Γρηγόριος ο της Μεγάλης Αρμενίας λαμπρότατος φωστήρ ήτο από γένος
βασιλικόν υιός ων Ανάκ, Πάρθου το γένος, γεννηθείς περί το έτος σμ΄ (240).
Ούτος ήτο συγγενής του βασιλέως της Αρμενίας Κουσαρώ, τον οποίον εθανάτωσε δια
δόλου ο ίδιος ο Ανάκ, αποσταλείς και παρακινηθείς εις τούτο από τον Αρτασύραν
βασιλέα των Περσών. Όθεν δια τον βασιλικόν τούτον φόνον εθανατώθη όλη η γενεά
του Ανάκ, μόνος δε ο θείος Γρηγόριος ούτος και εις έτερος αδελφός του ελυτρώθη
από του θανάτου, πεμφθείς παις μικρός εις την επικράτειαν των Ρωμαίων, δια
μέσου συγγενούς των τινός.
Ευρισκόμενος λοιπόν ο θείος ούτος πατήρ εν Καισαρεία της Καππαδοκίας, εμάνθανε και την άλλην παιδείαν των γραμμάτων και τα των Χριστιανών δόγματα και διδάγματα, και βαπτισθείς έγινε Χριστιανός. Επειδή δε εις των υιών τού φονευθέντος Κουσαρώ, Τιριδάτης ονομαζόμενος, διωχθείς εκ της Αρμενίας υπό του βασιλέως των Περσών, διέτριβεν εκεί συναριθμούμενος εις τους πρώτους άρχοντας των Ρωμαίων, δια τούτο ο θείος Γρηγόριος επήγε μετ’ αυτού προκρίνων θεληματικώς να τον υπηρετή. Όθεν κατά μεν τα άλλα πάντα εθεράπευε τον Τιριδάτην και τον ανέπαυεν, επειδή δε ήτο Χριστιανός, κατά τούτο μόνον πολλά τον ελύπει και τον παρώξυνεν. Επειδή δε ο Τιριδάτης έκαμε μίαν μεγάλην ανδραγαθίαν εις βοήθειαν των Ρωμαίων, δια τούτο εις ανταπόδοσιν της χάριτος εκείνης αποκατεστάθη υπ’ αυτών εις την αρχήν και εξουσίαν του πατρός του βασιλέως της Αρμενίας. Ανελθών ο Τιριδάτης εις τον θρόνον της Μεγάλης Αρμενίας, επέδειξε μεγάλον ζήλον προς τα είδωλα και επεθύμει να εύρη τρόπον, ώστε να πιστεύσωσιν εις αυτά όλοι οι υποκείμενοι εις αυτόν και μάλιστα οι επιφανέστεροι και χρησιμώτεροι των αρχόντων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο θείος Γρηγόριος· όθεν καλέσας αυτόν μετεχειρίζετο πάντα τρόπον να τον καταστήση κοινωνόν της θρησκείας του, αλλ’ ο Άγιος, κρατών στερεώς την ευσεβή πίστιν, ωμολόγει παρρησία ότι ποτέ δεν θα την απαρνηθή. Βλέπων δε ο Τιριδάτης, ότι δεν υπετάσσετο, θυμωθείς του λέγει· «Εγώ σε ετίμησα, Γρηγόριε, και σε έχω συγκοινωνόν εις την τιμήν και τον πλούτον μου, και συ γίνεσαι προς τον ευεργέτην αχάριστος»; Ο δε Άγιος του λέγει· «Ο Δεσπότης Χριστός ο Βασιλεύς πάσης κτίσεως μας προστάσσει να υποτασσώμεθα εις τους επιγείους βασιλείς και άρχοντας (τα του Καίσαρος τω Καίσαρι) ως προς τας σωματικάς υπηρεσίας, αι οποίαι την ψυχήν δεν βλάπτουσι, καθώς είδες ότι σου υπήκουσα έως τώρα προθύμως εις τους πολέμους και τας άλλας χρείας της πόλεως και δεν ημέλησα πώποτε· αλλά τώρα, όπου με προστάσσεις και παρακινείς εις την ασέβειαν, δεν πρέπει να σου υποταχθώ, διότι αν πράξω ούτω, θέλει κατακριθή η ψυχή μου εις την αιώνιον κόλασιν». Ταύτα και έτερα λέγοντος προς αυτόν του Αγίου, εθυμώθη ο Τιριδάτης υπέρ το μέτρον· όθεν έβαλε και έδεσαν οπίσω τους αγκώνας του Αγίου και τεντώσαντες άνω και κάτω το στόμα του δια ξύλου, εφόρτωσαν εις τους ώμους του βώλους μεγαλωτάτους άλατος μεταλλικού, το οποίον εξάγεται εις την Αρμενίαν· έπειτα κρεμάσαντες τον Άγιον υψηλά δια σχοινίου τον ετιμώρουν πικρώς έως ημέρας επτά. Την δε εβδόμην τον κατεβίβασαν, και τον ηρώτησαν εάν έστεργε να θυσιάση εις τα είδωλα· και επειδή ποσώς δεν έστεργε, του έδωσαν δεινότερα κολαστήρια, τα οποία υπέμεινεν ανδρειότατα ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής. Είτα εκρέμασαν τον Άγιον αντιστρόφως από του ενός ποδός, και τον έδειραν ασπλάγχνως με ραβδία χονδρά ροζάρικα· κάτωθεν δε εκάπνιζον αυτόν με κόπρον βρωμερωτάτην, ώστε ουδέ να αναπνεύση ηδύνατο, αλλ’ ο τρισμακάριος υπέμενε ταύτα μεγαλοψύχως, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, και διδάσκων τους παρόντες την του Δεσπότου Χριστού ενανθρώπησιν και την δόξαν του Παραδείσου, η οποία αναμένει τους Χριστιανούς, και την αιώνιον κόλασιν της οποίας γίνονται κληρονόμοι όσοι αποθνήσκουσιν αμετανόητοι. Αφού λοιπόν άλλας επτά ημέρας εβασανίσθη ούτω, τον κατεβίβασαν, ελπίζοντες να τον φέρωσιν εις την μιαράν των γνώμην οι μάταιοι· και επειδή δεν έστεργε, πάλιν συνέσφιγξαν τας κνήμας του δια σανίδων και σχοινίων τόσον ισχυρώς, ώστε ένεκα της πολλής συνθλίσεως έσταζε το αίμα από τα άκρα των δακτύλων των ποδών του. Ύστερον εκάρφωσαν εις τα πέλματα των ποδών του σιδηρά καρφία, και τον ηνάγκασαν ούτω να τρέχη όσον ηδύνατο. Εις ταύτην την τιμωρίαν ησθάνετο οδύνην πολλήν ο τρισόλβιος, και εκοκκίνιζεν εκ της ροής των αιμάτων όλον το έδαφος· ο δε Τιριδάτης έβαλε πάλιν και τον έδειραν ωμότερον, απλώσαντες αυτόν υπτίως κατά γης. Έπειτα έθλιψαν την κεφαλήν του δια μηχανικού οργάνου και έβαλον εις τους ρώθωνας αυτού δια μιάς σύριγγος σαπωνόχωμα (σόδαν ή ποτάσσαν) και όξος δριμύ ηνωμένα μεθ’ άλατος και νίτρου, των οποίων εισήλθεν η δριμύτης έως εις αυτά τα βαθύτατα μέρη της κεφαλής και έως εις αυτόν τον εγκέφαλόν του. Είτα κατέκαιον την κεφαλήν του επί εξ ημέρας δια θυλάκου δερματίνου πλήρους θερμοτάτης στάκτης της καμίνου, εντός της οποίας έβαλον τον Άγιον· την δε εβδόμην, αφού τον εξήγαγον, είπεν ο Τιριδάτης προς καταφρόνησιν· «Τάχα επήγες εις τα βασίλεια του Χριστού σου, και απήλαυσας ολίγην από την θαυμασίαν εκείνην μακαριότητα»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ακόμη δεν υπάγομεν εις εκείνην την δόξαν και άρρητον αγαλλίασιν, παρά όταν έλθη ο Δεσπότης Χριστός εν τη Δευτέρα υτού Παρουσία, ίνα κρίνη άπαντας, και τότε οι μεν ευγνώμονες δούλοι του θα λάβωσι πλουσίαν την ανταπόδοσιν, συ δε, άθλιε, θα λάβης την τιμωρίαν, η οποία σου πρέπει κατά τας πράξεις σου». Θυμωθείς όθεν ο Τιριδάτης τα μέγιστα προσέταξε και εκρέμασαν τον Άγιον κατακέφαλα, και δια του αφεδρώνος έρριπτον άφθονον ύδωρ εντός της κοιλίας του προς καταισχύνην οι αλιτήριοι· μετά ταύτα τον εκολάκευσε πάλιν ο Τιριδάτης, είτα δε τον εφοβέρισε να τον θανατώση με δεινά κολαστήρια· επειδή δε ο Άγιος δεν επείθετο εις το να υπακούση, τον εκρέμασαν πάλιν και με σιδηρούς όνυχας εξέσχιζον τας πλευράς του ασπλάγχνως και έτρεχαν κρουνηδόν τα αίματα· κατόπιν έστρωσαν εις την γην σιδηρούς τριβόλους, επάνω εις τους οποίους σύροντες αυτόν υπτίως ολόγυμνον του έλεγον· «Που είναι τώρα ο Θεός σου, και δεν σε λυτρώνει από τας χείρας μας»; Πάλιν δε τον εφυλάκισαν και την επιούσαν ιδών ο Τιριδάτης αυτόν υγιά εις όλας του τας πληγάς, εθαύμασε και διέταξε να βάλωσι σιδηράς κνημίδας εις τα γόνατά του, σιδηρά υποδήματα εις τους πόδας του και να τον κρεμάσωσιν, Ούτω δε κρεμάμενος διέμενεν ο Άγιος τρεις ολοκλήρους ημέρας. Εν ω δε πάλιν περιεπαίζετο υπό του Τιριδάτου, διότι δεν του έδιδεν ο Χριστός βοήθειαν, είπεν εις αυτόν· «Εγώ έχω εις χαράν μου τα κολαστήρια ταύτα, διότι είναι ψυχοσωτήρια· αλλά συ επισωρεύεις εις την κεφαλήν σου πυρ καταφλέγον αιωνίως». Διο θυμωθείς σφόδρα ο Τιριδάτης λέγει· «Επειδή απειλείς να με καύσης δια πυρός ασβέστου, εγώ θα σε καύσω τώρα εις το πυρ το σβεννύμενον, ίνα σε διδάξω να μη είσαι τόσον αυθάδης και αναίσχυντος προς εμέ». Ανέλυσαν λοιπόν εντός χαλκώματος μόλυβδον και τον έχυσαν όλον βραστόν εις τον Άγιον, όστις υπέμεινε γενναίως και ταύτην την βάσανον, δοξάζων τον Κύριον. Ιδών ο Τιριδάτης, ότι με κολαστήρια δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, εδοκίμασε πάλιν δια κολακειών να τον διαστρέψη εις την ασέβειαν· αλλά εις από τους σατράπας και άρχοντας αυτού τον συνεβούλευσε λέγων· «Δεν είναι δίκαιον ούτε πρέπον, ω βασιλεύ, να ζήση πλέον ούτος ο άνθρωπος, ούτε να βλέπη τον ήλιον, επειδή είναι υιός του Πάρθου Ανάκ, όστις με δόλον εφόνευσε τον πατέρα σου, και κατέστησε την Αρμενίαν όλην αιχμάλωτον των Περσών». Ταύτα ακούσας ο Τιριδάτης εμίσησεν εξ όλης ψυχής τον Γρηγόριον, και διατάσσει να δέσουν τας χείρας, τους πόδας και τον τράχηλόν του, και να τον ρίψουν εις τον βαθύν βορβορώδη λάκκον (ήτοι εις ξεροπήγαδον) της πόλεως Αρταξά. Ούτος δε ο λάκκος, αδελφοί κι πατέρες, ήτο εν φοβερόν και ελεεινόν θέαμα, ότι τον είχον οι Αρμένιοι επί ταυτού κατεσκευασμένον, δια να ρίπτουν εκεί τους καταδίκους, κι ήτο γεμάτος όφεις θανατηφόρους και σκώληκας, και δυσωδίαν είχε πολλήν από την λάσπην των θηρίων, όπου δεν ήτο δυνατόν να υποφέρη τις εκεί καν μίαν ημέραν από την άμετρον δυσωδίαν. Εις τούτον τον φοβερόν και απαράκλητον λάκκον έκλεισαν τον θαυμάσιον και θείον Γρηγόριον, και έμεινεν εκεί εις τον δυσωδέστατον και σκοτεινόν εκείνον τόπον χρόνους ολοκλήρους δεκαπέντε, τρεφόμενος κρυφίως από μίαν γυναίκα χήραν, την οποίαν προσέταξεν Άγιος Άγγελος να καταβιβάζη καθ’ εκάστην ημέραν τεμάχιον άρτου, ίνα τρώγη ο Άγιος, δια να μη αποθάνη από την πείναν ούτε από άλλην τινά κάκωσιν, και ούτως ετρέφετο καθ’ όλον εκείνο το διάστημα. Επειδή δε ο βασιλεύς Τιριδάτης έχασε τας φρένας του και δαιμονισθείς έτρωγε τας σάρκας του, μεταβαλών δε την νθρωπίνην μορφήν εις μορφήν χοίρου, εβόσκετο μαζί με τους χοίρους εις τα βουνά (ω του παραδόξου τερατουργήματος! ), δια να μαρτυρήται με το έξω σχήμα η έσω της ψυχής σκληρότης και ο βόρβορος αυτής. (Μη δε απιστήση τις εις τούτο, ότι όπου Θεός ενεργεί, το αδύνατον αργεί, ότι ως Παντοδύναμος έκαμε και τούτο το θαυματούργημα καθώς το του Ναβουχοδονόσορος, και άλλα θαυμασιώτερα εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν). Ήτο λοιπόν εις την πόλιν της Αρμενίας θλίψις πολλή και στενοχωρία δια την χοιρείαν μορφήν του βασιλέως, και την άλλην των αρχόντων από την των δαιμόνων μάστιγα (διότι και οι άρχοντές του εδαιμονίσθησαν). Είχε δε ο Τιριδάτης αδελφήν Κουσαροδούκταν ονόματι, ήτις είδεν ενύπνιον και ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Εάν δεν εξέλθη ο Γρηγόριος από τον λάκκον, ούτε ο αδελφός σου ούτε οι άρχοντες θεραπεύονται». Την δε πρωϊαν επήγεν ευθύς εις την αγοράν και ανήγγειλε την οπτασίαν εις τους άρχοντας· οι δε νομίζοντες φαντασίαν το ενύπνιον, την εχλεύαζον λέγοντες, ότι ούτε καν οστούν του Γρηγορίου ευρίσκετο. Αλλά πάλιν και άλλας νύκτας ακούσασα εν οράματι τα όμοια, κατέπεισε τον λαόν, και έστειλαν ένα σατράπην, Αυτάϊαν καλούμενον, ελθών δε ούτος εις τον λάκκον, εφώνησε τον Γρηγόριον, όστις ευθύς απεκρίνατο· όθεν κρεμάσας σχοινία, τον παρεκάλεσεν ο άρχων να δεθή με ταύτα δια να τον σύρωσιν έξω, επειδή ο Θεός του ούτως επρόσταξεν. Εξελθών ο Άγιος του λάκκου και λουσάμενος ενεδύθη και τον έφεραν εις την πόλιν των· ο δε Τιριδάτης και οι άλλοι άρχοντες έπεσαν όλοι εις τους πόδας του δεόμενοι να τους λυτρώση της δαιμονικής μάστιγος. Αυτός δε ηρώτησεν αυτούς και του έδειξαν τον τόπον εις τον οποίον είχον ρίψει τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, τα οποία εύρον σώα και ακέραια και απείρακτα από τα πετεινά και θηρία και ευωδίαζον, και τα ενεταφίασαν εντίμως, ως έπρεπε, μετά πολυτίμων ιματίων, τα οποία τους έδωκεν ο βασιλεύς· και την άλλην ημέραν έκαμεν ευχήν υπέρ αυτών, ίνα τους συνετίση ο Κύριος (και μάλιστα τον βασιλέα) και εννοήσωσι το τηε θείας αυτού οικονομίας μυστήριον, έπειτα τους εδίδαξε και ικανώς ενουθέτησε να μισήσωσι τα πονηρά είδωλα, και να γνωρίσωσι τον μόνον Θεόν, όστις ως ελεήμων και παντοδύναμος τον εφύλαξε τόσα έτη εις τον λάκκον αβλαβή και απήμαντον, και να πιστεύσωσιν εις Αυτόν, ίνα μη κολασθώσιν αιωνίως· και τους υπεσχέθη ότι, εάν βαπτισθώσι, θα λάβωσι της ψυχής και του σώματος ίασιν· διηγήθη δε προς αυτούς και οπτασίαν θαυμάσιον, την οποίαν είδεν εις τον λάκκον, και δια της οποίας του εφανερώθη, πως έμελλον να πιστεύσωσιν εις τον Δεσπότην Χριστόν όλοι οι Αρμένιοι, προς λύτρωσιν από της αιωνίου κολάσεως, την οποίαν χάριν συντομίας παραλείπομεν. Αυτά και έτερα λέγων ο μέγας Γρηγόριος περί της Ορθοδόξου πίστεως, τους έπεισε και επίστευσαν άπαντες. Έκτισαν δε Εκκλησίαν πλουσίαν εις τιμήν της Οσίας Ριψιμίας και των λοιπών Οσιομαρτύρων, και έθεσαν εκεί τα τίμια λείψανα. Ο δε Τιριδάτης παρεκάλει τον Άγιον να τον μεταστρέψη από της φρικτής εκείνης χοιρείας μορφής εις το πρότερον είδος του· ει δε μη, καν τας χείρας μόνον και τους πόδας του, ίνα υπηρετή και αυτός κατά δύναμιν εις την οικοδομήν της Εκκλησίας, την οποίαν έκτιζον. Ελυπήθη λοιπόν ο Άγιος, και ποιήσας ευχήν υπέρ αυτού προς Κύριον, μετέστρεψεν εις την προτέραν μορφήν τας χείρας και τους πόδας του· όστις, ίνα μη φανή προς την ευεργεσίαν αχάριστος, έτι δε ίνα τύχη της συγχωρήσεως παρά των Αγίων Μαρτύρων, τας οποίας δεινότατα εκόλασεν άλλοτε, έσκαπτε μόνος του τον τόπον βαθύτατα όπου έμελλον να βάλωσι τας σορούς τας εμπεριεχούσας τα άγια των λείψανα και εσήκωνεν εις τον ώμον του τους βαρείς και μεγάλους λίθους, επειδή ήτο ανήρ ισχυρός. Η δε αδελφή του Κουσαροδούκτα και η βασίλισσα, Ασιχήνη ονόματι, ειργάζοντο και αυταί και εξήγον το χώμα δια των κρασπέδων των ιματίων των μετά πολλής ταπεινώσεως. Ο δε Άγιος, βλέπων την πολλήν αυτών ευλάβειαν, συνήγαγεν όλον το πλήθος της πόλεως, και έκαμαν κοινήν λιτανείαν προς Κύριον μετά δακρύων δεόμενοι, ίνα θεραπεύση τον βασιλέα, μεταστρέφων αυτόν εις την προτέραν μορφήν, και απολυτρών των δαιμόνων αυτόν τε και τους άλλους. Επακούσας δε αυτών ο Θεός, ο παντελεήμων και πανάγαθος, εξήγαγεν από του Τιριδάτου τον έξωθεν επικείμενον χοίρον και απεδίωξε τον ένδοθεν δαίμονα· και όχι μόνον έως εδώ έδειξε την φιλανθρωπίαν Αυτού ο πανοικτίρμων Θεός και πανάγαθος, αλλά και όλους τους άρχοντας και σατράπας ιάτρευσε και ηλευθέρωσεν από τους πονηρούς δαίμονας· και όσοι άλλοι ήσαν λεπροί, λωβοί και παράλυτοι ή άλλην ασθένειαν είχον, εθεραπεύθησαν άπαντες, όχι μόνον σωματικώς, αλλά και ψυχικώς, όπερ το συμφερώτατον· διότι ιδόντες τοιαύτα θαυμάσια, έδραμεν όλον το πλήθος του λαού, μυριάδες αναρίθμητοι, ζητούσαι το άγιον Βάπτισμα· οίτινες όλοι (και μάλιστα ο βασιλεύς και οι πρόκριτοι) ίνα φανερώσωσιν, ότι επίστευσαν ολοψύχως εις τον Χριστόν, εχάλασαν από τα θεμέλια όλους τους ναούς των ειδώλων, και λαβόντες από τα σκευοφυλάκια όλους τους θησαυρούς, ήτοι χρυσίον, αργύριον, σκεύη αργυρά και χρυσοϋφαντα ιμάτια, τα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας, τας οποίας εις δόξαν Χριστού ωκοδόμησαν· και όχι μόνον τα κινητά, αλλά και τα ακίνητα, ήτοι χωράφια και άλλα όμοια, και έκαμαν την άτιμον ύλην και ανωφελή, ύλην ψυχωφελή και πολύτιμον. Ούτω λοιπόν του Δεσπότου Χριστού και Παντοδυνάμου Θεού συνεργούντος εδιώχθησαν εκείθεν οι ανίσχυροι δαίμονες, φοβούμενοι την αξουσίαν Αυτού, και τρέμοντες έφυγον απ’ εκείνα τα όρια. Και όχι μόνον η Αρμενία όλη επίστευσεν, αλλά και πολλά άλλα έθνη γειτνιάζοντα εγνώρισαν την αλήθειαν και εμίσησαν την προτέραν πλάνην και εβαπτίσθησαν, χάριτι όχι μόνον του μεγάλου Γρηγορίου, αλλά και του βασιλέως Τιριδάτου, όστις έγινεν εις τους άλλους καλόν παράδειγμα· διότι ενθυμούμενος πόσας αμαρτίας και πόσους φόνους έκαμεν εις τους Αγίους δούλους του Χριστού, ηγωνίζετο πάση δυνάμει να υπερβάλη δια των τελευταίων αγαθοεργιών του τας πρώτας κακοεργίας του, τας οποίας εν αγνοία έπραξε. Βλέποντες δε οι επίλοιποι άπαντες εζήλωσαν το καλόν, κατά το αρχαίον λόγιον, «φιλεί το αρχόμενον συνεξομοιούσθαι τοις άρχουσιν»· όθεν προϊόντος του χρόνου ηύξανε και η ευσέβειά των. Επειδή δε δεν είχον Αρχιερέα, έλαβον βουλήν αγαθήν να ψηφίσωσιν Αρχιερέα τον μέγαν Γρηγόριον, ίνα γίνη κυβερνήτης των ψυχών αυτών, να τους βαπτίση, να τους χειροτονήση Ιερείς και να οδηγήση αυτούς προς σωτηρίαν, διότι αυτός ήτο αίτιος και εγνώρισαν την αλήθειαν· αλλ’ ο Άγιος απεποιείτο δειλιών υπό ταπεινοφροσύνης και μετριοπαθείας να λάβη τοσούτων ψυχών φροντίδα και μέριμναν, γινώσκων ότι το φυτόν της πίστεως ήτο απαλόν, και εχρειάζετο πότισμα και επιμέλειαν μεγίστην. Πλην ο Κύριος έστειλεν ουρανόθεν Άγγελον προς τον βασιλέα Τιριδάτην και τον μέγαν Γρηγόριον, προστάσσων τον δεύτερον να λάβη την αξίαν ως άξιος, διο και έστερξεν ίνα μη γίνη του Θεού παρήκοος. Έστειλεν όθεν ο βασιλεύς τον θείον Γρηγόριον μετά δεκαέξ μεγιστάνων εις τον Μητροπολίτην Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιον, γράψας προς αυτόν και επιστολήν ταύτα λέγουσαν· «Σκότος πολύ της ασεβείας ετύφλωνεν ημάς πρότερον, και επομένως δεν ηδυνάμεθα να γνωρίσωμεν τον Δημιουργόν και κοινόν Δεσπότην της κτίσεως, έως ου Αυτός μάς εξαπέστειλεν ως άλλον ήλιον τον μέγαν Γρηγόριον και Παρθένους Αγίας, ίνα γνωρίσωμεν δια μέσου τούτων την Εκείνου φιλανθρωπίαν και χρηστότητα, ημείς δ’ εβασανίσαμεν αγριώτατα και τας τιμίας εκείνας Παρθένους και τον ιερόν τούτον Γρηγόριον, φονεύσαντες μάλιστα ελεεινώς (φευ!) αυτάς· επί τέλους δε ο θείος Γρηγόριος ενίκησε την ασπλαγχνίαν και ωμότητα ημών δια της αμάχου δυνάμεως του Θεού, του οποίου η άπειρος ευσπλαγχνία και των οικτιρμών η άβυσσος δεν μας αφήκε να απολεσθώμεν, και δια των διδασκαλιών και προσευχών αυτού τε και των Παρθένων εκείνων εδίωξε το σκότος των ψυχών ημών, και προς το φως της αληθείας μάς εχειραγώγησε. Τούτον λοιπόν τον της σωτηρίας ημών αίτιον, όστις τόσα αγαθά προυξένησεν εις ημάς, εψηφίσαμεν διδάσκαλον και ποιμένα μας, και ουχί μόνον ημείς, αλλά και ο Κύριος άνωθεν ταύτην την ψήφον επεσφράγισεν· όθεν στέλλομεν αυτόν εις την σην πανιερότητα, να μας τον χειροτονήσης Αρχιερέα και να μας τον στείλης ταχέως». Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Λεόντιος υπεδέχθη φιλοτίμως τους πρέσβεις και τον μέγαν Γρηγόριον και παρευθύς τον εχειροτόνησεν εν πολλή δόξη και τον έστειλεν εις τον Τιριδάτην. Επιστρέφων ο θείος Γρηγόριος εις την Μεγάλην Αρμενίαν συμπαρελάμβανεν άνδρας εναρέτους από τας πόλεις και χώρας, όθεν διήρχετο, και τους εδίδασκεν όσα εγνώριζεν ότι ήσαν χρήσιμα, ίνα τους χειροτονήση Ιερείς και ιεροδιδασκάλους. Ότε δ’ έφθασεν εις τα όρια της Αρμενίας του ανήγγειλαν οι εγχώριοι, ότι ήτο εκεί παρά τον ποταμόν Ευφράτην λαός ειδωλολατρικός έχων βωμόν των ειδώλων εις το όνομα του Ηρακλέους, εις τον οποίον εθυσίαζον εις τους δαίμονας και ότι οι Χριστιανοί δεν ηδύναντο να κρημνίσωσι τον βωμόν τούτον κωλυόμενοι υπό των διαφόρων φαντασιών και μηχανορραφιών του σατανά. Τότε ο Άγιος, ζήλω θείω κινούμενος, παρευθύς επήγεν εκείσε και έκαμε προς τον παντοδύναμον Θεόν δέησιν, και έπεσεν εκ θεμελίων ο ναός ο ειδωλολατρικός χωρίς να εγγίση χειρ ανθρώπου τελείως· και κτίσας Εκκλησίαν εις τον Κύριον την εθρονίασε και ενεκαινίασε δια των αγίων λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Αθηνογένους, εις την οποίαν ελειτούργησε και εβάπτισε τους σατράπας, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν του· μείνας δε εκεί ημέρας είκοσιν, εβάπτισεν ένδεκα μυριάδας ανθρώπων και εχειροτόνησεν Ιερείς τε και Διακόνους εις όλην την περίχωρον. Ο δε βασιλεύς Τιριδάτης, ακούσας ότι ήρχετο ο Άγιος, εξήλθε της πόλεως μεθ’ όλης της συγκλήτου και της αδελφής του και της βασιλίσσης, και φθάσαντες έως τας όχθας του Ευφράτου μετά πολλής ταπεινώσεως και ευλαβείας τον προσεκύνησαν και ηυφράνθησαν· αφού δε τους εδίδαξε και κατήχησε και τους έβαλε και ενήστευσαν τριάκοντα ημέρας προσευχόμενοι, έπειτα εβάπτισεν άπαντας, εν αρχή μεν τον βασιλέα, την αδελφήν του και την ομόζυγον, τας σατράπας και άρχοντας, έπειτα δε τον κοινόν λαόν άπαντα· και αφού έκτισεν εκεί παρά τον Ευφράτην ετέραν Εκκλησίαν, και ελειτούργησε, τους εκοινώνησε και έγιναν υιοί φωτός και ημέρας οι πριν εσκοτισμένοι και άφρονες. Ο δε παντοδύναμος Κύριος, ίνα στερεωθώσιν εις την πίστιν οι νεοφώτιστοι, έδειξε και εκεί, ότε εβαπτίζοντο, δύο μεγάλα και φρικτά θαύματα, ήτοι εστάθη ο ποταμός, και δεν έτρεχον τα ύδατα ως εις τον Ιορδάνην ποταμόν και εις την Ερυθράν θάλασσαν, εφαίνετο δε και μέγας στύλος φωτός εις τα ύδατα, εις τα οποία το πλήθος του λαού εβαπτίζετο, εις δε την κεφαλήν του στύλου ήτο Σταυρός λαμπρότατος και εξαστράπτων υπέρ τον ήλιον, τον οποίον έβλεπον όλην την ημέραν οι βαπτιζόμενοι, όντες τον αριθμόν μυριάδες δεκαπέντε και πλέον· έμεινε δε εκεί ο Άγιος ημέρας επτά βαπτίσας πλήθος αμέτρητον. Αφού ετακτοποίησεν όλους αυτούς ο θείος Γρηγόριος επήγεν εις τας άλλας πόλεις και χώρας της Αρμενίας εις τας οποίας έκτιζεν Εκκλησίας, και ελειτούργει απανταχού και εβάπτιζε και εχειροτόνει Ιερείς καθ’ εκάστην, και ωκοδόμει Μοναστήρια, Ησυχαστήρια και άλλα ψυχοσωτήρια οικήματα, εις τα οποία όλα είχε τον βασιλέα Τιριδάτην επιμελητήν και αντιλήπτορα βοηθόν, διότι εχάριζεν εισοδήματα πλούσια προς αυτάρκτη διατήρησιν Ιερέων τε και Μοναζόντων. Προς τούτοις δε και διδασκαλεία και παιδευτήρια ανήγειρεν, ίνα μανθάνωσιν οι παίδες τα ιερά γράμματα. Όθεν όχι μόνον η Αρμενία επίστευσεν εις τον Παντελεήμονα Θεόν, αλλά και Πέρσαι και Μήδοι και Ασσύριοι και άλλα έθνη υπέκλινον τους αυχένας αυτών υπό τον ζυγόν του Χριστού τον χρηστόν και γλυκύτατον· διότι η ευγνωμοσύνη του βασιλέως και η πλουσία μετάδοσις των χρημάτων προς τους ενδεείς και πένητας, και του Αρχιερέως η ευσπλαγχνία και συμπάθεια προς τους ασθενείς έσυρεν αυτούς προς την ευσέβειαν. Ότι ο μεν Αρχιερεύς ιάτρευε τους ασθενείς από πάσης ασθενείας, ο δε βασιλεύς έδιδεν ελεημοσύνας πλουσιοπαρόχους εις τους αναξιοπαθούντας, και απεφυλάκιζε τους χρεοφειλέτας, ξεσχίζων τα χρεόγραφα τα εις χείρας δανειστών και εξοφλών αυτά εκ του βασιλικού θησαυρού. Εκ της χρηστής όθεν διοικήσεως του Αγίου και του βασιλέως απέλαβε βαθείαν ειρήνην άπασα η Αρμενία και επολιτεύοντο οι άνθρωποι ως αρνία ήμερα, απταίστως, ευσεβώς και θεαρέστως· πολλοί δε εξ αυτών έγιναν και Μοναχοί, και κτίζοντες Μοναστήρια και Ησυχαστήρια απέδιδον εις τον ευεργέτην Θεόν τα ευχαριστήρια, και πολλά παιδία των πρώην απίστων συναγαγών ο μέγας Γρηγόριος επιμελώς τα εξεπαίδευσε και έγιναν τοσούτον ενάρετοι άνθρωποι, ώστε κατόπιν προεχειρίσθησαν και Επίσκοποι. Και εις μεν τον Ευφράτην εχειροτόνησεν Αρχιερέα τον Αλβίνον, εις δε την περίχωρον των Βασηνών τον Ευστάθιον και Βάσσον, και ίνα μη μακρηγορώ ένα προς ένα, εις ολίγα έτη εχειροτινήθησαν Αρχιερείς τετρακόσιοι. Τότε ο μέγας Γρηγόριος, έχων πόθον πολύν να υπάγη να ησυχάση εις τα υψηλότερα όρη της Αρμενίας, αφήκε τον Αλβίνον εις τα βασίλεια επίτροπόν του, ως απάντων εναρετώτατον, παραγγείλας εις αυτόν να επιμελήται το ποίμνιον ως να ήτο ο ίδιος. Ο δε βασιλεύς ελυπείτο δια την αναχώρησιν του Αγίου και τον παρεκάλει δακρύων να μη αποχωρισθώσιν αλλήλων, αλλ’ ο πόθος της ησυχίας ενίκα την δέησιν, και δεν έκαμε τον λόγον του· όθεν και μη θέλων επέτρεψε την αναχώρησιν. Λαβών λοιπόν ο Άγιος ολίγους μαθητάς απήλθε και κτίσας δι’ αυτών μικρόν οικητήριον εις εν σπήλαιον ησύχαζεν εκεί τρώγων μόνον άρτον μίαν φοράν ανά τεσσαράκοντα ημέρας. Προς παρηγορίαν δε της υπερβολικής λύπης του ο Τιριδάτης δια την του Αγίου στέρησιν, μαθόν ότι όταν ήτο νέος ο Γρηγόριος εγέννησε δύο παίδας εκ γυναικός νομίμου, ων ο μεν Ορθάνης ονόματι ήτο Ιερεύς, ο δε την κλήσιν Αριστάνης αγαπήσας την ερημικήν εκ νεότητος εμόναζε τρώγων μόνον χόρτα και φορών εν μόνον ιμάτιον, έστειλε τρεις άρχοντας εις την Καισάρειαν προς αναζήτησίν των απανταχού και ανεύρεσιν. Οι δε, απελθόντες ταχέως και ευρόντες τον μεν ένα διδάσκοντα τον λαόν, τον δε άλλον αγωνιζόμενον εις την έρημον, μετά μεγάλων παραινέσεων και παρακλήσεων συμπαρέλαβον και τους δύο και τους προσήγαγον εις τον βασιλέα, όστις τους υπεδέχθη χαίρων και παρεκάλεσε τον ιερόν Γρηγόριον να χειροτονήση τον υιόν του Αριστάνην Μητροπολίτην Αρμενίας, ως εικόνα εαυτού και αρχέτυπον. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο ο Αριστάνης πολύ ενάρετος, τον εχειροτόνησε παρευθύς· και πορευθείς μετ’ αυτού εις όλην την περίχωρον, εστήριξε καλλίτερα εις την ευσέβειαν· έπειτα απεχαιρέτησεν άπαντας, και ανελθών πάλιν εις το ασκητήριόν του, μετ’ ολίγον απεδήμησε προς Κύριον τη λ΄ (30) Σεπτεμβρίου ολίγον μετά το έτος τκε΄ (325) και απέλαβε παρ’ Αυτού πλουσίας τας αμοιβάς των αγώνων του. Τον καιρόν εκείνον και ο Μέγας Κωνσταντίνος, όστις έγινε βασιλεύς των Χριστιανών δια της θείας δυνάμεως και βοηθείας και κρημνίσας όλα τα ειδωλεία εκ θεμελίων, ωκοδόμησεν Εκκλησίας εις δόξαν Θεού, συνήγαγεν εις Οικουμενικήν Σύνοδον τους τιη΄ (318) Θεοφόρους Πατέρας προς στερέωσιν της ευσεβείας και εκρίζωσιν των ζιζανίων της ετεροδοξίας. Έλαμπον δε τότε οι δύο βασιλείς ως αστέρες λαμπρότατοι, ο μεν Τιριδάτης εις τους τόπους της Ανατολής, ο δε Μέγας Κωνσταντίνος εις τα εσπέρια· διότι και ο Τιριδάτης κατά αλήθειαν εφύλαττεν όλας τας αρετάς και τας εντολάς του Κυρίου απαρασαλεύτους, μάλιστα και αποκρύφως ηγωνίζετο, ενήστευε και ηγρύπνει ως τους Ασκητάς, μετά δακρύων του Κυρίου δεόμενος, ίνα συγχωρήση την προτέραν ασέβειάν του. Ήλθε λοιπόν εις την Αγίαν ταύτην Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον και αυτός ο Μητροπολίτης Αριστάνης και ο Τιριδάτης άμα λαβόντες τας επιστολάς του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συνηυφράνθησαν μετ’ αλλήλων. Αφού δε η Σύνοδος εκείνη έληξεν, έλαβον τα θρησκευτικά δόγματα γεγραμμένα και τα εκόμισαν προς τους Αρμενίους, οίτινες τους υπεδέχθησαν χαίροντες, και τοιουτοτρόπως εστερεώθησαν περισσότερον εις την Ορθοδοξίαν και διέμεινεν εις την Αρμενίαν επί χρόνους πολλούς η ευσέβεια εις δόξαν της υπερουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού· ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ευρισκόμενος λοιπόν ο θείος ούτος πατήρ εν Καισαρεία της Καππαδοκίας, εμάνθανε και την άλλην παιδείαν των γραμμάτων και τα των Χριστιανών δόγματα και διδάγματα, και βαπτισθείς έγινε Χριστιανός. Επειδή δε εις των υιών τού φονευθέντος Κουσαρώ, Τιριδάτης ονομαζόμενος, διωχθείς εκ της Αρμενίας υπό του βασιλέως των Περσών, διέτριβεν εκεί συναριθμούμενος εις τους πρώτους άρχοντας των Ρωμαίων, δια τούτο ο θείος Γρηγόριος επήγε μετ’ αυτού προκρίνων θεληματικώς να τον υπηρετή. Όθεν κατά μεν τα άλλα πάντα εθεράπευε τον Τιριδάτην και τον ανέπαυεν, επειδή δε ήτο Χριστιανός, κατά τούτο μόνον πολλά τον ελύπει και τον παρώξυνεν. Επειδή δε ο Τιριδάτης έκαμε μίαν μεγάλην ανδραγαθίαν εις βοήθειαν των Ρωμαίων, δια τούτο εις ανταπόδοσιν της χάριτος εκείνης αποκατεστάθη υπ’ αυτών εις την αρχήν και εξουσίαν του πατρός του βασιλέως της Αρμενίας. Ανελθών ο Τιριδάτης εις τον θρόνον της Μεγάλης Αρμενίας, επέδειξε μεγάλον ζήλον προς τα είδωλα και επεθύμει να εύρη τρόπον, ώστε να πιστεύσωσιν εις αυτά όλοι οι υποκείμενοι εις αυτόν και μάλιστα οι επιφανέστεροι και χρησιμώτεροι των αρχόντων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο θείος Γρηγόριος· όθεν καλέσας αυτόν μετεχειρίζετο πάντα τρόπον να τον καταστήση κοινωνόν της θρησκείας του, αλλ’ ο Άγιος, κρατών στερεώς την ευσεβή πίστιν, ωμολόγει παρρησία ότι ποτέ δεν θα την απαρνηθή. Βλέπων δε ο Τιριδάτης, ότι δεν υπετάσσετο, θυμωθείς του λέγει· «Εγώ σε ετίμησα, Γρηγόριε, και σε έχω συγκοινωνόν εις την τιμήν και τον πλούτον μου, και συ γίνεσαι προς τον ευεργέτην αχάριστος»; Ο δε Άγιος του λέγει· «Ο Δεσπότης Χριστός ο Βασιλεύς πάσης κτίσεως μας προστάσσει να υποτασσώμεθα εις τους επιγείους βασιλείς και άρχοντας (τα του Καίσαρος τω Καίσαρι) ως προς τας σωματικάς υπηρεσίας, αι οποίαι την ψυχήν δεν βλάπτουσι, καθώς είδες ότι σου υπήκουσα έως τώρα προθύμως εις τους πολέμους και τας άλλας χρείας της πόλεως και δεν ημέλησα πώποτε· αλλά τώρα, όπου με προστάσσεις και παρακινείς εις την ασέβειαν, δεν πρέπει να σου υποταχθώ, διότι αν πράξω ούτω, θέλει κατακριθή η ψυχή μου εις την αιώνιον κόλασιν». Ταύτα και έτερα λέγοντος προς αυτόν του Αγίου, εθυμώθη ο Τιριδάτης υπέρ το μέτρον· όθεν έβαλε και έδεσαν οπίσω τους αγκώνας του Αγίου και τεντώσαντες άνω και κάτω το στόμα του δια ξύλου, εφόρτωσαν εις τους ώμους του βώλους μεγαλωτάτους άλατος μεταλλικού, το οποίον εξάγεται εις την Αρμενίαν· έπειτα κρεμάσαντες τον Άγιον υψηλά δια σχοινίου τον ετιμώρουν πικρώς έως ημέρας επτά. Την δε εβδόμην τον κατεβίβασαν, και τον ηρώτησαν εάν έστεργε να θυσιάση εις τα είδωλα· και επειδή ποσώς δεν έστεργε, του έδωσαν δεινότερα κολαστήρια, τα οποία υπέμεινεν ανδρειότατα ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής. Είτα εκρέμασαν τον Άγιον αντιστρόφως από του ενός ποδός, και τον έδειραν ασπλάγχνως με ραβδία χονδρά ροζάρικα· κάτωθεν δε εκάπνιζον αυτόν με κόπρον βρωμερωτάτην, ώστε ουδέ να αναπνεύση ηδύνατο, αλλ’ ο τρισμακάριος υπέμενε ταύτα μεγαλοψύχως, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, και διδάσκων τους παρόντες την του Δεσπότου Χριστού ενανθρώπησιν και την δόξαν του Παραδείσου, η οποία αναμένει τους Χριστιανούς, και την αιώνιον κόλασιν της οποίας γίνονται κληρονόμοι όσοι αποθνήσκουσιν αμετανόητοι. Αφού λοιπόν άλλας επτά ημέρας εβασανίσθη ούτω, τον κατεβίβασαν, ελπίζοντες να τον φέρωσιν εις την μιαράν των γνώμην οι μάταιοι· και επειδή δεν έστεργε, πάλιν συνέσφιγξαν τας κνήμας του δια σανίδων και σχοινίων τόσον ισχυρώς, ώστε ένεκα της πολλής συνθλίσεως έσταζε το αίμα από τα άκρα των δακτύλων των ποδών του. Ύστερον εκάρφωσαν εις τα πέλματα των ποδών του σιδηρά καρφία, και τον ηνάγκασαν ούτω να τρέχη όσον ηδύνατο. Εις ταύτην την τιμωρίαν ησθάνετο οδύνην πολλήν ο τρισόλβιος, και εκοκκίνιζεν εκ της ροής των αιμάτων όλον το έδαφος· ο δε Τιριδάτης έβαλε πάλιν και τον έδειραν ωμότερον, απλώσαντες αυτόν υπτίως κατά γης. Έπειτα έθλιψαν την κεφαλήν του δια μηχανικού οργάνου και έβαλον εις τους ρώθωνας αυτού δια μιάς σύριγγος σαπωνόχωμα (σόδαν ή ποτάσσαν) και όξος δριμύ ηνωμένα μεθ’ άλατος και νίτρου, των οποίων εισήλθεν η δριμύτης έως εις αυτά τα βαθύτατα μέρη της κεφαλής και έως εις αυτόν τον εγκέφαλόν του. Είτα κατέκαιον την κεφαλήν του επί εξ ημέρας δια θυλάκου δερματίνου πλήρους θερμοτάτης στάκτης της καμίνου, εντός της οποίας έβαλον τον Άγιον· την δε εβδόμην, αφού τον εξήγαγον, είπεν ο Τιριδάτης προς καταφρόνησιν· «Τάχα επήγες εις τα βασίλεια του Χριστού σου, και απήλαυσας ολίγην από την θαυμασίαν εκείνην μακαριότητα»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ακόμη δεν υπάγομεν εις εκείνην την δόξαν και άρρητον αγαλλίασιν, παρά όταν έλθη ο Δεσπότης Χριστός εν τη Δευτέρα υτού Παρουσία, ίνα κρίνη άπαντας, και τότε οι μεν ευγνώμονες δούλοι του θα λάβωσι πλουσίαν την ανταπόδοσιν, συ δε, άθλιε, θα λάβης την τιμωρίαν, η οποία σου πρέπει κατά τας πράξεις σου». Θυμωθείς όθεν ο Τιριδάτης τα μέγιστα προσέταξε και εκρέμασαν τον Άγιον κατακέφαλα, και δια του αφεδρώνος έρριπτον άφθονον ύδωρ εντός της κοιλίας του προς καταισχύνην οι αλιτήριοι· μετά ταύτα τον εκολάκευσε πάλιν ο Τιριδάτης, είτα δε τον εφοβέρισε να τον θανατώση με δεινά κολαστήρια· επειδή δε ο Άγιος δεν επείθετο εις το να υπακούση, τον εκρέμασαν πάλιν και με σιδηρούς όνυχας εξέσχιζον τας πλευράς του ασπλάγχνως και έτρεχαν κρουνηδόν τα αίματα· κατόπιν έστρωσαν εις την γην σιδηρούς τριβόλους, επάνω εις τους οποίους σύροντες αυτόν υπτίως ολόγυμνον του έλεγον· «Που είναι τώρα ο Θεός σου, και δεν σε λυτρώνει από τας χείρας μας»; Πάλιν δε τον εφυλάκισαν και την επιούσαν ιδών ο Τιριδάτης αυτόν υγιά εις όλας του τας πληγάς, εθαύμασε και διέταξε να βάλωσι σιδηράς κνημίδας εις τα γόνατά του, σιδηρά υποδήματα εις τους πόδας του και να τον κρεμάσωσιν, Ούτω δε κρεμάμενος διέμενεν ο Άγιος τρεις ολοκλήρους ημέρας. Εν ω δε πάλιν περιεπαίζετο υπό του Τιριδάτου, διότι δεν του έδιδεν ο Χριστός βοήθειαν, είπεν εις αυτόν· «Εγώ έχω εις χαράν μου τα κολαστήρια ταύτα, διότι είναι ψυχοσωτήρια· αλλά συ επισωρεύεις εις την κεφαλήν σου πυρ καταφλέγον αιωνίως». Διο θυμωθείς σφόδρα ο Τιριδάτης λέγει· «Επειδή απειλείς να με καύσης δια πυρός ασβέστου, εγώ θα σε καύσω τώρα εις το πυρ το σβεννύμενον, ίνα σε διδάξω να μη είσαι τόσον αυθάδης και αναίσχυντος προς εμέ». Ανέλυσαν λοιπόν εντός χαλκώματος μόλυβδον και τον έχυσαν όλον βραστόν εις τον Άγιον, όστις υπέμεινε γενναίως και ταύτην την βάσανον, δοξάζων τον Κύριον. Ιδών ο Τιριδάτης, ότι με κολαστήρια δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, εδοκίμασε πάλιν δια κολακειών να τον διαστρέψη εις την ασέβειαν· αλλά εις από τους σατράπας και άρχοντας αυτού τον συνεβούλευσε λέγων· «Δεν είναι δίκαιον ούτε πρέπον, ω βασιλεύ, να ζήση πλέον ούτος ο άνθρωπος, ούτε να βλέπη τον ήλιον, επειδή είναι υιός του Πάρθου Ανάκ, όστις με δόλον εφόνευσε τον πατέρα σου, και κατέστησε την Αρμενίαν όλην αιχμάλωτον των Περσών». Ταύτα ακούσας ο Τιριδάτης εμίσησεν εξ όλης ψυχής τον Γρηγόριον, και διατάσσει να δέσουν τας χείρας, τους πόδας και τον τράχηλόν του, και να τον ρίψουν εις τον βαθύν βορβορώδη λάκκον (ήτοι εις ξεροπήγαδον) της πόλεως Αρταξά. Ούτος δε ο λάκκος, αδελφοί κι πατέρες, ήτο εν φοβερόν και ελεεινόν θέαμα, ότι τον είχον οι Αρμένιοι επί ταυτού κατεσκευασμένον, δια να ρίπτουν εκεί τους καταδίκους, κι ήτο γεμάτος όφεις θανατηφόρους και σκώληκας, και δυσωδίαν είχε πολλήν από την λάσπην των θηρίων, όπου δεν ήτο δυνατόν να υποφέρη τις εκεί καν μίαν ημέραν από την άμετρον δυσωδίαν. Εις τούτον τον φοβερόν και απαράκλητον λάκκον έκλεισαν τον θαυμάσιον και θείον Γρηγόριον, και έμεινεν εκεί εις τον δυσωδέστατον και σκοτεινόν εκείνον τόπον χρόνους ολοκλήρους δεκαπέντε, τρεφόμενος κρυφίως από μίαν γυναίκα χήραν, την οποίαν προσέταξεν Άγιος Άγγελος να καταβιβάζη καθ’ εκάστην ημέραν τεμάχιον άρτου, ίνα τρώγη ο Άγιος, δια να μη αποθάνη από την πείναν ούτε από άλλην τινά κάκωσιν, και ούτως ετρέφετο καθ’ όλον εκείνο το διάστημα. Επειδή δε ο βασιλεύς Τιριδάτης έχασε τας φρένας του και δαιμονισθείς έτρωγε τας σάρκας του, μεταβαλών δε την νθρωπίνην μορφήν εις μορφήν χοίρου, εβόσκετο μαζί με τους χοίρους εις τα βουνά (ω του παραδόξου τερατουργήματος! ), δια να μαρτυρήται με το έξω σχήμα η έσω της ψυχής σκληρότης και ο βόρβορος αυτής. (Μη δε απιστήση τις εις τούτο, ότι όπου Θεός ενεργεί, το αδύνατον αργεί, ότι ως Παντοδύναμος έκαμε και τούτο το θαυματούργημα καθώς το του Ναβουχοδονόσορος, και άλλα θαυμασιώτερα εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν). Ήτο λοιπόν εις την πόλιν της Αρμενίας θλίψις πολλή και στενοχωρία δια την χοιρείαν μορφήν του βασιλέως, και την άλλην των αρχόντων από την των δαιμόνων μάστιγα (διότι και οι άρχοντές του εδαιμονίσθησαν). Είχε δε ο Τιριδάτης αδελφήν Κουσαροδούκταν ονόματι, ήτις είδεν ενύπνιον και ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Εάν δεν εξέλθη ο Γρηγόριος από τον λάκκον, ούτε ο αδελφός σου ούτε οι άρχοντες θεραπεύονται». Την δε πρωϊαν επήγεν ευθύς εις την αγοράν και ανήγγειλε την οπτασίαν εις τους άρχοντας· οι δε νομίζοντες φαντασίαν το ενύπνιον, την εχλεύαζον λέγοντες, ότι ούτε καν οστούν του Γρηγορίου ευρίσκετο. Αλλά πάλιν και άλλας νύκτας ακούσασα εν οράματι τα όμοια, κατέπεισε τον λαόν, και έστειλαν ένα σατράπην, Αυτάϊαν καλούμενον, ελθών δε ούτος εις τον λάκκον, εφώνησε τον Γρηγόριον, όστις ευθύς απεκρίνατο· όθεν κρεμάσας σχοινία, τον παρεκάλεσεν ο άρχων να δεθή με ταύτα δια να τον σύρωσιν έξω, επειδή ο Θεός του ούτως επρόσταξεν. Εξελθών ο Άγιος του λάκκου και λουσάμενος ενεδύθη και τον έφεραν εις την πόλιν των· ο δε Τιριδάτης και οι άλλοι άρχοντες έπεσαν όλοι εις τους πόδας του δεόμενοι να τους λυτρώση της δαιμονικής μάστιγος. Αυτός δε ηρώτησεν αυτούς και του έδειξαν τον τόπον εις τον οποίον είχον ρίψει τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, τα οποία εύρον σώα και ακέραια και απείρακτα από τα πετεινά και θηρία και ευωδίαζον, και τα ενεταφίασαν εντίμως, ως έπρεπε, μετά πολυτίμων ιματίων, τα οποία τους έδωκεν ο βασιλεύς· και την άλλην ημέραν έκαμεν ευχήν υπέρ αυτών, ίνα τους συνετίση ο Κύριος (και μάλιστα τον βασιλέα) και εννοήσωσι το τηε θείας αυτού οικονομίας μυστήριον, έπειτα τους εδίδαξε και ικανώς ενουθέτησε να μισήσωσι τα πονηρά είδωλα, και να γνωρίσωσι τον μόνον Θεόν, όστις ως ελεήμων και παντοδύναμος τον εφύλαξε τόσα έτη εις τον λάκκον αβλαβή και απήμαντον, και να πιστεύσωσιν εις Αυτόν, ίνα μη κολασθώσιν αιωνίως· και τους υπεσχέθη ότι, εάν βαπτισθώσι, θα λάβωσι της ψυχής και του σώματος ίασιν· διηγήθη δε προς αυτούς και οπτασίαν θαυμάσιον, την οποίαν είδεν εις τον λάκκον, και δια της οποίας του εφανερώθη, πως έμελλον να πιστεύσωσιν εις τον Δεσπότην Χριστόν όλοι οι Αρμένιοι, προς λύτρωσιν από της αιωνίου κολάσεως, την οποίαν χάριν συντομίας παραλείπομεν. Αυτά και έτερα λέγων ο μέγας Γρηγόριος περί της Ορθοδόξου πίστεως, τους έπεισε και επίστευσαν άπαντες. Έκτισαν δε Εκκλησίαν πλουσίαν εις τιμήν της Οσίας Ριψιμίας και των λοιπών Οσιομαρτύρων, και έθεσαν εκεί τα τίμια λείψανα. Ο δε Τιριδάτης παρεκάλει τον Άγιον να τον μεταστρέψη από της φρικτής εκείνης χοιρείας μορφής εις το πρότερον είδος του· ει δε μη, καν τας χείρας μόνον και τους πόδας του, ίνα υπηρετή και αυτός κατά δύναμιν εις την οικοδομήν της Εκκλησίας, την οποίαν έκτιζον. Ελυπήθη λοιπόν ο Άγιος, και ποιήσας ευχήν υπέρ αυτού προς Κύριον, μετέστρεψεν εις την προτέραν μορφήν τας χείρας και τους πόδας του· όστις, ίνα μη φανή προς την ευεργεσίαν αχάριστος, έτι δε ίνα τύχη της συγχωρήσεως παρά των Αγίων Μαρτύρων, τας οποίας δεινότατα εκόλασεν άλλοτε, έσκαπτε μόνος του τον τόπον βαθύτατα όπου έμελλον να βάλωσι τας σορούς τας εμπεριεχούσας τα άγια των λείψανα και εσήκωνεν εις τον ώμον του τους βαρείς και μεγάλους λίθους, επειδή ήτο ανήρ ισχυρός. Η δε αδελφή του Κουσαροδούκτα και η βασίλισσα, Ασιχήνη ονόματι, ειργάζοντο και αυταί και εξήγον το χώμα δια των κρασπέδων των ιματίων των μετά πολλής ταπεινώσεως. Ο δε Άγιος, βλέπων την πολλήν αυτών ευλάβειαν, συνήγαγεν όλον το πλήθος της πόλεως, και έκαμαν κοινήν λιτανείαν προς Κύριον μετά δακρύων δεόμενοι, ίνα θεραπεύση τον βασιλέα, μεταστρέφων αυτόν εις την προτέραν μορφήν, και απολυτρών των δαιμόνων αυτόν τε και τους άλλους. Επακούσας δε αυτών ο Θεός, ο παντελεήμων και πανάγαθος, εξήγαγεν από του Τιριδάτου τον έξωθεν επικείμενον χοίρον και απεδίωξε τον ένδοθεν δαίμονα· και όχι μόνον έως εδώ έδειξε την φιλανθρωπίαν Αυτού ο πανοικτίρμων Θεός και πανάγαθος, αλλά και όλους τους άρχοντας και σατράπας ιάτρευσε και ηλευθέρωσεν από τους πονηρούς δαίμονας· και όσοι άλλοι ήσαν λεπροί, λωβοί και παράλυτοι ή άλλην ασθένειαν είχον, εθεραπεύθησαν άπαντες, όχι μόνον σωματικώς, αλλά και ψυχικώς, όπερ το συμφερώτατον· διότι ιδόντες τοιαύτα θαυμάσια, έδραμεν όλον το πλήθος του λαού, μυριάδες αναρίθμητοι, ζητούσαι το άγιον Βάπτισμα· οίτινες όλοι (και μάλιστα ο βασιλεύς και οι πρόκριτοι) ίνα φανερώσωσιν, ότι επίστευσαν ολοψύχως εις τον Χριστόν, εχάλασαν από τα θεμέλια όλους τους ναούς των ειδώλων, και λαβόντες από τα σκευοφυλάκια όλους τους θησαυρούς, ήτοι χρυσίον, αργύριον, σκεύη αργυρά και χρυσοϋφαντα ιμάτια, τα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας, τας οποίας εις δόξαν Χριστού ωκοδόμησαν· και όχι μόνον τα κινητά, αλλά και τα ακίνητα, ήτοι χωράφια και άλλα όμοια, και έκαμαν την άτιμον ύλην και ανωφελή, ύλην ψυχωφελή και πολύτιμον. Ούτω λοιπόν του Δεσπότου Χριστού και Παντοδυνάμου Θεού συνεργούντος εδιώχθησαν εκείθεν οι ανίσχυροι δαίμονες, φοβούμενοι την αξουσίαν Αυτού, και τρέμοντες έφυγον απ’ εκείνα τα όρια. Και όχι μόνον η Αρμενία όλη επίστευσεν, αλλά και πολλά άλλα έθνη γειτνιάζοντα εγνώρισαν την αλήθειαν και εμίσησαν την προτέραν πλάνην και εβαπτίσθησαν, χάριτι όχι μόνον του μεγάλου Γρηγορίου, αλλά και του βασιλέως Τιριδάτου, όστις έγινεν εις τους άλλους καλόν παράδειγμα· διότι ενθυμούμενος πόσας αμαρτίας και πόσους φόνους έκαμεν εις τους Αγίους δούλους του Χριστού, ηγωνίζετο πάση δυνάμει να υπερβάλη δια των τελευταίων αγαθοεργιών του τας πρώτας κακοεργίας του, τας οποίας εν αγνοία έπραξε. Βλέποντες δε οι επίλοιποι άπαντες εζήλωσαν το καλόν, κατά το αρχαίον λόγιον, «φιλεί το αρχόμενον συνεξομοιούσθαι τοις άρχουσιν»· όθεν προϊόντος του χρόνου ηύξανε και η ευσέβειά των. Επειδή δε δεν είχον Αρχιερέα, έλαβον βουλήν αγαθήν να ψηφίσωσιν Αρχιερέα τον μέγαν Γρηγόριον, ίνα γίνη κυβερνήτης των ψυχών αυτών, να τους βαπτίση, να τους χειροτονήση Ιερείς και να οδηγήση αυτούς προς σωτηρίαν, διότι αυτός ήτο αίτιος και εγνώρισαν την αλήθειαν· αλλ’ ο Άγιος απεποιείτο δειλιών υπό ταπεινοφροσύνης και μετριοπαθείας να λάβη τοσούτων ψυχών φροντίδα και μέριμναν, γινώσκων ότι το φυτόν της πίστεως ήτο απαλόν, και εχρειάζετο πότισμα και επιμέλειαν μεγίστην. Πλην ο Κύριος έστειλεν ουρανόθεν Άγγελον προς τον βασιλέα Τιριδάτην και τον μέγαν Γρηγόριον, προστάσσων τον δεύτερον να λάβη την αξίαν ως άξιος, διο και έστερξεν ίνα μη γίνη του Θεού παρήκοος. Έστειλεν όθεν ο βασιλεύς τον θείον Γρηγόριον μετά δεκαέξ μεγιστάνων εις τον Μητροπολίτην Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιον, γράψας προς αυτόν και επιστολήν ταύτα λέγουσαν· «Σκότος πολύ της ασεβείας ετύφλωνεν ημάς πρότερον, και επομένως δεν ηδυνάμεθα να γνωρίσωμεν τον Δημιουργόν και κοινόν Δεσπότην της κτίσεως, έως ου Αυτός μάς εξαπέστειλεν ως άλλον ήλιον τον μέγαν Γρηγόριον και Παρθένους Αγίας, ίνα γνωρίσωμεν δια μέσου τούτων την Εκείνου φιλανθρωπίαν και χρηστότητα, ημείς δ’ εβασανίσαμεν αγριώτατα και τας τιμίας εκείνας Παρθένους και τον ιερόν τούτον Γρηγόριον, φονεύσαντες μάλιστα ελεεινώς (φευ!) αυτάς· επί τέλους δε ο θείος Γρηγόριος ενίκησε την ασπλαγχνίαν και ωμότητα ημών δια της αμάχου δυνάμεως του Θεού, του οποίου η άπειρος ευσπλαγχνία και των οικτιρμών η άβυσσος δεν μας αφήκε να απολεσθώμεν, και δια των διδασκαλιών και προσευχών αυτού τε και των Παρθένων εκείνων εδίωξε το σκότος των ψυχών ημών, και προς το φως της αληθείας μάς εχειραγώγησε. Τούτον λοιπόν τον της σωτηρίας ημών αίτιον, όστις τόσα αγαθά προυξένησεν εις ημάς, εψηφίσαμεν διδάσκαλον και ποιμένα μας, και ουχί μόνον ημείς, αλλά και ο Κύριος άνωθεν ταύτην την ψήφον επεσφράγισεν· όθεν στέλλομεν αυτόν εις την σην πανιερότητα, να μας τον χειροτονήσης Αρχιερέα και να μας τον στείλης ταχέως». Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Λεόντιος υπεδέχθη φιλοτίμως τους πρέσβεις και τον μέγαν Γρηγόριον και παρευθύς τον εχειροτόνησεν εν πολλή δόξη και τον έστειλεν εις τον Τιριδάτην. Επιστρέφων ο θείος Γρηγόριος εις την Μεγάλην Αρμενίαν συμπαρελάμβανεν άνδρας εναρέτους από τας πόλεις και χώρας, όθεν διήρχετο, και τους εδίδασκεν όσα εγνώριζεν ότι ήσαν χρήσιμα, ίνα τους χειροτονήση Ιερείς και ιεροδιδασκάλους. Ότε δ’ έφθασεν εις τα όρια της Αρμενίας του ανήγγειλαν οι εγχώριοι, ότι ήτο εκεί παρά τον ποταμόν Ευφράτην λαός ειδωλολατρικός έχων βωμόν των ειδώλων εις το όνομα του Ηρακλέους, εις τον οποίον εθυσίαζον εις τους δαίμονας και ότι οι Χριστιανοί δεν ηδύναντο να κρημνίσωσι τον βωμόν τούτον κωλυόμενοι υπό των διαφόρων φαντασιών και μηχανορραφιών του σατανά. Τότε ο Άγιος, ζήλω θείω κινούμενος, παρευθύς επήγεν εκείσε και έκαμε προς τον παντοδύναμον Θεόν δέησιν, και έπεσεν εκ θεμελίων ο ναός ο ειδωλολατρικός χωρίς να εγγίση χειρ ανθρώπου τελείως· και κτίσας Εκκλησίαν εις τον Κύριον την εθρονίασε και ενεκαινίασε δια των αγίων λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Αθηνογένους, εις την οποίαν ελειτούργησε και εβάπτισε τους σατράπας, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν του· μείνας δε εκεί ημέρας είκοσιν, εβάπτισεν ένδεκα μυριάδας ανθρώπων και εχειροτόνησεν Ιερείς τε και Διακόνους εις όλην την περίχωρον. Ο δε βασιλεύς Τιριδάτης, ακούσας ότι ήρχετο ο Άγιος, εξήλθε της πόλεως μεθ’ όλης της συγκλήτου και της αδελφής του και της βασιλίσσης, και φθάσαντες έως τας όχθας του Ευφράτου μετά πολλής ταπεινώσεως και ευλαβείας τον προσεκύνησαν και ηυφράνθησαν· αφού δε τους εδίδαξε και κατήχησε και τους έβαλε και ενήστευσαν τριάκοντα ημέρας προσευχόμενοι, έπειτα εβάπτισεν άπαντας, εν αρχή μεν τον βασιλέα, την αδελφήν του και την ομόζυγον, τας σατράπας και άρχοντας, έπειτα δε τον κοινόν λαόν άπαντα· και αφού έκτισεν εκεί παρά τον Ευφράτην ετέραν Εκκλησίαν, και ελειτούργησε, τους εκοινώνησε και έγιναν υιοί φωτός και ημέρας οι πριν εσκοτισμένοι και άφρονες. Ο δε παντοδύναμος Κύριος, ίνα στερεωθώσιν εις την πίστιν οι νεοφώτιστοι, έδειξε και εκεί, ότε εβαπτίζοντο, δύο μεγάλα και φρικτά θαύματα, ήτοι εστάθη ο ποταμός, και δεν έτρεχον τα ύδατα ως εις τον Ιορδάνην ποταμόν και εις την Ερυθράν θάλασσαν, εφαίνετο δε και μέγας στύλος φωτός εις τα ύδατα, εις τα οποία το πλήθος του λαού εβαπτίζετο, εις δε την κεφαλήν του στύλου ήτο Σταυρός λαμπρότατος και εξαστράπτων υπέρ τον ήλιον, τον οποίον έβλεπον όλην την ημέραν οι βαπτιζόμενοι, όντες τον αριθμόν μυριάδες δεκαπέντε και πλέον· έμεινε δε εκεί ο Άγιος ημέρας επτά βαπτίσας πλήθος αμέτρητον. Αφού ετακτοποίησεν όλους αυτούς ο θείος Γρηγόριος επήγεν εις τας άλλας πόλεις και χώρας της Αρμενίας εις τας οποίας έκτιζεν Εκκλησίας, και ελειτούργει απανταχού και εβάπτιζε και εχειροτόνει Ιερείς καθ’ εκάστην, και ωκοδόμει Μοναστήρια, Ησυχαστήρια και άλλα ψυχοσωτήρια οικήματα, εις τα οποία όλα είχε τον βασιλέα Τιριδάτην επιμελητήν και αντιλήπτορα βοηθόν, διότι εχάριζεν εισοδήματα πλούσια προς αυτάρκτη διατήρησιν Ιερέων τε και Μοναζόντων. Προς τούτοις δε και διδασκαλεία και παιδευτήρια ανήγειρεν, ίνα μανθάνωσιν οι παίδες τα ιερά γράμματα. Όθεν όχι μόνον η Αρμενία επίστευσεν εις τον Παντελεήμονα Θεόν, αλλά και Πέρσαι και Μήδοι και Ασσύριοι και άλλα έθνη υπέκλινον τους αυχένας αυτών υπό τον ζυγόν του Χριστού τον χρηστόν και γλυκύτατον· διότι η ευγνωμοσύνη του βασιλέως και η πλουσία μετάδοσις των χρημάτων προς τους ενδεείς και πένητας, και του Αρχιερέως η ευσπλαγχνία και συμπάθεια προς τους ασθενείς έσυρεν αυτούς προς την ευσέβειαν. Ότι ο μεν Αρχιερεύς ιάτρευε τους ασθενείς από πάσης ασθενείας, ο δε βασιλεύς έδιδεν ελεημοσύνας πλουσιοπαρόχους εις τους αναξιοπαθούντας, και απεφυλάκιζε τους χρεοφειλέτας, ξεσχίζων τα χρεόγραφα τα εις χείρας δανειστών και εξοφλών αυτά εκ του βασιλικού θησαυρού. Εκ της χρηστής όθεν διοικήσεως του Αγίου και του βασιλέως απέλαβε βαθείαν ειρήνην άπασα η Αρμενία και επολιτεύοντο οι άνθρωποι ως αρνία ήμερα, απταίστως, ευσεβώς και θεαρέστως· πολλοί δε εξ αυτών έγιναν και Μοναχοί, και κτίζοντες Μοναστήρια και Ησυχαστήρια απέδιδον εις τον ευεργέτην Θεόν τα ευχαριστήρια, και πολλά παιδία των πρώην απίστων συναγαγών ο μέγας Γρηγόριος επιμελώς τα εξεπαίδευσε και έγιναν τοσούτον ενάρετοι άνθρωποι, ώστε κατόπιν προεχειρίσθησαν και Επίσκοποι. Και εις μεν τον Ευφράτην εχειροτόνησεν Αρχιερέα τον Αλβίνον, εις δε την περίχωρον των Βασηνών τον Ευστάθιον και Βάσσον, και ίνα μη μακρηγορώ ένα προς ένα, εις ολίγα έτη εχειροτινήθησαν Αρχιερείς τετρακόσιοι. Τότε ο μέγας Γρηγόριος, έχων πόθον πολύν να υπάγη να ησυχάση εις τα υψηλότερα όρη της Αρμενίας, αφήκε τον Αλβίνον εις τα βασίλεια επίτροπόν του, ως απάντων εναρετώτατον, παραγγείλας εις αυτόν να επιμελήται το ποίμνιον ως να ήτο ο ίδιος. Ο δε βασιλεύς ελυπείτο δια την αναχώρησιν του Αγίου και τον παρεκάλει δακρύων να μη αποχωρισθώσιν αλλήλων, αλλ’ ο πόθος της ησυχίας ενίκα την δέησιν, και δεν έκαμε τον λόγον του· όθεν και μη θέλων επέτρεψε την αναχώρησιν. Λαβών λοιπόν ο Άγιος ολίγους μαθητάς απήλθε και κτίσας δι’ αυτών μικρόν οικητήριον εις εν σπήλαιον ησύχαζεν εκεί τρώγων μόνον άρτον μίαν φοράν ανά τεσσαράκοντα ημέρας. Προς παρηγορίαν δε της υπερβολικής λύπης του ο Τιριδάτης δια την του Αγίου στέρησιν, μαθόν ότι όταν ήτο νέος ο Γρηγόριος εγέννησε δύο παίδας εκ γυναικός νομίμου, ων ο μεν Ορθάνης ονόματι ήτο Ιερεύς, ο δε την κλήσιν Αριστάνης αγαπήσας την ερημικήν εκ νεότητος εμόναζε τρώγων μόνον χόρτα και φορών εν μόνον ιμάτιον, έστειλε τρεις άρχοντας εις την Καισάρειαν προς αναζήτησίν των απανταχού και ανεύρεσιν. Οι δε, απελθόντες ταχέως και ευρόντες τον μεν ένα διδάσκοντα τον λαόν, τον δε άλλον αγωνιζόμενον εις την έρημον, μετά μεγάλων παραινέσεων και παρακλήσεων συμπαρέλαβον και τους δύο και τους προσήγαγον εις τον βασιλέα, όστις τους υπεδέχθη χαίρων και παρεκάλεσε τον ιερόν Γρηγόριον να χειροτονήση τον υιόν του Αριστάνην Μητροπολίτην Αρμενίας, ως εικόνα εαυτού και αρχέτυπον. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο ο Αριστάνης πολύ ενάρετος, τον εχειροτόνησε παρευθύς· και πορευθείς μετ’ αυτού εις όλην την περίχωρον, εστήριξε καλλίτερα εις την ευσέβειαν· έπειτα απεχαιρέτησεν άπαντας, και ανελθών πάλιν εις το ασκητήριόν του, μετ’ ολίγον απεδήμησε προς Κύριον τη λ΄ (30) Σεπτεμβρίου ολίγον μετά το έτος τκε΄ (325) και απέλαβε παρ’ Αυτού πλουσίας τας αμοιβάς των αγώνων του. Τον καιρόν εκείνον και ο Μέγας Κωνσταντίνος, όστις έγινε βασιλεύς των Χριστιανών δια της θείας δυνάμεως και βοηθείας και κρημνίσας όλα τα ειδωλεία εκ θεμελίων, ωκοδόμησεν Εκκλησίας εις δόξαν Θεού, συνήγαγεν εις Οικουμενικήν Σύνοδον τους τιη΄ (318) Θεοφόρους Πατέρας προς στερέωσιν της ευσεβείας και εκρίζωσιν των ζιζανίων της ετεροδοξίας. Έλαμπον δε τότε οι δύο βασιλείς ως αστέρες λαμπρότατοι, ο μεν Τιριδάτης εις τους τόπους της Ανατολής, ο δε Μέγας Κωνσταντίνος εις τα εσπέρια· διότι και ο Τιριδάτης κατά αλήθειαν εφύλαττεν όλας τας αρετάς και τας εντολάς του Κυρίου απαρασαλεύτους, μάλιστα και αποκρύφως ηγωνίζετο, ενήστευε και ηγρύπνει ως τους Ασκητάς, μετά δακρύων του Κυρίου δεόμενος, ίνα συγχωρήση την προτέραν ασέβειάν του. Ήλθε λοιπόν εις την Αγίαν ταύτην Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον και αυτός ο Μητροπολίτης Αριστάνης και ο Τιριδάτης άμα λαβόντες τας επιστολάς του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συνηυφράνθησαν μετ’ αλλήλων. Αφού δε η Σύνοδος εκείνη έληξεν, έλαβον τα θρησκευτικά δόγματα γεγραμμένα και τα εκόμισαν προς τους Αρμενίους, οίτινες τους υπεδέχθησαν χαίροντες, και τοιουτοτρόπως εστερεώθησαν περισσότερον εις την Ορθοδοξίαν και διέμεινεν εις την Αρμενίαν επί χρόνους πολλούς η ευσέβεια εις δόξαν της υπερουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού· ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου