Ιγνάτιος
ο νέος στρατιώτης και Μάρτυς του Χριστού κατήγετο από μίαν χώραν της επαρχίας
Τιρνόβου, Εσκή Ζαγοράν λεγομένην. Ο πατήρ του εκαλείτο Γεώργιος και η μήτηρ του
Μαρία. Ούτοι μετοικήσαντες εις Φιλιππούπολιν έβαλον τον Άγιον, ονομαζόμενον
τότε Ιωάννην, να μανθάνη τα ιερά γράμματα και τοσούτον επρόκοπτεν, ώστε εις
διάστημα ολίγου καιρού όχι μόνον τα κοινά λεγόμενα γράμματα εις γλώσσαν
σλαβονικήν, αλλά και την γραμματικήν αυτών άριστα επαιδεύθη και έμαθεν.
Επειδή δε παιδιόθεν ηγάπα την ησυχίαν και μοναχικήν ζωήν, ανεχώρησε μετ’ ολίγον από τους γονείς του και επήγεν εις το όρος Ρίλον, εις το εκεί Μοναστήριον, υποταχθείς εις αυστηρόν τινα Γέροντα χρόνους έξ. Εις το Μοναστήριον αυτό εδιδάσκετο ο μακάριος τελειότερον την γραμματικήν, υπηρετών συγχρόνως εις τον Ναόν της Μονής και αναγινώσκων άπασαν την ακολουθίαν, υπομένων επί πάσι μετά μεγάλης ανεξικακίας την σκληρότητα του Γέροντός του, όστις και μίαν των ημερών, κυριευθείς ολοκλήρως από το δαιμόνιον του θυμού, επυροβόλησε κατά του Αγίου δια να τον φονεύση. Εκ τούτου φοβηθείς ενεχώρησε και επήγεν εις την πατρίδα του. εκεί διατρίβων υπέπεσεν εις μεγαλυτέρους πειρασμούς, από τους οποίους ουδέν έπαθεν, αλλ’ έλαβεν αφορμήν ως νουνεχής και φρόνιμος να αναδείξη εαυτόν Μάρτυρα του Χριστού και Άγιον αληθέστατον δια της ενώπιον των τυράννων ευθαρσούς ομολογίας της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Είναι τοις πάσι γνωστός ο κατά των Τούρκων αγών και πόλεμος των Σέρβων. Εναντίον τούτων συνάγοντες οι Τούρκοι στρατεύματα ηνάγκαζον και τον πατέρα του Αγίου να υπάγη θέλοντες να τον προχειρίσωσι χιλίαρχον, ως άνδρα μεγαλόσωμον και ανδρείον. Αλλ’ εκείνος, επεκρίθη προς αυτούς· «Αδύνατον να υπάγω εναντίον των ομοπίστων μου Χριστιανών»· όθεν ελογχεύθη την δεξιάν πλευράν, ως ο Δεσπότης και Θεός, και εκόπη τότε την κεφαλήν υπό των μισοχρίστων εκείνων αγρίων Αγαρηνών, τοιουτοτρόπως δε απεδείχθη Μάρτυς της αληθούς ημών πίστεως ο μακάριος εκείνος και τρισόλβιος πατήρ του σήμερον παρ’ ημών εορταζομένου Αγίου. Εκείνοι δε, δια να ικανοποιήσωσι περισσότερον τον θυμόν και την μανίαν των, ήρπασαν την γυναίκα και τας δύο θυγατέρας της, και δια πολλών απειλών τας ετούρκευσαν. Ο δε Ιωάννης, ιδών τότε την τοσαύτην δυστυχίαν της μητρός και των αδελφών, μετασχηματισθείς, εκρύβη εις την οικίαν σεβασμίας τινός γραίας. Μαθούσα δε η μήτηρ και αι αδελφαί την αποκρυβήν του Ιωάννου έστειλαν μίαν ημέραν Τούρκους τινάς δια να τον πιάσωσι. Και μη γνωρίσαντες αυτόν, μολονότι ο ίδιος απεκρίβη προς αυτούς, ότι τοιούτος άνθρωπος δεν εφάνη εις ταύτα τα μέρη, ανεχώρησαν. Η δε καλή εκείνη γραία έστειλε τον Ιωάννην εις το Βουκουρέστιον της Ρουμανίας, όπου και γνωρισθείς μετά του Αγίου Οσιομάρτυρος Ευθυμίου, εφιλιώθη μετ’ αυτού, ώστε ήτο μεταξύ αυτών περισσότερον τι της φυσικής αδελφικής σχέσεως και φιλίας. Τοιουτοτρόπως η ομοιότης των ηθών συνιστά ζώσαν αγάπην και διατηρεί αυτήν δια παντός απαραμείωτον, ότε μάλιστα και τις αόρατος χάρις συνδέει αμφότερα τα μέρη. Διατρίβων λοιπόν εκεί εις Βουκουρέστιον, και βλέπων ότι κινδυνεύει να περιπέση εις εντοπίους παρανομίας και ασωτίας, εσκέφθη να υπάγη εις το Άγιον Όρος. Διαβαίνων δε την πόλιν Σούμλαν, εύρεν εκεί τον φίλον του Άγιον Ευθύμιον, όστις προ αυτού είχεν αναχωρήσει από το Βουκουρέστιον, και εκεί εις την Σούμλαν, καθώς διηγήθημεν εις την Βιογραφίαν του Αγίου Ευθυμίου, ηρνήθη τον Χριστόν. Ιδών λοιπόν αυτόν εις τοιαύτην κατάστασιν, ελυπήθη μεν υπερβαλλόντως δια του φίλου του την δυστυχίαν, έλαβε δε πρόνοιαν να αναχωρήση εκείθεν όσον τάχιστα, μήπως συμβή και εις αυτόν κανέν τοιούτον απευκταίον δια τας τότε εκεί ανωμαλίας των περιστάσεων. Εν ω δε ταύτα εσυλλογίζετο, έφθασαν μερικοί Τούρκοι στρατιώται, και ευρόντες αυτόν εις τον τόπον όπου έμενε, αρπάζοντες και εκδύοντες τα της οικίας του πράγματα, τον ηνάγκαζον να αρνηθή την πίστιν του και να γίνη Τούρκος. Ο δε φοβηθείς, έδωκεν εις αυτούς υπόσχεσιν, ότι γίνεται. Εκείνοι, πεισθέντες εις τον λόγον του μόνον, εφρόντιζον δια την διαρπαγήν. Ο δε λαβών ευκαιρίαν, έφυγε πάραυτα εκείθεν, και περιπατών ημέραν και νύκτα έφθασεν εις Εσκή Ζαγοράν, εκείθεν δε μετά τινος Προηγουμένου Αγιορείτου εκ της Ιεράς Μονής του Γρηγορίου ήλθεν εις το Άγιον Όρος, και διατρίψας ολίγον καιρόν εις την αυτήν Μονήν του Γρηγορίου και μεταβάς αλλεπαλλήλως εις διαφόρους Μονάς, τέλος επήγεν εις την Σκήτην της Αγίας Άννης προς τον αείμνηστον εκείνον άνδρα παπά Βασίλειον, μετά του οποίου δια τινα ανάγκην επήγεν εις Θεσσαλονίκην. Επειδή δε τότε εμαρτύρησεν εκεί ο Άγιος Οσιομάρτυς Δαβίδ, επυρώθη τοσούτον από το πυρ της θείας αγάπης, ως είδε κρεμάμενον τον Άγιον δια το όνομα του Χριστού, ώστε ηθέλησε να μαρτυρήση και αυτός εκεί, ανίσως δεν ημποδίζετο από τινα άλλον αδελφόν Γέροντα, όστις έλαβεν αυτόν τότε παρά του παπά Βασιλείου και επέστρεψαν εις την Αγίαν Άνναν. Ασθενήσας δε ο Γέρων ούτος μετά ημέρας τινάς, εκοιμήθη εν Κυρίω. Τοσούτον τον Γέροντα εμακάριζεν ο Ιωάννης και ενεκωμίαζεν ως ενάρετον, δια του οποίου τον θάνατον και λυπηθείς ανεχώρησεν εκείθεν, και επήγεν εις την Σκήτην του Καυσοκαλυβίτου. Κατά δε την εορτήν της Πεντηκοστής εις εκ των αδελφών της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, ελθών προς επίσκεψιν των αδελφών της Αγίας Άννης, διηγήθη το μαρτύριον του νεωστί αθλήσαντος Αγίου Οσιομάρτυρος Ευθυμίου. Τούτο ακούσας ο Ιωάννης εχάρη καθ’ υπερβολήν, και δοξολογών τον Θεόν, έλεγεν ότι δεν είναι δίκαιον να χαίρηται μόνον αυτός εις τους ουρανούς, αλλά να παραλάβη και αυτόν εις την συνοδείαν του και μάλιστα με τον ίδιον τρόπον του Μαρτυρίου. Εκ τούτου φλογιζόμενος ήλθε και εις την Νέαν Σκήτην και μείνας ολίγας ημέρας εις την καλύβην του Γέροντος Κοσμά, εγνώρισεν εκεί Ιερέα τινά Προκόπιον, παρ’ ου οδηγηθείς ήλθεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου προς τον Πανοσιώτατον πνευματικόν Νικηφόρον, τον Γέροντα και αλείπτην του φίλου του Αγίου Ευθυμίου· όστις μαθών τα κατ’ αυτόν, τον υπεδέχθη μετά χαράς, και παρέδωκεν αυτόν εις την επιστασίαν του πρώτου των υποτακτικών του, δηλαδή εις τον Γέροντα Ακάκιον. Ενταύθα λοιπόν καταβιβάσας τα άρμενα της περιπλανήσεως και περιφοράς του, και επιρρίψας ως άγκυραν τους λογαριασμούς του εις τον λιμένα της ησυχίας και καλής οδηγίας του Γέροντός του, ηκολούθει μετά χαράς εις τον κανόνα του πνευματικού του Πατρός και έκαμνεν αυτόν μετά μεγάλης προθυμίας και ζέσεως, ημέραν δε παρ’ ημέραν ηύξανε τους αγώνας και εφαίνετο ότι ηύξανε και εις την αρετήν, ως δένδρον παρά τας διεξόδους των υδάτων, άρτον μόνον εσθίων και ύδωρ πίνων, όσον να ικανοποιή μικρόν την ανάγκην της φύσεως. Τας γονυκλισίας εξέτεινε και κομβοσχοίνια των μικρών μετανοιών εμέτρα με το διάστημα των ωρών, η δε ζωή του δεν ήτο ή εν μελέτημα του ονόματος του Ιησού Χριστού! Ανεγίνωσκεν αείποτε το ιερόν Ευαγγέλιον εις το σλαβονικόν και πολλάκις της ημέρας έλεγε τους Οίκους της Θεοτόκου, προς την οποίαν είχε πολλήν ευλάβειαν, και την οποίαν μετά δακρύων παρεκάλει συνεχώς να τον αξιώση του μαρτυρικού τέλους. Εις τοιούτους λοιπόν αγώνας ευρισκόμενος και τοσούτον κοπιάζων και δουλαγωγών το σώμα του, εφαίνετο πάντοτε φαιδρότατος. Ήτο δε και εις άκρον φιλότιμος, μη θέλων να μένη οπίσω από κανένα κατορθωτήν της αρετής, ουδέ και από τον φίλον του τον Άγιον Ευθύμιον. Δι’ ο και καθ’ ημέραν, συλλογιζόμενος το Μαρτύριον εκείνου, εσπούδαζε να κάμνη όσα ήκουσεν, ότι έκαμεν ο Άγιος Ευθύμιος, δια να ημπορέση να σύρη και αυτός εις εαυτόν την μαρτυρικήν χάριν εκείνου. Και εις όσα μεν υπερέβαλε τον Άγιον Ευθύμιον, δεν ήθελε να τα μετρά, αλλ’ εταπεινοφρόνει ο θαυμάσιος· εις όσα δε έμενεν οπίσω, ηγωνίζετο να τον φθάση και συνεχώς παρεκάλει να τον ενδυναμώση να αξιωθή και του Μαρτυρίου, δια να μη είναι μακράν από αυτόν, όστις και έτι ζων προεφήτευσε περί αυτού, ως είπομεν εις τον Βίον του, ότι μετ’ αυτόν θέλει έλθει και άλλος προς τον Πνευματικόν του πατέρα Ακάκιον, όστις και αυτός μέλλει να μαρτυρήση. Αυτά λοιπόν είναι τα κατορθώματα και αι θεοφιλείς πράξεις του Αγίου, και όσας άλλας ακόμη ημείς δια το αδύνατον του νοός και της ζωής ημών δεν ηδυνήθημεν να περιεργασθώμεν εις αυτόν και να εννοήσωμεν. Δεν εφαίνοντο όμως αυτά αρεστά εις τον εχθρόν του καλού και της αρετής διάβολον. Διο και με πάντα τρόπον εσπούδαζε να τον αποκόψη και εμποδίση από του θαυμαστού τούτουτρόπου και δρόμου της αρετής, άλλοτε μεν με τους λογισμούς της κοσμικής προσπαθείας, άλλοτε δε με την φιλαυτίαν, άλλοτε με την φιλοδοξίαν και ανυποταξίαν, και άλλοτε πάλιν με την φιληδονίαν, δια της οποίας τοσούτον πόλεμον έφερεν εις αυτόν καθ’ όλον το ύστερον, ώστε μίαν ημέραν έπεσε κάτω ως από της πολλής φλογός της σαρκικής επιθυμίας. Έπειτα δραμών εις τον επιστάτην του Γέροντα Ακάκιον και παρηγορηθείς υπ’ αυτού και στηριχθείς με λόγους θεοφιλείς και παραδείγματα αγίων ανδρών, ως έπρεπεν, επήγεν εις την Εκκλησίαν και έλαβεν εις χείρας του την εικόνα της Θεοτόκου, κατασπαζόμενος δε αυτήν παρεκάλει μετά δακρύων να τον βοηθήση και ελευθερώση από τοιούτου πολέμου και την επιβουλήν του διαβόλου. Ήλθε δε εις αυτόν τότε δια της Χάριτος της Θεομήτορος ευωδία τις έρρητος και απερίγραπτος, την οποίαν δεν ηδύνατο να εννοήση πόθεν ήρχετο, έκτοτε δε έλειψεν απ’ αυτού ο θανατηφόρος της ψυχής πόλεμος. Όλους αυτούς τους κόπους και τα κατορθώματα της αρετής ελογίζετο εις ουδέν ο μακάριος· ένα δε είχε σκοπόν αείποτε και εφαντάζετο, το Μαρτύριον, περί του οποίου συνεχώς μετά δακρύων παρεκάλει τον Γέροντά του, δια να λάβη την άδειαν και ευχήν να υπάγη και αυτός, καθώς και ο προ αυτού. Και επειδή ο Γέρων δεν έδιδεν εις αυτόν την άδειαν, έμενεν εις μεγάλην λύπην πλατυνόμενος εις τους κόπους και τους αγώνας της ασκήσεως. Ιδών όμως μετά ταύτα τον πόθον, τον οποίον είχε, να θανατωθή δια το όνομα του Χριστού, και κρίνας το πράγμα καλώς, ότι ήτο θέλημα Θεού, ο Γέρων Ακάκιος εκούρευσεν αυτόν Μοναχόν, μετονομάσας Ιγνάτιον, και συγκατανεύσας εις τον σκοπόν του, έδωκε την άδειαν εις το να υπάγη εις την βασιλεύουσαν κατά τον πόθον του. Διορίζεται τότε παρά του πνευματικού του Πατρός πάλιν ο Γρηγόριος δια να απέλθη μετ’ αυτού συνοδοιπόρος εις την βασιλεύουσαν, και ως πρόθυμος και καλός υποτακτικός δέχεται μετά χαράς την προσταγήν του Γέροντος, και μετά τας κοινάς ευχάς και ευλογίας απάντων των εν Χριστώ Πατέρων και αδελφών της Σκήτης, παραλαβών το νέον του Χριστού καλλιέργημα, ως αρνίον άκακον συρόμενον εις σφαγήν, καταβαίνει μετ’ αυτού εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων, και ασπασάμενοι την θαυματουργόν Εικόνα της Πορταϊτίσσης Θεοτόκου και τους εκεί εν Χριστώ Πατέρας και αδελφούς, και λαβόντες παρ’ αυτών ευχάς και παρά της Θεομήτορος βοήθειαν, ανεχώρησαν δια την Λαύραν. Εκείθεν δε ευρόντες πλοίον, ανεχώρησαν δια Κωνσταντινούπολιν, κατά την δωδεκάτην Σεπτεμβρίου. Μετά μεγάλας τρικυμίας, κινδύνους τε και δυσκολίας, τας οποίας καθ’ οδόν εδοκίμασαν, έφθασαν εκεί κατά την εικοστήν ενάτην του αυτού μηνός, και έμειναν εις το εργοστάσιον θεοφιλούς τινος ανδρός, όστις τους υπεδέχθη μετά πάσης χαράς και προθυμίας ως ανθρώπους του Θεού. Έμαθον δε τότε ότι ήτο εκεί και ο φιλόχριστος Ιωάννης εκείνος, όστις υπηρέτησε και εις τα του Αγίου Ευθυμίου, και εχάρησαν μεγάλως. Ευρόντες δε αυτόν εφανέρωσαν τον σκοπόν των, και ευρών αυτόν έτοιμον εις όσα ήσαν αναγκαία, τα οποία ετοιμάσας εκείνος έφερεν εις αυτούς, εστοχάσθησαν ως αρμοδίαν ημέραν την ερχομένην Παρασκευήν, ίνα παρρησιασθή εις το κριτήριον ο Ιγνάτιος. Και δη μεταλαβών των Αχράντων Μυστηρίων, εξεδύθη τα ίδια αυτού ιμάτια και ενεδύθη τα τουρκικά, και όλος φαιδρός και λαβών ευχήν παρά του συνοδίτου Γρηγορίου, και αντιδούς εις αυτόν, ως εικός, μετά πολλάς συνδιαλέξεις και δάκρυα χωρισμού, αναμνήσεις και λόγους παραινετικούς προς το Μαρτύριον, τα οποία δια συντομίαν παρατρέχομεν, έτρεχεν ο ένθερμος ούτος εραστής του Χριστού, ώσπερ τις έλαφος διψώσα, και οδηγούμενος υπό του προρρηθέντος Ιωάννου ήλθεν εις την Υψηλήν λεγομένην Πύλην των Οθωμανών· επειδή δε τότε δια τινας αιτίας δεν ήτο το κατ’ αυτούς λεγόμενον Διβάνι, εγύρισεν άπρακτος μετά μεγάλης λύπης. Ερωτώμενος δε υπό του συνοδίτου του Γρηγορίου, πως ούτως ετελείωσε σύντομα το έργον του, απεκρίθη με την συνειθισμένην του απλότητα· «Δεν ήτο εκεί, αδελφέ, ούτε ο βασιλεύς, ούτε ο βεζύρης». Συνέβη δε τότε, δια τινας αιτίας βασιλικάς, να μη γίνη Διβάνι έως της ερχομένης Τρίτης. Καθ’ όλας δε τας ημέρας ταύτας απήγαινεν εκεί μετά χαράς δια να παρρησιασθή, και εγύριζεν άπρακτος μετάμεγάλης λύπης δια την αποτυχίαν του. Μαθών δε εις των φιλοχρίστων Χριστιανών την υπόθεσιν ταύτην, και γνωρισθείς μετά του Γρηγορίου, τον συνεβούλευσε να στείλη τον Μάρτυρα εις την οικίαν άλλου τινός φιλοχρίστου, δια να προσευχηθή έμπροσθεν εις μίαν εικόνα της Θεοτόκου θαυματουργόν, την οποίαν είχεν εκείνος εις τον οίκον του. Επείσθη εις αυτό ο Γρηγόριος και απέστειλεν εκείσε τον Ιγνάτιον. Τούτου δε προσευχομένου όλην την νύκτα και ικετεύοντος μετά θερμών δακρύων την Θεοτόκον, εις το να ευκολύνη την οδόν του Μαρτυρίου του, περί το μεσονύκτιον έγινε κρότος και εξαίφνης στέφανος λαμπρός, εξερχόμενος από της σεβασμίας εκείνης εικόνος της Θεομήτορος, περιεκύκλωσε τον Ιγνάτιον. Και τούτο εγένετο τρις, καθώς διηγήθησαν, όσοι παρετήρουν αυτόν κρυφίως. Όταν δε επέστρεψε την πρωϊαν προς τον Γρηγόριον, έμαθεν ότι γίνεται την ημέραν εκείνην Διβάνι. Πλήρης λοιπόν χαράς και σπουδής επήγεν εις το παλάτιον του κριτού, και εμβάς είπε μετά παρρησίας μεγάλης προς αυτόν· «Εγώ, κριτά, όταν ήμην παιδίον ανήλικον, βιασθείς από σας τους Τούρκους, έδωσα λόγον ψιλόν, ότι αρνούμαι την πίστιν μου, και τώρα ήλθα εδώ να λάβω τον λόγον εκείνον οπίσω και να κηρύξω τον Χριστόν μου Θεόν αληθινόν και πλάστην μου». Ομού δε με τον λόγον έρριψε κατά γης το πράσινον σαρίκιον από την κεφαλήν του. Ο δε κριτής, βλέπων και ακούων ταύτα, απεκρίθη μετά θυμού· «Ποίος σε έφερεν εδώ; Καλόγηρος ή κοσμικός»; Λέγει ο Μάρτυς· «Μόνος μου ήλθα με την δύναμιν του Χριστού»· λέγων δε ταύτα εδείκνυε μίαν εικόνα του Κυρίου Ιησού Χριστού, την οποίαν δια βοήθειάν του έκρυπτεν εις το στήθος του ομού με ένα σταυρόν. Λέγει προς αυτόν ο κριτής· «Άφες, άνθρωπε, τας μωρολογίας και ελθέ εις σεαυτόν· στοχάσου ότι, εάν εμμείνης εις την ιδέαν ταύτην, θα υποφέρης τρομεράς βασάνους και τέλος και αυτόν τον θάνατον. Πλην να σου δώσωμεν ημείς πολλά δωρήματα, ώστε να ζήσης με αυτάρκειαν εις όλην σου την ζωήν, να σε προβιβάσωμεν και εις αξιώματα ίνα χαίρης με ημάς πάντοτε». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο· «Τα μεν δώρα σου και αξιώματα, ως πρόσκαιρα, τα χαρίζω εις σε τον πρόσκαιρον· τας δε παιδείας και τον θάνατον, με τον οποίον με φοβίζεις, αυτά δεν είναι εις εμέ νέον μήνυμα, αλλά, προ του να έλθω, τα ηξεύρω, και μάλιστα δια τούτο ήλθον, να με θανατώσης δια τον Χριστόν μου, όστις είναι ο μόνος αιώνιος και αθάνατος Θεός, του οποίου και τα δωρήματα είναι αιώνια και η Βασιλεία του ουράνιος, ανεκλάλητος και ασάλευτος· ο δε ψευδοπροφήτης ο ιδικός σας Μωάμεθ είναι διδάσκαλος της απωλείας και αποστάτης Θεού, φίλος δε του διαβόλου, επίσης η διδασκαλία του ήτο σατανική, και σεις οι μάταιοι τον επιστεύσατε, και μέλλετε να κολασθήτε με αυτόν, εάν δεν πιστεύσητε εις τον Χριστόν τον αληθή Θεόν». Ταύτα ακούσας ο κριτής ηλλοιώθη από τον θυμόν του και μη δυνάμενος να λαλήση, έκαμε νεύμα να εκβάλωσιν έξω τον Μάρτυρα, τον οποίον συλλαβών εις των παρισταμένων υπηρετών έσυρε μετά βίας. Ο δε Μάρτυς, απλώσας την χείρα του, έδωκεν εις αυτόν εν ράπισμα, και δραμών έμπροσθεν του κριτού εγονάτισε, και ελέγχων αυτόν και την πίστιν του, έκλινε τον αυχένα του και τον παρεκίνει να τον σφάξη ο ίδιος. Τότε λαβόντες αυτόν οι υπηρέται δια της βίας τον έβαλον εις την φυλακήν, έθεσαν δε και τους πόδας του εις την ποδοκάκην, και περιέβαλον με αλύσεις σιδηράς και βαρείας τον τράχηλόν του. Φέροντες δε και εμπαόζοντες αυτόν τον ηνάγκαζον να αρνηθή την πίστιν του. ο δε γενναίος Αθλητής του Χριστού υπέφερε τα πάντα ευχαρίστως και έχαιρεν, ότι βασανίζεται δια τον Χριστόν τον υπερύμνητον, καθώς εχαίροντο και οι Απόστολοι, ότε εδάρησαν και εξεβλήθησαν του παρανόμου εκείνου συνεδρίου, διότι εκήρυττον τον Χριστόν. Τελειωθέντος λοιπόν τότε του Διβανίου, έφερεν ο κριτής τον Μάρτυρα εις ιδιαιτέραν εξέτασιν, και ερωτών αυτόν, ποίος το έφερεν εκεί, ήκουσεν από τον Μάρτυρα· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός με έφερε». Λέγει ο κριτής· «Ελθέ, τέκνον, εις σεαυτόν, και μη είσαι τόσον αταπείνωτος! Μέλλεις να δοκιμάσης τα βασανιστήρια όσα δεν ηκούσθησαν, και μη ελπίζης να αποτμηθής και να λάβωσιν οι Χριστιανοί το αίμα σου προς αγιασμόν, αλλά μέλλω να σε κρεμάσω». Λέγει ο Μάρτυς· «Είτε με κόψης είτε με κρεμάσης, ω κριτά, ευεργεσίαν μεγάλην μου κάμνεις, και όλα τα δέχομαι δια την αγάπην του Χριστού μου μετά χαράς». Τότε επρόσταξεν ο κριτής και έβαλον τον Μάρτυρα εις απόκρυφον τινα και σκοτεινήν φυλακήν. Ο δε συνοδίτης του Γρηγόριος, πληροφορηθείς όσα ημείς ήδη ανωτέρω διηγήθημεν, έβρεχε με δάκρυα το έδαφος της γης και μετά ζεούσης καρδίας ικέτευε τον αθλοθέτην Χριστόν τον Θεόν να ενδυναμώση τον Μάρτυρα εις το να τελειώση τον δρόμον του Μαρτυρίου του ενδόξως και θεοφιλώς. Ωσαύτως και άλλοι Χριστιανοί πολλοί διένεμον χρήματα, ελεημοσύνην προς βοήθειαν του φυλακισθέντος Μάρτυρος. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος ο Μάρτυς, ότι μεν ενόμιζε την σκοτεινήν εκείνην φυλακήν άλλον Παράδεισον δι’ αυτόν και τας βασάνους τρυφάς και απολαύσεις, πάσα καρδία Χριστιανού δύναται να το πιστεύση και νους θεοφιλής να το συμπεράνη· οποίας δε τυραννίας και παιδείας του έκαμνον εις αυτήν οι άσπλαγχνοι εκείνοι υπηρέται του διαβόλου, δεν μας έγινε γνωστόν έως του νυν, μ’ όλον ότι εξητάσαμεν διαφόρους. Εκείνο δε όπερ παρά πάντων των εν Κωνσταντινουπόλει Χριστιανών άδεται και πιστεύεται είναι, ότι μεγάλας παιδείας εδοκίμασεν ο μακάριος υπό των ασεβών εκείνων και μεγάλην γενναιότητα έδειξε, βασανιζόμενος υπέρ του ονόματος του Χριστού δύο ολοκλήρους ημέρας και νύκτας. Μετά δε τας σκληράς εκείνας παιδείας και τας απατηλάς κολακείας και υποσχέσεις εφάνη ακατάσειστος και ακατάπειστος ο του Χριστού στρατιώτης και Μάρτυς. Είτα έφερεν αύθις εις εξέτασιν ο κριτής αυτόν, και ως είδεν αυτόν με παρρησίαν απαράμιλλον ομολογούντα την θεότητα του Ιησού Χριστού, και καταισχύνοντα την ματαίαν αυτων πλάνην και τον ταύτης διδάσκαλον ονομάζοντα δαιμονιώδη, απελπισθείς, κατεδίκασεν αυτόν εις τον δι’ αγχόνης θάνατον. Ευθύς τότε παραλαβόντες οι δούλοι του διαβόλου το άκακον αρνίον του Δεσπότου Χριστού, έσυρον αυτόν προς τον θάνατον. Εκείνος δε, καίτοι εκνευρισμένος από την πείναν, την δίψαν και την λοιπήν κακοπάθειαν του σώματος, μ’ όλον τούτο εδείκνυεν, ως λέγουσι, μεγίστην προθυμίαν απερχόμενος εις τον τόπον της καταδίκης, ως μέλλων μετ’ ολίγον να φθάση εις το άκρον των εφετών, τον γλυκύτατόν του Χριστόν τον Θεόν, υπέρ του οποίου και κόσμον και τρυφάς και ηδονάς και σώμα και νεότητα και αυτήν την ζωήν εκουσίως παρέδωκε και κατεφρόνησεν ο αείμνηστος. Αφ’ ου λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον εκείνον, Δακτυλόπορταν λεγόμενον, νομίζων ότι μέλλει να αποκεφαλισθή, έκλινε τα γόνατα· ω της γενναιότητός σου, στρατιώτα του Χριστού, Αθλητά Ιγνάτιε! Και κλίνας τον αυχένα του, παρεκάλει να τον θανατώση ο δήμιος. Αλλ’ επειδή η προσταγή ήτο να κρεμασθή, ανεβίβασαν αυτόν οι άνομοι υπηρέται εις τα υψηλά, και σύραντες βιαίως το σχοινίον, έπνιξαν τον Μάρτυρα, κρεμάσαντες αυτόν επί του ξύλου κατά μίμησιν του Χριστού, και ούτως ετελειώθη ο αείμνηστος κατά την ογδόην του Οκτωβρίου μηνός του χιλιοστού οκτακοσιοστού δεκάτου τετάρτου έτους (1814), ημέρα Πέμπτη, ώρα έκτη, και ούτως απέπτη από τα ύψη της αγχόνης ως λευκοανθισμένη περιστερά εις τους ουρανούς, τοιουτοτρόπως δε παρασταθείς εις την αγάπην και τον έρωτά του Χριστόν τον Θεόν, ώσπερ τις ωραία και πολύπροικος νύμφη, με πληθύν πόνων ασκητικών και ιδρώτων και αγώνων του Μαρτυρίου, και με καλλονήν μιας αληθούς αφθορίας και παρθενίας, εστεφανώθη παρ’ αυτού με τοιούτον τριπλούν στέφος και διάδημα, και κατετάχθη εις τους μαρτυρικούς νυμφώνας και θαλάμους, ίνα χαίρηται πάντοτε μετ’ αυτών. Ο δε συνοδίτης του Γρηγόριος, μαθών το πανένδοξον τέλος του Μάρτυρος, παρ’ ολίγον έχανε τους λογισμούς του από της χαράς, και τρέχων τήδε κακείσε, έφθασεν εις τον τόπον όπου ιδών τον Μάρτυρα κρεμάμενον, επροσκύνησεν, ως συμπεραίνω, αυτόν από μακρόθεν, και έκλαυσεν από την χαράν του, πλην να πλησιάση εις αυτόν δεν ηδύνατο, εμποδιζόμενος υπό των φυλασσόντων αυτόν στρατιωτών απίστων. Όθεν και έλαβε φροντίδα πως να λάβη το ιερόν αυτού λείψανον. Τούτο δε μετά την τρίτην ημέραν αγοράσας από τους δημίους εκείνους με χρήματα ικανά, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν τη ιδ’ (14) Οκτωβρίου, ώσπερ τις μυροφόρος ολκάς, έχων επί των ώμων του τον καλόν φόρτον, τον θείον νεκρόν του Αγίου ενδόξου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, του σήμερον παρ’ ημών των θερμών αυτού εραστών λαμπρώς εορταζομένου, έφερε δε μεθ’ εαυτού και μαρτυρικά λείψανα του προαθλήσαντος Αγίου Ευθυμίου, άπερ έλαβε από της νήσου της Πρώτης, εις την οποίαν διηγήθημεν ότι ετάφη ο Άγιος Ευθύμιος προ μηνών επτά, και έφθασεν εις Άγιον Όρος τη εικοστή του αυτού Οκτωβρίου. Ο δε ιερός νεκρός και τα λείψανα εναπετέθησαν εις τον νεόδμητον αυτών σεπτόν Ναόν. Λέγονται δε και παρά πολλών βεβαιούνται περίτούτου του Αγίου και τινα παράδοξα και διηγήσεως άξια, τα οποία, επειδή παρεκλήθημεν και διωρίσθημεν παρά τινων θεοφιλών ανδρών Βυζαντινών δια γραμμάτων, αναφέρομεν αυτά. Εις θεοσεβής Χριστιανός προ της τελειώσεως του Αγίου έδωκεν εις αυτόν εν βαλάντιον με μερικά χρήματα δια να εξοδεύση τάχα εις τας ανάγκας του από αυτά· όταν δε εκρεμάσθη ο Άγιος (μ’ όλον ότι αναμφιβόλως δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι έλαβον αυτά οι δήμιοι ή οι παιδεύσαντες τον Μάρτυρα), πάλιν ω του θαύματος! ευρέθη το βαλάντιον με όλα τα αργύρια εις τον κόλπον του ανδρός εκείνου, τα οποία καίτοι διανέμων εξ αυτών εις πολλούς πτωχούς με αφθονίαν και χωρίς παρατήρησιν, έμενον πολλάς ημέρας τα αυτά, χωρίς να λείψωσιν ή τελειώσωσιν. Χριστιανός τις υπό ευλαβείας κινούμενος, ότε ο Άγιος εκρέματο, επήγε μίαν νύκτα, κοιμωμένων των φυλάκων, και ανοίξας με βελόνην τον πόδα του Αγίου έβρεξε το μανδήλιόν του με το καταρρέον αίμα του Αγίου. Μετά ολίγας ημέρας ιδών το μανδήλιον, βλέπει με έκπληξιν εσχηματισμένον εις αυτό σταυρόν δια του αίματος του Μάρτυρος! Τούτο το μανδήλιον με τον σταυρόν είδον άλλοι πολλοί Χριστιανοί αξιόπιστοι και εθαύμασαν. Εις το κατά τον Γαλατάν ευρισκόμενον προσκύνημα του Κύκκου της Υπεραγίας Θεοτόκου επήγαν μίαν ημέραν ένα δαιμονιζόμενον και ένα παράλυτον· ο δε Μοναχός ο υπηρετών αυτό το προσκύνημα, και έχων τον σκούφον, ον εφόρει ο Άγιος εις τον δρόμον του Μαρτυρίου του, ηγορασμένον από των δημίων, έθηκεν αυτόν εις τους ασθενούντας, επικαλούμενος τον Άγιον, και παρευθύς, ω του θαύματος! ευρέθη ο παράλυτος όρθιος και ο δαιμονιζόμενος υγιής και σώφρων εις δόξαν Χριστού του Θεού, και πίστωσιν της αγιότητος του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν των δεινών και τύχοιμεν της ουρανίου Βασιλείας, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Επειδή δε παιδιόθεν ηγάπα την ησυχίαν και μοναχικήν ζωήν, ανεχώρησε μετ’ ολίγον από τους γονείς του και επήγεν εις το όρος Ρίλον, εις το εκεί Μοναστήριον, υποταχθείς εις αυστηρόν τινα Γέροντα χρόνους έξ. Εις το Μοναστήριον αυτό εδιδάσκετο ο μακάριος τελειότερον την γραμματικήν, υπηρετών συγχρόνως εις τον Ναόν της Μονής και αναγινώσκων άπασαν την ακολουθίαν, υπομένων επί πάσι μετά μεγάλης ανεξικακίας την σκληρότητα του Γέροντός του, όστις και μίαν των ημερών, κυριευθείς ολοκλήρως από το δαιμόνιον του θυμού, επυροβόλησε κατά του Αγίου δια να τον φονεύση. Εκ τούτου φοβηθείς ενεχώρησε και επήγεν εις την πατρίδα του. εκεί διατρίβων υπέπεσεν εις μεγαλυτέρους πειρασμούς, από τους οποίους ουδέν έπαθεν, αλλ’ έλαβεν αφορμήν ως νουνεχής και φρόνιμος να αναδείξη εαυτόν Μάρτυρα του Χριστού και Άγιον αληθέστατον δια της ενώπιον των τυράννων ευθαρσούς ομολογίας της θεότητος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Είναι τοις πάσι γνωστός ο κατά των Τούρκων αγών και πόλεμος των Σέρβων. Εναντίον τούτων συνάγοντες οι Τούρκοι στρατεύματα ηνάγκαζον και τον πατέρα του Αγίου να υπάγη θέλοντες να τον προχειρίσωσι χιλίαρχον, ως άνδρα μεγαλόσωμον και ανδρείον. Αλλ’ εκείνος, επεκρίθη προς αυτούς· «Αδύνατον να υπάγω εναντίον των ομοπίστων μου Χριστιανών»· όθεν ελογχεύθη την δεξιάν πλευράν, ως ο Δεσπότης και Θεός, και εκόπη τότε την κεφαλήν υπό των μισοχρίστων εκείνων αγρίων Αγαρηνών, τοιουτοτρόπως δε απεδείχθη Μάρτυς της αληθούς ημών πίστεως ο μακάριος εκείνος και τρισόλβιος πατήρ του σήμερον παρ’ ημών εορταζομένου Αγίου. Εκείνοι δε, δια να ικανοποιήσωσι περισσότερον τον θυμόν και την μανίαν των, ήρπασαν την γυναίκα και τας δύο θυγατέρας της, και δια πολλών απειλών τας ετούρκευσαν. Ο δε Ιωάννης, ιδών τότε την τοσαύτην δυστυχίαν της μητρός και των αδελφών, μετασχηματισθείς, εκρύβη εις την οικίαν σεβασμίας τινός γραίας. Μαθούσα δε η μήτηρ και αι αδελφαί την αποκρυβήν του Ιωάννου έστειλαν μίαν ημέραν Τούρκους τινάς δια να τον πιάσωσι. Και μη γνωρίσαντες αυτόν, μολονότι ο ίδιος απεκρίβη προς αυτούς, ότι τοιούτος άνθρωπος δεν εφάνη εις ταύτα τα μέρη, ανεχώρησαν. Η δε καλή εκείνη γραία έστειλε τον Ιωάννην εις το Βουκουρέστιον της Ρουμανίας, όπου και γνωρισθείς μετά του Αγίου Οσιομάρτυρος Ευθυμίου, εφιλιώθη μετ’ αυτού, ώστε ήτο μεταξύ αυτών περισσότερον τι της φυσικής αδελφικής σχέσεως και φιλίας. Τοιουτοτρόπως η ομοιότης των ηθών συνιστά ζώσαν αγάπην και διατηρεί αυτήν δια παντός απαραμείωτον, ότε μάλιστα και τις αόρατος χάρις συνδέει αμφότερα τα μέρη. Διατρίβων λοιπόν εκεί εις Βουκουρέστιον, και βλέπων ότι κινδυνεύει να περιπέση εις εντοπίους παρανομίας και ασωτίας, εσκέφθη να υπάγη εις το Άγιον Όρος. Διαβαίνων δε την πόλιν Σούμλαν, εύρεν εκεί τον φίλον του Άγιον Ευθύμιον, όστις προ αυτού είχεν αναχωρήσει από το Βουκουρέστιον, και εκεί εις την Σούμλαν, καθώς διηγήθημεν εις την Βιογραφίαν του Αγίου Ευθυμίου, ηρνήθη τον Χριστόν. Ιδών λοιπόν αυτόν εις τοιαύτην κατάστασιν, ελυπήθη μεν υπερβαλλόντως δια του φίλου του την δυστυχίαν, έλαβε δε πρόνοιαν να αναχωρήση εκείθεν όσον τάχιστα, μήπως συμβή και εις αυτόν κανέν τοιούτον απευκταίον δια τας τότε εκεί ανωμαλίας των περιστάσεων. Εν ω δε ταύτα εσυλλογίζετο, έφθασαν μερικοί Τούρκοι στρατιώται, και ευρόντες αυτόν εις τον τόπον όπου έμενε, αρπάζοντες και εκδύοντες τα της οικίας του πράγματα, τον ηνάγκαζον να αρνηθή την πίστιν του και να γίνη Τούρκος. Ο δε φοβηθείς, έδωκεν εις αυτούς υπόσχεσιν, ότι γίνεται. Εκείνοι, πεισθέντες εις τον λόγον του μόνον, εφρόντιζον δια την διαρπαγήν. Ο δε λαβών ευκαιρίαν, έφυγε πάραυτα εκείθεν, και περιπατών ημέραν και νύκτα έφθασεν εις Εσκή Ζαγοράν, εκείθεν δε μετά τινος Προηγουμένου Αγιορείτου εκ της Ιεράς Μονής του Γρηγορίου ήλθεν εις το Άγιον Όρος, και διατρίψας ολίγον καιρόν εις την αυτήν Μονήν του Γρηγορίου και μεταβάς αλλεπαλλήλως εις διαφόρους Μονάς, τέλος επήγεν εις την Σκήτην της Αγίας Άννης προς τον αείμνηστον εκείνον άνδρα παπά Βασίλειον, μετά του οποίου δια τινα ανάγκην επήγεν εις Θεσσαλονίκην. Επειδή δε τότε εμαρτύρησεν εκεί ο Άγιος Οσιομάρτυς Δαβίδ, επυρώθη τοσούτον από το πυρ της θείας αγάπης, ως είδε κρεμάμενον τον Άγιον δια το όνομα του Χριστού, ώστε ηθέλησε να μαρτυρήση και αυτός εκεί, ανίσως δεν ημποδίζετο από τινα άλλον αδελφόν Γέροντα, όστις έλαβεν αυτόν τότε παρά του παπά Βασιλείου και επέστρεψαν εις την Αγίαν Άνναν. Ασθενήσας δε ο Γέρων ούτος μετά ημέρας τινάς, εκοιμήθη εν Κυρίω. Τοσούτον τον Γέροντα εμακάριζεν ο Ιωάννης και ενεκωμίαζεν ως ενάρετον, δια του οποίου τον θάνατον και λυπηθείς ανεχώρησεν εκείθεν, και επήγεν εις την Σκήτην του Καυσοκαλυβίτου. Κατά δε την εορτήν της Πεντηκοστής εις εκ των αδελφών της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, ελθών προς επίσκεψιν των αδελφών της Αγίας Άννης, διηγήθη το μαρτύριον του νεωστί αθλήσαντος Αγίου Οσιομάρτυρος Ευθυμίου. Τούτο ακούσας ο Ιωάννης εχάρη καθ’ υπερβολήν, και δοξολογών τον Θεόν, έλεγεν ότι δεν είναι δίκαιον να χαίρηται μόνον αυτός εις τους ουρανούς, αλλά να παραλάβη και αυτόν εις την συνοδείαν του και μάλιστα με τον ίδιον τρόπον του Μαρτυρίου. Εκ τούτου φλογιζόμενος ήλθε και εις την Νέαν Σκήτην και μείνας ολίγας ημέρας εις την καλύβην του Γέροντος Κοσμά, εγνώρισεν εκεί Ιερέα τινά Προκόπιον, παρ’ ου οδηγηθείς ήλθεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου προς τον Πανοσιώτατον πνευματικόν Νικηφόρον, τον Γέροντα και αλείπτην του φίλου του Αγίου Ευθυμίου· όστις μαθών τα κατ’ αυτόν, τον υπεδέχθη μετά χαράς, και παρέδωκεν αυτόν εις την επιστασίαν του πρώτου των υποτακτικών του, δηλαδή εις τον Γέροντα Ακάκιον. Ενταύθα λοιπόν καταβιβάσας τα άρμενα της περιπλανήσεως και περιφοράς του, και επιρρίψας ως άγκυραν τους λογαριασμούς του εις τον λιμένα της ησυχίας και καλής οδηγίας του Γέροντός του, ηκολούθει μετά χαράς εις τον κανόνα του πνευματικού του Πατρός και έκαμνεν αυτόν μετά μεγάλης προθυμίας και ζέσεως, ημέραν δε παρ’ ημέραν ηύξανε τους αγώνας και εφαίνετο ότι ηύξανε και εις την αρετήν, ως δένδρον παρά τας διεξόδους των υδάτων, άρτον μόνον εσθίων και ύδωρ πίνων, όσον να ικανοποιή μικρόν την ανάγκην της φύσεως. Τας γονυκλισίας εξέτεινε και κομβοσχοίνια των μικρών μετανοιών εμέτρα με το διάστημα των ωρών, η δε ζωή του δεν ήτο ή εν μελέτημα του ονόματος του Ιησού Χριστού! Ανεγίνωσκεν αείποτε το ιερόν Ευαγγέλιον εις το σλαβονικόν και πολλάκις της ημέρας έλεγε τους Οίκους της Θεοτόκου, προς την οποίαν είχε πολλήν ευλάβειαν, και την οποίαν μετά δακρύων παρεκάλει συνεχώς να τον αξιώση του μαρτυρικού τέλους. Εις τοιούτους λοιπόν αγώνας ευρισκόμενος και τοσούτον κοπιάζων και δουλαγωγών το σώμα του, εφαίνετο πάντοτε φαιδρότατος. Ήτο δε και εις άκρον φιλότιμος, μη θέλων να μένη οπίσω από κανένα κατορθωτήν της αρετής, ουδέ και από τον φίλον του τον Άγιον Ευθύμιον. Δι’ ο και καθ’ ημέραν, συλλογιζόμενος το Μαρτύριον εκείνου, εσπούδαζε να κάμνη όσα ήκουσεν, ότι έκαμεν ο Άγιος Ευθύμιος, δια να ημπορέση να σύρη και αυτός εις εαυτόν την μαρτυρικήν χάριν εκείνου. Και εις όσα μεν υπερέβαλε τον Άγιον Ευθύμιον, δεν ήθελε να τα μετρά, αλλ’ εταπεινοφρόνει ο θαυμάσιος· εις όσα δε έμενεν οπίσω, ηγωνίζετο να τον φθάση και συνεχώς παρεκάλει να τον ενδυναμώση να αξιωθή και του Μαρτυρίου, δια να μη είναι μακράν από αυτόν, όστις και έτι ζων προεφήτευσε περί αυτού, ως είπομεν εις τον Βίον του, ότι μετ’ αυτόν θέλει έλθει και άλλος προς τον Πνευματικόν του πατέρα Ακάκιον, όστις και αυτός μέλλει να μαρτυρήση. Αυτά λοιπόν είναι τα κατορθώματα και αι θεοφιλείς πράξεις του Αγίου, και όσας άλλας ακόμη ημείς δια το αδύνατον του νοός και της ζωής ημών δεν ηδυνήθημεν να περιεργασθώμεν εις αυτόν και να εννοήσωμεν. Δεν εφαίνοντο όμως αυτά αρεστά εις τον εχθρόν του καλού και της αρετής διάβολον. Διο και με πάντα τρόπον εσπούδαζε να τον αποκόψη και εμποδίση από του θαυμαστού τούτουτρόπου και δρόμου της αρετής, άλλοτε μεν με τους λογισμούς της κοσμικής προσπαθείας, άλλοτε δε με την φιλαυτίαν, άλλοτε με την φιλοδοξίαν και ανυποταξίαν, και άλλοτε πάλιν με την φιληδονίαν, δια της οποίας τοσούτον πόλεμον έφερεν εις αυτόν καθ’ όλον το ύστερον, ώστε μίαν ημέραν έπεσε κάτω ως από της πολλής φλογός της σαρκικής επιθυμίας. Έπειτα δραμών εις τον επιστάτην του Γέροντα Ακάκιον και παρηγορηθείς υπ’ αυτού και στηριχθείς με λόγους θεοφιλείς και παραδείγματα αγίων ανδρών, ως έπρεπεν, επήγεν εις την Εκκλησίαν και έλαβεν εις χείρας του την εικόνα της Θεοτόκου, κατασπαζόμενος δε αυτήν παρεκάλει μετά δακρύων να τον βοηθήση και ελευθερώση από τοιούτου πολέμου και την επιβουλήν του διαβόλου. Ήλθε δε εις αυτόν τότε δια της Χάριτος της Θεομήτορος ευωδία τις έρρητος και απερίγραπτος, την οποίαν δεν ηδύνατο να εννοήση πόθεν ήρχετο, έκτοτε δε έλειψεν απ’ αυτού ο θανατηφόρος της ψυχής πόλεμος. Όλους αυτούς τους κόπους και τα κατορθώματα της αρετής ελογίζετο εις ουδέν ο μακάριος· ένα δε είχε σκοπόν αείποτε και εφαντάζετο, το Μαρτύριον, περί του οποίου συνεχώς μετά δακρύων παρεκάλει τον Γέροντά του, δια να λάβη την άδειαν και ευχήν να υπάγη και αυτός, καθώς και ο προ αυτού. Και επειδή ο Γέρων δεν έδιδεν εις αυτόν την άδειαν, έμενεν εις μεγάλην λύπην πλατυνόμενος εις τους κόπους και τους αγώνας της ασκήσεως. Ιδών όμως μετά ταύτα τον πόθον, τον οποίον είχε, να θανατωθή δια το όνομα του Χριστού, και κρίνας το πράγμα καλώς, ότι ήτο θέλημα Θεού, ο Γέρων Ακάκιος εκούρευσεν αυτόν Μοναχόν, μετονομάσας Ιγνάτιον, και συγκατανεύσας εις τον σκοπόν του, έδωκε την άδειαν εις το να υπάγη εις την βασιλεύουσαν κατά τον πόθον του. Διορίζεται τότε παρά του πνευματικού του Πατρός πάλιν ο Γρηγόριος δια να απέλθη μετ’ αυτού συνοδοιπόρος εις την βασιλεύουσαν, και ως πρόθυμος και καλός υποτακτικός δέχεται μετά χαράς την προσταγήν του Γέροντος, και μετά τας κοινάς ευχάς και ευλογίας απάντων των εν Χριστώ Πατέρων και αδελφών της Σκήτης, παραλαβών το νέον του Χριστού καλλιέργημα, ως αρνίον άκακον συρόμενον εις σφαγήν, καταβαίνει μετ’ αυτού εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων, και ασπασάμενοι την θαυματουργόν Εικόνα της Πορταϊτίσσης Θεοτόκου και τους εκεί εν Χριστώ Πατέρας και αδελφούς, και λαβόντες παρ’ αυτών ευχάς και παρά της Θεομήτορος βοήθειαν, ανεχώρησαν δια την Λαύραν. Εκείθεν δε ευρόντες πλοίον, ανεχώρησαν δια Κωνσταντινούπολιν, κατά την δωδεκάτην Σεπτεμβρίου. Μετά μεγάλας τρικυμίας, κινδύνους τε και δυσκολίας, τας οποίας καθ’ οδόν εδοκίμασαν, έφθασαν εκεί κατά την εικοστήν ενάτην του αυτού μηνός, και έμειναν εις το εργοστάσιον θεοφιλούς τινος ανδρός, όστις τους υπεδέχθη μετά πάσης χαράς και προθυμίας ως ανθρώπους του Θεού. Έμαθον δε τότε ότι ήτο εκεί και ο φιλόχριστος Ιωάννης εκείνος, όστις υπηρέτησε και εις τα του Αγίου Ευθυμίου, και εχάρησαν μεγάλως. Ευρόντες δε αυτόν εφανέρωσαν τον σκοπόν των, και ευρών αυτόν έτοιμον εις όσα ήσαν αναγκαία, τα οποία ετοιμάσας εκείνος έφερεν εις αυτούς, εστοχάσθησαν ως αρμοδίαν ημέραν την ερχομένην Παρασκευήν, ίνα παρρησιασθή εις το κριτήριον ο Ιγνάτιος. Και δη μεταλαβών των Αχράντων Μυστηρίων, εξεδύθη τα ίδια αυτού ιμάτια και ενεδύθη τα τουρκικά, και όλος φαιδρός και λαβών ευχήν παρά του συνοδίτου Γρηγορίου, και αντιδούς εις αυτόν, ως εικός, μετά πολλάς συνδιαλέξεις και δάκρυα χωρισμού, αναμνήσεις και λόγους παραινετικούς προς το Μαρτύριον, τα οποία δια συντομίαν παρατρέχομεν, έτρεχεν ο ένθερμος ούτος εραστής του Χριστού, ώσπερ τις έλαφος διψώσα, και οδηγούμενος υπό του προρρηθέντος Ιωάννου ήλθεν εις την Υψηλήν λεγομένην Πύλην των Οθωμανών· επειδή δε τότε δια τινας αιτίας δεν ήτο το κατ’ αυτούς λεγόμενον Διβάνι, εγύρισεν άπρακτος μετά μεγάλης λύπης. Ερωτώμενος δε υπό του συνοδίτου του Γρηγορίου, πως ούτως ετελείωσε σύντομα το έργον του, απεκρίθη με την συνειθισμένην του απλότητα· «Δεν ήτο εκεί, αδελφέ, ούτε ο βασιλεύς, ούτε ο βεζύρης». Συνέβη δε τότε, δια τινας αιτίας βασιλικάς, να μη γίνη Διβάνι έως της ερχομένης Τρίτης. Καθ’ όλας δε τας ημέρας ταύτας απήγαινεν εκεί μετά χαράς δια να παρρησιασθή, και εγύριζεν άπρακτος μετάμεγάλης λύπης δια την αποτυχίαν του. Μαθών δε εις των φιλοχρίστων Χριστιανών την υπόθεσιν ταύτην, και γνωρισθείς μετά του Γρηγορίου, τον συνεβούλευσε να στείλη τον Μάρτυρα εις την οικίαν άλλου τινός φιλοχρίστου, δια να προσευχηθή έμπροσθεν εις μίαν εικόνα της Θεοτόκου θαυματουργόν, την οποίαν είχεν εκείνος εις τον οίκον του. Επείσθη εις αυτό ο Γρηγόριος και απέστειλεν εκείσε τον Ιγνάτιον. Τούτου δε προσευχομένου όλην την νύκτα και ικετεύοντος μετά θερμών δακρύων την Θεοτόκον, εις το να ευκολύνη την οδόν του Μαρτυρίου του, περί το μεσονύκτιον έγινε κρότος και εξαίφνης στέφανος λαμπρός, εξερχόμενος από της σεβασμίας εκείνης εικόνος της Θεομήτορος, περιεκύκλωσε τον Ιγνάτιον. Και τούτο εγένετο τρις, καθώς διηγήθησαν, όσοι παρετήρουν αυτόν κρυφίως. Όταν δε επέστρεψε την πρωϊαν προς τον Γρηγόριον, έμαθεν ότι γίνεται την ημέραν εκείνην Διβάνι. Πλήρης λοιπόν χαράς και σπουδής επήγεν εις το παλάτιον του κριτού, και εμβάς είπε μετά παρρησίας μεγάλης προς αυτόν· «Εγώ, κριτά, όταν ήμην παιδίον ανήλικον, βιασθείς από σας τους Τούρκους, έδωσα λόγον ψιλόν, ότι αρνούμαι την πίστιν μου, και τώρα ήλθα εδώ να λάβω τον λόγον εκείνον οπίσω και να κηρύξω τον Χριστόν μου Θεόν αληθινόν και πλάστην μου». Ομού δε με τον λόγον έρριψε κατά γης το πράσινον σαρίκιον από την κεφαλήν του. Ο δε κριτής, βλέπων και ακούων ταύτα, απεκρίθη μετά θυμού· «Ποίος σε έφερεν εδώ; Καλόγηρος ή κοσμικός»; Λέγει ο Μάρτυς· «Μόνος μου ήλθα με την δύναμιν του Χριστού»· λέγων δε ταύτα εδείκνυε μίαν εικόνα του Κυρίου Ιησού Χριστού, την οποίαν δια βοήθειάν του έκρυπτεν εις το στήθος του ομού με ένα σταυρόν. Λέγει προς αυτόν ο κριτής· «Άφες, άνθρωπε, τας μωρολογίας και ελθέ εις σεαυτόν· στοχάσου ότι, εάν εμμείνης εις την ιδέαν ταύτην, θα υποφέρης τρομεράς βασάνους και τέλος και αυτόν τον θάνατον. Πλην να σου δώσωμεν ημείς πολλά δωρήματα, ώστε να ζήσης με αυτάρκειαν εις όλην σου την ζωήν, να σε προβιβάσωμεν και εις αξιώματα ίνα χαίρης με ημάς πάντοτε». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο· «Τα μεν δώρα σου και αξιώματα, ως πρόσκαιρα, τα χαρίζω εις σε τον πρόσκαιρον· τας δε παιδείας και τον θάνατον, με τον οποίον με φοβίζεις, αυτά δεν είναι εις εμέ νέον μήνυμα, αλλά, προ του να έλθω, τα ηξεύρω, και μάλιστα δια τούτο ήλθον, να με θανατώσης δια τον Χριστόν μου, όστις είναι ο μόνος αιώνιος και αθάνατος Θεός, του οποίου και τα δωρήματα είναι αιώνια και η Βασιλεία του ουράνιος, ανεκλάλητος και ασάλευτος· ο δε ψευδοπροφήτης ο ιδικός σας Μωάμεθ είναι διδάσκαλος της απωλείας και αποστάτης Θεού, φίλος δε του διαβόλου, επίσης η διδασκαλία του ήτο σατανική, και σεις οι μάταιοι τον επιστεύσατε, και μέλλετε να κολασθήτε με αυτόν, εάν δεν πιστεύσητε εις τον Χριστόν τον αληθή Θεόν». Ταύτα ακούσας ο κριτής ηλλοιώθη από τον θυμόν του και μη δυνάμενος να λαλήση, έκαμε νεύμα να εκβάλωσιν έξω τον Μάρτυρα, τον οποίον συλλαβών εις των παρισταμένων υπηρετών έσυρε μετά βίας. Ο δε Μάρτυς, απλώσας την χείρα του, έδωκεν εις αυτόν εν ράπισμα, και δραμών έμπροσθεν του κριτού εγονάτισε, και ελέγχων αυτόν και την πίστιν του, έκλινε τον αυχένα του και τον παρεκίνει να τον σφάξη ο ίδιος. Τότε λαβόντες αυτόν οι υπηρέται δια της βίας τον έβαλον εις την φυλακήν, έθεσαν δε και τους πόδας του εις την ποδοκάκην, και περιέβαλον με αλύσεις σιδηράς και βαρείας τον τράχηλόν του. Φέροντες δε και εμπαόζοντες αυτόν τον ηνάγκαζον να αρνηθή την πίστιν του. ο δε γενναίος Αθλητής του Χριστού υπέφερε τα πάντα ευχαρίστως και έχαιρεν, ότι βασανίζεται δια τον Χριστόν τον υπερύμνητον, καθώς εχαίροντο και οι Απόστολοι, ότε εδάρησαν και εξεβλήθησαν του παρανόμου εκείνου συνεδρίου, διότι εκήρυττον τον Χριστόν. Τελειωθέντος λοιπόν τότε του Διβανίου, έφερεν ο κριτής τον Μάρτυρα εις ιδιαιτέραν εξέτασιν, και ερωτών αυτόν, ποίος το έφερεν εκεί, ήκουσεν από τον Μάρτυρα· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός με έφερε». Λέγει ο κριτής· «Ελθέ, τέκνον, εις σεαυτόν, και μη είσαι τόσον αταπείνωτος! Μέλλεις να δοκιμάσης τα βασανιστήρια όσα δεν ηκούσθησαν, και μη ελπίζης να αποτμηθής και να λάβωσιν οι Χριστιανοί το αίμα σου προς αγιασμόν, αλλά μέλλω να σε κρεμάσω». Λέγει ο Μάρτυς· «Είτε με κόψης είτε με κρεμάσης, ω κριτά, ευεργεσίαν μεγάλην μου κάμνεις, και όλα τα δέχομαι δια την αγάπην του Χριστού μου μετά χαράς». Τότε επρόσταξεν ο κριτής και έβαλον τον Μάρτυρα εις απόκρυφον τινα και σκοτεινήν φυλακήν. Ο δε συνοδίτης του Γρηγόριος, πληροφορηθείς όσα ημείς ήδη ανωτέρω διηγήθημεν, έβρεχε με δάκρυα το έδαφος της γης και μετά ζεούσης καρδίας ικέτευε τον αθλοθέτην Χριστόν τον Θεόν να ενδυναμώση τον Μάρτυρα εις το να τελειώση τον δρόμον του Μαρτυρίου του ενδόξως και θεοφιλώς. Ωσαύτως και άλλοι Χριστιανοί πολλοί διένεμον χρήματα, ελεημοσύνην προς βοήθειαν του φυλακισθέντος Μάρτυρος. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος ο Μάρτυς, ότι μεν ενόμιζε την σκοτεινήν εκείνην φυλακήν άλλον Παράδεισον δι’ αυτόν και τας βασάνους τρυφάς και απολαύσεις, πάσα καρδία Χριστιανού δύναται να το πιστεύση και νους θεοφιλής να το συμπεράνη· οποίας δε τυραννίας και παιδείας του έκαμνον εις αυτήν οι άσπλαγχνοι εκείνοι υπηρέται του διαβόλου, δεν μας έγινε γνωστόν έως του νυν, μ’ όλον ότι εξητάσαμεν διαφόρους. Εκείνο δε όπερ παρά πάντων των εν Κωνσταντινουπόλει Χριστιανών άδεται και πιστεύεται είναι, ότι μεγάλας παιδείας εδοκίμασεν ο μακάριος υπό των ασεβών εκείνων και μεγάλην γενναιότητα έδειξε, βασανιζόμενος υπέρ του ονόματος του Χριστού δύο ολοκλήρους ημέρας και νύκτας. Μετά δε τας σκληράς εκείνας παιδείας και τας απατηλάς κολακείας και υποσχέσεις εφάνη ακατάσειστος και ακατάπειστος ο του Χριστού στρατιώτης και Μάρτυς. Είτα έφερεν αύθις εις εξέτασιν ο κριτής αυτόν, και ως είδεν αυτόν με παρρησίαν απαράμιλλον ομολογούντα την θεότητα του Ιησού Χριστού, και καταισχύνοντα την ματαίαν αυτων πλάνην και τον ταύτης διδάσκαλον ονομάζοντα δαιμονιώδη, απελπισθείς, κατεδίκασεν αυτόν εις τον δι’ αγχόνης θάνατον. Ευθύς τότε παραλαβόντες οι δούλοι του διαβόλου το άκακον αρνίον του Δεσπότου Χριστού, έσυρον αυτόν προς τον θάνατον. Εκείνος δε, καίτοι εκνευρισμένος από την πείναν, την δίψαν και την λοιπήν κακοπάθειαν του σώματος, μ’ όλον τούτο εδείκνυεν, ως λέγουσι, μεγίστην προθυμίαν απερχόμενος εις τον τόπον της καταδίκης, ως μέλλων μετ’ ολίγον να φθάση εις το άκρον των εφετών, τον γλυκύτατόν του Χριστόν τον Θεόν, υπέρ του οποίου και κόσμον και τρυφάς και ηδονάς και σώμα και νεότητα και αυτήν την ζωήν εκουσίως παρέδωκε και κατεφρόνησεν ο αείμνηστος. Αφ’ ου λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον εκείνον, Δακτυλόπορταν λεγόμενον, νομίζων ότι μέλλει να αποκεφαλισθή, έκλινε τα γόνατα· ω της γενναιότητός σου, στρατιώτα του Χριστού, Αθλητά Ιγνάτιε! Και κλίνας τον αυχένα του, παρεκάλει να τον θανατώση ο δήμιος. Αλλ’ επειδή η προσταγή ήτο να κρεμασθή, ανεβίβασαν αυτόν οι άνομοι υπηρέται εις τα υψηλά, και σύραντες βιαίως το σχοινίον, έπνιξαν τον Μάρτυρα, κρεμάσαντες αυτόν επί του ξύλου κατά μίμησιν του Χριστού, και ούτως ετελειώθη ο αείμνηστος κατά την ογδόην του Οκτωβρίου μηνός του χιλιοστού οκτακοσιοστού δεκάτου τετάρτου έτους (1814), ημέρα Πέμπτη, ώρα έκτη, και ούτως απέπτη από τα ύψη της αγχόνης ως λευκοανθισμένη περιστερά εις τους ουρανούς, τοιουτοτρόπως δε παρασταθείς εις την αγάπην και τον έρωτά του Χριστόν τον Θεόν, ώσπερ τις ωραία και πολύπροικος νύμφη, με πληθύν πόνων ασκητικών και ιδρώτων και αγώνων του Μαρτυρίου, και με καλλονήν μιας αληθούς αφθορίας και παρθενίας, εστεφανώθη παρ’ αυτού με τοιούτον τριπλούν στέφος και διάδημα, και κατετάχθη εις τους μαρτυρικούς νυμφώνας και θαλάμους, ίνα χαίρηται πάντοτε μετ’ αυτών. Ο δε συνοδίτης του Γρηγόριος, μαθών το πανένδοξον τέλος του Μάρτυρος, παρ’ ολίγον έχανε τους λογισμούς του από της χαράς, και τρέχων τήδε κακείσε, έφθασεν εις τον τόπον όπου ιδών τον Μάρτυρα κρεμάμενον, επροσκύνησεν, ως συμπεραίνω, αυτόν από μακρόθεν, και έκλαυσεν από την χαράν του, πλην να πλησιάση εις αυτόν δεν ηδύνατο, εμποδιζόμενος υπό των φυλασσόντων αυτόν στρατιωτών απίστων. Όθεν και έλαβε φροντίδα πως να λάβη το ιερόν αυτού λείψανον. Τούτο δε μετά την τρίτην ημέραν αγοράσας από τους δημίους εκείνους με χρήματα ικανά, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν τη ιδ’ (14) Οκτωβρίου, ώσπερ τις μυροφόρος ολκάς, έχων επί των ώμων του τον καλόν φόρτον, τον θείον νεκρόν του Αγίου ενδόξου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, του σήμερον παρ’ ημών των θερμών αυτού εραστών λαμπρώς εορταζομένου, έφερε δε μεθ’ εαυτού και μαρτυρικά λείψανα του προαθλήσαντος Αγίου Ευθυμίου, άπερ έλαβε από της νήσου της Πρώτης, εις την οποίαν διηγήθημεν ότι ετάφη ο Άγιος Ευθύμιος προ μηνών επτά, και έφθασεν εις Άγιον Όρος τη εικοστή του αυτού Οκτωβρίου. Ο δε ιερός νεκρός και τα λείψανα εναπετέθησαν εις τον νεόδμητον αυτών σεπτόν Ναόν. Λέγονται δε και παρά πολλών βεβαιούνται περίτούτου του Αγίου και τινα παράδοξα και διηγήσεως άξια, τα οποία, επειδή παρεκλήθημεν και διωρίσθημεν παρά τινων θεοφιλών ανδρών Βυζαντινών δια γραμμάτων, αναφέρομεν αυτά. Εις θεοσεβής Χριστιανός προ της τελειώσεως του Αγίου έδωκεν εις αυτόν εν βαλάντιον με μερικά χρήματα δια να εξοδεύση τάχα εις τας ανάγκας του από αυτά· όταν δε εκρεμάσθη ο Άγιος (μ’ όλον ότι αναμφιβόλως δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι έλαβον αυτά οι δήμιοι ή οι παιδεύσαντες τον Μάρτυρα), πάλιν ω του θαύματος! ευρέθη το βαλάντιον με όλα τα αργύρια εις τον κόλπον του ανδρός εκείνου, τα οποία καίτοι διανέμων εξ αυτών εις πολλούς πτωχούς με αφθονίαν και χωρίς παρατήρησιν, έμενον πολλάς ημέρας τα αυτά, χωρίς να λείψωσιν ή τελειώσωσιν. Χριστιανός τις υπό ευλαβείας κινούμενος, ότε ο Άγιος εκρέματο, επήγε μίαν νύκτα, κοιμωμένων των φυλάκων, και ανοίξας με βελόνην τον πόδα του Αγίου έβρεξε το μανδήλιόν του με το καταρρέον αίμα του Αγίου. Μετά ολίγας ημέρας ιδών το μανδήλιον, βλέπει με έκπληξιν εσχηματισμένον εις αυτό σταυρόν δια του αίματος του Μάρτυρος! Τούτο το μανδήλιον με τον σταυρόν είδον άλλοι πολλοί Χριστιανοί αξιόπιστοι και εθαύμασαν. Εις το κατά τον Γαλατάν ευρισκόμενον προσκύνημα του Κύκκου της Υπεραγίας Θεοτόκου επήγαν μίαν ημέραν ένα δαιμονιζόμενον και ένα παράλυτον· ο δε Μοναχός ο υπηρετών αυτό το προσκύνημα, και έχων τον σκούφον, ον εφόρει ο Άγιος εις τον δρόμον του Μαρτυρίου του, ηγορασμένον από των δημίων, έθηκεν αυτόν εις τους ασθενούντας, επικαλούμενος τον Άγιον, και παρευθύς, ω του θαύματος! ευρέθη ο παράλυτος όρθιος και ο δαιμονιζόμενος υγιής και σώφρων εις δόξαν Χριστού του Θεού, και πίστωσιν της αγιότητος του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν των δεινών και τύχοιμεν της ουρανίου Βασιλείας, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου