Ιουλιανός ο Πρεσβύτερος και Καισάριος ο Διάκονος ήθλησαν όταν ο Κλαύδιος
Καίσαρ εβασίλευεν εις την Ρώμην εν έτει σξη΄ (268). Ούτος τόσον ωμός και
απάνθρωπος ήτο, ώστε εθανάτωσε και την ιδίαν μητέρα, διότι ήτο Χριστιανή,
έκτοτε δε ουδεμία ευσπλαγχνία και έλεος δεν εγένετο πλέον εις τους Χριστιανούς.
Κατά την εποχήν εκείνην ελθών και ο μακάριος ούτος Καισάριος από την Αφρικήν
εις την πόλιν την ονομαζομένην Ταρρακίναν, και βλέπων τας μυσαράς θυσίας των
Ελλήνων, έπτυσεν επάνω εις αυτάς και τας κατεπάτησεν.
Όθεν συλληφθείς, ερρίφθη εις φυλακήν. Αφ’ ου δε διήλθεν εις αυτήν τρεις ημέρας νήστις, παρεδόθη εις τον ανθύπατον. Δεθείς λοιπόν οπίσω τας χείρας ο του Χριστού Αθλητής, εσύρετο από τους στρατιώτας προ της αμάξης του άρχοντος. Όταν δε έφθασαν εις τον ναόν του Απόλλωνος, προσηυχήθη ο Άγιος και ευθύς έπεσεν ο ναός εκ θεμελίων και κατεπλάκωσεν εντός αυτού τον αρχιερέα των ειδώλων και άλλους πολλούς. Τούτο το θαύμα βλέπων ο Λεόντιος ο υπατικός προσέπεσεν εις τον Άγιον και πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη φανερά έμπροσθεν εις όλους. Ελθών δε ο Ιερεύς των Χριστιανών Ιουλιανός μετέδωκεν εις αυτόν τα άχραντα Μυστήρια και παρευθύς παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, καθώς τούτο εζήτησεν από τον Άγιον, ήτοι το να αποθάνη. Βλέπων δε τον σύντομον θάνατον του Λεοντίου έτερος άρχων, ονόματι Λοξάριος, συνέλαβε τον Πρεσβύτερον Ιουλιανόν και Καισάριον τον Διάκονον, προστάξας να τεθώσιν εντός σάκκων τριχίνων και να ριφθώσιν εις την θάλασσαν. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Ημείς μεν, ω Λοξάριε, ριπτόμεθα εις την θάλασσαν, συ δε θέλεις δαγκωθή από όφιν, και με κακόν και οδυνηρόν θάνατον μέλλεις να απολέσης την ψυχήν σου». Τούτο και πραγματικώς έγινε· διότι μετά δύο ημέρας του πνιγμού των Αγίων περιεπάτει ο Λοξάριος εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης και ευρών αυτόν μέγας και φοβερός όφις περιεπλέχθη εις τους πόδας του και αφού εκτύπησε δυνατά με την ουράν όλα τα μέλη του Λοξαρίου, αφήκεν αυτόν άπνουν και σχεδόν όλον νεκρόν. Εις δε Ιερεύς των Χριστιανών, Ευσέβιος ονόματι, και άλλος τις Φήλιξ ονομαζόμενος, εστάλησαν από θεϊκήν οπτασίαν εις τον αιγιαλόν, και έλαβον τα σώματα των Αγίων, τα οποία είχεν εκβράσει έξω η θάλασσα κατά θείαν πρόνοιαν. Τούτους δε διερχομένους και βαστάζοντας τα άγια λείψανα βλέπων ο δυστυχής εκείνος Λοξάριος, πρησμένος ων από το δηλητήριον του όφεως, και ξένον θέαμα εις τους ορώντας ευρισκόμενος, ανεστέναξε και ελεεινολόγησεν εαυτόν, μετ’ ολίγον δε απώλεσεν ο άθλιος την ψυχήν του, αφ’ ου δε τα λείψανα των Αγίων ενεταφιάσθησαν πλησίον εις την πόλιν, ο υιός του ως άνω βαπτισθέντος Λεοντίου του υπατικού εκράτησε τον ρηθέντα Ευσέβιον τον Ιερέα και τον Φήλικα και κόψας τας κεφαλάς αυτών έρριψεν εις τον ποταμόν. Τότε οδηγηθείς υπό θείου Αγγέλου ο Πρεσβύτερος Κούαρτος, ο καταγόμενος από το φρούριον της εν Ιταλία πόλεως Καπούης, επήγε και έλαβε τα άγια τούτων λείψανα και ενεταφίασεν αυτά εις επίσημον και τίμιον τόπον.
Όθεν συλληφθείς, ερρίφθη εις φυλακήν. Αφ’ ου δε διήλθεν εις αυτήν τρεις ημέρας νήστις, παρεδόθη εις τον ανθύπατον. Δεθείς λοιπόν οπίσω τας χείρας ο του Χριστού Αθλητής, εσύρετο από τους στρατιώτας προ της αμάξης του άρχοντος. Όταν δε έφθασαν εις τον ναόν του Απόλλωνος, προσηυχήθη ο Άγιος και ευθύς έπεσεν ο ναός εκ θεμελίων και κατεπλάκωσεν εντός αυτού τον αρχιερέα των ειδώλων και άλλους πολλούς. Τούτο το θαύμα βλέπων ο Λεόντιος ο υπατικός προσέπεσεν εις τον Άγιον και πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη φανερά έμπροσθεν εις όλους. Ελθών δε ο Ιερεύς των Χριστιανών Ιουλιανός μετέδωκεν εις αυτόν τα άχραντα Μυστήρια και παρευθύς παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, καθώς τούτο εζήτησεν από τον Άγιον, ήτοι το να αποθάνη. Βλέπων δε τον σύντομον θάνατον του Λεοντίου έτερος άρχων, ονόματι Λοξάριος, συνέλαβε τον Πρεσβύτερον Ιουλιανόν και Καισάριον τον Διάκονον, προστάξας να τεθώσιν εντός σάκκων τριχίνων και να ριφθώσιν εις την θάλασσαν. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Ημείς μεν, ω Λοξάριε, ριπτόμεθα εις την θάλασσαν, συ δε θέλεις δαγκωθή από όφιν, και με κακόν και οδυνηρόν θάνατον μέλλεις να απολέσης την ψυχήν σου». Τούτο και πραγματικώς έγινε· διότι μετά δύο ημέρας του πνιγμού των Αγίων περιεπάτει ο Λοξάριος εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης και ευρών αυτόν μέγας και φοβερός όφις περιεπλέχθη εις τους πόδας του και αφού εκτύπησε δυνατά με την ουράν όλα τα μέλη του Λοξαρίου, αφήκεν αυτόν άπνουν και σχεδόν όλον νεκρόν. Εις δε Ιερεύς των Χριστιανών, Ευσέβιος ονόματι, και άλλος τις Φήλιξ ονομαζόμενος, εστάλησαν από θεϊκήν οπτασίαν εις τον αιγιαλόν, και έλαβον τα σώματα των Αγίων, τα οποία είχεν εκβράσει έξω η θάλασσα κατά θείαν πρόνοιαν. Τούτους δε διερχομένους και βαστάζοντας τα άγια λείψανα βλέπων ο δυστυχής εκείνος Λοξάριος, πρησμένος ων από το δηλητήριον του όφεως, και ξένον θέαμα εις τους ορώντας ευρισκόμενος, ανεστέναξε και ελεεινολόγησεν εαυτόν, μετ’ ολίγον δε απώλεσεν ο άθλιος την ψυχήν του, αφ’ ου δε τα λείψανα των Αγίων ενεταφιάσθησαν πλησίον εις την πόλιν, ο υιός του ως άνω βαπτισθέντος Λεοντίου του υπατικού εκράτησε τον ρηθέντα Ευσέβιον τον Ιερέα και τον Φήλικα και κόψας τας κεφαλάς αυτών έρριψεν εις τον ποταμόν. Τότε οδηγηθείς υπό θείου Αγγέλου ο Πρεσβύτερος Κούαρτος, ο καταγόμενος από το φρούριον της εν Ιταλία πόλεως Καπούης, επήγε και έλαβε τα άγια τούτων λείψανα και ενεταφίασεν αυτά εις επίσημον και τίμιον τόπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου