Ζαχαρίας ο νέος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο Επίσκοπος Κορίνθου εν έτει
αχπδ΄ (1684). Επειδή δε καλώς και θεοφιλώς εποίμαινεν ο μακάριος το εμπιστευθέν
αυτώ ποίμνιον, δεν υπέφερεν ο εχθρός της αληθείας διάβολος να βλέπη τον λύχνον
λάμποντα επί την λυχνίαν, αλλά παρεκίνησε τους Αγαρηνούς και τον εσυκοφάντησαν,
ότι δήθεν στέλλει επιστολάς εις τους Φράγκους και τους παρακινεί να έλθουν να
πάρουν την Κόρινθον. Με τοιαύτην πρόφασιν έδραμον εκείνοι εις την Μητρόπολιν,
ώσπερ θηρία ανήμερα και ήρπασαν τον Αρχιερέα του Θεού, δέροντες και ωθούντες
αυτόν και αφού έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, τον ωδήγησαν κατόπιν εις τον
κριτήν.
Ο δε κριτής, ως τον είδε, τω είπε να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη Τούρκος· αυτός δε ο τρισμακάριστος είπε· «να μη το δώση ο Άγιος Θεός να αρνηθώ εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, αλλά πιστεύω αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου και δια το όνομά Του το άγιον είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου». Ταύτα ως ήκουσεν ο κριτής, επρόσταξε και τον έδειραν πολύ, κατόπιν δε τον έκλεισαν και πάλιν εις την φυλακήν και τον ετυράννουν ανηλεώς τε και απανθρώπως με πολλά βάσανα· αλλ’ όμως δεν ηδυνήθησαν να μεταλλάξουν την γνώμην του· τέλος, ως είδεν ο δικαστής το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξεν, ο αιμοβόρος, να δώσουν εις τον ευλογημένον Αρχιερέα τοιούτον σκληρόν θάνατον, τον οποίον μόνον να ακούση ο άνθρωπος τρομάζει. Επρόσταξε, δηλαδή, να τον βάλουν εις ένα σουβλίον και να τον ψήσουν εις το πυρ, ως πρόβατον· φεύ, της τοιαύτης ωμότητος! Οι δε ευλογημένοι Χριστιανοί, ως το ήκουσαν ετρόμαξαν και συμπονέσαντες αυτόν έδραμον και έδωκαν χρήματα πολλά εις τον έπαρχον του τόπου και εκείνος επρόσταξε και τον αποκεφάλισαν εις την επαρχίαν αυτού, τη Τρίτη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Ούτως ηξιώθη της Βασιλείας των ουρανών και έλαβε τον στέφανον του Μαρτυρίου· ου ταις πρεσβείαις είθε να αξιώση ημάς ο πολυεύσολαγχνος Κύριος να επιτύχωμεν μετ’ αυτού των αιωνίων αγαθών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ο δε κριτής, ως τον είδε, τω είπε να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη Τούρκος· αυτός δε ο τρισμακάριστος είπε· «να μη το δώση ο Άγιος Θεός να αρνηθώ εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, αλλά πιστεύω αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου και δια το όνομά Του το άγιον είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου». Ταύτα ως ήκουσεν ο κριτής, επρόσταξε και τον έδειραν πολύ, κατόπιν δε τον έκλεισαν και πάλιν εις την φυλακήν και τον ετυράννουν ανηλεώς τε και απανθρώπως με πολλά βάσανα· αλλ’ όμως δεν ηδυνήθησαν να μεταλλάξουν την γνώμην του· τέλος, ως είδεν ο δικαστής το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξεν, ο αιμοβόρος, να δώσουν εις τον ευλογημένον Αρχιερέα τοιούτον σκληρόν θάνατον, τον οποίον μόνον να ακούση ο άνθρωπος τρομάζει. Επρόσταξε, δηλαδή, να τον βάλουν εις ένα σουβλίον και να τον ψήσουν εις το πυρ, ως πρόβατον· φεύ, της τοιαύτης ωμότητος! Οι δε ευλογημένοι Χριστιανοί, ως το ήκουσαν ετρόμαξαν και συμπονέσαντες αυτόν έδραμον και έδωκαν χρήματα πολλά εις τον έπαρχον του τόπου και εκείνος επρόσταξε και τον αποκεφάλισαν εις την επαρχίαν αυτού, τη Τρίτη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Ούτως ηξιώθη της Βασιλείας των ουρανών και έλαβε τον στέφανον του Μαρτυρίου· ου ταις πρεσβείαις είθε να αξιώση ημάς ο πολυεύσολαγχνος Κύριος να επιτύχωμεν μετ’ αυτού των αιωνίων αγαθών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου