και οίνον και τα επήγεν εις τον Άγιον, δια να μη φανή προς την ευεργεσίαν αχάριστος. Ο Άγιος όμως τον επρόσταξε να τα δώση εις τον Δεσπότην Χριστόν, διότι ήσαν ιδικά του χαρίσματα. Επιστρέψας λοιπόν ο Μητροπολίτης εις την Ηράκλειαν διεμοίρασε τον σίτον και τον οίνον εις πένητας και διηγείτο εις όλους τα του Οσίου θαυματουργήματα. Ούτω λοιπόν βιώσας ο κατά πάντα χρηστός και προς πάντας ελεήμων Παρθένιος απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν την εβδόμην του μηνός Φεβρουαρίου, πολλοί δε δια την στέρησιν αυτού ελυπήθησαν, εξόχως μάλιστα ο Υπατιανός, όστις ευθύς ως ήκουσε τούτο αφήκεν όλας τας υπηρεσίας της Μτηςοπόλεως και εισελθών εις πλοίον έδραμεν εις την Λάμψακον· ωσαύτως και ο Κυζίκου, ο Μελιτουπόλεως, ομοίως και ο Παρίου ήσαν παρόντες και άλλοι πολλοί συνήχθησαν και ψάλλοντες, ως έπρεπε, μετ’ ευλαβείας πολλής, ενεταφίασαν εκείνο το παρθενικόν του μακαρίου Παρθενίου σώμα εις την Εκκλησίαν την οποίαν αυτός έκτισεν. Αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του αγίου αυτού λειψάνου δεν λείπει ο Όσιος από τους ευλαβουμένους και επικαλουμένους αυτόν εις βοήθειαν, αλλά τους βοηθεί τάχιστα, νόσους διώκων και δαίμονας και πάθη ψυχών και σωμάτων ιώμενος, καθώς και πρότερον ετέλει ο συμπαθέστατος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου