Ανθούσα η Οσία
μήτηρ ημών έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουαλεριανού, εν έτει σνδ΄ (254),
καταγομένη εκ Σελευκείας της εν Συρία, θυγάτηρ ούσα Αντωνίου και Μαρίας,
πλουσιωτάτων μεν γονέων, αλλά προσκεκολλημένων εις την θρησκείαν των ειδώλων.
Πιστεύουσα κρυφίως δε αύτη εις τον Χριστόν, επεθύμει να λάβη το άγιον Βάπτισμα και να ίδη τον Επίσκοπον Αθανάσιον, ο οποίος εκήρυττεν εν Ταρσώ της Κιλικίας τον λόγον του Θεού· καταπείσασα δε η Οσία την μητέρα της και λαβούσα δύο ημιόνους, ανέβη εις την μίαν εξ αυτών, και έλαβε μεθ’ εαυτής και τους δύο ευνούχους και δούλους της, Χαρίσιμον και Νεόφυτον, προσποιηθείσα ότι θα υπάγη εις την τροφόν της. Ενώ δε η μακαρία Ανθούσα ωδοιπόρει, εγένετο καθ’ οδόν μέγα θαύμα, ήτοι ο Επίσκοπος Αθανάσιος αρθείς υπό Αγίων Αγγέλων έφθασε την Αγίαν Ανθούσαν και έστη ενώπιον αυτής· η δε Αγία, ιδούσα αυτόν και μαθούσα ότι είναι ο ζητούμενος Αθανάσιος, έπεσεν εις τους πόδας του και τον παρεκάλει να την σφραγίση με το άγιον Βάπτισμα. Επειδή δε εκεί δεν ευρίσκετο ύδωρ, προσηυχήθη ο Άγιος Αθανάσιος και ευθύς ανέβλυσε πηγή εκ της γης, εις την πηγήν δε εφάνησαν δύο Άγγελοι εν σχήματι στρατιωτών, οι οποίοι έδιδον εις την Αγίαν δύο λευκά ιμάτια. Όθεν εβαπτίσθη αυτή τε και οι δύο αυτής υπηρέται· έδωκε δε εις τον Επίσκοπον το πολύτιμον και χρυσοϋφαντον ιμάτιον, το οποίον εφόρει, ίνα πωλήση αυτό και το αντίτιμον διανείμη εις τους πτωχούς. Αυτή δε η τρισολβία, ενδυθείσα φόρεμα πενιχρόν και ευτελές, επήγεν ούτω εις την τροφόν της, ήτις την απέβαλεν ονειδίσασα αυτήν και ελέγξασα, διότι επίστευσεν αφ’ ενός εις τον Χριστόν και αφ’ ετέρου διότι εφόρει τοσούτον ευτελές ένδυμα. Ελθούσα δε και εις την μητέρα της, εύρε και αυτήν λυπουμένην, διότι εβαπτίσθη η θυγάτηρ της Ανθούσα εις το όνομα του Χριστού. Τούτου λοιπόν ένεκα η Αγία, αφήσασα και μητέρα και τροφόν, επήγεν εις τον ρηθέντα Άγιον Αθανάσιον, και παρ’ εκείνου γενομένη Μοναχή, ενεδύθη τρίχινον φόρεμα. Ούτω δε σηκώσασα επί των ώμων της τον Σταυρόν του Κυρίου απήλθεν εις την έρημον, όπου επί εικοσαετίαν μετά των θηρίων συνδιαιτωμένη ελάμβανε τροφήν παρ’ αυτών κατά θείαν πρόνοιαν· πολλούς δε πειρασμούς των δαιμόνων υποστάσα, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, αφ’ ου επί της πέτρας, επί της οποίας συνήθιζε να κοιμάται, κατεστρώθη νεκροπρεπώς σταυρώσασα τας χείρας της. Ο δε Επίσκοπος Αθανάσιος, συλληφθείς υπό των Ελλήνων και φερθείς ενώπιον του βασιλέως Ουαλεριανού, έλαβε πολλούς ραβδισμούς και τελευταίον απεκεφαλίσθη. Ομοίως και οι ρηθέντες δύο πρώτοι υπηρέται της μακαρίας Ανθούσης, Χαρίσιμος και Νεόφυτος, μετά την εις έρημον αποχώρησιν της κυρίας των και το μαρτύριον του Αγίου Αθανασίου, παρουσιασθέντες και αυτοί εις τον Ουαλεριανόν και ομολογήσαντες τον Χριστόν, ανεθεμάτιζον τα είδωλα και τους προσκυνούντας αυτά. Ο δε βασιλεύς έστειλεν αυτούς εις τον δούκα Απελλιανόν, ενώπιον του οποίου ομολογήσαντες και αύθις τον Χριστόν, εκρεμάσθησαν και εξεσχίζοντο εις όλον το σώμα επί τρεις ολοκλήρους ώρας· έπειτα εδάρησαν με ραβδία και εκόπησαν τας τιμίας κεφαλάς, ούτω δε απήλθον στεφανηφόροι εις τα ουράνια. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένου Ιπτόϊχνα.
Πιστεύουσα κρυφίως δε αύτη εις τον Χριστόν, επεθύμει να λάβη το άγιον Βάπτισμα και να ίδη τον Επίσκοπον Αθανάσιον, ο οποίος εκήρυττεν εν Ταρσώ της Κιλικίας τον λόγον του Θεού· καταπείσασα δε η Οσία την μητέρα της και λαβούσα δύο ημιόνους, ανέβη εις την μίαν εξ αυτών, και έλαβε μεθ’ εαυτής και τους δύο ευνούχους και δούλους της, Χαρίσιμον και Νεόφυτον, προσποιηθείσα ότι θα υπάγη εις την τροφόν της. Ενώ δε η μακαρία Ανθούσα ωδοιπόρει, εγένετο καθ’ οδόν μέγα θαύμα, ήτοι ο Επίσκοπος Αθανάσιος αρθείς υπό Αγίων Αγγέλων έφθασε την Αγίαν Ανθούσαν και έστη ενώπιον αυτής· η δε Αγία, ιδούσα αυτόν και μαθούσα ότι είναι ο ζητούμενος Αθανάσιος, έπεσεν εις τους πόδας του και τον παρεκάλει να την σφραγίση με το άγιον Βάπτισμα. Επειδή δε εκεί δεν ευρίσκετο ύδωρ, προσηυχήθη ο Άγιος Αθανάσιος και ευθύς ανέβλυσε πηγή εκ της γης, εις την πηγήν δε εφάνησαν δύο Άγγελοι εν σχήματι στρατιωτών, οι οποίοι έδιδον εις την Αγίαν δύο λευκά ιμάτια. Όθεν εβαπτίσθη αυτή τε και οι δύο αυτής υπηρέται· έδωκε δε εις τον Επίσκοπον το πολύτιμον και χρυσοϋφαντον ιμάτιον, το οποίον εφόρει, ίνα πωλήση αυτό και το αντίτιμον διανείμη εις τους πτωχούς. Αυτή δε η τρισολβία, ενδυθείσα φόρεμα πενιχρόν και ευτελές, επήγεν ούτω εις την τροφόν της, ήτις την απέβαλεν ονειδίσασα αυτήν και ελέγξασα, διότι επίστευσεν αφ’ ενός εις τον Χριστόν και αφ’ ετέρου διότι εφόρει τοσούτον ευτελές ένδυμα. Ελθούσα δε και εις την μητέρα της, εύρε και αυτήν λυπουμένην, διότι εβαπτίσθη η θυγάτηρ της Ανθούσα εις το όνομα του Χριστού. Τούτου λοιπόν ένεκα η Αγία, αφήσασα και μητέρα και τροφόν, επήγεν εις τον ρηθέντα Άγιον Αθανάσιον, και παρ’ εκείνου γενομένη Μοναχή, ενεδύθη τρίχινον φόρεμα. Ούτω δε σηκώσασα επί των ώμων της τον Σταυρόν του Κυρίου απήλθεν εις την έρημον, όπου επί εικοσαετίαν μετά των θηρίων συνδιαιτωμένη ελάμβανε τροφήν παρ’ αυτών κατά θείαν πρόνοιαν· πολλούς δε πειρασμούς των δαιμόνων υποστάσα, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, αφ’ ου επί της πέτρας, επί της οποίας συνήθιζε να κοιμάται, κατεστρώθη νεκροπρεπώς σταυρώσασα τας χείρας της. Ο δε Επίσκοπος Αθανάσιος, συλληφθείς υπό των Ελλήνων και φερθείς ενώπιον του βασιλέως Ουαλεριανού, έλαβε πολλούς ραβδισμούς και τελευταίον απεκεφαλίσθη. Ομοίως και οι ρηθέντες δύο πρώτοι υπηρέται της μακαρίας Ανθούσης, Χαρίσιμος και Νεόφυτος, μετά την εις έρημον αποχώρησιν της κυρίας των και το μαρτύριον του Αγίου Αθανασίου, παρουσιασθέντες και αυτοί εις τον Ουαλεριανόν και ομολογήσαντες τον Χριστόν, ανεθεμάτιζον τα είδωλα και τους προσκυνούντας αυτά. Ο δε βασιλεύς έστειλεν αυτούς εις τον δούκα Απελλιανόν, ενώπιον του οποίου ομολογήσαντες και αύθις τον Χριστόν, εκρεμάσθησαν και εξεσχίζοντο εις όλον το σώμα επί τρεις ολοκλήρους ώρας· έπειτα εδάρησαν με ραβδία και εκόπησαν τας τιμίας κεφαλάς, ούτω δε απήλθον στεφανηφόροι εις τα ουράνια. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εν τόπω καλουμένου Ιπτόϊχνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου