Σταμάτιος
ο ευλογημένος του Χριστού Νεομάρτυς κατήγετο από εν χωρίον του Βόλου, λεγόμενον
Άγιος Γεώργιος, της επαρχίας Δημητριάδος. Συνέβη δε κατ’ εκείνον τον καιρόν και
ήλθεν εις την χώραν του από την βασιλείαν ένας αγάς, δια να συνάξη τους
βασιλικούς φόρους, ο οποίος έκαμνε πολλάς αδικίας και κατεδυνάστευε τους
Χριστιανούς, ως τον παλαιόν καιρόν ο Φαραώ το γένος των Εβραίων εις την
Αίγυπτον και ήτο το κακόν υπέρ την δύναμίν των.
Όθεν μη δυνάμενοι οι Χριστιανοί, έστειλαν πρεσβείαν εις την Κωνσταντινούπολιν, θαρρούντες να εύρουν κρίσιν και δικαιοσύνην. Παρουσιάσθησαν λοιπόν και εις την Υψηλήν Πύλην ενώπιον του βεζύρου, του επιτρόπου του βασιλέως, και έκλαιον την αδικίαν των· ο δε, ως ήκουσε, θέλων να κάμη χάριν εις τον αδικητήν εκείνον αγάν (επειδή και ήτο φίλος του), επρόσταξε να τους εκδιώξουν. Δέροντες λοιπόν τους Χριστιανούς και ωθούντες αυτούς οι υπηρέται του, τους εξέβαλον έξω, μεταξύ δε τούτων εις ήτο και ο μακάριος ούτος Σταμάτιος· τινές δε Αγαρηνοί φίλοι του αδικητού εκείνου, ιδόντες αυτόν ότι εφώναζε δια τον αδικητήν περισσότερον από τους άλλους, τον ήρπασαν και τον ωδήγησαν εις τον βεζύρην λέγοντες, ότι αυτός έγινε Τούρκος, και τώρα είναι Χριστιανός, καταμαρτυρούντες ψευδώς οι κατάρατοι και συκοφαντούντες τον Μάρτυρα· ο δε Μάρτυς ηρνείτο, λέγων, ότι ουδέν τοιούτον εποίησε· τον έπεμψε λοιπόν ο βεζύρης εις τον κριτήν, όστις κρίνει τας τοιαύτας υποθέσεις. Ηρώτησε λοιπόν αυτόν ο κριτής, αν αληθώς έγινε Τούρκος· ο δε Μάρτυς πάλιν ηρνείτο, λέγων ότι αδίκως τον συκοφαντούν· «Εγώ, λέγει, τοιούτον πράγμα δεν έκαμα, αλλ’ ουδέ ήλθε ποτέ εις τον νουν μου τοιούτος λογισμός». Ο κριτής του λέγει· «Και αν δεν έγινες, γίνου τώρα και έλα εις την ιδικήν μας πίστιν». Ταύτα ο μακάριος Μάρτυς ανελπίστως ακούσας, γεγονυία τη φωνή ανέκραξε· «Μη μοι γένοιτο να έλθω εις τόσην αγνωσίαν, ω κριτά, και να αρνηθώ τον Χριστόν μου· κάλλιον μοι είναι να αποθάνω και να είμαι με τον Χριστόν μου, παρά να ζω εις τούτον τον κόσμον με μυρίας αναπαύσεις και δόξας βιοτικάς». Ιδών ο κριτής το στερρόν του Μάρτυρος, τον έπεμψε κατεπειγόντως εις τον βεζύρην, και του εμήνυσε την πολλήν σταθερότητα όπου έχει εις την πίστιν του Χριστού· ο δε βεζύρης προσεπάθει με πολλούς τρόπους και κολακείας ίσως τον μεταστρέψη από την πίστιν του Χριστού και του έλεγεν· «Αν γίνης Τούρκος, θα σε κάμω πρώτον του παλατίου μου, και θα σου δώσω πλούτον πολύν, και δόξαν και τιμήν». Ο δε Μάρτυς λαμπρά τη φωνή εβόησεν· «Εγώ πλούτον και δόξαν και τιμήν έχω τον Χριστόν μου, όστις μου έχει κατοικίαν επάνω εις τους ουρανούς, δόξαν αμάραντον, και ζωήν αιώνιον· αι δε ιδικαί σου τιμαί και δόξαι είναι φθαρταί και μάταιαι, και ταχέως απολούνται ομού με εκείνους οι οποίοι τας επιζητούν». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης τον ενέκλεισεν εις την φυλακήν, προστάξας να τον τιμωρούν, μεθ’ ημέρας δε τινας τον εξήγαγον από την φυλακήν και τον έστησαν έμπροσθεν του βήματός του, υπέσχετο δε πάλιν ο βεζύρης τα αυτά. Ιδών όμως ότι δεν πείθεται εις το θέλημά του, τον ηπείλησεν, ότι θα του κάμη μεγάλας και φρικτάς τιμωρίας. Ο δε Μάρτυς, ως παίγνια ταύτα λογιζόμενος, έλεγεν· «Και αν μυρίους θανάτους μοι δώσης, εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι, αλλ’ είμαι έτοιμος να βασανίζωμαι δια το όνομά του εις όλην μου την ζωήν». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης και οργής μεγάλης εμπλησθείς τον παρέδωκεν εις τον έπαρχον να τον αποκεφαλίση· όστις λαβών τον μακάριον τούτον Σταμάτιον και φέρων αυτόν έμπροσθεν του βασιλικού παλατίου, εις την Αγίαν Σοφίαν, απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν· ούτως ηξιώθη ο μακάριος να συμβασιλεύση με τον Χριστόν, δι’ ον και ετμήθη· ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν άπαντες των ουρανίων αγαθών. Αμήν.
Όθεν μη δυνάμενοι οι Χριστιανοί, έστειλαν πρεσβείαν εις την Κωνσταντινούπολιν, θαρρούντες να εύρουν κρίσιν και δικαιοσύνην. Παρουσιάσθησαν λοιπόν και εις την Υψηλήν Πύλην ενώπιον του βεζύρου, του επιτρόπου του βασιλέως, και έκλαιον την αδικίαν των· ο δε, ως ήκουσε, θέλων να κάμη χάριν εις τον αδικητήν εκείνον αγάν (επειδή και ήτο φίλος του), επρόσταξε να τους εκδιώξουν. Δέροντες λοιπόν τους Χριστιανούς και ωθούντες αυτούς οι υπηρέται του, τους εξέβαλον έξω, μεταξύ δε τούτων εις ήτο και ο μακάριος ούτος Σταμάτιος· τινές δε Αγαρηνοί φίλοι του αδικητού εκείνου, ιδόντες αυτόν ότι εφώναζε δια τον αδικητήν περισσότερον από τους άλλους, τον ήρπασαν και τον ωδήγησαν εις τον βεζύρην λέγοντες, ότι αυτός έγινε Τούρκος, και τώρα είναι Χριστιανός, καταμαρτυρούντες ψευδώς οι κατάρατοι και συκοφαντούντες τον Μάρτυρα· ο δε Μάρτυς ηρνείτο, λέγων, ότι ουδέν τοιούτον εποίησε· τον έπεμψε λοιπόν ο βεζύρης εις τον κριτήν, όστις κρίνει τας τοιαύτας υποθέσεις. Ηρώτησε λοιπόν αυτόν ο κριτής, αν αληθώς έγινε Τούρκος· ο δε Μάρτυς πάλιν ηρνείτο, λέγων ότι αδίκως τον συκοφαντούν· «Εγώ, λέγει, τοιούτον πράγμα δεν έκαμα, αλλ’ ουδέ ήλθε ποτέ εις τον νουν μου τοιούτος λογισμός». Ο κριτής του λέγει· «Και αν δεν έγινες, γίνου τώρα και έλα εις την ιδικήν μας πίστιν». Ταύτα ο μακάριος Μάρτυς ανελπίστως ακούσας, γεγονυία τη φωνή ανέκραξε· «Μη μοι γένοιτο να έλθω εις τόσην αγνωσίαν, ω κριτά, και να αρνηθώ τον Χριστόν μου· κάλλιον μοι είναι να αποθάνω και να είμαι με τον Χριστόν μου, παρά να ζω εις τούτον τον κόσμον με μυρίας αναπαύσεις και δόξας βιοτικάς». Ιδών ο κριτής το στερρόν του Μάρτυρος, τον έπεμψε κατεπειγόντως εις τον βεζύρην, και του εμήνυσε την πολλήν σταθερότητα όπου έχει εις την πίστιν του Χριστού· ο δε βεζύρης προσεπάθει με πολλούς τρόπους και κολακείας ίσως τον μεταστρέψη από την πίστιν του Χριστού και του έλεγεν· «Αν γίνης Τούρκος, θα σε κάμω πρώτον του παλατίου μου, και θα σου δώσω πλούτον πολύν, και δόξαν και τιμήν». Ο δε Μάρτυς λαμπρά τη φωνή εβόησεν· «Εγώ πλούτον και δόξαν και τιμήν έχω τον Χριστόν μου, όστις μου έχει κατοικίαν επάνω εις τους ουρανούς, δόξαν αμάραντον, και ζωήν αιώνιον· αι δε ιδικαί σου τιμαί και δόξαι είναι φθαρταί και μάταιαι, και ταχέως απολούνται ομού με εκείνους οι οποίοι τας επιζητούν». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης τον ενέκλεισεν εις την φυλακήν, προστάξας να τον τιμωρούν, μεθ’ ημέρας δε τινας τον εξήγαγον από την φυλακήν και τον έστησαν έμπροσθεν του βήματός του, υπέσχετο δε πάλιν ο βεζύρης τα αυτά. Ιδών όμως ότι δεν πείθεται εις το θέλημά του, τον ηπείλησεν, ότι θα του κάμη μεγάλας και φρικτάς τιμωρίας. Ο δε Μάρτυς, ως παίγνια ταύτα λογιζόμενος, έλεγεν· «Και αν μυρίους θανάτους μοι δώσης, εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι, αλλ’ είμαι έτοιμος να βασανίζωμαι δια το όνομά του εις όλην μου την ζωήν». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης και οργής μεγάλης εμπλησθείς τον παρέδωκεν εις τον έπαρχον να τον αποκεφαλίση· όστις λαβών τον μακάριον τούτον Σταμάτιον και φέρων αυτόν έμπροσθεν του βασιλικού παλατίου, εις την Αγίαν Σοφίαν, απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν· ούτως ηξιώθη ο μακάριος να συμβασιλεύση με τον Χριστόν, δι’ ον και ετμήθη· ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν άπαντες των ουρανίων αγαθών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου