Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών, ο εν
τω φρέατι, ήκμασε κατά τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού. Νήπιον δε έτι ων
ο Όσιος έμεινεν ορφανός πατρός, ομού μετά της αδελφής του, Θεμιστίας, νηπιακής
και εκείνης ηλικίας. Ανετρέφοντο δε και τα δύο νήπια υπό της μητρός των,
Ιουλιανής ονόματι, ήτις αν και απέμεινε χήρα εις νεωτάτην ηλικίαν, όμως ήτο
γυνή ευσεβής, πλουσία πολύ και φοβουμένη τον Θεόν. Επειδή δε οι τότε
ειδωλολάτραι βασιλείς εξέδωκαν διάταγμα και προσταγήν να τιμωρώνται οι τον
Χριστόν σεβόμενοι Χριστιανοί, φοβηθείσα η χήρα Ιουλιανή έλαβε τα δύο αυτής
τέκνα και κατέφυγεν εις οίκον τινά, εντός του οποίου κρυπτομένη ανέτρεφε τα
τέκνα της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Ο δε υιός της Ιωάννης, όταν ήρχετο ο καιρός της προσευχής, άφηνε την μητέρα του και μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, εκεί δε αφ’ ου προσηύχετο εν τω κρυπτώ, επανήρχετο εις την μητέρα του· τούτο δε έπραττε διότι τότε όλοι οι Χριστιανοί εκρύπτοντο, δια τον φόβον των ειδωλολατρών. Καιρόν δε τινά πορευομένου του Ιωάννου εις την Εκκλησίαν, ίνα προσευχηθή, κατά την συνήθειάν του, εύρεν αυτόν φιλόθεος τις Χριστιανός, ο οποίος τον συνεβούλευσε να μεταβή καλλίτερον εις το όρος, ίνα προσεύχηται, παρά να μεταβαίνη εις την Εκκλησίαν, κινδυνεύων ούτω να πέση εις χείρας των ειδωλολατρών. Ο δε Ιωάννης, ακούσας την συμβουλήν ταύτην, είπεν εις την μητέρα του· «Κυρία μου μήτερ, φιλόθεος τις Χριστιανός μοι είπε να υπάγω εις αυτόν, εγώ δε έκρινα πρέπον να ζητήσω την ευχήν σου και κατόπιν να υπάγω». Η δε μήτηρ του αφήκεν αυτόν να αναχωρήση, νομίζουσα ότι θέλει επανέλθει τάχιστα. Ο Ιωάννης όμως, αποχαιρετήσας την μητέρα του και την αδελφήν του, επορεύθη εις την έρημον προς τινα Μοναχόν Αιγύπτιον, Φαρμουθέ ονομαζόμενον, λαβών δε τας ευχάς εκείνου, έφυγεν εις την βαθυτέραν έρημον. Ευρών δε εν ξηροπήγαδον, πλήρες σκορπίων και όφεων και άλλων διαφόρων ερπετών, προσηυχήθη και έπειτα έρριψε τον εαυτόν του εν τω ξηρώ εκείνω φρέατι. Αλλ’ Άγγελος Κυρίου εδέχθη αυτόν, όταν κατήρχετο και ούτω τον εφύλαξεν αβλαβή, ενώ το φρέαρ ήτο βαθύ έως είκοσι πήχεις. Αφ’ ου δε ο Άγιος κατήλθεν εκεί, ήπλωσε τας χείρας του σταυροειδώς ο αοίδιμος και εστάθη προσευχόμενος επί τεσσαράκοντα ημέρας χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, χωρίς να κοιμηθή και χωρίς να καταβιβάση τας χείρας του· και τα μεν θηρία και ερπετά ευθύς έφυγον, Άγγελος δε Κυρίου, ο οποίος έφερε καθ’ εκάστην τροφήν εις τον ανωτέρω ρηθέντα Φαρμουθέ, έφερεν άρτον και εις τον Ιωάννην. Επειδή όμως ο Ιωάννης ήτο νέος κατά την ηλικίαν, δεν έφερεν ο Άγγελος τον άρτον εις αυτόν, ίνα μη υπερηφανευθή, αλλά τον παρέδιδεν εις τον Φαρμουθέ, λέγων αυτώ· «Ιδού Κύριος έστειλέ σοι τον άρτον τούτον, ίνα τον φέρης εις τον Αββάν Ιωάννην, τον εν τω ξηρώ φρέατι ευρισκόμενον». Ο δε Ιωάννης, δεχθείς τον άρτον παρά του Φαρμουθέ, ηυχαρίστησε τον Θεόν και έφαγεν· εδόξαζε λοιπόν τον Θεόν και καθ’ εκάστην ελάμβανε τροφήν παρά του γέροντος επί τινα έτη. Ο δε διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη τους μεγάλους αγώνας του Ιωάννου, έλαβε την μορφήν δούλου τινός του Οσίου και προσελθών ο σχηματισθείς δούλος προς τον γέροντα Φαρμουθέ, ηπάτησεν αυτόν δια των λόγων του. παραλαβών λοιπόν αυτόν τον έφερεν επί του στομίου του ξηροπηγάδου και ήρχισε να συμβουλεύη τον Ιωάννην, όσα απρεπή. Ο δε Ιωάννης ηννόησε την μηχανήν του διαβόλου και τον γέροντα διώρθωσε και τον διάβολον κατήσχυνε και ούτως απέστειλε και τους δύο, χωρίς αυτός να λάβη εις τον εαυτόν του ουδεμίαν βλάβην. Μετά ταύτα συνήθροισεν ο διάβολος πλήθη δαιμόνων και μετεσχημάτισεν αυτούς εις τα πρόσωπα της μητρός του Ιωάννου, της αδελφής και φίλων και συγγενών του και δούλων και υπηρετριών και άλλων γνωρίμων του. Άπαντες ούτοι ήλθον επί του στομίου του φρέατος και εθρήνουν και έκλαιον, παρακαλούντες αυτόν να εξέλθη τουλάχιστον, όπως τον ίδωσιν ή ακόμη όπως τους ομιλήση. Ο δε Άγιος προσηύχετο κάτωθεν, αλλ’ ουδόλως ωμίλησε προς αυτούς· όθεν οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Αφ’ ου δε ο Όσιος διέτριψεν εις το ξηροπήγαδον δέκα έτη και κατώρθωσε πάσαν άσκησιν και αρετήν, ευαρεστήσας γνησίως εις τον Θεόν, τότε Μοναχός τις, Χρύσιος ονομαζόμενος, ο οποίος διήγεν εν τη ερήμω έτη τριάκοντα, οδηγηθείς υπό θείου Αγγέλου, μετέβη, όπως ενταφιάση τον Ιωάννην· σταθείς δε τρεις ημέρας επί του φρέατος, ώρκιζε τον Ιωάννην εις την δύναμιν του Θεού, να μη κρύψη εις αυτόν ουδεμίαν του αρετήν, αλλά να τας ομολογήση, καθώς εφάνη αρεστόν εις τον Θεόν. Όθεν έγινε θαύμα πλήττον τας ακοάς πάντων· διότι η γη του φρέατος υψώθη κάτω από του βάθους των είκοσι πήχεων και ανέβη επάνω και ούτω συνηντήθησαν αμφότεροι οι Όσιοι και εχαιρετήθησαν. Επειδή λοιπόν δεν έπρεπε να αθετηθή ο όρκος του Χρυσίου εις τον Ιωάννην, δια τούτο διηγήθη ο Ιωάννης εις αυτόν όλην την ζωήν και τα κατορθώματά του. Έπειτα, ασπασάμενος τον Χρύσιον εν φιλήματι αγίω και αποχαιρετήσας αυτόν, απήλθε προς Κύριον. Τότε ο Χρύσιος ανοίξας τάφον, έρριψε το επανωφόριόν του εις το Λείψανον του Οσίου Ιωάννου και ετοποθέτησε την πλάκα του στόματος του πηγαδίου επί του τάφου του. Αναγνώσας κατόπιν τους συνήθεις ψαλμούς, εφύτευσεν ένα φοίνικα εις τον τόπον εκείνον, ο οποίος, ω του θαύματος! ευθύς ερριζώθη, ευθύς ηύξησεν, ευθύς αποκατεστάθη τέλειον δένδρον, ευθύς ήνθησε και ευθύς εγέμισεν από καρπούς. Τούτο το παράδοξον βλέπων ο Χρύσιος ηυχαρίστησε τον Θεόν, λέγων· «Δόξα σοι, Κύριε, ότι τους αγαπώντας και δοξάζοντάς Σε γιγνώσκεις να δοξάζης και να κάμνης κληρονόμους της Βασιλείας Σου». Εν ω δε ο Χρύσιος ταύτα διελογίζετο προσευχόμενος, ήρπασεν αυτόν Πνεύμα Κυρίου και τον έφερεν εις τον τόπον όπου ησύχαζεν· προσκαλέσας τότε ένα ευλαβή και έμπειρον άνθρωπον, παρεκάλεσεν αυτόν να γράψη ταύτα καθώς τα είδε και τα ήκουσεν.
Ο δε υιός της Ιωάννης, όταν ήρχετο ο καιρός της προσευχής, άφηνε την μητέρα του και μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, εκεί δε αφ’ ου προσηύχετο εν τω κρυπτώ, επανήρχετο εις την μητέρα του· τούτο δε έπραττε διότι τότε όλοι οι Χριστιανοί εκρύπτοντο, δια τον φόβον των ειδωλολατρών. Καιρόν δε τινά πορευομένου του Ιωάννου εις την Εκκλησίαν, ίνα προσευχηθή, κατά την συνήθειάν του, εύρεν αυτόν φιλόθεος τις Χριστιανός, ο οποίος τον συνεβούλευσε να μεταβή καλλίτερον εις το όρος, ίνα προσεύχηται, παρά να μεταβαίνη εις την Εκκλησίαν, κινδυνεύων ούτω να πέση εις χείρας των ειδωλολατρών. Ο δε Ιωάννης, ακούσας την συμβουλήν ταύτην, είπεν εις την μητέρα του· «Κυρία μου μήτερ, φιλόθεος τις Χριστιανός μοι είπε να υπάγω εις αυτόν, εγώ δε έκρινα πρέπον να ζητήσω την ευχήν σου και κατόπιν να υπάγω». Η δε μήτηρ του αφήκεν αυτόν να αναχωρήση, νομίζουσα ότι θέλει επανέλθει τάχιστα. Ο Ιωάννης όμως, αποχαιρετήσας την μητέρα του και την αδελφήν του, επορεύθη εις την έρημον προς τινα Μοναχόν Αιγύπτιον, Φαρμουθέ ονομαζόμενον, λαβών δε τας ευχάς εκείνου, έφυγεν εις την βαθυτέραν έρημον. Ευρών δε εν ξηροπήγαδον, πλήρες σκορπίων και όφεων και άλλων διαφόρων ερπετών, προσηυχήθη και έπειτα έρριψε τον εαυτόν του εν τω ξηρώ εκείνω φρέατι. Αλλ’ Άγγελος Κυρίου εδέχθη αυτόν, όταν κατήρχετο και ούτω τον εφύλαξεν αβλαβή, ενώ το φρέαρ ήτο βαθύ έως είκοσι πήχεις. Αφ’ ου δε ο Άγιος κατήλθεν εκεί, ήπλωσε τας χείρας του σταυροειδώς ο αοίδιμος και εστάθη προσευχόμενος επί τεσσαράκοντα ημέρας χωρίς να φάγη, χωρίς να πίη, χωρίς να κοιμηθή και χωρίς να καταβιβάση τας χείρας του· και τα μεν θηρία και ερπετά ευθύς έφυγον, Άγγελος δε Κυρίου, ο οποίος έφερε καθ’ εκάστην τροφήν εις τον ανωτέρω ρηθέντα Φαρμουθέ, έφερεν άρτον και εις τον Ιωάννην. Επειδή όμως ο Ιωάννης ήτο νέος κατά την ηλικίαν, δεν έφερεν ο Άγγελος τον άρτον εις αυτόν, ίνα μη υπερηφανευθή, αλλά τον παρέδιδεν εις τον Φαρμουθέ, λέγων αυτώ· «Ιδού Κύριος έστειλέ σοι τον άρτον τούτον, ίνα τον φέρης εις τον Αββάν Ιωάννην, τον εν τω ξηρώ φρέατι ευρισκόμενον». Ο δε Ιωάννης, δεχθείς τον άρτον παρά του Φαρμουθέ, ηυχαρίστησε τον Θεόν και έφαγεν· εδόξαζε λοιπόν τον Θεόν και καθ’ εκάστην ελάμβανε τροφήν παρά του γέροντος επί τινα έτη. Ο δε διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη τους μεγάλους αγώνας του Ιωάννου, έλαβε την μορφήν δούλου τινός του Οσίου και προσελθών ο σχηματισθείς δούλος προς τον γέροντα Φαρμουθέ, ηπάτησεν αυτόν δια των λόγων του. παραλαβών λοιπόν αυτόν τον έφερεν επί του στομίου του ξηροπηγάδου και ήρχισε να συμβουλεύη τον Ιωάννην, όσα απρεπή. Ο δε Ιωάννης ηννόησε την μηχανήν του διαβόλου και τον γέροντα διώρθωσε και τον διάβολον κατήσχυνε και ούτως απέστειλε και τους δύο, χωρίς αυτός να λάβη εις τον εαυτόν του ουδεμίαν βλάβην. Μετά ταύτα συνήθροισεν ο διάβολος πλήθη δαιμόνων και μετεσχημάτισεν αυτούς εις τα πρόσωπα της μητρός του Ιωάννου, της αδελφής και φίλων και συγγενών του και δούλων και υπηρετριών και άλλων γνωρίμων του. Άπαντες ούτοι ήλθον επί του στομίου του φρέατος και εθρήνουν και έκλαιον, παρακαλούντες αυτόν να εξέλθη τουλάχιστον, όπως τον ίδωσιν ή ακόμη όπως τους ομιλήση. Ο δε Άγιος προσηύχετο κάτωθεν, αλλ’ ουδόλως ωμίλησε προς αυτούς· όθεν οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Αφ’ ου δε ο Όσιος διέτριψεν εις το ξηροπήγαδον δέκα έτη και κατώρθωσε πάσαν άσκησιν και αρετήν, ευαρεστήσας γνησίως εις τον Θεόν, τότε Μοναχός τις, Χρύσιος ονομαζόμενος, ο οποίος διήγεν εν τη ερήμω έτη τριάκοντα, οδηγηθείς υπό θείου Αγγέλου, μετέβη, όπως ενταφιάση τον Ιωάννην· σταθείς δε τρεις ημέρας επί του φρέατος, ώρκιζε τον Ιωάννην εις την δύναμιν του Θεού, να μη κρύψη εις αυτόν ουδεμίαν του αρετήν, αλλά να τας ομολογήση, καθώς εφάνη αρεστόν εις τον Θεόν. Όθεν έγινε θαύμα πλήττον τας ακοάς πάντων· διότι η γη του φρέατος υψώθη κάτω από του βάθους των είκοσι πήχεων και ανέβη επάνω και ούτω συνηντήθησαν αμφότεροι οι Όσιοι και εχαιρετήθησαν. Επειδή λοιπόν δεν έπρεπε να αθετηθή ο όρκος του Χρυσίου εις τον Ιωάννην, δια τούτο διηγήθη ο Ιωάννης εις αυτόν όλην την ζωήν και τα κατορθώματά του. Έπειτα, ασπασάμενος τον Χρύσιον εν φιλήματι αγίω και αποχαιρετήσας αυτόν, απήλθε προς Κύριον. Τότε ο Χρύσιος ανοίξας τάφον, έρριψε το επανωφόριόν του εις το Λείψανον του Οσίου Ιωάννου και ετοποθέτησε την πλάκα του στόματος του πηγαδίου επί του τάφου του. Αναγνώσας κατόπιν τους συνήθεις ψαλμούς, εφύτευσεν ένα φοίνικα εις τον τόπον εκείνον, ο οποίος, ω του θαύματος! ευθύς ερριζώθη, ευθύς ηύξησεν, ευθύς αποκατεστάθη τέλειον δένδρον, ευθύς ήνθησε και ευθύς εγέμισεν από καρπούς. Τούτο το παράδοξον βλέπων ο Χρύσιος ηυχαρίστησε τον Θεόν, λέγων· «Δόξα σοι, Κύριε, ότι τους αγαπώντας και δοξάζοντάς Σε γιγνώσκεις να δοξάζης και να κάμνης κληρονόμους της Βασιλείας Σου». Εν ω δε ο Χρύσιος ταύτα διελογίζετο προσευχόμενος, ήρπασεν αυτόν Πνεύμα Κυρίου και τον έφερεν εις τον τόπον όπου ησύχαζεν· προσκαλέσας τότε ένα ευλαβή και έμπειρον άνθρωπον, παρεκάλεσεν αυτόν να γράψη ταύτα καθώς τα είδε και τα ήκουσεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου