Γοργοϋπήκοος καλείται Εικών
της Υπεραγίας Θεοτόκου ευρισκομένη εις την Ιεράν Μονήν Δοχειαρίου του Αγίου
Όρους ιδιαιτέρως εν αυτή τιμωμένη ως προστάτις της Μονής ταύτης δια την
αείρροον χάριν, ήτις αναδίδεται εξ αυτής και δια τα πολλά θαύματα, τα οποία
γοργώς και προθύμως επιτελεί πανταχού και πάντοτε εις πάντας τους μετά πόθου και
πίστεως επικαλουμένους αυτήν. Απεκλήθη δε Γοργοϋπήκοος υπ’ αυτής ταύτης της
Υπεραγίας Θεοτόκου και ακούσατε απ’ αρχής τα περί της αγίας ταύτης Εικόνος.
Έξωθι και εις την εμπροσθίαν πλευράν της κοινής τραπέζης της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους ήτο από αμνημονεύτων ετών εζωγραφισμένη εις τον τοίχον Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία κατά τους παλαιοτέρους Πατέρας ιστορήθη επί των ημερών του Αγίου Νεοφύτου, του κτίτορος της Ιεράς ταύτης Μονής, ήτοι κατά τον ΙΑ΄ αιώνα. Όμως παρά την πάροδον τοσούτου χρόνου και την μεσολαβήσασαν καταστροφήν και ανακαίνισιν της Μονής, η μορφή και το εκτύπωμα της ιεράς ταύτης Εικόνος δεν εφθάρη, αλλ’ ουτε διελύθη τόσον, όσον απήτει η πολυχρονιότης και πολυκαιρία της χρονολογίας της. Εκ τούτου όθεν γνωρίζεται, ότι παρά της θείας Προνοίας ήτο προωρισμένον να διαφυλαχθή χωρίς να φθαρή τόσους χρόνους, καίτοι εις συνήθη και μετρίαν τιμήν σεβομένη, δια να φανή εις τους εσχάτους καιρούς δεδοξασμένη, θαυματουργός και επίσημος και, μετάΘεόν, της Ιεράς ταύτης Μονής προστάτις ένθερμος και κυβερνήτις υπέρμαχος, ως αυτή μόνη της εδήλωσεν εις τον τραπεζάρην, όταν κατ’ οικονομίαν εις αυτόν εθαυματούργησεν. Έμπροσθεν λοιπόν αυτής της θαυματουργού αγίας Εικόνος ήτο διάβασις, δια της οποίας οι Πατέρες επήγαιναν εις την τράπεζαν· ο τραπεζάρης όμως διέβαινεν εκείθεν συνεχέστερον, νύκτα και ημέραν, προς εκτέλεσιν των υπηρεσιών του, ως απήτει το διακόνημά του, την δε νύκτα ήναπτε και δαδία δια να βλέπη. Κατά δε το σωτήριον έτος από Χριστού χίλια εξακόσια εξήκοντα τέσσαρα, διερχόμενος κατά την συνήθειάν του ο τότε τραπεζάρης, Νείλος καλούμενος, έμπροσθεν της αγίας Εικόνος με δαδία αναμμένα, ήκουσε φωνήν λέγουσαν προς αυτόν: «Άλλοτε να μη διέλθης εντεύθεν με δαδία, καπνίζων την εμήν Εικόνα». Αυτός δε μη αντιληφθείς ότι εκ της αγίας Εικόνος εξήλθεν η φωνή, αλλ’ εξ ανθρώπου νομίσας ταύτην, ότι δηλαδή κάποιος εκ των αδελφών πειράζει αυτόν, δεν ενδιαφέρθη ποσώς, αλλ’ εξηκολούθει την συνήθειάν του. Δεν παρήλθον όμως ημέραι πολλαί αφ’ ης ηούσθη η πρώτη φωνή, και ήκουσε και πάλιν δευτέραν φωνήν ούτω προς αυτόν λέγουσαν· «Ω Μοναχέ αμόναχε, έως πότε θα καπνίζης ανευλαβώς και ατίμως την εμήν μορφήν»; Και συν τη φωνή επάταξεν αυτόν δι’ αορασίας και έχασε το φως του, ως δε ο δυστυχής ετυφλώθη, τότε ενεθυμήθη της προλαβούσης φωνής, και εγνώρισεν ότι δικαίως έπαθεν, επειδή δεν επρόσεξεν εις την εντολήν της Κυρίας ημών Θεοτόκου, αλλ’ εξ αγνοίας παρέβλεψεν. Πρωϊας δε γενομένης εύρον οι αδελφοί αυτόν πρηνή επί του εδάφους της διαβάσεως έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, μη δυνάμενον να ίδη αυτούς. Πληροφορηθέντες δε παρ’ αυτού την αιτίαν, φόβος και τρόμος κατέλαβε πάντας. Όθεν μετ’ ευλαβείας πλέον εκείθεν διερχόμενοι, και κανδήλαν ακοίμητον κρεμάσαντες έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, προσέταξαν τον νέον τραπεζάρην κατά πάσαν εσπέραν να προσφέρη θυμίαμα· ο δε τυφλωθείς τραπεζάρης δεν ηθέλησε μήτε εις το κελλίον του να απέλθη, μήτε ανάπαυσιν παραμικράν να δώση εις τον εαυτόν του, αλλά παρέμενεν εν στασιδίω έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, νύκτωρ και καθ’ ημέραν παρακαλών μετά δακρύων και οδυρμών την Υπεραγίαν Θεοτόκον να συγχωρήση, ως συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού Λόγου και μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους, την εξ απροσεξίας αμαρτίαν του και εις σημείον της αφέσεώς του να χαρίση εις αυτόν το φως των οφθαλμών του, ίνα θεωρών την αγίαν αυτής Εικόνα δοξάζη και ανυμνή μετ’ ευχαριστίας το αυτής θεοδόξαστον πρωτότυπον. Πράγματι αι χρησταί αυτού ελπίδες δεν διεψεύσθησαν μήτε κατησχυμμένος έμεινεν ύστερον από τόσας προσευχάς και χειμάρρους δακρύων, τους οποίους έχυσεν επ’ αρκετόν καιρόν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος. Επειδή και η πηγή της ευσπλαγχνίας και του ελέους, η ταχίστη αντίληψις και παραμυθία πάντων των θλιβομένων, η Κυρία ημών Θεοτόκος, κλίνασα το ους αυτής το φιλάνθρωπον επήκουσεν ευμενώς των μετά συντετριμμένης καρδίας θερμών δεήσεων του δούλου της, και εν μια των ημερών απεκάλυψε τα εξής προς αυτόν, φωνήσασα ούτως εκ της αγίας Εικόνος εκ τρίτου· «Ω Μοναχέ, εισηκούσθη η δέησίς σου προς με και ας είσαι συγκεχωρημένος και βλέπων ως και πρότερον· ανάγγειλον δε και εις τους λοιπούς ενασκουμένους Πατέρας και αδελφούς σου, ότι εγώ είμαι η Μήτηρ του Θεού Λόγου και μετά Θεόν της ιεράς ταύτης Μονής των Αρχαγγέλων σκέπη και βοήθεια και κραταιά προστασία, προνοουμένη υπέρ αυτής ως υπέρμαχος Κυβερνήτις· και εις το εξής οι Μοναχοί ας καταφεύγωσι προς εμέ δια κάθε ανάγκην αυτών και γοργώς θέλω εισακούει αυτών και πάντων των μετ’ ευλαβείας καταφευγόντων εις εμέ Ορθοδόξων Χριστιανών, ότι Γοργοϋπήκοος καλούμαι». Ευθύς λοιπόν με την χαριτωμένην θείαν φωνήν των χαρμοσύνων αυτών λόγων, ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί του Μοναχού τραπεζάρη και πάντες εξέστησαν και εθαύμασαν, τόσον ώστε εδονήθη όλον το Αγιώνυμον Όρος, και πολλοί των Μοναχών, δια να γίνωσιν αυτόπται του γεγονότος εις τας ημέρας αυτών τοιούτου τεραστίου θαύματος, απήρχοντο τότε εις την Ιεράν αυτήν Μονήν του Δοχειαρίου από όλας τας άλλας Μονάς, και προσκυνούντες την Υπεραγίαν Θεοτόκον, την Θαυματουργόν Γοργοϋπήκοον, έβλεπον και τον τυφλωθέντα και πάλιν ομματωθέντα Μοναχόν και εθαύμαζον. Όταν δε ούτος εφανέρωσεν εις τους Πατέρας της Μονής ταύτης όσα η Θαυματουργός Γοργοϋπήκοος επρόστασσεν αυτόν δια να τους είπη, άπαντες ομοθυμαδόν προσήλθον έμπροσθεν εις την Θαυματουργόν αγίαν Εικόνα της Γοργοϋπηκόου και ευχαριστίαν προσενεγκόντες μετά παρακλήσεων, θυμιαμάτων και κηρών, την εις την τράπεζαν πλέον εκείθεν διάβασιν ημπόδισαν και περιεσφάλισαν πάνυ σεβασμίως και αξιοπρεπώς το μέρος εκείνο της αγίας Εικόνος. Ανήγειραν δε και Ναόν περικαλλή και θαυμάσιον επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γοργοϋπηκόου και Θαυματουργού όχι έμπροσθεν της Εικόνος, επειδή βλέπει αύτη προς δυσμάς και δεν υπήρχεν εκεί τόπος ευρύχωρος, αλλά αμέσως πλαγίως, εις τα δεξιά μέρη της θαυματουργού Εικόνος, εις τον οποίον Ναόν ευρίσκεται πάντοτε διωρισμένος εις Ιερομόναχος, ο πλέον ευλαβέστερος και δοκιμώτερος των Πατέρων, Προσμονάριος ονομαζόμενος, δια να προσμένη και να ευρίσκεται τον περισσότερον καιρόν εις το προσκυνητάριον της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου και ψάλλη καθ’ εσπέραν και πρωϊ παρακλήσεις έμπροσθεν της αγίας Εικόνος. Κατά δε την εσπέραν εκάστης Τρίτης και Πέμπτης, αφεύκτως μετά την απόλυσιν του Εσπερινού, ποιεί ο εφημέριος ευθύς ευλογητόν εντός του μεγάλου και καθολικού Ιερού Ναού, και εξέρχονται κατά τάξιν όλοι οι Πατέρες μετά παρατάξεως και παρουσίας πολλής, και απέρχονται έμπροσθεν της αγίας Εικόνος της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου, όπου ψάλλεται κοινή παράκλησις μετά μέλους και κατανύξεως παρά των διωρισμένων ψαλτών της Μονής, και μνημονεύει ο εφημέριος υπέρ πάντων των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, προσδεόμενος και υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου. Ο δε Προσμονάριος, αφ’ ου τελειώση η κοινή παράκλησις και ασπασθώσιν οι Πατέρες την θαυματουργήν αγίαν Εικόνα της Γοργοϋπηκόου, περιποιείται και ευτρεπίζει καλώς το ιερόν παρεκκλήσιον της Γοργοϋπηκόου, εις το οποίον δις της εβδομάδος τελείται η θεία και ιερά Λειτουργία. Ο αυτός Προσμονάριος του Ιερού Ναού περιποιείται ομοίως και το Προσκυνητάριον της αγίας Εικόνος της Γοργοϋπηκόου και φροντίζει καθ’ εκάστην να ανάπτη τας κανδήλας, αίτινες κρέμανται έμπροσθεν αυτής, υπέρ τας είκοσι τον αριθμόν, όλαι παρά των Χριστιανών αφιερωμέναι δια τας θαυματουργίας, των οποίων κατά καιρούς ηξιώυγσαν, εξ ων είναι αι εξ ακοίμητοι, το δε έλαιον αυτών απεστέλλετο καθ’ έκαστον χρόνον από εξ ευλαβείς Χριστιανούς, οίτινες ελυτρώθησαν τότε από θανασίμους κινδύνους, επικαλεσθέντες την βοήθειαν της Υπεραγίας Θεοτόκου της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου. Όσας δε ιάσεις και εξαίσια θαύματα εποίησε και ποιεί καθ’ εκάστην είναι αδύνατον να γραφούν, διότι ως άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ ανεδείχθη· τυφλούς ωμμάτωσε, χωλούς ανώρθωσε, παραλύτους συνέσφιγξε, κατ’ εξοχήν τας στειρευούσας μητέρας εποίησεν, εκ κινδύνου ναυαγίου πολλούς διεφύλαξεν, αιχμαλώτους ηλευθέρωσε, τας ακρίδας πολλάκις απεδίωξε και εξηφάνισε, και άλλας απείρους θαυματουργίας δια παντός εκτελεί, προς πάντας τους μετ’ ευλαβείας προς Αυτήν καταφεύγοντας Ορθοδόξους Χριστιανούς, οίτινες χαίροντες και αγαλλόμενοι κηρύττουσιν εις πάσαν την υφήλιον, ως κήρυκες διαπρύσιοι, τα μεγάλα και εξαίσια θαύματα, με τα οποία γοργώς και ταχέως καθ’ ημέραν ελεούνται και ευσπλαγχνίζονται παρά της Κυρίας ημών Θεοτόκου της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου, ης ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν άπαντες από παντός κινδύνου και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Έξωθι και εις την εμπροσθίαν πλευράν της κοινής τραπέζης της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους ήτο από αμνημονεύτων ετών εζωγραφισμένη εις τον τοίχον Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία κατά τους παλαιοτέρους Πατέρας ιστορήθη επί των ημερών του Αγίου Νεοφύτου, του κτίτορος της Ιεράς ταύτης Μονής, ήτοι κατά τον ΙΑ΄ αιώνα. Όμως παρά την πάροδον τοσούτου χρόνου και την μεσολαβήσασαν καταστροφήν και ανακαίνισιν της Μονής, η μορφή και το εκτύπωμα της ιεράς ταύτης Εικόνος δεν εφθάρη, αλλ’ ουτε διελύθη τόσον, όσον απήτει η πολυχρονιότης και πολυκαιρία της χρονολογίας της. Εκ τούτου όθεν γνωρίζεται, ότι παρά της θείας Προνοίας ήτο προωρισμένον να διαφυλαχθή χωρίς να φθαρή τόσους χρόνους, καίτοι εις συνήθη και μετρίαν τιμήν σεβομένη, δια να φανή εις τους εσχάτους καιρούς δεδοξασμένη, θαυματουργός και επίσημος και, μετάΘεόν, της Ιεράς ταύτης Μονής προστάτις ένθερμος και κυβερνήτις υπέρμαχος, ως αυτή μόνη της εδήλωσεν εις τον τραπεζάρην, όταν κατ’ οικονομίαν εις αυτόν εθαυματούργησεν. Έμπροσθεν λοιπόν αυτής της θαυματουργού αγίας Εικόνος ήτο διάβασις, δια της οποίας οι Πατέρες επήγαιναν εις την τράπεζαν· ο τραπεζάρης όμως διέβαινεν εκείθεν συνεχέστερον, νύκτα και ημέραν, προς εκτέλεσιν των υπηρεσιών του, ως απήτει το διακόνημά του, την δε νύκτα ήναπτε και δαδία δια να βλέπη. Κατά δε το σωτήριον έτος από Χριστού χίλια εξακόσια εξήκοντα τέσσαρα, διερχόμενος κατά την συνήθειάν του ο τότε τραπεζάρης, Νείλος καλούμενος, έμπροσθεν της αγίας Εικόνος με δαδία αναμμένα, ήκουσε φωνήν λέγουσαν προς αυτόν: «Άλλοτε να μη διέλθης εντεύθεν με δαδία, καπνίζων την εμήν Εικόνα». Αυτός δε μη αντιληφθείς ότι εκ της αγίας Εικόνος εξήλθεν η φωνή, αλλ’ εξ ανθρώπου νομίσας ταύτην, ότι δηλαδή κάποιος εκ των αδελφών πειράζει αυτόν, δεν ενδιαφέρθη ποσώς, αλλ’ εξηκολούθει την συνήθειάν του. Δεν παρήλθον όμως ημέραι πολλαί αφ’ ης ηούσθη η πρώτη φωνή, και ήκουσε και πάλιν δευτέραν φωνήν ούτω προς αυτόν λέγουσαν· «Ω Μοναχέ αμόναχε, έως πότε θα καπνίζης ανευλαβώς και ατίμως την εμήν μορφήν»; Και συν τη φωνή επάταξεν αυτόν δι’ αορασίας και έχασε το φως του, ως δε ο δυστυχής ετυφλώθη, τότε ενεθυμήθη της προλαβούσης φωνής, και εγνώρισεν ότι δικαίως έπαθεν, επειδή δεν επρόσεξεν εις την εντολήν της Κυρίας ημών Θεοτόκου, αλλ’ εξ αγνοίας παρέβλεψεν. Πρωϊας δε γενομένης εύρον οι αδελφοί αυτόν πρηνή επί του εδάφους της διαβάσεως έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, μη δυνάμενον να ίδη αυτούς. Πληροφορηθέντες δε παρ’ αυτού την αιτίαν, φόβος και τρόμος κατέλαβε πάντας. Όθεν μετ’ ευλαβείας πλέον εκείθεν διερχόμενοι, και κανδήλαν ακοίμητον κρεμάσαντες έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, προσέταξαν τον νέον τραπεζάρην κατά πάσαν εσπέραν να προσφέρη θυμίαμα· ο δε τυφλωθείς τραπεζάρης δεν ηθέλησε μήτε εις το κελλίον του να απέλθη, μήτε ανάπαυσιν παραμικράν να δώση εις τον εαυτόν του, αλλά παρέμενεν εν στασιδίω έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, νύκτωρ και καθ’ ημέραν παρακαλών μετά δακρύων και οδυρμών την Υπεραγίαν Θεοτόκον να συγχωρήση, ως συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού Λόγου και μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους, την εξ απροσεξίας αμαρτίαν του και εις σημείον της αφέσεώς του να χαρίση εις αυτόν το φως των οφθαλμών του, ίνα θεωρών την αγίαν αυτής Εικόνα δοξάζη και ανυμνή μετ’ ευχαριστίας το αυτής θεοδόξαστον πρωτότυπον. Πράγματι αι χρησταί αυτού ελπίδες δεν διεψεύσθησαν μήτε κατησχυμμένος έμεινεν ύστερον από τόσας προσευχάς και χειμάρρους δακρύων, τους οποίους έχυσεν επ’ αρκετόν καιρόν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος. Επειδή και η πηγή της ευσπλαγχνίας και του ελέους, η ταχίστη αντίληψις και παραμυθία πάντων των θλιβομένων, η Κυρία ημών Θεοτόκος, κλίνασα το ους αυτής το φιλάνθρωπον επήκουσεν ευμενώς των μετά συντετριμμένης καρδίας θερμών δεήσεων του δούλου της, και εν μια των ημερών απεκάλυψε τα εξής προς αυτόν, φωνήσασα ούτως εκ της αγίας Εικόνος εκ τρίτου· «Ω Μοναχέ, εισηκούσθη η δέησίς σου προς με και ας είσαι συγκεχωρημένος και βλέπων ως και πρότερον· ανάγγειλον δε και εις τους λοιπούς ενασκουμένους Πατέρας και αδελφούς σου, ότι εγώ είμαι η Μήτηρ του Θεού Λόγου και μετά Θεόν της ιεράς ταύτης Μονής των Αρχαγγέλων σκέπη και βοήθεια και κραταιά προστασία, προνοουμένη υπέρ αυτής ως υπέρμαχος Κυβερνήτις· και εις το εξής οι Μοναχοί ας καταφεύγωσι προς εμέ δια κάθε ανάγκην αυτών και γοργώς θέλω εισακούει αυτών και πάντων των μετ’ ευλαβείας καταφευγόντων εις εμέ Ορθοδόξων Χριστιανών, ότι Γοργοϋπήκοος καλούμαι». Ευθύς λοιπόν με την χαριτωμένην θείαν φωνήν των χαρμοσύνων αυτών λόγων, ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί του Μοναχού τραπεζάρη και πάντες εξέστησαν και εθαύμασαν, τόσον ώστε εδονήθη όλον το Αγιώνυμον Όρος, και πολλοί των Μοναχών, δια να γίνωσιν αυτόπται του γεγονότος εις τας ημέρας αυτών τοιούτου τεραστίου θαύματος, απήρχοντο τότε εις την Ιεράν αυτήν Μονήν του Δοχειαρίου από όλας τας άλλας Μονάς, και προσκυνούντες την Υπεραγίαν Θεοτόκον, την Θαυματουργόν Γοργοϋπήκοον, έβλεπον και τον τυφλωθέντα και πάλιν ομματωθέντα Μοναχόν και εθαύμαζον. Όταν δε ούτος εφανέρωσεν εις τους Πατέρας της Μονής ταύτης όσα η Θαυματουργός Γοργοϋπήκοος επρόστασσεν αυτόν δια να τους είπη, άπαντες ομοθυμαδόν προσήλθον έμπροσθεν εις την Θαυματουργόν αγίαν Εικόνα της Γοργοϋπηκόου και ευχαριστίαν προσενεγκόντες μετά παρακλήσεων, θυμιαμάτων και κηρών, την εις την τράπεζαν πλέον εκείθεν διάβασιν ημπόδισαν και περιεσφάλισαν πάνυ σεβασμίως και αξιοπρεπώς το μέρος εκείνο της αγίας Εικόνος. Ανήγειραν δε και Ναόν περικαλλή και θαυμάσιον επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γοργοϋπηκόου και Θαυματουργού όχι έμπροσθεν της Εικόνος, επειδή βλέπει αύτη προς δυσμάς και δεν υπήρχεν εκεί τόπος ευρύχωρος, αλλά αμέσως πλαγίως, εις τα δεξιά μέρη της θαυματουργού Εικόνος, εις τον οποίον Ναόν ευρίσκεται πάντοτε διωρισμένος εις Ιερομόναχος, ο πλέον ευλαβέστερος και δοκιμώτερος των Πατέρων, Προσμονάριος ονομαζόμενος, δια να προσμένη και να ευρίσκεται τον περισσότερον καιρόν εις το προσκυνητάριον της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου και ψάλλη καθ’ εσπέραν και πρωϊ παρακλήσεις έμπροσθεν της αγίας Εικόνος. Κατά δε την εσπέραν εκάστης Τρίτης και Πέμπτης, αφεύκτως μετά την απόλυσιν του Εσπερινού, ποιεί ο εφημέριος ευθύς ευλογητόν εντός του μεγάλου και καθολικού Ιερού Ναού, και εξέρχονται κατά τάξιν όλοι οι Πατέρες μετά παρατάξεως και παρουσίας πολλής, και απέρχονται έμπροσθεν της αγίας Εικόνος της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου, όπου ψάλλεται κοινή παράκλησις μετά μέλους και κατανύξεως παρά των διωρισμένων ψαλτών της Μονής, και μνημονεύει ο εφημέριος υπέρ πάντων των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, προσδεόμενος και υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου. Ο δε Προσμονάριος, αφ’ ου τελειώση η κοινή παράκλησις και ασπασθώσιν οι Πατέρες την θαυματουργήν αγίαν Εικόνα της Γοργοϋπηκόου, περιποιείται και ευτρεπίζει καλώς το ιερόν παρεκκλήσιον της Γοργοϋπηκόου, εις το οποίον δις της εβδομάδος τελείται η θεία και ιερά Λειτουργία. Ο αυτός Προσμονάριος του Ιερού Ναού περιποιείται ομοίως και το Προσκυνητάριον της αγίας Εικόνος της Γοργοϋπηκόου και φροντίζει καθ’ εκάστην να ανάπτη τας κανδήλας, αίτινες κρέμανται έμπροσθεν αυτής, υπέρ τας είκοσι τον αριθμόν, όλαι παρά των Χριστιανών αφιερωμέναι δια τας θαυματουργίας, των οποίων κατά καιρούς ηξιώυγσαν, εξ ων είναι αι εξ ακοίμητοι, το δε έλαιον αυτών απεστέλλετο καθ’ έκαστον χρόνον από εξ ευλαβείς Χριστιανούς, οίτινες ελυτρώθησαν τότε από θανασίμους κινδύνους, επικαλεσθέντες την βοήθειαν της Υπεραγίας Θεοτόκου της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου. Όσας δε ιάσεις και εξαίσια θαύματα εποίησε και ποιεί καθ’ εκάστην είναι αδύνατον να γραφούν, διότι ως άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ ανεδείχθη· τυφλούς ωμμάτωσε, χωλούς ανώρθωσε, παραλύτους συνέσφιγξε, κατ’ εξοχήν τας στειρευούσας μητέρας εποίησεν, εκ κινδύνου ναυαγίου πολλούς διεφύλαξεν, αιχμαλώτους ηλευθέρωσε, τας ακρίδας πολλάκις απεδίωξε και εξηφάνισε, και άλλας απείρους θαυματουργίας δια παντός εκτελεί, προς πάντας τους μετ’ ευλαβείας προς Αυτήν καταφεύγοντας Ορθοδόξους Χριστιανούς, οίτινες χαίροντες και αγαλλόμενοι κηρύττουσιν εις πάσαν την υφήλιον, ως κήρυκες διαπρύσιοι, τα μεγάλα και εξαίσια θαύματα, με τα οποία γοργώς και ταχέως καθ’ ημέραν ελεούνται και ευσπλαγχνίζονται παρά της Κυρίας ημών Θεοτόκου της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου, ης ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν άπαντες από παντός κινδύνου και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου