Νεκτάριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κατήγετο
από την Ταρσόν της Κιλικίας. Ο πατήρ του ήτο Συγκλητικός, είχε δε και αδελφόν
τον Αρσάκιον, τον μετά τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον πατριαρχεύσαντα. Ελθών
εις ηλικίαν ο Άγιος έλαβε το αξίωμα του πραίτωρος, εθαυμάζετο δε παρά πάντων
δια την απλότητα των τρόπων του και την προς τους υποδεεστέρους καλωσύνην και
επιείκειαν.
Κατά δε την εποχήν κατά την οποίαν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δια το προκληθέν επί Συνόδου υπό τινων Αρχιερέων σκάνδαλον (Αιγυπτίων ως επί το πλείστον) παρητήθη του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και ενώ συνεζητούντο τα περί εκλογής νέου Πατριάρχου, τότε ο θείος Νεκτάριος, λαϊκός έτι ων, έτυχε διατρίβων εν Κωνσταντινουπόλει· ετοιμασθείς δε ίνα επιστρέψη εις την πατρίδα αυτού, επήγε προς τον Διόδωρον τον Επίσκοπον της Ταρσού, ευρισκόμενον τότε και αυτόν εν τη Βασιλευούση δια την δευτέραν Σύνοδον και ηρώτησεν αυτόν, εάν έχη να αποστείλη επιστολάς εις την πατρίδα, διότι βούλεται να απέλθη εκεί. Ο δε Διόδωρος διενοείτο τότε καθ’ εαυτόν περί εκλογής Πατριάρχου, και περί του τις πρέπει να προβληθή ως άξιος δι’ εκλογήν και χειροτονίαν. Ως δε είδε τον Νεκτάριον, ευθύς έκρινε και απεφάσισε καθ’ εαυτόν, ότι αυτός είναι άξιος δια Πατριάρχης, ειδώς την πολιάν του ανδρός, το ιεροπρεπές είδος και το προσηνές των τρόπων. Όθεν λαβών αυτόν έφερε προς τον Πατριάρχην της Αντιοχείας Άγιον Μελέτιον, όντα τότε και αυτόν εκείσε, και ήρξατο επαινών αυτόν και λέγων, ότι αυτός είναι άξιος δια Πατριάρχης. Ο δε θείος Μελέτιος ανάρμοστον ενόμισε τούτο το πρόβλημα ή μάλλον γελοίον, διότι ο Νεκτάριος όχι μόνον δεν ήτο εισέτι Κληρικός, αλλ’ ούτε βεβαπτισμένος, και ότι υπάρχουσι πολλοί έτεροι κρείττονες αυτού, και εις την του κλήρου τάξιν εντεταγμένοι. Όμως προς χάριν του Διοδώρου, ή και από θείαν έμπνευσιν, καλέσας τον Νεκτάριον, εκέλευσεν αυτόν να αναμένη βραχύν τινα χρόνον. Όταν δε ήλθεν ο διωρισμένος καιρός προς ψηφοφορίαν δι’ εκλογήν Πατριάρχου, συνήθροισεν ο βασιλεύς Μέγας Θεοδόσιος όλους τους τότε εκεί ευρισκομένους Αρχιερείς, και προσέταξεν ίνα εις ον έκαστος βούλεται δώση την ψήφον του, εαυτόν δε εφύλαξεν εις το τέλος· όθεν οι Αρχιερείς έγραψαν ο καθείς εκείνον τον οποίον εβούλετο· ο δε της Αντιοχείας Πατριάρχης έγραψε και αυτός τινας, ους ηθέλησεν, έσχατον δε πάντων έθηκε και το όνομα του Νεκταρίου, προς χάριν του Διοδώρου. Τούτου γενομένου, λαβών ο βασιλεύς τον κατάλογον ανεγίνωσκεν· όταν δε έφθασεν εις τον Νεκτάριον, εστάθη εκεί συλλογιζόμενος καθ’ εαυτόν, θέσας δε εκεί τον δάκτυλον, ήρξατο πάλιν απ’ αρχής αναγινώσκων, όταν δε έφθασε και πάλιν εις το όνομα του Νεκταρίου, εστάθη· όθεν και εις θαυμασμόν παρεκίνησε τούτο τους Αρχιερείς· ερωτώντος δε του βασιλέως ποίος είναι ούτος ο Νεκτάριος, και πόθεν και οποίος κατά το επιτήδευμα, έμαθεν ότι είναι ευγενής πολύ έχων και αξίωμα πραίτωρος, αλλ’ ότι είναι εισέτι αβάπτιστος, διό και περισσότερον εθαύμασαν, μάλιστα δε και αυτός ο της Ταρσού Διόδωρος, διότι και αυτός δεν εγνώριζεν, ότι ο Νεκτάριος ήτο αβάπτιστος, άλλως δεν έδιδεν εις τούτον την ψήφον. Τούτο το περίεργον εθεωρήθη ως θαύμα, και παρεκίνησε τον βασιλέα, ίνα ψηφίση τον Νεκτάριον, και κατ’ αρχάς μεν αντέτεινον τινές Αρχιερείς εις τούτο, ύστερον δε όλοι συνεφώνησαν. Όθεν βαπτισθείς ο θείος Νεκτάριος, και έτι τα του βαπτίσματος λευκά ενδύματα φορών κοινή ψήφω της Αγίας Συνόδου εχειροτονήθη, εν έτει τπβ΄ (382), Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μετά ταύτα συνελθόντες, ο τε θείος Νεκτάριος και οι άλλοι Αρχιερείς, οίτινες είχον συναχθή και συνεκρότουν την Αγίαν Β΄ Οικουμενικήν Σύνοδον από του παρελθόντος έτους τπα΄ (381), ότε ήτο ακόμη Πατριάρχης ο θείος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επεκύρωσαν τα υπό της εν Νικαία Πρώτης Αγίας Οικουμενικής Συνόδου πραχθέντα ως βέβαια και ορθά, απεκήρυξαν δε και αναθεμάτισαν την αίρεσιν του Αρείου και του Μακεδονίου και πάσαν άλλην αίρεσιν. Συνεπλήρωσαν επίσης και το Σύμβολον της πίστεως (ήτοι το «Πιστεύω»). Διώρισαν δε και ενομοθέτησαν, ίνα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, και πάντες οι μετά τούτον, να έχουν τα ίσα πρεσβεία της τιμής με τον της Παλαιάς Ρώμης Αρχιεπίσκοπον, δια το είναι την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην· ομοίως και δια τους άλλους Πατριάρχας ήτοι τον Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, εθέσπισαν ίνα έχωσι και αυτοί εις τας επαρχίας αυτών την ιδίαν τιμήν και ισχύν. Και ταύτα μεν ούτως. Ο δε βασιλεύς Μέγας Θεοδόσιος κατέβαλε πάσαν σπουδήν και επιμέλειαν, ίνα όλους τους αιρετικούς ενώση μετά των Ορθοδόξων· όθεν εκοινολόγησε τον σκοπόν του τούτον προς τον Πατριάρχην Νεκτάριον και παρήγγειλεν εις αυτόν, όπως δι’ οιουδήποτε τρόπου και μηχανής δύναται να ποιήση τούτο, να ενωθή η Εκκλησία, και να παύσωσιν αι αιρέσεις και τα σχίσματα. Tαύτα ακούσας ο εν Αγίοις θείος Πατήρ ημών Νεκτάριος εγένετο έμφροντις και εναγώνιος εκ θείου ζήλου· όθεν πρώτον προσεκάλεσε τον των Ναυατιανών Πατριάρχην Αγέλιον, και τους συν αυτώ, και πολλά εις αυτούς ωμίλησε περί της Ορθοδόξου πίστεως· μετά ταύτα δε και τους των άλλων αιρέσεων επισκόπους προσεκάλεσε, Δημόφιλον δηλαδή των Αρειανών, και Ευνόμιον των Ευνομιανών, και Ελεύσιον της των Μακεδονιακών, και γενομένης μεγάλης και εκτεταμένης συνδιαλέξεως, παρόντος του ευσεβούς βασιλέως εκέλευσεν, ίνα έκαστος τούτων γράψη εις χάρτην τον εαυτού όρον· τούτου δε γενομένου, έλαβεν αυτούς εις χείρας ο βασιλεύς, και αφ’ ου εκτενώς ηύξατο προς τον Θεόν δια να συνεργήση μετ’ αυτού προς την της αληθείας επιλογήν, είτα αναγνούς τούτους, τους μεν των αιρετικών μεμψάμενος απέρριψεν, ως χωρισμόν της Παναγίας Τριάδος ποιούντας, τον δε της Ορθοδόξου πίστεως εκράτησε και επήνεσε. Δια τούτου του τρόπου πολλοί των αιρετικών έγιναν Ορθόδοξοι, όσοι δε δεν συνεφώνησαν εξωρίσθησαν μακράν της Κωνσταντινουπόλεως· η δε Ορθόδοξος πίστις ηύξανε μετά ταύτα καθημερινώς και εκραταιούτο, τη συνεργεία του ευσεβούς βασιλέως Μεγάλου Θεοδοσίου και του Αγιωτάτου Πατριάρχου Νεκταρίου. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πατριαρχεύσας ο αοίδιμος Νεκτάριος χρόνους δέκα πέντε απήλθε προς Κύριον, διάδοχος δε αυτού εγένετο ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Κατά δε την εποχήν κατά την οποίαν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δια το προκληθέν επί Συνόδου υπό τινων Αρχιερέων σκάνδαλον (Αιγυπτίων ως επί το πλείστον) παρητήθη του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως και ενώ συνεζητούντο τα περί εκλογής νέου Πατριάρχου, τότε ο θείος Νεκτάριος, λαϊκός έτι ων, έτυχε διατρίβων εν Κωνσταντινουπόλει· ετοιμασθείς δε ίνα επιστρέψη εις την πατρίδα αυτού, επήγε προς τον Διόδωρον τον Επίσκοπον της Ταρσού, ευρισκόμενον τότε και αυτόν εν τη Βασιλευούση δια την δευτέραν Σύνοδον και ηρώτησεν αυτόν, εάν έχη να αποστείλη επιστολάς εις την πατρίδα, διότι βούλεται να απέλθη εκεί. Ο δε Διόδωρος διενοείτο τότε καθ’ εαυτόν περί εκλογής Πατριάρχου, και περί του τις πρέπει να προβληθή ως άξιος δι’ εκλογήν και χειροτονίαν. Ως δε είδε τον Νεκτάριον, ευθύς έκρινε και απεφάσισε καθ’ εαυτόν, ότι αυτός είναι άξιος δια Πατριάρχης, ειδώς την πολιάν του ανδρός, το ιεροπρεπές είδος και το προσηνές των τρόπων. Όθεν λαβών αυτόν έφερε προς τον Πατριάρχην της Αντιοχείας Άγιον Μελέτιον, όντα τότε και αυτόν εκείσε, και ήρξατο επαινών αυτόν και λέγων, ότι αυτός είναι άξιος δια Πατριάρχης. Ο δε θείος Μελέτιος ανάρμοστον ενόμισε τούτο το πρόβλημα ή μάλλον γελοίον, διότι ο Νεκτάριος όχι μόνον δεν ήτο εισέτι Κληρικός, αλλ’ ούτε βεβαπτισμένος, και ότι υπάρχουσι πολλοί έτεροι κρείττονες αυτού, και εις την του κλήρου τάξιν εντεταγμένοι. Όμως προς χάριν του Διοδώρου, ή και από θείαν έμπνευσιν, καλέσας τον Νεκτάριον, εκέλευσεν αυτόν να αναμένη βραχύν τινα χρόνον. Όταν δε ήλθεν ο διωρισμένος καιρός προς ψηφοφορίαν δι’ εκλογήν Πατριάρχου, συνήθροισεν ο βασιλεύς Μέγας Θεοδόσιος όλους τους τότε εκεί ευρισκομένους Αρχιερείς, και προσέταξεν ίνα εις ον έκαστος βούλεται δώση την ψήφον του, εαυτόν δε εφύλαξεν εις το τέλος· όθεν οι Αρχιερείς έγραψαν ο καθείς εκείνον τον οποίον εβούλετο· ο δε της Αντιοχείας Πατριάρχης έγραψε και αυτός τινας, ους ηθέλησεν, έσχατον δε πάντων έθηκε και το όνομα του Νεκταρίου, προς χάριν του Διοδώρου. Τούτου γενομένου, λαβών ο βασιλεύς τον κατάλογον ανεγίνωσκεν· όταν δε έφθασεν εις τον Νεκτάριον, εστάθη εκεί συλλογιζόμενος καθ’ εαυτόν, θέσας δε εκεί τον δάκτυλον, ήρξατο πάλιν απ’ αρχής αναγινώσκων, όταν δε έφθασε και πάλιν εις το όνομα του Νεκταρίου, εστάθη· όθεν και εις θαυμασμόν παρεκίνησε τούτο τους Αρχιερείς· ερωτώντος δε του βασιλέως ποίος είναι ούτος ο Νεκτάριος, και πόθεν και οποίος κατά το επιτήδευμα, έμαθεν ότι είναι ευγενής πολύ έχων και αξίωμα πραίτωρος, αλλ’ ότι είναι εισέτι αβάπτιστος, διό και περισσότερον εθαύμασαν, μάλιστα δε και αυτός ο της Ταρσού Διόδωρος, διότι και αυτός δεν εγνώριζεν, ότι ο Νεκτάριος ήτο αβάπτιστος, άλλως δεν έδιδεν εις τούτον την ψήφον. Τούτο το περίεργον εθεωρήθη ως θαύμα, και παρεκίνησε τον βασιλέα, ίνα ψηφίση τον Νεκτάριον, και κατ’ αρχάς μεν αντέτεινον τινές Αρχιερείς εις τούτο, ύστερον δε όλοι συνεφώνησαν. Όθεν βαπτισθείς ο θείος Νεκτάριος, και έτι τα του βαπτίσματος λευκά ενδύματα φορών κοινή ψήφω της Αγίας Συνόδου εχειροτονήθη, εν έτει τπβ΄ (382), Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μετά ταύτα συνελθόντες, ο τε θείος Νεκτάριος και οι άλλοι Αρχιερείς, οίτινες είχον συναχθή και συνεκρότουν την Αγίαν Β΄ Οικουμενικήν Σύνοδον από του παρελθόντος έτους τπα΄ (381), ότε ήτο ακόμη Πατριάρχης ο θείος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επεκύρωσαν τα υπό της εν Νικαία Πρώτης Αγίας Οικουμενικής Συνόδου πραχθέντα ως βέβαια και ορθά, απεκήρυξαν δε και αναθεμάτισαν την αίρεσιν του Αρείου και του Μακεδονίου και πάσαν άλλην αίρεσιν. Συνεπλήρωσαν επίσης και το Σύμβολον της πίστεως (ήτοι το «Πιστεύω»). Διώρισαν δε και ενομοθέτησαν, ίνα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, και πάντες οι μετά τούτον, να έχουν τα ίσα πρεσβεία της τιμής με τον της Παλαιάς Ρώμης Αρχιεπίσκοπον, δια το είναι την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην· ομοίως και δια τους άλλους Πατριάρχας ήτοι τον Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, εθέσπισαν ίνα έχωσι και αυτοί εις τας επαρχίας αυτών την ιδίαν τιμήν και ισχύν. Και ταύτα μεν ούτως. Ο δε βασιλεύς Μέγας Θεοδόσιος κατέβαλε πάσαν σπουδήν και επιμέλειαν, ίνα όλους τους αιρετικούς ενώση μετά των Ορθοδόξων· όθεν εκοινολόγησε τον σκοπόν του τούτον προς τον Πατριάρχην Νεκτάριον και παρήγγειλεν εις αυτόν, όπως δι’ οιουδήποτε τρόπου και μηχανής δύναται να ποιήση τούτο, να ενωθή η Εκκλησία, και να παύσωσιν αι αιρέσεις και τα σχίσματα. Tαύτα ακούσας ο εν Αγίοις θείος Πατήρ ημών Νεκτάριος εγένετο έμφροντις και εναγώνιος εκ θείου ζήλου· όθεν πρώτον προσεκάλεσε τον των Ναυατιανών Πατριάρχην Αγέλιον, και τους συν αυτώ, και πολλά εις αυτούς ωμίλησε περί της Ορθοδόξου πίστεως· μετά ταύτα δε και τους των άλλων αιρέσεων επισκόπους προσεκάλεσε, Δημόφιλον δηλαδή των Αρειανών, και Ευνόμιον των Ευνομιανών, και Ελεύσιον της των Μακεδονιακών, και γενομένης μεγάλης και εκτεταμένης συνδιαλέξεως, παρόντος του ευσεβούς βασιλέως εκέλευσεν, ίνα έκαστος τούτων γράψη εις χάρτην τον εαυτού όρον· τούτου δε γενομένου, έλαβεν αυτούς εις χείρας ο βασιλεύς, και αφ’ ου εκτενώς ηύξατο προς τον Θεόν δια να συνεργήση μετ’ αυτού προς την της αληθείας επιλογήν, είτα αναγνούς τούτους, τους μεν των αιρετικών μεμψάμενος απέρριψεν, ως χωρισμόν της Παναγίας Τριάδος ποιούντας, τον δε της Ορθοδόξου πίστεως εκράτησε και επήνεσε. Δια τούτου του τρόπου πολλοί των αιρετικών έγιναν Ορθόδοξοι, όσοι δε δεν συνεφώνησαν εξωρίσθησαν μακράν της Κωνσταντινουπόλεως· η δε Ορθόδοξος πίστις ηύξανε μετά ταύτα καθημερινώς και εκραταιούτο, τη συνεργεία του ευσεβούς βασιλέως Μεγάλου Θεοδοσίου και του Αγιωτάτου Πατριάρχου Νεκταρίου. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πατριαρχεύσας ο αοίδιμος Νεκτάριος χρόνους δέκα πέντε απήλθε προς Κύριον, διάδοχος δε αυτού εγένετο ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου