Ριψιμία,
Γαϊανή και αι συν αυταίς αθλήσασαι Άγιαι Παρθένοι και μονάζουσαι Γυναίκες ήσαν
κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, εν έτει 292. Προεστώσα δε τούτων και
Καθηγουμένη ήτο η Γαϊανή. Όταν δε έμελλεν ο Διοκλητιανός να συζευχθή, μαθών ότι
η Ριψιμία ήτο ωραιοτάτη και περικαλλεστάτη, πέμψας ανθρώπους έκαμεν εις αυτήν
λόγους περί γάμων. Η δε Αγία, αγαπώσα θερμώς την παρθενίαν, φεύγει κρυφίως μαζί
με την Καθηγουμένην Γαϊανήν και με άλλας παρθένους, τον αριθμόν εβδομήκοντα,
αίτινες φθάσασαι εις την πόλιν της Αρμενίας Αραράτ, εκεί εκρύπτοντο μέσα εις
τινας ληνούς.
Ο Διοκλητιανός λοιπόν, μη δυνάμενος να ησυχάση από τον έρωτα της Ριψιμίας, και μαθών περί αυτής ότι έφυγε, γράφει εις τον βασιλέα της Αρμενίας Τιριδάτην, ζητών από αυτόν να στείλη την Ριψιδίαν ή, αν θέλη, να την λάβη αυτός εις γυναίκα του. Ο δε Τιριδάτης ερευνήσας και μαθών από εκείνους, οι οποίοι είδον αυτήν, πόσον ήτο ωραία και εύμορφος, παρευθύς και αυτός ηχμαλωτίσθη από τον προς αυτήν έρωτα. Όθεν έστειλεν εις αυτήν φορέματα βασιλικά, ίνα φορέσασα ταύτα έλθη προς αυτόν. Η δε Αγία ουδέ να ακούση ήθελε το τοιούτον, αλλά μόνον κατεγίνετο εις την προς τον Θεόν προσευχήν. Όθεν εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκοντο αι παρθένοι αιφνιδίως έγινε μία φοβερά βροντή. Και μετά της βροντής ηκούσθη και μία θεϊκή φωνή, η οποία ενεδυνάμωσε τας παρθένους τόσον, ώστε αυταί μεν έλαβον εκ ταύτης μεγάλον θάρρος, πολλοί δε από τους απίστους, τους απεσταλμένους δηλαδή υπό του Τριδάτου, έμειναν άφωνοι, εκπλαγέντες δια το αιφνίδιον της βροντής· άλλοι δε πεσόντες από τους ίππους, και υπ’ αυτών καταπατηθέντες, εθανατώθησαν. Ο δε Τιριδάτης, ταύτα μαθών, δεν ήλθεν εις συναίσθησιν, μεθύων από τον έρωτα. Δια τούτο και βιαστικώς έφερεν εις τα βασίλεια την παρθένον, εμβάς δε εις τον κοιτώνα, με παντοίους τρόπους εκολάκευε και παρεκίνει την Οσίαν να κλίνη εις τον σκοπόν του· η δε γία κατήσχυνεν αυτόν και άφθορος έμεινε με την του Χριστού δύναμιν. Αλλ’ ο Τιριδάτης, μη υποφέρων τον σατανικόν έρωτα, επρόσταξε να έλθη η Καθηγουμένη Γαϊανή και να συμβουλεύση την Ριψιμίαν, ίνα πεισθή εις την κακήν γνώμην του. Παρασταθείσα δε έμπροσθέν του η Γαϊανή, έκαμεν όλως το εναντίον, παρακινούσα την Ριψιμίαν και ενισχύουσα αυτήν εις το να αντισταθή ανδρείως, και να μη κλίνη εις την βίαν του βασιλέως. Τούτου ένεκα προστάττει ο βασιλεύς να κτυπήσωσι με πέτρας τους οδόντας της Γαϊανής και να τους θραύσωσιν, ούτω δε να στείλωσιν αυτήν εξόριστον εις μακρινόν τόπον. Ο βασιλεύς λοιπόν, επειδή απέτυχε του ποθουμένου, εκυλίετο κατά γης από τον ακράτητον έρωτα. Η δε αοίδιμος Ριψιμία, εξελθούσα νικήτρια από το παλάτιον, όταν εγένετο νυξ, επήγεν εις τας άλλας συμπαρθένους. Και παραλαβούσα αυτάς, μεταβαίνει εις άλλον τόπον, εκεί πλησίον ευρισκόμενον, ένθα ισταμένη προσηύχετο. Αφού δε παρήλθεν ολίγη ώρα της νυκτός, ιδού και έρχεται εις τας παρθένους ο του βασιλέως αρχιμάγειρος, ομού με πολλούς δορυφόρους, κρατούντες λαμπάδας πολλάς. Και ευθύς αρπάζουσι την Ριψιμίαν, και δέσαντες οπίσω τας χείρας της κόπτουσι την γλώσσαν της. Έπειτα απλώνουσιν αυτήν επάνω εις ξύλα όρθια και την κατακαίουσι με λαμπάδας. Είτα σχίζουσι την κοιλίαν της με ξύλον οξύτατον, και εκχύνουσι κατά γης τα σπλάγχνα της. Επειδή δε ακόμη ολίγον εσπάραττεν η Αγία, εξορύττουσι και τους οφθαλμούς της. Τέλος όλον το σώμα της κατακόπτουσιν εις λεπτά τεμάχια και ούτως η σωφρονεστάτη Ριψιμία μεταβαίνει παρθένος και άφθορος προς ον επόθησε Νυμφίον Χριστόν. Μετ’ αυτής εφονεύθησαν και άνδρες Χριστιανοί εβδομήκοντα. Επειδή δε τριακονταδύο συμπαρθένοι Μοναχαί επήγαν να συνάξωσι τα λείψανα της Αγίας, δια τούτο γνωρισθείσαι από τους ασεβείς ξίφει τας κεφαλάς απετμήθησαν. Την δε μακαρίαν Γαϊανήν, ομού και άλλας δύο παρθένους, ρίψαντες κατά γης, ετέντωσαν τας χείρας και τους πόδας των και ετρύπησαν τους αστραγάλους των. Έπειτα φουσκώσαντες αυτάς ως ασκούς δια μέσου τινών συρίγγων, εξέδαραν όλον το δέρμα του σώματός των και έκοψαν τας γλώσσας των. Μετά ταύτα έσχισαν τας κοιλίας των με πέτρας και με σιδηρά όργανα, και έδειξαν έμπροσθέν των κεχυμένα όλα των τα εντόσθια. Τελευταίον δε ξίφει τας κεφαλάς των απέκοψαν, και ούτως έλαβον αι μακάριαι της αθλήσεως τους στεφάνους. Εις τιμήν δε των πρθένων τούτων τρεις Ναούς έκτισεν ύστερον ο της μεγάλης Αρμενίας Γρηγόριος και άλλοι δε Ναοί τούτων εκτίσθησαν εφεξής εις διάφορα μέρη της Αρμενίας.
Ο Διοκλητιανός λοιπόν, μη δυνάμενος να ησυχάση από τον έρωτα της Ριψιμίας, και μαθών περί αυτής ότι έφυγε, γράφει εις τον βασιλέα της Αρμενίας Τιριδάτην, ζητών από αυτόν να στείλη την Ριψιδίαν ή, αν θέλη, να την λάβη αυτός εις γυναίκα του. Ο δε Τιριδάτης ερευνήσας και μαθών από εκείνους, οι οποίοι είδον αυτήν, πόσον ήτο ωραία και εύμορφος, παρευθύς και αυτός ηχμαλωτίσθη από τον προς αυτήν έρωτα. Όθεν έστειλεν εις αυτήν φορέματα βασιλικά, ίνα φορέσασα ταύτα έλθη προς αυτόν. Η δε Αγία ουδέ να ακούση ήθελε το τοιούτον, αλλά μόνον κατεγίνετο εις την προς τον Θεόν προσευχήν. Όθεν εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκοντο αι παρθένοι αιφνιδίως έγινε μία φοβερά βροντή. Και μετά της βροντής ηκούσθη και μία θεϊκή φωνή, η οποία ενεδυνάμωσε τας παρθένους τόσον, ώστε αυταί μεν έλαβον εκ ταύτης μεγάλον θάρρος, πολλοί δε από τους απίστους, τους απεσταλμένους δηλαδή υπό του Τριδάτου, έμειναν άφωνοι, εκπλαγέντες δια το αιφνίδιον της βροντής· άλλοι δε πεσόντες από τους ίππους, και υπ’ αυτών καταπατηθέντες, εθανατώθησαν. Ο δε Τιριδάτης, ταύτα μαθών, δεν ήλθεν εις συναίσθησιν, μεθύων από τον έρωτα. Δια τούτο και βιαστικώς έφερεν εις τα βασίλεια την παρθένον, εμβάς δε εις τον κοιτώνα, με παντοίους τρόπους εκολάκευε και παρεκίνει την Οσίαν να κλίνη εις τον σκοπόν του· η δε γία κατήσχυνεν αυτόν και άφθορος έμεινε με την του Χριστού δύναμιν. Αλλ’ ο Τιριδάτης, μη υποφέρων τον σατανικόν έρωτα, επρόσταξε να έλθη η Καθηγουμένη Γαϊανή και να συμβουλεύση την Ριψιμίαν, ίνα πεισθή εις την κακήν γνώμην του. Παρασταθείσα δε έμπροσθέν του η Γαϊανή, έκαμεν όλως το εναντίον, παρακινούσα την Ριψιμίαν και ενισχύουσα αυτήν εις το να αντισταθή ανδρείως, και να μη κλίνη εις την βίαν του βασιλέως. Τούτου ένεκα προστάττει ο βασιλεύς να κτυπήσωσι με πέτρας τους οδόντας της Γαϊανής και να τους θραύσωσιν, ούτω δε να στείλωσιν αυτήν εξόριστον εις μακρινόν τόπον. Ο βασιλεύς λοιπόν, επειδή απέτυχε του ποθουμένου, εκυλίετο κατά γης από τον ακράτητον έρωτα. Η δε αοίδιμος Ριψιμία, εξελθούσα νικήτρια από το παλάτιον, όταν εγένετο νυξ, επήγεν εις τας άλλας συμπαρθένους. Και παραλαβούσα αυτάς, μεταβαίνει εις άλλον τόπον, εκεί πλησίον ευρισκόμενον, ένθα ισταμένη προσηύχετο. Αφού δε παρήλθεν ολίγη ώρα της νυκτός, ιδού και έρχεται εις τας παρθένους ο του βασιλέως αρχιμάγειρος, ομού με πολλούς δορυφόρους, κρατούντες λαμπάδας πολλάς. Και ευθύς αρπάζουσι την Ριψιμίαν, και δέσαντες οπίσω τας χείρας της κόπτουσι την γλώσσαν της. Έπειτα απλώνουσιν αυτήν επάνω εις ξύλα όρθια και την κατακαίουσι με λαμπάδας. Είτα σχίζουσι την κοιλίαν της με ξύλον οξύτατον, και εκχύνουσι κατά γης τα σπλάγχνα της. Επειδή δε ακόμη ολίγον εσπάραττεν η Αγία, εξορύττουσι και τους οφθαλμούς της. Τέλος όλον το σώμα της κατακόπτουσιν εις λεπτά τεμάχια και ούτως η σωφρονεστάτη Ριψιμία μεταβαίνει παρθένος και άφθορος προς ον επόθησε Νυμφίον Χριστόν. Μετ’ αυτής εφονεύθησαν και άνδρες Χριστιανοί εβδομήκοντα. Επειδή δε τριακονταδύο συμπαρθένοι Μοναχαί επήγαν να συνάξωσι τα λείψανα της Αγίας, δια τούτο γνωρισθείσαι από τους ασεβείς ξίφει τας κεφαλάς απετμήθησαν. Την δε μακαρίαν Γαϊανήν, ομού και άλλας δύο παρθένους, ρίψαντες κατά γης, ετέντωσαν τας χείρας και τους πόδας των και ετρύπησαν τους αστραγάλους των. Έπειτα φουσκώσαντες αυτάς ως ασκούς δια μέσου τινών συρίγγων, εξέδαραν όλον το δέρμα του σώματός των και έκοψαν τας γλώσσας των. Μετά ταύτα έσχισαν τας κοιλίας των με πέτρας και με σιδηρά όργανα, και έδειξαν έμπροσθέν των κεχυμένα όλα των τα εντόσθια. Τελευταίον δε ξίφει τας κεφαλάς των απέκοψαν, και ούτως έλαβον αι μακάριαι της αθλήσεως τους στεφάνους. Εις τιμήν δε των πρθένων τούτων τρεις Ναούς έκτισεν ύστερον ο της μεγάλης Αρμενίας Γρηγόριος και άλλοι δε Ναοί τούτων εκτίσθησαν εφεξής εις διάφορα μέρη της Αρμενίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου