Ευφροσύνη η Οσία
μήτηρ ημών εγεννήθη εν Αλεξανδρεία κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοδοσίου του
Μικρού εν έτει υι΄ (410). Ο πατήρ της, ονόματι Παφνούτιος, ήτο εις εκ των
πλουσιωτέρων και περιφανεστέρων ανδρών της Αλεξανδρείας, έζη δε μετά της
γυναικός του εν πολλή αρετή και ευσεβεία. Ούτοι, πριν αποκτήσουν την
Ευφροσύνην, ελυπούντο πολύ, διότι δεν είχον κληρονόμον, και καθ’ εκάστην
εδέοντο του Θεού με νηστείας, αγρυπνίας, ελεημοσύνας και άλλα όμοια, να δώση εις
αυτούς τέκνον.
Και η μεν γυνή προσηύχετο εις τον οίκον αυτών μιμουμένη την πάλαι Άνναν, και έλεγε ταύτα δακρύουσα· «Κύριε Σαβαώθ, εάν επιβλέψης επί την δούλην σου και μοι δώσης τέκνον, υπόσχομαι να σου το αφιερώσω ως δώρον τέλειον». Ο δε Παφνούτιος, μεταβαίνων εις ιερά φροντιστήρια, παρεκάλει τους εναρέτους Μοναχούς να δέωνται του Θεού δι’ αυτό. Ακούσας δε ούτος ότι εις εν Μοναστήριον υπήρχεν ενάρετός τις και άγιος Γέρων, έχων προς Θεόν πολλήν παρρησίαν και βίου καθαρότητα, μετέβη εκεί και ασπασάμενος τον Ηγούμενον είπεν εις αυτόν· «Επίβλεψον επ’ εμέ, τίμιε Πάτερ· ίδε την ταπείνωσίν μου, διάλυσον το νέφος της αθυμίας μου δια του φωτός των προσευχών σου, και δεήθητι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να μου δώση τεκνογονίαν, ότι εγώ και η γυνή μου πολλήν θλίψιν έχομεν». Ταύτα ειπών μετά δακρύων, τον ελυπήθη ο άγιος Γέρων συμπαθώς· όθεν ποιήσας ευχήν πολλάκις προς Κύριον δι’ αυτόν, επήκουσεν ο ελεήμων Θεός, και συλλαβούσα η γυνή του Παφνουτίου γεννά θυγάτριον ωραιότατον. Έγινε τότε κοινή χαρά εις αυτόν τον οίκον και πολλή αγαλλίασις, και διότι έλυσε την λύπην αυτών και κατήφειαν ωνόμασαν αυτήν Ευφροσύνην, την οποίαν ο Παφνούτιος ως καρπόν ευχής έτρεφε με αρετήν μάλλον παρά με σαρκικά και πρόσκαιρα βρώματα, και της ηρμήνευε τα ιερά γράμματα, νουθετών αυτήν καθ’ εκάστην εις τας εντολάς του Κυρίου, ήτις όσον ηύξανεν εις την σωματικήν ηλικίαν, τοσούτον επλήθυνε και εις την της ψυχής ωραιότητα. Όταν η Ευφροσύνη έγινε δωδεκαετής, εκοιμήθη η μήτηρ της. Αυτή όμως, ποθούσα τον αληθή Νυμφίον, επεμελείτο το κάλλος της αρετής. Οι δε τα σωματικά μόνα φρονούντες γείτονες, βλέποντες την του σώματος ωραιότητα, τα χρηστά ήθη, την ευταξίαν αυτής και ευγένειαν, εζήτησαν να συμπενθερεύσουν με τον Παφνούτιον. Ο δε υπεσχέθη αυτήν ενός μεγάλου και πλουσίου άρχοντος, και ήξευρε μεν της κόρης την φιλόθεον γνώμην, την οποίαν είχε, να δουλεύση τω Δεσπότη Χριστώ, όμως διότι ήτο ο συμπένθερος εξ ευγενών, απεφάσισε το συνοικέσιον. Ο δε Κύριος, ο αληθής Νυμφίος της κόρης, ζηλών εζήλωσε και αρπάσας αυτήν εκ μέσου αυτών εις βίον κρείττονα και πολιτείαν ισάγγελον καθωδήγησε· και ακούσατε, να λάβητε πολλήν αγαλλίασιν. Όταν έφθασε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της η Ευφροσύνη και ήθελον να τελέσουν τους γάμους, λαβών αυτήν ο πατήρ της απήλθεν εις το ρηθέν Μοναστήριον, λέγων ταύτα προς τον Ηγούμενον· «Ιδού, Πάτερ τίμιε, σου παρουσιάζω τον καρπόν της σης ευχής και δεήσεως, να την ευχηθής, διότι την υπάνδρευσα, και θα την στείλω ταχέως εις τον νυμφίον της, και νουθέτησον αυτήν, πώς να ευαρεστήση τω Θεώ». Είπε λοιπόν εις αυτήν ο Ηγούμενος σωτήρια λόγια και ψυχωφελή επί τρεις ημέρας ενώπιον του Παφνουτίου. Εν τούτω δε τω μεταξύ έβλεπεν η Ευφροσύνη την ευταξίαν των αδελφών και την ευλάβειαν εις τας ψαλμωδίας και προσευχάς και ετέρας υπηρεσίας του Πνεύματος, και έλεγε καθ’ εαυτήν ταύτα· «Όντως μακάριοι οι άνθρωποι ούτοι, οίτινες διάγουσιν εις την ζωήν ταύτην δια τον Κύριον πολιτείαν ισάγγελον, και μετά θάνατον πάλιν υπάγουσι να αγάλλωνται αιωνίως εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Μετά τρεις ημέρας, θέλοντος να αναχωρήση του Παφνουτίου, προσέπεσεν η κόρη εις τους πόδας του Ηγουμένου να την ευλογήση. Αυτός δε γνωρίσας με τους διορατικούς οφθαλμούς της ψυχής του την γνώμην της κόρης, έκαμε την κατάλληλον ευχήν, λέγων· «Ο Θεός, τέκνον μου, να οικονομήση το συμφέρον της ψυχής σου, να σε στερεώση εις τον φόβον του, και να σε αξιώση μετά των εκλεκτών αυτού της ουρανίου μακαριότητος». Δια των λόγων τούτων του Ηγουμένου ήναψεν εις την ψυχήν της έτι μάλλον ο θείος έρως· επιστρέψασα δε εις την οικίαν της έλεγε καθ’ εαυτήν· «Μακάριοι οι μισούντες τον πρόσκαιρον κόσμον, και δουλεύοντες τω Θεώ δια την ψυχήν των, ότι πολλήν παρ’ Αυτού την αμοιβήν θα απολαύσωσι». Μελετώσα δε ταύτα διηνεκώς, δεν επεμελείτο ποσώς να στολίση και να καλλωπίση το σώμα, ούτε καν με ύδωρ θερμόν να νίψη το πρόσωπον, αλλά μάλιστα με νηστείας και δάκρυα εφαίδρυνε την της ψυχής ωραιότητα. Όλα της τα στολίδια και περιδέραια και βραχιόλια και ενώτια και δακτυλίδια και πάντα τον χρυσόν και άργυρον διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Δεν εφόρει μεταξωτά ιμάτια, ούτε μαλακά, αλλά τρίχινα· δεν συνωμίλει με φιλοκόσμους και φιληδόνους γυναίκας, ούτε ποσώς ήθελε να ακούση λόγια άσεμνα και άχρηστα παραμύθια, αλλά μόνον όταν ήρχετο εις την οικίαν της Πνευματικός ή Μοναχός, διελέγετο και ήκουε τα θεία διδάγματα. Ότε δε ποτε είχον εορτήν εις το ειρημένον Μοναστήριον και ετέλουν μνημόσυνον των κτιτόρων, εκάλεσαν και τον Παφνούτιον, όστις απελθών έμεινεν εκεί τρεις ημέρας· όθεν εύρεν άδειαν η Ευφροσύνη να εκτελέση εκείνο το οποίον επόθει. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν, κατά θείαν οικονομίαν και πρόνοιαν, από τινα σκήτην εις Πνευματικός ενάρετος. Τούτον εκάλεσεν η Ευφροσύνη, χάριν εξομολογήσεως, και είπεν εις αυτόν όλον της τον πόθον, τον οποίον είχε να απαρνηθή τον κόσμον δια την αγάπην του Κυρίου ημών, και τον ηρώτησε, πώς να πράξη εις αυτήν την περίστασιν. Ο δε απεκρίθη· «Γινώσκεις, ω θύγατερ, ότι ο Κύριος λέγει εις το ιερόν Ευαγγέλιον· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». Αφού λοιπόν αυτός ο φιλόστοργος Δεσπότης ήναψε την καρδίαν σου εις τον θείον αυτού και σωτήριον έρωτα, σπεύσον, όσον δύνασαι το συντομώτερον, άρον τον Σταυρόν και ακολούθησον Αυτόν προ του να ψυχρανθή ο πόθος σου. Μη αφήσης να φθείρη την παρθενίαν σου φθαρτός άνθρωπος, αλλά νυμφεύσου τον ουράνιον Βασιλέα, να αγάλλεσαι μετ’ Αυτού εις ζωήν την αιώνιον». Η δε Ευφροσύνη, ως ήκουσεν αυτά, εχάρη πάρα πολύ και παρεκάλεσεν αυτόν να την αξιώση του Αγγελικού Σχήματος. Ο δε προθύμως εξετέλεσε το ζητούμενον, και επιτελέσας ευχήν, εκούρευσεν αυτήν και την ενέδυσε το μοναχικόν σχήμα, δεόμενος του Θεού να την αξιώση να τελειώση τον πόθον της. Ούτω ποιήσας, αυτός μεν απήλθεν εις το ασκητήριόν του, εκείνη δε εσυλλογίζετο που να υπάγη και πώς να κρυφθή, δια να μη την εύρωσιν οι συγγενείς της και την εμποδίσωσι. Ταύτα διαλογιζομένη έκρινεν ότι εάν απέλθη εις Παρθενώνα ή Μοναστήριον γυναικών, ήτο ενδεχόμενον να την εύρωσιν· όθεν εκδυθείσα την ιδίαν στολήν, απέρριψεν ομού με τον χιτώνα και την γυναικείαν ασθένειαν, και ενδύεται εις σχήμα ανδρός ιμάτιον σωτηρίου, διαφεύγει της προσοχής των δούλων αυτής, εγκαταλιμπάνει οικίαν λαμπράν, άργυρον, χρυσόν, μαργαρίτας και πάσαν απόλαυσιν, έτι δε απαρνείται πατέρα, μνηστήρα και συγγενείς, καταφρονεί σαρκός ηδυπάθειαν και ηδονάς του παρόντος βίου, και αναλαμβάνει τον Σταυρόν του Χριστού τον γλυκύτατον, απελθούσα εις εκείνο το Μοναστήριον αυτήν ταύτην την ημέραν, καθ’ ην απ’ εκεί ανεχώρησεν ο Παφνούτιος. Ο δε Προεστώς την ηρώτησε κατά την τάξιν πόθεν ήτο και τι εζήτει. Η δε απεκρίθη· «Σμάραγδος ονομάζομαι, δέσποτα, και είμαι ευνούχος εκ του παλατίου του βασιλέως Θεοδοσίου· επειδή δε εβαρύνθην τους θορύβους και την σύγχυσιν του βίου, ακούσας δε και την καλήν φήμην και τας αρετάς της αγιωσύνης σας, ήλθον να σας παρακαλέσω να με δεχθήτε εις την συνοδείαν σας». Ο δε θεοφιλής Προεστώς ευφρανθείς εις τους λόγους της και βλέπων του ήθους την ευκοσμίαν, είπεν εις αυτήν· «Ιδού το Μοναστήριον, τέκνον, και αν σου αρέση, παράμεινον· πλην επειδή είσαι πολύ νέος και δεν γνωρίζεις την των Μοναχών κατάστασιν, πρέπει να σου δώσωμεν ένα Γέροντα, εις τον οποίον να υποταχθής, έως να μάθης της πολιτείας αυτής την ακρίβειαν». Η δε έκλινε την κεφαλήν και υπεσχέθη να κάμνη αόκνως πάντα τα προσταττόμενα, όχι μόνον του Γέροντος, εις τον οποίον θα υπετάσσετο, αλλά και πάσης της αδελφότητος. Εκάλεσεν όθεν ο Ηγούμενος ένα σοφό εις τα θεία και ενάρετον Γέροντα, ονόματι Αγάπιον, ευρισκόμενον εις το άκρον της απαθείας και λέγει εις αυτόν· «Δέξου τον νέον αυτόν εις την κέλλαν σου υποτακτικόν, και κάμε τρόπον να γίνη εναρετώτερός σου». Υπετάσσετο δε η Ευφροσύνη εις τον Γέροντα με πολλήν προθυμίαν και φρόνησιν. Ο δε εχθρός και επίβουλος δαίμων εφθόνησεν, ότι μία απαλή κόρη τον ενίκησε και εμηχανάτο να σμικρύνη τον πόθον της, και ποτέ μεν της ενεθύμιζε την αγάπην του πατρός της και τον πόθον του μνηστήρος, ποτέ δε την δόξαν του κόσμου, τον πλούτον και την λοιπήν της σαρκός τρυφήν. Ιδών δε ότι δεν ηδύνατο να χαυνώση τον τόνον της αρετής, έτρωσε τους άλλους Μοναχούς εις έρωτα του κάλλους της, και βλέποντες αυτήν εσκανδαλίζοντο. Όθεν εφανέρωσαν ταύτα εις τον Προεστώτα, όστις διέταξεν τον Σμάραγδον να ησυχάζη εις εν κελλίον αναχωρητικόν, και ούτε αυτός να υπάγη αλλαχού ούτε άλλον αδελφόν να υποδέχεται εις την κέλλαν του, ούτε να συνομιλή με τινα το σύνολον, αλλά να αναγινώσκη μόνος του την ακολουθίαν, και ο Αγάπιος να του κομίζη τα προς την χρείαν, ου μόνον τα πνευματικά, αλλά και τα σωματικά, τουτέστι τροφάς και ενδύματα. Εχάρη λοιπόν η μακαρία, ότι ελυτρώθη πάσης ενοχλήσεως, και επλεόναζε μάλλον εις τον προς Χριστόν έρωτα, προσθέτουσα νηστείαν εις τας νηστείας, και δι’ αγρυπνιών και προσευχών αγωνιζομένη περισσότερον, ώστε εθαύμαζεν ο Αγάπιος και το διηγείτο εις πάσαν την αδελφότητα. Ο δε πατήρ αυτής, επανελθών εις την οικίαν εκ της Μονής και μη ευρών την φιλτάτην του θυγατέρα, έκαμε μεγάλην εξέτασιν εις τους δούλους και τας παιδίσκας, ερωτών μήπως και απήλθεν εις τινα των συγγενών της. Αι δε απεκρίθησαν· «Χθες μετά το δείπνον έκλεισε την θύραν του κοιτώνος αυτής και εκοιμήθη κατά το σύνηθες, σήμερον δε το πρωϊ εισήλθομεν και δεν την ευρήκαμεν». Ευθύς δε έστειλε να ερωτήση, μήπως την επήρεν ο αρραβωνιστικός της, ο οποίος ακούσας το αιφνίδιον αυτό μήνυμα εταράχθη, και δραμών εις τον Παφνούτιον, τον εύρε να ξεσχίζη με τους όνυχας τας σιαγόνας του και να ανασπά το γένειον, λέγων· «Οίμοι! Τέκνον μου φίλτατον, πώς να υπομείνω την στέρησίν σου; Άλλο τέκνον δεν έχω, να λαμβάνω μικράν παράκλησιν. Εγώ σε ανέτρεφον με πόθον πολύν, δια να έχω βακτηρίαν και βοήθειαν εις το γήρας μου, και συ με εγκατέλειψας τον τρισάθλιον; Οίμοι! Ποίος εσκότισε το φως των οφθαλμών μου; Ποίος επήρε τον πλούτον μου; Ποίος λύκος ήρπασε την αμνάδα μου; Ω Ευφροσύνη, η χαρά της ψυχής, η πνοή και ζωή μου και άνεσις! Τις ετόλμησε να εγγίση εις το ευγενικόν σου και ωραιότατον πρόσωπον»; Αλλά και ο μνηστήρ αυτής εθρήνει έτι περισσότερον. Βλέποντες δε ότι τα δάκρυα δε τους έδιδον καμμίαν ωφέλειαν, έστειλαν πεζούς και ιππείς εις πάσαν χώραν και πόλιν να ερευνήσωσιν, εις την Λιβύην, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον, και απανταχού εις λιμένας και Μοναστήρια και εις πάντας τους κρυψώνας, αλλά μάτην εκοπίαζον, ότι ο Κύριος την εσκέπαζε και δεν αφήκε να φανερωθή, όπως μη εμποδισθή ο σωτήριος πόθος της. Αφού δε απηλπίσθησαν δια την εύρεσιν αυτής, επλήσθη έτι μάλλον η οικία θρήνων και οδυρμών, και οσάκις έβλεπεν ο Παφνούτιος κανέν κόσμημα αυτής ή ιμάτιον ηύξανε τον οδυρμόν και τα δάκρυα. Έδραμε δε και εις τον αγιώτατον Ηγούμενον του Μοναστηρίου εκείνου να του αναγγείλη την συμφοράν του, έχων εις αυτόν ελπίδα, ότι καθώς το πρώτον δια των προσευχών αυτού του εχάρισεν ο Κύριος την Ευφροσύνην, ούτω πάλιν ηδύνατο να του φανερώση τι έγινεν. Έρχεται λοιπόν προς αυτόν, και πίπτων εις τους πόδας αυτού εβόησεν· «Οίμοι, Πάτερ, απώλεσα τον καρπόν των ευχών σου! Εχάθη η Ευφροσύνη από τον οίκον μου, και δεν ηξεύρει κανείς των δούλων τι έγινεν. Όταν ήλθον εδώ εις την εορτήν σας, την ημέραν αυτήν εστερήθην το φως των οφθαλμών μου. Λοιπόν δέομαί σου, κάμε μου την χάριν, σχολάσατε πάσαν υπηρεσίαν της Μονής δι’ αγάπην μου, και κάμετε κοινώς άπαντες εις τον Δεσπότην παράκλησιν, να μου αποκαλύψη τι έγινεν η χαρά μου και η της ψυχής μου απόλαυσις». Δακρύσας όθεν και σπλαγχνισθείς αυτόν ο Όσιος συνάγει πάσαν την αδελφότητα, διηγείται την θλίψιν του φίλου των, και προστάσσει να νηστεύσωσιν όλην την εβδομάδα και να προσεύχωνται, έως να αποκαλύψη εις τινα ο Κύριος εις ποίον τόπον ευρίσκεται το ζητούμενον. Ούτω λοιπόν εποίησαν, αλλά ουδεμίαν οπτασίαν είδον, διότι η Οσία Ευφροσύνη εδέετο αφ’ ετέρου να μη την φανερώση ποσώς ο Κύριος. Όθεν παρεχώρησεν ο ελεήμων και πολυεύσπλαγχνος Κύριος να βασανίζηται ο Παφνούτιος μάλλον και να πενθή οδυρόμενος, παρά να παρηγορήση αυτόν και να λυπήση την ψυχήν εκείνην, η οποία τον επόθησε, και δι’ αγάπην του κατεφρόνησε πατρικήν αγάπην και πάσαν απόλαυσιν. Λέγει δε ο Όσιος εις τον Παφνούτιον· «Μη λυπήσαι, τέκνον μου, μήτε αγενώς και αφρόνως να οδύρησαι, ώσπερ οι άπιστοι οι μη έχοντες άλλην μακαριότητα, ειμή μόνον την της παρούσης ζωής· αλλά πίστευσόν μοι τω γέροντι, ότι εις αγαθήν οδόν και θεοφιλή απήλθεν η θυγάτηρ σου, ότι εάν δεν συνέβαινεν ούτω, δεν θα μας κατεφρόνει ο Κύριος, αλλά θα μας εδείκνυε τι εγένετο· όθεν, δια να μη εμποδίση την σωτηρίαν της, την σκεπάζει. Λοιπόν ευχαρίστει και προσκύνει την Βασιλεία Του, ελπίζω δε εις ολίγον καιρόν να την ίδης εις την ζωήν ταύτην, εάν είναι εις ωφέλειαν της ψυχής σου· ει δε μη θα συναντηθήτε εις την ουράνιον του Χριστού Βασιλείαν, δια να συναγ΄λλεσθε αιωνίως». Παρηγορηθείς όθεν ο Παφνούτιος ολίγον απήλθεν, αλλά και πάλιν ήρχετο πολλάκις εις την Μονήν, δια να βλέπη τους αγίους άνδρας εκείνους και να λαμβάνη μικράν παρηγορίαν από τους θείους αυτών λόγους. Ημέραν τινά λέγει ο Ηγούμενος εις τον Παφνούτιον· «Θέλεις να ίδης ένα αδελφόν όπου έχομεν, νέον την ηλικίαν, εις δε την αρετήν λίαν θαυμάσιον, ονόματι Σμάραγδον, όστις είναι από ευγενούς οικογενείας και εγκατέλειψε τον πλούτον και την δόξαν του κόσμου και τόσον αγωνίζεται εις τας εντολάς του Κυρίου, ώστε δεν είναι άλλος τις όμοιός του»; Ταύτα ακούσας εχάρη ο Παφνούτιος και οδηγηθείς υπό του Αγαπίου, απήλθεν εις το κελλίον εκείνου. Η δε Ευφροσύνη, ως είδε τον πατέρα της, έτρεξαν τα δάκρυά της ποταμηδόν, αλλ’ αυτός δεν την εγνώρισεν, ότι από την πολλήν νηστείαν και κακοπάθειαν ήτο η μορφή της ενηλλαγμένη και οι χαρακτήρες της όψεως μεταβεβλημένοι, ενόμιζε δε ότι τον ελυπήθη δια την συμφορ΄ν του και έκλαυσεν. Αφ’ ου δε έπαυσαν τα δάκρυα έκαμεν ευχήν κατά την συνήθειαν, και είτα λέγει εις τον Παφνούτιον· «Πίστευσόν μοι, άνθρωπε, ότι εάν ήτο η θυγάτηρ σου εις οδόν απωλείας, δεν θα κατεφρόνει ο ελεήμων Θεός τας ευχάς και τας ελεημοσύνας και τα δάκρυα σου και τας δεήσεις ημών των αμαρτωλών του τε Καθηγουμένου και ημών πάντων δι’ αγάπην σου· αλλά πιστεύω εις τον Θεόν, ότι εξελέξατο την αγαθήν μερίδα, υπακούσασα τω προστάγματι του Δεσπότου, λέγοντος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, και ουκ αποτασσόμενος πάσι τοις εαυτού, ουκ έστι μου άξιος». Όθεν μη λυπού, αλλ’ έχε υπομονήν. Δυνατός είναι ο Θεός να σου φανερώση τι έγινεν. Ενθυμήσου του Πατριάρχου Ιακώβ, όστις κλαύσας τον υιόν του Ιωσήφ ως νεκρόν πολυετώς, ηξιώθη να τον ίδη ανελπίστως εις τοσαύτην δόξαν, όθεν μετέστρεψε την λύπην εις αγαλλίασιν. Έχε και συ την ελπίδα σου εις τον Κύριον, και σε βεβαιώ, εν φόβω Θεού, να ίδης την θυγατέρα σου πριν αποθάνης». Ταύτα ειπούσα απέλυσεν αυτόν. Ο δε απελθών είπε προς τον Ηγούμενον· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε Πάτερ, ότι τόσον ηυφράνθην με τους λόγους του Οσίου Σμαράγδου, ώσπερ να είδον τρόπον τινά αυτό τούτο το τέκνον μου». Έκαμε λοιπόν η Ευφροσύνη αγνώριστος εις το Μοναστήριον χρόνους οκτώ και τριάκοντα, και τότε ησθένησε. Ο δε Παφνούτιος έτυχεν εκεί εκ θείας Προνοίας, και ιδών κλινήρη τον Σμάραγδον, έκλαυσε πικρώς λέγων· «Οίμοι τω αθλίω! Τις να με παρηγορήση εις το γήρας μου; Τριάκοντα και οκτώ έτη είναι όπου έχασα το τέκνον μου, και κανείς δεν μοι έδωσε θάρρος και ελπίδα ότι θα το ίδω, αλλά μόνον συ, φίλτατε αδελφέ, τώρα δε ούτε εκείνο βλέπω, ούτε σε έχω πλέον, όστις ήσο παρηγορία της λύπης μου. Τώρα απελπίζομαι κι δεν πιστεύω να ίδω πλέον την θυγατέρα μου». Η δε είπεν εις αυτόν· «Διατί θλίβεσαι τόσον και απελπίζεσαι; Έχε υπομονήν, και υπόμεινον άλλας τρεις ημέρας, να ίδης του Θεού τα θαυμάσια». Έμεινε λοιπόν ο Παφνούτιος, νομίζων ότι ο Κύριος απεκάλυψεν εις τον Σμάραγδον το ζητούμενον, και δια τούτο του είπε να μείνη τρεις ημέρας. Όταν έφθασεν η τελευταία ώρα της Οσίας Ευφροσύνης, εκάλεσεν αύτη τον Παφνούτιον και του είπεν· «Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός ωκονόμησε τα κατ’ εμέ ως ηθέλησε και με ηξίωσε να τελειώσω την καλήν μου πρόθεσιν, τώρα δε απέρχομαι εις την αιώνιον αγαλλίασιν δια να λάβω τον ητοιμασμένον μοι στέφανον, σήμερον θέλω να σε απαλλάξω της φροντίδος. Όθεν γίνωσκε, ότι εγώ είμαι η θυγάτηρ σου, και δια να μη με εμποδίσης ήλλαξα σχήμα, και με εβοήθησεν ο Θεός, και ωκονόμησε να μη με γνωρίσης, και πάλιν τώρα σε έφερε, δια να με ίδης, να παρηγορηθής και να ενταφιάσης το σώμα μου. Όταν ήλθον εδώ εις την Μονήν, υπεσχέθην του Ηγουμένου, ως έχουσα πλούτον πολύν, εάν υποφέρω έως τέλους, να αφιερώσω αυτόν εις την Μονήν. Λοιπόν δέομαί σου, εκπλήρωσον την υπόσχεσίν μου, δος εις τους Πατέρας όσα ήθελες να δώσης εις εμέ, ότι είναι πολλοί ενάρετοι άνθρωποι». Ταύτα δε ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν αυτής εις χείρας Θεού. Ο Παφνούτιος, εκπλαγείς δια το απροσδόκητον του πράγματος, έπεσεν εις την γην ως νεκρός άφωνος και άλαλος. Ο δε Αγάπιος, ακούσας τα διατρέξαντα, έδραμε και τον ερράντισε με ολίγον ύδωρ εις το πρόσωπον, αφού δε συνήλθε, τον ηρώτησε τι έπαθεν. Ο δε έκλαιε λέγων· «Άφες με να ξεψυχήσω, ότι είδον θαύμα εξαίσιον». Είτα αναστάς, έβρεχε το άγιον λείψανον με την ροήν των δακρύων και έλεγεν· «Οίμοι, τέκνον γλυκύτατον! Διατί δεν μοι το ωμολόγησες πρότερον, δια να έλθω και εγώ να γίνω ο άθλιος συνεργάτης σου, αλλ’ έθλιψας τοσούτον τα σπλάγχνα μου; Οίμοι τω αθλίω και άφρονι! Πως είχον εις τας χείρας μου το ζητούμενον και δεν το ηννόησα; Τι να πράξω σήμερον; Να εορτάσω και να ευφρανθώ ότι σε εύρον, ή να θρηνήσω τον θάνατόν σου υπό πατρικών σπλάγχνων νικώμενος; Αλλ’ αμαρτία είναι να κλαίη τις εκείνους, οι οποίοι λυτρώνονται από την λυπηράν ζωήν ταύτην και υπάγουσιν εις κρείττονα και αιώνιον. Μακαρία συ και όντως αοίδιμος, ότι σοφώς και τεχνηέντως ενίκησας τας πανουργίας και τας ενέδρας του δαίμονος και απολαύεις τον Παράδεισον. Η μεν φύσις με αναγκάζει να κλαίω, αλλά θρηνούντα με χαρά διαδέχεται μετατρέπουσα εις ευφροσύνη τα δάκρυα, και επιποθώ να αναχωρήσω του σώματος, να έλθω εις τον Παράδεισον, να αγαλλώμεθα πάντοτε, καθώς ελπίζω εις την φιλανθρωπίαν του Θεού, να με αξιώση δια των σων ευχών και δεήσεων». Ταύτα ιδών ο Αγάπιος, ηννόησεν ότι ο Σμάραγδος ήτο η θυγάτηρ του Παφνουτίου, και σπεύσας το ανήγγειλεν εις τον Προεστώτα και εις πάσαν την Αδελφότητα. Όθεν έδραμον όλοι και διηγωνίζοντο ποίος να πλησιάση πρότερον εις εκείνο το άγιον λείψανον, όπως το ασπασθή δι’ ευλάβειαν. Εις δε Ασκητής, έχων τον ένα οφθαλμόν τυφλόν, ασπασθείς την Αγίαν, ω του θαύματος! ευρέθη με δύο οφθαλμούς και από το τεράστιον αυτό κατεννόησαν πόσης παρρησίας ηξιώθη προς Κύριον, και ηύξησαν μάλιστα την προς αυτήν ευλάβειαν και δοξολογήσαντες ικανώς, ενεταφίασαν εντίμως, ως έπρεπεν, εκείνο το ιερώτατον λείψανον, έλαμψε δε το πρόσωπον της Αγίας ως ο ήλιος. Ο δε Παφνούτιος από τότε δεν ανεχώρησε της Μονής, αλλά διεμοίρασεν όλα του τα υπάρχοντα εις πτωχούς, εις σχολεία και εις Εκκλησίας και κατώκησεν εις το Μοναστήριον, γενόμενος δε Μοναχός, έμεινεν εις το κελλίον της Ευφροσύνης, εις την αυτήν ψάθην κατακλινόμενος. Επέζησε δε ως Μοναχός δέκα έτη εναρετώτατα και ευσεβέστατα. Μετά δε την τελευτήν τούτου, τον ενεταφίασαν εις το μνημείον της Ευφροσύνης, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Και η μεν γυνή προσηύχετο εις τον οίκον αυτών μιμουμένη την πάλαι Άνναν, και έλεγε ταύτα δακρύουσα· «Κύριε Σαβαώθ, εάν επιβλέψης επί την δούλην σου και μοι δώσης τέκνον, υπόσχομαι να σου το αφιερώσω ως δώρον τέλειον». Ο δε Παφνούτιος, μεταβαίνων εις ιερά φροντιστήρια, παρεκάλει τους εναρέτους Μοναχούς να δέωνται του Θεού δι’ αυτό. Ακούσας δε ούτος ότι εις εν Μοναστήριον υπήρχεν ενάρετός τις και άγιος Γέρων, έχων προς Θεόν πολλήν παρρησίαν και βίου καθαρότητα, μετέβη εκεί και ασπασάμενος τον Ηγούμενον είπεν εις αυτόν· «Επίβλεψον επ’ εμέ, τίμιε Πάτερ· ίδε την ταπείνωσίν μου, διάλυσον το νέφος της αθυμίας μου δια του φωτός των προσευχών σου, και δεήθητι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να μου δώση τεκνογονίαν, ότι εγώ και η γυνή μου πολλήν θλίψιν έχομεν». Ταύτα ειπών μετά δακρύων, τον ελυπήθη ο άγιος Γέρων συμπαθώς· όθεν ποιήσας ευχήν πολλάκις προς Κύριον δι’ αυτόν, επήκουσεν ο ελεήμων Θεός, και συλλαβούσα η γυνή του Παφνουτίου γεννά θυγάτριον ωραιότατον. Έγινε τότε κοινή χαρά εις αυτόν τον οίκον και πολλή αγαλλίασις, και διότι έλυσε την λύπην αυτών και κατήφειαν ωνόμασαν αυτήν Ευφροσύνην, την οποίαν ο Παφνούτιος ως καρπόν ευχής έτρεφε με αρετήν μάλλον παρά με σαρκικά και πρόσκαιρα βρώματα, και της ηρμήνευε τα ιερά γράμματα, νουθετών αυτήν καθ’ εκάστην εις τας εντολάς του Κυρίου, ήτις όσον ηύξανεν εις την σωματικήν ηλικίαν, τοσούτον επλήθυνε και εις την της ψυχής ωραιότητα. Όταν η Ευφροσύνη έγινε δωδεκαετής, εκοιμήθη η μήτηρ της. Αυτή όμως, ποθούσα τον αληθή Νυμφίον, επεμελείτο το κάλλος της αρετής. Οι δε τα σωματικά μόνα φρονούντες γείτονες, βλέποντες την του σώματος ωραιότητα, τα χρηστά ήθη, την ευταξίαν αυτής και ευγένειαν, εζήτησαν να συμπενθερεύσουν με τον Παφνούτιον. Ο δε υπεσχέθη αυτήν ενός μεγάλου και πλουσίου άρχοντος, και ήξευρε μεν της κόρης την φιλόθεον γνώμην, την οποίαν είχε, να δουλεύση τω Δεσπότη Χριστώ, όμως διότι ήτο ο συμπένθερος εξ ευγενών, απεφάσισε το συνοικέσιον. Ο δε Κύριος, ο αληθής Νυμφίος της κόρης, ζηλών εζήλωσε και αρπάσας αυτήν εκ μέσου αυτών εις βίον κρείττονα και πολιτείαν ισάγγελον καθωδήγησε· και ακούσατε, να λάβητε πολλήν αγαλλίασιν. Όταν έφθασε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της η Ευφροσύνη και ήθελον να τελέσουν τους γάμους, λαβών αυτήν ο πατήρ της απήλθεν εις το ρηθέν Μοναστήριον, λέγων ταύτα προς τον Ηγούμενον· «Ιδού, Πάτερ τίμιε, σου παρουσιάζω τον καρπόν της σης ευχής και δεήσεως, να την ευχηθής, διότι την υπάνδρευσα, και θα την στείλω ταχέως εις τον νυμφίον της, και νουθέτησον αυτήν, πώς να ευαρεστήση τω Θεώ». Είπε λοιπόν εις αυτήν ο Ηγούμενος σωτήρια λόγια και ψυχωφελή επί τρεις ημέρας ενώπιον του Παφνουτίου. Εν τούτω δε τω μεταξύ έβλεπεν η Ευφροσύνη την ευταξίαν των αδελφών και την ευλάβειαν εις τας ψαλμωδίας και προσευχάς και ετέρας υπηρεσίας του Πνεύματος, και έλεγε καθ’ εαυτήν ταύτα· «Όντως μακάριοι οι άνθρωποι ούτοι, οίτινες διάγουσιν εις την ζωήν ταύτην δια τον Κύριον πολιτείαν ισάγγελον, και μετά θάνατον πάλιν υπάγουσι να αγάλλωνται αιωνίως εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Μετά τρεις ημέρας, θέλοντος να αναχωρήση του Παφνουτίου, προσέπεσεν η κόρη εις τους πόδας του Ηγουμένου να την ευλογήση. Αυτός δε γνωρίσας με τους διορατικούς οφθαλμούς της ψυχής του την γνώμην της κόρης, έκαμε την κατάλληλον ευχήν, λέγων· «Ο Θεός, τέκνον μου, να οικονομήση το συμφέρον της ψυχής σου, να σε στερεώση εις τον φόβον του, και να σε αξιώση μετά των εκλεκτών αυτού της ουρανίου μακαριότητος». Δια των λόγων τούτων του Ηγουμένου ήναψεν εις την ψυχήν της έτι μάλλον ο θείος έρως· επιστρέψασα δε εις την οικίαν της έλεγε καθ’ εαυτήν· «Μακάριοι οι μισούντες τον πρόσκαιρον κόσμον, και δουλεύοντες τω Θεώ δια την ψυχήν των, ότι πολλήν παρ’ Αυτού την αμοιβήν θα απολαύσωσι». Μελετώσα δε ταύτα διηνεκώς, δεν επεμελείτο ποσώς να στολίση και να καλλωπίση το σώμα, ούτε καν με ύδωρ θερμόν να νίψη το πρόσωπον, αλλά μάλιστα με νηστείας και δάκρυα εφαίδρυνε την της ψυχής ωραιότητα. Όλα της τα στολίδια και περιδέραια και βραχιόλια και ενώτια και δακτυλίδια και πάντα τον χρυσόν και άργυρον διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Δεν εφόρει μεταξωτά ιμάτια, ούτε μαλακά, αλλά τρίχινα· δεν συνωμίλει με φιλοκόσμους και φιληδόνους γυναίκας, ούτε ποσώς ήθελε να ακούση λόγια άσεμνα και άχρηστα παραμύθια, αλλά μόνον όταν ήρχετο εις την οικίαν της Πνευματικός ή Μοναχός, διελέγετο και ήκουε τα θεία διδάγματα. Ότε δε ποτε είχον εορτήν εις το ειρημένον Μοναστήριον και ετέλουν μνημόσυνον των κτιτόρων, εκάλεσαν και τον Παφνούτιον, όστις απελθών έμεινεν εκεί τρεις ημέρας· όθεν εύρεν άδειαν η Ευφροσύνη να εκτελέση εκείνο το οποίον επόθει. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν, κατά θείαν οικονομίαν και πρόνοιαν, από τινα σκήτην εις Πνευματικός ενάρετος. Τούτον εκάλεσεν η Ευφροσύνη, χάριν εξομολογήσεως, και είπεν εις αυτόν όλον της τον πόθον, τον οποίον είχε να απαρνηθή τον κόσμον δια την αγάπην του Κυρίου ημών, και τον ηρώτησε, πώς να πράξη εις αυτήν την περίστασιν. Ο δε απεκρίθη· «Γινώσκεις, ω θύγατερ, ότι ο Κύριος λέγει εις το ιερόν Ευαγγέλιον· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». Αφού λοιπόν αυτός ο φιλόστοργος Δεσπότης ήναψε την καρδίαν σου εις τον θείον αυτού και σωτήριον έρωτα, σπεύσον, όσον δύνασαι το συντομώτερον, άρον τον Σταυρόν και ακολούθησον Αυτόν προ του να ψυχρανθή ο πόθος σου. Μη αφήσης να φθείρη την παρθενίαν σου φθαρτός άνθρωπος, αλλά νυμφεύσου τον ουράνιον Βασιλέα, να αγάλλεσαι μετ’ Αυτού εις ζωήν την αιώνιον». Η δε Ευφροσύνη, ως ήκουσεν αυτά, εχάρη πάρα πολύ και παρεκάλεσεν αυτόν να την αξιώση του Αγγελικού Σχήματος. Ο δε προθύμως εξετέλεσε το ζητούμενον, και επιτελέσας ευχήν, εκούρευσεν αυτήν και την ενέδυσε το μοναχικόν σχήμα, δεόμενος του Θεού να την αξιώση να τελειώση τον πόθον της. Ούτω ποιήσας, αυτός μεν απήλθεν εις το ασκητήριόν του, εκείνη δε εσυλλογίζετο που να υπάγη και πώς να κρυφθή, δια να μη την εύρωσιν οι συγγενείς της και την εμποδίσωσι. Ταύτα διαλογιζομένη έκρινεν ότι εάν απέλθη εις Παρθενώνα ή Μοναστήριον γυναικών, ήτο ενδεχόμενον να την εύρωσιν· όθεν εκδυθείσα την ιδίαν στολήν, απέρριψεν ομού με τον χιτώνα και την γυναικείαν ασθένειαν, και ενδύεται εις σχήμα ανδρός ιμάτιον σωτηρίου, διαφεύγει της προσοχής των δούλων αυτής, εγκαταλιμπάνει οικίαν λαμπράν, άργυρον, χρυσόν, μαργαρίτας και πάσαν απόλαυσιν, έτι δε απαρνείται πατέρα, μνηστήρα και συγγενείς, καταφρονεί σαρκός ηδυπάθειαν και ηδονάς του παρόντος βίου, και αναλαμβάνει τον Σταυρόν του Χριστού τον γλυκύτατον, απελθούσα εις εκείνο το Μοναστήριον αυτήν ταύτην την ημέραν, καθ’ ην απ’ εκεί ανεχώρησεν ο Παφνούτιος. Ο δε Προεστώς την ηρώτησε κατά την τάξιν πόθεν ήτο και τι εζήτει. Η δε απεκρίθη· «Σμάραγδος ονομάζομαι, δέσποτα, και είμαι ευνούχος εκ του παλατίου του βασιλέως Θεοδοσίου· επειδή δε εβαρύνθην τους θορύβους και την σύγχυσιν του βίου, ακούσας δε και την καλήν φήμην και τας αρετάς της αγιωσύνης σας, ήλθον να σας παρακαλέσω να με δεχθήτε εις την συνοδείαν σας». Ο δε θεοφιλής Προεστώς ευφρανθείς εις τους λόγους της και βλέπων του ήθους την ευκοσμίαν, είπεν εις αυτήν· «Ιδού το Μοναστήριον, τέκνον, και αν σου αρέση, παράμεινον· πλην επειδή είσαι πολύ νέος και δεν γνωρίζεις την των Μοναχών κατάστασιν, πρέπει να σου δώσωμεν ένα Γέροντα, εις τον οποίον να υποταχθής, έως να μάθης της πολιτείας αυτής την ακρίβειαν». Η δε έκλινε την κεφαλήν και υπεσχέθη να κάμνη αόκνως πάντα τα προσταττόμενα, όχι μόνον του Γέροντος, εις τον οποίον θα υπετάσσετο, αλλά και πάσης της αδελφότητος. Εκάλεσεν όθεν ο Ηγούμενος ένα σοφό εις τα θεία και ενάρετον Γέροντα, ονόματι Αγάπιον, ευρισκόμενον εις το άκρον της απαθείας και λέγει εις αυτόν· «Δέξου τον νέον αυτόν εις την κέλλαν σου υποτακτικόν, και κάμε τρόπον να γίνη εναρετώτερός σου». Υπετάσσετο δε η Ευφροσύνη εις τον Γέροντα με πολλήν προθυμίαν και φρόνησιν. Ο δε εχθρός και επίβουλος δαίμων εφθόνησεν, ότι μία απαλή κόρη τον ενίκησε και εμηχανάτο να σμικρύνη τον πόθον της, και ποτέ μεν της ενεθύμιζε την αγάπην του πατρός της και τον πόθον του μνηστήρος, ποτέ δε την δόξαν του κόσμου, τον πλούτον και την λοιπήν της σαρκός τρυφήν. Ιδών δε ότι δεν ηδύνατο να χαυνώση τον τόνον της αρετής, έτρωσε τους άλλους Μοναχούς εις έρωτα του κάλλους της, και βλέποντες αυτήν εσκανδαλίζοντο. Όθεν εφανέρωσαν ταύτα εις τον Προεστώτα, όστις διέταξεν τον Σμάραγδον να ησυχάζη εις εν κελλίον αναχωρητικόν, και ούτε αυτός να υπάγη αλλαχού ούτε άλλον αδελφόν να υποδέχεται εις την κέλλαν του, ούτε να συνομιλή με τινα το σύνολον, αλλά να αναγινώσκη μόνος του την ακολουθίαν, και ο Αγάπιος να του κομίζη τα προς την χρείαν, ου μόνον τα πνευματικά, αλλά και τα σωματικά, τουτέστι τροφάς και ενδύματα. Εχάρη λοιπόν η μακαρία, ότι ελυτρώθη πάσης ενοχλήσεως, και επλεόναζε μάλλον εις τον προς Χριστόν έρωτα, προσθέτουσα νηστείαν εις τας νηστείας, και δι’ αγρυπνιών και προσευχών αγωνιζομένη περισσότερον, ώστε εθαύμαζεν ο Αγάπιος και το διηγείτο εις πάσαν την αδελφότητα. Ο δε πατήρ αυτής, επανελθών εις την οικίαν εκ της Μονής και μη ευρών την φιλτάτην του θυγατέρα, έκαμε μεγάλην εξέτασιν εις τους δούλους και τας παιδίσκας, ερωτών μήπως και απήλθεν εις τινα των συγγενών της. Αι δε απεκρίθησαν· «Χθες μετά το δείπνον έκλεισε την θύραν του κοιτώνος αυτής και εκοιμήθη κατά το σύνηθες, σήμερον δε το πρωϊ εισήλθομεν και δεν την ευρήκαμεν». Ευθύς δε έστειλε να ερωτήση, μήπως την επήρεν ο αρραβωνιστικός της, ο οποίος ακούσας το αιφνίδιον αυτό μήνυμα εταράχθη, και δραμών εις τον Παφνούτιον, τον εύρε να ξεσχίζη με τους όνυχας τας σιαγόνας του και να ανασπά το γένειον, λέγων· «Οίμοι! Τέκνον μου φίλτατον, πώς να υπομείνω την στέρησίν σου; Άλλο τέκνον δεν έχω, να λαμβάνω μικράν παράκλησιν. Εγώ σε ανέτρεφον με πόθον πολύν, δια να έχω βακτηρίαν και βοήθειαν εις το γήρας μου, και συ με εγκατέλειψας τον τρισάθλιον; Οίμοι! Ποίος εσκότισε το φως των οφθαλμών μου; Ποίος επήρε τον πλούτον μου; Ποίος λύκος ήρπασε την αμνάδα μου; Ω Ευφροσύνη, η χαρά της ψυχής, η πνοή και ζωή μου και άνεσις! Τις ετόλμησε να εγγίση εις το ευγενικόν σου και ωραιότατον πρόσωπον»; Αλλά και ο μνηστήρ αυτής εθρήνει έτι περισσότερον. Βλέποντες δε ότι τα δάκρυα δε τους έδιδον καμμίαν ωφέλειαν, έστειλαν πεζούς και ιππείς εις πάσαν χώραν και πόλιν να ερευνήσωσιν, εις την Λιβύην, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον, και απανταχού εις λιμένας και Μοναστήρια και εις πάντας τους κρυψώνας, αλλά μάτην εκοπίαζον, ότι ο Κύριος την εσκέπαζε και δεν αφήκε να φανερωθή, όπως μη εμποδισθή ο σωτήριος πόθος της. Αφού δε απηλπίσθησαν δια την εύρεσιν αυτής, επλήσθη έτι μάλλον η οικία θρήνων και οδυρμών, και οσάκις έβλεπεν ο Παφνούτιος κανέν κόσμημα αυτής ή ιμάτιον ηύξανε τον οδυρμόν και τα δάκρυα. Έδραμε δε και εις τον αγιώτατον Ηγούμενον του Μοναστηρίου εκείνου να του αναγγείλη την συμφοράν του, έχων εις αυτόν ελπίδα, ότι καθώς το πρώτον δια των προσευχών αυτού του εχάρισεν ο Κύριος την Ευφροσύνην, ούτω πάλιν ηδύνατο να του φανερώση τι έγινεν. Έρχεται λοιπόν προς αυτόν, και πίπτων εις τους πόδας αυτού εβόησεν· «Οίμοι, Πάτερ, απώλεσα τον καρπόν των ευχών σου! Εχάθη η Ευφροσύνη από τον οίκον μου, και δεν ηξεύρει κανείς των δούλων τι έγινεν. Όταν ήλθον εδώ εις την εορτήν σας, την ημέραν αυτήν εστερήθην το φως των οφθαλμών μου. Λοιπόν δέομαί σου, κάμε μου την χάριν, σχολάσατε πάσαν υπηρεσίαν της Μονής δι’ αγάπην μου, και κάμετε κοινώς άπαντες εις τον Δεσπότην παράκλησιν, να μου αποκαλύψη τι έγινεν η χαρά μου και η της ψυχής μου απόλαυσις». Δακρύσας όθεν και σπλαγχνισθείς αυτόν ο Όσιος συνάγει πάσαν την αδελφότητα, διηγείται την θλίψιν του φίλου των, και προστάσσει να νηστεύσωσιν όλην την εβδομάδα και να προσεύχωνται, έως να αποκαλύψη εις τινα ο Κύριος εις ποίον τόπον ευρίσκεται το ζητούμενον. Ούτω λοιπόν εποίησαν, αλλά ουδεμίαν οπτασίαν είδον, διότι η Οσία Ευφροσύνη εδέετο αφ’ ετέρου να μη την φανερώση ποσώς ο Κύριος. Όθεν παρεχώρησεν ο ελεήμων και πολυεύσπλαγχνος Κύριος να βασανίζηται ο Παφνούτιος μάλλον και να πενθή οδυρόμενος, παρά να παρηγορήση αυτόν και να λυπήση την ψυχήν εκείνην, η οποία τον επόθησε, και δι’ αγάπην του κατεφρόνησε πατρικήν αγάπην και πάσαν απόλαυσιν. Λέγει δε ο Όσιος εις τον Παφνούτιον· «Μη λυπήσαι, τέκνον μου, μήτε αγενώς και αφρόνως να οδύρησαι, ώσπερ οι άπιστοι οι μη έχοντες άλλην μακαριότητα, ειμή μόνον την της παρούσης ζωής· αλλά πίστευσόν μοι τω γέροντι, ότι εις αγαθήν οδόν και θεοφιλή απήλθεν η θυγάτηρ σου, ότι εάν δεν συνέβαινεν ούτω, δεν θα μας κατεφρόνει ο Κύριος, αλλά θα μας εδείκνυε τι εγένετο· όθεν, δια να μη εμποδίση την σωτηρίαν της, την σκεπάζει. Λοιπόν ευχαρίστει και προσκύνει την Βασιλεία Του, ελπίζω δε εις ολίγον καιρόν να την ίδης εις την ζωήν ταύτην, εάν είναι εις ωφέλειαν της ψυχής σου· ει δε μη θα συναντηθήτε εις την ουράνιον του Χριστού Βασιλείαν, δια να συναγ΄λλεσθε αιωνίως». Παρηγορηθείς όθεν ο Παφνούτιος ολίγον απήλθεν, αλλά και πάλιν ήρχετο πολλάκις εις την Μονήν, δια να βλέπη τους αγίους άνδρας εκείνους και να λαμβάνη μικράν παρηγορίαν από τους θείους αυτών λόγους. Ημέραν τινά λέγει ο Ηγούμενος εις τον Παφνούτιον· «Θέλεις να ίδης ένα αδελφόν όπου έχομεν, νέον την ηλικίαν, εις δε την αρετήν λίαν θαυμάσιον, ονόματι Σμάραγδον, όστις είναι από ευγενούς οικογενείας και εγκατέλειψε τον πλούτον και την δόξαν του κόσμου και τόσον αγωνίζεται εις τας εντολάς του Κυρίου, ώστε δεν είναι άλλος τις όμοιός του»; Ταύτα ακούσας εχάρη ο Παφνούτιος και οδηγηθείς υπό του Αγαπίου, απήλθεν εις το κελλίον εκείνου. Η δε Ευφροσύνη, ως είδε τον πατέρα της, έτρεξαν τα δάκρυά της ποταμηδόν, αλλ’ αυτός δεν την εγνώρισεν, ότι από την πολλήν νηστείαν και κακοπάθειαν ήτο η μορφή της ενηλλαγμένη και οι χαρακτήρες της όψεως μεταβεβλημένοι, ενόμιζε δε ότι τον ελυπήθη δια την συμφορ΄ν του και έκλαυσεν. Αφ’ ου δε έπαυσαν τα δάκρυα έκαμεν ευχήν κατά την συνήθειαν, και είτα λέγει εις τον Παφνούτιον· «Πίστευσόν μοι, άνθρωπε, ότι εάν ήτο η θυγάτηρ σου εις οδόν απωλείας, δεν θα κατεφρόνει ο ελεήμων Θεός τας ευχάς και τας ελεημοσύνας και τα δάκρυα σου και τας δεήσεις ημών των αμαρτωλών του τε Καθηγουμένου και ημών πάντων δι’ αγάπην σου· αλλά πιστεύω εις τον Θεόν, ότι εξελέξατο την αγαθήν μερίδα, υπακούσασα τω προστάγματι του Δεσπότου, λέγοντος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, και ουκ αποτασσόμενος πάσι τοις εαυτού, ουκ έστι μου άξιος». Όθεν μη λυπού, αλλ’ έχε υπομονήν. Δυνατός είναι ο Θεός να σου φανερώση τι έγινεν. Ενθυμήσου του Πατριάρχου Ιακώβ, όστις κλαύσας τον υιόν του Ιωσήφ ως νεκρόν πολυετώς, ηξιώθη να τον ίδη ανελπίστως εις τοσαύτην δόξαν, όθεν μετέστρεψε την λύπην εις αγαλλίασιν. Έχε και συ την ελπίδα σου εις τον Κύριον, και σε βεβαιώ, εν φόβω Θεού, να ίδης την θυγατέρα σου πριν αποθάνης». Ταύτα ειπούσα απέλυσεν αυτόν. Ο δε απελθών είπε προς τον Ηγούμενον· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε Πάτερ, ότι τόσον ηυφράνθην με τους λόγους του Οσίου Σμαράγδου, ώσπερ να είδον τρόπον τινά αυτό τούτο το τέκνον μου». Έκαμε λοιπόν η Ευφροσύνη αγνώριστος εις το Μοναστήριον χρόνους οκτώ και τριάκοντα, και τότε ησθένησε. Ο δε Παφνούτιος έτυχεν εκεί εκ θείας Προνοίας, και ιδών κλινήρη τον Σμάραγδον, έκλαυσε πικρώς λέγων· «Οίμοι τω αθλίω! Τις να με παρηγορήση εις το γήρας μου; Τριάκοντα και οκτώ έτη είναι όπου έχασα το τέκνον μου, και κανείς δεν μοι έδωσε θάρρος και ελπίδα ότι θα το ίδω, αλλά μόνον συ, φίλτατε αδελφέ, τώρα δε ούτε εκείνο βλέπω, ούτε σε έχω πλέον, όστις ήσο παρηγορία της λύπης μου. Τώρα απελπίζομαι κι δεν πιστεύω να ίδω πλέον την θυγατέρα μου». Η δε είπεν εις αυτόν· «Διατί θλίβεσαι τόσον και απελπίζεσαι; Έχε υπομονήν, και υπόμεινον άλλας τρεις ημέρας, να ίδης του Θεού τα θαυμάσια». Έμεινε λοιπόν ο Παφνούτιος, νομίζων ότι ο Κύριος απεκάλυψεν εις τον Σμάραγδον το ζητούμενον, και δια τούτο του είπε να μείνη τρεις ημέρας. Όταν έφθασεν η τελευταία ώρα της Οσίας Ευφροσύνης, εκάλεσεν αύτη τον Παφνούτιον και του είπεν· «Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός ωκονόμησε τα κατ’ εμέ ως ηθέλησε και με ηξίωσε να τελειώσω την καλήν μου πρόθεσιν, τώρα δε απέρχομαι εις την αιώνιον αγαλλίασιν δια να λάβω τον ητοιμασμένον μοι στέφανον, σήμερον θέλω να σε απαλλάξω της φροντίδος. Όθεν γίνωσκε, ότι εγώ είμαι η θυγάτηρ σου, και δια να μη με εμποδίσης ήλλαξα σχήμα, και με εβοήθησεν ο Θεός, και ωκονόμησε να μη με γνωρίσης, και πάλιν τώρα σε έφερε, δια να με ίδης, να παρηγορηθής και να ενταφιάσης το σώμα μου. Όταν ήλθον εδώ εις την Μονήν, υπεσχέθην του Ηγουμένου, ως έχουσα πλούτον πολύν, εάν υποφέρω έως τέλους, να αφιερώσω αυτόν εις την Μονήν. Λοιπόν δέομαί σου, εκπλήρωσον την υπόσχεσίν μου, δος εις τους Πατέρας όσα ήθελες να δώσης εις εμέ, ότι είναι πολλοί ενάρετοι άνθρωποι». Ταύτα δε ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν αυτής εις χείρας Θεού. Ο Παφνούτιος, εκπλαγείς δια το απροσδόκητον του πράγματος, έπεσεν εις την γην ως νεκρός άφωνος και άλαλος. Ο δε Αγάπιος, ακούσας τα διατρέξαντα, έδραμε και τον ερράντισε με ολίγον ύδωρ εις το πρόσωπον, αφού δε συνήλθε, τον ηρώτησε τι έπαθεν. Ο δε έκλαιε λέγων· «Άφες με να ξεψυχήσω, ότι είδον θαύμα εξαίσιον». Είτα αναστάς, έβρεχε το άγιον λείψανον με την ροήν των δακρύων και έλεγεν· «Οίμοι, τέκνον γλυκύτατον! Διατί δεν μοι το ωμολόγησες πρότερον, δια να έλθω και εγώ να γίνω ο άθλιος συνεργάτης σου, αλλ’ έθλιψας τοσούτον τα σπλάγχνα μου; Οίμοι τω αθλίω και άφρονι! Πως είχον εις τας χείρας μου το ζητούμενον και δεν το ηννόησα; Τι να πράξω σήμερον; Να εορτάσω και να ευφρανθώ ότι σε εύρον, ή να θρηνήσω τον θάνατόν σου υπό πατρικών σπλάγχνων νικώμενος; Αλλ’ αμαρτία είναι να κλαίη τις εκείνους, οι οποίοι λυτρώνονται από την λυπηράν ζωήν ταύτην και υπάγουσιν εις κρείττονα και αιώνιον. Μακαρία συ και όντως αοίδιμος, ότι σοφώς και τεχνηέντως ενίκησας τας πανουργίας και τας ενέδρας του δαίμονος και απολαύεις τον Παράδεισον. Η μεν φύσις με αναγκάζει να κλαίω, αλλά θρηνούντα με χαρά διαδέχεται μετατρέπουσα εις ευφροσύνη τα δάκρυα, και επιποθώ να αναχωρήσω του σώματος, να έλθω εις τον Παράδεισον, να αγαλλώμεθα πάντοτε, καθώς ελπίζω εις την φιλανθρωπίαν του Θεού, να με αξιώση δια των σων ευχών και δεήσεων». Ταύτα ιδών ο Αγάπιος, ηννόησεν ότι ο Σμάραγδος ήτο η θυγάτηρ του Παφνουτίου, και σπεύσας το ανήγγειλεν εις τον Προεστώτα και εις πάσαν την Αδελφότητα. Όθεν έδραμον όλοι και διηγωνίζοντο ποίος να πλησιάση πρότερον εις εκείνο το άγιον λείψανον, όπως το ασπασθή δι’ ευλάβειαν. Εις δε Ασκητής, έχων τον ένα οφθαλμόν τυφλόν, ασπασθείς την Αγίαν, ω του θαύματος! ευρέθη με δύο οφθαλμούς και από το τεράστιον αυτό κατεννόησαν πόσης παρρησίας ηξιώθη προς Κύριον, και ηύξησαν μάλιστα την προς αυτήν ευλάβειαν και δοξολογήσαντες ικανώς, ενεταφίασαν εντίμως, ως έπρεπεν, εκείνο το ιερώτατον λείψανον, έλαμψε δε το πρόσωπον της Αγίας ως ο ήλιος. Ο δε Παφνούτιος από τότε δεν ανεχώρησε της Μονής, αλλά διεμοίρασεν όλα του τα υπάρχοντα εις πτωχούς, εις σχολεία και εις Εκκλησίας και κατώκησεν εις το Μοναστήριον, γενόμενος δε Μοναχός, έμεινεν εις το κελλίον της Ευφροσύνης, εις την αυτήν ψάθην κατακλινόμενος. Επέζησε δε ως Μοναχός δέκα έτη εναρετώτατα και ευσεβέστατα. Μετά δε την τελευτήν τούτου, τον ενεταφίασαν εις το μνημείον της Ευφροσύνης, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου