Γερόντιος ο Όσιος Πατήρ ημών εχρημάτισεν Ηγούμενος παλαιάς Μονής του Αγίου
Όρους καλουμένης των Βουλευτηρίων· αλλ’ επειδή η Μονή αύτη ήτο παράλιος, δια δε
τας του καιρού εκείνου ανωμαλίας και τας αλλεπαλλήλους των βαρβάρων επιδρομάς
και συνεχείς λεηλατήσεις και ενοχλήσεις, δεν ηδύναντο να μένωσιν εκεί οι
Μοναχοί, αφέντες ούτοι την ιδίαν αυτών Μονήν έρημον, διεσπάρησαν ένθεν κακείθεν
και τους υψηλοτέρους και κρυφιωτέρους τόπους της Μονής καταλαβόντες, εν
σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης αποκρυπτόμενοι όντως διήγον στενήν και
τεθλιμμένην ζωήν· το δε Μοναστήριον αυτών, μονωθέν και ερημωθέν και κατ’ ολίγον
καταπίπτον, ήλθεν εις παντελή αφανισμόν.
Μετά δε πάροδον χρόνων, παυσάσης της επικρατήσεως και κατακυριεύσεως των αλλοφύλων, αποκατεστάθη ολίγον η ειρήνη· όθεν και οι Πατέρες ήρχισαν να συναθροίζωνται πάλιν ουχί εις την παραθαλασσίαν Μονήν αυτών, αλλ’ επί του δρυμού, εκεί ένθα νυν υπάρχει η Σκήτη της Αγίας Άννης, οι μεν εκ των υψηλοτέρων μερών κατερχόμενοι, οι δε και αλλαχόθεν ερχόμενοι. Ήρχοντο δε εις τον τόπον αυτόν αφ’ ενός μεν δια το άφθονον ύδωρ, το οποίον ανέβλυζεν εκεί, αφ’ ετέρου δε δια το νότιον και θερμόν κλίμα της τοποθεσίας, πήξαντες δε εκεί μικράς τινας καλύβας ησύχαζον εις αυτάς εις ελάχιστα πράγματα αρκούμενοι, κατά μίμησιν των πάλαι θεοφόρων και εναρέτων ανδρών. Ο δε Όσιος Γερόντιος, επιθυμών τον ερημικώτερον βίον, έμεινε μεθ’ ετέρου τινός αδελφού υποτακτικού του εις το άνωθεν μέρος της Σκήτης, έκτισε δε εκεί μικρόν ησυχαστήριον μετά Εκκλησίας εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, η οποία και έως την σήμερον φαίνεται. Είναι δε ο Όσιος Γερόντιος ο πρώτος όστις συνέστησε την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης. Ο δε προορηθείς υποτακτικός του Οσίου δεινώς πάσχων, πολλάκις δε και δυσφορών, διότι ήτο υποχρεωμένος να κομίζη μακρόθεν και δια μέσου δυσβάτων και ανωφερικών ατραπών το αναγκαιούν δι’ αυτούς ύδωρ, συνεβούλευε τον Γέροντα ίνα και αυτοί κατέλθουν μετά των λοιπών αδελφών. Ο δε θείος Πατήρ μετά παραινέσεως παραμυθών αυτόν έλεγεν· «Έτι μικρόν, αδελφέ, υπόμεινον και μη αποκάμης εργαζόμενος το θεάρεστον αυτό έργον, δια το οποίον θέλεις λάβει πλουσίαν την μισθαποδοσίαν· πλην όμως ας μη παύσωμεν προστρέχοντες εις την ακοίμητον προστάτιδα και μετά Θεόν ελπίδα ημών ακαταίσχυντον Υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον της οποίας κληρουχία τυγχάνει το Όρος τούτο, αύτη δε θέλει οικονομήσει το συμφέρον των μετά πίστεως και πόθου επικαλουμένων αυτήν πιστών δούλων του Κυρίου». Μετά λοιπόν τας προς την πανάχραντον Θεομήτορα εκτενείς αυτών δεήσεις και ικεσίας, νύκτα τινά εφάνη καθ’ ύπνον εις τον Γέροντα η υπεράμωμος Θεοτόκος λέγουσα· «Του λοιπού παύσασθε λυπούμενοι δια την του ύδατος στέρησιν, αποβάλατε την αθυμίαν και την λύπην· απέλθετε ολίγον κάτωθεν του καθίσματος υμών εις τον δείνα τόπον, και αφού σκάψετε ολίγον θέλετε εύρει το ποθούμενον». Την πρωϊαν δηλώσας ο Άγιος Γέρων τα οραθέντα εις τον μαθητήν αυτού, και περιχαρείς γενόμενοι, απήλθον εις τον διορισθέντα τόπον· σκάψαντες δε ολίγον, ω του θαύματος! εύρον, κατά την αψευδή επαγγελίαν, της πάντα, όσα και αν βούληται, δυναμένης Μητρός του παντοδυνάμου Θεού, το ύδωρ αλλόμενον και αναβλύζον, διαυγέστατον τε και γλυκύτατον, πόσιμόν τε και ιαματικώτατον, πιόντες δε εξ εκείνου μεγάλως ηυχαρίστησαν δια την ταχείαν επίσκεψιν και αντίληψιν της υπερενδόξου Θεομήτορος. Μετά δε ημέρας ικανάς, ως ήρχισεν ο υποτακτικός του Οσίου να φυτεύη ολίγα λάχανα κάτωθεν του παραρρέοντος ύδατος και να χρησιμοποιή το ύδωρ αυτό προς πλύσιν ενδυμάτων, παρευθύς το ύδωρ εξέλιπε και η πηγή εξηράνθη. Και οι μεν Όσιοι επί τη παρ’ ελπίδα στερήσει αυτού μεγάλως λυπηθέντες, εδέοντο πολλάκις εκτενώς και μετά δακρύων ικετεύοντες την πανύμνητον Δέσποιναν Θεοτόκον· η δε υπερένδοξος Δέσποινα, φανείσα και πάλιν εν οράματι εις τον Άγιον Γέροντα, είπεν· «Εγώ μεν σας έδωσα το ύδωρ προς πόσιν μόνον και δια τας ανάγκας της ζωοτροφίας, σεις όμως επεδόθητε εις περισπασμούς και χρησιμοποιείτε αυτό εις άλλας περιττάς απασχολήσεις· πλην από του νυν εκτός της πόσεως και της λοιπής ζωοτροφίας μη εις άλλο τούτο μεταχειρισθήτε· απέλθετε λοιπόν πάλιν εις τον πρότερον ίδιον τόπον, και αφού σκάψετε θέλετε εύρει το ζητούμενον». Ούτω λοιπόν κατά τον λόγον της Παναγίας Θεοτόκου ποιήσαντες, εύρον μεν το ύδωρ, όχι όμως ως το πρότερον, εξ επιπολής και επιφανείας, αλλά βαθύτερον έως δύο οργυιάς, ως διασώζεται και οράται μέχρι της σήμερον, όπερ έκτοτε και εις το εξής (και μέχρι σήμερον) μεταχειριζόμενοι οι Όσιοι Πατέρες τιμούν ως αγίασμα. Αλλ’ ω των θαυμασίων της Παντανάσης Υπεραμώμου Μητροπαρθένου Θεοτόκου! Πλέον των τριών σπιθαμών ούτε αυξάνει, ούτε ελαττούται, αλλά διαμένει πάντοτε εις την αυτήν ποσότητα· εάν δε κατά αναγκαιοτάτην χρήσιν εξαντληθή όλον πάλιν αποκαθίσταται εις το ίδιον μέτρον. Και ταύτα μεν περί του δια προσευχής του Οσίου Πατρός ημών Γεροντίου προς την Υπερένδοξον Δέσποιναν και Κυρίαν ημών Θεοτόκον Μαρίαν αναβλύσαντος ύδατος· ο δε Όσιος Γερόντιος εις βαθύ γήρας γενόμενος προς Κύριον εξεδήμησεν.
Μετά δε πάροδον χρόνων, παυσάσης της επικρατήσεως και κατακυριεύσεως των αλλοφύλων, αποκατεστάθη ολίγον η ειρήνη· όθεν και οι Πατέρες ήρχισαν να συναθροίζωνται πάλιν ουχί εις την παραθαλασσίαν Μονήν αυτών, αλλ’ επί του δρυμού, εκεί ένθα νυν υπάρχει η Σκήτη της Αγίας Άννης, οι μεν εκ των υψηλοτέρων μερών κατερχόμενοι, οι δε και αλλαχόθεν ερχόμενοι. Ήρχοντο δε εις τον τόπον αυτόν αφ’ ενός μεν δια το άφθονον ύδωρ, το οποίον ανέβλυζεν εκεί, αφ’ ετέρου δε δια το νότιον και θερμόν κλίμα της τοποθεσίας, πήξαντες δε εκεί μικράς τινας καλύβας ησύχαζον εις αυτάς εις ελάχιστα πράγματα αρκούμενοι, κατά μίμησιν των πάλαι θεοφόρων και εναρέτων ανδρών. Ο δε Όσιος Γερόντιος, επιθυμών τον ερημικώτερον βίον, έμεινε μεθ’ ετέρου τινός αδελφού υποτακτικού του εις το άνωθεν μέρος της Σκήτης, έκτισε δε εκεί μικρόν ησυχαστήριον μετά Εκκλησίας εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, η οποία και έως την σήμερον φαίνεται. Είναι δε ο Όσιος Γερόντιος ο πρώτος όστις συνέστησε την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης. Ο δε προορηθείς υποτακτικός του Οσίου δεινώς πάσχων, πολλάκις δε και δυσφορών, διότι ήτο υποχρεωμένος να κομίζη μακρόθεν και δια μέσου δυσβάτων και ανωφερικών ατραπών το αναγκαιούν δι’ αυτούς ύδωρ, συνεβούλευε τον Γέροντα ίνα και αυτοί κατέλθουν μετά των λοιπών αδελφών. Ο δε θείος Πατήρ μετά παραινέσεως παραμυθών αυτόν έλεγεν· «Έτι μικρόν, αδελφέ, υπόμεινον και μη αποκάμης εργαζόμενος το θεάρεστον αυτό έργον, δια το οποίον θέλεις λάβει πλουσίαν την μισθαποδοσίαν· πλην όμως ας μη παύσωμεν προστρέχοντες εις την ακοίμητον προστάτιδα και μετά Θεόν ελπίδα ημών ακαταίσχυντον Υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον της οποίας κληρουχία τυγχάνει το Όρος τούτο, αύτη δε θέλει οικονομήσει το συμφέρον των μετά πίστεως και πόθου επικαλουμένων αυτήν πιστών δούλων του Κυρίου». Μετά λοιπόν τας προς την πανάχραντον Θεομήτορα εκτενείς αυτών δεήσεις και ικεσίας, νύκτα τινά εφάνη καθ’ ύπνον εις τον Γέροντα η υπεράμωμος Θεοτόκος λέγουσα· «Του λοιπού παύσασθε λυπούμενοι δια την του ύδατος στέρησιν, αποβάλατε την αθυμίαν και την λύπην· απέλθετε ολίγον κάτωθεν του καθίσματος υμών εις τον δείνα τόπον, και αφού σκάψετε ολίγον θέλετε εύρει το ποθούμενον». Την πρωϊαν δηλώσας ο Άγιος Γέρων τα οραθέντα εις τον μαθητήν αυτού, και περιχαρείς γενόμενοι, απήλθον εις τον διορισθέντα τόπον· σκάψαντες δε ολίγον, ω του θαύματος! εύρον, κατά την αψευδή επαγγελίαν, της πάντα, όσα και αν βούληται, δυναμένης Μητρός του παντοδυνάμου Θεού, το ύδωρ αλλόμενον και αναβλύζον, διαυγέστατον τε και γλυκύτατον, πόσιμόν τε και ιαματικώτατον, πιόντες δε εξ εκείνου μεγάλως ηυχαρίστησαν δια την ταχείαν επίσκεψιν και αντίληψιν της υπερενδόξου Θεομήτορος. Μετά δε ημέρας ικανάς, ως ήρχισεν ο υποτακτικός του Οσίου να φυτεύη ολίγα λάχανα κάτωθεν του παραρρέοντος ύδατος και να χρησιμοποιή το ύδωρ αυτό προς πλύσιν ενδυμάτων, παρευθύς το ύδωρ εξέλιπε και η πηγή εξηράνθη. Και οι μεν Όσιοι επί τη παρ’ ελπίδα στερήσει αυτού μεγάλως λυπηθέντες, εδέοντο πολλάκις εκτενώς και μετά δακρύων ικετεύοντες την πανύμνητον Δέσποιναν Θεοτόκον· η δε υπερένδοξος Δέσποινα, φανείσα και πάλιν εν οράματι εις τον Άγιον Γέροντα, είπεν· «Εγώ μεν σας έδωσα το ύδωρ προς πόσιν μόνον και δια τας ανάγκας της ζωοτροφίας, σεις όμως επεδόθητε εις περισπασμούς και χρησιμοποιείτε αυτό εις άλλας περιττάς απασχολήσεις· πλην από του νυν εκτός της πόσεως και της λοιπής ζωοτροφίας μη εις άλλο τούτο μεταχειρισθήτε· απέλθετε λοιπόν πάλιν εις τον πρότερον ίδιον τόπον, και αφού σκάψετε θέλετε εύρει το ζητούμενον». Ούτω λοιπόν κατά τον λόγον της Παναγίας Θεοτόκου ποιήσαντες, εύρον μεν το ύδωρ, όχι όμως ως το πρότερον, εξ επιπολής και επιφανείας, αλλά βαθύτερον έως δύο οργυιάς, ως διασώζεται και οράται μέχρι της σήμερον, όπερ έκτοτε και εις το εξής (και μέχρι σήμερον) μεταχειριζόμενοι οι Όσιοι Πατέρες τιμούν ως αγίασμα. Αλλ’ ω των θαυμασίων της Παντανάσης Υπεραμώμου Μητροπαρθένου Θεοτόκου! Πλέον των τριών σπιθαμών ούτε αυξάνει, ούτε ελαττούται, αλλά διαμένει πάντοτε εις την αυτήν ποσότητα· εάν δε κατά αναγκαιοτάτην χρήσιν εξαντληθή όλον πάλιν αποκαθίσταται εις το ίδιον μέτρον. Και ταύτα μεν περί του δια προσευχής του Οσίου Πατρός ημών Γεροντίου προς την Υπερένδοξον Δέσποιναν και Κυρίαν ημών Θεοτόκον Μαρίαν αναβλύσαντος ύδατος· ο δε Όσιος Γερόντιος εις βαθύ γήρας γενόμενος προς Κύριον εξεδήμησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου