Ανδρόνικος
και Αθανασία το αγιόλεκτον του Κυρίου ζεύγος ήσαν από την μεγάλην Αντιόχειαν,
έζων δε εν έτει 594. Ήτο δε ο Ανδρόνικος αργυροπράτης την τέχνην, πολύ ευλαβής,
γεμάτος από αγαθά έργα και πλούσιος από τα κοσμικά αγαθά. Ούτος έλαβεν εις
γάμον την Αθανασίαν, ήτις και αυτή ήτο σεμνή και θεοφιλής. Συμφωνήσαντες δε εις
καλόν και θεάρεστον πράγμα, διεμοίρασαν εις τρία τον πλούτον των. Και από μεν
το εν μέρος έδιδον αφθονοπαρόχως ελεημοσύνην εις τους πτωχούς· από το άλλο
έδιδον δάνεια, χωρίς τόκους και κέρδη, εις τους έχοντας ανάγκην· από δε το
τρίτον μέρος ωκονόμουν τα του εργαστηρίου του αργυροπρατείου, δια να κερδίζουν
τα προς το ζην αναγκαία. Απέκτησαν δε και δύο τέκνα, το μεν αρσενικόν, το δε
θηλυκόν.
Τοσούτον δε διήγον ούτοι ενάρετα, ώστε αφού εγεννήθησαν τα παιδία ο εις τον άλλον δεν ήγγισεν, αλλά διήγον την ζωήν των και οι δύο με σωφροσύνην και με προσευχάς, κατεγίνοντο δε εις το να ελεώσι τους πτωχούς και να επισκέπτωνται τους ασθενείς. Αφού δε παρήλθον δώδεκα έτη από της αυτών συνοικήσεως και τα τέκνα των ήσαν εις εκείνην την ηλικίαν, κατά την οποίαν έμελλον να χαροποιώσι τους γονείς των, τότε, κατά την αυτήν ημέραν, απέθανον συγχρόνως και τα δύο. Και ο μεν Ανδρόνικος δεν έδειξε κανέν άνανδρον κίνημα δια τον θάνατον των τέκνων του, αλλά μάλλον την αοίδιμον εκείνην φωνήν του Ιώβ εξεφώνησεν· «Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α:21). Η δε σύμβιος αυτού Αθανασία είχε λύπην απαρηγόρητον· όθεν αφ’ ου ενεταφιάσθησαν τα παιδία εις το Μαρτύτιον, ήτοι εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού, δεν ηθέλησε πλέον να εξέλθη εκείθεν, αλλ’ έλεγεν· «Εδώ θέλω συναποθάνει και εγώ και εδώ θέλω ενταφιασθή και εγώ μετά των τέκνων μου»! Τότε τον μεν Ανδρόνικον παρέλαβεν ο Πατριάρχης εις το Πατριαρχείον, ίνα τον παρηγορήση, η δε Αθανασία δεν υπέφερε να εξέλθη από τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού, αλλ’ έμεινεν εκεί θρηνούσα και κλαίουσα γοερώς. Κατά δε το μεσονύκτιον φαίνεται εις αυτήν, έξυπνον ούσαν, ο Μάρτυς εις σχήμα Μοναχού και λέγει προς αυτήν· «Τι έχεις, ω γύναι, και κλαίεις; Διατί δεν αφήνεις τους εδώ ευρισκομένους να ησυχάσωσιν»; Η δε αποκριθείσα είπε· «Μη βαρυνθής, αυθέντα μου, κατ’ εμού της δούλης σου, ότι πολύν πόνον και θλίψιν έχω, επειδή δύο μόνον τέκνα έχουσα και τα δύο έθαψα σήμερον». Εις τους λόγους τούτους της Αθανασίας απεκρίθη ο Μάρτυς λέγων· «Μη κλαίε δι’ αυτά. Διότι σου λέγω, ω γύναι, ότι καθώς η φύσις του ανθρώπου ζητεί το φαγητόν και αδύνατον είναι να μη δώση τις εις τον εαυτόν του να φάγη, τοιουτοτρόπως και τα παιδία ζητούσιν από τον Θεόν χρεωστικώς να δώση εις αυτά εν τη ημέρα εκείνη τα μέλλοντα αγαθά του, λέγοντα· «Δικαιοκρίτα Κύριε, αντί των επιγείων αγαθών, των οποίων μας εστέρησας, μη στερήσης ημάς των επουρανίων αγαθών σου». Ταύτα η Αθανασία ακούσασα κατενύχθη, και μετέβαλε την λύπην της εις χαράν, λέγουσα· «Λοιπόν ζώσι τα τέκνα μου εν ουρανοίς, και διατί εγώ να κλαίω». Όθεν στραφείσα εζήτει τον Μοναχόν εκείνον, όστις της είπε τους λόγους αυτούς. Περιελθούσα δε τον Ναόν όλον και μη ευρούσα αυτόν, ηρώτησε τον θυρωρόν λέγουσα· «Που είναι ο Μοναχός εκείνος, ο οποίος εμβήκε τώρα εδώ»; Ο δε θυρωρός, εννοήσας ότι είδεν οπτασίαν τινά, απεκρίθη· «Βλέπεις, ότι όλαι αι θύραι είναι σφαλισμέναι και λέγεις που είναι ο Μοναχός»; Η δε Αθανασία φοβηθείσα επέστρεψεν εις τον οίκον της, και διηγήθη εις τον άνδρα της όσα είδε και ήκουσε και εζήτησεν από αυτόν να την εισαγάγη εις Μοναστήριον. Ο δε Ανδρόνικος, αποδεξάμενος τον λόγον μετά χαράς, διότι και αυτός επόθει τούτο, διεμοίρασε το περισσότερον μέρος της περιουσίας του εις τους πτωχούς και ηλευθέρωσε τους δούλους, τους οποίους είχεν εξηγορασμένους· τα δε λοιπά υπάρχοντά του αφήκεν εις τον πενθερόν του, παραγγείλας εις αυτόν να ιδρύση νοσοκομεία και ξενοδοχεία Μοναχών. Λαβόντες λοιπόν οι Όσιοι ολίγα έξοδα δια τον δρόμον, κατά την νύκτα εξήλθον της πόλεως Αντιοχείας ο Ανδρόνικος και η Αθανασία, οι δύο μόνοι. Βλέπουσα δε η Αθανασία μακρόθεν τον οίκον της, ύψωσε τους οφθαλμούς της εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Θεέ μου, συ ο ειπών εις τον Αβραάμ και την Σάρραν: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. ιβ:1), Συ, και τώρα οδήγησον ημάς εις τον φόβον σου· διότι ιδού ημείς αφήκαμεν δια το όνομά σου ανοικτόν τον οίκον μας και εφύγομεν, λοιπόν μη κλείσης εις ημάς την θύραν της Βασιλείας σου». Κλαύσαντες δε και οι δύο, ανεχώρησαν από την πατρίδα των. Φθάσαντες δε εις τα Ιεροσόλυμα προσεκύνησαν τους Αγίους Τόπους και επεσκέφθησαν και πολλούς Πατέρας Οσίους. Φεύγοντες δε εκείθεν, επήγαν και οι δύο εις την Αίγυπτον, προς τον περίφημον Αββάν Δανιήλ. Και επειδή εφανέρωσαν εις αυτόν τον σκοπόν των και τον παρεκάλεσαν να τους οδηγήση εις οδόν σωτηρίας, δια τούτο ο Όσιος την μεν Αθανασίαν απέστειλεν εις γυναικείον Μοναστήριον των Ταββεννησιωτών, τον δε Ανδρόνικον εκράτησε πλησίον του και τον ενέδυσε το Αγγελικόν σχήμα των Μοναχών· όθεν και έμεινεν εις την υποταγήν του δώδεκα ολόκληρα έτη. Αφ’ ου δε τα δώδεκα έτη παρήλθον, παρεκάλεσεν ο Ανδρόνικος τον Αββάν Δανιήλ να δώση εις αυτόν άδειαν δια να μεταβή και πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και να προσκυνήση και δεύτερον τους Αγίους Τόπους· ο δε Αββάς Δανιήλ, ποιήσας ευχήν, απέλυσεν αυτόν. Περιπατών λοιπόν ο Όσιος Ανδρόνικος εις τον δρόμον της Αιγύπτου, εκάθησεν υποκάτω εις εν δένδρον, δια να αναψύξη ολίγον από το καύμα. Και ιδού, κατ’ οικονομίαν Θεού, ήλθεν εκεί και η γυνή του Αθανασία, ήτις επορεύετο και αυτή εις Ιεροσόλυμα με σχήμα ανδρικόν ως Μοναχός, μετονομασθείσα Αθανάσιος. Αφού δε αντεχαιρετίσθησαν, η μεν Αθανασία ανεγνώρισε τον Ανδρόνικον, ο δε Ανδρόνικος δεν εγνώρισε την Αθανασίαν· επειδή και εμαράνθη το κάλλος αυτής από την πολλήν άσκησιν και εφαίνετο ως αιθίοψ. Τότε λέγει η Αθανασία προς τον Ανδρόνικον· «Που πηγαίνεις, αυθέντα μου Αββά»; Ο Ανδρόνικος απεκρίθη· «Εις τους Αγίους Τόπους». Λέγει εις αυτόν εκείνη· «Εκεί θέλω να υπάγω και εγώ». Της λέγει πάλιν εκείνος· «Θέλεις να περιπατώμεν και οι δύο ομού»; Λέγει η Αθανασία· «Ναι, καθώς ορίζεις, πλην να περιπατήσωμεν εις τον δρόμον με σιωπήν ούτως, ως να μη ήμην εγώ μαζί σου». Τότε και ο Ανδρόνικος λέγει· «Καθώς ορίζεις, ας υπάγωμεν σιωπώντες». Πάλιν δε η Αθανασία τον ερωτά· «Δεν είσαι μαθητής του Αββά Δανιήλ»; Αποκρίνεται ο Ανδρόνικος· «Ναι». Λέγει προς αυτόν εκείνη· «Δεν ονομάζεσαι Ανδρόνικος»; Απεκρίθη αυτός· «Ναι». Η Αθανασία είπεν· «Αι ευχαί του Γέροντος είθε να μας συνοδεύσωσιν εις τον δρόμον μας». Λέγει ο Ανδρόνικος· «Γένοιτο! Αμήν». Με τοιούτον τρόπον λοιπόν επήγαν και οι δύο σιωπώντες εις Ιεροσόλυμα· αφ’ ου δε προσεκύνησαν τους Αγίους Τόπους, πάλιν επέστρεψαν σιωπώντες εις Αλεξάνδρειαν. Τότε η Αθανασία ηρώτησεν τον Ανδρόνικον· «Θέλεις να μείνωμεν μαζί εις εν κελλίον»; Απεκρίθη ο Ανδρόνικος· «Ως ορίζεις ας μείνωμεν, πλην θέλω πρώτον να υπάγω εις τον Γέροντά μου και να ζητήσω την άδειαν και την ευχήν του». Εκείνη είπεν· «Ύπαγε και σε προσμένω εις τον τόπον, τον καλούμενον Οκτωκαιδέκατον. Και εάν υποφέρης να μένης μετ’ εμού σιωπηλώς, καθώς εβαδίσαμεν και επήγαμεν εις Ιεροσόλυμα και από εκεί ήλθομεν πάλιν εδώ, καλώς ελθέ· ει δε δεν υποφέρης να σιωπάς, μη έλθης». Ο δε Ανδρόνικος, πορευθείς εις τον Γέροντά του, τον Αββάν Δανιήλ, εφανέρωσεν εις αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Γέρων εγνώρισεν από τους λόγους του Ανδρονίκου, ότι ήτο εις μεγάλην προκοπήν αρετής ο Αθανάσιος. Όθεν του έδωκε την άδειαν και είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε, αγάπα την σιωπήν και μείνον με τον αδελφόν· επειδή αυτός είναι τη αληθεία τοιούτος οποίος πρέπει να είναι ο Μοναχός». Τότε επιστρέψας ο Ανδρόνικος έμεινεν ομού με την Αθανασίαν δώδεκα έτη, χωρίς να γνωρίση ότι αυτή είναι η σύζυγός του. Πολλάκις δε μετέβαινεν ο Αββάς Δανιήλ εις επίσκεψιν αυτών και συνομιλών συνεβούλευεν αυτούς περί ωφελείας ψυχής. Μίαν φοράν έτυχε να υπάγη πάλιν ο Αββάς Δανιήλ όπως τους επισκεφθή· αφ’ ου δε ελάλησεν ικανώς τα πρέποντα, τους απεχαιρέτησε και επανήρχετο εις το κελλίον του. τότε έτρεξε κατόπιν αυτού ο Όσιος Ανδρόνικος και φθάσας αυτόν του είπεν· «Ο Αββάς Αθανάσιος ησθένησε και είναι δια να υπάγη προς Κύριον». Ο δε Γέρων επέστρεψε και εύρε τον Αθανάσιον πάσχοντα από θέρμην· όστις βλέπων τον Γέροντα, ήρχισε να κλαίη. Ο δε Γέρων λέγει· «Αντί να χαρής, διότι υπάγεις να απολαύσης τον Θεόν, συ κλαίεις»; Ο δε είπε· «Δεν κλαίω δι’ εμαυτόν, αλλά δια τον Αββάν Ανδρόνικον· όθεν παρακαλώ σε ποίησον αγάπην, και αφ’ ου με θάψης, εξέτασον πλησίον εις την κεφαλήν μου και θέλεις εύρει πινακίδιον γεγραμμένον· ανάγνωσον αυτό, και κατόπιν δος το και εις τον Αββάν Ανδρόνικον». Εποίησαν λοιπόν ευχήν και οι τρεις και εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια η μακαρία Αθανασία, και ούτως εκοιμήθη εν Κυρίω. Τότε εύρε και ο Αββάς Δανιήλ το πινακίδιον και το ανέγνωσε και εκ τουτου εγνώρισεν, ότι ήτο η σύζυγος του Ανδρονίκου, η αοίδιμος Αθανασία. Επληροφορήθησαν δε τούτο και όταν ηυτρέπιζον το άγιον αυτής λείψανον, διότι ευρέθη ουχί ανήρ, αλλά γυνή. Ηκούσθη δε τούτο εις όλην την Λαύραν. Όθεν έστειλεν ο Αββάς Δανιήλ είδησιν εις τους αδελφούς, και συνέδραμον όλοι οι Πατέρες οι κατοικούντες εις τα ενδότερα της ερήμου, και όλαι αι Λαύραι και τα Μοναστήρια της Αλεξανδρείας, και όλη η πόλις και όλη η Σκήτη συνήχθησαν εις τον ενταφιασμόν της. Οι δε Σκητιώται έφερον όλοι λευκά ενδύματα· διότι τοιαύτην συνήθειαν είχον εις την Σκήτην, να ενδύωνται λευκά ενδύματα, όταν ενεταφίαζον τους αδελφούς, ως νικητάς των τριών εχθρών, σαρκός, κόσμου και κοσμοκράτορος, ήτοι του διαβόλου. Προπέμψαντες λοιπόν μετά βαϊων και κλάδων το τίμιον λείψανον της μακαρίας Αθανασίας, το ενεταφίασαν μετά μεγάλης ευλαβείας, δοξάζοντες τον Θεόν, τον δόντα εις την Αγίαν τόσην μεγάλην υπομονήν. Έμεινε δε εκεί ο Αββάς Δανιήλ, δια να τελέση τα έβδομα μνημόσυνα της Οσίας. Αφ’ ου ετελέσθησαν τα μνημόσυνα, αναχωρών ο Αββάς Δανιήλ ηθέλησε να συμπαραλάβη μετ’ αυτού και τον Αββάν Ανδρόνικον. Ο δε Ανδρόνικος δεν ηθέλησε να τον ακολουθήση, λέγων· «Εδώ θέλω αποθάνει και εγώ μαζί με την κυρίαν μου Αθανασίαν»! Και ούτως αποχαιρετήσας αυτόν ο Γέρων ανεχώρησε. Κατόπιν δε φθάνει τον Γέροντα εις αδελφός και λέγει προς αυτόν· «Ο Αββάς Ανδρόνικος ασθενεί από θέρμην». Και ευθύς ο Αββάς Δανιήλ στέλλει είδησιν εις τους αδελφούς της Σκήτης, λέγων· «Ο Αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί τον Αββάν Αθανάσιον, και λοιπόν συνέλθετε». Όθεν συνέδραμον πάντες οι Πατέρες και προέφθασαν αυτόν ζώντα. Αφού δε εζήτησαν όλοι και έλαβον την ευλογίαν του, τότε και ο αοίδιμος Ανδρόνικος εκοιμήθη εν Κυρίω. Έγινε δε φιλονικία και αντίστασις περί του ιερού λειψάνου του Οσίου Ανδρονίκου, ποίοι να το λάβωσιν, οι εις τον τόπον του Οκτωκαιδεκάτου κατοικούντες ή οι Σκητιώται. Μόλις δε και μετά βίας κατέπαυσεν ο Αββάς Δανιήλ την φιλονικίαν αυτών, ειπών, ότι πρέπει να ταφή εκεί εις τον Οκτωκαιδέκατον μετά του συναγωνιστού του, της Οσίας, λέγω, Αθανασίας. Και ούτως ενεταφίασαν αυτό εκεί, δοξάζοντες τον επί πάντων Θεόν. Αμήν.
Τοσούτον δε διήγον ούτοι ενάρετα, ώστε αφού εγεννήθησαν τα παιδία ο εις τον άλλον δεν ήγγισεν, αλλά διήγον την ζωήν των και οι δύο με σωφροσύνην και με προσευχάς, κατεγίνοντο δε εις το να ελεώσι τους πτωχούς και να επισκέπτωνται τους ασθενείς. Αφού δε παρήλθον δώδεκα έτη από της αυτών συνοικήσεως και τα τέκνα των ήσαν εις εκείνην την ηλικίαν, κατά την οποίαν έμελλον να χαροποιώσι τους γονείς των, τότε, κατά την αυτήν ημέραν, απέθανον συγχρόνως και τα δύο. Και ο μεν Ανδρόνικος δεν έδειξε κανέν άνανδρον κίνημα δια τον θάνατον των τέκνων του, αλλά μάλλον την αοίδιμον εκείνην φωνήν του Ιώβ εξεφώνησεν· «Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α:21). Η δε σύμβιος αυτού Αθανασία είχε λύπην απαρηγόρητον· όθεν αφ’ ου ενεταφιάσθησαν τα παιδία εις το Μαρτύτιον, ήτοι εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού, δεν ηθέλησε πλέον να εξέλθη εκείθεν, αλλ’ έλεγεν· «Εδώ θέλω συναποθάνει και εγώ και εδώ θέλω ενταφιασθή και εγώ μετά των τέκνων μου»! Τότε τον μεν Ανδρόνικον παρέλαβεν ο Πατριάρχης εις το Πατριαρχείον, ίνα τον παρηγορήση, η δε Αθανασία δεν υπέφερε να εξέλθη από τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού, αλλ’ έμεινεν εκεί θρηνούσα και κλαίουσα γοερώς. Κατά δε το μεσονύκτιον φαίνεται εις αυτήν, έξυπνον ούσαν, ο Μάρτυς εις σχήμα Μοναχού και λέγει προς αυτήν· «Τι έχεις, ω γύναι, και κλαίεις; Διατί δεν αφήνεις τους εδώ ευρισκομένους να ησυχάσωσιν»; Η δε αποκριθείσα είπε· «Μη βαρυνθής, αυθέντα μου, κατ’ εμού της δούλης σου, ότι πολύν πόνον και θλίψιν έχω, επειδή δύο μόνον τέκνα έχουσα και τα δύο έθαψα σήμερον». Εις τους λόγους τούτους της Αθανασίας απεκρίθη ο Μάρτυς λέγων· «Μη κλαίε δι’ αυτά. Διότι σου λέγω, ω γύναι, ότι καθώς η φύσις του ανθρώπου ζητεί το φαγητόν και αδύνατον είναι να μη δώση τις εις τον εαυτόν του να φάγη, τοιουτοτρόπως και τα παιδία ζητούσιν από τον Θεόν χρεωστικώς να δώση εις αυτά εν τη ημέρα εκείνη τα μέλλοντα αγαθά του, λέγοντα· «Δικαιοκρίτα Κύριε, αντί των επιγείων αγαθών, των οποίων μας εστέρησας, μη στερήσης ημάς των επουρανίων αγαθών σου». Ταύτα η Αθανασία ακούσασα κατενύχθη, και μετέβαλε την λύπην της εις χαράν, λέγουσα· «Λοιπόν ζώσι τα τέκνα μου εν ουρανοίς, και διατί εγώ να κλαίω». Όθεν στραφείσα εζήτει τον Μοναχόν εκείνον, όστις της είπε τους λόγους αυτούς. Περιελθούσα δε τον Ναόν όλον και μη ευρούσα αυτόν, ηρώτησε τον θυρωρόν λέγουσα· «Που είναι ο Μοναχός εκείνος, ο οποίος εμβήκε τώρα εδώ»; Ο δε θυρωρός, εννοήσας ότι είδεν οπτασίαν τινά, απεκρίθη· «Βλέπεις, ότι όλαι αι θύραι είναι σφαλισμέναι και λέγεις που είναι ο Μοναχός»; Η δε Αθανασία φοβηθείσα επέστρεψεν εις τον οίκον της, και διηγήθη εις τον άνδρα της όσα είδε και ήκουσε και εζήτησεν από αυτόν να την εισαγάγη εις Μοναστήριον. Ο δε Ανδρόνικος, αποδεξάμενος τον λόγον μετά χαράς, διότι και αυτός επόθει τούτο, διεμοίρασε το περισσότερον μέρος της περιουσίας του εις τους πτωχούς και ηλευθέρωσε τους δούλους, τους οποίους είχεν εξηγορασμένους· τα δε λοιπά υπάρχοντά του αφήκεν εις τον πενθερόν του, παραγγείλας εις αυτόν να ιδρύση νοσοκομεία και ξενοδοχεία Μοναχών. Λαβόντες λοιπόν οι Όσιοι ολίγα έξοδα δια τον δρόμον, κατά την νύκτα εξήλθον της πόλεως Αντιοχείας ο Ανδρόνικος και η Αθανασία, οι δύο μόνοι. Βλέπουσα δε η Αθανασία μακρόθεν τον οίκον της, ύψωσε τους οφθαλμούς της εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Θεέ μου, συ ο ειπών εις τον Αβραάμ και την Σάρραν: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. ιβ:1), Συ, και τώρα οδήγησον ημάς εις τον φόβον σου· διότι ιδού ημείς αφήκαμεν δια το όνομά σου ανοικτόν τον οίκον μας και εφύγομεν, λοιπόν μη κλείσης εις ημάς την θύραν της Βασιλείας σου». Κλαύσαντες δε και οι δύο, ανεχώρησαν από την πατρίδα των. Φθάσαντες δε εις τα Ιεροσόλυμα προσεκύνησαν τους Αγίους Τόπους και επεσκέφθησαν και πολλούς Πατέρας Οσίους. Φεύγοντες δε εκείθεν, επήγαν και οι δύο εις την Αίγυπτον, προς τον περίφημον Αββάν Δανιήλ. Και επειδή εφανέρωσαν εις αυτόν τον σκοπόν των και τον παρεκάλεσαν να τους οδηγήση εις οδόν σωτηρίας, δια τούτο ο Όσιος την μεν Αθανασίαν απέστειλεν εις γυναικείον Μοναστήριον των Ταββεννησιωτών, τον δε Ανδρόνικον εκράτησε πλησίον του και τον ενέδυσε το Αγγελικόν σχήμα των Μοναχών· όθεν και έμεινεν εις την υποταγήν του δώδεκα ολόκληρα έτη. Αφ’ ου δε τα δώδεκα έτη παρήλθον, παρεκάλεσεν ο Ανδρόνικος τον Αββάν Δανιήλ να δώση εις αυτόν άδειαν δια να μεταβή και πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και να προσκυνήση και δεύτερον τους Αγίους Τόπους· ο δε Αββάς Δανιήλ, ποιήσας ευχήν, απέλυσεν αυτόν. Περιπατών λοιπόν ο Όσιος Ανδρόνικος εις τον δρόμον της Αιγύπτου, εκάθησεν υποκάτω εις εν δένδρον, δια να αναψύξη ολίγον από το καύμα. Και ιδού, κατ’ οικονομίαν Θεού, ήλθεν εκεί και η γυνή του Αθανασία, ήτις επορεύετο και αυτή εις Ιεροσόλυμα με σχήμα ανδρικόν ως Μοναχός, μετονομασθείσα Αθανάσιος. Αφού δε αντεχαιρετίσθησαν, η μεν Αθανασία ανεγνώρισε τον Ανδρόνικον, ο δε Ανδρόνικος δεν εγνώρισε την Αθανασίαν· επειδή και εμαράνθη το κάλλος αυτής από την πολλήν άσκησιν και εφαίνετο ως αιθίοψ. Τότε λέγει η Αθανασία προς τον Ανδρόνικον· «Που πηγαίνεις, αυθέντα μου Αββά»; Ο Ανδρόνικος απεκρίθη· «Εις τους Αγίους Τόπους». Λέγει εις αυτόν εκείνη· «Εκεί θέλω να υπάγω και εγώ». Της λέγει πάλιν εκείνος· «Θέλεις να περιπατώμεν και οι δύο ομού»; Λέγει η Αθανασία· «Ναι, καθώς ορίζεις, πλην να περιπατήσωμεν εις τον δρόμον με σιωπήν ούτως, ως να μη ήμην εγώ μαζί σου». Τότε και ο Ανδρόνικος λέγει· «Καθώς ορίζεις, ας υπάγωμεν σιωπώντες». Πάλιν δε η Αθανασία τον ερωτά· «Δεν είσαι μαθητής του Αββά Δανιήλ»; Αποκρίνεται ο Ανδρόνικος· «Ναι». Λέγει προς αυτόν εκείνη· «Δεν ονομάζεσαι Ανδρόνικος»; Απεκρίθη αυτός· «Ναι». Η Αθανασία είπεν· «Αι ευχαί του Γέροντος είθε να μας συνοδεύσωσιν εις τον δρόμον μας». Λέγει ο Ανδρόνικος· «Γένοιτο! Αμήν». Με τοιούτον τρόπον λοιπόν επήγαν και οι δύο σιωπώντες εις Ιεροσόλυμα· αφ’ ου δε προσεκύνησαν τους Αγίους Τόπους, πάλιν επέστρεψαν σιωπώντες εις Αλεξάνδρειαν. Τότε η Αθανασία ηρώτησεν τον Ανδρόνικον· «Θέλεις να μείνωμεν μαζί εις εν κελλίον»; Απεκρίθη ο Ανδρόνικος· «Ως ορίζεις ας μείνωμεν, πλην θέλω πρώτον να υπάγω εις τον Γέροντά μου και να ζητήσω την άδειαν και την ευχήν του». Εκείνη είπεν· «Ύπαγε και σε προσμένω εις τον τόπον, τον καλούμενον Οκτωκαιδέκατον. Και εάν υποφέρης να μένης μετ’ εμού σιωπηλώς, καθώς εβαδίσαμεν και επήγαμεν εις Ιεροσόλυμα και από εκεί ήλθομεν πάλιν εδώ, καλώς ελθέ· ει δε δεν υποφέρης να σιωπάς, μη έλθης». Ο δε Ανδρόνικος, πορευθείς εις τον Γέροντά του, τον Αββάν Δανιήλ, εφανέρωσεν εις αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Γέρων εγνώρισεν από τους λόγους του Ανδρονίκου, ότι ήτο εις μεγάλην προκοπήν αρετής ο Αθανάσιος. Όθεν του έδωκε την άδειαν και είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε, αγάπα την σιωπήν και μείνον με τον αδελφόν· επειδή αυτός είναι τη αληθεία τοιούτος οποίος πρέπει να είναι ο Μοναχός». Τότε επιστρέψας ο Ανδρόνικος έμεινεν ομού με την Αθανασίαν δώδεκα έτη, χωρίς να γνωρίση ότι αυτή είναι η σύζυγός του. Πολλάκις δε μετέβαινεν ο Αββάς Δανιήλ εις επίσκεψιν αυτών και συνομιλών συνεβούλευεν αυτούς περί ωφελείας ψυχής. Μίαν φοράν έτυχε να υπάγη πάλιν ο Αββάς Δανιήλ όπως τους επισκεφθή· αφ’ ου δε ελάλησεν ικανώς τα πρέποντα, τους απεχαιρέτησε και επανήρχετο εις το κελλίον του. τότε έτρεξε κατόπιν αυτού ο Όσιος Ανδρόνικος και φθάσας αυτόν του είπεν· «Ο Αββάς Αθανάσιος ησθένησε και είναι δια να υπάγη προς Κύριον». Ο δε Γέρων επέστρεψε και εύρε τον Αθανάσιον πάσχοντα από θέρμην· όστις βλέπων τον Γέροντα, ήρχισε να κλαίη. Ο δε Γέρων λέγει· «Αντί να χαρής, διότι υπάγεις να απολαύσης τον Θεόν, συ κλαίεις»; Ο δε είπε· «Δεν κλαίω δι’ εμαυτόν, αλλά δια τον Αββάν Ανδρόνικον· όθεν παρακαλώ σε ποίησον αγάπην, και αφ’ ου με θάψης, εξέτασον πλησίον εις την κεφαλήν μου και θέλεις εύρει πινακίδιον γεγραμμένον· ανάγνωσον αυτό, και κατόπιν δος το και εις τον Αββάν Ανδρόνικον». Εποίησαν λοιπόν ευχήν και οι τρεις και εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια η μακαρία Αθανασία, και ούτως εκοιμήθη εν Κυρίω. Τότε εύρε και ο Αββάς Δανιήλ το πινακίδιον και το ανέγνωσε και εκ τουτου εγνώρισεν, ότι ήτο η σύζυγος του Ανδρονίκου, η αοίδιμος Αθανασία. Επληροφορήθησαν δε τούτο και όταν ηυτρέπιζον το άγιον αυτής λείψανον, διότι ευρέθη ουχί ανήρ, αλλά γυνή. Ηκούσθη δε τούτο εις όλην την Λαύραν. Όθεν έστειλεν ο Αββάς Δανιήλ είδησιν εις τους αδελφούς, και συνέδραμον όλοι οι Πατέρες οι κατοικούντες εις τα ενδότερα της ερήμου, και όλαι αι Λαύραι και τα Μοναστήρια της Αλεξανδρείας, και όλη η πόλις και όλη η Σκήτη συνήχθησαν εις τον ενταφιασμόν της. Οι δε Σκητιώται έφερον όλοι λευκά ενδύματα· διότι τοιαύτην συνήθειαν είχον εις την Σκήτην, να ενδύωνται λευκά ενδύματα, όταν ενεταφίαζον τους αδελφούς, ως νικητάς των τριών εχθρών, σαρκός, κόσμου και κοσμοκράτορος, ήτοι του διαβόλου. Προπέμψαντες λοιπόν μετά βαϊων και κλάδων το τίμιον λείψανον της μακαρίας Αθανασίας, το ενεταφίασαν μετά μεγάλης ευλαβείας, δοξάζοντες τον Θεόν, τον δόντα εις την Αγίαν τόσην μεγάλην υπομονήν. Έμεινε δε εκεί ο Αββάς Δανιήλ, δια να τελέση τα έβδομα μνημόσυνα της Οσίας. Αφ’ ου ετελέσθησαν τα μνημόσυνα, αναχωρών ο Αββάς Δανιήλ ηθέλησε να συμπαραλάβη μετ’ αυτού και τον Αββάν Ανδρόνικον. Ο δε Ανδρόνικος δεν ηθέλησε να τον ακολουθήση, λέγων· «Εδώ θέλω αποθάνει και εγώ μαζί με την κυρίαν μου Αθανασίαν»! Και ούτως αποχαιρετήσας αυτόν ο Γέρων ανεχώρησε. Κατόπιν δε φθάνει τον Γέροντα εις αδελφός και λέγει προς αυτόν· «Ο Αββάς Ανδρόνικος ασθενεί από θέρμην». Και ευθύς ο Αββάς Δανιήλ στέλλει είδησιν εις τους αδελφούς της Σκήτης, λέγων· «Ο Αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί τον Αββάν Αθανάσιον, και λοιπόν συνέλθετε». Όθεν συνέδραμον πάντες οι Πατέρες και προέφθασαν αυτόν ζώντα. Αφού δε εζήτησαν όλοι και έλαβον την ευλογίαν του, τότε και ο αοίδιμος Ανδρόνικος εκοιμήθη εν Κυρίω. Έγινε δε φιλονικία και αντίστασις περί του ιερού λειψάνου του Οσίου Ανδρονίκου, ποίοι να το λάβωσιν, οι εις τον τόπον του Οκτωκαιδεκάτου κατοικούντες ή οι Σκητιώται. Μόλις δε και μετά βίας κατέπαυσεν ο Αββάς Δανιήλ την φιλονικίαν αυτών, ειπών, ότι πρέπει να ταφή εκεί εις τον Οκτωκαιδέκατον μετά του συναγωνιστού του, της Οσίας, λέγω, Αθανασίας. Και ούτως ενεταφίασαν αυτό εκεί, δοξάζοντες τον επί πάντων Θεόν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου