Θεοφάνης
και Θεόδωρος οι Όσιοι Πατέρες ημών, οι επιλεγόμενοι Γραπτοί, ήσαν υιοί γονέων
ευσεβών, οι οποίοι κατώκουν εν έτει ωη΄ (808) εις την Παλαιστίνην και
επεμελούντο την αρετήν της φιλοξενίας, από δε την φιλομαθή και σπουδαίαν γνώμην
των γονέων των έμαθον και οι υιοί των ούτοι όλην την σοφίαν την εσωτερικήν την
ιεράν και εξωτερικήν των Ελλήνων.
Εκ των δύο τούτων θεοπνεύστων αδελφών, πρώτος εις τους χρόνους ήτο ο Θεόδωρος, ο οποίος είχε τόσην γνώσιν παιδιόθεν, ώστε πάντες τον εθαύμαζον, επειδή τον έβλεπαν καθ’ εκάστην εις τας Ιεράς Εκκλησίας και δεν έλειπεν από τας εορτάς, ούτε ποτέ του επήγεν εις παιγνίδια και περιδιαβάσεις, καθώς κάμνουν οι λοιποί παίδες, αλλ’ ήτο συνετός και φρόνιμος. Βλέποντες όθεν οι γονείς του εις αυτόν τόσην σύνεσιν και ευταξίαν εξίσταντο και τον έβαλαν εις την Μονήν του Αγίου Σάββα, δια να μανθάνη τα γράμματα από τινα Ιερομόναχον, όστις ήτο σοφώτερος των λοιπών αδελφών της Μονής και εναρετώτερος. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν και ο Θεοφάνης, έβαλον και αυτόν εις το αυτό Μοναστήριον, δια να μανθάνη και ούτος τα ιερά γράμματα, ο οποίος εις μεν την ηλικίαν ήτο μικρότερος, ως άνωθεν είπομεν, του Θεοδώρου, εις δε την αρετήν ήτο όμοιος εκείνου, δεικνύων μάλλον εις την ψυχήν ή εις την σάρκα την αδελφότητα και συγγένειαν· διότι καθώς ο σοφός ζωγράφος βλέπει επιμελώς εις το πρωτότυπον δια να μη σφάλλη τι, ούτω και ο Θεοφάνης έβλεπεν ακριβώς τον αδελφόν ως πρωτότυπον δια να μιμήται όλας τας πράξεις του. Μετ’ ολίγον ο μέγας Θεόδωρος, ως πολλά ευφυής εις τον νουν και οξυτάτης φύσεως, έγινε τέλειος της μαθήσεως. Επειδή δε επόθει να μάθη υψηλότερα μαθήματα, εξήλθε του Μοναστηρίου και επήγεν εις ένα ενάρετον και σοφώτατον διδάσκαλον, με τον οποίον έκαμεν ολίγον καιρόν, αλλ’ ως αγχίνους επήρεν όλην σχεδόν την αρετήν εκείνου και μάθησιν, καθώς από τους λόγους τους οποίους έγραψε δια την ευσέβειαν φαίνεται. Αφού δε έμαθεν όσα τον έφθαναν, επέστρεψε πάλιν εις την υπακοήν του Μοναστηρίου, και τόσον εσπούδαζε να υπερβή εις την ένθεον πολιτείαν τους άλλους, ώστε υπερέβη πάντας. Ήτο δε ο πάνσοφος ταπεινός εις το φρόνημα, εχαλιναγώγει την γλώσσαν και τον θυμόν, ως και πάσας τας επιθυμίας και τας αισθήσεις του σώματος. Όθεν δια την ενάρετον αυτού πολιτείαν τον εχειροτόνησαν με θείαν νεύσιν Πρεσβύτερον. Αφ’ ου δε έλαβε το της ιερωσύνης αξίωμα, επλεόναζε τας αρετάς έτι περισσότερον και ηγωνίζετο να μη τον υπερβή άλλος εις την αγάπην και χρηστότητα, εις δε τον ένθεον ζήλον ήτο θερμότατος τόσον, ώστε εκινδύνευσε δια την Εικόνα του Δεσπότου Χριστού και πολλάς βασάνους και κολαστήρια υπέμεινεν ο αοίδιμος. Αλλ’ ας είπωμεν εξ αρχής την διήγησιν. Πολλούς πολέμους πολλάκις ως φθονερός ήγειρε καθ’ ημών ο μισόκαλος, δια να μας υστερήση της ουρανίου μακαριότητος, και πολλούς βασιλείς εις ειδωλολατρίαν εκρήμνισεν, άλλους δε πάλιν εις εικονομαχίαν παρώξυνε, παρερμηνεύων τους θείους Νόμους ο μιαρός και διαστρέφων τας Γραφάς δολίως ως ανθρωποκτόνος και πονηρότατος· διότι βλέπων ότι δεν ηδύνατο πλέον να φέρη τους ανθρώπους εις την τελείαν της πίστεως άρνησιν, έρριψε τον δόλον ο επίβουλος εις όσους εύρεν επιτηδείους εις την κακίαν του, και ουχί μόνον τους απλουστέρους, αλλά και αυτούς τους βασιλείς (φεύ!) δεινώς ο δεινός επλάνησεν. Ήτο δε τότε αυτοκράτωρ Ρωμαίων Λέων ο Αρμένιος, όστις είχεν λύσσαν μεγάλην κατά των αγίων Εικόνων ο αλιτήριος· και πρώτον μεν εξώρισεν από τους θρόνους των τους Ορθοδόξους Αρχιερείς και ανεβίβασεν άλλους ομόφρονάς του και άφρονας· τας δε ιεράς Εικόνας τελείως ηφάνισε, δια την οποίαν ασέβειαν παρεχώρησεν ο Θεός και εξεστράτευσαν κατά των Ρωμαίων οι Άραβες, και ηχμαλώτευσαν πολλάς πόλεις και Μοναστήρια, καθώς και το του Αγίου Σάββα το μέγα και περιβόητον. Ταύτα βλέπων ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων εγνώρισεν ότι δια τας αμαρτίας των Χριστιανών τους ήλθε και δικαίως παρά Θεού εκείνη η μάστιξ, διότι κατεφρόνουν την σεβασμίαν Εικόνα του. Όθεν ζήλω θείω κινούμενος εμελέτησε να στείλη ένα ή δύο Πατέρας εναρέτους και μαθηματικούς εις τα γράμματα, να ελέγξουν τον βασιλέα, να του αποδείξουν με μαρτυρίας της θείας Γραφής σφαλεράν την γνώμην του, και να τον νουθετήσουν, δια να παύσουν τα σκάνδαλα. Ευρίσκει όθεν έτοιμον και επιτήδειον δια τοιαύτην υπηρεσίαν τον μέγαν Θεόδωρον, τον ζηλωτήν του Θεού, τον πεπαιδευμένον εις τα γράμματα και εις την αρετήν περιβόητον. Έστειλε λοιπόν αυτόν ο Πατριάρχης, ποιήσας ευχήν με όλους τους αδελφούς και κοινήν παράκλησιν να τον κατευοδώση ο Κύριος· επήρε δε μεθ’ εαυτού ο Θεόδωρος και τον Θεοφάνην ως αδελφόν αυτού και ομόφρονα. Και πρώτον μεν επήγεν εις τον ανίερον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως και τον ήλεγξεν ως ληστρικώς και όχι νομίμως την εξουσίαν αρπάσαντα· έπειτα έδραμε και προς αυτόν τον βασιλέα, και τον παρεκίνησε πατρικώς με αγάπην και με αποδείξεις εκ της Γραφής να παύση από τοιαύτην δεινήν ψυχοβλαβεστάτην αίρεσιν, δια να τον συγχωρήση ο Κύριος, πριν θυμωθή περισσότερον και τον παιδεύση χειρότερα. Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εθαύμασε την παρρησίαν των Αγίων, την σοφίαν, την κοσμιότητα και την εκ ψυχής του προσώπου φαιδρότητα. Έπειτα τους ηρώτησε πόθεν ήσαν και διατί ετόλμησαν να τον ελέγξωσι παρρησία με τοσαύτην αυθάδειαν. Οι δε Άγιοι έδωκαν προς αυτόν την απόκρισιν, ότι ήσαν Ιεροσολυμίται, και μη υποφέροντες να βλέπωσι τον Θεόν και Βασιλέα της κτίσεως υβριζόμενον, ήλθον να του φανερώσουν την αλήθειαν. Διελέχθησαν όθεν πολλήν ώραν και διέλυσαν όλα τα προβλήματα του βασιλέως και τον ενίκησαν με την θείαν δύναμιν. Όθεν ο βασιλεύς, θαυμάζων την σοφίαν των, προσεπάθησε πολύ με κολακείας να τους σύρη εις την μιαράν αυτού αίρεσιν· αλλ’ οι ανδρείοι και αήττητοι αγωνισταί ήλεγχον αυτόν αφόβως λέγοντες· «Δεν ενθυμείσαι, βασιλεύ, τας συνθήκας και τας ομολογίας σου προς τον ουράνιον Βασιλέα, εις τον οποίον υπεσχέθης, όταν σου έβαλαν εις την κεφαλήν αυτό το βασιλικόν διάδημα, αλλά πολεμείς εκείνον όστις σε εδόξασε; Φυλάττου και απόδος την ευπρέπειαν της Εκκλησίας, ει δε ταχέως θέλεις πέσει εις τας χείρας του δικαίου Κριτού, να δώσης δίκην της ανομίας σου». Ταύτα ακούσας ο αλιτήριος εθυμώθη και προσέταξε να δείρωσι και τους δύο Αγίους ασπλάγχνως. Τούτου γενομένου, υπέμειναν τας πληγάς οι αήττητοι με καρτερίαν θαυμάσιον· και όχι μόνον τότε, αλλά και άλλας φοράς τους επαίδευσεν ο απαίδευτος τύραννος με δεινά κολαστήρια. Βλέπων δε ότι δεν ηδύνατο να τους διασείση ποσώς από την ευσέβειαν, τους εξώρισεν εις το στόμα του Πόντου με φοβερόν πρόσταγμα, να μη τολμήση τις να τους δώση βρώσιν τινά, ή πόσιν, ή ένδυμα, δια να αποθάνουν κακώς δια την των αναγκαίων στέρησιν. Όμως ο δίκαιος Κριτής δεν υπέμεινε πολύν καιρόν αυτόν τον ανελεήμονα και άδικον δικαστήν, αλλά τον εφόνευσεν Μιχαήλ ο Τραυλός κατ’ αυτήν ταύτην την κυρίαν ημέραν της του Δεσπότου Χριστού Γεννήσεως, και ως κακός (ω Θεού κριμάτων!) κακώς και ελεεινώς ετελεύτησεν εντός του αγίου εκείνου θυσιαστηρίου, το οποίον αυτός ηδίκησε και εσύλησεν, υστερήσας αυτό της των αγίων Εικόνων ευπρεπείας και ωραιότητος. Τούτου γενομένου έλαβον ολίγην άνεσιν εκ της κακουχίας αυτών οι εξόριστοι. Αλλά πάλιν εις ολίγον καιρόν ετελεύτησε και ο ασεβής Μιχαήλ, επειδή συνεκοινώνησε και αυτός εις την εικονομαχίαν ο ασυνείδητος, έμεινε δε βασιλεύς ο υιός αυτού, ο θεομισής μάλλον ειπείν ή Θεόφιλος, εν έτει ωκθ΄ (829), ο οποίος επροξένησε πολλά κακά εις τους ευσεβείς, πολλούς εφυλάκισε, και διαφόρους επαίδευσεν ο ασεβής δια την ευσέβειαν, και μάλιστα τους αυταδέλφους Θεόδωρον και Θεοφάνην, τους οποίους εβασάνισε πολύ, εμαστίγωσεν, ερράπισεν, εξέσχισε και διαφόρως επαίδευσεν. Αλλ’ ούτοι υπέμειναν πάσαν δοκιμήν κολάσεως δια την αγάπην του Χριστού, γενόμενοι κατά τον θείον Παύλον «θέατρον… και Αγγέλοις και ανθρώποις» (Α΄ Κορ. δ,9). Μετά δε ταύτα βλέπων την τοσαύτην υπομονήν και καρτερίαν ο έπαρχος, τους εξώρισεν εις την νήσον Αφουσίαν. Τις δε δύναται να διηγηθή τας θλίψεις, όσας έπαθον οι Άγιοι εις εκείνην την δεινήν εξορίαν, τα πικρότατα βάσανα, τας φυλακάς, τα ναυάγια, τον λιμόν, τας ηλιακάς εκκαύσεις, τας νυκτερινάς ψύξεις, τας επιβουλάς και επαναστάσεις, τους καθ’ ημέραν θανάτους, τους ραβδισμούς, και τα κατά πρόσωπον ραπίσμαυα; Αλλά και πάλιν μετά την πικράν εκείνην εξορίαν και την κακοπάθειαν, προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν εις τα βασίλεια εκείνους μόνον τους δύο από όλους τους άλλους εξωρισμένους, διότι είχε μεγάλην δίψαν ο μάταιος να τους κάμη να συγκοινωνήσουν εις την γνώμην αυτού την μιαράν και ψυχώλεθρον. Αλλά ας ιστορήσωμεν ενταύθα και μίαν επιστολήν, την οποίαν έστειλεν ο μακάριος Θεόδωρος προς τον Αρχιεπίσκοπον Κυζίκου Ιωάννην και προς τους επιλοίπους Χριστιανούς, εις την οποίαν γράφει μόνος του όλας τας τιμωρίας, τας οποίας έπαθον ομού με τον αδελφόν του Θεοφάνην δια τας αγίας Εικόνας από τον θεομισή Θεόφιλον, μετά την μεταφοράν των από την Αφουσίαν εις το Βυζάντιον κατά την οποίαν εχάραξαν ελεεινότατα τας αγίας των όψεις. Είναι δε ερμηνευόμενον το περιεχόμενον της επιστολής του το εξής:
Εκ των δύο τούτων θεοπνεύστων αδελφών, πρώτος εις τους χρόνους ήτο ο Θεόδωρος, ο οποίος είχε τόσην γνώσιν παιδιόθεν, ώστε πάντες τον εθαύμαζον, επειδή τον έβλεπαν καθ’ εκάστην εις τας Ιεράς Εκκλησίας και δεν έλειπεν από τας εορτάς, ούτε ποτέ του επήγεν εις παιγνίδια και περιδιαβάσεις, καθώς κάμνουν οι λοιποί παίδες, αλλ’ ήτο συνετός και φρόνιμος. Βλέποντες όθεν οι γονείς του εις αυτόν τόσην σύνεσιν και ευταξίαν εξίσταντο και τον έβαλαν εις την Μονήν του Αγίου Σάββα, δια να μανθάνη τα γράμματα από τινα Ιερομόναχον, όστις ήτο σοφώτερος των λοιπών αδελφών της Μονής και εναρετώτερος. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν και ο Θεοφάνης, έβαλον και αυτόν εις το αυτό Μοναστήριον, δια να μανθάνη και ούτος τα ιερά γράμματα, ο οποίος εις μεν την ηλικίαν ήτο μικρότερος, ως άνωθεν είπομεν, του Θεοδώρου, εις δε την αρετήν ήτο όμοιος εκείνου, δεικνύων μάλλον εις την ψυχήν ή εις την σάρκα την αδελφότητα και συγγένειαν· διότι καθώς ο σοφός ζωγράφος βλέπει επιμελώς εις το πρωτότυπον δια να μη σφάλλη τι, ούτω και ο Θεοφάνης έβλεπεν ακριβώς τον αδελφόν ως πρωτότυπον δια να μιμήται όλας τας πράξεις του. Μετ’ ολίγον ο μέγας Θεόδωρος, ως πολλά ευφυής εις τον νουν και οξυτάτης φύσεως, έγινε τέλειος της μαθήσεως. Επειδή δε επόθει να μάθη υψηλότερα μαθήματα, εξήλθε του Μοναστηρίου και επήγεν εις ένα ενάρετον και σοφώτατον διδάσκαλον, με τον οποίον έκαμεν ολίγον καιρόν, αλλ’ ως αγχίνους επήρεν όλην σχεδόν την αρετήν εκείνου και μάθησιν, καθώς από τους λόγους τους οποίους έγραψε δια την ευσέβειαν φαίνεται. Αφού δε έμαθεν όσα τον έφθαναν, επέστρεψε πάλιν εις την υπακοήν του Μοναστηρίου, και τόσον εσπούδαζε να υπερβή εις την ένθεον πολιτείαν τους άλλους, ώστε υπερέβη πάντας. Ήτο δε ο πάνσοφος ταπεινός εις το φρόνημα, εχαλιναγώγει την γλώσσαν και τον θυμόν, ως και πάσας τας επιθυμίας και τας αισθήσεις του σώματος. Όθεν δια την ενάρετον αυτού πολιτείαν τον εχειροτόνησαν με θείαν νεύσιν Πρεσβύτερον. Αφ’ ου δε έλαβε το της ιερωσύνης αξίωμα, επλεόναζε τας αρετάς έτι περισσότερον και ηγωνίζετο να μη τον υπερβή άλλος εις την αγάπην και χρηστότητα, εις δε τον ένθεον ζήλον ήτο θερμότατος τόσον, ώστε εκινδύνευσε δια την Εικόνα του Δεσπότου Χριστού και πολλάς βασάνους και κολαστήρια υπέμεινεν ο αοίδιμος. Αλλ’ ας είπωμεν εξ αρχής την διήγησιν. Πολλούς πολέμους πολλάκις ως φθονερός ήγειρε καθ’ ημών ο μισόκαλος, δια να μας υστερήση της ουρανίου μακαριότητος, και πολλούς βασιλείς εις ειδωλολατρίαν εκρήμνισεν, άλλους δε πάλιν εις εικονομαχίαν παρώξυνε, παρερμηνεύων τους θείους Νόμους ο μιαρός και διαστρέφων τας Γραφάς δολίως ως ανθρωποκτόνος και πονηρότατος· διότι βλέπων ότι δεν ηδύνατο πλέον να φέρη τους ανθρώπους εις την τελείαν της πίστεως άρνησιν, έρριψε τον δόλον ο επίβουλος εις όσους εύρεν επιτηδείους εις την κακίαν του, και ουχί μόνον τους απλουστέρους, αλλά και αυτούς τους βασιλείς (φεύ!) δεινώς ο δεινός επλάνησεν. Ήτο δε τότε αυτοκράτωρ Ρωμαίων Λέων ο Αρμένιος, όστις είχεν λύσσαν μεγάλην κατά των αγίων Εικόνων ο αλιτήριος· και πρώτον μεν εξώρισεν από τους θρόνους των τους Ορθοδόξους Αρχιερείς και ανεβίβασεν άλλους ομόφρονάς του και άφρονας· τας δε ιεράς Εικόνας τελείως ηφάνισε, δια την οποίαν ασέβειαν παρεχώρησεν ο Θεός και εξεστράτευσαν κατά των Ρωμαίων οι Άραβες, και ηχμαλώτευσαν πολλάς πόλεις και Μοναστήρια, καθώς και το του Αγίου Σάββα το μέγα και περιβόητον. Ταύτα βλέπων ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων εγνώρισεν ότι δια τας αμαρτίας των Χριστιανών τους ήλθε και δικαίως παρά Θεού εκείνη η μάστιξ, διότι κατεφρόνουν την σεβασμίαν Εικόνα του. Όθεν ζήλω θείω κινούμενος εμελέτησε να στείλη ένα ή δύο Πατέρας εναρέτους και μαθηματικούς εις τα γράμματα, να ελέγξουν τον βασιλέα, να του αποδείξουν με μαρτυρίας της θείας Γραφής σφαλεράν την γνώμην του, και να τον νουθετήσουν, δια να παύσουν τα σκάνδαλα. Ευρίσκει όθεν έτοιμον και επιτήδειον δια τοιαύτην υπηρεσίαν τον μέγαν Θεόδωρον, τον ζηλωτήν του Θεού, τον πεπαιδευμένον εις τα γράμματα και εις την αρετήν περιβόητον. Έστειλε λοιπόν αυτόν ο Πατριάρχης, ποιήσας ευχήν με όλους τους αδελφούς και κοινήν παράκλησιν να τον κατευοδώση ο Κύριος· επήρε δε μεθ’ εαυτού ο Θεόδωρος και τον Θεοφάνην ως αδελφόν αυτού και ομόφρονα. Και πρώτον μεν επήγεν εις τον ανίερον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως και τον ήλεγξεν ως ληστρικώς και όχι νομίμως την εξουσίαν αρπάσαντα· έπειτα έδραμε και προς αυτόν τον βασιλέα, και τον παρεκίνησε πατρικώς με αγάπην και με αποδείξεις εκ της Γραφής να παύση από τοιαύτην δεινήν ψυχοβλαβεστάτην αίρεσιν, δια να τον συγχωρήση ο Κύριος, πριν θυμωθή περισσότερον και τον παιδεύση χειρότερα. Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εθαύμασε την παρρησίαν των Αγίων, την σοφίαν, την κοσμιότητα και την εκ ψυχής του προσώπου φαιδρότητα. Έπειτα τους ηρώτησε πόθεν ήσαν και διατί ετόλμησαν να τον ελέγξωσι παρρησία με τοσαύτην αυθάδειαν. Οι δε Άγιοι έδωκαν προς αυτόν την απόκρισιν, ότι ήσαν Ιεροσολυμίται, και μη υποφέροντες να βλέπωσι τον Θεόν και Βασιλέα της κτίσεως υβριζόμενον, ήλθον να του φανερώσουν την αλήθειαν. Διελέχθησαν όθεν πολλήν ώραν και διέλυσαν όλα τα προβλήματα του βασιλέως και τον ενίκησαν με την θείαν δύναμιν. Όθεν ο βασιλεύς, θαυμάζων την σοφίαν των, προσεπάθησε πολύ με κολακείας να τους σύρη εις την μιαράν αυτού αίρεσιν· αλλ’ οι ανδρείοι και αήττητοι αγωνισταί ήλεγχον αυτόν αφόβως λέγοντες· «Δεν ενθυμείσαι, βασιλεύ, τας συνθήκας και τας ομολογίας σου προς τον ουράνιον Βασιλέα, εις τον οποίον υπεσχέθης, όταν σου έβαλαν εις την κεφαλήν αυτό το βασιλικόν διάδημα, αλλά πολεμείς εκείνον όστις σε εδόξασε; Φυλάττου και απόδος την ευπρέπειαν της Εκκλησίας, ει δε ταχέως θέλεις πέσει εις τας χείρας του δικαίου Κριτού, να δώσης δίκην της ανομίας σου». Ταύτα ακούσας ο αλιτήριος εθυμώθη και προσέταξε να δείρωσι και τους δύο Αγίους ασπλάγχνως. Τούτου γενομένου, υπέμειναν τας πληγάς οι αήττητοι με καρτερίαν θαυμάσιον· και όχι μόνον τότε, αλλά και άλλας φοράς τους επαίδευσεν ο απαίδευτος τύραννος με δεινά κολαστήρια. Βλέπων δε ότι δεν ηδύνατο να τους διασείση ποσώς από την ευσέβειαν, τους εξώρισεν εις το στόμα του Πόντου με φοβερόν πρόσταγμα, να μη τολμήση τις να τους δώση βρώσιν τινά, ή πόσιν, ή ένδυμα, δια να αποθάνουν κακώς δια την των αναγκαίων στέρησιν. Όμως ο δίκαιος Κριτής δεν υπέμεινε πολύν καιρόν αυτόν τον ανελεήμονα και άδικον δικαστήν, αλλά τον εφόνευσεν Μιχαήλ ο Τραυλός κατ’ αυτήν ταύτην την κυρίαν ημέραν της του Δεσπότου Χριστού Γεννήσεως, και ως κακός (ω Θεού κριμάτων!) κακώς και ελεεινώς ετελεύτησεν εντός του αγίου εκείνου θυσιαστηρίου, το οποίον αυτός ηδίκησε και εσύλησεν, υστερήσας αυτό της των αγίων Εικόνων ευπρεπείας και ωραιότητος. Τούτου γενομένου έλαβον ολίγην άνεσιν εκ της κακουχίας αυτών οι εξόριστοι. Αλλά πάλιν εις ολίγον καιρόν ετελεύτησε και ο ασεβής Μιχαήλ, επειδή συνεκοινώνησε και αυτός εις την εικονομαχίαν ο ασυνείδητος, έμεινε δε βασιλεύς ο υιός αυτού, ο θεομισής μάλλον ειπείν ή Θεόφιλος, εν έτει ωκθ΄ (829), ο οποίος επροξένησε πολλά κακά εις τους ευσεβείς, πολλούς εφυλάκισε, και διαφόρους επαίδευσεν ο ασεβής δια την ευσέβειαν, και μάλιστα τους αυταδέλφους Θεόδωρον και Θεοφάνην, τους οποίους εβασάνισε πολύ, εμαστίγωσεν, ερράπισεν, εξέσχισε και διαφόρως επαίδευσεν. Αλλ’ ούτοι υπέμειναν πάσαν δοκιμήν κολάσεως δια την αγάπην του Χριστού, γενόμενοι κατά τον θείον Παύλον «θέατρον… και Αγγέλοις και ανθρώποις» (Α΄ Κορ. δ,9). Μετά δε ταύτα βλέπων την τοσαύτην υπομονήν και καρτερίαν ο έπαρχος, τους εξώρισεν εις την νήσον Αφουσίαν. Τις δε δύναται να διηγηθή τας θλίψεις, όσας έπαθον οι Άγιοι εις εκείνην την δεινήν εξορίαν, τα πικρότατα βάσανα, τας φυλακάς, τα ναυάγια, τον λιμόν, τας ηλιακάς εκκαύσεις, τας νυκτερινάς ψύξεις, τας επιβουλάς και επαναστάσεις, τους καθ’ ημέραν θανάτους, τους ραβδισμούς, και τα κατά πρόσωπον ραπίσμαυα; Αλλά και πάλιν μετά την πικράν εκείνην εξορίαν και την κακοπάθειαν, προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν εις τα βασίλεια εκείνους μόνον τους δύο από όλους τους άλλους εξωρισμένους, διότι είχε μεγάλην δίψαν ο μάταιος να τους κάμη να συγκοινωνήσουν εις την γνώμην αυτού την μιαράν και ψυχώλεθρον. Αλλά ας ιστορήσωμεν ενταύθα και μίαν επιστολήν, την οποίαν έστειλεν ο μακάριος Θεόδωρος προς τον Αρχιεπίσκοπον Κυζίκου Ιωάννην και προς τους επιλοίπους Χριστιανούς, εις την οποίαν γράφει μόνος του όλας τας τιμωρίας, τας οποίας έπαθον ομού με τον αδελφόν του Θεοφάνην δια τας αγίας Εικόνας από τον θεομισή Θεόφιλον, μετά την μεταφοράν των από την Αφουσίαν εις το Βυζάντιον κατά την οποίαν εχάραξαν ελεεινότατα τας αγίας των όψεις. Είναι δε ερμηνευόμενον το περιεχόμενον της επιστολής του το εξής:
«Εάν σιωπήσω
τα βάσανα, τα οποία μας έκαμαν οι μισόχριστοι, ζημιούνται οι φιλόχριστοι.
Λοιπόν ας τα είπω με βραχύτητα εις δόξαν Θεού και πολλών ωφέλειαν, μάλιστα δια
να φαίνεται το σαθρόν και αραχνώδες δόγμα των ασεβών.
Όταν έφθασαν εις την
Αφουσίαν οι υπηρέται του βασιλέως, μας ήρπασαν με βίαν πολλήν και ταχύτητα· ερωτώμεν την αιτίαν τούτου. Οι δε
έλεγον, ότι δεν εγνώριζον, ειμή μόνον ότι τους προσέταξεν ο βασιλεύς να μας
υπάγουν εις το Βυζάντιον τάχιστα· εις το οποίον εφθάσαμεν εις τας οκτώ του
Ιουλίου, και μας εφυλάκισαν εις το πραιτώριον. Μετά εξ ημέρας μας εξέβαλεν ο
έπαρχος και μας ωδήγησεν εις τον βασιλέα, όστις ήτο πολλά θυμωμένος, πριν δε να
ερωτήση ημάς τίποτε, πρόσταξε να μας δείρουν εις τας όψεις, και ούτως εκτύπησαν
εις το πρόσωπόν μας τόσα ραπίσματα, ώστε έπεσα εις το υποπόδιον του βασιλέως,
μη δυνάμενος να ίσταμαι όρθιος. Τότε μας ηρώτησεν ο βασιλεύς λέγων· «Διατί
ήλθετε προς ημάς, αναιδέστατοι»; Ταύτα λέγων μας παρετήρει με βλέμμα άγριον,
έχων δε και εις τας χείρας χαρτίον, λέγει προς τον έπαρχον· «Λάβε αυτούς και
χάραξε εις τα πρόσωπά των τους στίχους τούτους, έπειτα παράδωσε αυτούς εις δύο
Σαρακηνούς, να τους υπάγουν εις την χώραν των», ταύτα δε ειπών ενεχείρισε και
το χαρτίον εις τον έπαρχον. Ήτο δε εκεί πλησίον εκείνος όστις συνέθεσε τους
στίχους, Χριστόδουλος καλούμενος, όστις προσετάγη και τους ανέγνωσε να τους
ακούσωμεν, ήσαν δε οι στίχοι ούτοι ιαμβικοί· έπειτα γινώσκων ότι είμεθα
πεπαιδευμένοι εις τα ποιητικά, είπε προς ημάς ο τύραννος· «Μη στενοχωρείσθε,
εάν δεν είναι τόσον καλοί οι στίχοι ούτοι». Έτερος δε τις, δια να φανή ευγνώμων
προς αυτόν, απεκρίθη· «Δεν είναι άξιοι δια στίχους καλλιτέρους, δέσποτα». Είναι
δε οι στίχοι, τους οποίους εχάραξαν εις τα μέτωπά μας, οι εξής: Πάντων
ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν – Ό του πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες –
Έστησαν εις σύστασιν της οικουμένης, - Ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω – Σκεύη
πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης, - Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας – Πράξαντες
δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως, - Εκείθεν ηλάθησαν ως αποστάται· - Προς την πόλιν
δε του κράτους πεφευγότες – Ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας. – Όθεν γραφέντες
ως κακούργοι την θέαν – Κατακρίνονται και διώκονται πάλιν». Αφού μας ανέγνωσαν
τους στίχους, προσέταξεν ο βασιλεύς να μας βάλουν εις το πραιτώριον και
λαβόντες ημάς εξέβαλον από το παλάτιον, και εις ολίγον διάστημα πάλιν μας
επέστρεψαν εις τον βασιλέα, και μας λέγει· «Σεις θέλετε να καυχάσθε, όταν
υπάγετε εις τον τόπον σας, ότι με περιεπαίξατε, δια τούτο πρέπει να σας εμπαίξω
και εγώ πρότερον». Ταύτα λέγων αυτός, μας εξέδυσαν, και έδειραν πρώτον εμέ εις
την ράχιν και εις το στήθος ανηλεώς, διότι ο τύραννος τους ώρκιζε να με τύπτωσι
δυνατά και άσπλαγχνα· εγώ δε ώραν πολλήν μαστιγούμενος, εφώναζα λέγων· «Δεν
επταίσαμεν εις την βασιλείαν σου·» και πάλιν·
«Κύριε ελέησον», και πάλιν· «Κύριε ελέησον, και Αγία Θεοτόκε, βοήθησον». Έπειτα
έδερναν και τον αδελφόν μου Θεοφάνην, όστις ομοίως προσηύχετο επικαλούμενος την
θείαν βοήθειαν. Αφού λοιπόν μας έδειραν όσον ήθελον, μας έβαλον το εσπέρας εις
το πραιτώριον· και μετά ημέρας τέσσαρας έφεραν ημάς εις τον έπαρχον, όστις
ηπείλει να μας δώση φρικτά κολαστήρια, έπειτα να χαράξη τους δώδεκα (12)
στίχους εις τας όψεις μας και να μας παραδώση εις τους Σαρακηνούς κατά το
βασιλικόν πρόσταγμα. Ημείς δε του αποκρινόμεθα ότι είμεθα έτοιμοι να
υπομείνωμεν μυρίους θανάτους κάλλιον, παρά να συγκοινωνήσωμεν μετ’ αυτών εις
την αίρεσιν, καν τους οφθαλμούς μας εξορύξωσι, καν εις το πυρ μας καύσουν, καν
εις άλλην δεινοτέραν μας παραδώσωσι βάσανον. Τότε λοιπόν ιδόντες το αμετάθευον
της γνώμης ημών μας εσφράγισαν με το πεπυρωμένον μέταλλον, εις το οποίον ήσαν
τυπωμένοι οι άνωθεν ίαμβοι, και ελάβομεν οδύνην ανείκαστον από το δεινόν εκείνο
μηχάνημα, διότι είμεθα πρησμένοι και πονεμένοι από τους προηγουμένους δαρμούς
και τας μάστιγας. Μας εβασάνιζον δε έως ου ενύκτωσε και έπαυσαν· τότε δε
είπομεν προς τον έπαρχον· «Γίνωσκε βέβαια, ότι όταν
υπάγωμεν εις τον Παράδεισον και μας ίδωσι τα Χερουβίμ, θέλουν ευλαβηθή τας
όψεις μας, και θα μας κάμουν τόπον να εισέλθωμεν ευφραινόμενοι, επειδή άλλος
τις ποτέ δεν ηξιώθη ως ημείς να χαράξουν δια τον Δεσπότην Χριστόν την όψιν
του». Ημείς μεν εδηλώσαμεν μόνον τα αναγκαιότερα, τα δε λοιπά, όσα συνέβησαν, άλλοι
ας τα διηγούνται σαφέστερα, επειδή δεν μας επόμπευσαν εις τόπον απόκρυφον, αλλά
φανερά εις το θέατρον, και μας έβλεπον άπαντες, οι οποίοι ας μαρτυρήσουν τα
επίλοιπα». Αυτή είναι η επιστολή του Θεοδώρου. Αφού δε τους έδωσαν τοιαύτην
τιμωρίαν πρωτοφανή και απάνθρωπον δια την των θείων Εικόνων προσκύνησιν και ενώ
έτρεχον ακόμη τα αίματα από τα πρόσωπα αυτών, τους εφυλάκισαν. Έπειτα
παρεκίνησεν ο πονηρός Ιωάννης, όστις ήτο τότε Πατριάρχης ανάξιος και τους
εξώρισαν εις την Αμάσειαν της Βιθυνίας προστάσσων ο άσπλαγχνος βασιλεύς να μη
τους θάψωσι μετά θάνατον, αλλά να μείνουν ούτως εις καταφρόνησιν. Εβασανίζοντο
λοιπόν οι μακάριοι εις την δεινήν εκείνην εξορίαν καιρόν πολύν, εναρέτως και
ορθοδόξως πολιτευόμενοι και τόσην αρετήν και εγκράτειαν είχον, ώστε διήγον ως
ασώματοι Άγγελοι. Ο δε μακάριος Θεόδωρος ησθένησεν από το γήρας και την της
φυλακής κακοπάθειαν· όθεν την αυτήν ημέραν καθ’ ην
εθανατώθη δια τον Δεσπότην ο πρώτος των Μαρτύρων και αξιέπαινος Στέφανος, τότε
και ο τούτου ζηλωτής και Μάρτυς εις την προαίρεσιν, ο των δωρεών του Θεού
επώνυμος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Θεού, ον
επόθησεν, εν έτει ωλη΄ (838). Ο δε μακάριος αυτάδελφος αυτού και ομόζηλος
Θεοφάνης ετίμησε με εγκώμια και άσματα το ιερόν αυτού λείψανον, καθώς φαίνεται
εις τον Κανόνα, τον οποίον του ψάλλουν τη κζ΄ (27η) Δεκεμβρίου,
όστις είναι ποίημα του Αγίου τούτου Θεοφάνους, και τον παρακαλεί εις το ύστερον
Τροπάριον της ενάτης ωδής να δέεται εις τον Θεόν, να τους δώση ίσην δόξαν εις
τον Παράδεισον· επειδή ουχί μόνον κατά σάρκα ήσαν αδελφοί, αλλά και εις την
ψυχήν ομόφρονες και ομόγνωμοι, και έπαθον ομού τας θλίψεις και τα βάσανα. Έχει
δε το τροπάριον αυτό ούτω: «Ύμνον τω Δεσπότη προσφέρων, μάκαρ, δυσώπησον
απαύστως υπέρ της εμής ασθενείας, και συσκηνίας και αδελφότητος, όπως ομού
βιώσαντες, τύχοιμεν άμα της θεώσεως». Δεν ετόλμησε δε να ενταφιάση το άγιον
λείψανον, κατά το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλά το έβαλεν εις λάρνακα ξυλίνην και ούτως
έψαλλε τα τροπάρια τα οποία του έκαμεν, αντί θρηνωδίας την υμνωδίαν προσφέρων,
ως έπρεπε, δια να παραμυθήση και τους πιστούς, οι οποίοι εις την κοίμησιν αυτού
συνήχθησαν με πόθον πολύν και ευλάβειαν, εκ των οποίων εις πολύ ενάρετος και
αγιώτατος εβεβαίωσεν ύστερον λέγων, ότι όταν εκείνοι έψαλλον τον Θεόδωρον εις
την γην ήκουσεν άνωθεν ψαλμωδίαν γλυκυτάτην και θαυμάσιον, που του έψαλλαν οι
Άγιοι Άγγελοι, ως αγγελικώς και αϋλως πολιτευσάμενον. Ούτω λοιπόν το μεν
μακάριον λείψανον έμεινεν εκεί, ο δε Άγιος Θεοφάνης εξορίζεται εις την
Θεσσαλονίκην, έως ου εις ολίγον καιρόν έλαμψε πάλιν η ευσέβεια μετά τον θάνατον
του Θεοφίλου και ανακαλείται από την εξορίαν υπό Θεοδώρας της βασιλίσσης, ήτις
ανεστήλωσε την Ορθοδοξίαν και υπό του υιού της Μιχαήλ, του ευσεβώς
βασιλεύσαντος, οίτινες ανεκάλεσαν εκ της εξορίας και όλους τους δια τας αγίας
Εικόνας εξορισθέντας και επέστρεψαν εις τας πατρίδας των. Τότε λοιπόν και ο
μέγας Θεοφάνης επέστρεψε Μάρτυς αληθής γενόμενος και σεμνυνόμενος δια τα
στίγματα των πληγών, τας οποίας δια τον Κύριον έλαβε, έχων ελπίδα να λάβη
πλουσίαν παρά Θεού ανταπόδοσιν της ομολογίας του εις αιώνα τον μέλλοντα.
Ανακληθείς δε χειροτονείται Μητροπολίτης Νικαίας από τον Άγιον Πατριάρχην
Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιον, ο οποίος κατήργησε την χριστομάχον αίρεσιν των
εικονομάχων εν έτει ωμβ΄ (842). Το δε άγιον λείψανον έκαμε πολύν καιρόν εκεί
όπου το αφήκεν ο αδελφός του· έπειτα το επήρεν εις ευσεβής και φιλόθεος, δια να
μετέχη και αυτός εις τον μισθόν της ομολογίας, και το έφερεν εις την Χαλκηδόνα
με υμνωδίας και θυμιάματα, και το εσήκωσαν Ιερείς και Μονάζοντες, καθώς έπρεπε,
και οικοδομήσας Ναόν άγιον εφύλαξεν εκεί τον θησαυρόν εκείνον τον πολυτίμητον,
όστις αναβλύζει καθ’ εκάστην ιάματα ψυχών και σωμάτων, θεραπεύων πάσαν
ασθένειαν. Ο δε μακάριος Θεοφάνης έζησεν ακόμη ολίγον καιρόν, μετά την τελευτήν
του Αγίου Θεοδώρου, εναρέτως πολιτευσάμενος και πλείστους Κανόνας και ιερά
Άσματα συνθέσας, όπως επίσης και ο αδελφός του Θεόδωρος δια των οποίων
κατεκόσμησαν την Εκκλησίαν. Ούτω λοιπόν καλώς και θεαρέστως κυβερνήσας το
λογικόν αυτού ποίμνιον απέρχεται από την παρούσαν ζωήν, την πολυστένακτον και
επίκηρον, εις την αϊδιον δια να δοξάζη τον Δεσπότην Χριστόν αιώνια, ω πρέπει
δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου