Κυπριανός και Ιουστίνα οι ένδοξοι του Χριστού Άγιοι Μάρτυρες έλαβον τον
στέφανον του μαρτυρίου κατά τας ημέρας της βασιλείας του ασεβεστάτου Καίσαρος
Κλαυδίου εν έτει σξη΄ (268). Και ο μεν Κυπριανός κατήγετο από την Καρχηδόνα ή
Καρθαγένην της Λιβύης, διέτριβεν εις την Αντιόχειαν της Συρίας και ήτο ευγενής
και πλούσιος· η δε Ιουστίνα κατήγετο από την Αντιόχειαν και ήτο θυγάτηρ
Αιδεσίου και Κληδονίας.
Αμφότεροι οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες ήσαν πρότερον ειδωλολάτραι και μάλιστα ο Κυπριανός, όστις επερίσσευεν εις την λατρείαν των ειδώλων, διότι ήτο φιλόσοφος και κατά την μαγικήν τέχνην άκρος. Προσήλθε δε εις την πίστιν του Χριστού κατά τον ακόλουθον τρόπον. Η Ιουστίνα, το καλόν τούτο φυτόν, ήτο μεν πρότερον ειδωλολάτρις, ως είπομεν άνωθεν, και πολλάς είχεν ακάνθας ως ακολουθούσα και σεβομένη την ασέβειαν των γονέων της, με τον καιρόν όμως, αυξανομένης αυτής κατά την ηλικίαν, προέκοπτε και επερίσσευε και η γνώσις. Επειδή λοιπόν ήτο κατοικητήριον άξιον φωτισμού και χάριτος, έλαβε φως θεογνωσίας, και την μεν λατρείαν των ειδώλων ήρχισε να καταφρονή, να γινώσκη δε τον αληθή και μόνον Θεόν. Με τοιούτους λογισμούς η παρθένος προκαθαρίζουσα την ψυχήν και ταύτα συχνώς διαλογιζομένη, εζήτει από τον Θεόν τον θείον φωτισμόν και την αληθή γνώσιν. Ταύτα της Αγίας διαλογιζομένης, Διάκονος τις Αντιοχεύς, ονόματι Πραϋλιος, διηγείτο ποτέ περί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ερμηνεύων το της ενσάρκου οικονομίας μυστήριον, πως δηλαδή ελυπήθη το πλάσμα του αυτός ο των όλων Θεός, και πως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ευηγγελίσατο την Αγίαν Παρθένον και Θεοτόκον, και πως αύτη συνέλαβεν εν γαστρί και εγέννησε τον Κύριον και περί όλων εν γένει των αφορώντων την ζωήν και την διδασκαλίαν του Σωτήρος και Θεού ημών, περί των σωτηρίων αυτού διδαγμάτων, των θαυμάτων, περί του φθόνου των Ιουδαίων δι’ αυτά, περί του Σταυρού, της Ταφής και τέλος περί αυτής της θείας Αναστάσεως. Η δε Ιουστίνα, ακούσασα ταύτα, εστερεώνετο έτι περισσότερον και ταχύτερον εις την πίστιν του Χριστού, και επεθύμει να διδαχθή φανερά από τον Διάκονον την ευσέβειαν. Αλλ’ επειδή ήτο νέα και παρθένος συνεστέλλετο, και δια τούτο επήγαινε κρυφίως εις την Εκκλησίαν, δια να ακούη τα θεία λόγια. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ηθέλησε να φανερώση τούτο και εις την μητέρα της, και λέγει προς αυτήν· «Διατί, ω μήτερ, πιστεύομεν θεούς αναισθήτους και χειροποιήτους; Δεν γνωρίζεις τους Γαλιλαίους; Αυτοί είναι φοβεροί και δυνατοί· διότι όταν τις από αυτούς φανή, οι ιδικοί μας θεοί ως κλέπται φρίττουσι και φεύγουσι· και δικαίως, διότι κλέπτουσι την τιμήν του Θεού και τας ψυχάς ημών κολάζουσι». Ταύτα έλεγεν η Ιουστίνα, η μήτηρ όμως αυτής όχι μόνον δεν επείθετο, αλλά και τα εφανέρωσεν εις τον άνδρα της· διότι εφοβείτο μήπως και θανατώση την κόρην της, αν το μάθη αιφνιδίως. Αυτός δε ακούσας ταύτα ήρχισε να αμφιβάλλη. Ήτο δε τότε νυξ, και κοιμηθείς είδε τον Χριστόν εν μέσω πολλών Αγγέλων δορυφορούμενον, όστις έλεγε προς αυτόν· «Δεύτε προς με και θέλω σας χαρίσει την Βασιλείαν των ουρανών». Εξυπνήσας λοιπόν, άλλην μαρτυρίαν δεν εζήτησεν, αλλά λαβών την γυναίκα και την θυγατέρα αυτού, ήλθεν εις τον Επίσκοπον, Όπτατον λεγόμενον· ακούσας δε ο Επίσκοπος την οπτασίαν, ευθύς χωρίς αμφιβολίαν τους ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Και εγένετο ο Αιδέσιος, ο πατήρ της κόρης, αντί ιερεύς των ειδώλων, Πρεσβύτερος και ιερουργός θείων Μυστηρίων, αγαπήσας ζωήν καθαράν και θεάρεστον. Ζήσας δε μήνας δεκαοκτώ απήλθε προς Κύριον, τον οποίον ολοψύχως ηγάπησεν. Η δε παρθένος μείνασα ορφανή πατρός προέκοπτε καθ’ εκάστην εις τας αρετάς· όθεν ο φθονερός διάβολος δεν υπέφερε να αφήση αυτήν ειρηνικήν και απολέμητον· και ακούσατε την διήγησιν. Αγλαϊδας τις σχολαστικός, ευγενής και πλούσιος και εις ηδονάς της σαρκός ακόλαστος και ακράτητος, βλέπων πολλάκις την παρθένον ήτις επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, επληγώθη από το κάλλος της, μολονότι η μακαρία εκείνη ηγωνίζετο πάντοτε με νηστείας και προσευχάς να το μαραίνη· αναμένων λοιπόν ούτος πάντοτε εις τον τόπον, από τον οποίον διέβαινεν η παρθένος δια την Εκκλησίαν, έκαμνε πολλάκις νεύματα προς αυτήν και πολλάκις επαίνους της έλεγε, και γυναίκα του νόμιμον να την λάβη υπέσχετο· η δε κόρη του είπεν· «Όλα αυτά εγώ τα θεωρώ φλυαρίαν· αρκετός Νυμφίος μου είναι ο Χριστός, όστις φυλάττει την παρθενίαν μου καθαράν και αμέτοχον από παντός μολυσμού». Με τούτους τους λόγους ο Αγλαϊδας, ως με βέλη πληγωθείς, εδοκίμασε να αρπάση με βίαν την κόρην, έχων και άλλους φίλους μαζί του. Ακούσαντες δε οι συγγενείς της κόρης, έδραμον ευθύς ωπλισμένοι. Ο δε Αγλαϊδας, τούτους ιδών και φοβηθείς, και περισσότερον αισχυνθείς, από την εντροπήν του έφυγεν. Η δε κόρη έπτυεν αυτόν και ύβριζεν, εκείνος δε ουδέ ούτως επαύετο από την μανίαν του έρωτος, αλλ’ ετεχνεύετο και άλλας μηχανουργίας κρυφίως, και τέλος κατέφυγεν εις τον Κυπριανόν, όστις, ως είπομεν, είχε σπουδάσει την φιλοσοφίαν και την μαγικήν τέχνην και είχε φθάσει εις το άκρον και των δύο τούτων, δια την μεγάλην οξύτητα του νοός του. Μέγας δε γενόμενος ηθέλησε να έλθη και εις την Αντιόχειαν, δια να δείξη και εκεί την δόξαν της σοφίας του. Ελθών λοιπόν ο Αγλαϊδας εις τον Κυπριανόν διηγήθη εις αυτόν την συμφοράν του και το πάθος του, και ότι πάσαν τέχνην και μηχανήν μεταχειρισθείς δεν εύρε καμμίαν ιατρείαν και θεραπείαν του κακού, επειδή η παρθένος εις όλα τον ενίκησεν. Ύστερον του είπε και τούτο· «Συ μόνος έμεινες παρηγορία της συμφοράς μου, και εις σε θαρρών δεν εθανατώθην· πολύν δε πλούτον και χρυσίον θέλω σου χαρίσει, αν εύρω θεραπείαν δια των ενεργειών σου»! Υπήκουσεν ο Κυπριανός υποσχεθείς να του καταπαύση ταχέως την λύπην. Ούτω λοιπόν ο μεν Αγλαϊδας ανεχώρησε χαίρων και ευφραινόμενος, ελπίζων συντόμως να λάβη εις χείρας του την παρθένον. Ο δε Κυπριανός ευθύς εφώναξεν ένα πονηρόν δαιμόνιον, από εκείνα τα οποία είχον συνήθειαν να τον υπηρετούν εις τοιαύτα αισχρά και ανόσια έργα, και του είπεν· «Εάν δυνηθής να τελειώσης το πρόσταγμά μου, θέλω σε προτιμήσει από όλα τα δαιμόνια». Το δε δαιμόνιον ευθύς με την συνηθισμένην του υπερηφάνειαν αποκρινόμενον έλεγε· «Και ποίον έργον είναι εις εμέ δύσκολον να το κάμω, όταν θέλω; Εγώ πολλάς φοράς και πόλεις ολοκλήρους κατέσεισα και ηρήμωσα, πολλούς υιούς πατροκτόνους έκαμα, αδελφούς και ανδρόγυνα εις έχθραν αφιλίωτον έφερα, πολλούς θέλοντας να παρθενεύουν ημπόδισα, Μοναχούς, οι οποίοι εις όρη και σπήλαια κατώκουν με νηστείας πολλάς ως άσαρκοι, επιθυμίαν σαρκός τους έσπειρα και ηδονάς να επιθυμήσουν παρεκίνησα· άλλους οι οποίοι ήθελον να απαρνηθώσι τα γήϊνα και τα σαρκικά όλα εις τα οποία ημείς χαιρόμεθα, και θέλοντες να αρχίσουν την αρετήν, εγώ τους κατέπεισα να αφήσουν τους τοιούτους λογισμούς, και να επιθυμούν τα γήϊνα. Όμως τι πρέπει να λέγω πολλά; Τα πράγματα θέλουν δείξει ποίος είμαι· λάβε λοιπόν τούτο το πλήρες αγγείον και ράντισον τον οίκον της παρθένου, και αν δεν σε υπακούση, ω Κυπριανέ, καταφρόνησόν με και ως αδύνατον έχε με». Εγένοντο λοιπόν ταύτα τοιουτοτρόπως. Αναστάσα δε η παρθένος περί την τρίτην ώραν της νυκτός, ίνα ως συνήθως προσευχηθή, διεθερμαίνετο κατά τους νεφρούς, και τον πειρασμόν εγνώρισεν, επειδή δε περισσότερον εξήναπτεν αυτήν η φλοξ της επιθυμίας, έλεγε βιαζομένη· «Κύριε, παγίδας ητοίμασαν τοις ποσί μου και κατέκαμψαν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. νστ:7)· «εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με (και ηγάπησάς με), ότι ου μη επιχαρή ο εχθρός μου επ’ εμέ» (Ψαλμ. μ:12) «Η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις την καρδίαν αυτών, και τα τόξα αυτών συντριβείη» (Ψαλμ. λστ:15). Διότι εγώ εις σε τον ζώντα και αιώνιον Θεόν με όλην μου την ψυχήν και καρδίαν αφιερώθην». Ταύτα τα όπλα μετεχειρίσθη η γενναία κατά του δαίμονος, έπειτα και το σημείον του σταυρού ποιήσασα, το φοβερόν κατά των δαιμόνων και ανυπομόνητον υπ’ αυτών όπλον, έφυγεν ο δαίμων. Επιστρέψας δε με μεγάλην εντροπήν και φόβον εις τον Κυπριανόν, ησχύνετο να είπη ότι ενικήθη· όμως εξεταζόμενος, και μη θέλων είπε την αλήθειαν· «Είδα, είπε, σημείον τι, και έφριξα δυνατά και την δύναμίν του δεν υπέφερα». Ούτω λοιπόν καταφρονηθείς εκείνος ο δαίμων, άλλος δυνατώτερος παρευθύς εκαλείτο, ο οποίος έπαθεν όσα έπαθε και ο πρώτος· τότε ήλθεν άλλος τρίτος, ο άρχων και εξουσιαστής αυτών, και είπεν εις τον Κυπριανόν να έχη θάρρος. Επήγεν λοιπόν ούτος με τρόπον πανούργον, με σχήμα, λέγω, γυναικός και είπε της παρθένου ότι επέμφθη από τον Θεόν δια να συγκατοικούν μαζί, να αλληλοβοηθώνται εις την αρετήν· μετά δε ταύτα λέγει προς την Ιουστίναν· «Σε παρακαλώ ειπέ μου, αν όλαι αι γυναίκες επαρθένευον, τότε κατ’ ανάγκην δεν θα εχάνοντο οι άνθρωποι από τον κόσμον»; Ταύτα ακούσασα η Ιουστίνα ηννόησε την απάτην του δαίμονος, και με την προσευχήν πάλιν και το σημείον του Σταυρού μετ’ αισχύνης και τούτον απεδίωξεν. Ελθών δε και ούτος εις τον Κυπριανόν, και ερωτώμενος, εφανέρωσε την αλήθειαν, λέγων· «Όπου τυπωθή το σημείον του Σταυρού, οι δαίμονες έντρομοι και κατησχυμμένοι φεύγουσι». Ταύτα ακούσας ο σοφός Κυπριανός σοφώτερος έγινε, και καταφρονήσας τους δαίμονας, απεστράφη ευθύς και την πλάνην και επίστευσεν εις τον Χριστόν. Δια να δώση δε περισσοτέραν πληροφορίαν εις τον Επίσκοπον του καιρού εκείνου, Άνθιμον λεγόμενον, διηγήθη εις αυτόν όσα είδε και έμαθε δια μέσου της Ιουστίνης περί της δυνάμεως του Χριστού. Ο δε Επίσκοπος κατηχήσας αυτόν και ευλογήσας απέλυσεν. Ο δε Κυπριανός, όσην ορμήν είχε πρότερον εις τα άτιμα πάθη, τόσον περισσοτέραν προθυμίαν έδειξεν εις τας αρετάς, και ομού με τα μαγικά βιβλία κατέκαυσε και όσα είδωλα είχε· βαλών δε κόνιν εις την κεφαλήν αυτού, βαρέως ανεστέναζε δια την προτέραν του αγνωσίαν· και βρεχόμενος με τα δάκρυά του, ακαταπαύστως προσηύχετο με τοσαύτην ταπεινοφροσύνην, ώστε δεν ετόλμα να εκφωνήση το όνομα του Θεού. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, με στεναγμούς και δάκρυα διατελέσας όλην την νύκτα, μετέβη κατά την ώραν του όρθρου εις την Εκκλησίαν, ήτο δε τότε Μέγα Σάββατον· και πρώτον λόγον ήκουσε το τροπάριον εκείνο, όπερ λέγει· «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του Νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ: 13)· το του Προφητάνακτος· «Είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης, Κύριε, μη αποστής απ’ εμού» (Ψαλμ. λδ:22) και το του Ησαϊου· «Ιδού ο παις μου, ον ηρέτισα, ο αγαπητός μου» (Ματθ. ιβ: 18, Ησ. νβ:13). Ταύτα ακούσας εγένετο βεβαιότερος εις την πίστιν. Όθεν ηξιώθη ευθύς και του θείου Βαπτίσματος, μετά δε τριάκοντα ημέρας εχειροτονήθη βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος και Διάκονος και θείαν έλλαμψιν εδέχθη, και δύναμιν εναντίον των παθών και των δαιμόνων υψηλήν και θαυμασίαν. Μετά δε παρέλευσιν ενός έτους και Πρεσβύτερος γίνεται, τελευταίον δε, δια την άκραν του αρετήν, χειροτονείται και των Καρχηδονίων Επίσκοπος. Όχι δε μόνον εις την Καρχηδόνα, αλλά και εις όλην την Δύσιν και την Ανατολήν εξηπλώθη η φήμη του. Ούτος και την αληθώς ευγενή παρθένον Ιουστίναν ούτω μετωνόμασε, διότι πρότερον εκαλείτο Ιούστα, και συναριθμήσας αυτήν με τας Διακόνους της Εκκλησίας, κατέστησε μητέρα και Ηγουμένην εις τας εκεί ευρισκομένας Ασκητρίας. Αφ’ ου δε με την δύναμιν των λόγων του, με τας επιστολάς του και με τον θεοφιλή και ενάρετον βίον του αναριθμήτους απίστους εις την πίστιν του Χριστού ωδήγησε, μη υποφέρων ο διάβολος να βλέπη ταύτα, εκίνησε κατ’ αυτού τον Δέκιον, ο οποίος εβασίλευε τότε εις την Ρώμην. Ενόμισε λοιπόν ούτος ότι, αν υποτάξη τον Κυπριανόν, εύκολα θέλει πλανήσει και τους λοιπούς Χριστιανούς· όθεν προσέταξε και παρεστάθη έμπροσθεν αυτού. Φανείς όμως ούτος ανώτερος από πάσαν κολακείαν και απειλήν, εξωρίσθη. Αλλά και εις την εξορίαν ευρισκόμενος ο Άγιος δεν έπαυεν ως καλός ποιμήν να φροντίζη δια το ποίμνιόν του και να στηρίζη αυτό συνεχώς με τας επιστολάς του, προς τούτοις δε ηγωνίζετο και από αυτής ταύτης της εξορίας να σβέση καθ’ ολοκληρίαν την πλάνην της ειδωλολατρίας, νουθετών και παρακινών τους πιστεύοντας να στοχάζωνται μόνον την ουράνιον δόξαν και να επιθυμούν ξίφη, φλόγας και θηρία, τα οποία γίνονται αίτια μακαριότητος και δια πόνον πρόσκαιρον και ολίγον χαρίζουσι Βασιλείαν ουράνιον. Ταύτα ο Κυπριανός και έλεγε και πρώτος έπραττε, γνωρίζων ότι τα έργα περισσότερον πείθουν από τους λόγους, και με το παράδειγμά του ενεδυνάμωνε τους άλλους, καθώς ο λόγος θέλει το φανερώσει. Βλέπων ο πονηρός και μισόκαλος εχθρός τα έργα ταύτα του Κυπριανού εφλογίζετο υπό του φθόνου· όθεν παρεκίνησε ασεβείς τινας και τον κατήγγειλαν εις τον κόμητα της Ανατολής, Ευτόλμιον λεγόμενον, ότι με τας μαγείας του, τους λόγους του και τας γραφάς του καταπείθει τους ανθρώπους να αρνούνται τους θεούς και ότι αυτός, πιστεύων τον Χριστόν, αφόβως υβρίζει και περιγελά τους θεούς. Θυμωθείς δε με αυτά ο κόμης, και μάλιστα, ότι εδίδαξε και την παρθένον Ιουστίναν να φρονή καθώς και αυτός, παρέδωκεν αυτόν εις δεσμά και φυλακήν ομού με την παρθένον Ιουστίναν και απεφάσισε να τους κρίνη εις την Δαμασκόν. Ελθόντων λοιπόν των Αγίων εις την Δαμασκόν, ο κόμης εκάθισεν επί θρόνου υψηλού, και είπεν εις τον Κυπριανόν· «Συ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών; Και πως ων Έλλην πρότερον, τώρα κηρύττεις τον Εσταυρωμένον»; Και ο Άγιος μετά μεγάλης σεμνότητος και ευταξίας απεκρίθη· «Εγώ, ω ηγεμών, έχων πολλήν σπουδήν πρότερον εις τα μαθήματα και εις τα μαγικά βιβλία, δεν εύρον κανέν όφελος»· διηγήθη δε ο Κυπριανός όσα είδε και έμαθεν από την υπόθεσιν της Ιουστίνης και τέλος προσέθεσεν εις τον ηγεμόνα· «Επειδή λοιπόν οι δαίμονες φρίττουσι τον Εσταυρωμένον και τα είδωλά σας είναι απάτη και ψεύδος, εις δε είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός, ο οποίος και μόνον δύναται να σώση τους πιστεύοντας εις Αυτόν, τι άλλο έπρεπε να κάμω από του να πιστεύσω εις τον Δεσπότην Χριστόν»; Εις ταύτα θυμωθείς ο κόμης και μη δυνάμενος να απολογηθή, προσέταξε να κρεμασθή ο Άγιος και να ξεσχίζεται, η δε Ιουστίνα να δέρεται εις το πρόσωπον και εις τους οφθαλμούς· τυπτομένη δε η Αγία εβόησε· «Δόξα σοι ο Θεός, ότι με ηξίωσας να βασανίζωμαι δια το όνομά σου το Άγιον» και με τοσαύτην γενναιότητα εκαρτέρει, έως ότου ητόνησαν οι τύπτοντες και έπαυσαν να την βασανίζουν. Ο δε θείος Κυπριανός ξεσχιζόμενος εις το πρόσωπον, τοσούτον γενναίος και μεγαλόφρων ίστατο και μετά τοιαύτης ανδρείας και μακαριότητος ωμίλει, ώστε οι περιεστώτες εκ του σκότους της απιστίας εφωτίζοντο εις την πίστιν του Χριστού. Διότι μεταξύ των άλλων έλεγε προς τον κόμητα· «Ανόητε και ανάξιε της Βασιλείας των ουρανών, δια την οποίαν εγώ επιθυμώ να πάσχω, διατί δεν βλέπεις το αληθινόν φως, να αφήσης το σκότος»; Προς ταύτα ο κόμης λυπούμενος περισσότερον είπεν· «Επειδή κέρδος νομίζεις τας βασάνους, εγώ θα σου τας πολλαπλασιάσω, δια να με ευγνωμονής περισσότερον»· και τότε μεν προσέταξε να φυλακίσωσι τον Κυπριανόν, την δε Ιουστίναν εγκλείσωσιν εις το φροντιστήριον το λεγόμενον της Τερεντίνης. Μετά δε ολίγας ημέρας, φέροντες τους Αγίους εις δευτέραν εξέτασιν, τους έλεγε με ημερότητα· «Μη θελήσετε να πιστεύσετε άνθρωπον νεκρόν και να θυσιάσετε την ζωήν σας δι’ εκείνον, όστις δεν ηδυνήθη να φυλάξη ούτε την ιδικήν του». Οι Άγιοι του είπον· «Δεν γνωρίζεις, ότι άνευ θανάτου δεν έρχεται η αθανασία; Δεν εννοείς το μυστήριον εκείνου, όστις με την τριήμερον ταφήν ενίκησε τον θάνατον; Αλλά συ αληθώς είσαι τυφλός και παχύς κατά τον νουν εις τα μεγάλα και καλά· δια τούτο και βλέπων δεν βλέπεις, και ανόητος ων δεν θέλεις να εννοήσης». Προς ταύτα ο κόμης οργισθείς, προσέταξε να καυθή δυνατά τηγάνιον και να βάλουν εις αυτό τους Αγίους. Πρώτος λοιπόν ο θείος Κυπριανός ανδρείως επήδησεν εντός αυτού, βλέπων δε την Ιουστίναν δειλιώσαν και γνωρίζων αυτήν από το αργόν περιπάτημα την ενεδυνάμωνε δια των λόγων του και της ενεθύμιζε τα πρότερα κατορθώματα, και πως ενίκησε τους δαίμονας και αυτόν από την απιστίαν ηλευθέρωσεν. Με τοιούτους λόγους ενθαρρύνας την Ιουστίναν, και με τον τύπον του Σταυρού στερεωθέντες, έπεσον αμφότεροι οι Άγιοι ησύχως επάνω εις την φλόγα του σιδήρου, ως εις δρόσον θαυμάσιον. Θαυμάζων δε ο κριτής, έλεγε την υπόθεσιν μαγείαν. Αθανάσιος δε τις, συγκάθεδρος και φίλος του κριτού, είπεν· «Εγώ να ελέγξω την αδυναμίαν του Χριστού σας». Και ευθύς προσευξάμενος εις τον Δία και τον Ασκληπιόν να τον βοηθήσωσιν, επήδησεν εις το πυρ. Δεν επρόφθασεν όμως ο ανόητος να εγγίση εις αυτό, και ευθύς εστερήθη της ζωής, λαβών την πρέπουσαν τιμωρίαν της αγνωσίας του. Οι δε Άγιοι διαμένοντες επί πολύ εις το φοβερόν εκείνο τηγάνιον, ήσαν επί πολλάς ώρας αβλαβείς και λαμπρυνόμενοι. Διότι και το πυρ ηυλαβείτο τον κοινόν Δεσπότην και δημιουργόν, δια τον οποίον έπασχον οι Άγιοι. Βλέπων λοιπόν ο κριτής τα τοιαύτα παράδοξα, δυνατά δε φλογιζόμενος συν τοις άλλοις και δια τον θάνατον του φίλου του Αθανασίου, καλέσας ένα συγγενή του, Τερέντιον καλούμενον, τον συνεβουλεύθη κατά μόνας, τι να πράξη δια τους Αγίους. Ο δε του είπε· «Άπεχε απ’ αυτούς, διότι η δύναμις του Χριστού είναι ακατανίκητος. Θέλεις δε πράξει καλώς, αν τους στείλης εις τον βασιλέα, φανερώνων εις αυτόν και πόσην σπουδήν και θυμόν έδειξας δια να τους εξαναγκάσης να πιστεύουν εις τους θεούς, και πόσον τους εβασάνισες, και ότι παρ’ όλα ταύτα ούτοι παρέμειναν αβλαβείς». Ταύτα ακούσας ο κόμης, γράφει ευθύς εις τον Κλαύδιον Καίσαρα, τον βασιλεύσαντα εν έτει σξη΄ (268) ευρισκόμενον τότε εις την Νικομήδειαν, και εκθέτει εις αυτόν λεπτομερώς την υπόθεσιν του Κυπριανού και της Ιουστίνης, και όσα εις αυτούς έκαμεν, ομού δε με την επιστολήν εξαπέστειλε και αυτούς εις τον βασιλέα· θαυμάσας δε εκείνος την μεγάλην αυτών καρτερίαν και θεωρήσας ανωφελές να τους τιμωρήση και αυτός, απεφάσισε κατ’ αυτών τον δια ξίφους θάνατον. Έγραψε δε και την απόφασίν του ταύτην έχουσαν ούτω· «Κυπριανός και Ιουστίνα, αυθαδιάσαντες εναντίον των θεών, και ούτε με τιμωρίας, ουδέ με δώρα μετανοήσαντες, ας θανατωθούν δια ξίφους». Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι εχάρησαν χαράν μεγάλην, οδηγηθέντες δε εις τον ποταμόν τον λεγόμενον Γάλλον δια να θανατωθούν, προσέτρεξε και πλήθος πολύ, δια να ίδουν το τέλος τοιούτων πεφημισμένων Αγίων. Φθάσαντες λοιπόν εις τον προσδιωρισμένον τόπον προσηύξαντο δια την ειρήνην της Εκκλησίας και όλου του κόσμου. Ο δε μέγας Κυπριανός, ως σοφός και φρόνιμος, φοβούμενος την γυναικείαν ασθένειαν, παρεκάλεσε τους δημίους να θανατώσωσι πρώτον την Ιουστίναν, όπερ και εγένετο και εδέξατο η μακαρία το μακάριον τέλος. Τότε και ο Άγιος πολλά ευχαριστήσας τον Θεόν δια τον μαρτυρικόν θάνατον, εθανατώθη και αυτός δια ξίφους και ανέβη εις ουρανούς και ούτως έλαβον οι τρισμακάριοι τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Διερχόμενος δε τότε τυχαίως άνθρωπος τις, Θεόκτιστος λεγόμενος, και βλέπων τον Άγιον φερόμενον εις θάνατον είπεν· «Άδικα θανατώνεται άνθρωπος καθαρός και δίκαιος». Όθεν δια τον λόγον τούτον θυμωθείς ο συγκάθεδρος του ηγεμόνος, Φέλβιος λεγόμενος, όστις επήγε να θανατώση τους Μάρτυρας, έρριψε τον Θεόκτιστον από τον ίππον του και εθανάτωσε και αυτόν, Μάρτυρα τρίτον αναδείξας αυτόν. Εφυλάττοντο δε τα λείψανα των Αγίων με πολλήν επιμέλειαν, δια να μη τα αρπάσουν οι Χριστιανοί· όμως τινές ευλαβείς προερχόμενοι εκ Ρώμης και διερχόμενοι εκείθεν δια θαλάσσης, είδον τα λείψανα των Αγίων και τα εγνώρισαν, αλλά δια τους φύλακας παρεμέρισαν από μακρόθεν, έως ου εκείνοι απεκοιμήθησαν, και τότε λαβόντες τα λείψανα κρυφίως επέστρεψαν εις την Ρώμην, και τα εδώρησαν εις μίαν περιφανεστάτην γυναίκα, Ματρώναν λεγομένην, Ρουφίναν δε επονομαζομένην, της οποίας το γένος κατήγετο από τον Κλαύδιον Καίσαρα. Αύτη τα κατέθεσεν εντίμως εις θήκην εις ένα επίσημον και λαμπρόν τόπον της πόλεως, ιατρείας και θεραπείας αναριθμήτους χαριζόμενα καθ’ εκάστην εις όσους εις αυτά μετά πίστεως προστρέχουσιν. Εις δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν
Αμφότεροι οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες ήσαν πρότερον ειδωλολάτραι και μάλιστα ο Κυπριανός, όστις επερίσσευεν εις την λατρείαν των ειδώλων, διότι ήτο φιλόσοφος και κατά την μαγικήν τέχνην άκρος. Προσήλθε δε εις την πίστιν του Χριστού κατά τον ακόλουθον τρόπον. Η Ιουστίνα, το καλόν τούτο φυτόν, ήτο μεν πρότερον ειδωλολάτρις, ως είπομεν άνωθεν, και πολλάς είχεν ακάνθας ως ακολουθούσα και σεβομένη την ασέβειαν των γονέων της, με τον καιρόν όμως, αυξανομένης αυτής κατά την ηλικίαν, προέκοπτε και επερίσσευε και η γνώσις. Επειδή λοιπόν ήτο κατοικητήριον άξιον φωτισμού και χάριτος, έλαβε φως θεογνωσίας, και την μεν λατρείαν των ειδώλων ήρχισε να καταφρονή, να γινώσκη δε τον αληθή και μόνον Θεόν. Με τοιούτους λογισμούς η παρθένος προκαθαρίζουσα την ψυχήν και ταύτα συχνώς διαλογιζομένη, εζήτει από τον Θεόν τον θείον φωτισμόν και την αληθή γνώσιν. Ταύτα της Αγίας διαλογιζομένης, Διάκονος τις Αντιοχεύς, ονόματι Πραϋλιος, διηγείτο ποτέ περί της ενανθρωπήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ερμηνεύων το της ενσάρκου οικονομίας μυστήριον, πως δηλαδή ελυπήθη το πλάσμα του αυτός ο των όλων Θεός, και πως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ευηγγελίσατο την Αγίαν Παρθένον και Θεοτόκον, και πως αύτη συνέλαβεν εν γαστρί και εγέννησε τον Κύριον και περί όλων εν γένει των αφορώντων την ζωήν και την διδασκαλίαν του Σωτήρος και Θεού ημών, περί των σωτηρίων αυτού διδαγμάτων, των θαυμάτων, περί του φθόνου των Ιουδαίων δι’ αυτά, περί του Σταυρού, της Ταφής και τέλος περί αυτής της θείας Αναστάσεως. Η δε Ιουστίνα, ακούσασα ταύτα, εστερεώνετο έτι περισσότερον και ταχύτερον εις την πίστιν του Χριστού, και επεθύμει να διδαχθή φανερά από τον Διάκονον την ευσέβειαν. Αλλ’ επειδή ήτο νέα και παρθένος συνεστέλλετο, και δια τούτο επήγαινε κρυφίως εις την Εκκλησίαν, δια να ακούη τα θεία λόγια. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ηθέλησε να φανερώση τούτο και εις την μητέρα της, και λέγει προς αυτήν· «Διατί, ω μήτερ, πιστεύομεν θεούς αναισθήτους και χειροποιήτους; Δεν γνωρίζεις τους Γαλιλαίους; Αυτοί είναι φοβεροί και δυνατοί· διότι όταν τις από αυτούς φανή, οι ιδικοί μας θεοί ως κλέπται φρίττουσι και φεύγουσι· και δικαίως, διότι κλέπτουσι την τιμήν του Θεού και τας ψυχάς ημών κολάζουσι». Ταύτα έλεγεν η Ιουστίνα, η μήτηρ όμως αυτής όχι μόνον δεν επείθετο, αλλά και τα εφανέρωσεν εις τον άνδρα της· διότι εφοβείτο μήπως και θανατώση την κόρην της, αν το μάθη αιφνιδίως. Αυτός δε ακούσας ταύτα ήρχισε να αμφιβάλλη. Ήτο δε τότε νυξ, και κοιμηθείς είδε τον Χριστόν εν μέσω πολλών Αγγέλων δορυφορούμενον, όστις έλεγε προς αυτόν· «Δεύτε προς με και θέλω σας χαρίσει την Βασιλείαν των ουρανών». Εξυπνήσας λοιπόν, άλλην μαρτυρίαν δεν εζήτησεν, αλλά λαβών την γυναίκα και την θυγατέρα αυτού, ήλθεν εις τον Επίσκοπον, Όπτατον λεγόμενον· ακούσας δε ο Επίσκοπος την οπτασίαν, ευθύς χωρίς αμφιβολίαν τους ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Και εγένετο ο Αιδέσιος, ο πατήρ της κόρης, αντί ιερεύς των ειδώλων, Πρεσβύτερος και ιερουργός θείων Μυστηρίων, αγαπήσας ζωήν καθαράν και θεάρεστον. Ζήσας δε μήνας δεκαοκτώ απήλθε προς Κύριον, τον οποίον ολοψύχως ηγάπησεν. Η δε παρθένος μείνασα ορφανή πατρός προέκοπτε καθ’ εκάστην εις τας αρετάς· όθεν ο φθονερός διάβολος δεν υπέφερε να αφήση αυτήν ειρηνικήν και απολέμητον· και ακούσατε την διήγησιν. Αγλαϊδας τις σχολαστικός, ευγενής και πλούσιος και εις ηδονάς της σαρκός ακόλαστος και ακράτητος, βλέπων πολλάκις την παρθένον ήτις επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, επληγώθη από το κάλλος της, μολονότι η μακαρία εκείνη ηγωνίζετο πάντοτε με νηστείας και προσευχάς να το μαραίνη· αναμένων λοιπόν ούτος πάντοτε εις τον τόπον, από τον οποίον διέβαινεν η παρθένος δια την Εκκλησίαν, έκαμνε πολλάκις νεύματα προς αυτήν και πολλάκις επαίνους της έλεγε, και γυναίκα του νόμιμον να την λάβη υπέσχετο· η δε κόρη του είπεν· «Όλα αυτά εγώ τα θεωρώ φλυαρίαν· αρκετός Νυμφίος μου είναι ο Χριστός, όστις φυλάττει την παρθενίαν μου καθαράν και αμέτοχον από παντός μολυσμού». Με τούτους τους λόγους ο Αγλαϊδας, ως με βέλη πληγωθείς, εδοκίμασε να αρπάση με βίαν την κόρην, έχων και άλλους φίλους μαζί του. Ακούσαντες δε οι συγγενείς της κόρης, έδραμον ευθύς ωπλισμένοι. Ο δε Αγλαϊδας, τούτους ιδών και φοβηθείς, και περισσότερον αισχυνθείς, από την εντροπήν του έφυγεν. Η δε κόρη έπτυεν αυτόν και ύβριζεν, εκείνος δε ουδέ ούτως επαύετο από την μανίαν του έρωτος, αλλ’ ετεχνεύετο και άλλας μηχανουργίας κρυφίως, και τέλος κατέφυγεν εις τον Κυπριανόν, όστις, ως είπομεν, είχε σπουδάσει την φιλοσοφίαν και την μαγικήν τέχνην και είχε φθάσει εις το άκρον και των δύο τούτων, δια την μεγάλην οξύτητα του νοός του. Μέγας δε γενόμενος ηθέλησε να έλθη και εις την Αντιόχειαν, δια να δείξη και εκεί την δόξαν της σοφίας του. Ελθών λοιπόν ο Αγλαϊδας εις τον Κυπριανόν διηγήθη εις αυτόν την συμφοράν του και το πάθος του, και ότι πάσαν τέχνην και μηχανήν μεταχειρισθείς δεν εύρε καμμίαν ιατρείαν και θεραπείαν του κακού, επειδή η παρθένος εις όλα τον ενίκησεν. Ύστερον του είπε και τούτο· «Συ μόνος έμεινες παρηγορία της συμφοράς μου, και εις σε θαρρών δεν εθανατώθην· πολύν δε πλούτον και χρυσίον θέλω σου χαρίσει, αν εύρω θεραπείαν δια των ενεργειών σου»! Υπήκουσεν ο Κυπριανός υποσχεθείς να του καταπαύση ταχέως την λύπην. Ούτω λοιπόν ο μεν Αγλαϊδας ανεχώρησε χαίρων και ευφραινόμενος, ελπίζων συντόμως να λάβη εις χείρας του την παρθένον. Ο δε Κυπριανός ευθύς εφώναξεν ένα πονηρόν δαιμόνιον, από εκείνα τα οποία είχον συνήθειαν να τον υπηρετούν εις τοιαύτα αισχρά και ανόσια έργα, και του είπεν· «Εάν δυνηθής να τελειώσης το πρόσταγμά μου, θέλω σε προτιμήσει από όλα τα δαιμόνια». Το δε δαιμόνιον ευθύς με την συνηθισμένην του υπερηφάνειαν αποκρινόμενον έλεγε· «Και ποίον έργον είναι εις εμέ δύσκολον να το κάμω, όταν θέλω; Εγώ πολλάς φοράς και πόλεις ολοκλήρους κατέσεισα και ηρήμωσα, πολλούς υιούς πατροκτόνους έκαμα, αδελφούς και ανδρόγυνα εις έχθραν αφιλίωτον έφερα, πολλούς θέλοντας να παρθενεύουν ημπόδισα, Μοναχούς, οι οποίοι εις όρη και σπήλαια κατώκουν με νηστείας πολλάς ως άσαρκοι, επιθυμίαν σαρκός τους έσπειρα και ηδονάς να επιθυμήσουν παρεκίνησα· άλλους οι οποίοι ήθελον να απαρνηθώσι τα γήϊνα και τα σαρκικά όλα εις τα οποία ημείς χαιρόμεθα, και θέλοντες να αρχίσουν την αρετήν, εγώ τους κατέπεισα να αφήσουν τους τοιούτους λογισμούς, και να επιθυμούν τα γήϊνα. Όμως τι πρέπει να λέγω πολλά; Τα πράγματα θέλουν δείξει ποίος είμαι· λάβε λοιπόν τούτο το πλήρες αγγείον και ράντισον τον οίκον της παρθένου, και αν δεν σε υπακούση, ω Κυπριανέ, καταφρόνησόν με και ως αδύνατον έχε με». Εγένοντο λοιπόν ταύτα τοιουτοτρόπως. Αναστάσα δε η παρθένος περί την τρίτην ώραν της νυκτός, ίνα ως συνήθως προσευχηθή, διεθερμαίνετο κατά τους νεφρούς, και τον πειρασμόν εγνώρισεν, επειδή δε περισσότερον εξήναπτεν αυτήν η φλοξ της επιθυμίας, έλεγε βιαζομένη· «Κύριε, παγίδας ητοίμασαν τοις ποσί μου και κατέκαμψαν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. νστ:7)· «εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με (και ηγάπησάς με), ότι ου μη επιχαρή ο εχθρός μου επ’ εμέ» (Ψαλμ. μ:12) «Η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις την καρδίαν αυτών, και τα τόξα αυτών συντριβείη» (Ψαλμ. λστ:15). Διότι εγώ εις σε τον ζώντα και αιώνιον Θεόν με όλην μου την ψυχήν και καρδίαν αφιερώθην». Ταύτα τα όπλα μετεχειρίσθη η γενναία κατά του δαίμονος, έπειτα και το σημείον του σταυρού ποιήσασα, το φοβερόν κατά των δαιμόνων και ανυπομόνητον υπ’ αυτών όπλον, έφυγεν ο δαίμων. Επιστρέψας δε με μεγάλην εντροπήν και φόβον εις τον Κυπριανόν, ησχύνετο να είπη ότι ενικήθη· όμως εξεταζόμενος, και μη θέλων είπε την αλήθειαν· «Είδα, είπε, σημείον τι, και έφριξα δυνατά και την δύναμίν του δεν υπέφερα». Ούτω λοιπόν καταφρονηθείς εκείνος ο δαίμων, άλλος δυνατώτερος παρευθύς εκαλείτο, ο οποίος έπαθεν όσα έπαθε και ο πρώτος· τότε ήλθεν άλλος τρίτος, ο άρχων και εξουσιαστής αυτών, και είπεν εις τον Κυπριανόν να έχη θάρρος. Επήγεν λοιπόν ούτος με τρόπον πανούργον, με σχήμα, λέγω, γυναικός και είπε της παρθένου ότι επέμφθη από τον Θεόν δια να συγκατοικούν μαζί, να αλληλοβοηθώνται εις την αρετήν· μετά δε ταύτα λέγει προς την Ιουστίναν· «Σε παρακαλώ ειπέ μου, αν όλαι αι γυναίκες επαρθένευον, τότε κατ’ ανάγκην δεν θα εχάνοντο οι άνθρωποι από τον κόσμον»; Ταύτα ακούσασα η Ιουστίνα ηννόησε την απάτην του δαίμονος, και με την προσευχήν πάλιν και το σημείον του Σταυρού μετ’ αισχύνης και τούτον απεδίωξεν. Ελθών δε και ούτος εις τον Κυπριανόν, και ερωτώμενος, εφανέρωσε την αλήθειαν, λέγων· «Όπου τυπωθή το σημείον του Σταυρού, οι δαίμονες έντρομοι και κατησχυμμένοι φεύγουσι». Ταύτα ακούσας ο σοφός Κυπριανός σοφώτερος έγινε, και καταφρονήσας τους δαίμονας, απεστράφη ευθύς και την πλάνην και επίστευσεν εις τον Χριστόν. Δια να δώση δε περισσοτέραν πληροφορίαν εις τον Επίσκοπον του καιρού εκείνου, Άνθιμον λεγόμενον, διηγήθη εις αυτόν όσα είδε και έμαθε δια μέσου της Ιουστίνης περί της δυνάμεως του Χριστού. Ο δε Επίσκοπος κατηχήσας αυτόν και ευλογήσας απέλυσεν. Ο δε Κυπριανός, όσην ορμήν είχε πρότερον εις τα άτιμα πάθη, τόσον περισσοτέραν προθυμίαν έδειξεν εις τας αρετάς, και ομού με τα μαγικά βιβλία κατέκαυσε και όσα είδωλα είχε· βαλών δε κόνιν εις την κεφαλήν αυτού, βαρέως ανεστέναζε δια την προτέραν του αγνωσίαν· και βρεχόμενος με τα δάκρυά του, ακαταπαύστως προσηύχετο με τοσαύτην ταπεινοφροσύνην, ώστε δεν ετόλμα να εκφωνήση το όνομα του Θεού. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, με στεναγμούς και δάκρυα διατελέσας όλην την νύκτα, μετέβη κατά την ώραν του όρθρου εις την Εκκλησίαν, ήτο δε τότε Μέγα Σάββατον· και πρώτον λόγον ήκουσε το τροπάριον εκείνο, όπερ λέγει· «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του Νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ: 13)· το του Προφητάνακτος· «Είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης, Κύριε, μη αποστής απ’ εμού» (Ψαλμ. λδ:22) και το του Ησαϊου· «Ιδού ο παις μου, ον ηρέτισα, ο αγαπητός μου» (Ματθ. ιβ: 18, Ησ. νβ:13). Ταύτα ακούσας εγένετο βεβαιότερος εις την πίστιν. Όθεν ηξιώθη ευθύς και του θείου Βαπτίσματος, μετά δε τριάκοντα ημέρας εχειροτονήθη βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος και Διάκονος και θείαν έλλαμψιν εδέχθη, και δύναμιν εναντίον των παθών και των δαιμόνων υψηλήν και θαυμασίαν. Μετά δε παρέλευσιν ενός έτους και Πρεσβύτερος γίνεται, τελευταίον δε, δια την άκραν του αρετήν, χειροτονείται και των Καρχηδονίων Επίσκοπος. Όχι δε μόνον εις την Καρχηδόνα, αλλά και εις όλην την Δύσιν και την Ανατολήν εξηπλώθη η φήμη του. Ούτος και την αληθώς ευγενή παρθένον Ιουστίναν ούτω μετωνόμασε, διότι πρότερον εκαλείτο Ιούστα, και συναριθμήσας αυτήν με τας Διακόνους της Εκκλησίας, κατέστησε μητέρα και Ηγουμένην εις τας εκεί ευρισκομένας Ασκητρίας. Αφ’ ου δε με την δύναμιν των λόγων του, με τας επιστολάς του και με τον θεοφιλή και ενάρετον βίον του αναριθμήτους απίστους εις την πίστιν του Χριστού ωδήγησε, μη υποφέρων ο διάβολος να βλέπη ταύτα, εκίνησε κατ’ αυτού τον Δέκιον, ο οποίος εβασίλευε τότε εις την Ρώμην. Ενόμισε λοιπόν ούτος ότι, αν υποτάξη τον Κυπριανόν, εύκολα θέλει πλανήσει και τους λοιπούς Χριστιανούς· όθεν προσέταξε και παρεστάθη έμπροσθεν αυτού. Φανείς όμως ούτος ανώτερος από πάσαν κολακείαν και απειλήν, εξωρίσθη. Αλλά και εις την εξορίαν ευρισκόμενος ο Άγιος δεν έπαυεν ως καλός ποιμήν να φροντίζη δια το ποίμνιόν του και να στηρίζη αυτό συνεχώς με τας επιστολάς του, προς τούτοις δε ηγωνίζετο και από αυτής ταύτης της εξορίας να σβέση καθ’ ολοκληρίαν την πλάνην της ειδωλολατρίας, νουθετών και παρακινών τους πιστεύοντας να στοχάζωνται μόνον την ουράνιον δόξαν και να επιθυμούν ξίφη, φλόγας και θηρία, τα οποία γίνονται αίτια μακαριότητος και δια πόνον πρόσκαιρον και ολίγον χαρίζουσι Βασιλείαν ουράνιον. Ταύτα ο Κυπριανός και έλεγε και πρώτος έπραττε, γνωρίζων ότι τα έργα περισσότερον πείθουν από τους λόγους, και με το παράδειγμά του ενεδυνάμωνε τους άλλους, καθώς ο λόγος θέλει το φανερώσει. Βλέπων ο πονηρός και μισόκαλος εχθρός τα έργα ταύτα του Κυπριανού εφλογίζετο υπό του φθόνου· όθεν παρεκίνησε ασεβείς τινας και τον κατήγγειλαν εις τον κόμητα της Ανατολής, Ευτόλμιον λεγόμενον, ότι με τας μαγείας του, τους λόγους του και τας γραφάς του καταπείθει τους ανθρώπους να αρνούνται τους θεούς και ότι αυτός, πιστεύων τον Χριστόν, αφόβως υβρίζει και περιγελά τους θεούς. Θυμωθείς δε με αυτά ο κόμης, και μάλιστα, ότι εδίδαξε και την παρθένον Ιουστίναν να φρονή καθώς και αυτός, παρέδωκεν αυτόν εις δεσμά και φυλακήν ομού με την παρθένον Ιουστίναν και απεφάσισε να τους κρίνη εις την Δαμασκόν. Ελθόντων λοιπόν των Αγίων εις την Δαμασκόν, ο κόμης εκάθισεν επί θρόνου υψηλού, και είπεν εις τον Κυπριανόν· «Συ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών; Και πως ων Έλλην πρότερον, τώρα κηρύττεις τον Εσταυρωμένον»; Και ο Άγιος μετά μεγάλης σεμνότητος και ευταξίας απεκρίθη· «Εγώ, ω ηγεμών, έχων πολλήν σπουδήν πρότερον εις τα μαθήματα και εις τα μαγικά βιβλία, δεν εύρον κανέν όφελος»· διηγήθη δε ο Κυπριανός όσα είδε και έμαθεν από την υπόθεσιν της Ιουστίνης και τέλος προσέθεσεν εις τον ηγεμόνα· «Επειδή λοιπόν οι δαίμονες φρίττουσι τον Εσταυρωμένον και τα είδωλά σας είναι απάτη και ψεύδος, εις δε είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός, ο οποίος και μόνον δύναται να σώση τους πιστεύοντας εις Αυτόν, τι άλλο έπρεπε να κάμω από του να πιστεύσω εις τον Δεσπότην Χριστόν»; Εις ταύτα θυμωθείς ο κόμης και μη δυνάμενος να απολογηθή, προσέταξε να κρεμασθή ο Άγιος και να ξεσχίζεται, η δε Ιουστίνα να δέρεται εις το πρόσωπον και εις τους οφθαλμούς· τυπτομένη δε η Αγία εβόησε· «Δόξα σοι ο Θεός, ότι με ηξίωσας να βασανίζωμαι δια το όνομά σου το Άγιον» και με τοσαύτην γενναιότητα εκαρτέρει, έως ότου ητόνησαν οι τύπτοντες και έπαυσαν να την βασανίζουν. Ο δε θείος Κυπριανός ξεσχιζόμενος εις το πρόσωπον, τοσούτον γενναίος και μεγαλόφρων ίστατο και μετά τοιαύτης ανδρείας και μακαριότητος ωμίλει, ώστε οι περιεστώτες εκ του σκότους της απιστίας εφωτίζοντο εις την πίστιν του Χριστού. Διότι μεταξύ των άλλων έλεγε προς τον κόμητα· «Ανόητε και ανάξιε της Βασιλείας των ουρανών, δια την οποίαν εγώ επιθυμώ να πάσχω, διατί δεν βλέπεις το αληθινόν φως, να αφήσης το σκότος»; Προς ταύτα ο κόμης λυπούμενος περισσότερον είπεν· «Επειδή κέρδος νομίζεις τας βασάνους, εγώ θα σου τας πολλαπλασιάσω, δια να με ευγνωμονής περισσότερον»· και τότε μεν προσέταξε να φυλακίσωσι τον Κυπριανόν, την δε Ιουστίναν εγκλείσωσιν εις το φροντιστήριον το λεγόμενον της Τερεντίνης. Μετά δε ολίγας ημέρας, φέροντες τους Αγίους εις δευτέραν εξέτασιν, τους έλεγε με ημερότητα· «Μη θελήσετε να πιστεύσετε άνθρωπον νεκρόν και να θυσιάσετε την ζωήν σας δι’ εκείνον, όστις δεν ηδυνήθη να φυλάξη ούτε την ιδικήν του». Οι Άγιοι του είπον· «Δεν γνωρίζεις, ότι άνευ θανάτου δεν έρχεται η αθανασία; Δεν εννοείς το μυστήριον εκείνου, όστις με την τριήμερον ταφήν ενίκησε τον θάνατον; Αλλά συ αληθώς είσαι τυφλός και παχύς κατά τον νουν εις τα μεγάλα και καλά· δια τούτο και βλέπων δεν βλέπεις, και ανόητος ων δεν θέλεις να εννοήσης». Προς ταύτα ο κόμης οργισθείς, προσέταξε να καυθή δυνατά τηγάνιον και να βάλουν εις αυτό τους Αγίους. Πρώτος λοιπόν ο θείος Κυπριανός ανδρείως επήδησεν εντός αυτού, βλέπων δε την Ιουστίναν δειλιώσαν και γνωρίζων αυτήν από το αργόν περιπάτημα την ενεδυνάμωνε δια των λόγων του και της ενεθύμιζε τα πρότερα κατορθώματα, και πως ενίκησε τους δαίμονας και αυτόν από την απιστίαν ηλευθέρωσεν. Με τοιούτους λόγους ενθαρρύνας την Ιουστίναν, και με τον τύπον του Σταυρού στερεωθέντες, έπεσον αμφότεροι οι Άγιοι ησύχως επάνω εις την φλόγα του σιδήρου, ως εις δρόσον θαυμάσιον. Θαυμάζων δε ο κριτής, έλεγε την υπόθεσιν μαγείαν. Αθανάσιος δε τις, συγκάθεδρος και φίλος του κριτού, είπεν· «Εγώ να ελέγξω την αδυναμίαν του Χριστού σας». Και ευθύς προσευξάμενος εις τον Δία και τον Ασκληπιόν να τον βοηθήσωσιν, επήδησεν εις το πυρ. Δεν επρόφθασεν όμως ο ανόητος να εγγίση εις αυτό, και ευθύς εστερήθη της ζωής, λαβών την πρέπουσαν τιμωρίαν της αγνωσίας του. Οι δε Άγιοι διαμένοντες επί πολύ εις το φοβερόν εκείνο τηγάνιον, ήσαν επί πολλάς ώρας αβλαβείς και λαμπρυνόμενοι. Διότι και το πυρ ηυλαβείτο τον κοινόν Δεσπότην και δημιουργόν, δια τον οποίον έπασχον οι Άγιοι. Βλέπων λοιπόν ο κριτής τα τοιαύτα παράδοξα, δυνατά δε φλογιζόμενος συν τοις άλλοις και δια τον θάνατον του φίλου του Αθανασίου, καλέσας ένα συγγενή του, Τερέντιον καλούμενον, τον συνεβουλεύθη κατά μόνας, τι να πράξη δια τους Αγίους. Ο δε του είπε· «Άπεχε απ’ αυτούς, διότι η δύναμις του Χριστού είναι ακατανίκητος. Θέλεις δε πράξει καλώς, αν τους στείλης εις τον βασιλέα, φανερώνων εις αυτόν και πόσην σπουδήν και θυμόν έδειξας δια να τους εξαναγκάσης να πιστεύουν εις τους θεούς, και πόσον τους εβασάνισες, και ότι παρ’ όλα ταύτα ούτοι παρέμειναν αβλαβείς». Ταύτα ακούσας ο κόμης, γράφει ευθύς εις τον Κλαύδιον Καίσαρα, τον βασιλεύσαντα εν έτει σξη΄ (268) ευρισκόμενον τότε εις την Νικομήδειαν, και εκθέτει εις αυτόν λεπτομερώς την υπόθεσιν του Κυπριανού και της Ιουστίνης, και όσα εις αυτούς έκαμεν, ομού δε με την επιστολήν εξαπέστειλε και αυτούς εις τον βασιλέα· θαυμάσας δε εκείνος την μεγάλην αυτών καρτερίαν και θεωρήσας ανωφελές να τους τιμωρήση και αυτός, απεφάσισε κατ’ αυτών τον δια ξίφους θάνατον. Έγραψε δε και την απόφασίν του ταύτην έχουσαν ούτω· «Κυπριανός και Ιουστίνα, αυθαδιάσαντες εναντίον των θεών, και ούτε με τιμωρίας, ουδέ με δώρα μετανοήσαντες, ας θανατωθούν δια ξίφους». Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι εχάρησαν χαράν μεγάλην, οδηγηθέντες δε εις τον ποταμόν τον λεγόμενον Γάλλον δια να θανατωθούν, προσέτρεξε και πλήθος πολύ, δια να ίδουν το τέλος τοιούτων πεφημισμένων Αγίων. Φθάσαντες λοιπόν εις τον προσδιωρισμένον τόπον προσηύξαντο δια την ειρήνην της Εκκλησίας και όλου του κόσμου. Ο δε μέγας Κυπριανός, ως σοφός και φρόνιμος, φοβούμενος την γυναικείαν ασθένειαν, παρεκάλεσε τους δημίους να θανατώσωσι πρώτον την Ιουστίναν, όπερ και εγένετο και εδέξατο η μακαρία το μακάριον τέλος. Τότε και ο Άγιος πολλά ευχαριστήσας τον Θεόν δια τον μαρτυρικόν θάνατον, εθανατώθη και αυτός δια ξίφους και ανέβη εις ουρανούς και ούτως έλαβον οι τρισμακάριοι τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Διερχόμενος δε τότε τυχαίως άνθρωπος τις, Θεόκτιστος λεγόμενος, και βλέπων τον Άγιον φερόμενον εις θάνατον είπεν· «Άδικα θανατώνεται άνθρωπος καθαρός και δίκαιος». Όθεν δια τον λόγον τούτον θυμωθείς ο συγκάθεδρος του ηγεμόνος, Φέλβιος λεγόμενος, όστις επήγε να θανατώση τους Μάρτυρας, έρριψε τον Θεόκτιστον από τον ίππον του και εθανάτωσε και αυτόν, Μάρτυρα τρίτον αναδείξας αυτόν. Εφυλάττοντο δε τα λείψανα των Αγίων με πολλήν επιμέλειαν, δια να μη τα αρπάσουν οι Χριστιανοί· όμως τινές ευλαβείς προερχόμενοι εκ Ρώμης και διερχόμενοι εκείθεν δια θαλάσσης, είδον τα λείψανα των Αγίων και τα εγνώρισαν, αλλά δια τους φύλακας παρεμέρισαν από μακρόθεν, έως ου εκείνοι απεκοιμήθησαν, και τότε λαβόντες τα λείψανα κρυφίως επέστρεψαν εις την Ρώμην, και τα εδώρησαν εις μίαν περιφανεστάτην γυναίκα, Ματρώναν λεγομένην, Ρουφίναν δε επονομαζομένην, της οποίας το γένος κατήγετο από τον Κλαύδιον Καίσαρα. Αύτη τα κατέθεσεν εντίμως εις θήκην εις ένα επίσημον και λαμπρόν τόπον της πόλεως, ιατρείας και θεραπείας αναριθμήτους χαριζόμενα καθ’ εκάστην εις όσους εις αυτά μετά πίστεως προστρέχουσιν. Εις δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου