Ωραιοζήλη η Οσιοπαρθενομάρτυς, η καλλικέλαδος αηδών και καθαρά περιστερά
του Χριστού, ούτε πόθεν κατήγετο ούτε ποίους είχε γονείς γνωρίζομεν. Ότι δε
εγεννήθη υπό Ελλήνων γονέων, προσκυνούντων τα είδωλα, τούτο θέλει αποδειχθή
ευθύς κατόπιν· διότι από των χρόνων των θεοκηρύκων Αποστόλων, όταν διεδόθη εις
όλην την οικουμένην το κήρυγμα του Ευαγγελίου, από τότε εσαγηνεύθη δια των
λογικών δικτύων του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και η σεμνοτάτη αύτη
Ωραιοζήλη, και λυτρωθείσα εκ του βυθού της ειδωλολατρίας, εβαπτίσθη υπό του Αποστόλου
Ανδρέου κατά το έτος πεντήκοντα δύο (52) μ. Χ., φωτισθείσα δε αφιερώθη εις
μικράν τινα Εκκλησίαν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, μεγάλην μετά ταύτα καταστάσαν
Μονήν κειμένην εις το μέγα Ρεύμα του Βοσπόρου, δεχθείσα ως γη αγαθή τον σπόρον
της διδασκαλίας του Αποστόλου, και τελεσφορήσασα πολύν και εκατονταπλάσιον τον
καρπόν.
Μένουσα δε εν τω Ναώ εκείνω ήτο εργάτης των εντολών του Χριστού και εσπούδαζε δια των καλών έργων να γίνεται κήρυξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καλουμένη Ισαπόστολος και ταλαιπωρουμένη με πάσαν κακοπάθειαν σώματος. Όθεν προστρέχοντες εις αυτήν πλήθος πολύ Ελλήνων ωφελούντο εκ των καθημερινών διδασκαλιών της, την μεν προτέραν κακήν ζωήν των αποπτύοντες, επιστρέφοντες δε εις τον Χριστόν και με την χάριν αυτού οικειούμενοι. Δια τούτο απέκτησεν η Αγία και άλλας δύο ακόμη παρθένους, αι οποίαι, αποστραφείσαι την ειδωλικήν πλάνην, εγνώρισαν τον Χριστόν δια της διδασκαλίας της, Θεόν προαιώνιον και δημιουργόν του παντός. Αυταί λοιπόν αι δύο παρθένοι κατελήφθησαν υπό του πόθου του Χριστού δια της συνεχούς ασκήσεως των αρετών και σεμνυνόμεναι δια της διδασκαλίας της Ωραιοζήλης απέβλεπον εις αυτήν ακλινώς με τους νοερούς οφθαλμούς, ως πρότυπον της αρετής και παράδειγμα, πάντοτε δε πυρπολούμεναι υπό του ενθέου ζήλου έχαιρον αμιλλώμεναι άμιλλαν αγαθήν και αξιέπαινον, ποία δηλαδή θα υπερέβαινε την άλλην εις αγρυπνίας, νηστείας, προσευχάς και τας λοιπάς κακοπαθείας του σώματος. Ταύτα δε εγένοντο μέχρι των χρόνων του ασεβεστάτου βασιλέως Δομετιανού, ότε ο μισόκαλος διάβολος και των ανθρωπίνων ψυχών πολέμιος κατετήκετο υπό του φθόνου, συλλογιζόμενος την ανίκητον δύναμιν του Χριστού, ότε και δια της ασθενούς φύσεως των γυναικών ενηργείτο η αρετή και πανταχού ηύξανεν. Η αρετή δε πάλιν, αν και εις απόκρυφον και απόκεντρον μέρος γίνεται, κάμνει όμως φανερόν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και όχι μόνον αυτό αναπτύσσει, αλλά και στηρίζει δια τούτου τας ψυχάς των Χριστιανών. Τι δε μετεχειρίσθη ο αλιτήριος διάβολος; Ενέπνευσεν εις τον βασιλέα Δομετιανόν την σατανικήν ιδέαν να κηρύξη πόλεμον και διωγμόν κατά των Χριστανών· διότι ούτος ο ασεβέστατος, μη μεταχειρισθείς καλώς την βασιλείαν, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση τον Θεόν όστις εχορήγησε ταύτην εις αυτόν, αλλ’ εξανέστη εναντίον του, θεούς μεν ψευδωνύμους και ματαίους προσκυνών, βιάζων δε και τους υπηκόους του να προσκυνώσιν αυτούς, ο και αυτών των αναισθήτων ειδώλων αναισθητότερος. Ούτος λοιπόν και την μακαρίαν ταύτην Ωραιοζήλην, αποσπάσας από των συναδέλφων της δύο παρθένων, παρέστησεν εις το κριτήριόν του και είπεν προς αυτήν· «Τίνος ένεκα, ω γύναιον, την μεν πατρικήν σου θρησκείαν ηθέτησας, τον δε Χριστόν ανακηρύττεις Θεόν; Ή διατί απατάς τους ανθρώπους με ψευδείς και απιθάνους λόγους, και πείθεις αυτούς να πιστεύσωσιν εις ένα θνητόν, τον οποίον εξυμνούσα λέγεις ότι είναι ο ποιητής του παντός»; Προς ταύτα η Αγία απεκρίθη· «Ενώ συ, ω βασιλεύ, έμαθες, ότι ο υπ’ εμού κηρυττόμενος Χριστός εσταυρώθη ως άνθρωπος, πως δεν έμαθες προσέτι και τούτο, ότι αυτός ο ίδιος ανέστη ως Θεός; Ή πως δεν ήκουσας ότι αυτός καταβάς εις τον Άδην πάντας τους εκεί συνανέστησε, και ως αρχηγός της ζωής εχάρισεν εις τους νεκρούς ζωήν την αιώνιον; Ότι δε ο Χριστός, Θεός ων προαιώνιος, ηθέλησε να γίνη άνθρωπος και να πάθη και να σταυρωθή δι’ ημάς και δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων, τούτο περιττόν είναι να το λέγω εις ώτα, εις τα οποία δεν χωρεί το τοιούτον μυστήριον. Πλην εγώ σοι λέγω τούτο πρώτον και τελευταίον· ό,τι δήποτε και αν πράξης, όσον και αν με φοβερίσης ή κολακεύσης ή τιμωρήσης και ό,τι και αν μοι υποσχεθής, δεν θέλεις δυνηθή να με σαλεύσης από της αγάπης του Χριστού μου· μη γένοιτο ποτέ εις εμέ να αρνηθώ τον Θεόν μου, ο οποίος με εδημιούργησεν εκ του μη όντος εις το είναι, και κατέβη εκ των ουρανών εις την γην, και εσαρκώθη ασπόρως δια την εμήν σωτηρίαν. Λοιπόν όπερ θέλεις ποίησον, ω βασιλεύ· ιδού κείται ενώπιόν σου τούτο μου το σώμα, καίε λοιπόν, κόπτε, σφάζε και τιμώρει αυτό». Ταύτα μεν είπεν η Αγία· ο δε της βασιλείας και της ζωής ταύτης ανάξιος Δομετιανός παροξυνθείς προσέταξε να εκδύσωσι την Αγίαν και να δέρωσιν αυτήν επί πολλάς ώρας· όλοι δε έμειναν εκστατικοί, βλέποντες την γενναιότητα και υπομονήν της του Χριστού νύμφης, ήτις υφίστατο την βάσανον αταράχως, ως αν μη έπασχεν αυτή, αλλά άλλος. Επειδή δε ο βασιλεύς, στράφων συνεχώς το βλέμμα προς την Αγίαν, εθεώρει αυτήν, ελπίζων ότι θέλει μεταστραφή από της του Χριστού πίστεως, δια τούτο, ω του θαύματος! αποβαλών την οπτικήν δύναμιν των οφθαλμών του, αίφνης ετυφλώθη και εφαίνετο ως παίγνιον εις τους υπηκόους του. Όθεν κατά την ώραν εκείνην προσέταξε να φυλακίσουν την Αγίαν, εγερθείς δε από του θρόνου ωδηγήθη εις τα ανάκτορα υπό τινος χειραγωγού. Αλλ’ επειδή η Αγία έσπευδε να υπάγη προς τον ποθούμενόν της Νυμφίον Χριστόν, εμήνυσεν εις τον ασεβή βασιλέα, ότι εάν δεν χρίση τους οφθαλμούς του με το αίμα της αποτμηθησομένης κεφαλής της, δεν θέλει λάβει το φως του. Όθεν προσέταξε και απεκεφάλισαν την Αγίαν, είτα δε χρίσας τους οφθαλμούς του με το αίμα της ο βδελυρός και ακάθαρτος έλαβε παρευθύς το φως και ανέβλεψεν. Έμεινεν όμως αχάριστος εις την ευεργεσίαν ταύτην ο παράνομος βασιλεύς, μάλλον δε φθονήσας ο παμβέβηλος μη λάβωσιν οι Χριστιανοί το της Αγίας τίμιον σώμα και δι’ αυτού επιστραφώσιν εις την πίστιν του Χριστού πολλοί Έλληνες, προσέταξεν ο αλιτήριος να κατακαύσωσι το λείψανον της Μάρτυρος. Ούτως η μεν Αγία τυχούσα του ποθουμένου χαίρει και ευφραίνεται αιωνίως εις τα ουράνια, συμβασιλεύουσα με τον ποθεινότατον αυτής Νυμφίον Χριστόν· η δε σύναξις και εορτή αυτής τελείται εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον πλησίον του σεβασμίου Ναού της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας. Εις τον Ναόν τούτον ιατρεύονται διάφορα νοσήματα, μαρτυρεί δε τούτο ο παράλυτος εκείνος, ο οποίος προσελθών εις τον Ναόν της Αγίας εσφίχθη και έγινεν υγιής, το μαρτυρούσιν αι στείραι γυναίκες, αι οποίαι δια του λειψάνου της Αγίας μεταβάλλονται εις τεκνογόνους, και αι γυναίκες εκείναι, αι οποίαι έχουσαι τους μαστούς των κενούς γάλακτος επανέρχονται εις τους οίκους αυτών φέρουσαι αυτούς πλήρεις γάλακτος, και ούτω χορταίνουσι τα υπομάζια βρέφη των. Ούτω πως γνωρίζει ο Θεός να αντιδοξάζη τους Αυτόν δοξάζοντας και υπέρ αυτού το οικείον αίμα εκχέοντας.
Μένουσα δε εν τω Ναώ εκείνω ήτο εργάτης των εντολών του Χριστού και εσπούδαζε δια των καλών έργων να γίνεται κήρυξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καλουμένη Ισαπόστολος και ταλαιπωρουμένη με πάσαν κακοπάθειαν σώματος. Όθεν προστρέχοντες εις αυτήν πλήθος πολύ Ελλήνων ωφελούντο εκ των καθημερινών διδασκαλιών της, την μεν προτέραν κακήν ζωήν των αποπτύοντες, επιστρέφοντες δε εις τον Χριστόν και με την χάριν αυτού οικειούμενοι. Δια τούτο απέκτησεν η Αγία και άλλας δύο ακόμη παρθένους, αι οποίαι, αποστραφείσαι την ειδωλικήν πλάνην, εγνώρισαν τον Χριστόν δια της διδασκαλίας της, Θεόν προαιώνιον και δημιουργόν του παντός. Αυταί λοιπόν αι δύο παρθένοι κατελήφθησαν υπό του πόθου του Χριστού δια της συνεχούς ασκήσεως των αρετών και σεμνυνόμεναι δια της διδασκαλίας της Ωραιοζήλης απέβλεπον εις αυτήν ακλινώς με τους νοερούς οφθαλμούς, ως πρότυπον της αρετής και παράδειγμα, πάντοτε δε πυρπολούμεναι υπό του ενθέου ζήλου έχαιρον αμιλλώμεναι άμιλλαν αγαθήν και αξιέπαινον, ποία δηλαδή θα υπερέβαινε την άλλην εις αγρυπνίας, νηστείας, προσευχάς και τας λοιπάς κακοπαθείας του σώματος. Ταύτα δε εγένοντο μέχρι των χρόνων του ασεβεστάτου βασιλέως Δομετιανού, ότε ο μισόκαλος διάβολος και των ανθρωπίνων ψυχών πολέμιος κατετήκετο υπό του φθόνου, συλλογιζόμενος την ανίκητον δύναμιν του Χριστού, ότε και δια της ασθενούς φύσεως των γυναικών ενηργείτο η αρετή και πανταχού ηύξανεν. Η αρετή δε πάλιν, αν και εις απόκρυφον και απόκεντρον μέρος γίνεται, κάμνει όμως φανερόν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και όχι μόνον αυτό αναπτύσσει, αλλά και στηρίζει δια τούτου τας ψυχάς των Χριστιανών. Τι δε μετεχειρίσθη ο αλιτήριος διάβολος; Ενέπνευσεν εις τον βασιλέα Δομετιανόν την σατανικήν ιδέαν να κηρύξη πόλεμον και διωγμόν κατά των Χριστανών· διότι ούτος ο ασεβέστατος, μη μεταχειρισθείς καλώς την βασιλείαν, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση τον Θεόν όστις εχορήγησε ταύτην εις αυτόν, αλλ’ εξανέστη εναντίον του, θεούς μεν ψευδωνύμους και ματαίους προσκυνών, βιάζων δε και τους υπηκόους του να προσκυνώσιν αυτούς, ο και αυτών των αναισθήτων ειδώλων αναισθητότερος. Ούτος λοιπόν και την μακαρίαν ταύτην Ωραιοζήλην, αποσπάσας από των συναδέλφων της δύο παρθένων, παρέστησεν εις το κριτήριόν του και είπεν προς αυτήν· «Τίνος ένεκα, ω γύναιον, την μεν πατρικήν σου θρησκείαν ηθέτησας, τον δε Χριστόν ανακηρύττεις Θεόν; Ή διατί απατάς τους ανθρώπους με ψευδείς και απιθάνους λόγους, και πείθεις αυτούς να πιστεύσωσιν εις ένα θνητόν, τον οποίον εξυμνούσα λέγεις ότι είναι ο ποιητής του παντός»; Προς ταύτα η Αγία απεκρίθη· «Ενώ συ, ω βασιλεύ, έμαθες, ότι ο υπ’ εμού κηρυττόμενος Χριστός εσταυρώθη ως άνθρωπος, πως δεν έμαθες προσέτι και τούτο, ότι αυτός ο ίδιος ανέστη ως Θεός; Ή πως δεν ήκουσας ότι αυτός καταβάς εις τον Άδην πάντας τους εκεί συνανέστησε, και ως αρχηγός της ζωής εχάρισεν εις τους νεκρούς ζωήν την αιώνιον; Ότι δε ο Χριστός, Θεός ων προαιώνιος, ηθέλησε να γίνη άνθρωπος και να πάθη και να σταυρωθή δι’ ημάς και δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων, τούτο περιττόν είναι να το λέγω εις ώτα, εις τα οποία δεν χωρεί το τοιούτον μυστήριον. Πλην εγώ σοι λέγω τούτο πρώτον και τελευταίον· ό,τι δήποτε και αν πράξης, όσον και αν με φοβερίσης ή κολακεύσης ή τιμωρήσης και ό,τι και αν μοι υποσχεθής, δεν θέλεις δυνηθή να με σαλεύσης από της αγάπης του Χριστού μου· μη γένοιτο ποτέ εις εμέ να αρνηθώ τον Θεόν μου, ο οποίος με εδημιούργησεν εκ του μη όντος εις το είναι, και κατέβη εκ των ουρανών εις την γην, και εσαρκώθη ασπόρως δια την εμήν σωτηρίαν. Λοιπόν όπερ θέλεις ποίησον, ω βασιλεύ· ιδού κείται ενώπιόν σου τούτο μου το σώμα, καίε λοιπόν, κόπτε, σφάζε και τιμώρει αυτό». Ταύτα μεν είπεν η Αγία· ο δε της βασιλείας και της ζωής ταύτης ανάξιος Δομετιανός παροξυνθείς προσέταξε να εκδύσωσι την Αγίαν και να δέρωσιν αυτήν επί πολλάς ώρας· όλοι δε έμειναν εκστατικοί, βλέποντες την γενναιότητα και υπομονήν της του Χριστού νύμφης, ήτις υφίστατο την βάσανον αταράχως, ως αν μη έπασχεν αυτή, αλλά άλλος. Επειδή δε ο βασιλεύς, στράφων συνεχώς το βλέμμα προς την Αγίαν, εθεώρει αυτήν, ελπίζων ότι θέλει μεταστραφή από της του Χριστού πίστεως, δια τούτο, ω του θαύματος! αποβαλών την οπτικήν δύναμιν των οφθαλμών του, αίφνης ετυφλώθη και εφαίνετο ως παίγνιον εις τους υπηκόους του. Όθεν κατά την ώραν εκείνην προσέταξε να φυλακίσουν την Αγίαν, εγερθείς δε από του θρόνου ωδηγήθη εις τα ανάκτορα υπό τινος χειραγωγού. Αλλ’ επειδή η Αγία έσπευδε να υπάγη προς τον ποθούμενόν της Νυμφίον Χριστόν, εμήνυσεν εις τον ασεβή βασιλέα, ότι εάν δεν χρίση τους οφθαλμούς του με το αίμα της αποτμηθησομένης κεφαλής της, δεν θέλει λάβει το φως του. Όθεν προσέταξε και απεκεφάλισαν την Αγίαν, είτα δε χρίσας τους οφθαλμούς του με το αίμα της ο βδελυρός και ακάθαρτος έλαβε παρευθύς το φως και ανέβλεψεν. Έμεινεν όμως αχάριστος εις την ευεργεσίαν ταύτην ο παράνομος βασιλεύς, μάλλον δε φθονήσας ο παμβέβηλος μη λάβωσιν οι Χριστιανοί το της Αγίας τίμιον σώμα και δι’ αυτού επιστραφώσιν εις την πίστιν του Χριστού πολλοί Έλληνες, προσέταξεν ο αλιτήριος να κατακαύσωσι το λείψανον της Μάρτυρος. Ούτως η μεν Αγία τυχούσα του ποθουμένου χαίρει και ευφραίνεται αιωνίως εις τα ουράνια, συμβασιλεύουσα με τον ποθεινότατον αυτής Νυμφίον Χριστόν· η δε σύναξις και εορτή αυτής τελείται εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον πλησίον του σεβασμίου Ναού της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας. Εις τον Ναόν τούτον ιατρεύονται διάφορα νοσήματα, μαρτυρεί δε τούτο ο παράλυτος εκείνος, ο οποίος προσελθών εις τον Ναόν της Αγίας εσφίχθη και έγινεν υγιής, το μαρτυρούσιν αι στείραι γυναίκες, αι οποίαι δια του λειψάνου της Αγίας μεταβάλλονται εις τεκνογόνους, και αι γυναίκες εκείναι, αι οποίαι έχουσαι τους μαστούς των κενούς γάλακτος επανέρχονται εις τους οίκους αυτών φέρουσαι αυτούς πλήρεις γάλακτος, και ούτω χορταίνουσι τα υπομάζια βρέφη των. Ούτω πως γνωρίζει ο Θεός να αντιδοξάζη τους Αυτόν δοξάζοντας και υπέρ αυτού το οικείον αίμα εκχέοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου