Πάλαι μεν η των
Μεγάρων κωμόπολις, κτισθείσα παρά των προγόνων μας επί της βασιλείας Καρός υιού
Φορωνέως, αφιερώθη εις την Δήμητραν προς δόξαν θρησκευτικήν παρ’ ης και την
επωνυμίαν εκτήσατο, τουτέστι καθ’ υπερβοήν ιερά εγκαυχωμένη επί τούτω, νυν δε
κατ’ ευδοκίαν θείας συνάρσεως εκ της ευρέσεως των τιμίων λειψάνων των νεοφανών
και σεβασμίων Αγίων μαρτύρων Σεραφείμ, Δωροθέου, Ιακώβου, Βασιλείου, Δημητρίου
και Σαράντη ευμαρούσα, καίπερ εξ αλλεπαλλήλων εις εκτενές χρόνου διάστημα
συμφορών δονηθείσα και σμικρυνθείσα, τρόπον τινά ανακαινιζομένη πνευματικώς,
αφοσιοί, μετά Θεόν, προς αυτούς άπασαν την της ψυχής αρωγήν και ελπίδα ,
τοσούτον σεμνυνομένη διαφόρως των πάλαι όσον η αλήθεια προς το ψεύδος
αντιβαίνει υπερισχύουσα.
Έχει δε η εύρεσις των αγίων αυτών λειψάνων ούτω: Κατά το κοσμοσωτήριον έτος 1798 ενεφανίσθησαν εν οράματι εις εν παιδίον ηλικίας τότε εννέα ετών τρεις άνδρες, εν σχήματι εφίππων στρατιωτών, λέγοντες προς αυτό ότι πρέπει να εξαγάγουν εκ της γης τα λείψανα αυτών, χωρίς όμως να γνωστοποιήσουν τα ονόματά των. Ο παις ούτος μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών ανέφερε το όραμα τούτο εις τον πάππον του, Σιδέρην το όνομα, όστις, αμαθής και αγροίκος ων ή μάλλον ειπείν δυσπιστία φερόμενος, έδερε τον παίδα, διότι αφ’ εαυτού δήθεν εσκέφθη και έπλασεν εύρεσιν Αγίων, εκστομίσας και κατ’ αυτών τούτων των Αγίων πολλάς ύβρεις και βλασφημίας. Οι Άγιοι ούτοι όμως δεν έπαυσαν, δις και τρις κατ’ όναρ παρουσιαζόμενοι εις τον παίδα, να υποδεικνύουν την εκ της γης εξαγωγήν των λειψάνων των· έλεγε δε πάλιν ο παις εις τον πάππον του τα τοιαύτα, αλλ’ ούτος, ως πεπλανημένος εις την δυσπιστίαν, ηύξανε την οργήν του κατά του παιδός ονειδίζων και τιμωρών αυτόν πλέον ή πρότερον, προς δε και τας ύβρεις κατά των Αγίων επολλαπλασίαζεν. Η θεία όμως δικαιοσύνη δεν εβράδυνε να αποδώση εις αυτόν την πρέπουσαν τιμωρίαν δια το δύσπιστον, βάρβαρον και αύθαδες αυτού. Και πρώτον μεν επέφερεν όλεθρον των κτηνών του, δεύτερον την των παίδων αυτού τελευτήν και τρίτον τον εαυτού θάνατον, ξηράνασα πρότερον τους τε πόδας και χείρας αυτού. Μετά παρέλευσιν έτους εμφανίζονται και πάλιν οι Άγιοι πολλάκις εις τον παίδα, λέγοντες προς αυτόν τα ίδια, ήτοι την εκ της γης εξαγωγήν των τιμίων λειψάνων των, υποδεικνύοντες άμα και τον τόπον εις τον οποίον ήσαν ταύτα τεθαμμένα. Τούτου ένεκεν, τολμήσας ο παις ανεκοίνωσε τα προς αυτόν λεχθέντα υπό των Αγίων εις τον πατέρα αυτού Ιωάννην, όστις μετά ζήλου ησπάσατο το μήνυμα τούτο και επεδόθησαν ευθύς εις την του έργου εκτέλεσιν. Φοβούμενος όμως τους Οθωμανούς δυνάστας, έσκαπτον δια νυκτός εις το υπό των Αγίων υποδειχθέν εις τον παίδα μέρος, φθάσαντες δε εις βάθος εξ πήχεων ανεύρον κατά την επομένην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήτοι κατά την σήμερον δεκάτην έκτην Αυγούστου, τα των τριών πρώτων Αγίων Σεραφείμ, Δωροθέου και Ιακώβου λείψανα, αρρήτου πλησθέντες ευωδίας, πληρωσάσης καθ’ όλην την νύκτα άπασαν την κωμόπολιν, κατησπάζοντο δε ταύτα μετά πολλής ευλαβείας, σπεύσαντες άμα να ειδοποιήσουν περί τούτου και τον τότε επίτροπον του Ιεράρχου Αττικής Γεώργιον τον και οικονόμον. Επειδή όμως ηγνόουν τα των Αγίων Μαρτύρων ονόματα, επεδόθησαν εις νηστείας, αγρυπνίας και δεήσεις, ο δε των θαυμασίων Θεός και οι Άγιοι Μάρτυρες δεν εβράδυναν να αποκαλύψουν εις τους μετά πίστεως δεομένους τα ονόματα αυτών. Παρακληθείς δε ο τότε Ιεράρχης Αττικής Γρηγόριος προσήλθε και ησπάσατο τα άγια λείψανα, δι’ ειλικρινούς δε δοκιμασίας και εξακριβώσεως είδε πάμπολλα θαύματα, παρά των Αγίων τελεσθέντα, εις ανθρώπους, κτήνη, αμπελώνας, αγρούς και άλλα. Μετά πάροδον ενός έτους ενεφανίσθησαν κατ’ όναρ εις τον αυτόν παίδα και φύλακα έκτοτε των ανευρεθέντων αγίων λειψάνων και δύο έτεροι άγιοι, Βασίλειος και Δημήτριος το όνομα, υποδείξαντες τον τάφον εις τον οποίον έκειντο, εις απόστασιν εννέα προς βορράν μέτρων των πρώτων. Βοηθούμενος δε ο παις και υπό άλλων ευλαβών χριστιανών ανέσκαψεν εις τον υποδειχθέντα τόπον και, ω του θαύματος! Ανεύρε και τούτων τα άγια λείψανα, άτινα εξήγαγον μετά πολλής ευλαβείας. Κατά δε την ώραν ταύτην υπόκωφος βοή εξήρχετο εκ του τάφου, το δε πλήθος μετ’ ευλαβείας και φόβου συνωθούμενον παρηκολούθει το θέαμα και κατησπάζετο τα άγια λείψανα. Μετά δε την προσκύνησιν και τον ασπασμόν των αγίων τούτων λειψάνων ήνωσαν και ταύτα μετά των Αγίων Σεραφείμ, Δωροθέου και Ιακώβου. Μετά πάροδον αρκετού χρόνου, καταδιωχθείς ο προρρηθείς νέος, Παϊσιος το όνομα, υπό των τότε αλλοφύλων καταδρομέων και εις δεινήν περιελθών κατάστασιν προστρέχει κατεπειγόμενος, γυμνός και λιμώττων εις τα φιλάνθρωπα αισθήματα, εξαιτούμενος ικετευτικώς την παρά του ευλαβούς λαού ενίσχυσιν δι’ εαυτόν και υπέρ της ανεγέρσεως ευκτηρίου οίκου δια την εναπόθεσιν των αγίων λειψάνων, υπό των οποίων και ενισχυόμενος ηδυνήθη να θεραπεύση τας ανάγκας του και να ανεγείρη μικρόν οικίσκον, εντός του οποίου εφύλασσε τα άγια λείψανα, δεόμενος κατά τας ιεροτελεστίας υπέρ των ελεούντων και ελεησάντων αυτόν. Μετά παρέλευσιν εικοσαετίας παραλαβών ο Παϊσιος μεθ’ εαυτού τον ιερέα Ιωάννην Μουστάκαν, μετέβη εις μέρος υποδειχθέν εις αυτόν καθ’ ύπνον, απέχον μίαν ώραν προς βορράν της πόλεως Μεγάρων, ένθα χείμαρρος ικανού πλάτους και μήκους, ιστορικός ων δια τας εκχειλίσεις του, εις το κέντρον του οποίου εφύοντο θάμνοι ανέπαφοι, εντός των οποίων ανεύρον τεθαμμένα τα του Αγίου Μάρτυρος Σαράντη λείψανα, υπό λίθον μέγαν, κάτωθεν του οποίου προ της ανέλξεως των αγίων λειψάνων εκρύπτοντο δύο όφεις τεράστιοι. Εκ του φόβου όθεν αυτών καθίστατο δυσχερές το επιχείρημα· δι’ ο καταφυγόντες εις την ιεράν προσευχήν εζητήσαντο την ενίσχυσιν του Κυρίου και του Αγίου Μάρτυρος Σαράντη και ω του θαύματος! Εξηφανίσθησαν θαυμασίως αμφότεροι οι όφεις. Μεθ’ ο λάμψις φωτός εξήλθε των θάμνων, κάτωθεν των οποίων ήσαν τα ιερά λείψανα. Περισυλλέξαντες δε ταύτα επιμελώς, μετήνεγκον αυτά εν κατανύξει εις τα Μέγαρα, και έθεσαν και αυτά μετά των ετέρων αγίων λειψάνων των προαναφερθέντων Αγίων Μαρτύρων, εις δε το μέρος ένθα ευρέθησαν τα λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Σαράντη ανήγειραν μνημείον, το οποίον και σώζεται μέχρι σήμερον αβλαβές, καίτοι ο επικίνδυνος περί αυτό χείμαρρος πολλάς επιφέρει επί τας όχθας καταστροφάς, εκριζώνων δένδρα, κατακρημνίζων βράχους, συμπαρασύρων ογκώδεις λίθους και τα τοιαύτα, υπερσκελίζων με υπερύψηλα κύματα το μνημείον, το οποίον παρατηρείται ανέπαφον μεθ’ εκάστην νέαν ορμήν του τρομερού τούτου χειμάρρου. Τεσσαρακοντούτης γενόμενος ο προρρηθείς Παϊσιος, καίτοι μη γνωρίζων γράμματα, καθ’ ο εις διδάσκαλον ουδέποτε εφοίτησεν, φωτισθείς όμως υπό της θείας χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και δια πρεσβειών των Αγίων Μαρτύρων έμαθε τα ιερά γράμματα και ηξιώθη κατά το έτος 1828 του της ιερωσύνης αξιώματος, χειροτονηθείς βαθμηδόν υποδιάκονος, διάκονος και ιερεύς, προκόπτων έκτοτε ευδοκία Θεού εις τας ιεροτελεστίας, και θεραπεύων δυνάμει των αγίων λειψάνων τους πάσχοντας. Αλλά και μετά τον θάνατον του Παϊσίου τούτου, συμβάντα κατά το έτος 1848, τα άγια των Μαρτύρων λείψανα δεν έπαυσαν ποσώς ποιούντα πάμπολλα θαύματα, εξ ων τινά εξιστορούνται κατωτέρω, πολλοί δε φιλόθρησκοι καταφεύγοντες εις τον ηρειπωμένον οικίσκον ένθα οι τάφοι και τα άγια κειμήλια έκειντο, μετά των ασθενών τέκνων των, διανυκτερεύοντες εν αυτώ εθεραπεύοντο. Ήτο όθεν πλέον απρεπές, κειμήλια τοσούτον ιερά να ευρίσκωνται υπό ηρειπωμένον οικίσκον, και να παραβλέπωνται ταύτα, άτινα καθ’ εκάστην από οίκου εις οίκον περιφερόμενα ευλαβέστατα επέφερον ουχί βραδέως την θεραπείαν εις τους πάσχοντας. Δια τούτο και οι κατέχοντες ταύτα, εκ της γενεάς του Παϊσίου καταγόμενοι, αλλά και διότι δεν παρέμενον ανενόχλητοι εκ της εντελούς περιποιήσεως αυτών, απεφάσισαν και εδώρησαν εις την Κοινότητα Μεγαρέων τα άγια λείψανα μετά του οικοπέδου κειμένου εις το κέντρον της πόλεως, ένθα οι τάφοι των Αγίων έκειντο, δια να ανεγερθή επ’ αυτών Ναός εορταζόμενος εις μνήμην των Αγίων Μαρτύρων. Απεφασίσθη όθεν παρά της Μεγαρικής κοινότητος κατά το έτος 1889, καθ’ ο ο θεμέλιος λίθος ετέθη, όπως ανεγείρωσιν επί των τάφων των Αγίων Ναόν, τον οποίον και ανήγειραν κομψότατον, ακριβώς επί των τάφων των Αγίων, δαπάνη των φιλοθρήσκων Μεγαρέων, οίτινες μετά ζήλου προσέφερον προς τον σκοπόν τούτον τον οβολόν αυτών. Ήδη μέλλει να διηγηθώμεν τινά των θαυμάτων, άτινα οι Άγιοι Μάρτυρες εποιήσαντο μετά την ανακομιδήν των θείων και ιερών αυτών λειψάνων, προς υμνολογίαν του παντάνακτος Θεού. Υπήρχε τις εφ’ ικανούς χρόνους πάσχων υπό επιληψίας, βασανιζόμενος υπό πνευμάτων ακαθάρτων, το όνομα Αθανάσιος, καταγόμενος εκ της ιδίας πόλεως των Μεγάρων, όστις άμα τη ανευρέσει των αγίων λειψάνων προστρέχει συν ενθέρμω ζήλω και ευλαβεία προς τον τάφον των Αγίων και προσπέσας γονυκλινώς και προσευξάμενος, ω του θαύματος! Παραχρήμα ιάθη, επιστρέψας εις τον οίκον αυτού υγιής δοξάζων τον Θεόν και τους Αγίους. Κόρη τις, επίσης εκ της αυτής πόλεως καταγομένη, πάσχουσα και αύτη εξ ομοίας ασθενείας, άμα τω ακούσματι του πρώτου των Μαρτύρων θαύματος προσέδραμε πίπτουσα παρά τους τάφους των Αγίων μετά δακρύων και ευλαβείας, ιάθη δε δια δευτέρου θαύματος των Αγίων και επέστρεψεν εις τους γονείς της χαίρουσα και δοξάζουσα αυτούς. Αφού παρήλθον πέντε μήνες μετά την εμφάνισιν των Αγίων, μετεδόθη η φήμη των θαυμάτων γύρωθεν εις τας παρακειμένας πόλεις και χωρία. Μαθών όθεν τούτο και τις εκ του χωρίου Κακόσι της Θίσβης, το όνομα Αναστάσιος, πάσχων και ούτος υπό πνευμάτων ακαθάρτων, προσέτρεξε τη βοηθεία των εαυτού γονέων και προσέπεσε μετά κατανύξεως εις τον τάφον των Αγίων Μαρτύρων, επιστρέψας εις το χωρίον του μετά εννεαήμερον διαμονήν υγιής, δοξάζων και υμνολογών τον Θεόν και τους Αγίους· μετά ταύτα δε ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, αφιερώσας εαυτόν εις την Μονήν της Μακαριωτίσσης παρά την Δομβραίναν. Μετά παρέλευσιν μηνός από της θεραπείας τούτου, ελθών εκ της νήσου Σαλαμίνος αόμματος τις, στερούμενος από ικανών χρόνων το φως, το όνομα Ιωάννης, όστις κατά φαντασίαν μόνον εγνώριζε το φως του ηλίου και της σελήνης, ουδ’ εγνώριζε πότε ήτο ημέρα και πότε νυξ, και προσπέσας και προσευχόμενος μετά δακρύων εις το κενοτάφιον των Αγίων, ω του θαύματος! Παραχρήμα ανέβλεψεν, ιδών το από ετών ποθούμενον φως του ηλίου και τον δια της σελήνης στολισμόν της νυκτός· βλέπων δε επέστρεψεν εις την πατρίδα αυτού, δοξάζων τον Θεόν και τους Αγίους, μεθ’ ο εποίησε δύο εικόνας, της Θεοτόκου και των Αγίων Μαρτύρων, εις ανάμνησιν της θεραπείας του, αίτινες, πεπαλαιωμέναι ήδη, διασώζονται. Κατά την αυτήν εποχήν υπήρχε τις εν τω προαστίω των Αθηνών Κηφισία, επί έτη πολλά παραλυτικός, επονομαζόμενος Ιωάννης Λαγός, όστις δεν ηδύνατο να ίσταται όρθιος παντελώς. Προσδραμών λοιπόν άμα τω αγγέλματι των θαυμάτων των Αγίων Μαρτύρων μετ’ ευλαβείας και θερμοτάτων δακρύων προσέπεσε παρά τους τάφους των Αγίων, δεόμενος μετά των υποβοηθούντων αυτόν γονέων του, και ω του θαύματος! Δια πρεσβειών των Αγίων εθεραπεύθη παντελώς, ανορθωθείς δε επέστρεψε πεζοπορών εις τον οίκον του χαίρων και δοξάζωντον Θεόν και τους Αγίους. Έκτοτε η φήμη των θαυμάτων επεξετείνετο ημέρα τη ημέρα, έφθασε δε και μέχρι της πόλεως των Θηβών, ήτις κατά την εποχήν εκείνην εμαστίζετο υπό δεινής λοιμικής νόσου. Ο δε εκεί Ιεράρχης, πληροφορηθείς τούτο, παρεκάλεσεν, όπως προσκομισθούν εκεί τα ιερά των Αγίων λείψανα, και ω του θαύματος! Ευθύς μετά την έλευσιν αυτών κατεστάλη η νόσος παντελώς και άπαντες εδόξαζον τον Θεόν και τους Αγίους Μάρτυρας δια τα αυτών θαυμάσια. Κατά την εκ Θηβών επιστροφήν των αγίων λειψάνων, κομιζομένων δια του προρρηθέντος Παϊσίου, πλείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν και πολλοί εις διαφόρους πόλεις και χωρία αναμένοντες, την παρ’ αυτών ποθουμένην θεραπείαν εδέξαντο. Εκ της νήσου Σπετσών τυφλός τις επί επτά έτη, το όνομα Ιωάννης Μανδρόζος, προσδραμών προθύμως μετά την διάδοσιν των θαυμάτων εις τον τάφον των Αγίων, και προσευξάμενος μετά δακρύων, ζητών να ίδη το φως της ημέρας, εθεραπεύθη χάριτι θεία υπό των Αγίων, μεταβάς εις τον οίκον του βλέπων. Περιβληθείς έκτοτε το μοναχικόν σχήμα, αφιέρωσεν εαυτόν εις το Άγιον Όρος του Άθω. Μετά το θαύμα τούτο, νεαρά τις γυνή, τριάκοντα περίπου ετών, το όνομα Κούζα, σύζυγος του εξ Αθηνών Μελετίου Σεληνά, πάσχουσα υπό δαιμονίου ασθενείας, προσδραμούσα και πίπτουσα μετά δακρύων και ευλαβείας εις τον τάφον των Αγίων, επέστρεψεν εις τον οίκον της υγιής, δοξάζουσα τον Θεόν και τους Αγίους. Ετέρα γυνή εκ της νήσου Σαλαμίνος, το όνομα Μαργαρίτα, σύζυγος του Αργύρη Κουταμπάση, πάσχουσα και αύτη εκ της αυτής ασθενείας, εθεραπεύθη μετά εικοσαήμερον νηστείαν δια πρεσβειών των Αγίων, επιστρέψασα υγιής εις τον οίκον της. Ομοίως και άλλη γυνή, ονομαζομένη Παγώνα, σύζυγος Αθανασίου Οικονομοπούλου, εκ του χωρίου Μάζι των Μεγάρων, πάσχουσα ωσαύτως εκ δαιμονίου ασθενείας ιάθη, προσπεσούσα ευλαβώς έμπροσθεν των αγίων λειψάνων και λαβούσα την ίασιν, κατόπιν τεσσαρακονθημέρου νηστείας και της δεούσης μετανοίας. Είναι και άλλα πολλά τα παρά των Αγίων τελεσθέντα θαύματα, άτινα χάριν συντομίας παραλείπομεν, καθ’ όσον ουχί μόνον κατά την εποχήν της αποκαλύψεως των αγίων λειψάνων επετελέσθησαν εις τους ευλαβώς εκ διαφόρων πόλεων και χωρίων προστρέχοντας Χριστιανούς, αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύουσι να επιτελούνται τοιαύτα εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την των Αγίων αντίληψιν. Θα είπωμεν όμως εισέτι μόνον ολίγα τινά προς όφελος των φιλομαρτύρων Χριστιανών. Ότε κατά το έτος 1828, καταδιωκόμενοι οι Μεγαρείς υπό της τότε Τουρκικής καταδρομής, ωχυρώθησαν παρά το λεγόμενον «Τείχος των Μεγάρων», ενέσκηψε μέγας λοιμός, ήσαν δε πάσχοντες υπέρ τους εκατόν ογδοήκοντα άνδρες τε και γυναίκες. Αφ’ ης όμως ώρας εψάλλετο κατ’ οίκον εκάστου αγιασμός δια των αγίων λειψάνων, πόρρω απηλαύνετο η ασθένεια. Θαυμασμού άξιον είναι και το ακόλουθον, όπερ έλαβε χώραν κατά την αυτήν εποχήν. Μαχόμενοι τότε οι Μεγαρείς κατά των Οθωμανών και όντες αποκεκλεισμένοι παρά την ρηθείσαν θέσιν «Τείχος», είχον μαχητάς εν όλω 42. Κατά την ώραν όμως του πολέμου ηριθμούντο 48, διότι μεταξύ αυτών εθεώντο έξ πολεμισταί προσωπικώς άγνωστοι, οίτινες προέτρεπον τους συμπολεμιστάς των να έχωσι θάρρος, διαβεβαιούντες αυτούς ότι δεν πρόκειται να ηττηθούν. Πράγματι δε ουδέποτε ενικήθησαν οι Μεγαρείς απέναντι μυριάδων Οθωμανών, των οποίων άπειρα πτώματα παρέμενον νεκρά επί του πεδίου της μάχης. Τι τούτου θαυμαστότερον; Μετά το πέρας όμως εκάστης μάχης, αριθμούμενοι οι μαχηταί ευρίσκοντο παραδόξως πάντοτε 42, και δεν ηδύναντο να εννοήσωσι τίνες ήσαν και πόθεν ήρχοντο οι συμπολεμισταί αυτών. Τούτο το παράδοξον θαύμα ελάμβανε χώραν εις πάσας τας μάχας, τας οποίας συνήψαν οι Μεγαρείς μετά των εχθρών. Η απορία όμως αύτη έπρεπε τέλος να γίνη φανερά, δια να δοξασθώσι και εις τούτο οι Άγιοι Μάρτυρες· και ιδού· κατά την τελευταίαν συγκροτηθείσαν μάχην, ότε ο εχθρός υπεχώρησεν ηττημένος εκείθεν δια της προστασίας των Αγίων, εφανέρωσαν την ισχύν αυτών, μετατραπέντες από πεζών εις εφίππους στρατιώτας, υποδείξαντες ταυτοχρόνως εις τους συμπολεμιστάς των τον τόπον, εις τον οποίον έκειντο και εις όν ήθελον ζητήσει δια προσευχής την προστασίαν των· ήτο δε ο υποδειχθείς τόπος αυτός ούτος ο τόπος εις τον οποίον είχον ευρεθή και εφυλάσσοντο τα άγια λείψανα των Μαρτύρων. Διπλούν ήδη θαύμα μέλλω να περιγράψω, τελεσθέν επ’ αυτών των ημερών μας. Την 2 Ιουλίου του έτους 1881, έμεινεν άφωνος, εργαζόμενος εις Αγίους Θεοδώρους των Θηβών, ο εκ Μεγάρων γέρων Αθανάσιος Δέσκος και μετεφέρθη κακώς έχων εκ της επελθούσης εις αυτόν παθήσεως εις Μέγαρα, όπου κατέφυγε το πρώτον εις τινα διαλελυμένην Μονήν μίαν και ημίσειαν ώραν προς δυσμάς των Μεγάρων απέχουσαν, τιμωμένην επ’ ονόματι του Αγίου Ιεροθέου, ένθα πολλά κατά τας διηγήσεις του παρά του Αγίου εδιδάσκετο προς μετάνοιαν ίνα θεραπευθή. Αδυνατούσα όμως η διατηρούσα αυτόν γηραιά σύζυγός του να παραμείνη επί πλέον εκεί, παρέλαβεν αυτόν μετά πενθήμερον διαμονήν και επανέφερεν αυτόν εις Μέγαρα, όπου κατέφυγεν υπό την προστασίαν των Αγίων Μαρτύρων παρά τον ηρειπω,ένον οικίσκον, και συνεχώς διενυκτέρευον αγρυπνούντες και προσευχόμενοι μετά θερμών δακρύων, επί τέσσαρας ημέρας. Την τετάρτην ημέραν, ήτις ήτο η 26η προς την 27ην Ιουλίου, περί το μεσονύκτιον, ηκούσθη κρότος ιππέων, οίτινες μετ’ ολίγον εισελθόντες εξέπληττον τον πάσχοντα εκ του φόβου. Εκ των ιππέων ο πρώτος εισελθών ηκούσθη λέγων· «Δωρόθεε, άνθρωποι εδώ»· αφιππεύει πάραυτα εις των ιππέων και κρατήσας εκ της μασχάλης τον μέχρι της στιγμής εκείνης άφωνον γέροντα σείει αυτόν ισχυρώς και του λέγει· «Μη παύσης πιστεύων εις τον Χριστόν». Ταυτοχρόνως, Δευτέρα φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Δωρόθεε, φόνος γίνεται» και αυθωρεί ηκούσθη άτακτος έξοδος απάντων των ιππέων εκ του οικίσκου και αποτείνεται ο πρώην άφωνος ομιλών ήδη προς την γηραιάν σύζυγόν του, ήτις παρέμεινεν έντρομος εκ τε της ομιλίας του συζύγου αυτής και του γενομένου φοβερού θορύβου κατά την στιγμήν, κατά την οποίαν εξήρχοντο οι ιππείς. Συνελθούσα όμως μετ’ ολίγον, επεδόθησαν μετά του θεραπευθέντος συζύγου της εις την ιεράν προσευχήν δοξάζοντες τον Θεόν και τους Αγίους. Απήλθον δε εκείθεν χαίροντες εις τον οίκον των. Άμα τη εισόδω εις τον οίκον των, πρώτος ο γέρων άφωνος εχαιρέτησε τα τέκνα του, άτινα εξεπλάγησαν εκ της χαράς ακούοντα τον πατέρα αυτών ομιλούντα, συνάμα δε ο ιαθείς γέρων ανήγγειλεν εις αυτούς ότι την νύκτα εκείνην εγένετο φόνος, άγνωστον όμως τις και που. Εις τούτο όμως, τόσον τα τέκνα, όσον και η σύζυγος αυτού εδίσταζον να πιστεύσωσι, πολλώ μάλλον εξέλαβον τούτον ως φρενοβλαβή, όπως και άλλοτε τω συνέβαινε κατά το διάστημα της ασθενείας του, αλλ’ ουχί ήδη! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! Και πράγματι την πρωϊαν της 27ης Ιουλίου εγνώσθη ο φόνος του Μεγαρέως Γεωργίου Ι. Μαργέττη, και τοιουτοτρόπως δύο ταυτοχρόνως θαύματα ετελέσθησαν κατά την εποχήν εκείνην. Τελευτών ας μη παραλείψω και το ακόλουθον των Αγίων Μαρτύρων θαύμα. Κατά το έτος 1885 έπασχεν εκ παραλυσίας ο τότε ενδεκαετής Ιωάννης Σ. Τουμπανιάρης, έχων από τινων ετών αναίσθητον την δεξιάν χείρα. Παραλαβούσα όθεν τούτον η μήτηρ αυτού Μαρία, γυνή ευλαβεστάτη προς τα θεία, προσέφυγεν εις τον οικίσκον εις τον οποίον εφυλάσσοντο τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα και αποθέσασα το πάσχον αυτής τέκνον υπό τα άγια των Μαρτύρων κειμήλια και τας αγίας εικόνας, παρεκάλει θερμώς τους Αγίους Μάρτυρας, νηστεύουσα και αγρυπνούσα, να θεραπεύσουν αυτό. Αίφνης εσπέραν τινά Σαββάτου ήκουσε θόρυβον μέγαν εντός του οικίσκου και φωνήν εξερχομένην εκ των ιερών λειψάνων, ταυτοχρόνως δε βλέπει αφαιρούμενον εκ των χειρών της το τέκνον της, το οποίον ως μη κρατούμενον παρ’ ουδενός εταλαντεύετο εις τον αέρα, η δε φωνή έλεγεν προς αυτήν. «Εγείρου, παράλαβε το τέκνον σου και πίστευε». Εγερθείσα τότε η μήτηρ, βοηθουμένη υπό του παιδός αυτής και κρατουμένη από τον βραχίονα υπό της πρώην αναισθήτου χειρός αυτού, παρέμεινε προσευχομένη και δοξάζουσα τους Αγίους μέχρι της πρωϊας της Κυριακής, είτα παραλαβούσα το τέκνον αυτής μετέβη εις τον οίκον της, ένθα προστρέξαντες κατ’ εκείνην την ώραν οι γείτονες, οίτινες εγνώριζον το πάθος του παιδίου, εθαύμαζον και εδόξαζον τον Θεόν και τους Αγίους. Το δε παιδίον ανακτήσαν έκτοτε τας δυνάμεις του κατέστη ανήρ τελειότατος. Αλλά τις δύναται να διηγηθή τα τόσα θαύματα των δια τον Χριστόν μαρτυρησάντων Αγίων στρατιωτών Σεραφείμ, Δωροθέου, Ιακώβου, Βασιλείου, Δημητρίου και Σαράντη; Τις δύναται να διηγηθή την προς τους Χριστιανούς ευσπλαγχνίαν αυτών, οίτινες θεραπεύουσι πάσαν μυσαράν νόσον και πάσαν μαλακίαν; Τις δύναται να διηγηθή άπαντα τα των Αγίων θαύματα, άτινα ουχί μόνον εις ανθρώπους εδείκνυον, αλλά και εις κτήνη, αμπελώνας και κήπους, αγρούς και αλλαχού και δεικνύουν μέχρι σήμερον εις πάντας τους μετά πίστεως προσερχομένους εις τον άγιον αυτών Ναόν, και επικαλουμένους ενθέρμως την κραταιάν αυτών προστασίαν και δαψιλή βοήθειαν; Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού!
Έχει δε η εύρεσις των αγίων αυτών λειψάνων ούτω: Κατά το κοσμοσωτήριον έτος 1798 ενεφανίσθησαν εν οράματι εις εν παιδίον ηλικίας τότε εννέα ετών τρεις άνδρες, εν σχήματι εφίππων στρατιωτών, λέγοντες προς αυτό ότι πρέπει να εξαγάγουν εκ της γης τα λείψανα αυτών, χωρίς όμως να γνωστοποιήσουν τα ονόματά των. Ο παις ούτος μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών ανέφερε το όραμα τούτο εις τον πάππον του, Σιδέρην το όνομα, όστις, αμαθής και αγροίκος ων ή μάλλον ειπείν δυσπιστία φερόμενος, έδερε τον παίδα, διότι αφ’ εαυτού δήθεν εσκέφθη και έπλασεν εύρεσιν Αγίων, εκστομίσας και κατ’ αυτών τούτων των Αγίων πολλάς ύβρεις και βλασφημίας. Οι Άγιοι ούτοι όμως δεν έπαυσαν, δις και τρις κατ’ όναρ παρουσιαζόμενοι εις τον παίδα, να υποδεικνύουν την εκ της γης εξαγωγήν των λειψάνων των· έλεγε δε πάλιν ο παις εις τον πάππον του τα τοιαύτα, αλλ’ ούτος, ως πεπλανημένος εις την δυσπιστίαν, ηύξανε την οργήν του κατά του παιδός ονειδίζων και τιμωρών αυτόν πλέον ή πρότερον, προς δε και τας ύβρεις κατά των Αγίων επολλαπλασίαζεν. Η θεία όμως δικαιοσύνη δεν εβράδυνε να αποδώση εις αυτόν την πρέπουσαν τιμωρίαν δια το δύσπιστον, βάρβαρον και αύθαδες αυτού. Και πρώτον μεν επέφερεν όλεθρον των κτηνών του, δεύτερον την των παίδων αυτού τελευτήν και τρίτον τον εαυτού θάνατον, ξηράνασα πρότερον τους τε πόδας και χείρας αυτού. Μετά παρέλευσιν έτους εμφανίζονται και πάλιν οι Άγιοι πολλάκις εις τον παίδα, λέγοντες προς αυτόν τα ίδια, ήτοι την εκ της γης εξαγωγήν των τιμίων λειψάνων των, υποδεικνύοντες άμα και τον τόπον εις τον οποίον ήσαν ταύτα τεθαμμένα. Τούτου ένεκεν, τολμήσας ο παις ανεκοίνωσε τα προς αυτόν λεχθέντα υπό των Αγίων εις τον πατέρα αυτού Ιωάννην, όστις μετά ζήλου ησπάσατο το μήνυμα τούτο και επεδόθησαν ευθύς εις την του έργου εκτέλεσιν. Φοβούμενος όμως τους Οθωμανούς δυνάστας, έσκαπτον δια νυκτός εις το υπό των Αγίων υποδειχθέν εις τον παίδα μέρος, φθάσαντες δε εις βάθος εξ πήχεων ανεύρον κατά την επομένην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ήτοι κατά την σήμερον δεκάτην έκτην Αυγούστου, τα των τριών πρώτων Αγίων Σεραφείμ, Δωροθέου και Ιακώβου λείψανα, αρρήτου πλησθέντες ευωδίας, πληρωσάσης καθ’ όλην την νύκτα άπασαν την κωμόπολιν, κατησπάζοντο δε ταύτα μετά πολλής ευλαβείας, σπεύσαντες άμα να ειδοποιήσουν περί τούτου και τον τότε επίτροπον του Ιεράρχου Αττικής Γεώργιον τον και οικονόμον. Επειδή όμως ηγνόουν τα των Αγίων Μαρτύρων ονόματα, επεδόθησαν εις νηστείας, αγρυπνίας και δεήσεις, ο δε των θαυμασίων Θεός και οι Άγιοι Μάρτυρες δεν εβράδυναν να αποκαλύψουν εις τους μετά πίστεως δεομένους τα ονόματα αυτών. Παρακληθείς δε ο τότε Ιεράρχης Αττικής Γρηγόριος προσήλθε και ησπάσατο τα άγια λείψανα, δι’ ειλικρινούς δε δοκιμασίας και εξακριβώσεως είδε πάμπολλα θαύματα, παρά των Αγίων τελεσθέντα, εις ανθρώπους, κτήνη, αμπελώνας, αγρούς και άλλα. Μετά πάροδον ενός έτους ενεφανίσθησαν κατ’ όναρ εις τον αυτόν παίδα και φύλακα έκτοτε των ανευρεθέντων αγίων λειψάνων και δύο έτεροι άγιοι, Βασίλειος και Δημήτριος το όνομα, υποδείξαντες τον τάφον εις τον οποίον έκειντο, εις απόστασιν εννέα προς βορράν μέτρων των πρώτων. Βοηθούμενος δε ο παις και υπό άλλων ευλαβών χριστιανών ανέσκαψεν εις τον υποδειχθέντα τόπον και, ω του θαύματος! Ανεύρε και τούτων τα άγια λείψανα, άτινα εξήγαγον μετά πολλής ευλαβείας. Κατά δε την ώραν ταύτην υπόκωφος βοή εξήρχετο εκ του τάφου, το δε πλήθος μετ’ ευλαβείας και φόβου συνωθούμενον παρηκολούθει το θέαμα και κατησπάζετο τα άγια λείψανα. Μετά δε την προσκύνησιν και τον ασπασμόν των αγίων τούτων λειψάνων ήνωσαν και ταύτα μετά των Αγίων Σεραφείμ, Δωροθέου και Ιακώβου. Μετά πάροδον αρκετού χρόνου, καταδιωχθείς ο προρρηθείς νέος, Παϊσιος το όνομα, υπό των τότε αλλοφύλων καταδρομέων και εις δεινήν περιελθών κατάστασιν προστρέχει κατεπειγόμενος, γυμνός και λιμώττων εις τα φιλάνθρωπα αισθήματα, εξαιτούμενος ικετευτικώς την παρά του ευλαβούς λαού ενίσχυσιν δι’ εαυτόν και υπέρ της ανεγέρσεως ευκτηρίου οίκου δια την εναπόθεσιν των αγίων λειψάνων, υπό των οποίων και ενισχυόμενος ηδυνήθη να θεραπεύση τας ανάγκας του και να ανεγείρη μικρόν οικίσκον, εντός του οποίου εφύλασσε τα άγια λείψανα, δεόμενος κατά τας ιεροτελεστίας υπέρ των ελεούντων και ελεησάντων αυτόν. Μετά παρέλευσιν εικοσαετίας παραλαβών ο Παϊσιος μεθ’ εαυτού τον ιερέα Ιωάννην Μουστάκαν, μετέβη εις μέρος υποδειχθέν εις αυτόν καθ’ ύπνον, απέχον μίαν ώραν προς βορράν της πόλεως Μεγάρων, ένθα χείμαρρος ικανού πλάτους και μήκους, ιστορικός ων δια τας εκχειλίσεις του, εις το κέντρον του οποίου εφύοντο θάμνοι ανέπαφοι, εντός των οποίων ανεύρον τεθαμμένα τα του Αγίου Μάρτυρος Σαράντη λείψανα, υπό λίθον μέγαν, κάτωθεν του οποίου προ της ανέλξεως των αγίων λειψάνων εκρύπτοντο δύο όφεις τεράστιοι. Εκ του φόβου όθεν αυτών καθίστατο δυσχερές το επιχείρημα· δι’ ο καταφυγόντες εις την ιεράν προσευχήν εζητήσαντο την ενίσχυσιν του Κυρίου και του Αγίου Μάρτυρος Σαράντη και ω του θαύματος! Εξηφανίσθησαν θαυμασίως αμφότεροι οι όφεις. Μεθ’ ο λάμψις φωτός εξήλθε των θάμνων, κάτωθεν των οποίων ήσαν τα ιερά λείψανα. Περισυλλέξαντες δε ταύτα επιμελώς, μετήνεγκον αυτά εν κατανύξει εις τα Μέγαρα, και έθεσαν και αυτά μετά των ετέρων αγίων λειψάνων των προαναφερθέντων Αγίων Μαρτύρων, εις δε το μέρος ένθα ευρέθησαν τα λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Σαράντη ανήγειραν μνημείον, το οποίον και σώζεται μέχρι σήμερον αβλαβές, καίτοι ο επικίνδυνος περί αυτό χείμαρρος πολλάς επιφέρει επί τας όχθας καταστροφάς, εκριζώνων δένδρα, κατακρημνίζων βράχους, συμπαρασύρων ογκώδεις λίθους και τα τοιαύτα, υπερσκελίζων με υπερύψηλα κύματα το μνημείον, το οποίον παρατηρείται ανέπαφον μεθ’ εκάστην νέαν ορμήν του τρομερού τούτου χειμάρρου. Τεσσαρακοντούτης γενόμενος ο προρρηθείς Παϊσιος, καίτοι μη γνωρίζων γράμματα, καθ’ ο εις διδάσκαλον ουδέποτε εφοίτησεν, φωτισθείς όμως υπό της θείας χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και δια πρεσβειών των Αγίων Μαρτύρων έμαθε τα ιερά γράμματα και ηξιώθη κατά το έτος 1828 του της ιερωσύνης αξιώματος, χειροτονηθείς βαθμηδόν υποδιάκονος, διάκονος και ιερεύς, προκόπτων έκτοτε ευδοκία Θεού εις τας ιεροτελεστίας, και θεραπεύων δυνάμει των αγίων λειψάνων τους πάσχοντας. Αλλά και μετά τον θάνατον του Παϊσίου τούτου, συμβάντα κατά το έτος 1848, τα άγια των Μαρτύρων λείψανα δεν έπαυσαν ποσώς ποιούντα πάμπολλα θαύματα, εξ ων τινά εξιστορούνται κατωτέρω, πολλοί δε φιλόθρησκοι καταφεύγοντες εις τον ηρειπωμένον οικίσκον ένθα οι τάφοι και τα άγια κειμήλια έκειντο, μετά των ασθενών τέκνων των, διανυκτερεύοντες εν αυτώ εθεραπεύοντο. Ήτο όθεν πλέον απρεπές, κειμήλια τοσούτον ιερά να ευρίσκωνται υπό ηρειπωμένον οικίσκον, και να παραβλέπωνται ταύτα, άτινα καθ’ εκάστην από οίκου εις οίκον περιφερόμενα ευλαβέστατα επέφερον ουχί βραδέως την θεραπείαν εις τους πάσχοντας. Δια τούτο και οι κατέχοντες ταύτα, εκ της γενεάς του Παϊσίου καταγόμενοι, αλλά και διότι δεν παρέμενον ανενόχλητοι εκ της εντελούς περιποιήσεως αυτών, απεφάσισαν και εδώρησαν εις την Κοινότητα Μεγαρέων τα άγια λείψανα μετά του οικοπέδου κειμένου εις το κέντρον της πόλεως, ένθα οι τάφοι των Αγίων έκειντο, δια να ανεγερθή επ’ αυτών Ναός εορταζόμενος εις μνήμην των Αγίων Μαρτύρων. Απεφασίσθη όθεν παρά της Μεγαρικής κοινότητος κατά το έτος 1889, καθ’ ο ο θεμέλιος λίθος ετέθη, όπως ανεγείρωσιν επί των τάφων των Αγίων Ναόν, τον οποίον και ανήγειραν κομψότατον, ακριβώς επί των τάφων των Αγίων, δαπάνη των φιλοθρήσκων Μεγαρέων, οίτινες μετά ζήλου προσέφερον προς τον σκοπόν τούτον τον οβολόν αυτών. Ήδη μέλλει να διηγηθώμεν τινά των θαυμάτων, άτινα οι Άγιοι Μάρτυρες εποιήσαντο μετά την ανακομιδήν των θείων και ιερών αυτών λειψάνων, προς υμνολογίαν του παντάνακτος Θεού. Υπήρχε τις εφ’ ικανούς χρόνους πάσχων υπό επιληψίας, βασανιζόμενος υπό πνευμάτων ακαθάρτων, το όνομα Αθανάσιος, καταγόμενος εκ της ιδίας πόλεως των Μεγάρων, όστις άμα τη ανευρέσει των αγίων λειψάνων προστρέχει συν ενθέρμω ζήλω και ευλαβεία προς τον τάφον των Αγίων και προσπέσας γονυκλινώς και προσευξάμενος, ω του θαύματος! Παραχρήμα ιάθη, επιστρέψας εις τον οίκον αυτού υγιής δοξάζων τον Θεόν και τους Αγίους. Κόρη τις, επίσης εκ της αυτής πόλεως καταγομένη, πάσχουσα και αύτη εξ ομοίας ασθενείας, άμα τω ακούσματι του πρώτου των Μαρτύρων θαύματος προσέδραμε πίπτουσα παρά τους τάφους των Αγίων μετά δακρύων και ευλαβείας, ιάθη δε δια δευτέρου θαύματος των Αγίων και επέστρεψεν εις τους γονείς της χαίρουσα και δοξάζουσα αυτούς. Αφού παρήλθον πέντε μήνες μετά την εμφάνισιν των Αγίων, μετεδόθη η φήμη των θαυμάτων γύρωθεν εις τας παρακειμένας πόλεις και χωρία. Μαθών όθεν τούτο και τις εκ του χωρίου Κακόσι της Θίσβης, το όνομα Αναστάσιος, πάσχων και ούτος υπό πνευμάτων ακαθάρτων, προσέτρεξε τη βοηθεία των εαυτού γονέων και προσέπεσε μετά κατανύξεως εις τον τάφον των Αγίων Μαρτύρων, επιστρέψας εις το χωρίον του μετά εννεαήμερον διαμονήν υγιής, δοξάζων και υμνολογών τον Θεόν και τους Αγίους· μετά ταύτα δε ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, αφιερώσας εαυτόν εις την Μονήν της Μακαριωτίσσης παρά την Δομβραίναν. Μετά παρέλευσιν μηνός από της θεραπείας τούτου, ελθών εκ της νήσου Σαλαμίνος αόμματος τις, στερούμενος από ικανών χρόνων το φως, το όνομα Ιωάννης, όστις κατά φαντασίαν μόνον εγνώριζε το φως του ηλίου και της σελήνης, ουδ’ εγνώριζε πότε ήτο ημέρα και πότε νυξ, και προσπέσας και προσευχόμενος μετά δακρύων εις το κενοτάφιον των Αγίων, ω του θαύματος! Παραχρήμα ανέβλεψεν, ιδών το από ετών ποθούμενον φως του ηλίου και τον δια της σελήνης στολισμόν της νυκτός· βλέπων δε επέστρεψεν εις την πατρίδα αυτού, δοξάζων τον Θεόν και τους Αγίους, μεθ’ ο εποίησε δύο εικόνας, της Θεοτόκου και των Αγίων Μαρτύρων, εις ανάμνησιν της θεραπείας του, αίτινες, πεπαλαιωμέναι ήδη, διασώζονται. Κατά την αυτήν εποχήν υπήρχε τις εν τω προαστίω των Αθηνών Κηφισία, επί έτη πολλά παραλυτικός, επονομαζόμενος Ιωάννης Λαγός, όστις δεν ηδύνατο να ίσταται όρθιος παντελώς. Προσδραμών λοιπόν άμα τω αγγέλματι των θαυμάτων των Αγίων Μαρτύρων μετ’ ευλαβείας και θερμοτάτων δακρύων προσέπεσε παρά τους τάφους των Αγίων, δεόμενος μετά των υποβοηθούντων αυτόν γονέων του, και ω του θαύματος! Δια πρεσβειών των Αγίων εθεραπεύθη παντελώς, ανορθωθείς δε επέστρεψε πεζοπορών εις τον οίκον του χαίρων και δοξάζωντον Θεόν και τους Αγίους. Έκτοτε η φήμη των θαυμάτων επεξετείνετο ημέρα τη ημέρα, έφθασε δε και μέχρι της πόλεως των Θηβών, ήτις κατά την εποχήν εκείνην εμαστίζετο υπό δεινής λοιμικής νόσου. Ο δε εκεί Ιεράρχης, πληροφορηθείς τούτο, παρεκάλεσεν, όπως προσκομισθούν εκεί τα ιερά των Αγίων λείψανα, και ω του θαύματος! Ευθύς μετά την έλευσιν αυτών κατεστάλη η νόσος παντελώς και άπαντες εδόξαζον τον Θεόν και τους Αγίους Μάρτυρας δια τα αυτών θαυμάσια. Κατά την εκ Θηβών επιστροφήν των αγίων λειψάνων, κομιζομένων δια του προρρηθέντος Παϊσίου, πλείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν και πολλοί εις διαφόρους πόλεις και χωρία αναμένοντες, την παρ’ αυτών ποθουμένην θεραπείαν εδέξαντο. Εκ της νήσου Σπετσών τυφλός τις επί επτά έτη, το όνομα Ιωάννης Μανδρόζος, προσδραμών προθύμως μετά την διάδοσιν των θαυμάτων εις τον τάφον των Αγίων, και προσευξάμενος μετά δακρύων, ζητών να ίδη το φως της ημέρας, εθεραπεύθη χάριτι θεία υπό των Αγίων, μεταβάς εις τον οίκον του βλέπων. Περιβληθείς έκτοτε το μοναχικόν σχήμα, αφιέρωσεν εαυτόν εις το Άγιον Όρος του Άθω. Μετά το θαύμα τούτο, νεαρά τις γυνή, τριάκοντα περίπου ετών, το όνομα Κούζα, σύζυγος του εξ Αθηνών Μελετίου Σεληνά, πάσχουσα υπό δαιμονίου ασθενείας, προσδραμούσα και πίπτουσα μετά δακρύων και ευλαβείας εις τον τάφον των Αγίων, επέστρεψεν εις τον οίκον της υγιής, δοξάζουσα τον Θεόν και τους Αγίους. Ετέρα γυνή εκ της νήσου Σαλαμίνος, το όνομα Μαργαρίτα, σύζυγος του Αργύρη Κουταμπάση, πάσχουσα και αύτη εκ της αυτής ασθενείας, εθεραπεύθη μετά εικοσαήμερον νηστείαν δια πρεσβειών των Αγίων, επιστρέψασα υγιής εις τον οίκον της. Ομοίως και άλλη γυνή, ονομαζομένη Παγώνα, σύζυγος Αθανασίου Οικονομοπούλου, εκ του χωρίου Μάζι των Μεγάρων, πάσχουσα ωσαύτως εκ δαιμονίου ασθενείας ιάθη, προσπεσούσα ευλαβώς έμπροσθεν των αγίων λειψάνων και λαβούσα την ίασιν, κατόπιν τεσσαρακονθημέρου νηστείας και της δεούσης μετανοίας. Είναι και άλλα πολλά τα παρά των Αγίων τελεσθέντα θαύματα, άτινα χάριν συντομίας παραλείπομεν, καθ’ όσον ουχί μόνον κατά την εποχήν της αποκαλύψεως των αγίων λειψάνων επετελέσθησαν εις τους ευλαβώς εκ διαφόρων πόλεων και χωρίων προστρέχοντας Χριστιανούς, αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύουσι να επιτελούνται τοιαύτα εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την των Αγίων αντίληψιν. Θα είπωμεν όμως εισέτι μόνον ολίγα τινά προς όφελος των φιλομαρτύρων Χριστιανών. Ότε κατά το έτος 1828, καταδιωκόμενοι οι Μεγαρείς υπό της τότε Τουρκικής καταδρομής, ωχυρώθησαν παρά το λεγόμενον «Τείχος των Μεγάρων», ενέσκηψε μέγας λοιμός, ήσαν δε πάσχοντες υπέρ τους εκατόν ογδοήκοντα άνδρες τε και γυναίκες. Αφ’ ης όμως ώρας εψάλλετο κατ’ οίκον εκάστου αγιασμός δια των αγίων λειψάνων, πόρρω απηλαύνετο η ασθένεια. Θαυμασμού άξιον είναι και το ακόλουθον, όπερ έλαβε χώραν κατά την αυτήν εποχήν. Μαχόμενοι τότε οι Μεγαρείς κατά των Οθωμανών και όντες αποκεκλεισμένοι παρά την ρηθείσαν θέσιν «Τείχος», είχον μαχητάς εν όλω 42. Κατά την ώραν όμως του πολέμου ηριθμούντο 48, διότι μεταξύ αυτών εθεώντο έξ πολεμισταί προσωπικώς άγνωστοι, οίτινες προέτρεπον τους συμπολεμιστάς των να έχωσι θάρρος, διαβεβαιούντες αυτούς ότι δεν πρόκειται να ηττηθούν. Πράγματι δε ουδέποτε ενικήθησαν οι Μεγαρείς απέναντι μυριάδων Οθωμανών, των οποίων άπειρα πτώματα παρέμενον νεκρά επί του πεδίου της μάχης. Τι τούτου θαυμαστότερον; Μετά το πέρας όμως εκάστης μάχης, αριθμούμενοι οι μαχηταί ευρίσκοντο παραδόξως πάντοτε 42, και δεν ηδύναντο να εννοήσωσι τίνες ήσαν και πόθεν ήρχοντο οι συμπολεμισταί αυτών. Τούτο το παράδοξον θαύμα ελάμβανε χώραν εις πάσας τας μάχας, τας οποίας συνήψαν οι Μεγαρείς μετά των εχθρών. Η απορία όμως αύτη έπρεπε τέλος να γίνη φανερά, δια να δοξασθώσι και εις τούτο οι Άγιοι Μάρτυρες· και ιδού· κατά την τελευταίαν συγκροτηθείσαν μάχην, ότε ο εχθρός υπεχώρησεν ηττημένος εκείθεν δια της προστασίας των Αγίων, εφανέρωσαν την ισχύν αυτών, μετατραπέντες από πεζών εις εφίππους στρατιώτας, υποδείξαντες ταυτοχρόνως εις τους συμπολεμιστάς των τον τόπον, εις τον οποίον έκειντο και εις όν ήθελον ζητήσει δια προσευχής την προστασίαν των· ήτο δε ο υποδειχθείς τόπος αυτός ούτος ο τόπος εις τον οποίον είχον ευρεθή και εφυλάσσοντο τα άγια λείψανα των Μαρτύρων. Διπλούν ήδη θαύμα μέλλω να περιγράψω, τελεσθέν επ’ αυτών των ημερών μας. Την 2 Ιουλίου του έτους 1881, έμεινεν άφωνος, εργαζόμενος εις Αγίους Θεοδώρους των Θηβών, ο εκ Μεγάρων γέρων Αθανάσιος Δέσκος και μετεφέρθη κακώς έχων εκ της επελθούσης εις αυτόν παθήσεως εις Μέγαρα, όπου κατέφυγε το πρώτον εις τινα διαλελυμένην Μονήν μίαν και ημίσειαν ώραν προς δυσμάς των Μεγάρων απέχουσαν, τιμωμένην επ’ ονόματι του Αγίου Ιεροθέου, ένθα πολλά κατά τας διηγήσεις του παρά του Αγίου εδιδάσκετο προς μετάνοιαν ίνα θεραπευθή. Αδυνατούσα όμως η διατηρούσα αυτόν γηραιά σύζυγός του να παραμείνη επί πλέον εκεί, παρέλαβεν αυτόν μετά πενθήμερον διαμονήν και επανέφερεν αυτόν εις Μέγαρα, όπου κατέφυγεν υπό την προστασίαν των Αγίων Μαρτύρων παρά τον ηρειπω,ένον οικίσκον, και συνεχώς διενυκτέρευον αγρυπνούντες και προσευχόμενοι μετά θερμών δακρύων, επί τέσσαρας ημέρας. Την τετάρτην ημέραν, ήτις ήτο η 26η προς την 27ην Ιουλίου, περί το μεσονύκτιον, ηκούσθη κρότος ιππέων, οίτινες μετ’ ολίγον εισελθόντες εξέπληττον τον πάσχοντα εκ του φόβου. Εκ των ιππέων ο πρώτος εισελθών ηκούσθη λέγων· «Δωρόθεε, άνθρωποι εδώ»· αφιππεύει πάραυτα εις των ιππέων και κρατήσας εκ της μασχάλης τον μέχρι της στιγμής εκείνης άφωνον γέροντα σείει αυτόν ισχυρώς και του λέγει· «Μη παύσης πιστεύων εις τον Χριστόν». Ταυτοχρόνως, Δευτέρα φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Δωρόθεε, φόνος γίνεται» και αυθωρεί ηκούσθη άτακτος έξοδος απάντων των ιππέων εκ του οικίσκου και αποτείνεται ο πρώην άφωνος ομιλών ήδη προς την γηραιάν σύζυγόν του, ήτις παρέμεινεν έντρομος εκ τε της ομιλίας του συζύγου αυτής και του γενομένου φοβερού θορύβου κατά την στιγμήν, κατά την οποίαν εξήρχοντο οι ιππείς. Συνελθούσα όμως μετ’ ολίγον, επεδόθησαν μετά του θεραπευθέντος συζύγου της εις την ιεράν προσευχήν δοξάζοντες τον Θεόν και τους Αγίους. Απήλθον δε εκείθεν χαίροντες εις τον οίκον των. Άμα τη εισόδω εις τον οίκον των, πρώτος ο γέρων άφωνος εχαιρέτησε τα τέκνα του, άτινα εξεπλάγησαν εκ της χαράς ακούοντα τον πατέρα αυτών ομιλούντα, συνάμα δε ο ιαθείς γέρων ανήγγειλεν εις αυτούς ότι την νύκτα εκείνην εγένετο φόνος, άγνωστον όμως τις και που. Εις τούτο όμως, τόσον τα τέκνα, όσον και η σύζυγος αυτού εδίσταζον να πιστεύσωσι, πολλώ μάλλον εξέλαβον τούτον ως φρενοβλαβή, όπως και άλλοτε τω συνέβαινε κατά το διάστημα της ασθενείας του, αλλ’ ουχί ήδη! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! Και πράγματι την πρωϊαν της 27ης Ιουλίου εγνώσθη ο φόνος του Μεγαρέως Γεωργίου Ι. Μαργέττη, και τοιουτοτρόπως δύο ταυτοχρόνως θαύματα ετελέσθησαν κατά την εποχήν εκείνην. Τελευτών ας μη παραλείψω και το ακόλουθον των Αγίων Μαρτύρων θαύμα. Κατά το έτος 1885 έπασχεν εκ παραλυσίας ο τότε ενδεκαετής Ιωάννης Σ. Τουμπανιάρης, έχων από τινων ετών αναίσθητον την δεξιάν χείρα. Παραλαβούσα όθεν τούτον η μήτηρ αυτού Μαρία, γυνή ευλαβεστάτη προς τα θεία, προσέφυγεν εις τον οικίσκον εις τον οποίον εφυλάσσοντο τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα και αποθέσασα το πάσχον αυτής τέκνον υπό τα άγια των Μαρτύρων κειμήλια και τας αγίας εικόνας, παρεκάλει θερμώς τους Αγίους Μάρτυρας, νηστεύουσα και αγρυπνούσα, να θεραπεύσουν αυτό. Αίφνης εσπέραν τινά Σαββάτου ήκουσε θόρυβον μέγαν εντός του οικίσκου και φωνήν εξερχομένην εκ των ιερών λειψάνων, ταυτοχρόνως δε βλέπει αφαιρούμενον εκ των χειρών της το τέκνον της, το οποίον ως μη κρατούμενον παρ’ ουδενός εταλαντεύετο εις τον αέρα, η δε φωνή έλεγεν προς αυτήν. «Εγείρου, παράλαβε το τέκνον σου και πίστευε». Εγερθείσα τότε η μήτηρ, βοηθουμένη υπό του παιδός αυτής και κρατουμένη από τον βραχίονα υπό της πρώην αναισθήτου χειρός αυτού, παρέμεινε προσευχομένη και δοξάζουσα τους Αγίους μέχρι της πρωϊας της Κυριακής, είτα παραλαβούσα το τέκνον αυτής μετέβη εις τον οίκον της, ένθα προστρέξαντες κατ’ εκείνην την ώραν οι γείτονες, οίτινες εγνώριζον το πάθος του παιδίου, εθαύμαζον και εδόξαζον τον Θεόν και τους Αγίους. Το δε παιδίον ανακτήσαν έκτοτε τας δυνάμεις του κατέστη ανήρ τελειότατος. Αλλά τις δύναται να διηγηθή τα τόσα θαύματα των δια τον Χριστόν μαρτυρησάντων Αγίων στρατιωτών Σεραφείμ, Δωροθέου, Ιακώβου, Βασιλείου, Δημητρίου και Σαράντη; Τις δύναται να διηγηθή την προς τους Χριστιανούς ευσπλαγχνίαν αυτών, οίτινες θεραπεύουσι πάσαν μυσαράν νόσον και πάσαν μαλακίαν; Τις δύναται να διηγηθή άπαντα τα των Αγίων θαύματα, άτινα ουχί μόνον εις ανθρώπους εδείκνυον, αλλά και εις κτήνη, αμπελώνας και κήπους, αγρούς και αλλαχού και δεικνύουν μέχρι σήμερον εις πάντας τους μετά πίστεως προσερχομένους εις τον άγιον αυτών Ναόν, και επικαλουμένους ενθέρμως την κραταιάν αυτών προστασίαν και δαψιλή βοήθειαν; Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου