Θεόδωρος ο Γαβράς, ο ένδοξος ούτος Μεγαλομάρτυς και γενναίος Αθλητής του
Κυρίου, εγεννήθη κατά τον δέκατον αιώνα εις κωμόπολιν του θέματος της Χαλδίας
καλουμένην Άτραν, εκ γονέων ευσεβών και ενδόξων, των οποίων προσεκτήσατο και
την ευσέβειαν και την δόξαν.
Διότι ούτοι εκοσμούντο με πολύν πλούτον και δόξαν και λοιπά αξιώματα και είχον τα πρωτεία επί των Ανατολικών εκείνων μερών, τουτέστι της Χαλδίας και της Κολωνείας, και με όσας συνορεύουσι με τας επαρχίας αυτάς. Αλλ’ ο μακάριος Θεόδωρος εγένετο μάλλον ο στολισμός αυτών ως και παντός πιστού, υπερβάς τους πάντας κατά τε την ανδρείαν, την σύνεσιν, τον πλούτον και το μέγεθος των αξιωμάτων. Τοιούτους γονείς όχι μόνον οι άρχοντες, αλλά και οι βασιλείς ηύχοντο να είχον, διότι ήσαν όχι μόνον περιφανείς και ένδοξοι, αλλά και το σπουδαιότερον θερμοί περί την ευσέβειαν και ακριβείς τηρηταί των αγίων του Χριστού εντολών, των οποίων κληρονόμος και περιφανής και ένδοξος βλαστός και διάδοχος εις όλα ανεδείχθη ο υιός των Θεόδωρος, ο υπέρ του ονόματος του Σωτήρος ημών Χριστού εν τέλει καρτερικώς μαρτυρήσας και λαμπρώς παρ’ αυτού δοξασθείς. Ούτως λοιπόν ο Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος, επιδεικνύων μεγίστην σπουδήν προς καταδίωξιν των Αγαρηνών και επιθυμών την παντελή απάλειψιν του ονόματος αυτών εκ προσώπου της γης ως απίστων, επεδείξατο κατ’ αυτών τοσαύτην γενναιότητα, οσάκις του εδίδετο αφορμή και ευκαιρία εις τούτο, ώστε τους πάντας εξέπληττε δια την εξαίρετον αυτού ανδρείαν και ευτολμίαν κατά των απίστων τούτων και εχθρών της πίστεως. Είχε δε ο μακάριος πόθον διακαή να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού και θερμώς εδέετο και παρεκάλει τον Κύριον να τον αξιώση του ποθουμένου. Πλην δε των άλλων καλών, δια των οποίων περιεκοσμείτο, ήτο εις άκρον προστάτης των πτωχών. Εκ του επομένου συμβάντος ευκόλως δύναται τις να συμπεράνη και περί των λοιπών. Εις των στρατιωτών, αρπάσας βότρυν σταφυλής παρά τινος γυναικός πτωχής, κατέφαγεν αυτόν. Τούτο περιήλθεν εις γνώσιν του Αγίου, όστις αμέσως διέταξε να παιδεύσωσι τον ποιήσαντα τούτο στρατιώτην εν τω μέσω της πόλεως δια μαγκλαβίων (σιδηρών ροπάλων), όπερ και έγινε, και απέβη εις τον ατακτήσαντα στρατιώτην ο βότρυς ούτος, αντί βότρυς ευφροσύνης, βότρυς πικρίας, κατά την θείαν Γραφήν, εις δε τους λοιπούς έγινε παράδειγμα και σωφρονισμός προς διόρθωσιν και ευταξίαν. Επειδή δε, ως είπομεν, επεθύμει ο μακάριος Μάρτυς το υπέρ χριστού μαρτύριον, τούτου και επέτυχε κατά τον εξής τρόπον. Ότε επί της βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού ο Αμηράς της Μελιτινής Αχμέτ Μελίκ, έχων σύμμαχον τον αποστάτην τύραννον Ανδρόνικον εξεστράτευσε κατά της Σεβαστείας, Καισαρείας, Κολωνείας και Νικοπόλεως, τότε ο Άγιος, ως στρατηγός και ηγεμών της Χαλδίας, της Τραπεζούντος και της Κολωνείας, υπερήσπισεν αυτάς μετά θάρρους και θαυμαστής ευτολμίας, αλλά και ψυχικής αγαλλιάσεως. Έχων δε τας ελπίδας του εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Σωτήρος ημών, επέπεσε κατά των εχθρών, εκ των οποίων κατ’ αρχάς πολλούς απέκτεινε, μεταξύ των οποίων και πλείστους εκ των στρατηγών του Μελίκ. Αλλ’ ύστερον συλληφθείς αιχμάλωτος, κατά θείαν και τούτο οικονομίαν, υπό τινος των του Αμηρά Αχμέτ Μελίκ στρατηγών, Αμυράλου καλουμένου, υπερέχοντος των άλλων κατά το θάρσος και την φυσικήν αγριότητα, κατηναγκάζετο να αρνηθή τον Σωτήρα Χριστόν και να ασπασθή την θρησκείαν των ασεβών Αγαρηνών, οίτινες και υπέσχοντο εις αυτόν βασιλικάς τιμάς και δόξας, εάν δεχθή την πίστιν των, ει δ’ άλλως θα ετιμωρείτο όχι μόνον δια ποικίλων και σκληρών βασάνων, αλλά και δια θανάτου. Αλλ’ ο ατρόμητος την ψυχήν και πολύς τη συνέσει Αθλητής του Χριστού Θεόδωρος, ευρών τον καιρόν, τον οποίον τόσον διακαώς επεθύμει, υπό της θείας Χάριτος εμπνευσθείς, ουδόλως επείσθη εις το ασεβές εκείνο πρόσταγμα, ούτε τας τυραννικάς απειλάς εφοβήθη, αλλ’ ήνοιξε το στόμα του και ήρχισε να κηρύττη τον Χριστόν Υιόν του Θεού και Θεόν αληθινόν μετά μεγάλης φωνής λέγων· «Ουδέν τι των επιγείων με δελεάζει, αλλ’ ούτε με αποσπά από της επιθυμίας του να πάθω υπέρ του Χριστού· διατί μου υπόσχεσαι δόξαν, της οποίας συ δεν είσαι κύριος; Διατί παρέχεις πράγμα, όπερ συ μετ’ ολίγον θα εγκαταλείψης; Διατί τον θάνατον, όστις εις σε μόνον φαίνεται φοβερός, επαπειλείς κατ’ εμού ως φοβερόν; Εις εμέ μεν τερπνόν είναι το ζην μετά του Χριστού, φοβερόν δε το να χωρισθώ απ’ αυτού· εάν εγνώριζες την ένσαρκον οικονομίαν και την άπειρον προς τους ανθρώπους συγκατάβασιν του Θεού, ουδέποτε θα εγένεσο πολέμιος των Χριστιανών, αλλ’ ούτοι μεν νυν ευφραίνονται, ως μέτοχοι των ουρανίων αγαθών, συ δε θα βληθής εις την γέενναν του πυρός· δος, λοιπόν, πίστιν εις τα υπ’ εμού λεγόμενα, και αποπτύσας την πατρώαν σου πλάνην πίστευσον εις τον Υιόν του Θεού, όστις έχυσε το πανάχραντον αυτού αίμα επί του Σταυρού, ίνα απαλλάξη σε εκ των δεσμών της πλάνης· αναγεννήθητι δι’ ύδατος και Πνεύματος, ίνα τύχης συγχωρήσεως των εν αγνοία προτέρων αμαρτημάτων σου και γίνης μέτοχος των ουρανίων αγαθών μη κακώς διακρίνων την αλήθειαν, ως αποβαλών τον ηγεμονικόν νουν, προτιμήσης τα πρόσκαιρα των ουρανίων και, λογικός ων, αναδείξης σεαυτόν εθελουσίως αλογώτερον των αλόγων ζώων». Αλλ’ ούτοι οι σωτηριώδεις λόγοι του Μάρτυρος, αντί να καταπραϋνωσι τον τύραννον και φωτίσωσι την καρδίαν του, τουναντίον έτι περισσότερον εξηρέθισαν αυτόν, εις το να υποβάλη τον Άγιον εις δριμυτάτας βασάνους. Και πρώτον μεν απλώσαντες αυτόν πρηνή επί χιόνος, εμαστ’ιγωσαν ισχυρώς επί της ράχεως, νομίζοντος του τυράννου ότι δι’ αυτού του τρόπου θα ηδύνατο να αποσπάση τον μακάριον Μάρτυρα εκ της ορθής, αμώμου και αγίας Πίστεως· αλλ’ εις μάτην εκοπίαζε, διότι ο Άγιος όχι μόνον έμεινεν ακράδαντος και απαρασάλευτος, «ως όρος Σιών» (Ψαλμ. ρκδ΄ 1) κατά τον Προφητάνακτα, εν τω θεμελίω της ευσεβούς ημών Πίστεως, αλλά και στεντορεία τη φωνή ήρξατο να επικαλήται ως εξής την εξ ύψους του Σωτήρος αντίληψιν, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Βασιλεύ Ύψιστε, Υιέ και Λόγε του Θεού, ότι, και ανάξιον όντα με, κατηξίωσας να εισέλθω εις το στάδιον της αθλήσεως· ενίσχυσόν με, Κύριε, να γίνω θυσία ευπρόσδεκτος ενώπιον Σου, Δέσποτα, του χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων επί του ξύλου εκτείναντος τας παλάμας. Ευδόκησον, Βασιλεύ Άγιε, δια της θείας σου αντιλήψεως να γίνω μέτοχος της επουρανίου σου Βασιλείας». Ταύτα του Αγίου λέγοντος και ευχομένου, εις τοιαύτην παραφροσύνην περιήλθεν ο τύραννος, ώστε διέταξε να κατακόψωσι τον Μάρτυρα μεληδόν, τουτέστι να κατακόψωσι την θεορρήμονα αυτού γλώσσαν, να εξορύξωσι τους οφθαλμούς ανηλεώς, να αφαιρέσωσι το δέρμα της κεφαλής, των ποδών, των χειρών, και τέλος αποστερήσαντες αυτόν παντός μέλους παρέδωκαν αυτόν εις το πυρ. Και ότε μεν η θεορρήμων αυτού γλώσσα εξετέμνετο, ο Άγιος και μακάριος Μάρτυς δεν έπαυε δοξολογών τον ενισχύοντα αυτόν Σωτήρα, προς τον οποίον, ως κάλλιστον δώρον, προσέφερε την εκτμηθείσαν αυτού γλώσσαν. Ότε δε εξώρυττον ανηλεώς τους οφθαλμούς του, ούτος εφώνει· «Οι οφθαλμοί ούτοι προσφερέσθωσαν ως θυσία εις το αληθινόν θείον φως, όπερ δι’ ημάς έκτισε το φως»· ότε δε εκ της κεφαλής αυτού αφήρουν το δέρμα έλεγεν· «Όσα ο Δημιουργός εθησαύρισε δια την κεφαλήν, δι’ αυτών οφείλομεν να τηρήσωμεν άσυλον τον θησαυρόν της πίστεως». Ότε εστερείτο των χειρών, των ποδών και παντός ετέρου μέλους ευχαριστών έλεγε· «Ως βότρυς ευφρόσυνος εκ κλήματος αμπέλου αποτεμνόμενος προσφέρομαι εις τον Θεόν»· ότε δε τέλος εβλήθη εις το πυρ, καθώς το πριν οι Άγιοι Τρεις Παίδες μετέβαλον την κάμινον εις δρόσον και εδοξολόγουν τον Θεόν, ούτω και ο Άγιος, ριφθείς εις το πυρ, εφαίνετο τρόπον τινά καθήμενος εφ’ άρματος δροσερού, και εδοξολόγει την φιλανθρωπίαν του Υψίστου, και εκάλει τους πάντας προς υμνωδίαν και αίνον του Σωτήρος ημών, και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τελέσας αθλητικώς τον δρόμον της ευσεβείας, και καταπλήξας τους πάντας με την υπερθαύμαστον αυτού καρτερίαν και γενναιότητα. Εμαρτύρησε δε και ετελειώθη ο Άγιος Θεόδωρος, ο πανένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς, κατά το σωτήριον έτος απ΄ (1080) β΄ (2αν) του μηνός Οκτωβρίου, και εδέξατο των θαυμαστών αυτού αγώνων τον στέφανον εκ χειρός Κυρίου, καταπαλαίσας και καταγωνισάμενος αισθητούς και νοητούς εχθρούς. Την δε τιμίαν αυτού κεφαλήν λαβών ο τύραννος κατεσκεύασεν εις σχήμα ποτηρίου και περιέβαλεν αυτήν με χρυσλιον, και τούτο, δια την όντως υπερφυά ανδρείαν του Μάρτυρος, ήτις προεξένησεν εις αυτόν μεγίστην κατάπληξιν. Αύτη η Αγία και πάντιμος κεφαλή πολλάς θεραπείας εποίησεν εις Θεοδοσιούπολιν, όπου και τον μαρτυρικόν θάνατον υπέστη ο Άγιος. Κατόπιν μετεκομίσθη εις Τραπεζούντα, εις την πόλιν του πρωτοσεβάστου Κωνσταντίνου, ανεψιού του Μεγαλομάρτυρος, όστις εκυβέρνα τότε τα της πόλεως ταύτης, και εφρόντισε να μεταφέρη αυτήν, τελέσας την ανακομιδήν με λαμπράς παρασκευάς, πομπάς και λαμπάδας. Τελείται δε η σύναξις αυτού εις την πόλιν της Τραπεζούντος, ένθα και η τιμία αυτού κεφαλή μετεκομίσθη, ίδιον ιερόν οίκον έχουσα, εις το όνομα του Αγίου Μάρτυρος τιμώμενον.
Διότι ούτοι εκοσμούντο με πολύν πλούτον και δόξαν και λοιπά αξιώματα και είχον τα πρωτεία επί των Ανατολικών εκείνων μερών, τουτέστι της Χαλδίας και της Κολωνείας, και με όσας συνορεύουσι με τας επαρχίας αυτάς. Αλλ’ ο μακάριος Θεόδωρος εγένετο μάλλον ο στολισμός αυτών ως και παντός πιστού, υπερβάς τους πάντας κατά τε την ανδρείαν, την σύνεσιν, τον πλούτον και το μέγεθος των αξιωμάτων. Τοιούτους γονείς όχι μόνον οι άρχοντες, αλλά και οι βασιλείς ηύχοντο να είχον, διότι ήσαν όχι μόνον περιφανείς και ένδοξοι, αλλά και το σπουδαιότερον θερμοί περί την ευσέβειαν και ακριβείς τηρηταί των αγίων του Χριστού εντολών, των οποίων κληρονόμος και περιφανής και ένδοξος βλαστός και διάδοχος εις όλα ανεδείχθη ο υιός των Θεόδωρος, ο υπέρ του ονόματος του Σωτήρος ημών Χριστού εν τέλει καρτερικώς μαρτυρήσας και λαμπρώς παρ’ αυτού δοξασθείς. Ούτως λοιπόν ο Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος, επιδεικνύων μεγίστην σπουδήν προς καταδίωξιν των Αγαρηνών και επιθυμών την παντελή απάλειψιν του ονόματος αυτών εκ προσώπου της γης ως απίστων, επεδείξατο κατ’ αυτών τοσαύτην γενναιότητα, οσάκις του εδίδετο αφορμή και ευκαιρία εις τούτο, ώστε τους πάντας εξέπληττε δια την εξαίρετον αυτού ανδρείαν και ευτολμίαν κατά των απίστων τούτων και εχθρών της πίστεως. Είχε δε ο μακάριος πόθον διακαή να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού και θερμώς εδέετο και παρεκάλει τον Κύριον να τον αξιώση του ποθουμένου. Πλην δε των άλλων καλών, δια των οποίων περιεκοσμείτο, ήτο εις άκρον προστάτης των πτωχών. Εκ του επομένου συμβάντος ευκόλως δύναται τις να συμπεράνη και περί των λοιπών. Εις των στρατιωτών, αρπάσας βότρυν σταφυλής παρά τινος γυναικός πτωχής, κατέφαγεν αυτόν. Τούτο περιήλθεν εις γνώσιν του Αγίου, όστις αμέσως διέταξε να παιδεύσωσι τον ποιήσαντα τούτο στρατιώτην εν τω μέσω της πόλεως δια μαγκλαβίων (σιδηρών ροπάλων), όπερ και έγινε, και απέβη εις τον ατακτήσαντα στρατιώτην ο βότρυς ούτος, αντί βότρυς ευφροσύνης, βότρυς πικρίας, κατά την θείαν Γραφήν, εις δε τους λοιπούς έγινε παράδειγμα και σωφρονισμός προς διόρθωσιν και ευταξίαν. Επειδή δε, ως είπομεν, επεθύμει ο μακάριος Μάρτυς το υπέρ χριστού μαρτύριον, τούτου και επέτυχε κατά τον εξής τρόπον. Ότε επί της βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού ο Αμηράς της Μελιτινής Αχμέτ Μελίκ, έχων σύμμαχον τον αποστάτην τύραννον Ανδρόνικον εξεστράτευσε κατά της Σεβαστείας, Καισαρείας, Κολωνείας και Νικοπόλεως, τότε ο Άγιος, ως στρατηγός και ηγεμών της Χαλδίας, της Τραπεζούντος και της Κολωνείας, υπερήσπισεν αυτάς μετά θάρρους και θαυμαστής ευτολμίας, αλλά και ψυχικής αγαλλιάσεως. Έχων δε τας ελπίδας του εις την ακαταμάχητον δύναμιν του Σωτήρος ημών, επέπεσε κατά των εχθρών, εκ των οποίων κατ’ αρχάς πολλούς απέκτεινε, μεταξύ των οποίων και πλείστους εκ των στρατηγών του Μελίκ. Αλλ’ ύστερον συλληφθείς αιχμάλωτος, κατά θείαν και τούτο οικονομίαν, υπό τινος των του Αμηρά Αχμέτ Μελίκ στρατηγών, Αμυράλου καλουμένου, υπερέχοντος των άλλων κατά το θάρσος και την φυσικήν αγριότητα, κατηναγκάζετο να αρνηθή τον Σωτήρα Χριστόν και να ασπασθή την θρησκείαν των ασεβών Αγαρηνών, οίτινες και υπέσχοντο εις αυτόν βασιλικάς τιμάς και δόξας, εάν δεχθή την πίστιν των, ει δ’ άλλως θα ετιμωρείτο όχι μόνον δια ποικίλων και σκληρών βασάνων, αλλά και δια θανάτου. Αλλ’ ο ατρόμητος την ψυχήν και πολύς τη συνέσει Αθλητής του Χριστού Θεόδωρος, ευρών τον καιρόν, τον οποίον τόσον διακαώς επεθύμει, υπό της θείας Χάριτος εμπνευσθείς, ουδόλως επείσθη εις το ασεβές εκείνο πρόσταγμα, ούτε τας τυραννικάς απειλάς εφοβήθη, αλλ’ ήνοιξε το στόμα του και ήρχισε να κηρύττη τον Χριστόν Υιόν του Θεού και Θεόν αληθινόν μετά μεγάλης φωνής λέγων· «Ουδέν τι των επιγείων με δελεάζει, αλλ’ ούτε με αποσπά από της επιθυμίας του να πάθω υπέρ του Χριστού· διατί μου υπόσχεσαι δόξαν, της οποίας συ δεν είσαι κύριος; Διατί παρέχεις πράγμα, όπερ συ μετ’ ολίγον θα εγκαταλείψης; Διατί τον θάνατον, όστις εις σε μόνον φαίνεται φοβερός, επαπειλείς κατ’ εμού ως φοβερόν; Εις εμέ μεν τερπνόν είναι το ζην μετά του Χριστού, φοβερόν δε το να χωρισθώ απ’ αυτού· εάν εγνώριζες την ένσαρκον οικονομίαν και την άπειρον προς τους ανθρώπους συγκατάβασιν του Θεού, ουδέποτε θα εγένεσο πολέμιος των Χριστιανών, αλλ’ ούτοι μεν νυν ευφραίνονται, ως μέτοχοι των ουρανίων αγαθών, συ δε θα βληθής εις την γέενναν του πυρός· δος, λοιπόν, πίστιν εις τα υπ’ εμού λεγόμενα, και αποπτύσας την πατρώαν σου πλάνην πίστευσον εις τον Υιόν του Θεού, όστις έχυσε το πανάχραντον αυτού αίμα επί του Σταυρού, ίνα απαλλάξη σε εκ των δεσμών της πλάνης· αναγεννήθητι δι’ ύδατος και Πνεύματος, ίνα τύχης συγχωρήσεως των εν αγνοία προτέρων αμαρτημάτων σου και γίνης μέτοχος των ουρανίων αγαθών μη κακώς διακρίνων την αλήθειαν, ως αποβαλών τον ηγεμονικόν νουν, προτιμήσης τα πρόσκαιρα των ουρανίων και, λογικός ων, αναδείξης σεαυτόν εθελουσίως αλογώτερον των αλόγων ζώων». Αλλ’ ούτοι οι σωτηριώδεις λόγοι του Μάρτυρος, αντί να καταπραϋνωσι τον τύραννον και φωτίσωσι την καρδίαν του, τουναντίον έτι περισσότερον εξηρέθισαν αυτόν, εις το να υποβάλη τον Άγιον εις δριμυτάτας βασάνους. Και πρώτον μεν απλώσαντες αυτόν πρηνή επί χιόνος, εμαστ’ιγωσαν ισχυρώς επί της ράχεως, νομίζοντος του τυράννου ότι δι’ αυτού του τρόπου θα ηδύνατο να αποσπάση τον μακάριον Μάρτυρα εκ της ορθής, αμώμου και αγίας Πίστεως· αλλ’ εις μάτην εκοπίαζε, διότι ο Άγιος όχι μόνον έμεινεν ακράδαντος και απαρασάλευτος, «ως όρος Σιών» (Ψαλμ. ρκδ΄ 1) κατά τον Προφητάνακτα, εν τω θεμελίω της ευσεβούς ημών Πίστεως, αλλά και στεντορεία τη φωνή ήρξατο να επικαλήται ως εξής την εξ ύψους του Σωτήρος αντίληψιν, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Βασιλεύ Ύψιστε, Υιέ και Λόγε του Θεού, ότι, και ανάξιον όντα με, κατηξίωσας να εισέλθω εις το στάδιον της αθλήσεως· ενίσχυσόν με, Κύριε, να γίνω θυσία ευπρόσδεκτος ενώπιον Σου, Δέσποτα, του χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων επί του ξύλου εκτείναντος τας παλάμας. Ευδόκησον, Βασιλεύ Άγιε, δια της θείας σου αντιλήψεως να γίνω μέτοχος της επουρανίου σου Βασιλείας». Ταύτα του Αγίου λέγοντος και ευχομένου, εις τοιαύτην παραφροσύνην περιήλθεν ο τύραννος, ώστε διέταξε να κατακόψωσι τον Μάρτυρα μεληδόν, τουτέστι να κατακόψωσι την θεορρήμονα αυτού γλώσσαν, να εξορύξωσι τους οφθαλμούς ανηλεώς, να αφαιρέσωσι το δέρμα της κεφαλής, των ποδών, των χειρών, και τέλος αποστερήσαντες αυτόν παντός μέλους παρέδωκαν αυτόν εις το πυρ. Και ότε μεν η θεορρήμων αυτού γλώσσα εξετέμνετο, ο Άγιος και μακάριος Μάρτυς δεν έπαυε δοξολογών τον ενισχύοντα αυτόν Σωτήρα, προς τον οποίον, ως κάλλιστον δώρον, προσέφερε την εκτμηθείσαν αυτού γλώσσαν. Ότε δε εξώρυττον ανηλεώς τους οφθαλμούς του, ούτος εφώνει· «Οι οφθαλμοί ούτοι προσφερέσθωσαν ως θυσία εις το αληθινόν θείον φως, όπερ δι’ ημάς έκτισε το φως»· ότε δε εκ της κεφαλής αυτού αφήρουν το δέρμα έλεγεν· «Όσα ο Δημιουργός εθησαύρισε δια την κεφαλήν, δι’ αυτών οφείλομεν να τηρήσωμεν άσυλον τον θησαυρόν της πίστεως». Ότε εστερείτο των χειρών, των ποδών και παντός ετέρου μέλους ευχαριστών έλεγε· «Ως βότρυς ευφρόσυνος εκ κλήματος αμπέλου αποτεμνόμενος προσφέρομαι εις τον Θεόν»· ότε δε τέλος εβλήθη εις το πυρ, καθώς το πριν οι Άγιοι Τρεις Παίδες μετέβαλον την κάμινον εις δρόσον και εδοξολόγουν τον Θεόν, ούτω και ο Άγιος, ριφθείς εις το πυρ, εφαίνετο τρόπον τινά καθήμενος εφ’ άρματος δροσερού, και εδοξολόγει την φιλανθρωπίαν του Υψίστου, και εκάλει τους πάντας προς υμνωδίαν και αίνον του Σωτήρος ημών, και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τελέσας αθλητικώς τον δρόμον της ευσεβείας, και καταπλήξας τους πάντας με την υπερθαύμαστον αυτού καρτερίαν και γενναιότητα. Εμαρτύρησε δε και ετελειώθη ο Άγιος Θεόδωρος, ο πανένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς, κατά το σωτήριον έτος απ΄ (1080) β΄ (2αν) του μηνός Οκτωβρίου, και εδέξατο των θαυμαστών αυτού αγώνων τον στέφανον εκ χειρός Κυρίου, καταπαλαίσας και καταγωνισάμενος αισθητούς και νοητούς εχθρούς. Την δε τιμίαν αυτού κεφαλήν λαβών ο τύραννος κατεσκεύασεν εις σχήμα ποτηρίου και περιέβαλεν αυτήν με χρυσλιον, και τούτο, δια την όντως υπερφυά ανδρείαν του Μάρτυρος, ήτις προεξένησεν εις αυτόν μεγίστην κατάπληξιν. Αύτη η Αγία και πάντιμος κεφαλή πολλάς θεραπείας εποίησεν εις Θεοδοσιούπολιν, όπου και τον μαρτυρικόν θάνατον υπέστη ο Άγιος. Κατόπιν μετεκομίσθη εις Τραπεζούντα, εις την πόλιν του πρωτοσεβάστου Κωνσταντίνου, ανεψιού του Μεγαλομάρτυρος, όστις εκυβέρνα τότε τα της πόλεως ταύτης, και εφρόντισε να μεταφέρη αυτήν, τελέσας την ανακομιδήν με λαμπράς παρασκευάς, πομπάς και λαμπάδας. Τελείται δε η σύναξις αυτού εις την πόλιν της Τραπεζούντος, ένθα και η τιμία αυτού κεφαλή μετεκομίσθη, ίδιον ιερόν οίκον έχουσα, εις το όνομα του Αγίου Μάρτυρος τιμώμενον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου