Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών
ο επιλεγόμενος Ερημίτης και οι συν αυτώ έτεροι ενενήκοντα οκτώ Όσιοι Πατέρες,
οι σήμερον ομού εορταζόμενοι, της μεγαλονήσου Κρήτης το καύχημα, και προστάται
αυτής και υπερασπισταί και φύλακες ανύστακτοι, Συνασκηταί όντες, ηξιώθησαν και
οι ενενήκοντα εννέα να τελειωθώσιν ομού κατά την σήμερον εν δόξη κατά τρόπον
καινοφανή και θαυμάσιον και να λάβουν άπαντες ομού και ίσους τους στεφάνους της
ασκήσεως· αλλ’ ακούσατε απ’ αρχής την υπόθεσιν, ίνα πολλήν την αγαλλίασιν
λάβητε.
Οι Όσιοι ούτοι Πατέρες ετελειώθησαν μεν θαυμασίως εν τη νήσω Κρήτη, ως είπομεν, κατήγοντο όμως εκ διαφόρων και μακρινών τόπων. Και ο μεν πρώτος αυτών, ο θαυμάσιος Ιωάννης, ο επιλεγόμενος Ερημίτης, ήτο γέννημα και θρέμμα της Αιγύπτου από της οποίας ήσαν και έτεροι τριάκοντα πέντε Όσιοι Πατέρες εκ των ενενήκοντα εννέα. Οι τριάκοντα εξ ούτοι Όσιοι Πατέρες, ακούοντες ότι ο Πατριάρχης Αβραάμ δια να υπακούση εις την φωνήν του Κυρίου την ειπούσαν προς αυτόν· «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γέν. ιβ, 1), του εχάρισεν ο Θεός την γην της επαγγελίας και τον ηξίωσεν τοσούτων μεγάλων δωρεών, ώστε να γεννηθή από το γένος του ο Χριστός, εξήλθον και αυτοί από της πατρίδος αυτών και εμβάντες εις πλοίον εμάκρυνον φυγαδεύοντες. Ταξειδεύοντες δε έφθασαν εις την νήσον Κύπρον, εκεί δε εις ολίγον καιρόν διεδόθη η φήμη των εις όλην την νήσον και συνέτρεχον πολλοί, όλοι δε οι προσερχόμενοι ωφελούντο ψυχικώς και σωματικώς, διότι πολλοί ασθενείς και κακώς έχοντες εθεραπεύοντο. Εις αυτήν λοιπόν την νήσον της Κύπρου ευρίσκοντο και άλλοι τριάκοντα εννέα Πατέρες, εις διαφόρους τόπους ασκητικώς πολιτευόμενοι, οι οποίοι ακούσαντες την αρετήν των Οσίων των ελθόντων από την Αίγυπτον, επήγαν και αυτοί και συνηνώθησαν όλοι, ομού ζώντες ζωήν ενάρετον και ασκητικήν. Είτα δια να απομακρυνθώσι και οι Κύπριοι από την πατρίδα αυτών, ανεχώρησαν από την νήσον Κύπρον και μετέβησαν εις Αττάλειαν, εκεί δε πάλιν ευρήκαν άλλους είκοσι τέσσαρας Μοναχούς, οίτινες ηνώθησαν με αυτούς και έγινεν ο χορός των Οσίων Πατέρων Ενενήκοντα εννέα· μη δε θαυμάσητε ότι δεν ήσαν ακριβώς εκατόν, διότι είχον τον Χριστόν δια κεφαλήν των, και ούτως ήσαν πάλιν σωστοί εκατόν. Αφ’ ου λοιπόν παρέμειναν ολίγον καιρόν εκεί εις την Αττάλειαν, παρεκάλουν τον Θεόν να τους οδηγήση εις τόπον ξένον και αρμόδιον, δια να μη τους βλέπουν οι άνθρωποι και τους επαινούν και τους δοξάζουν, διότι πολλά τους ευφημούσαν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου και εθαύμαζον. Βλέπων δε ο Θεός τον πόθον, τον οποίον είχον να ησυχάσουν, ωδήγησεν αυτούς ν’ αναχωρήσουν από την Αττάλειαν και να έλθουν εις την Κρήτην. Εμβάντες λοιπόν όλοι εις πλοίον ήλθον μετ’ ολίγας ημέρας εις την ποθητήν Κρήτην· αφ’ ου όμως επλησίασαν εις αυτήν, έτυχεν εναντίος άνεμος· όθεν δεν ημπόρεσαν να προσορμισθούν εκεί, μάλιστα εκινδύνευε να συντριβή το πλοίον· και τούτον όλον εγένετο, ίνα δείξη ο Θεός την δύναμίν του εις τους Κρήτας και να αποδείξη ότι περισσότερον ημπορεί να βοηθή τους δούλους του με μίαν ράβδον και ένα ράσον, καθώς θέλετε ακούσει ότι έκαμεν εις τον Όσιον Ιωάννην, παρά όσον ημπορούν να βοηθούν ξίφη και ακόντια, εις τα οποία οι Κρήτες είχον τότε το θάρρος των. Επειδή λοιπόν δεν ηδύναντο από τον μέγαν άνεμον να πλησιάσουν και να αγκυροβολήσουν εις την Κρήτην, έπλευσαν εις την αντίπεραν νήσον, ήτις ονομάζεται Γαύδος, η οποία είναι μακράν από την Κρήτην μίλια τεσσαράκοντα και εκεί έκαμαν ημέρας εικοσιτέσσαρας· είτα γενομένης γαλήνης εμβήκαν πάλιν εις το πλοίον και ήλθον εις την Κρήτην. Θέλων όμως ο Θεός να δοξάση τον Άγιον Ιωάννην και να φανερώση εις τους ανθρώπους την αρετήν του, τον εσκέπασεν εκεί όπου εκοιμάτο και δεν τον είδον οι άλλοι Αδελφοί, όταν ανεχώρησαν και ούτως απέμεινεν εκεί εις την Γαύδον· και τούτο ήτο, ως είπομεν, θέλημα Θεού, δια να γίνη το παράδοξον και φοβερόν θαύμα, όπερ θέλετε ακούσει. Αφ’ ου λοιπόν απεβιβάσθησαν οι ευλογημένοι Πατέρες εις την Κρήτην, ανεζήτησαν τον Ιωάννην και μη ευρόντες αυτόν, εγνώρισαν ότι έμεινεν εις την Γαύδον, και σταθέντες μετά μεγάλης και αδιστάκτου πίστεως προς τον Θεόν, εφώναξαν από την Κρήτην εις την Γαύδον· «Αδελφέ Ιωάννη, ελθέ προς ημάς αφόβως και μη δειλιάσης». Έρχεται λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης εις τον αιγιαλόν, και προσευξάμενος είπε το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως και άλλα κατανυκτικά, ψαλμούς και τροπάρια, και σφραγίσας την θάλασσαν με το Σημείον του Σταυρού, ήπλωσε το ράσον του επάνω εις τα ύδατα· ποιήσας δε και εις τον εαυτόν του το σημείον του Σταυρού, ανέβη και εκάθισεν επάνω εις το ράσον του, ως εις πλοίον, και προσευχόμενος αυτός εν τη θαλάσση και οι άλλοι αδελφοί εν τη ξηρά, ήρχισε να πλέη από της τρίτης ώρας της ημέρας, κατά δε την έκτην έφθασεν αβλαβής, ω του θαύματος! εις την Κρήτην, και δίδων εις αυτόν ο πρώτος των Αδελφών την δεξιάν του, εξήλθεν έξω, και ασπαζόμενοι αυτόν άπαντες οι Αδελφοί, έψαλλον· «Τω συνδέσμω της αγάπης συνδεόμενοι οι ανάξιοι, τω δεσπόζοντι των όλων εαυτούς Χριστώ αναθέμενοι, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην». Παράδοξον και υπερφυές φαίνεται τούτο το θαύμα, και είναι τη αληθεία παράδοξον, αλλά όχι και ανώτερον από την δύναμιν της Πίστεως, επειδή ούτως υπόσχεται ο Ποιητής της κτίσεως Χριστός εις τους προς αυτόν πιστεύοντας· «Ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. ιδ΄, 12), και· «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ι΄, 20). Αφ’ ου λοιπόν ηυφράνθησαν οι Άγιοι Πατέρες δια τον θαυμαστόν ερχομόν του Οσίου Ιωάννου από την Γαύδον εις την Κρήτην, ανέβησαν επάνω εις τα όρη και βουνά προς το νότιον μέρος της Κρήτης, δια να εύρουν σπήλαια προς κατοικίαν· εύρον δε πράγματι το ποθούμενον εις το μέρος, το οποίον ονομάζεται της μεγάλης Πέτρας του Χάρακος, εις χωρίον λεγόμενον Αζωγυραία, και εκεί έμειναν ησυχάζοντες και προσευχόμενοι, η δε τροφή των ήτο από σκινόκαρπον, κεράτια και χορτάρια της γης. Αλλ’ επειδή το σπήλαιον ήτο μικρόν και δεν εχωρούσαν όλοι, εμοιράσθησαν εις δύο, και οι μεν τριάκοντα εξ επέρασαν αντίπερα του ποταμού εις ένα σπήλαιον, οι δε λοιποί έμειναν εις το πρώτον σπήλαιον έως τέλους της ζωής των. Ο δε Άγιος Ιωάννης επεθύμει την ησυχίαν, επειδή ήτο φιλήσυχος και εραστής της μονώσεως, δια να προσεύχηται μόνος μόνω τω Θεώ· όθεν εφανέρωσεν εις τους Αδελφούς την γνώμην του και εζήτει συγχώρησιν να αναχωρήση κατά μόνας. Οι δε αδελφοί ακούοντες αυτό ελυπήθησαν πολύ, όμως βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του έδωκαν εις αυτόν άδειαν, και μη θέλοντες, να αναχωρήση, και ποιήσαντες παράκλησιν και προσευχήν, έλεγον προσευχόμενοι· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, επειδή ο Ιωάννης, ο ημέτερος αδελφός, μέλλει να αναχωρήση από ημάς, οδήγησον αυτόν να διέλθη την ζωήν του εν ειρήνη και ησυχία και αξίωσον ημάς, Δέσποτα των απάντων, ίνα κατά την ημέραν κατά την οποίαν η Χάρις σου ευδοκήση να πληρώση εις εξ ημών το τέλος της παρούσης ζωής, εν τη αυτή ημέρα αξίωσον ημάς, Δέσποτα, να δώσωμεν όλοι το κοινόν χρέος του θανάτου, και σύνταξον ημάς συν αυτώ εις την ουράνιόν σου Βασιλείαν. Αμήν». Μετά την ευχήν βαλών ο Όσιος Ιωάννης μετάνοιαν ανεχώρησεν από της αδελφότητος· τις δε δύναται να είπη τας κακοπαθείας τας οποίας υφίστατο εις εκείνον τον τόπον, εις τον οποίον επήγε να ασκητεύη; Η τροφή του Οσίου τούτου ήτο τον μεν χειμώνα από τα χόρτα της γης, το δε θέρος από σκινόκαρπον και αγριοκεράτια, ζώντος ζωήν αγγελικήν, με ολονυκτίους προσευχάς υπέρ αυτού και υπέρ του κόσμου παντός· από δε την μεγάλην σκληραγωγίαν, την οποίαν έκαμνεν, αδυνάτισε τόσον, ώστε δεν ημπορούσε να ίσταται εις τους πόδας ορθός, αλλά περιεπάτει εσκυμμένος ως ζώον τετράποδον. Εν μια των ημερών, ήτις ήτο η έκτη του Οκτωβρίου, κατά την οποίαν έμελλε να παραλάβη αυτόν ο Θεός και να τον αναπαύση εις την ουράνιον ανάπαυσιν, εξήλθεν ο Άγιος δια να εύρη την συνειθισμένην του τροφήν, εκεί δε που, ως είπομεν, περιεπάτει ως ζώον τετράποδον εσκυμμένος, τον είδεν από μακράν εις νέος βοσκός προβάτων, όστις είχεν εξέλθει την ώραν εκείνην εις το κυνήγιον. Βλέπων δε αυτόν εις τον λόγγον, και νομίζων ότι είναι ζώον, έρριψε το τόξον και τον ετόξευσε καιρίως εις την καρδίαν· ευθύς δε ο Άγιος, γνωρίσας ότι τον εκτύπησε βέλος θανατηφόρον, έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν να τον αξιώση να φθάση ζων εις το σπήλαιον, ο και εγένετο. Ο δε βοσκός, όστις επλήγωσε τον Άγιον, έτρεξε να εύρη και να πάρη, ως ενόμιζε, το θήραμα, το οποίον εφόνευσε, πλην δεν το εύρεν. Βλέπων όμως σταγόνας αίματος και ακολουθών αυτάς, ήλθεν εις το σπήλαιον και έφθασε τον Άγιον έτι ζώντα και έχοντα τας χείρας του δεδεμένας σταυροειδώς, και το βέλος εις την καρδίαν του, και ευθύς πίπτει κατά γης ασπαζόμενος τους πόδας του Αγίου, κλαίων δε και οδυρόμενος έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, τι έπαθον σήμερον! Φευ μοι τω αθλίω! Πως ετυφλώθην, και έγινα φονεύς εις άνδρα δίκαιον και Άγιον; Τι να κάμω! Δεν έχω που αλλού να προσδράμω, ειμή μόνον εις σε, Άγιε δούλε του Θεού, να μου συγχωρήσης το σφάλμα, και να παρακαλέσης τον Θεόν να με οδηγήση εις μετάνοιαν». Ταύτα και άλλα πολλά λέγοντος του βοσκού μετά δακρύων, λέγει προς αυτόν ο Άγιος με ταπεινήν και ήρεμον φωνήν· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σου δώση μετάνοιαν και να σου συγχωρήση το αμάρτημα, το οποίον έκαμες σήμερον εις εμέ τον ανάξιον αυτού δούλον, και να σε αξιώση της Βασιλείας του, αμήν»· και ταύτα ειπών παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Έπειτα βουλόμενος να αναχωρήση ο νέος δεν ηδύνατο από την ουράνιον ευωδίαν την οποίαν ησθάνετο και από την γλυκυτάτην ψαλμωδίαν των Αγίων Αγγέλων, την οποίαν ήκουεν άνωθεν πλησίον του αγίου λειψάνου· όμως μετά πολλήν ώραν, νεύσει θεία, εξήλθεν έξω του σπηλαίου δια να κηρύξη τον Άγιον εις όληντην περίχωρον των Χανίων, κηρύττων δε αυτόν έλεγε φανερά και το σφάλμα του και εις ολίγας ημέρας ακουστόν εγένετο το όνομα του Αγίου εις όλην την Κρήτην. Όθεν επορεύοντο πλήθος λαού και προσεκύνουν αυτόν, και όλοι οι μετά πίστεως ερχόμενοι εις προσκύνησίν του ελάμβανον των παθών των την ίασιν. Ούτω λοιπόν ο θείος Ιωάννης, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, ετελείωσε την παρούσαν ζωήν με βίαιον θάνατον, τη έκτη του Οκτωβρίου· οι δε λοιποί ενενήκοντα οκτώ συνασκηταί του, ευρισκόμενοι εις τα άνω ειρημένα σπήλαια του χωρίου Αζωγυραία, καθώς προείπομεν, ότι εζήτησαν από τον Θεόν να αναπαυθούν όλοι μίαν ημέραν, ούτω και εγένετο· διότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εφόνευσεν ο βοσκός τον Όσιον Ιωάννην εις το Ακρωτήριον, κατά την ιδίαν ταύτην ανεπαύθησαν εν Κυρίω και ούτοι άπαντες εις τα σπήλαια της Αζωγυραίας· καθώς δε είναι παλαιά παράδοσις εις τους εντοπίους, άλλοι ακουμβούσαν επάνω εις τας ράβδους των, άλλοι έκλιναν τας κεφαλάς εις τους ώμους των, άλλοι ίσταντο προσευχόμενοι, άλλοι γονατιστοί, και άλλοι άλλως, παρέδωσαν εν ειρήνη τας μακαρίας αυτών ψυχάς τω Κυρίω, αρξάμενοι από της τρίτης ώρας της ημέρας και τελευτήσαντες έως της εβδόμης. Παράδοξον φαίνεται το τέλος των Αγίων τούτων, πως τόσοι άνθρωποι απέθανον εις μίαν και την αυτήν ημέραν· παράδοξον μεν, αλλ’ όχι και απίστευτον. «Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις», το εζήτησαν παρά Θεού και το έλαβον· «Θέλημα γαρ των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει, και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ΄: 19), κατά την του Αγίου Πνεύματος απόφασιν. Το θαυμαστόν και παράδοξον αληθώς είναι πως τοσαύτη πληθύς ενενήκοντα εννέα ανθρώπων εσώθησαν και ηγίασαν όλοι, και ουδείς εξ αυτών απώλετο· δώδεκα ήσαν οι Μαθηταί του Χριστού, και απώλετο εξ αυτών ο Ιούδας ο υιός της απωλείας· τεσσαράκοντα ήσαν οι εν Σεβαστεία τη λίμνη αθλήσαντες, και απώλετο εξ αυτών ο εις· από αυτούς όμως ουδείς απώλετο, αλλ’ άπαντες εσώθησαν και εκοιμήθησαν, ως είρηται, τη έκτη του Οκτωβρίου μηνός, εις την οποίαν ημέραν εώρταζον και την μνήμην αυτών έως το 1632 έτος από Χριστού. Έκτοτε όμως, επειδή ήτο κατ’ αυτήν η μνήμη του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Θωμά, μετετέθη η μνήμη των Αγίων εις την εβδόμην του αυτού μηνός μετά Συνοδικήν και Πατριαρχικήν απόφασιν του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Αλεξανδρείας Λουκάρεως επιλεγομένου του Κρητός· όθεν και ως κεκυρωμένη υπό Συνοδικής αποφάσεως η άσκησίς των και άπασα η ιστορία και η Αγιότης αυτών δεν μένει εις τινα καμμία αμφιβολία δια τα παραδόξως λεγόμενα περί αυτών· και μάλιστα όταν θαυματουργούσι καθ’ εκάστην και εν γη και εν θαλάσση εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την βοήθειαν αυτών· ων ταις Αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Οι Όσιοι ούτοι Πατέρες ετελειώθησαν μεν θαυμασίως εν τη νήσω Κρήτη, ως είπομεν, κατήγοντο όμως εκ διαφόρων και μακρινών τόπων. Και ο μεν πρώτος αυτών, ο θαυμάσιος Ιωάννης, ο επιλεγόμενος Ερημίτης, ήτο γέννημα και θρέμμα της Αιγύπτου από της οποίας ήσαν και έτεροι τριάκοντα πέντε Όσιοι Πατέρες εκ των ενενήκοντα εννέα. Οι τριάκοντα εξ ούτοι Όσιοι Πατέρες, ακούοντες ότι ο Πατριάρχης Αβραάμ δια να υπακούση εις την φωνήν του Κυρίου την ειπούσαν προς αυτόν· «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου, και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γέν. ιβ, 1), του εχάρισεν ο Θεός την γην της επαγγελίας και τον ηξίωσεν τοσούτων μεγάλων δωρεών, ώστε να γεννηθή από το γένος του ο Χριστός, εξήλθον και αυτοί από της πατρίδος αυτών και εμβάντες εις πλοίον εμάκρυνον φυγαδεύοντες. Ταξειδεύοντες δε έφθασαν εις την νήσον Κύπρον, εκεί δε εις ολίγον καιρόν διεδόθη η φήμη των εις όλην την νήσον και συνέτρεχον πολλοί, όλοι δε οι προσερχόμενοι ωφελούντο ψυχικώς και σωματικώς, διότι πολλοί ασθενείς και κακώς έχοντες εθεραπεύοντο. Εις αυτήν λοιπόν την νήσον της Κύπρου ευρίσκοντο και άλλοι τριάκοντα εννέα Πατέρες, εις διαφόρους τόπους ασκητικώς πολιτευόμενοι, οι οποίοι ακούσαντες την αρετήν των Οσίων των ελθόντων από την Αίγυπτον, επήγαν και αυτοί και συνηνώθησαν όλοι, ομού ζώντες ζωήν ενάρετον και ασκητικήν. Είτα δια να απομακρυνθώσι και οι Κύπριοι από την πατρίδα αυτών, ανεχώρησαν από την νήσον Κύπρον και μετέβησαν εις Αττάλειαν, εκεί δε πάλιν ευρήκαν άλλους είκοσι τέσσαρας Μοναχούς, οίτινες ηνώθησαν με αυτούς και έγινεν ο χορός των Οσίων Πατέρων Ενενήκοντα εννέα· μη δε θαυμάσητε ότι δεν ήσαν ακριβώς εκατόν, διότι είχον τον Χριστόν δια κεφαλήν των, και ούτως ήσαν πάλιν σωστοί εκατόν. Αφ’ ου λοιπόν παρέμειναν ολίγον καιρόν εκεί εις την Αττάλειαν, παρεκάλουν τον Θεόν να τους οδηγήση εις τόπον ξένον και αρμόδιον, δια να μη τους βλέπουν οι άνθρωποι και τους επαινούν και τους δοξάζουν, διότι πολλά τους ευφημούσαν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου και εθαύμαζον. Βλέπων δε ο Θεός τον πόθον, τον οποίον είχον να ησυχάσουν, ωδήγησεν αυτούς ν’ αναχωρήσουν από την Αττάλειαν και να έλθουν εις την Κρήτην. Εμβάντες λοιπόν όλοι εις πλοίον ήλθον μετ’ ολίγας ημέρας εις την ποθητήν Κρήτην· αφ’ ου όμως επλησίασαν εις αυτήν, έτυχεν εναντίος άνεμος· όθεν δεν ημπόρεσαν να προσορμισθούν εκεί, μάλιστα εκινδύνευε να συντριβή το πλοίον· και τούτον όλον εγένετο, ίνα δείξη ο Θεός την δύναμίν του εις τους Κρήτας και να αποδείξη ότι περισσότερον ημπορεί να βοηθή τους δούλους του με μίαν ράβδον και ένα ράσον, καθώς θέλετε ακούσει ότι έκαμεν εις τον Όσιον Ιωάννην, παρά όσον ημπορούν να βοηθούν ξίφη και ακόντια, εις τα οποία οι Κρήτες είχον τότε το θάρρος των. Επειδή λοιπόν δεν ηδύναντο από τον μέγαν άνεμον να πλησιάσουν και να αγκυροβολήσουν εις την Κρήτην, έπλευσαν εις την αντίπεραν νήσον, ήτις ονομάζεται Γαύδος, η οποία είναι μακράν από την Κρήτην μίλια τεσσαράκοντα και εκεί έκαμαν ημέρας εικοσιτέσσαρας· είτα γενομένης γαλήνης εμβήκαν πάλιν εις το πλοίον και ήλθον εις την Κρήτην. Θέλων όμως ο Θεός να δοξάση τον Άγιον Ιωάννην και να φανερώση εις τους ανθρώπους την αρετήν του, τον εσκέπασεν εκεί όπου εκοιμάτο και δεν τον είδον οι άλλοι Αδελφοί, όταν ανεχώρησαν και ούτως απέμεινεν εκεί εις την Γαύδον· και τούτο ήτο, ως είπομεν, θέλημα Θεού, δια να γίνη το παράδοξον και φοβερόν θαύμα, όπερ θέλετε ακούσει. Αφ’ ου λοιπόν απεβιβάσθησαν οι ευλογημένοι Πατέρες εις την Κρήτην, ανεζήτησαν τον Ιωάννην και μη ευρόντες αυτόν, εγνώρισαν ότι έμεινεν εις την Γαύδον, και σταθέντες μετά μεγάλης και αδιστάκτου πίστεως προς τον Θεόν, εφώναξαν από την Κρήτην εις την Γαύδον· «Αδελφέ Ιωάννη, ελθέ προς ημάς αφόβως και μη δειλιάσης». Έρχεται λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης εις τον αιγιαλόν, και προσευξάμενος είπε το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως και άλλα κατανυκτικά, ψαλμούς και τροπάρια, και σφραγίσας την θάλασσαν με το Σημείον του Σταυρού, ήπλωσε το ράσον του επάνω εις τα ύδατα· ποιήσας δε και εις τον εαυτόν του το σημείον του Σταυρού, ανέβη και εκάθισεν επάνω εις το ράσον του, ως εις πλοίον, και προσευχόμενος αυτός εν τη θαλάσση και οι άλλοι αδελφοί εν τη ξηρά, ήρχισε να πλέη από της τρίτης ώρας της ημέρας, κατά δε την έκτην έφθασεν αβλαβής, ω του θαύματος! εις την Κρήτην, και δίδων εις αυτόν ο πρώτος των Αδελφών την δεξιάν του, εξήλθεν έξω, και ασπαζόμενοι αυτόν άπαντες οι Αδελφοί, έψαλλον· «Τω συνδέσμω της αγάπης συνδεόμενοι οι ανάξιοι, τω δεσπόζοντι των όλων εαυτούς Χριστώ αναθέμενοι, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην». Παράδοξον και υπερφυές φαίνεται τούτο το θαύμα, και είναι τη αληθεία παράδοξον, αλλά όχι και ανώτερον από την δύναμιν της Πίστεως, επειδή ούτως υπόσχεται ο Ποιητής της κτίσεως Χριστός εις τους προς αυτόν πιστεύοντας· «Ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. ιδ΄, 12), και· «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ι΄, 20). Αφ’ ου λοιπόν ηυφράνθησαν οι Άγιοι Πατέρες δια τον θαυμαστόν ερχομόν του Οσίου Ιωάννου από την Γαύδον εις την Κρήτην, ανέβησαν επάνω εις τα όρη και βουνά προς το νότιον μέρος της Κρήτης, δια να εύρουν σπήλαια προς κατοικίαν· εύρον δε πράγματι το ποθούμενον εις το μέρος, το οποίον ονομάζεται της μεγάλης Πέτρας του Χάρακος, εις χωρίον λεγόμενον Αζωγυραία, και εκεί έμειναν ησυχάζοντες και προσευχόμενοι, η δε τροφή των ήτο από σκινόκαρπον, κεράτια και χορτάρια της γης. Αλλ’ επειδή το σπήλαιον ήτο μικρόν και δεν εχωρούσαν όλοι, εμοιράσθησαν εις δύο, και οι μεν τριάκοντα εξ επέρασαν αντίπερα του ποταμού εις ένα σπήλαιον, οι δε λοιποί έμειναν εις το πρώτον σπήλαιον έως τέλους της ζωής των. Ο δε Άγιος Ιωάννης επεθύμει την ησυχίαν, επειδή ήτο φιλήσυχος και εραστής της μονώσεως, δια να προσεύχηται μόνος μόνω τω Θεώ· όθεν εφανέρωσεν εις τους Αδελφούς την γνώμην του και εζήτει συγχώρησιν να αναχωρήση κατά μόνας. Οι δε αδελφοί ακούοντες αυτό ελυπήθησαν πολύ, όμως βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του έδωκαν εις αυτόν άδειαν, και μη θέλοντες, να αναχωρήση, και ποιήσαντες παράκλησιν και προσευχήν, έλεγον προσευχόμενοι· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, επειδή ο Ιωάννης, ο ημέτερος αδελφός, μέλλει να αναχωρήση από ημάς, οδήγησον αυτόν να διέλθη την ζωήν του εν ειρήνη και ησυχία και αξίωσον ημάς, Δέσποτα των απάντων, ίνα κατά την ημέραν κατά την οποίαν η Χάρις σου ευδοκήση να πληρώση εις εξ ημών το τέλος της παρούσης ζωής, εν τη αυτή ημέρα αξίωσον ημάς, Δέσποτα, να δώσωμεν όλοι το κοινόν χρέος του θανάτου, και σύνταξον ημάς συν αυτώ εις την ουράνιόν σου Βασιλείαν. Αμήν». Μετά την ευχήν βαλών ο Όσιος Ιωάννης μετάνοιαν ανεχώρησεν από της αδελφότητος· τις δε δύναται να είπη τας κακοπαθείας τας οποίας υφίστατο εις εκείνον τον τόπον, εις τον οποίον επήγε να ασκητεύη; Η τροφή του Οσίου τούτου ήτο τον μεν χειμώνα από τα χόρτα της γης, το δε θέρος από σκινόκαρπον και αγριοκεράτια, ζώντος ζωήν αγγελικήν, με ολονυκτίους προσευχάς υπέρ αυτού και υπέρ του κόσμου παντός· από δε την μεγάλην σκληραγωγίαν, την οποίαν έκαμνεν, αδυνάτισε τόσον, ώστε δεν ημπορούσε να ίσταται εις τους πόδας ορθός, αλλά περιεπάτει εσκυμμένος ως ζώον τετράποδον. Εν μια των ημερών, ήτις ήτο η έκτη του Οκτωβρίου, κατά την οποίαν έμελλε να παραλάβη αυτόν ο Θεός και να τον αναπαύση εις την ουράνιον ανάπαυσιν, εξήλθεν ο Άγιος δια να εύρη την συνειθισμένην του τροφήν, εκεί δε που, ως είπομεν, περιεπάτει ως ζώον τετράποδον εσκυμμένος, τον είδεν από μακράν εις νέος βοσκός προβάτων, όστις είχεν εξέλθει την ώραν εκείνην εις το κυνήγιον. Βλέπων δε αυτόν εις τον λόγγον, και νομίζων ότι είναι ζώον, έρριψε το τόξον και τον ετόξευσε καιρίως εις την καρδίαν· ευθύς δε ο Άγιος, γνωρίσας ότι τον εκτύπησε βέλος θανατηφόρον, έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν να τον αξιώση να φθάση ζων εις το σπήλαιον, ο και εγένετο. Ο δε βοσκός, όστις επλήγωσε τον Άγιον, έτρεξε να εύρη και να πάρη, ως ενόμιζε, το θήραμα, το οποίον εφόνευσε, πλην δεν το εύρεν. Βλέπων όμως σταγόνας αίματος και ακολουθών αυτάς, ήλθεν εις το σπήλαιον και έφθασε τον Άγιον έτι ζώντα και έχοντα τας χείρας του δεδεμένας σταυροειδώς, και το βέλος εις την καρδίαν του, και ευθύς πίπτει κατά γης ασπαζόμενος τους πόδας του Αγίου, κλαίων δε και οδυρόμενος έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, τι έπαθον σήμερον! Φευ μοι τω αθλίω! Πως ετυφλώθην, και έγινα φονεύς εις άνδρα δίκαιον και Άγιον; Τι να κάμω! Δεν έχω που αλλού να προσδράμω, ειμή μόνον εις σε, Άγιε δούλε του Θεού, να μου συγχωρήσης το σφάλμα, και να παρακαλέσης τον Θεόν να με οδηγήση εις μετάνοιαν». Ταύτα και άλλα πολλά λέγοντος του βοσκού μετά δακρύων, λέγει προς αυτόν ο Άγιος με ταπεινήν και ήρεμον φωνήν· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σου δώση μετάνοιαν και να σου συγχωρήση το αμάρτημα, το οποίον έκαμες σήμερον εις εμέ τον ανάξιον αυτού δούλον, και να σε αξιώση της Βασιλείας του, αμήν»· και ταύτα ειπών παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Έπειτα βουλόμενος να αναχωρήση ο νέος δεν ηδύνατο από την ουράνιον ευωδίαν την οποίαν ησθάνετο και από την γλυκυτάτην ψαλμωδίαν των Αγίων Αγγέλων, την οποίαν ήκουεν άνωθεν πλησίον του αγίου λειψάνου· όμως μετά πολλήν ώραν, νεύσει θεία, εξήλθεν έξω του σπηλαίου δια να κηρύξη τον Άγιον εις όληντην περίχωρον των Χανίων, κηρύττων δε αυτόν έλεγε φανερά και το σφάλμα του και εις ολίγας ημέρας ακουστόν εγένετο το όνομα του Αγίου εις όλην την Κρήτην. Όθεν επορεύοντο πλήθος λαού και προσεκύνουν αυτόν, και όλοι οι μετά πίστεως ερχόμενοι εις προσκύνησίν του ελάμβανον των παθών των την ίασιν. Ούτω λοιπόν ο θείος Ιωάννης, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, ετελείωσε την παρούσαν ζωήν με βίαιον θάνατον, τη έκτη του Οκτωβρίου· οι δε λοιποί ενενήκοντα οκτώ συνασκηταί του, ευρισκόμενοι εις τα άνω ειρημένα σπήλαια του χωρίου Αζωγυραία, καθώς προείπομεν, ότι εζήτησαν από τον Θεόν να αναπαυθούν όλοι μίαν ημέραν, ούτω και εγένετο· διότι κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εφόνευσεν ο βοσκός τον Όσιον Ιωάννην εις το Ακρωτήριον, κατά την ιδίαν ταύτην ανεπαύθησαν εν Κυρίω και ούτοι άπαντες εις τα σπήλαια της Αζωγυραίας· καθώς δε είναι παλαιά παράδοσις εις τους εντοπίους, άλλοι ακουμβούσαν επάνω εις τας ράβδους των, άλλοι έκλιναν τας κεφαλάς εις τους ώμους των, άλλοι ίσταντο προσευχόμενοι, άλλοι γονατιστοί, και άλλοι άλλως, παρέδωσαν εν ειρήνη τας μακαρίας αυτών ψυχάς τω Κυρίω, αρξάμενοι από της τρίτης ώρας της ημέρας και τελευτήσαντες έως της εβδόμης. Παράδοξον φαίνεται το τέλος των Αγίων τούτων, πως τόσοι άνθρωποι απέθανον εις μίαν και την αυτήν ημέραν· παράδοξον μεν, αλλ’ όχι και απίστευτον. «Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις», το εζήτησαν παρά Θεού και το έλαβον· «Θέλημα γαρ των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει, και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ΄: 19), κατά την του Αγίου Πνεύματος απόφασιν. Το θαυμαστόν και παράδοξον αληθώς είναι πως τοσαύτη πληθύς ενενήκοντα εννέα ανθρώπων εσώθησαν και ηγίασαν όλοι, και ουδείς εξ αυτών απώλετο· δώδεκα ήσαν οι Μαθηταί του Χριστού, και απώλετο εξ αυτών ο Ιούδας ο υιός της απωλείας· τεσσαράκοντα ήσαν οι εν Σεβαστεία τη λίμνη αθλήσαντες, και απώλετο εξ αυτών ο εις· από αυτούς όμως ουδείς απώλετο, αλλ’ άπαντες εσώθησαν και εκοιμήθησαν, ως είρηται, τη έκτη του Οκτωβρίου μηνός, εις την οποίαν ημέραν εώρταζον και την μνήμην αυτών έως το 1632 έτος από Χριστού. Έκτοτε όμως, επειδή ήτο κατ’ αυτήν η μνήμη του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Θωμά, μετετέθη η μνήμη των Αγίων εις την εβδόμην του αυτού μηνός μετά Συνοδικήν και Πατριαρχικήν απόφασιν του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Αλεξανδρείας Λουκάρεως επιλεγομένου του Κρητός· όθεν και ως κεκυρωμένη υπό Συνοδικής αποφάσεως η άσκησίς των και άπασα η ιστορία και η Αγιότης αυτών δεν μένει εις τινα καμμία αμφιβολία δια τα παραδόξως λεγόμενα περί αυτών· και μάλιστα όταν θαυματουργούσι καθ’ εκάστην και εν γη και εν θαλάσση εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την βοήθειαν αυτών· ων ταις Αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Θεός ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου