Παφνούτιος
ο Όσιος και Μάρτυς ησκήτευε κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Διοκλητιανού
βασιλεύσαντος των Ρωμαίων κατά τα έτη σπδ΄ -
τε΄ (284-305), ήτο δε εις τινα επαρχίαν της Αιγύπτου καλουμένην
Γεντυρίαν. Κατά την εποχήν εκείνην εγένετο εξουσιαστής της Αιγύπτου ειδωλολάτρης
τις, ονομαζόμενος Αρριανός, ο οποίος εκίνησεν εκεί μέγαν διωγμόν κατά των
Χριστιανών.
Ούτος ακούσας ότι εις τα μέρη της Γεντυρίας ευρίσκετο ο Αναχωρητής Παφνούτιος, όστις ήτο άνθρωπος δίκαιος και επίσημος εις όλην την περιοχήν εκείνην και σεβόμενος τον Χριστόν, διέταξε δύο εκατοντάρχους να υπάγουν να τον φέρουν σιδηροδέσμιον εις αυτόν· ο δε Άγιος Παφνούτιος, μη γινώσκων τα εναντίον του αποφασισθέντα, ανέβη εις το όρος και ηγρύπνει κατά την συνήθειάν του. Προσευχόμενος λοιπόν εις εκείνο το όρος εφάνη εις αυτόν Άγγελος Κυρίου λέγων· «Χαίρε, Παφνούτιε, Αθλητά του Χριστού»· είπε δε και ο Παφνούτιος προς αυτόν· «Χαίρε, και συ, Κύριέ μου»· έπειτα του λέγει ο Άγγελος· «Ακολούθει μοι, Παφνούτιε, δια να σκεπάσω τον οίκον τον οποίον από μικρόν παιδίον έκτισες». (Εφανέρωνε δε με τούτους τους λόγους ο Άγγελος ότι την αρετήν, την οποίαν ηγωνίζετο να κατορθώση εκ νεότητός του, έφθασε πλέον ο καιρός να την τελειώση, και να βάλη εις αυτήν ως σκέπασμα και τέλος το υπέρ Χριστού Μαρτύριον). «Ύπαγε λοιπόν εις το κελλίον σου και φόρεσε την ιερατικήν σου στολήν, με την οποίαν αναφέρεις εις τον Θεόν την αναίμακτον και θείαν προσφοράν ως Ιερεύς του Υψίστου Θεού, και όπλισον τον εαυτόν σου, διότι ήλθον σήμερον να σε καλέσω εις τον νυμφώνα του Κυρίου σου, δια να απολαύσης τα αιώνια αγαθά του Θεού, χωρίς να έχης πλέον καμμίαν φροντίδα· διότι σε διέβαλον ασεβείς τινες και μισόχριστοι εις τον Αρριανόν τον εξουσιαστήν, και αυτός διέταξε διακοσίους στρατιώτας να σε υπάγουν δέσμιον εις το κριτήριόν του. Αλλ’ έχε θάρρος και μη φοβήσαι, ότι εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου, και καθώς ήμην πρότερον πλησίον των γονέων σου, θα είμαι και τώρα ομού με σε, και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θα σε ενδυναμώση και θα σε κάμη να καταισχύνης τον Αρριανόν και τα είδωλά του». Ακούσας δε ταύτα ο μακάριος Παφνούτιος, εμβήκεν εις το κελλίον του και φορέσας την ιερατικήν στολήν εξήλθεν ευφραινόμενος, ως να εκαλείτο εις τράπεζαν και διασκέδασιν· και καθώς εβάδιζεν εις την οδόν προς την Αίγυπτον, τον εκράτησεν εκ της χειρός ο Άγγελος και συνωδοιπόρει ομιλών μετ’ αυτού περί των εν ουρανοίς μυστηρίων, έως του Νείλου ποταμού, και τότε ο Άγγελος, φανερώσας εις αυτόν πάντα όσα έμελλε να πάθη, ανέβη εις τους ουρανούς. Την ώραν εκείνην εξήλθε του ακατίου (πλοίου μικρού) και ο Αρριανός ο εξουσιαστής, μεθ’ όλης της συνοδείας του και των στρατιωτών του, και εκάθισεν επί θρόνου παρά τον Νείλον· ο δε θείος Οαφνούτιος, ελθών έμπροσθεν του Αρριανού, εφώναξε παρρησία· «Εγώ είμαι ο ζητούμενος Παφνούτιος, και μη βάλης εις κόπον τους στρατιώτας να υπάγουν να με ζητούν· διότι συ μεν έχεις στρατεύματα, τα οποία συνάγουν τους Χριστιανούς, δια να χύσουν το αίμα των· ημείς δε οι Χριστιανοί έχομεν τους Αγίους Αγγέλους, οι οποίοι μας συνάγουν εις την Βασιλείαν του Θεού· λοιπόν Χριστιανός είμαι και εγώ, και ό,τι θέλεις κάμε εις εμέ». Ατενίσας δε αυτόν αγρίως ο εξουσιαστής είπεν· «Συ είσαι ο Παφνούτιος, ο αποστάτης, ο καταφρονών τους νόμους τους βασιλικούς και ατιμάζων τους θεούς»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ναι εγώ είμαι». Ο κριτής είπε· «Τόσον άθεος είσαι, και υβρίζεις τους μεγάλους θεούς»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Δεν είμαι άθεος, αλλά παιδιόθεν λατρεύω και προσκυνώ Θεόν ζώντα και αληθινόν· συ δε, ο οποίος λατρεύεις πολλούς θεούς, είσαι αληθώς άθεος». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη σφόδρα και είπε· «Μα τους μεγάλους θεούς, με πικράς και σκληράς τιμωρίας έχω να σε παιδεύσω», και παρευθύς διέταξε να του βάλουν σίδηρα εις τας χείρας και τους πόδας, και να τον φυλάττουν μετά των άλλων αλυσοδέτων, όπερ και εγένετο, και ήτο ο Άγιος εν μέσω των κλεπτών και κακούργων· και ο μεν εξουσιαστής απεμακρύνετο εκείθεν, ο δε μακάριος Παφνούτιος, μη δυνάμενος να περιπατήση ελευθέρως δια τας αλυσίδας, τας οποίας είχε, μετά μεγάλης δυσκολίας ηκολούθει την συνοδείαν, παραθαρρύνων δε εαυτόν έλεγε· «Παφνούτιε, συλλογίσου τον κλήρον, ο οποίος σοι έλαχε και ενθυμήσου ότι και ο Κύριός σου εν μέσω ληστών εκρέματο». Όταν δε εισήλθεν ο εξουσιαστής και εκαθέστη εις τον θρόνον του κριτηρίου, εζήτησεν ευθύς τον Παφνούτιον· ο δε Άγιος, συρόμενος βιαίως από τους στρατιώτας της αδικίας, εδόξαζε τον Θεόν, και όταν ανεβιβάσθη εις το κριτήριον ελύθησαν αυτομάτως τα σίδηρα και έπεσαν από τας χείρας και τους πόδας του έμπροσθεν του Αρριανού, ο οποίος είπε πάλιν προς αυτόν· «Παφνούτιε, διατί είσαι τόσον τρελλός, και δεν θυσιάζεις εις τους μεγάλους θεούς, αλλά προκρίνεις να αποθάνης κακόν θάνατον»; Ο δε Μάρτυς του είπεν· «ο τοιούτος θάνατος δεν είναι δι’ ημάς τους Χριστιανούς θάνατος, αλλά ζωή αιώνιος· λοιπόν εγώ εις κανένα άλλον δεν προσφέρω θυσίαν, ειμή εις τον Παντοκράτορα Θεόν, τον Βασιλέα των αιώνων». Τότε ο κριτής διέταξε και έφεραν όλα τα τιμωρητικά εργαλεία έμπροσθεν του Μάρτυρος και του λέγει: «Παφνούτιε, εάν δεν μου υπακούσης, να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς, έχεις να βασανισθής με όλα αυτά τα βασανιστήρια, τα οποία βλέπεις». Ο δε Μάρτυς μειδιών είπε προς αυτόν: «Τύραννε Αρριανέ, νομίζεις ότι φοβούμενος εγώ τα βασανιστήριά σου θα αρνηθώ τον Θεόν μου; Μη γένοιτο! Τούτο μόνον σου λέγω, ότι η ζωή των Χριστιανών είναι ανωτέρα των βασανιστηρίων σου, και δεν τα φοβούμεθα τελείως· διότι είμεθα δεδοκιμασμένοι και γεγυμνασμένοι εις πολλούς αγώνας και κακοπαθείας, και ο Κύριος ημών και λυτρωτής, όστις μας ενδυναμώνει να νικήσωμεν τους αποκρύφους πολέμους του Σατανά, πάλιν θα μας ενδυναμώση να νικήσωμεν και το ιδικόν σου ουτιδανόν διωγμόν». Ο κριτής είπε: «Μακρολογείς, Παφνούτιε, και το κριτήριον δεν υποφέρει να ακούη την πολυλογίαν σου». Παρευθύς δε διέταξε τους στρατιώτας και εκρέμασαν τον Μάρτυρα, και έξεσαν τας σάρκας του τόσον πολύ, ώστε εχύθησαν τα έντερά του εις την γην και όλον το έδαφος εκοκκίνισεν από τα αίματα. Υψώσας τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς και τον νουν του εις τον ουρανόν, είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν αποφεύγω την εις εμέ οικονομίαν σου, διότι έτοιμος είμαι να αποθάνω δια το όνομά σου το άγιον· αλλά παρακαλώ την αγαθότητά σου, μη με αφήσης να αποθάνω ακόμη, έως ότου καταισχύνω τον Αρριανόν και τους θεούς του, δια να κλίνουν γόνυ και να σε προσκυνήσουν οι επουράνιοι και οι επίγειοι και οι καταχθόνιοι, και να σε δοξάσουν όλα τα έθνη». Αφού δε ετελείωσεν ο Άγιος την προσευχήν ταύτην, απεστάλη Άγγελος εξ ουρανού, όστις τον κατεβίβασεν από εκεί όπου τον είχον κρεμάσει και τον απέθεσε κάτω εις την γην, και λαβών με τας χείρας του τα εκκεχυμένα έντερα, τα έβαλεν εις τον τόπον των· έπειτα σφραγίσας αυτόν τρις δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, τον κατέστησε και πάλιν όλον υγιά και ολόκληρον, και ήτο ως να μη εβασανίσθη παντάπασι. Οι δε δύο στρατιώται, οι οποίοι τον έξεον, βλέποντες τον Άγγελον, ο οποίος έκαμεν υγιά τον Άγιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν και παρουσιασθέντες έμπροσθεν του κριτού, έρριψαν τας στρατιωτικάς των ζώνας και εκραύγασαν: «Γίνωσκε, ρριανέ, ότι και ημείς από την σήμερον είμεθα Χριστιανοί». Ο δε κριτής είπε προς αυτούς: «Ειπέτε μοι την αλήθειαν, τρισάθλιοι, τι είδετε και ήλθετε εις τοιαύτην τρέλλαν, κατεφρονήσατε το κριτήριον, ηρνήθητε τους δικαίους θεούς, και το σέβας των βασιλέων»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν ομοφώνως αμφότεροι· «Ημείς, εκείνα τα οποία είδομεν, ω εξουσιαστά, δεν ημπορούμεν να σου τα είπωμεν, ότι ούτω γράφει εις την Αγίαν Γραφήν των Χριστιανών: «Μη δότε τα άγια τοις κυσί, μηδέ βάλετε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων». Ο Αρριανός είπε: «Λοιπόν ίσον με εκάμετε με τους σκύλους και με τους χοίρους»; Οι δε στρατιώται είπον: «Χειρότερος είσαι, επειδή εκείνα τα άλογα ζώα είναι δικαιότερά σου· διότι έκαστον άλογον ζώον δοξάζει τον Θεόν με την φωνήν την οποίαν έχει εκ φύσεως, συ δε ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού πεπλασμένος αρνείσαι και ατιμάζεις τον ποιητήν σου Θεόν· και τι άλλο δύναται να γίνη ποτέ χειρότερον τούτου»; Τότε ο κριτής, θυμωθείς πολλά κατ’ αυτών, διέταξε παρευθύς να τους αποκεφαλίσουν, σημειώσας δε τα ονόματά των, τους έστειλεν έξω της πόλεως και απεκεφαλίσθησαν· και ούτω τελειωθέντος του Μαρτυρίου των δύο στρατιωτών, του Διονυσίου λέγω και του Καλλιμάχου, ανέβησαν ούτοι εν δόξη μαρτυρική εις τον ουρανόν. Ο δε Αρριανός, προστάξας να φυλακισθή ο Μάρτυς Παφνούτιος, ανεχώρησε δια το παλάτιόν του· οι δε στρατιώται αρπάσαντες τον Μάρτυρα τον έκλεισαν εις εν σκοτεινόν δωμάτιον της φυλακής· και την άλλην ημέραν έκαμεν ο εξουσιαστής ζήτησιν των χρεοφειλετών του δημοσίου ταμείου και ευρών αυτούς τεσσαράκοντα τον αριθμόν, άνδρας βουλευτάς κατά την αξίαν, έβαλεν εις την φυλακήν· και την νύκτα εκείνην, καθ’ ην ούτοι ήσαν εν τη φυλακή, έλαμπε φως μέγα εκεί καθώς λάμπει ο ήλιος· το οποίον βλέποντες οι τεσσαράκοντα εκείνοι άρχοντες, είπον εις τον δεσμοφύλακα· «Τι είναι αυτό όπου έκαμες; Διατί έβαλες πυρ μέσα εις την φυλακήν; Ως φαίνεται θέλεις να καύσης την φυλακήν, και να ελευθερώσης τους άλλους φυλακισμένους, ημάς δε να βάλης εις κίνδυνον, δια τούτο το έκαμες». Ο δε δεσμοφύλαξ είπε: «Και εγώ, αδελφοί, θαυμάζω πολύ περί τούτου, διότι πυρ εις την φυλακήν τελείως δεν έφερα, και είναι τώρα δύο νύκτες όπου λάμπει ο τόπος ούτος, και σκότος παντελώς δεν εγένετο, αφού εισήλθεν ενταύθα ο Χριστιανός Παφνούτιος, αλλά το φως αυτού εξαπλώνεται εις ημάς όλην την νύκτα». Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες εκείνοι επήγαν ευθύς εκεί όπου ήτο ο Παφνούτιος, και ήκουσαν έξωθεν ότι προσηύχετο υπέρ σωτηρίας της πόλεως· ανοίξαντες δε την θύραν και εισελθόντες, είδον αυτόν έχοντα υψωμένας τας χείρας του εις τον ουρανόν, αι οποίαι έλαμπαν ως λαμπάδες ανημμέναι, και γύρωθέν του εξήρχετο ευωδία άρρητος· και παρευθύς πεσόντες εις τους πόδας του τον προσεκύνησαν, και διήλθον ούτω όλην εκείνην την νύκτα. Tο πρωϊ, αφού ετελείωσεν ο Άγιος την προσευχήν, τους ηρώτησε: «Διατί ευρίσκεσθε εις την φυλακήν»; Και εκείνοι απεκρίθησαν: «Διότι χρεωστούμεν δημόσια χρήματα». Ο δε Άγιος τους είπε: «Διατί δεν υπακούετε εις εμέ, να πιστεύσητε εις τον αληθή Θεόν, ίνα μη ενοχλήσθε πλέον; Διότι αν ομολογήσητε το όνομά Του το Άγιον, θα ελευθερωθήτε από όλα τα χρέη των αμαρτημάτων σας, θα εξαλειφθή το χειρόγραφον των αμαρτιών σας, θα γίνητε πολίται του ουρανού, και τα ονόματά σας θα γραφώσιν αιωνίως εις την βίβλον της ζωής». Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες απεκρίθησαν όλοι συμφώνως: «Ημείς από σήμερον εξ όλης μας ψυχής πιστεύομεν και ομολογούμεν τον Θεόν τον οποίον πιστεύεις και συ». Τους λέγει ο Άγιος: «Το λοιπόν εγέρθητε, ω τέκνα μου, να υπάγωμεν ομού εις τον εξουσιαστήν, ότι τα ονόματα υμών εγράφησαν εις τους ουρανούς». Ευθύς τότε ηνοίχθησαν αι θύραι και ο Άγιος μετά των άλλων τεσσαράκοντα εξελθόντες απαρατήρητοι της φυλακής μετέβησαν εις το κριτήριον του Αρριανού, όπου ο Άγιος είπε: «Βήμα, Βήμα, ήτοι κριτήριον, κριτήριον, ήλθα εναντίον σου· ότι συ μεν είσαι μετά του Απόλλωνος, εγώ δε είμαι μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ο δε Αρριανός διέταξε να συλλάβουν τον Άγιον· ευθύς όμως ως ώρμησαν οι στρατιώται εναντίον του, εγένετο ούτος άφαντος· οι δε τεσσαράκοντα εκείνοι άρχοντες εφώναξαν παρρησία: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς, κάμε και εις ημάς ό,τι θέλεις». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής ηγανάκτησε και λέγει προς αυτούς: «Τι επάθετε; Μήπως σας εκακοφάνη, διότι σας εφυλάκισα δια τα δημόσια χρήματα»; Οι δε άρχοντες ομοφώνως απεκρίθησαν: «Δεν προσέχομεν εις τους λόγους σου, αλλά προτιμώμεν την ουράνιον ελπίδα· όθεν εγκαταλείπομεν τα πρόσκαιρα και ελπίζομεν εις τα αιώνια· ίνα δε γνωρίσης την στερεότητα της γνώμης μας, σου αφήνομεν όλα μας τα υπάρχοντα, και έχε την κυριότητα αυτών ως και την κατοχήν των εισοδημάτων μας κι των πραγμάτων μας· αι δε γυναίκες και τα τέκνα μας, εάν μεν θέλουν, ας μας ακολουθήσουν· ει δε και δεν θέλουν, ας μας συγχωρήσουν». Ο δε Αρριανός ανταπήντησε: «Τι είναι αυτή η τρέλλα, η οποία σας κατέλαβε; Διότι, καθώς βλέπω, την ανοησίαν του αποστάτου Παφνουτίου έχετε και σεις». Οι δε Μάρτυρες του είπον: «Κλείσε το στόμα σου και σιώπα, μη βλασφημής τον άνθρωπον του Θεού». Ακούσας ταύτα ο εξουσιαστής ήναψεν από θυμόν και εγένετο έξω φρενών· όθεν διέταξε να βασανίσουν τους Αγίους· αφού δε τους εβασάνισαν επί ώραν πολλήν, τους έφεραν εις έρημον τόπον και ανάψαντες πυράν μεγάλην, τους έρριψαν εντός αυτής· και όλοι ομού οι τεσσαράκοντα, κρατούντες ο εις την χείρα του άλλου, ετελειώθησαν δια πυρός εις μίαν και την αυτήν ημέραν, και τοιουτοτρόπως απέλαβον το στέφανον του Μαρτυρίου. Ο δε Άγιος Παφνούτιος, περιπατών εντός της πόλεως και ιδών την θύραν ενός πλουσίου ανοικτήν, επήγεν εκεί και είπεν εις την θυρωρόν: «Δος μοι ολίγον ύδωρ να πίω». Εκείνη δε, γνωρίζουσα αυτόν πρότερον, του είπεν: «Έμβα μέσα, πάτερ»· και παρευθύς έτρεξεν εις την κυρίαν της και της είπεν: «Έλα έξω, κυρία, να ίδης τον Άγιον Παφνούτιον, όστις πολλά θαύματα ετέλεσε ενώπιον του εξουσιαστού Αρριανού». Ευθύς δε εξελθούσα η κυρία της εις την αυλήν της οικίας και ιδούσα τον Άγιον, ο οποίος έστεκεν ως Άγγελος Θεού, προσκυνήσασα του είπε: «Κατά αλήθειαν, όλον μου τον πλούτον εάν εξώδευα, δεν θα ήτο ούτος ικανός να σε κάμη να έλθης εις τον οίκον μου· είθε να δοξασθώ σήμερον δόξαν θεϊκήν, ότι ηθέλησας να έλθης εις ημάς». Λέγουσα δε ταύτα έφερε τον Άγιον εις το εσωτερικόν του οίκου της και τον εκάθισεν εις θρόνον αργυρούν· ο δε μακάριος Παφνούτιος είπεν εις αυτήν· «Θύγατερ, εις τι σας χρησιμεύει το πολύ χρυσίον και αργύριον; Διότι εκείνος, ο οποίος έχει ταύτα, καυχάται εις ματαίας ελπίδας· άκουσόν μου, τέκνον, και έκλεξον δια τον εαυτόν σου την αγγελικήν και αθάνατον πολιτείαν, αντί να έχης ταύτα τα επίγεια και φθαρτά αγαθά». Ταύτα ακούσασα η θυγάτηρ της από το δωμάτιόν της, εξήλθεν ευθύς έξω φορούσα πολύτιμον ένδυμα και χρυσούν στέφανον εις την κεφαλήν. Ο δε Άγιος Παφνούτιος, εγερθείς του θρόνου, εκάθισε κάτω εις το έδαφος· ομοίως και η μήτηρ και η θυγάτηρ της εκάθισαν έμπροσθεν των ποδών του. Τότε ο Άγιος είπε προς αυτάς: «Τέκνα, αφήσατε τον μάταιον και φθαρτόν πλούτον, τον οποίον έχετε, επειδή είναι γεγραμμένον, ότι η σκωρία φθείρει τον χρυσόν και οι σήτες τρώγουσι τα φορέματα, η δε ωραιότης του προσώπου, τιθεμένη εις τον τάφον, μεταβάλλεται εις ασχημίαν· μόνη δε η δόξα του Κυρίου και η Βασιλεία Αυτού μένουσιν εις τους αιώνας των αιώνων». Πριν δε να τελειώση τους λόγους του ο θείος Παφνούτιος, εμβήκεν εις τον οίκον ο ανήρ της γυναικός, και παρευθύς έσπευσεν η γυνή να του δώση την είδησιν δια τον Παφνούτιον· πριν όμως να του είπη αυτή λόγον τινά, της λέγει εκείνος· «Διατί δεν ηξιώθην και εγώ να ευρεθώ ομού μετά των ομοίων μου βουλευτών, οι οποίοι ηξιώθησαν της αιωνίου ζωής; Είθε να εύρισκα και εγώ τον άνθρωπον εκείνον, τον λεγόμενον Παφνούτιον, και να τον έφερον εις τον οίκον μου, να ευχηθή υπέρ ημών, όπως δια των ευχών του κληθώμεν και ημείς θεόθεν και αξιωθώμεν της δόξης του». Και λέγων ταύτα ο Ευστόργιος (τούτο ήτο το όνομά του) ήκουσε παρά της γυναικός του· «Εγένετο, κύριέ μου, ο πόθος σου, διότι εντός του οίκου σου ευρίσκεται ο δούλος του Θεού Παφνούτιος, εστολισμένος δια πάσης χάριτος και σοφίας του Θεού». Όθεν εμβάς μετά χαράς ο Ευστόργιος και ιδών αυτόν, έπεσεν εις την γην και τον προσεκύνησεν· ο δε Άγιος, εγείρας αυτόν είπε· «Κατά αλήθειαν, υιέ μου αγαπητέ, ο Κύριος με απέστειλε σήμερον εις σας, επειδή και είσθε σκεύη όντως εκλεκτά· όθεν μη αμελήσητε, αλλά εγερθήτε να υπάγωμεν εις τον κριτήν, ίνα ομολογήσητε παρρησία το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και λάβητε τον ουράνιον στέφανον». Ευθύς με τον λόγον τούτον του Αγίου ηγέρθησαν άπαντες και ο μεν Παφνούτιος εβάδιζεν εμπρός, εκείνοι δε τον ηκολούθουν, ο μεν Ευστόργιος εκ δεξιών, η δε Ερμιόνη, η γυνή του, εξ αριστερών, η δε Στεφανώ, η θυγάτηρ αυτών, σπεύσασα προεπορεύετο πάντων. Η Ερμιόνη δε προσευχομένη είπε ταύτα: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ιδού ότι ημείς αφήσαμεν την θύραν μας ανοικτήν δια το όνομά σου το Άγιον. Και συ λοιπόν, Κύριέ μου, άνοιξον εις ημάς τας θύρας του ουρανού και δείξον εις ημάς το αληθινόν φως, όπερ υπεσχέθης εις τους αγαπώντας Σε». Ότε δε επλησίασαν εις το κριτήριον, προλαβών αυτούς ο θείος Παφνούτιος παρουσιάσθη εις τον κριτήν και είπε: «Βήμα, βήμα, κατά σου πάλιν ήλθον· και συ μεν μετά του Απόλλωνος, εγώ δε μετά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ο δε Αρριανός εθυμώθη σφόδρα δια τούτους τους λόγους και εγερθείς έτρεξεν ως άγριος λύκος, δια να αρπάση τον Άγιον με τας ιδίας του χείρας· και παρευθύς Άγγελος Κυρίου τον ήρπασεν από του μέσου και δεν εφάνη τι έγινεν. Ο δε Ευστόργιος, η Ερμιόνη και η Στεφανώ ανέβησαν εις το κριτήριον, και εφώναξαν παρρησία: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς και ποίησον εις ημάς παν ό,τι θέλεις». Τότε ο κριτής, ατενίσας αγρίως τον Ευστόργιον, του είπεν : «Ευστόργιε, ως από μίαν βρύσιν εποτίσθητε αμφότεροι μανίαν, συ τε και η γυνή σου, και ετρελλάθητε; Ή δεν γνωρίζετε, ότι και οι λησταί και οι ιερόσυλοι κρίνονται εις το κριτήριόν μου; Προσκύνησον τους μεγάλους θεούς των βασιλέων, και ύπαγε εις τον οίκον σου εν ειρήνη, ότι, εάν δεν υπακούσης, μέλλεις να αποθάνης με κακόν θάνατον». Ο δε Ευστόργιος του είπε: «Μη φροντίζης περί τούτου· διότι δεν είμαι τοιούτος να δελεασθώ από την ιδικήν σου κακοτεχνίαν, ή να πλανηθώ από τα τεχνάσματα του πατρός σου του διαβόλου, και της μητρός σου της ανομίας». Ο δε κριτής στραφείς προς την κόρην της λέγει: «Πως ονομάζεσαι»; Εκείνη του απεκρίθη: «Στεφανώ». Της λέγει εκείνος: «Θυσίασε, Στεφανώ, εις τους θεούς, δια να λάβης μεγάλην τιμήν από εμέ». Η Στεφανώ του ανταπεκρίθη: «Δεν θα θυσιάσω ποτέ εις τους ακαθάρτους θεούς σου, αλλά προσφέρω το σώμα μου θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον εις τον επουράνιον Θεόν και Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν». Τότε ο κριτής, θυμωθείς σφόδρα, διέταξε να την κρεμάσουν ενώπιον των γονέων της· και παρευθύς εκρεμάσθη από τους στρατιώτας και εξέετο· ήτο δε τότε κατά την ηλικίαν έως δεκαοκτώ ετών. Εξέσχιζον λοιπόν οι στρατιώται ασπλάγχνως τας πλευράς της μακαρίας Στεφανώς, η δε μήτηρ της την ενεθάρρυνε λέγουσα: «Τέκνον γλυκύτατον, υπόμεινον ακόμη ολίγην ώραν την βάσανον, ίνα νικώσα λάβης από τον Θεόν της νίκης τον στέφανον· γινώσκεις, φιλτάτη μου θύγατερ, ότι σου ητοίμασα προίκα μεγάλην, δια να σε υπανδρεύσω με τον πρώτον της πόλεως· τώρα όμως, τέκνον μου αγαπητόν, έχεις να κληρονομήσης την αληθινήν και παντοτεινήν κληρονομίαν· διότι ο Νυμφίος σου είναι αθάνατος και ο νυμφών, εις τον οποίον υπάγεις, έχει αιώνιον ευωδίαν και είναι αδιάφθορος, μόνον υπόμεινον έως τέλους, ίνα στεφανωθής και δοξασθής». Ομοίως και ο πατήρ αυτής την ενίσχυσε λέγων· «Ενδυναμού και ανδρίζου, θύγατερ, διότι σήμερον εγνώρισα, ότι ηξιώθην να κληθώ από τον Θεόν εις τον άφθαρτον νυμφώνα Του, και χαίρω και αγάλλομαι, ότι πρότερον από εμέ, αποστέλλω σε δώρον εις τον Δεσπότην Χριστόν». Και οι μεν τίμιοι γονείς της έλεγον ταύτα, οι δε στρατιώται εξέσχισαν τας πλευράς της έως εις τα σπλάγχνα, οπότε η μακαρία Στεφανώ παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού· και λαμβάνοντες αυτήν νεκράν οι γονείς της με τας ιδίας χείρας των, την έβαλαν έμπροσθεν του εξουσιαστού, ο οποίος διέταξε τότε και απεκεφάλισαν και αυτούς την αυτήν ώραν και ετελείωσαν ούτω τον αγώνα του μαρτυρίου και οι τρεις, και ανέβησαν εις τους ουρανούς μετά δόξης μαρτυρικής. Ο δε όντως γενναίος του Χριστού Αθλητής Παφνούτιος την μεν νύκτα προσηύχετο εις τον Θεόν, την δε ημέραν εγύριζεν όλην την πόλιν, και εζήτει όσους εγνώριζεν ότι είναι έτοιμοι να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, και να λάβωσι τον στέφανον του μαρτυρίου. Όθεν εν μια των ημερών ευρήκε δεκαέξ παιδία, πορευόμενα εις το σχολείον και τα οποία ήσαν τέκνα των τεσσαράκοντα βουλευτών, των μαρτυρησάντων πρότερον, ως είπομεν, και είπε προς αυτά: «Θαυμάζω, τέκνα μου αγαπητά, πως στέργετε να αποχωρισθήτε των πατέρων σας, οι οποίοι εκλέξαντες την απόλαυσιν του Χριστού εβασίλευσαν εις τους ουρανούς, και χαίρουσι τώρα μετά των Αγγέλων· είθε και σεις, ω φίλτατα τέκνα μου, να υπακούσετε εις εμέ, όλα ομού καθώς είσθε, να πιστεύσετε εις τον ιδικόν μου Θεόν, και να με ακολουθήσετε να υπάγωμεν εμπρός εις τον εξουσιαστήν, να ομολογήσετε τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν και Βασιλέα των αιώνων· διότι αν υπάγετε προς τον Χριστόν, τον διδάσκαλον της αληθείας, θα μάθητε την μάθησιν και σοφίαν των Αγίων Αγγέλων». Ταύτα είπεν ο Άγιος, και παρευθύς ο νους των παιδίων εστράφη εις τους λόγους του, τους οποίους εδέχθησαν και επίστευσαν εις τον Χριστόν, και είπον όλα ομού: «Ας υπάγωμεν, Πάτερ Παφνούτιε, προς τον εξουσιαστήν, και κανέν πράγμα δεν θα εμποδίση την προθυμίαν μας, διότι από του νυν πλέον αποξενούμεθα του ματαίου τούτου κόσμου, επειδή αι καρδίαι μας επληρώθησαν Πνεύματος Αγίου, και υψώθησαν εις τον ουρανόν, εκεί όπου ευρίσκονται οι γονείς μας». Τότε ο θείος Παφνούτιος, ως ο καλός ποιμήν ο τιθείς την ψυχήν αυτού υπέρ του ποιμνίου του, τρέχων πρώτος ανέβη εις το κριτήριον και είπε καθώς και πρότερον· «Βήμα, βήμα, κατά σου πάλιν ήλθον, ω Αρριανέ, συ μεν μετά του Απόλλωνος, εγώ δε μετά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ο δε εξουσιαστής προσέταξεν ευθύς τους στρατιώτας του και έσυραν τα ξίφη των, και κρατούντες αυτά γυμνά εις τας χείρας, περιεκύκλωσαν τον Άγιον· αλλ’ ω του θαύματος! ηρπάγη ούτος απ’ έμπροσθέν των και έγινεν άφαντος· την ώραν δ’ εκείνην ανέβησαν εις το κριτήριον οι δεκαέξ παίδες, φωνάζοντες: «Και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Λέγει προς αυτούς ο εξουσιαστής· «Που είναι οι γονείς σας; Διότι σεις είσθε ακόμη παίδες και δεν είσθε ικανοί προς απολογίαν, αλλ’ υπάγετε να παίξετε». Του απεκρίθησαν οι τίμιοι παίδες: «Ημείς είμεθα τέκνα των τεσσαράκοντα βουλευτών των μαρτυρησάντων πρότερον, και έχομεν ηλικίαν αρκετήν, και ερώτησέ μας ό,τι θέλεις να σου αποκριθώμεν». Ο εξουσιαστής τους είπε: «Θυσιάσατε εις τους θεούς, δια να μη αφανισθούν τα σώματά σας βασανιζόμενα». Οι δε τίμιοι παίδες είπον εις αυτόν: «Βασάνισέ μας καθώς θέλεις και τότε θα ίδης την δόξαν του Θεού ημών». Βλέπων τότε ο εξουσιαστής προς ένα εκ των παίδων εκείνων, τον μικρότερον, έως δεκατριών ετών, του λέγει: «Τέκνον μου, τι θα κερδήσης, εάν αποθάνης με κακόν θάνατον; Άκουσέ μου ό,τι σε συμβουλεύω ως πατήρ σου, δια να σε καταστήσω εις μεγάλην τιμήν, να σου δώσω πολλά χρήματα και να γράψω εις τον βασιλέα να σου δώση και μέγα αξίωμα· μόνον θυσίασε εις τους μεγάλους θεούς, εις τον Απόλλωνα και εις την Άρτεμιν, δια τους οποίους έγραψεν ο βασιλεύς, ότι αυτοί είναι οι ζώντες θεοί» Το δε παιδίον του λέγει: «Που είναι το πρόσταγμα του βασιλέως σας»; Τότε ο εξουσιαστής προσέταξε και το έφεραν· λαβόντες δε αυτό οι μιαροί ιερείς των ειδώλων, το προσεκύνησαν, ομοίως και ο εξουσιαστής το ησπάσθη πρώτον, έπειτα το έδωκεν εις το παιδίον, το οποίον λαβόν αυτό το ανέγνωσε, και είδεν ότι ήτο υπό του Διοκλητιανού γεγραμμένον, να προσκυνώσιν εβδομήκοντα θεούς ονομαστί. Τούτου γενομένου διέταξεν ο εξουσιαστής και ήναψαν τον βωμόν, λαβών δε λιβανωτόν έβαλεν εις τον βωμόν· έπειτα είπεν εις το παιδίον: «Βάλε και συ, τέκνον μου, θυμίαμα εις τον βωμόν». Το δε παιδίον, πλησιάσαν εις τον βωμόν, έρριψε μέσα εις αυτόν το πρόσταγμα του βασιλέως φωνάζον· «Ένας είναι ο Θεός, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ιδόντες οι ιερείς των ειδώλων, ότι εκαύθη το βασιλικόν πρόσταγμα, εγένοντο έξω φρενών υπό του θυμού και της λύπης, ανέσπων τας τρίχας της κεφαλής των και επλήγωνον τα σώματά των με τας μαχαίρας. Ομοίως και ο εξουσιαστής, αγανακτήσας υπερβολικώς, διέταξε και έρριψαν τον παίδα μέσα εις τον βωμόν· εθαύμαζεν όμως δια την τόλμην αυτού· ομοίως και οι άλλοι ειδωλολάτραι έμειναν εκστατικοί εις την φρόνησίν του, οι δε άλλοι παίδες, οι συμμαθηταί και συνηλικιώται του, έλεγον εις τον Μάρτυρα: «Αδελφέ, μνήσθητι και ημών προς τον ύψιστον Θεόν, τον ποιητήν του παντός, και δεήθητι αυτού δι’ ημάς, επειδή δια της φρονήσεώς σου έγινες απαρχή εις τον Θεόν και πρώτος από της συνοδείας ημών εδόθης εις Αυτόν δώρον άξιον· δια τούτο και ημείς, ακολουθούντες το ιδικόν σου παράδειγμα, θέλομεν καταξιωθή της Βασιλείας των ουρανών δια να συναγαλλώμεθα μετά των πατέρων ημών». Το δε παιδίον, ευρισκόμενον εντός του πυρός, εμβλέψαν εις τον ουρανόν και ευχαριστήσαν τω Θεώ, εσφράγισε το πρόσωπόν του δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, και ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού· ο δε κριτής, εγγράψας τα ονόματα και των άλλων παιδίων, διέταξε να τα λογχεύσουν και ούτω να τα θανατώσουν. Εξαφαφόντες όθεν αυτά οι στρατιώται έξω της πόλεως τα εθανάτωσαν με τα ακόντια κατά την προσταγήν του κριτού και τοιουτοτρόπως ετελειώθη εν Κυρίω και τούτων των παιδίων το μαρτύριον. Ο δε Άγιος Παφνούτιος περιεφέρετο ζητών να επιστρέψη εις την θεοσέβειαν και άλλους πεπλανημένους· πορευθείς δε έως εις το χείλος του ποταμού, είδεν εκεί συνάθροισιν πολλών ανθρώπων, τους οποίους επλησίασεν· εκείνοι δε κλίναντες τας κεφαλάς προσεκύνησαν αυτόν, ο δε Άγιος τους ηυλόγησε λέγων: «Χαίρετε, τέκνα εν Κυρίω· διατί δεν ήλθετε και σεις να αγωνισθήτε, εφ’ όσον είναι έτοιμος ο αγών, και η ανταμοιβή αυτού είναι ητοιμασμένη δια σας; Υπακούσατέ μου καν τώρα και πιστεύσατε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Βασιλέα των αιώνων, και ομολογήσατε το άγιόν Του όνομα έμπροσθεν του κριτού, και θα σας χαρίση ο Κύριος την αιώνιον ζωήν». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι επίστευσαν όλοι εις τον Χριστόν, και έλαβον Πνεύμα Άγιον, δοξάζοντες τον Θεόν. Παρευθύς δε αφήσαντες τα πλοιάριά των (διότι ήσαν αλιείς, ογδοήκοντα τον αριθμόν) επήγαν εις την πόλιν· ο δε Άγιος, τρέχων εμπρός, προσήλθεν εις τον κριτήν, και εφώναξε πάλιν καθώς και πρότερον: «Βήμα, βήμα, κατά σου ήλθον πάλιν, ω Αρριανέ, συ μεν μετά του Απόλλωνος, εγώ δε μετά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού· ήλθον προς σε ίνα σε νικήσω». Ο δε κριτής, πολλά παροργισθείς, διέταξε και πάλιν να τον συλλάβουν. Επειδή δε ήλθεν πλέον η ώρα δια να λάβη και ο Άγιος τον στέφανον του Μαρτυρίου, δεν εγένετο άφαντος ως και πρότερον· όθεν εστάθη και συνέλαβον αυτόν οι στρατιώται κι τον έδεσαν. Κατόπιν ανέβησαν εις το κριτήριον οι ογδοήκοντα αλιείς και εφώναξαν παρρησία: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς». Ο δε κριτής είπε προς αυτούς: «Ποίος σας εγέλασε να αποθάνητε κακώς»; Εκείνοι όμως είπον ομού, ως εξ ενός στόματος: «Ήλθομεν εδώ δια να καταισχύνωμεν και σε και τα είδωλά σου». Τους λέγει ο κριτής: «Κακούργοι άνθρωποι! Δια ποίαν αιτίαν, εν ω εγώ σας ομιλώ με ημερότητα, σεις μοι αποκρίνεσθε με αυθάδειαν»; Και παρευθύς διέταξε να τους δείρουν· οι δε εβδομήκοντα εξ αυτών ορμήσαντες εκρήμνισαν τον θρόνον του κριτού· και βλέποντες αυτούς οι στρατιώται, έσυραν τα ξίφη των και τους επλήγωσαν. Τότε ο κριτής θυμωθείς σφόδρα διέταξε να τους θανατώσουν όλους. Και λαβόντες αυτούς οι υπηρέται της αδικίας, τους έφεραν εις έρημον τόπον, και κατακόψαντες αυτούς τους εθανάτωσαν, και ετελειώθη ούτως εν Χριστώ το μαρτύριον αυτών. Μετά ταύτα ο τύραννος Αρριανός, κρίνων τον Άγιον, του είπεν: «Αποστάτα και κακέ άνθρωπε και μάγε· τώρα έχω να κάμω τους περιεστώτας όλους να γνωρίσουν, ότι ο Ιησούς Χριστός σου, τον οποίον πιστεύεις επικαλούμενος, δεν θα σε λυτρώση από τας χείρας μου». Και ευθύς προστάζει να αναβιβασθή ο Άγιος εις τον σιδηρούν τροχόν, όστις ήτο κατεσκευασμένος ούτως ώστε το επάνω μέρος αυτού να είναι κοπτερόν, ως στόμα μαχαίρας, το δε κάτω μέρος ως πριόνιον, τροχιζόμενος δε δια του σατανικού εκείνου τροχού να διαμερισθή εις τέσσαρα τεμάχια. Αφού δε είδεν ο κριτής κατακεκομμένον τον Άγιον εις τέσσαρα τεμάχια, εγέλασε πολλά και είπε μεγαλοφώνως: «Που είναι ο Θεός σου, Παφνούτιε; Διατί δεν ήλθε να σε λυτρώση από τας χείρας μου; Λοιπόν εγνώρισες καν τώρα, ότι δεν είναι άλλος θεός, ει μη ο Απόλλων και ο Ζεύς και η Άρτεμις και η Αθηνά; Ούτοι είναι οι ζώντες θεοί, οι οποίοι έδωσαν το κράτος της βασιλείας εις τον Διοκλητιανόν» Έπειτα κατά προσταγήν του ασεβεστάτου εξουσιαστού, απελθόντες εις το παλάτιόν του, διότι ήτο μεσημβρία, απετέθη το σώμα του Αγίου επάνω εις το πτερύγιον του ναού των ειδώλων, δια να το καταφάγουν τα πετεινά του ουρανού. Το σώμα όμως του Αγίου ποσώς δεν επείραξαν τα πετεινά, διότι πρώτον μεν καταβάς Άγγελος Κυρίου το εσκέπασεν, έπειτα δε καταβάς εκ του ουρανού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, έχων εκ δεξιών αυτού τον Αρχάγγελον Μιχαήλ και εξ ευωνύμων τον Φαβριήλ, εστάθη παρά το σώμα του Αγίου· και οι μεν Άγγελοι συνάξαντες τα κατακεκομμένα μέλη του συνήνωσαν αυτά προς άλληλα· ο δε Σωτήρ ημών απλώσας την δεξιάν Του χείρα είπεν: «Η χειρ η οποία έπλασε τον πρωτόπλαστον άνθρωπον, αυτή πάλιν τώρα αναπλάττει και σε»· έπειτα ενεφύσησεν εις αυτόν πνεύμα ζωής και δυνάμεως και, ω του θαύματος! παρευθύς ανέζησε και εδόξαζεν Αυτόν· ο δε Κύριος ευλογών αυτόν είπε: «Δούλε μου αγαπητέ και πιστέ Παφνούτιε, ύπαγε να ελέγξης τον αναίσχυντον Αρριανόν, τον ονειδίζοντα το όνομά μου». Και ευθύς ανέβη εις τους ουρανούς. Ο δε Άγιος, ζητήσας τον Αρριανόν, και ευρών αυτόν εν ω έκρινεν εις την αγοράν, του είπε: «Με γνωρίζεις Αρριανέ; Εγώ είμαι ο δούλος του Θεού Παφνούτιος, τον οποίον κατέκοψας εις τέσσαρα μέρη, Χάριτι όμως του Κυρίου μου Ιησού Χριστού ανέζησα και ομιλώ έμπροσθέν σου. Διατί ονειδίζεις το όνομα του Θεού μου, του ποιητού απάντων των όντων; Ιδού ο Κύριός μου με ανέστησεν, ίνα ελέγξω την ασέβειάν σου και διδάξω τοις πάσιν, ότι συ είσαι αδύνατος, και λατρεύεις είδωλα κωφά και τυφλά, κατεσκευασμένα εξ ύλης αναισθήτου». Τότε ο πραιπόσιτος Ευσέβιος, βλέπων τον Άγιον Παφνούτιον αναστάντα εκ νεκρών, επίστευσεν εις τον Χριστόν, και είπεν εις τους τετρακοσίους στρατιώτας τούς υπό την εξουσίαν του: «Υπακούσατέ μου, αδελφοί, και πιστεύσατε εις τον Θεόν του ουρανού και της γης, ο οποίος ανέστησε τον δούλον του Παφνούτιον, και τον έστειλε να εξέγξη τον Αρριανόν δια την πλάνην του και δια την ματαίαν ελπίδα, την οποίαν έχει εις τα είδωλα, δια να πιστεύσουν και άλλοι, ότι δεν είναι άλλος Θεός, ει μη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· και καθώς εγώ έκαμα αρχήν και σας ήνοιξα τον δρόμον εις την πίστιν, ούτω και ο Χριστός θα σας ανοίξη τον δρόμον του ουρανού». Και παρευθύς όλοι μια φωνή ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· όθεν παραλαβών αυτούς ο μακάριος Ευσέβιος επήγεν εις τον εξουσιαστήν φωνάζων· «Χριστιανός είμαι». Ομοίως και οι στρατιώται του έλεγον μετά παρρησίας: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς, και κάμε ό,τι θέλεις εις ημάς». Ο δε εξουσιαστής, ταύτα ακούσας, έμεινεν εκστατικός, και λέγει εις τον Ευσέβιον: «Δεν έχω εξουσίαν να σε κρίνω, αλλά ύπαγε εις τον δούκα να σε κρίνη εκείνος». Του λέγει ο Ευσέβιος: «Σοι εδόθη εξουσία, Αρριανέ, να με κρίνης». Απεκρίθη ο Αρριανός: «Δεν θέλω να ακούσω τελείως Χριστιανόν». Του λέγει ο Ευσέβιος: «Ομολόγησε ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός ει μη εις μόνος, ο κατοικών εις τους ουρανούς, και αρνήσου τα είδωλα δια να ζήσης και συ μεθ’ ημών ει τους αιώνας». Ο δε Αρριανός είπε: «Μη γένοιτο να αρνηθώ ποτέ τους θεούς, διότι ο Απόλλων και η Άρτεμις είναι ζώντες θεοί». Τότε ο μακάριος Ευσέβιος, γεμίσας τας δύο χείρας του κόνιν λεπτήν, την έρριψεν εις το πρόσωπον του εξουσιαστού λέγων: «Αύτη η κόνις είναι η δύναμίς σου και η δύναμις των θεών σου· μόνον τελείωσε τα έργα του πατρός σου του σατανά». Ο δε εξουσιαστής εθυμώθη σφόδρα και έβαλε και τον έδειραν λέγων προς αυτόν: «Ευσέβιε, δεν σε θανατώνω τώρα, αλλά θα σε βασανίζω ολίγον κατ’ ολίγον, και θα σε βάλω εις την φυλακήν, έως ου ακούση ο βασιλεύς ότι ητίμασες το κριτήριόν μου». Ο δε Ευσέβιος είπε: «Δια να γνωρίσης την δύναμιν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν παρέρχεται η σήμερον ημέρα, εάν μη μεταλάβω μυστικώς της τραπέζης του Κυρίου μου (εννοών ότι την ημέραν εκείνην έμελλε να αποθάνη), και συ δεν δύνασαι να κάμης ό,τι θέλεις, εάν δεν δώσης την απόφασιν του θανάτου μου». Και τότε μεν ο εξουσιαστής αναβάς εις την άμαξάν του ανεχώρησεν· επιστρέψας όμως έπειτα και θέλων να καταβή της αμάξης εκρατείτο αοράτως, και δεν ηδύνατο να καταβή· πλην δεν μετενόησε τελείως ο παράνομος, αλλά παρήγγειλε να φέρουν εις την άμαξαν το μεσημβρινόν φαγητόν του· όθεν ο μάγειρος γεμίσας ένα δίσκον από διάφορα φαγητά, τα έφερεν εις αυτόν· και ευθύς ως ήπλωσε την χείρα του εις τον δίσκον, εξηράνθη αύτη και δεν ηδύνατο να την σαλεύση· τότε του λέγει ο συγκάθεδρός του· «Αυθέντα, ας μη μείνωμεν εις την πόλιν ταύτην, διότι κινδυνεύει να αφανισθή και η πόλις δια της μαγείας του Παφνουτίου». Αγανακτών λοιπόν ο εξουσιαστής δια το κακόν το ακολουθήσαν εις αυτόν, διέταξε να καύσουν ζώντας τον πραιπόσιτον και τους στρατιώτας του· οι δε υπηρέται της αδικίας, ανάψαντες τέσσαρας καμίνους, κατέκαυσαν εντός αυτών τους Αγίους Μάρτυρας, και ούτως ετελειώθησαν άπαντες εν Κυρίω και απέλαβον του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Αρριανός εξήλθε της πόλεως και διέταξε να τον ακολουθή ο Μάρτυς Παφνούτιος· πλησιάσας δε εις τον ποταμόν Νείλον εμβήκεν εις το πλοίον του, διέταξε δε και έδεσαν μίαν μυλόπετραν εις τον λαιμόν του Μάρτυρος και τον έρριψαν εις τον ποταμόν· ευρισκόμενος δε εντός του πλοίου του είδε και ήκουσε τον Άγιον Παφνούτιον, με την μυλόπετραν εις τον λαιμόν κραυγάζοντα: «Αρριανέ, Αρριανέ, συ μεν χρειάζεσαι πλοίον και άνεμον δια να πλέης, εγώ όμως ούτε πλοίον ούτε άνεμον χρειάζομαι, διότι είναι κυβερνήτης μου ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός· και συ μεν αποστέλλεις τους ανθρώπους, ίνα σοι ετοιμάσωσι κατοικίας, αλλ’ εγώ ετοιμάζω εις τον Κύριόν μου ψυχάς λογικάς προς κατοίκησιν εις τα ουράνιά Του δώματα».Τότε ο συγκάθεδρος τού Αρριανού είπεν: «Ας μη αφήσωμεν τον άνθρωπον τούτον να μας ακολουθήση, ότι έχει να αφανίση όλον τον τόπον με τας μαγείας του», ομοίως και ο Αρριανός απορών δεν ήξευρε τι να κάμη. Όθεν εξήλθον και οι δύο του πλοίου και διέταξε να γράψωσιν υπομνήματα περί του Μάρτυρος, τι έκαμε δηλαδή και τι υπέστη· κατόπιν παρέδωκε τον Άγιον Παφνούτιον μετά των υπομνημάτων εις τέσσαρας στρατιώτας δια να τον απαγάγωσι προς τον Διοκλητιανόν· ότε δε έφθασαν και ανέγνωσεν ο Διοκλητιανός τα έγγραφα του Αρριανού, εθαύμασε και παρευθύς απεφάσισε να σταυρωθή ο θείος Παφνούτιος, και εξαγαγόντες αυτόν οι στρατιώται έξω της πόλεως, τον εσταύρωσαν εις μίαν ξηράν φοινικιάν· σταυρούμενος δε ο μακάριος ηυλόγει και εδόξαζε τον Θεόν· η δε ξηρά εκείνη φοινικιά, αναβλαστήσασα ευθύς, δι προσταγής Θεού, ήπλωσε δώδεκα κλάδους γεμάτους από φοίνικας· όπερ βλέποντες οι σταυρωταί του επίστευσαν εις τον Ιησούν Χριστόν. Ήτο δε όταν εσταυρώθη ο Άγιος Δευτέρα ώρα της ημέρας, και έμεινεν επί του σταυρού έως ώρας ενάτης, και τότε παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις τον Χριστόν, και έλαβε παρ’ Αυτού τον αμάραντον στέφανον, οι δε στρατιώται καταβιβάσαντες το άγιόν του λείψανον το ενεταφίασαν εντίμως κατά την εικοστήν πέμπτην του Σεπτεμβρίου μηνός εν έτει τγ΄ (303) από Χριστού· έπειτα παρουσιασθέντες εις τον Διοκλητιανόν ωμολόγησαν έμπροσθέν του τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εξηυτέλισαν τα είδωλα εκείνου· δια τούτο θυμωθείς ο τύραννος κατ’ αυτών διέταξε και τους απεκεφάλισαν παρευθύς και ούτως ετελείωσαν και αυτοί το Μαρτύριον και απέλαβον τον άφθαρτον στέφανον. Άπαντες δε οι δια του Αγίου Παφνουτίου μαρτυρήσαντες είναι πεντακόσιοι τεσσαράκοντα εξ (546), οίτινες συναγάλλονται μετ’ αυτού εις την Βασιλείαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ούτος ακούσας ότι εις τα μέρη της Γεντυρίας ευρίσκετο ο Αναχωρητής Παφνούτιος, όστις ήτο άνθρωπος δίκαιος και επίσημος εις όλην την περιοχήν εκείνην και σεβόμενος τον Χριστόν, διέταξε δύο εκατοντάρχους να υπάγουν να τον φέρουν σιδηροδέσμιον εις αυτόν· ο δε Άγιος Παφνούτιος, μη γινώσκων τα εναντίον του αποφασισθέντα, ανέβη εις το όρος και ηγρύπνει κατά την συνήθειάν του. Προσευχόμενος λοιπόν εις εκείνο το όρος εφάνη εις αυτόν Άγγελος Κυρίου λέγων· «Χαίρε, Παφνούτιε, Αθλητά του Χριστού»· είπε δε και ο Παφνούτιος προς αυτόν· «Χαίρε, και συ, Κύριέ μου»· έπειτα του λέγει ο Άγγελος· «Ακολούθει μοι, Παφνούτιε, δια να σκεπάσω τον οίκον τον οποίον από μικρόν παιδίον έκτισες». (Εφανέρωνε δε με τούτους τους λόγους ο Άγγελος ότι την αρετήν, την οποίαν ηγωνίζετο να κατορθώση εκ νεότητός του, έφθασε πλέον ο καιρός να την τελειώση, και να βάλη εις αυτήν ως σκέπασμα και τέλος το υπέρ Χριστού Μαρτύριον). «Ύπαγε λοιπόν εις το κελλίον σου και φόρεσε την ιερατικήν σου στολήν, με την οποίαν αναφέρεις εις τον Θεόν την αναίμακτον και θείαν προσφοράν ως Ιερεύς του Υψίστου Θεού, και όπλισον τον εαυτόν σου, διότι ήλθον σήμερον να σε καλέσω εις τον νυμφώνα του Κυρίου σου, δια να απολαύσης τα αιώνια αγαθά του Θεού, χωρίς να έχης πλέον καμμίαν φροντίδα· διότι σε διέβαλον ασεβείς τινες και μισόχριστοι εις τον Αρριανόν τον εξουσιαστήν, και αυτός διέταξε διακοσίους στρατιώτας να σε υπάγουν δέσμιον εις το κριτήριόν του. Αλλ’ έχε θάρρος και μη φοβήσαι, ότι εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου, και καθώς ήμην πρότερον πλησίον των γονέων σου, θα είμαι και τώρα ομού με σε, και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θα σε ενδυναμώση και θα σε κάμη να καταισχύνης τον Αρριανόν και τα είδωλά του». Ακούσας δε ταύτα ο μακάριος Παφνούτιος, εμβήκεν εις το κελλίον του και φορέσας την ιερατικήν στολήν εξήλθεν ευφραινόμενος, ως να εκαλείτο εις τράπεζαν και διασκέδασιν· και καθώς εβάδιζεν εις την οδόν προς την Αίγυπτον, τον εκράτησεν εκ της χειρός ο Άγγελος και συνωδοιπόρει ομιλών μετ’ αυτού περί των εν ουρανοίς μυστηρίων, έως του Νείλου ποταμού, και τότε ο Άγγελος, φανερώσας εις αυτόν πάντα όσα έμελλε να πάθη, ανέβη εις τους ουρανούς. Την ώραν εκείνην εξήλθε του ακατίου (πλοίου μικρού) και ο Αρριανός ο εξουσιαστής, μεθ’ όλης της συνοδείας του και των στρατιωτών του, και εκάθισεν επί θρόνου παρά τον Νείλον· ο δε θείος Οαφνούτιος, ελθών έμπροσθεν του Αρριανού, εφώναξε παρρησία· «Εγώ είμαι ο ζητούμενος Παφνούτιος, και μη βάλης εις κόπον τους στρατιώτας να υπάγουν να με ζητούν· διότι συ μεν έχεις στρατεύματα, τα οποία συνάγουν τους Χριστιανούς, δια να χύσουν το αίμα των· ημείς δε οι Χριστιανοί έχομεν τους Αγίους Αγγέλους, οι οποίοι μας συνάγουν εις την Βασιλείαν του Θεού· λοιπόν Χριστιανός είμαι και εγώ, και ό,τι θέλεις κάμε εις εμέ». Ατενίσας δε αυτόν αγρίως ο εξουσιαστής είπεν· «Συ είσαι ο Παφνούτιος, ο αποστάτης, ο καταφρονών τους νόμους τους βασιλικούς και ατιμάζων τους θεούς»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ναι εγώ είμαι». Ο κριτής είπε· «Τόσον άθεος είσαι, και υβρίζεις τους μεγάλους θεούς»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Δεν είμαι άθεος, αλλά παιδιόθεν λατρεύω και προσκυνώ Θεόν ζώντα και αληθινόν· συ δε, ο οποίος λατρεύεις πολλούς θεούς, είσαι αληθώς άθεος». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη σφόδρα και είπε· «Μα τους μεγάλους θεούς, με πικράς και σκληράς τιμωρίας έχω να σε παιδεύσω», και παρευθύς διέταξε να του βάλουν σίδηρα εις τας χείρας και τους πόδας, και να τον φυλάττουν μετά των άλλων αλυσοδέτων, όπερ και εγένετο, και ήτο ο Άγιος εν μέσω των κλεπτών και κακούργων· και ο μεν εξουσιαστής απεμακρύνετο εκείθεν, ο δε μακάριος Παφνούτιος, μη δυνάμενος να περιπατήση ελευθέρως δια τας αλυσίδας, τας οποίας είχε, μετά μεγάλης δυσκολίας ηκολούθει την συνοδείαν, παραθαρρύνων δε εαυτόν έλεγε· «Παφνούτιε, συλλογίσου τον κλήρον, ο οποίος σοι έλαχε και ενθυμήσου ότι και ο Κύριός σου εν μέσω ληστών εκρέματο». Όταν δε εισήλθεν ο εξουσιαστής και εκαθέστη εις τον θρόνον του κριτηρίου, εζήτησεν ευθύς τον Παφνούτιον· ο δε Άγιος, συρόμενος βιαίως από τους στρατιώτας της αδικίας, εδόξαζε τον Θεόν, και όταν ανεβιβάσθη εις το κριτήριον ελύθησαν αυτομάτως τα σίδηρα και έπεσαν από τας χείρας και τους πόδας του έμπροσθεν του Αρριανού, ο οποίος είπε πάλιν προς αυτόν· «Παφνούτιε, διατί είσαι τόσον τρελλός, και δεν θυσιάζεις εις τους μεγάλους θεούς, αλλά προκρίνεις να αποθάνης κακόν θάνατον»; Ο δε Μάρτυς του είπεν· «ο τοιούτος θάνατος δεν είναι δι’ ημάς τους Χριστιανούς θάνατος, αλλά ζωή αιώνιος· λοιπόν εγώ εις κανένα άλλον δεν προσφέρω θυσίαν, ειμή εις τον Παντοκράτορα Θεόν, τον Βασιλέα των αιώνων». Τότε ο κριτής διέταξε και έφεραν όλα τα τιμωρητικά εργαλεία έμπροσθεν του Μάρτυρος και του λέγει: «Παφνούτιε, εάν δεν μου υπακούσης, να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς, έχεις να βασανισθής με όλα αυτά τα βασανιστήρια, τα οποία βλέπεις». Ο δε Μάρτυς μειδιών είπε προς αυτόν: «Τύραννε Αρριανέ, νομίζεις ότι φοβούμενος εγώ τα βασανιστήριά σου θα αρνηθώ τον Θεόν μου; Μη γένοιτο! Τούτο μόνον σου λέγω, ότι η ζωή των Χριστιανών είναι ανωτέρα των βασανιστηρίων σου, και δεν τα φοβούμεθα τελείως· διότι είμεθα δεδοκιμασμένοι και γεγυμνασμένοι εις πολλούς αγώνας και κακοπαθείας, και ο Κύριος ημών και λυτρωτής, όστις μας ενδυναμώνει να νικήσωμεν τους αποκρύφους πολέμους του Σατανά, πάλιν θα μας ενδυναμώση να νικήσωμεν και το ιδικόν σου ουτιδανόν διωγμόν». Ο κριτής είπε: «Μακρολογείς, Παφνούτιε, και το κριτήριον δεν υποφέρει να ακούη την πολυλογίαν σου». Παρευθύς δε διέταξε τους στρατιώτας και εκρέμασαν τον Μάρτυρα, και έξεσαν τας σάρκας του τόσον πολύ, ώστε εχύθησαν τα έντερά του εις την γην και όλον το έδαφος εκοκκίνισεν από τα αίματα. Υψώσας τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς και τον νουν του εις τον ουρανόν, είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν αποφεύγω την εις εμέ οικονομίαν σου, διότι έτοιμος είμαι να αποθάνω δια το όνομά σου το άγιον· αλλά παρακαλώ την αγαθότητά σου, μη με αφήσης να αποθάνω ακόμη, έως ότου καταισχύνω τον Αρριανόν και τους θεούς του, δια να κλίνουν γόνυ και να σε προσκυνήσουν οι επουράνιοι και οι επίγειοι και οι καταχθόνιοι, και να σε δοξάσουν όλα τα έθνη». Αφού δε ετελείωσεν ο Άγιος την προσευχήν ταύτην, απεστάλη Άγγελος εξ ουρανού, όστις τον κατεβίβασεν από εκεί όπου τον είχον κρεμάσει και τον απέθεσε κάτω εις την γην, και λαβών με τας χείρας του τα εκκεχυμένα έντερα, τα έβαλεν εις τον τόπον των· έπειτα σφραγίσας αυτόν τρις δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, τον κατέστησε και πάλιν όλον υγιά και ολόκληρον, και ήτο ως να μη εβασανίσθη παντάπασι. Οι δε δύο στρατιώται, οι οποίοι τον έξεον, βλέποντες τον Άγγελον, ο οποίος έκαμεν υγιά τον Άγιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν και παρουσιασθέντες έμπροσθεν του κριτού, έρριψαν τας στρατιωτικάς των ζώνας και εκραύγασαν: «Γίνωσκε, ρριανέ, ότι και ημείς από την σήμερον είμεθα Χριστιανοί». Ο δε κριτής είπε προς αυτούς: «Ειπέτε μοι την αλήθειαν, τρισάθλιοι, τι είδετε και ήλθετε εις τοιαύτην τρέλλαν, κατεφρονήσατε το κριτήριον, ηρνήθητε τους δικαίους θεούς, και το σέβας των βασιλέων»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν ομοφώνως αμφότεροι· «Ημείς, εκείνα τα οποία είδομεν, ω εξουσιαστά, δεν ημπορούμεν να σου τα είπωμεν, ότι ούτω γράφει εις την Αγίαν Γραφήν των Χριστιανών: «Μη δότε τα άγια τοις κυσί, μηδέ βάλετε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων». Ο Αρριανός είπε: «Λοιπόν ίσον με εκάμετε με τους σκύλους και με τους χοίρους»; Οι δε στρατιώται είπον: «Χειρότερος είσαι, επειδή εκείνα τα άλογα ζώα είναι δικαιότερά σου· διότι έκαστον άλογον ζώον δοξάζει τον Θεόν με την φωνήν την οποίαν έχει εκ φύσεως, συ δε ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού πεπλασμένος αρνείσαι και ατιμάζεις τον ποιητήν σου Θεόν· και τι άλλο δύναται να γίνη ποτέ χειρότερον τούτου»; Τότε ο κριτής, θυμωθείς πολλά κατ’ αυτών, διέταξε παρευθύς να τους αποκεφαλίσουν, σημειώσας δε τα ονόματά των, τους έστειλεν έξω της πόλεως και απεκεφαλίσθησαν· και ούτω τελειωθέντος του Μαρτυρίου των δύο στρατιωτών, του Διονυσίου λέγω και του Καλλιμάχου, ανέβησαν ούτοι εν δόξη μαρτυρική εις τον ουρανόν. Ο δε Αρριανός, προστάξας να φυλακισθή ο Μάρτυς Παφνούτιος, ανεχώρησε δια το παλάτιόν του· οι δε στρατιώται αρπάσαντες τον Μάρτυρα τον έκλεισαν εις εν σκοτεινόν δωμάτιον της φυλακής· και την άλλην ημέραν έκαμεν ο εξουσιαστής ζήτησιν των χρεοφειλετών του δημοσίου ταμείου και ευρών αυτούς τεσσαράκοντα τον αριθμόν, άνδρας βουλευτάς κατά την αξίαν, έβαλεν εις την φυλακήν· και την νύκτα εκείνην, καθ’ ην ούτοι ήσαν εν τη φυλακή, έλαμπε φως μέγα εκεί καθώς λάμπει ο ήλιος· το οποίον βλέποντες οι τεσσαράκοντα εκείνοι άρχοντες, είπον εις τον δεσμοφύλακα· «Τι είναι αυτό όπου έκαμες; Διατί έβαλες πυρ μέσα εις την φυλακήν; Ως φαίνεται θέλεις να καύσης την φυλακήν, και να ελευθερώσης τους άλλους φυλακισμένους, ημάς δε να βάλης εις κίνδυνον, δια τούτο το έκαμες». Ο δε δεσμοφύλαξ είπε: «Και εγώ, αδελφοί, θαυμάζω πολύ περί τούτου, διότι πυρ εις την φυλακήν τελείως δεν έφερα, και είναι τώρα δύο νύκτες όπου λάμπει ο τόπος ούτος, και σκότος παντελώς δεν εγένετο, αφού εισήλθεν ενταύθα ο Χριστιανός Παφνούτιος, αλλά το φως αυτού εξαπλώνεται εις ημάς όλην την νύκτα». Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες εκείνοι επήγαν ευθύς εκεί όπου ήτο ο Παφνούτιος, και ήκουσαν έξωθεν ότι προσηύχετο υπέρ σωτηρίας της πόλεως· ανοίξαντες δε την θύραν και εισελθόντες, είδον αυτόν έχοντα υψωμένας τας χείρας του εις τον ουρανόν, αι οποίαι έλαμπαν ως λαμπάδες ανημμέναι, και γύρωθέν του εξήρχετο ευωδία άρρητος· και παρευθύς πεσόντες εις τους πόδας του τον προσεκύνησαν, και διήλθον ούτω όλην εκείνην την νύκτα. Tο πρωϊ, αφού ετελείωσεν ο Άγιος την προσευχήν, τους ηρώτησε: «Διατί ευρίσκεσθε εις την φυλακήν»; Και εκείνοι απεκρίθησαν: «Διότι χρεωστούμεν δημόσια χρήματα». Ο δε Άγιος τους είπε: «Διατί δεν υπακούετε εις εμέ, να πιστεύσητε εις τον αληθή Θεόν, ίνα μη ενοχλήσθε πλέον; Διότι αν ομολογήσητε το όνομά Του το Άγιον, θα ελευθερωθήτε από όλα τα χρέη των αμαρτημάτων σας, θα εξαλειφθή το χειρόγραφον των αμαρτιών σας, θα γίνητε πολίται του ουρανού, και τα ονόματά σας θα γραφώσιν αιωνίως εις την βίβλον της ζωής». Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες απεκρίθησαν όλοι συμφώνως: «Ημείς από σήμερον εξ όλης μας ψυχής πιστεύομεν και ομολογούμεν τον Θεόν τον οποίον πιστεύεις και συ». Τους λέγει ο Άγιος: «Το λοιπόν εγέρθητε, ω τέκνα μου, να υπάγωμεν ομού εις τον εξουσιαστήν, ότι τα ονόματα υμών εγράφησαν εις τους ουρανούς». Ευθύς τότε ηνοίχθησαν αι θύραι και ο Άγιος μετά των άλλων τεσσαράκοντα εξελθόντες απαρατήρητοι της φυλακής μετέβησαν εις το κριτήριον του Αρριανού, όπου ο Άγιος είπε: «Βήμα, Βήμα, ήτοι κριτήριον, κριτήριον, ήλθα εναντίον σου· ότι συ μεν είσαι μετά του Απόλλωνος, εγώ δε είμαι μετά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ο δε Αρριανός διέταξε να συλλάβουν τον Άγιον· ευθύς όμως ως ώρμησαν οι στρατιώται εναντίον του, εγένετο ούτος άφαντος· οι δε τεσσαράκοντα εκείνοι άρχοντες εφώναξαν παρρησία: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς, κάμε και εις ημάς ό,τι θέλεις». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής ηγανάκτησε και λέγει προς αυτούς: «Τι επάθετε; Μήπως σας εκακοφάνη, διότι σας εφυλάκισα δια τα δημόσια χρήματα»; Οι δε άρχοντες ομοφώνως απεκρίθησαν: «Δεν προσέχομεν εις τους λόγους σου, αλλά προτιμώμεν την ουράνιον ελπίδα· όθεν εγκαταλείπομεν τα πρόσκαιρα και ελπίζομεν εις τα αιώνια· ίνα δε γνωρίσης την στερεότητα της γνώμης μας, σου αφήνομεν όλα μας τα υπάρχοντα, και έχε την κυριότητα αυτών ως και την κατοχήν των εισοδημάτων μας κι των πραγμάτων μας· αι δε γυναίκες και τα τέκνα μας, εάν μεν θέλουν, ας μας ακολουθήσουν· ει δε και δεν θέλουν, ας μας συγχωρήσουν». Ο δε Αρριανός ανταπήντησε: «Τι είναι αυτή η τρέλλα, η οποία σας κατέλαβε; Διότι, καθώς βλέπω, την ανοησίαν του αποστάτου Παφνουτίου έχετε και σεις». Οι δε Μάρτυρες του είπον: «Κλείσε το στόμα σου και σιώπα, μη βλασφημής τον άνθρωπον του Θεού». Ακούσας ταύτα ο εξουσιαστής ήναψεν από θυμόν και εγένετο έξω φρενών· όθεν διέταξε να βασανίσουν τους Αγίους· αφού δε τους εβασάνισαν επί ώραν πολλήν, τους έφεραν εις έρημον τόπον και ανάψαντες πυράν μεγάλην, τους έρριψαν εντός αυτής· και όλοι ομού οι τεσσαράκοντα, κρατούντες ο εις την χείρα του άλλου, ετελειώθησαν δια πυρός εις μίαν και την αυτήν ημέραν, και τοιουτοτρόπως απέλαβον το στέφανον του Μαρτυρίου. Ο δε Άγιος Παφνούτιος, περιπατών εντός της πόλεως και ιδών την θύραν ενός πλουσίου ανοικτήν, επήγεν εκεί και είπεν εις την θυρωρόν: «Δος μοι ολίγον ύδωρ να πίω». Εκείνη δε, γνωρίζουσα αυτόν πρότερον, του είπεν: «Έμβα μέσα, πάτερ»· και παρευθύς έτρεξεν εις την κυρίαν της και της είπεν: «Έλα έξω, κυρία, να ίδης τον Άγιον Παφνούτιον, όστις πολλά θαύματα ετέλεσε ενώπιον του εξουσιαστού Αρριανού». Ευθύς δε εξελθούσα η κυρία της εις την αυλήν της οικίας και ιδούσα τον Άγιον, ο οποίος έστεκεν ως Άγγελος Θεού, προσκυνήσασα του είπε: «Κατά αλήθειαν, όλον μου τον πλούτον εάν εξώδευα, δεν θα ήτο ούτος ικανός να σε κάμη να έλθης εις τον οίκον μου· είθε να δοξασθώ σήμερον δόξαν θεϊκήν, ότι ηθέλησας να έλθης εις ημάς». Λέγουσα δε ταύτα έφερε τον Άγιον εις το εσωτερικόν του οίκου της και τον εκάθισεν εις θρόνον αργυρούν· ο δε μακάριος Παφνούτιος είπεν εις αυτήν· «Θύγατερ, εις τι σας χρησιμεύει το πολύ χρυσίον και αργύριον; Διότι εκείνος, ο οποίος έχει ταύτα, καυχάται εις ματαίας ελπίδας· άκουσόν μου, τέκνον, και έκλεξον δια τον εαυτόν σου την αγγελικήν και αθάνατον πολιτείαν, αντί να έχης ταύτα τα επίγεια και φθαρτά αγαθά». Ταύτα ακούσασα η θυγάτηρ της από το δωμάτιόν της, εξήλθεν ευθύς έξω φορούσα πολύτιμον ένδυμα και χρυσούν στέφανον εις την κεφαλήν. Ο δε Άγιος Παφνούτιος, εγερθείς του θρόνου, εκάθισε κάτω εις το έδαφος· ομοίως και η μήτηρ και η θυγάτηρ της εκάθισαν έμπροσθεν των ποδών του. Τότε ο Άγιος είπε προς αυτάς: «Τέκνα, αφήσατε τον μάταιον και φθαρτόν πλούτον, τον οποίον έχετε, επειδή είναι γεγραμμένον, ότι η σκωρία φθείρει τον χρυσόν και οι σήτες τρώγουσι τα φορέματα, η δε ωραιότης του προσώπου, τιθεμένη εις τον τάφον, μεταβάλλεται εις ασχημίαν· μόνη δε η δόξα του Κυρίου και η Βασιλεία Αυτού μένουσιν εις τους αιώνας των αιώνων». Πριν δε να τελειώση τους λόγους του ο θείος Παφνούτιος, εμβήκεν εις τον οίκον ο ανήρ της γυναικός, και παρευθύς έσπευσεν η γυνή να του δώση την είδησιν δια τον Παφνούτιον· πριν όμως να του είπη αυτή λόγον τινά, της λέγει εκείνος· «Διατί δεν ηξιώθην και εγώ να ευρεθώ ομού μετά των ομοίων μου βουλευτών, οι οποίοι ηξιώθησαν της αιωνίου ζωής; Είθε να εύρισκα και εγώ τον άνθρωπον εκείνον, τον λεγόμενον Παφνούτιον, και να τον έφερον εις τον οίκον μου, να ευχηθή υπέρ ημών, όπως δια των ευχών του κληθώμεν και ημείς θεόθεν και αξιωθώμεν της δόξης του». Και λέγων ταύτα ο Ευστόργιος (τούτο ήτο το όνομά του) ήκουσε παρά της γυναικός του· «Εγένετο, κύριέ μου, ο πόθος σου, διότι εντός του οίκου σου ευρίσκεται ο δούλος του Θεού Παφνούτιος, εστολισμένος δια πάσης χάριτος και σοφίας του Θεού». Όθεν εμβάς μετά χαράς ο Ευστόργιος και ιδών αυτόν, έπεσεν εις την γην και τον προσεκύνησεν· ο δε Άγιος, εγείρας αυτόν είπε· «Κατά αλήθειαν, υιέ μου αγαπητέ, ο Κύριος με απέστειλε σήμερον εις σας, επειδή και είσθε σκεύη όντως εκλεκτά· όθεν μη αμελήσητε, αλλά εγερθήτε να υπάγωμεν εις τον κριτήν, ίνα ομολογήσητε παρρησία το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και λάβητε τον ουράνιον στέφανον». Ευθύς με τον λόγον τούτον του Αγίου ηγέρθησαν άπαντες και ο μεν Παφνούτιος εβάδιζεν εμπρός, εκείνοι δε τον ηκολούθουν, ο μεν Ευστόργιος εκ δεξιών, η δε Ερμιόνη, η γυνή του, εξ αριστερών, η δε Στεφανώ, η θυγάτηρ αυτών, σπεύσασα προεπορεύετο πάντων. Η Ερμιόνη δε προσευχομένη είπε ταύτα: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ιδού ότι ημείς αφήσαμεν την θύραν μας ανοικτήν δια το όνομά σου το Άγιον. Και συ λοιπόν, Κύριέ μου, άνοιξον εις ημάς τας θύρας του ουρανού και δείξον εις ημάς το αληθινόν φως, όπερ υπεσχέθης εις τους αγαπώντας Σε». Ότε δε επλησίασαν εις το κριτήριον, προλαβών αυτούς ο θείος Παφνούτιος παρουσιάσθη εις τον κριτήν και είπε: «Βήμα, βήμα, κατά σου πάλιν ήλθον· και συ μεν μετά του Απόλλωνος, εγώ δε μετά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ο δε Αρριανός εθυμώθη σφόδρα δια τούτους τους λόγους και εγερθείς έτρεξεν ως άγριος λύκος, δια να αρπάση τον Άγιον με τας ιδίας του χείρας· και παρευθύς Άγγελος Κυρίου τον ήρπασεν από του μέσου και δεν εφάνη τι έγινεν. Ο δε Ευστόργιος, η Ερμιόνη και η Στεφανώ ανέβησαν εις το κριτήριον, και εφώναξαν παρρησία: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς και ποίησον εις ημάς παν ό,τι θέλεις». Τότε ο κριτής, ατενίσας αγρίως τον Ευστόργιον, του είπεν : «Ευστόργιε, ως από μίαν βρύσιν εποτίσθητε αμφότεροι μανίαν, συ τε και η γυνή σου, και ετρελλάθητε; Ή δεν γνωρίζετε, ότι και οι λησταί και οι ιερόσυλοι κρίνονται εις το κριτήριόν μου; Προσκύνησον τους μεγάλους θεούς των βασιλέων, και ύπαγε εις τον οίκον σου εν ειρήνη, ότι, εάν δεν υπακούσης, μέλλεις να αποθάνης με κακόν θάνατον». Ο δε Ευστόργιος του είπε: «Μη φροντίζης περί τούτου· διότι δεν είμαι τοιούτος να δελεασθώ από την ιδικήν σου κακοτεχνίαν, ή να πλανηθώ από τα τεχνάσματα του πατρός σου του διαβόλου, και της μητρός σου της ανομίας». Ο δε κριτής στραφείς προς την κόρην της λέγει: «Πως ονομάζεσαι»; Εκείνη του απεκρίθη: «Στεφανώ». Της λέγει εκείνος: «Θυσίασε, Στεφανώ, εις τους θεούς, δια να λάβης μεγάλην τιμήν από εμέ». Η Στεφανώ του ανταπεκρίθη: «Δεν θα θυσιάσω ποτέ εις τους ακαθάρτους θεούς σου, αλλά προσφέρω το σώμα μου θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον εις τον επουράνιον Θεόν και Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν». Τότε ο κριτής, θυμωθείς σφόδρα, διέταξε να την κρεμάσουν ενώπιον των γονέων της· και παρευθύς εκρεμάσθη από τους στρατιώτας και εξέετο· ήτο δε τότε κατά την ηλικίαν έως δεκαοκτώ ετών. Εξέσχιζον λοιπόν οι στρατιώται ασπλάγχνως τας πλευράς της μακαρίας Στεφανώς, η δε μήτηρ της την ενεθάρρυνε λέγουσα: «Τέκνον γλυκύτατον, υπόμεινον ακόμη ολίγην ώραν την βάσανον, ίνα νικώσα λάβης από τον Θεόν της νίκης τον στέφανον· γινώσκεις, φιλτάτη μου θύγατερ, ότι σου ητοίμασα προίκα μεγάλην, δια να σε υπανδρεύσω με τον πρώτον της πόλεως· τώρα όμως, τέκνον μου αγαπητόν, έχεις να κληρονομήσης την αληθινήν και παντοτεινήν κληρονομίαν· διότι ο Νυμφίος σου είναι αθάνατος και ο νυμφών, εις τον οποίον υπάγεις, έχει αιώνιον ευωδίαν και είναι αδιάφθορος, μόνον υπόμεινον έως τέλους, ίνα στεφανωθής και δοξασθής». Ομοίως και ο πατήρ αυτής την ενίσχυσε λέγων· «Ενδυναμού και ανδρίζου, θύγατερ, διότι σήμερον εγνώρισα, ότι ηξιώθην να κληθώ από τον Θεόν εις τον άφθαρτον νυμφώνα Του, και χαίρω και αγάλλομαι, ότι πρότερον από εμέ, αποστέλλω σε δώρον εις τον Δεσπότην Χριστόν». Και οι μεν τίμιοι γονείς της έλεγον ταύτα, οι δε στρατιώται εξέσχισαν τας πλευράς της έως εις τα σπλάγχνα, οπότε η μακαρία Στεφανώ παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού· και λαμβάνοντες αυτήν νεκράν οι γονείς της με τας ιδίας χείρας των, την έβαλαν έμπροσθεν του εξουσιαστού, ο οποίος διέταξε τότε και απεκεφάλισαν και αυτούς την αυτήν ώραν και ετελείωσαν ούτω τον αγώνα του μαρτυρίου και οι τρεις, και ανέβησαν εις τους ουρανούς μετά δόξης μαρτυρικής. Ο δε όντως γενναίος του Χριστού Αθλητής Παφνούτιος την μεν νύκτα προσηύχετο εις τον Θεόν, την δε ημέραν εγύριζεν όλην την πόλιν, και εζήτει όσους εγνώριζεν ότι είναι έτοιμοι να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, και να λάβωσι τον στέφανον του μαρτυρίου. Όθεν εν μια των ημερών ευρήκε δεκαέξ παιδία, πορευόμενα εις το σχολείον και τα οποία ήσαν τέκνα των τεσσαράκοντα βουλευτών, των μαρτυρησάντων πρότερον, ως είπομεν, και είπε προς αυτά: «Θαυμάζω, τέκνα μου αγαπητά, πως στέργετε να αποχωρισθήτε των πατέρων σας, οι οποίοι εκλέξαντες την απόλαυσιν του Χριστού εβασίλευσαν εις τους ουρανούς, και χαίρουσι τώρα μετά των Αγγέλων· είθε και σεις, ω φίλτατα τέκνα μου, να υπακούσετε εις εμέ, όλα ομού καθώς είσθε, να πιστεύσετε εις τον ιδικόν μου Θεόν, και να με ακολουθήσετε να υπάγωμεν εμπρός εις τον εξουσιαστήν, να ομολογήσετε τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν και Βασιλέα των αιώνων· διότι αν υπάγετε προς τον Χριστόν, τον διδάσκαλον της αληθείας, θα μάθητε την μάθησιν και σοφίαν των Αγίων Αγγέλων». Ταύτα είπεν ο Άγιος, και παρευθύς ο νους των παιδίων εστράφη εις τους λόγους του, τους οποίους εδέχθησαν και επίστευσαν εις τον Χριστόν, και είπον όλα ομού: «Ας υπάγωμεν, Πάτερ Παφνούτιε, προς τον εξουσιαστήν, και κανέν πράγμα δεν θα εμποδίση την προθυμίαν μας, διότι από του νυν πλέον αποξενούμεθα του ματαίου τούτου κόσμου, επειδή αι καρδίαι μας επληρώθησαν Πνεύματος Αγίου, και υψώθησαν εις τον ουρανόν, εκεί όπου ευρίσκονται οι γονείς μας». Τότε ο θείος Παφνούτιος, ως ο καλός ποιμήν ο τιθείς την ψυχήν αυτού υπέρ του ποιμνίου του, τρέχων πρώτος ανέβη εις το κριτήριον και είπε καθώς και πρότερον· «Βήμα, βήμα, κατά σου πάλιν ήλθον, ω Αρριανέ, συ μεν μετά του Απόλλωνος, εγώ δε μετά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ο δε εξουσιαστής προσέταξεν ευθύς τους στρατιώτας του και έσυραν τα ξίφη των, και κρατούντες αυτά γυμνά εις τας χείρας, περιεκύκλωσαν τον Άγιον· αλλ’ ω του θαύματος! ηρπάγη ούτος απ’ έμπροσθέν των και έγινεν άφαντος· την ώραν δ’ εκείνην ανέβησαν εις το κριτήριον οι δεκαέξ παίδες, φωνάζοντες: «Και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Λέγει προς αυτούς ο εξουσιαστής· «Που είναι οι γονείς σας; Διότι σεις είσθε ακόμη παίδες και δεν είσθε ικανοί προς απολογίαν, αλλ’ υπάγετε να παίξετε». Του απεκρίθησαν οι τίμιοι παίδες: «Ημείς είμεθα τέκνα των τεσσαράκοντα βουλευτών των μαρτυρησάντων πρότερον, και έχομεν ηλικίαν αρκετήν, και ερώτησέ μας ό,τι θέλεις να σου αποκριθώμεν». Ο εξουσιαστής τους είπε: «Θυσιάσατε εις τους θεούς, δια να μη αφανισθούν τα σώματά σας βασανιζόμενα». Οι δε τίμιοι παίδες είπον εις αυτόν: «Βασάνισέ μας καθώς θέλεις και τότε θα ίδης την δόξαν του Θεού ημών». Βλέπων τότε ο εξουσιαστής προς ένα εκ των παίδων εκείνων, τον μικρότερον, έως δεκατριών ετών, του λέγει: «Τέκνον μου, τι θα κερδήσης, εάν αποθάνης με κακόν θάνατον; Άκουσέ μου ό,τι σε συμβουλεύω ως πατήρ σου, δια να σε καταστήσω εις μεγάλην τιμήν, να σου δώσω πολλά χρήματα και να γράψω εις τον βασιλέα να σου δώση και μέγα αξίωμα· μόνον θυσίασε εις τους μεγάλους θεούς, εις τον Απόλλωνα και εις την Άρτεμιν, δια τους οποίους έγραψεν ο βασιλεύς, ότι αυτοί είναι οι ζώντες θεοί» Το δε παιδίον του λέγει: «Που είναι το πρόσταγμα του βασιλέως σας»; Τότε ο εξουσιαστής προσέταξε και το έφεραν· λαβόντες δε αυτό οι μιαροί ιερείς των ειδώλων, το προσεκύνησαν, ομοίως και ο εξουσιαστής το ησπάσθη πρώτον, έπειτα το έδωκεν εις το παιδίον, το οποίον λαβόν αυτό το ανέγνωσε, και είδεν ότι ήτο υπό του Διοκλητιανού γεγραμμένον, να προσκυνώσιν εβδομήκοντα θεούς ονομαστί. Τούτου γενομένου διέταξεν ο εξουσιαστής και ήναψαν τον βωμόν, λαβών δε λιβανωτόν έβαλεν εις τον βωμόν· έπειτα είπεν εις το παιδίον: «Βάλε και συ, τέκνον μου, θυμίαμα εις τον βωμόν». Το δε παιδίον, πλησιάσαν εις τον βωμόν, έρριψε μέσα εις αυτόν το πρόσταγμα του βασιλέως φωνάζον· «Ένας είναι ο Θεός, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ιδόντες οι ιερείς των ειδώλων, ότι εκαύθη το βασιλικόν πρόσταγμα, εγένοντο έξω φρενών υπό του θυμού και της λύπης, ανέσπων τας τρίχας της κεφαλής των και επλήγωνον τα σώματά των με τας μαχαίρας. Ομοίως και ο εξουσιαστής, αγανακτήσας υπερβολικώς, διέταξε και έρριψαν τον παίδα μέσα εις τον βωμόν· εθαύμαζεν όμως δια την τόλμην αυτού· ομοίως και οι άλλοι ειδωλολάτραι έμειναν εκστατικοί εις την φρόνησίν του, οι δε άλλοι παίδες, οι συμμαθηταί και συνηλικιώται του, έλεγον εις τον Μάρτυρα: «Αδελφέ, μνήσθητι και ημών προς τον ύψιστον Θεόν, τον ποιητήν του παντός, και δεήθητι αυτού δι’ ημάς, επειδή δια της φρονήσεώς σου έγινες απαρχή εις τον Θεόν και πρώτος από της συνοδείας ημών εδόθης εις Αυτόν δώρον άξιον· δια τούτο και ημείς, ακολουθούντες το ιδικόν σου παράδειγμα, θέλομεν καταξιωθή της Βασιλείας των ουρανών δια να συναγαλλώμεθα μετά των πατέρων ημών». Το δε παιδίον, ευρισκόμενον εντός του πυρός, εμβλέψαν εις τον ουρανόν και ευχαριστήσαν τω Θεώ, εσφράγισε το πρόσωπόν του δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, και ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού· ο δε κριτής, εγγράψας τα ονόματα και των άλλων παιδίων, διέταξε να τα λογχεύσουν και ούτω να τα θανατώσουν. Εξαφαφόντες όθεν αυτά οι στρατιώται έξω της πόλεως τα εθανάτωσαν με τα ακόντια κατά την προσταγήν του κριτού και τοιουτοτρόπως ετελειώθη εν Κυρίω και τούτων των παιδίων το μαρτύριον. Ο δε Άγιος Παφνούτιος περιεφέρετο ζητών να επιστρέψη εις την θεοσέβειαν και άλλους πεπλανημένους· πορευθείς δε έως εις το χείλος του ποταμού, είδεν εκεί συνάθροισιν πολλών ανθρώπων, τους οποίους επλησίασεν· εκείνοι δε κλίναντες τας κεφαλάς προσεκύνησαν αυτόν, ο δε Άγιος τους ηυλόγησε λέγων: «Χαίρετε, τέκνα εν Κυρίω· διατί δεν ήλθετε και σεις να αγωνισθήτε, εφ’ όσον είναι έτοιμος ο αγών, και η ανταμοιβή αυτού είναι ητοιμασμένη δια σας; Υπακούσατέ μου καν τώρα και πιστεύσατε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Βασιλέα των αιώνων, και ομολογήσατε το άγιόν Του όνομα έμπροσθεν του κριτού, και θα σας χαρίση ο Κύριος την αιώνιον ζωήν». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι επίστευσαν όλοι εις τον Χριστόν, και έλαβον Πνεύμα Άγιον, δοξάζοντες τον Θεόν. Παρευθύς δε αφήσαντες τα πλοιάριά των (διότι ήσαν αλιείς, ογδοήκοντα τον αριθμόν) επήγαν εις την πόλιν· ο δε Άγιος, τρέχων εμπρός, προσήλθεν εις τον κριτήν, και εφώναξε πάλιν καθώς και πρότερον: «Βήμα, βήμα, κατά σου ήλθον πάλιν, ω Αρριανέ, συ μεν μετά του Απόλλωνος, εγώ δε μετά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού· ήλθον προς σε ίνα σε νικήσω». Ο δε κριτής, πολλά παροργισθείς, διέταξε και πάλιν να τον συλλάβουν. Επειδή δε ήλθεν πλέον η ώρα δια να λάβη και ο Άγιος τον στέφανον του Μαρτυρίου, δεν εγένετο άφαντος ως και πρότερον· όθεν εστάθη και συνέλαβον αυτόν οι στρατιώται κι τον έδεσαν. Κατόπιν ανέβησαν εις το κριτήριον οι ογδοήκοντα αλιείς και εφώναξαν παρρησία: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς». Ο δε κριτής είπε προς αυτούς: «Ποίος σας εγέλασε να αποθάνητε κακώς»; Εκείνοι όμως είπον ομού, ως εξ ενός στόματος: «Ήλθομεν εδώ δια να καταισχύνωμεν και σε και τα είδωλά σου». Τους λέγει ο κριτής: «Κακούργοι άνθρωποι! Δια ποίαν αιτίαν, εν ω εγώ σας ομιλώ με ημερότητα, σεις μοι αποκρίνεσθε με αυθάδειαν»; Και παρευθύς διέταξε να τους δείρουν· οι δε εβδομήκοντα εξ αυτών ορμήσαντες εκρήμνισαν τον θρόνον του κριτού· και βλέποντες αυτούς οι στρατιώται, έσυραν τα ξίφη των και τους επλήγωσαν. Τότε ο κριτής θυμωθείς σφόδρα διέταξε να τους θανατώσουν όλους. Και λαβόντες αυτούς οι υπηρέται της αδικίας, τους έφεραν εις έρημον τόπον, και κατακόψαντες αυτούς τους εθανάτωσαν, και ετελειώθη ούτως εν Χριστώ το μαρτύριον αυτών. Μετά ταύτα ο τύραννος Αρριανός, κρίνων τον Άγιον, του είπεν: «Αποστάτα και κακέ άνθρωπε και μάγε· τώρα έχω να κάμω τους περιεστώτας όλους να γνωρίσουν, ότι ο Ιησούς Χριστός σου, τον οποίον πιστεύεις επικαλούμενος, δεν θα σε λυτρώση από τας χείρας μου». Και ευθύς προστάζει να αναβιβασθή ο Άγιος εις τον σιδηρούν τροχόν, όστις ήτο κατεσκευασμένος ούτως ώστε το επάνω μέρος αυτού να είναι κοπτερόν, ως στόμα μαχαίρας, το δε κάτω μέρος ως πριόνιον, τροχιζόμενος δε δια του σατανικού εκείνου τροχού να διαμερισθή εις τέσσαρα τεμάχια. Αφού δε είδεν ο κριτής κατακεκομμένον τον Άγιον εις τέσσαρα τεμάχια, εγέλασε πολλά και είπε μεγαλοφώνως: «Που είναι ο Θεός σου, Παφνούτιε; Διατί δεν ήλθε να σε λυτρώση από τας χείρας μου; Λοιπόν εγνώρισες καν τώρα, ότι δεν είναι άλλος θεός, ει μη ο Απόλλων και ο Ζεύς και η Άρτεμις και η Αθηνά; Ούτοι είναι οι ζώντες θεοί, οι οποίοι έδωσαν το κράτος της βασιλείας εις τον Διοκλητιανόν» Έπειτα κατά προσταγήν του ασεβεστάτου εξουσιαστού, απελθόντες εις το παλάτιόν του, διότι ήτο μεσημβρία, απετέθη το σώμα του Αγίου επάνω εις το πτερύγιον του ναού των ειδώλων, δια να το καταφάγουν τα πετεινά του ουρανού. Το σώμα όμως του Αγίου ποσώς δεν επείραξαν τα πετεινά, διότι πρώτον μεν καταβάς Άγγελος Κυρίου το εσκέπασεν, έπειτα δε καταβάς εκ του ουρανού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, έχων εκ δεξιών αυτού τον Αρχάγγελον Μιχαήλ και εξ ευωνύμων τον Φαβριήλ, εστάθη παρά το σώμα του Αγίου· και οι μεν Άγγελοι συνάξαντες τα κατακεκομμένα μέλη του συνήνωσαν αυτά προς άλληλα· ο δε Σωτήρ ημών απλώσας την δεξιάν Του χείρα είπεν: «Η χειρ η οποία έπλασε τον πρωτόπλαστον άνθρωπον, αυτή πάλιν τώρα αναπλάττει και σε»· έπειτα ενεφύσησεν εις αυτόν πνεύμα ζωής και δυνάμεως και, ω του θαύματος! παρευθύς ανέζησε και εδόξαζεν Αυτόν· ο δε Κύριος ευλογών αυτόν είπε: «Δούλε μου αγαπητέ και πιστέ Παφνούτιε, ύπαγε να ελέγξης τον αναίσχυντον Αρριανόν, τον ονειδίζοντα το όνομά μου». Και ευθύς ανέβη εις τους ουρανούς. Ο δε Άγιος, ζητήσας τον Αρριανόν, και ευρών αυτόν εν ω έκρινεν εις την αγοράν, του είπε: «Με γνωρίζεις Αρριανέ; Εγώ είμαι ο δούλος του Θεού Παφνούτιος, τον οποίον κατέκοψας εις τέσσαρα μέρη, Χάριτι όμως του Κυρίου μου Ιησού Χριστού ανέζησα και ομιλώ έμπροσθέν σου. Διατί ονειδίζεις το όνομα του Θεού μου, του ποιητού απάντων των όντων; Ιδού ο Κύριός μου με ανέστησεν, ίνα ελέγξω την ασέβειάν σου και διδάξω τοις πάσιν, ότι συ είσαι αδύνατος, και λατρεύεις είδωλα κωφά και τυφλά, κατεσκευασμένα εξ ύλης αναισθήτου». Τότε ο πραιπόσιτος Ευσέβιος, βλέπων τον Άγιον Παφνούτιον αναστάντα εκ νεκρών, επίστευσεν εις τον Χριστόν, και είπεν εις τους τετρακοσίους στρατιώτας τούς υπό την εξουσίαν του: «Υπακούσατέ μου, αδελφοί, και πιστεύσατε εις τον Θεόν του ουρανού και της γης, ο οποίος ανέστησε τον δούλον του Παφνούτιον, και τον έστειλε να εξέγξη τον Αρριανόν δια την πλάνην του και δια την ματαίαν ελπίδα, την οποίαν έχει εις τα είδωλα, δια να πιστεύσουν και άλλοι, ότι δεν είναι άλλος Θεός, ει μη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· και καθώς εγώ έκαμα αρχήν και σας ήνοιξα τον δρόμον εις την πίστιν, ούτω και ο Χριστός θα σας ανοίξη τον δρόμον του ουρανού». Και παρευθύς όλοι μια φωνή ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· όθεν παραλαβών αυτούς ο μακάριος Ευσέβιος επήγεν εις τον εξουσιαστήν φωνάζων· «Χριστιανός είμαι». Ομοίως και οι στρατιώται του έλεγον μετά παρρησίας: «Χριστιανοί είμεθα και ημείς, και κάμε ό,τι θέλεις εις ημάς». Ο δε εξουσιαστής, ταύτα ακούσας, έμεινεν εκστατικός, και λέγει εις τον Ευσέβιον: «Δεν έχω εξουσίαν να σε κρίνω, αλλά ύπαγε εις τον δούκα να σε κρίνη εκείνος». Του λέγει ο Ευσέβιος: «Σοι εδόθη εξουσία, Αρριανέ, να με κρίνης». Απεκρίθη ο Αρριανός: «Δεν θέλω να ακούσω τελείως Χριστιανόν». Του λέγει ο Ευσέβιος: «Ομολόγησε ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός ει μη εις μόνος, ο κατοικών εις τους ουρανούς, και αρνήσου τα είδωλα δια να ζήσης και συ μεθ’ ημών ει τους αιώνας». Ο δε Αρριανός είπε: «Μη γένοιτο να αρνηθώ ποτέ τους θεούς, διότι ο Απόλλων και η Άρτεμις είναι ζώντες θεοί». Τότε ο μακάριος Ευσέβιος, γεμίσας τας δύο χείρας του κόνιν λεπτήν, την έρριψεν εις το πρόσωπον του εξουσιαστού λέγων: «Αύτη η κόνις είναι η δύναμίς σου και η δύναμις των θεών σου· μόνον τελείωσε τα έργα του πατρός σου του σατανά». Ο δε εξουσιαστής εθυμώθη σφόδρα και έβαλε και τον έδειραν λέγων προς αυτόν: «Ευσέβιε, δεν σε θανατώνω τώρα, αλλά θα σε βασανίζω ολίγον κατ’ ολίγον, και θα σε βάλω εις την φυλακήν, έως ου ακούση ο βασιλεύς ότι ητίμασες το κριτήριόν μου». Ο δε Ευσέβιος είπε: «Δια να γνωρίσης την δύναμιν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν παρέρχεται η σήμερον ημέρα, εάν μη μεταλάβω μυστικώς της τραπέζης του Κυρίου μου (εννοών ότι την ημέραν εκείνην έμελλε να αποθάνη), και συ δεν δύνασαι να κάμης ό,τι θέλεις, εάν δεν δώσης την απόφασιν του θανάτου μου». Και τότε μεν ο εξουσιαστής αναβάς εις την άμαξάν του ανεχώρησεν· επιστρέψας όμως έπειτα και θέλων να καταβή της αμάξης εκρατείτο αοράτως, και δεν ηδύνατο να καταβή· πλην δεν μετενόησε τελείως ο παράνομος, αλλά παρήγγειλε να φέρουν εις την άμαξαν το μεσημβρινόν φαγητόν του· όθεν ο μάγειρος γεμίσας ένα δίσκον από διάφορα φαγητά, τα έφερεν εις αυτόν· και ευθύς ως ήπλωσε την χείρα του εις τον δίσκον, εξηράνθη αύτη και δεν ηδύνατο να την σαλεύση· τότε του λέγει ο συγκάθεδρός του· «Αυθέντα, ας μη μείνωμεν εις την πόλιν ταύτην, διότι κινδυνεύει να αφανισθή και η πόλις δια της μαγείας του Παφνουτίου». Αγανακτών λοιπόν ο εξουσιαστής δια το κακόν το ακολουθήσαν εις αυτόν, διέταξε να καύσουν ζώντας τον πραιπόσιτον και τους στρατιώτας του· οι δε υπηρέται της αδικίας, ανάψαντες τέσσαρας καμίνους, κατέκαυσαν εντός αυτών τους Αγίους Μάρτυρας, και ούτως ετελειώθησαν άπαντες εν Κυρίω και απέλαβον του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Αρριανός εξήλθε της πόλεως και διέταξε να τον ακολουθή ο Μάρτυς Παφνούτιος· πλησιάσας δε εις τον ποταμόν Νείλον εμβήκεν εις το πλοίον του, διέταξε δε και έδεσαν μίαν μυλόπετραν εις τον λαιμόν του Μάρτυρος και τον έρριψαν εις τον ποταμόν· ευρισκόμενος δε εντός του πλοίου του είδε και ήκουσε τον Άγιον Παφνούτιον, με την μυλόπετραν εις τον λαιμόν κραυγάζοντα: «Αρριανέ, Αρριανέ, συ μεν χρειάζεσαι πλοίον και άνεμον δια να πλέης, εγώ όμως ούτε πλοίον ούτε άνεμον χρειάζομαι, διότι είναι κυβερνήτης μου ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός· και συ μεν αποστέλλεις τους ανθρώπους, ίνα σοι ετοιμάσωσι κατοικίας, αλλ’ εγώ ετοιμάζω εις τον Κύριόν μου ψυχάς λογικάς προς κατοίκησιν εις τα ουράνιά Του δώματα».Τότε ο συγκάθεδρος τού Αρριανού είπεν: «Ας μη αφήσωμεν τον άνθρωπον τούτον να μας ακολουθήση, ότι έχει να αφανίση όλον τον τόπον με τας μαγείας του», ομοίως και ο Αρριανός απορών δεν ήξευρε τι να κάμη. Όθεν εξήλθον και οι δύο του πλοίου και διέταξε να γράψωσιν υπομνήματα περί του Μάρτυρος, τι έκαμε δηλαδή και τι υπέστη· κατόπιν παρέδωκε τον Άγιον Παφνούτιον μετά των υπομνημάτων εις τέσσαρας στρατιώτας δια να τον απαγάγωσι προς τον Διοκλητιανόν· ότε δε έφθασαν και ανέγνωσεν ο Διοκλητιανός τα έγγραφα του Αρριανού, εθαύμασε και παρευθύς απεφάσισε να σταυρωθή ο θείος Παφνούτιος, και εξαγαγόντες αυτόν οι στρατιώται έξω της πόλεως, τον εσταύρωσαν εις μίαν ξηράν φοινικιάν· σταυρούμενος δε ο μακάριος ηυλόγει και εδόξαζε τον Θεόν· η δε ξηρά εκείνη φοινικιά, αναβλαστήσασα ευθύς, δι προσταγής Θεού, ήπλωσε δώδεκα κλάδους γεμάτους από φοίνικας· όπερ βλέποντες οι σταυρωταί του επίστευσαν εις τον Ιησούν Χριστόν. Ήτο δε όταν εσταυρώθη ο Άγιος Δευτέρα ώρα της ημέρας, και έμεινεν επί του σταυρού έως ώρας ενάτης, και τότε παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις τον Χριστόν, και έλαβε παρ’ Αυτού τον αμάραντον στέφανον, οι δε στρατιώται καταβιβάσαντες το άγιόν του λείψανον το ενεταφίασαν εντίμως κατά την εικοστήν πέμπτην του Σεπτεμβρίου μηνός εν έτει τγ΄ (303) από Χριστού· έπειτα παρουσιασθέντες εις τον Διοκλητιανόν ωμολόγησαν έμπροσθέν του τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εξηυτέλισαν τα είδωλα εκείνου· δια τούτο θυμωθείς ο τύραννος κατ’ αυτών διέταξε και τους απεκεφάλισαν παρευθύς και ούτως ετελείωσαν και αυτοί το Μαρτύριον και απέλαβον τον άφθαρτον στέφανον. Άπαντες δε οι δια του Αγίου Παφνουτίου μαρτυρήσαντες είναι πεντακόσιοι τεσσαράκοντα εξ (546), οίτινες συναγάλλονται μετ’ αυτού εις την Βασιλείαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου