Ευθύμιος
ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έζη κατά τους χρόνους των ευσεβών και Ορθοδόξων βασιλέων
Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-797) και Ειρήνης (797- 802) της μητρός αυτού, ήτο δε εκ
τινος χώρας Ούζαρα λεγομένης, και ευρισκομένης εις τα όρια της Λυκαονίας, υιός
Χριστιανών γονέων, οίτινες έχοντες κτήματα ίδια, αμπέλους, αγρούς, ζώα και άλλα
κινητά και ακίνητα πράγματα, έζων με αυτάρκειαν.
Είχον δε και άλλα τέκνα, τα οποία έβαλον εις διαφόρους τέχνας, τον δε Άγιον έδωκαν οι γονείς του εις την μάθησιν των γραμμάτων, τα οποία έμαθε καλώς εις ολίγον διάστημα, ομοίως και όλην την εκκλησιαστικήν τάξιν και Ακολουθίαν, διότι είχε νουν δεξιόν και φυσικήν επιτηδειότητα εις το μανθάνειν. Βλέπων την τοιαύτην προκαπήν του νέου ο πατήρ του και επειδή επιμόνως τον παρεκάλει, τον απέστειλεν εις την Αλεξάνδρειαν, όπου μαθητευθείς και την ελληνικήν παιδείαν επέστρεψεν εις την πατρίδα του, εις την οποίαν όμως ολίγον παρέμεινε, διότι φλεγόμενος υπό της επιθυμίας να γίνη Μοναχός έλαβε την άδειαν του πατρός του – η μήτηρ του είχεν εν τω μεταξύ αποθάνει – και επορεύθη εις τι εκεί πλησίον Μοναστήριον ένθα ενδυθείς το Αγγελικόν Σχήμα έμεινεν εις την υπακοήν του Ηγουμένου. Τοσαύτην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απέκτησεν ο Όσιος, ώστε ουδείς από τους άλλους Πατέρας του Μοναστηρίου ημπόρεσε να φθάση εις την πολιτείαν αυτού. Βλέπων δε ο Ηγούμενος την ενάρετον ζωήν του και το αγγελικόν πολίτευμα, τον εχειροτόνησεν Ιεροδιάκονον και μετ΄ ολίγον καιρόν τον εχειροτόνησε και Πρεσβύτερον. Τότε ο Όσιος εδόθη εις περισσοτέραν άσκησιν και σκληραγωγίαν, προσθέτων εγκράτειαν εις την εγκράτειαν και αγρυπνίαν εις την αγρυπνίαν, ώστε και πολλοί από τους εκεί πατέρας, έχοντες τον Όσιον τύπον και κανόνα, εμιμούντο τας αρετάς του. Τον καιρόν εκείνον, πληρώσαντος το κοινόν χρέος του Αρχιεπισκόπου της Μητροπόλεως Σάρδεων, οι Χριστιανοί εζήτουν να εύρουν ενάρετόν τινα και άξιον Ποιμένα, δια να αναδεχθή τον θρόνον των Σάρδεων. Η πόλις αύτη είναι Μητρόπολις της επαρχίας, ήτις πάλαι μεν ωνομάζετο Λυδία, τώρα δε καλείται Καρασικλί. Η δε πόλις των Σάρδεων την σήμερον ονομάζεται Σάρτι. Απεκαλύφθη λοιπόν εις θαυμαστούς και εναρέτους άνδρας, ότι ο Άγιος Ευθύμιος είναι ο αξιώτερος εις το να αναδεχθή την Μητρόπολιν ταύτην και ευθύς πέμψαντες ανθρώπους ιερωμένους και λαϊκούς εις την πατρίδα του Αγίου, εις το Μοναστήριον εις το οποίον ευρίσκετο, τον έφεραν και ούτω θέλοντα και μη τον εχειροτόνησαν Αρχιερέα και Ποιμένα των Σάρδεων. Αφού δε ο λύχνος ετέθη επί της λυχνίας και δια των αρετών αυτού έλαμψεν εις το πλήρωμα των πιστών της του Χριστού Εκκλησίας, δια δε της θείας αυτού διδασκαλίας εποίμαινε και επότιζε τα λογικά αυτού πρόβατα εις νομάς ζωηφόρους των εντολών του Χριστού, τότε, λέγω, τις δύναται να απαριθμήση και να διηγηθή τας αρετάς του τρισμάκαρος, την ελεήμονα και φιλόπτωχον προαίρεσίν του, την συμπάθειαν και φιλανθρωπίαν του, την ευσπλαγχνίαν και καλοκαγαθίαν του, την άφθονον και ιλαράν ελεημοσύνην του προς τους πτωχούς και δυστυχείς, την προστασίαν προς τα ορφανά, τας χήρας και προς όλους τους δεομένους, τας αδιαλείπτους ευεργεσίας τας οποίας διεσκόρπιζε καθ΄ ημέραν εις όλον αυτού το λογικόν Ποίμνιον; Όλα, λέγω, ταύτα και τα τοιαύτα έργα του Αγίου να τα διηγηθώ καταλεπτώς και η δύναμίς μου δεν φθάνει και ο καιρός θέλει μας λείψει. Τώρα δε ας διηγηθώμεν συντόμως τα ένδοξα κατορθώματα του Αγίου και την λαμπράν αυτού κατά των εικονομάχων ομολογίαν. Ο μεν Άγιος, ως είπομεν, έλαμπεν από του Αρχιερατικού αυτού θρόνου και επότιζε καθ΄ ημέραν το λογικόν αυτού ποίμνιον με τα νεκταρώδη νάματα της θείας διδασκαλίας, η δε του Χριστού Εκκλησία ευρίσκετο τότε εις μεγάλας συγχύσεις και ταραχάς, δια την συμβάσαν ολεθρίαν αίρεσιν των εικονομάχων. Βλέποντες τον κίνδυνον της Εκκλησίας οι ευσεβέστατοι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη, εσύναξαν δια προσταγής των εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας την Αγίαν Ζ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, συγκροτηθείσαν υπό τξζ΄ (367) Θεοφόρων Αγίων Πατέρων. Ούτοι εβεβαίωσαν τας προλαβούσας εξ Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους και εκύρωσαν τα υπ΄ αυτών δογματισθέντα, ανεθεμάτισαν δε τα κακόφρονα και δυσσεβή δόγματα των εικονομάχων. Εθέσπισαν προσέτι οι Άγιοι ούτοι Πατέρες να τιμώνται αι άγιαι και σεπταί Εικόνες τιμητικώς και σχετικώς, όχι δε και λατρευτικώς, ομοίως δε να προσκυνήται ευλαβώς το Τίμιον Ξύλον του Ζωοδόχου Σταυρού, ως όργανον της ημών σωτηρίας. Μεταξύ των Πατέρων τούτων εις ήτο και ο εν Αγίοις Πατήρ ημών θείος Ευθύμιος, όστις μεγάλως υπερμαχήσας υπέρ των αγίων Εικόνων με λόγους βεβαίους και λαμπράς αποδείξεις εκ των αγίων Γραφών, τους μεν δυσσεβείς εικονομάχους τελείως απεστόμωσε και κατήσχυνε, τους δε ευσεβείς και πιστούς μεγάλως εχαροποίησε. Ταύτα βλέποντες οι ευσεβείς βασιλείς τόσον ηγάπησαν τον Άγιον και εις τόσην ευλάβειαν και υπόληψιν τον είχον, ώστε τον έστειλαν μεσίτην και πρέσβυν εις διαφόρους δημοσίας πρεσβείας. Τελειώσας δε επιτυχώς και τας των βασιλέων προσταγάς, και αποφεύγων την δόξαν ο Άγιος, παρεκάλεσε τους βασιλείς να του δώσουν την άδειαν να επιστρέψη προς τα λογικά αυτού πρόβατα, όπερ και εγένετο και ούτως επανήλθεν ο Άγιος εις την θεόθεν λαχούσαν αυτώ επαρχίαν των Σάρδεων, όπου έζη ειρηνικώς εν όσω είχον την βασιλείαν οι ανωτέρω ευσεβείς βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη η μήτηρ αυτού. Μετά τούτους έλαβε την βασιλείαν Νικηφόρος ο από Γενικού κατά το οκτακοσιοστόν δεύτερον έτος. Εις τας ημέρας τούτου κάποιος άρχων εις την επαρχίαν του Αγίου εζήτει να λάβη δυναστικώς εις γυναίκα μίαν κόρην, ήτις παντελώς δεν συγκατένευεν εις το ζήτημα του άρχοντος. Μη δυναμένη δε η κόρη να υποφέρη την βίαν του άρχοντος, έδραμε προς τον Άγιον, τον έτοιμον προστάτην των αδικουμένων, και διηγήθη προς αυτόν την συμφοράν της. Ο Άγιος, δια να παύση το σκάνδαλον, έκαμε την κόρην παρευθύς Μοναχήν, μαθών δε τούτο ο άρχων και νομίσας τούτο ατιμίαν αυτού μεγάλην, ωργίσθη κατά του Αγίου τόσον, ώστε ελθών προς τον βασιλέα τον διέβαλε και τον κατηγόρησε σφόδρα. Εκ τούτου παρακινηθείς ο βασιλεύς εξώρισε τον Άγιον αδίκως και ακρίτως εις τα μέρη της Δύσεως εις την Παταλαραίαν, όπου διατρίψας ο Άγιος χρόνους τινάς εδοκίμασε πλείστας θλίψεις και ταλαιπωρίας από τους εκεί βαρβάρους ανθρώπους. Αφού δε εβασίλευσεν ο θηριώνυμος Λέων ο Αρμένιος, εν έτει 813, ότε και πάλιν η του Χριστού Εκκλησία επολεμήθη το δεύτερον δια την τιμήν των αγίων Εικόνων, τότε φέρεται και ο Άγιος από την εξορίαν προς τον βασιλέα, όστις παραστήσας αυτόν έμπροσθέν του, προσεπάθησε να τον ελκύση εις την κακόφρονα πλάνην του. Μηδέν όμως κατορθώσας λόγω της σθεναράς εις την ορθήν πίστιν εμμονής του Αγίου και θυμωθείς εξώρισεν αυτόν και πάλιν εις την Άσσον, πόλιν ευρισκομένην πλησίον του Αδραμυττίου, όπου εδοκίμασε πολλούς πειρασμούς και ταλαιπωρίας, τα οποία όλα υπέφερε γενναίως ο τρισόλβιος, χαράν και τρυφήν λογιζόμενος ταύτα δια την αγάπην του Χριστού, προς τον Οποίον είχεν όλας τας ελπίδας. Ευρίσκετο δε ο Άγιος εκεί έως ότου εσφάγη ο μιαρός Λέων και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού ο Μιχαήλ ο Τραυλός, εχθρός και αυτός έσπονδος των αγίων Εικόνων. Εις τούτου τας ημέρας εφέρθη πάλιν ο Άγιος από την εξορίαν, ομού με τον Αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιον, ηρωτήθησαν δε αν αρνούνται την προσκύνησιν των σεβασμίων Εικόνων. Τότε ο Άγιος και ένδοξος του Χριστού Ομολογητής Ευθύμιος, αναλαβών τόλμην γενναίαν και θάρρος ακαταπτόητον και πλησθείς θείου ζήλου, ήλεγξεν αποτόμως τον βασιλέα και αφού τον ωνόμασεν δυσσεβή και παράνομον εχθρόν του Χριστού και της Εκκλησίας, εβόησε λαμπρά τη φωνή λέγων: «Όστις δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν εικόνι περιγραπτόν, κατά το ανθρώπινον, και την πανάχραντον αυτού Μητέρα και Δέσποιναν ημών, ως και των λοιπών Αγίων τα εκτυπώματα, είη τω αιωνίω αναθέματι υπόδικος και μακράν της των Ορθοδόξων Χριστιανών ομηγύρεως». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επλήσθη θυμού, και μη υποφέρων την τόσην ύβριν και ατιμίαν και καταισχύνην, προστάσσει ευθύς και εξορίζουν τον Άγιον εις τον Ακρίταν, όστις ήτο εις το ανατολικόν άκρον της Μαύρης θαλάσσης και ονομάζεται την σήμερον Κάβο Ακρίτας, εκεί δε έρριψαν αυτόν την φυλακήν σκοτεινήν και βρωμεράν, όπου ο Άγιος υπέμεινε τρεις ολοκλήρους χρόνους ανεκδιήγητον ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν. Μετά ταύτα εκβληθείς ο Άγιος από την φυλακήν παρεδόθη εις τον βασιλέα Θεόφιλον, όστις εβασίλευσε μετά τον Μιχαήλ και ερωτηθείς υπό του βασιλέως μετά πολλού θυμού και φοβερισμού, εάν αρνήται την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, ήλεγξε και αυτόν ο Άγιος με την έμφυτον εις αυτόν γενναιότητα και λαμπροφανώς τον κατήσχυνε. Τότε δε ο τρισμακάριος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν και την γνώμην, προστάξει του βασιλέως, παραδίδεται εις τους στρατιώτας, οίτινες δήσαντες αυτόν κατά γης εις τέσσαρας πασσάλους, έδωκαν εις αυτόν τετρακοσίους ραβδισμούς επάνω εις την ράχιν, ώστε κατεπλήγωσαν το ιερόν αυτού σώμα, μετά δε ταύτα έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Μετ΄ ολίγας ημέρας, εκβαλόντες αυτόν και πάλιν από την φυλακήν, τον παρέστησαν έμπροσθεν του τυράννου, όστις με θυμόν πολύν και φοβερισμόν λέγει· «Σε προστάσσω, Ευθύμιε, να αρνηθής την προσκύνησιν των Εικόνων και των ζωγραφιών, όπου είναι εις τους τοίχους». Ο δε ζηλωτής της αληθείας, ως να μη είχε πάθει τίποτε από τους προηγουμένους ραβδισμούς, σταθείς με γενναίον φρόνημα, εξήλεγξε τον βασιλέα, ασεβή και άθεον αυτόν αποκαλών και άλλα πολλά. Βλέπων ο τύραννος το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, προστάσσει παρευθύς ο απάνθρωπος και έφερον νεύρα βοών ωμά και τόσον εκτύπησαν με αυτά τον Άγιον εις την ράχιν, εις το στήθος, εις την κοιλίαν και εις τα πλευρά, ώστε όλον το σώμα του μακαρίου Ιερομάρτυρος έγινε μία πληγή από κεφαλής μέχρι ποδών και ούτω μόλις πνέοντα τον έρριψαν εις τινα τόπον ανεπιμέλητον, ως ληστήν ή ζώον ακάθαρτον, εξ αιτίας δε των φοβερών εκείνων πληγών επρήσθη ως ασκός και εξήρχετο ως ποταμός το κατεφθαρμένον αίμα από το αθλοφορικόν και καρτερικώτατον αυτού σώμα. Ζήσας δε οκτώ έτι ημέρας ο μακάριος και υπομείνας τους δριμυτάτους και ανυποφόρους πόνους των πληγών, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού και ευθύς έλαμψε παραδόξως υπέρ τον ήλιον το πολύαθλον εκείνο σώμα και εγέμισεν όλος ο τόπος εκεί από θαυμάσιον και άρρητον ευωδίαν. Αύτη είναι η κατά Θεόν ζωή και η δια Χριστόν ομολογία και το μαρτυρικόν τέλος του εν Αγίοις Πατρός ημών Ευθυμίου. Τοιουτοτρόπως ενδεδυμένος ως άλλος Ααρών την θείαν Χάριν της Αρχιερωσύνης, ελαμπρύνθη και δια του Μαρτυρίου. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή δορυφορουμένη υπό θείων Αγγέλων απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς, όπου μετά πάντων των απ΄ αιώνος Αγίων αναμένει τον τέλειον μισθόν κατά την ημέραν της Κρίσεως, το δε πολύαθλον και καρτερικώτατον αυτού σώμα λαβόντες κρυφίως ευλαβείς τινες Χριστιανοί, οίτινες ευρέθησαν εκεί κατά την ώραν της κοιμήσεώς του, το έφεραν εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού και εκεί το ενεταφίασαν ευλαβώς, καθ΄ ην ώραν έγιναν και πολλά θαύματα προς δόξαν Θεού και του θείου Ιερομάρτυρος, διότι τυφλοί ανέβλεψαν, χωλοί περιεπάτησαν, δαιμονιώντες εθεραπεύθησαν και άλλα παντοία θαύματα ετελέσθησαν, τα οποία αφήνω δια την συντομίαν και μόνον το ακόλουθον καταγράφω. Γυνή τις πάθος ανίατον έχουσα εις το υπογάστριον, νεροσταλίδα λεγόμενον, έπασχε δεινώς, εξοδεύσασα δε την περιουσίαν της εις τους ιατρούς, όχι μόνον δεν ημπόρεσε να ιατρευθή διόλου, αλλά μάλλον εις το χείρον κατήντησε και με τον καιρόν εφαίνετο ως εγγαστρωμένη, δοκιμάζουσα και αφορήτους πόνους και βάρος οχληρότατον. Ακούσασα τέλος πάντων τας θαυματουργίας, αίτινες καθ΄ ημέραν εγίνοντο εις τον τάφον του Αγίου, έδραμε και αυτή μετά σπουδής και προσπεσούσα μετά θερμών δακρύων επάνω του τάφου, εδέετο μετά πίστεως υπέρ της υγείας της και εύθυς (ω του θαύματος!) ηφανίσθη όλον εκείνο το πρήξιμον της κοιλίας της και εθεραπεύθη από της ασθενείας της. Ούτως όσοι είδον και ήκουσαν το τοιούτον θαυμάσιον εδόξασαν τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα Άγιον Ευθύμιον, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της ουρανών Βασιλείας. Αμήν.
Είχον δε και άλλα τέκνα, τα οποία έβαλον εις διαφόρους τέχνας, τον δε Άγιον έδωκαν οι γονείς του εις την μάθησιν των γραμμάτων, τα οποία έμαθε καλώς εις ολίγον διάστημα, ομοίως και όλην την εκκλησιαστικήν τάξιν και Ακολουθίαν, διότι είχε νουν δεξιόν και φυσικήν επιτηδειότητα εις το μανθάνειν. Βλέπων την τοιαύτην προκαπήν του νέου ο πατήρ του και επειδή επιμόνως τον παρεκάλει, τον απέστειλεν εις την Αλεξάνδρειαν, όπου μαθητευθείς και την ελληνικήν παιδείαν επέστρεψεν εις την πατρίδα του, εις την οποίαν όμως ολίγον παρέμεινε, διότι φλεγόμενος υπό της επιθυμίας να γίνη Μοναχός έλαβε την άδειαν του πατρός του – η μήτηρ του είχεν εν τω μεταξύ αποθάνει – και επορεύθη εις τι εκεί πλησίον Μοναστήριον ένθα ενδυθείς το Αγγελικόν Σχήμα έμεινεν εις την υπακοήν του Ηγουμένου. Τοσαύτην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απέκτησεν ο Όσιος, ώστε ουδείς από τους άλλους Πατέρας του Μοναστηρίου ημπόρεσε να φθάση εις την πολιτείαν αυτού. Βλέπων δε ο Ηγούμενος την ενάρετον ζωήν του και το αγγελικόν πολίτευμα, τον εχειροτόνησεν Ιεροδιάκονον και μετ΄ ολίγον καιρόν τον εχειροτόνησε και Πρεσβύτερον. Τότε ο Όσιος εδόθη εις περισσοτέραν άσκησιν και σκληραγωγίαν, προσθέτων εγκράτειαν εις την εγκράτειαν και αγρυπνίαν εις την αγρυπνίαν, ώστε και πολλοί από τους εκεί πατέρας, έχοντες τον Όσιον τύπον και κανόνα, εμιμούντο τας αρετάς του. Τον καιρόν εκείνον, πληρώσαντος το κοινόν χρέος του Αρχιεπισκόπου της Μητροπόλεως Σάρδεων, οι Χριστιανοί εζήτουν να εύρουν ενάρετόν τινα και άξιον Ποιμένα, δια να αναδεχθή τον θρόνον των Σάρδεων. Η πόλις αύτη είναι Μητρόπολις της επαρχίας, ήτις πάλαι μεν ωνομάζετο Λυδία, τώρα δε καλείται Καρασικλί. Η δε πόλις των Σάρδεων την σήμερον ονομάζεται Σάρτι. Απεκαλύφθη λοιπόν εις θαυμαστούς και εναρέτους άνδρας, ότι ο Άγιος Ευθύμιος είναι ο αξιώτερος εις το να αναδεχθή την Μητρόπολιν ταύτην και ευθύς πέμψαντες ανθρώπους ιερωμένους και λαϊκούς εις την πατρίδα του Αγίου, εις το Μοναστήριον εις το οποίον ευρίσκετο, τον έφεραν και ούτω θέλοντα και μη τον εχειροτόνησαν Αρχιερέα και Ποιμένα των Σάρδεων. Αφού δε ο λύχνος ετέθη επί της λυχνίας και δια των αρετών αυτού έλαμψεν εις το πλήρωμα των πιστών της του Χριστού Εκκλησίας, δια δε της θείας αυτού διδασκαλίας εποίμαινε και επότιζε τα λογικά αυτού πρόβατα εις νομάς ζωηφόρους των εντολών του Χριστού, τότε, λέγω, τις δύναται να απαριθμήση και να διηγηθή τας αρετάς του τρισμάκαρος, την ελεήμονα και φιλόπτωχον προαίρεσίν του, την συμπάθειαν και φιλανθρωπίαν του, την ευσπλαγχνίαν και καλοκαγαθίαν του, την άφθονον και ιλαράν ελεημοσύνην του προς τους πτωχούς και δυστυχείς, την προστασίαν προς τα ορφανά, τας χήρας και προς όλους τους δεομένους, τας αδιαλείπτους ευεργεσίας τας οποίας διεσκόρπιζε καθ΄ ημέραν εις όλον αυτού το λογικόν Ποίμνιον; Όλα, λέγω, ταύτα και τα τοιαύτα έργα του Αγίου να τα διηγηθώ καταλεπτώς και η δύναμίς μου δεν φθάνει και ο καιρός θέλει μας λείψει. Τώρα δε ας διηγηθώμεν συντόμως τα ένδοξα κατορθώματα του Αγίου και την λαμπράν αυτού κατά των εικονομάχων ομολογίαν. Ο μεν Άγιος, ως είπομεν, έλαμπεν από του Αρχιερατικού αυτού θρόνου και επότιζε καθ΄ ημέραν το λογικόν αυτού ποίμνιον με τα νεκταρώδη νάματα της θείας διδασκαλίας, η δε του Χριστού Εκκλησία ευρίσκετο τότε εις μεγάλας συγχύσεις και ταραχάς, δια την συμβάσαν ολεθρίαν αίρεσιν των εικονομάχων. Βλέποντες τον κίνδυνον της Εκκλησίας οι ευσεβέστατοι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη, εσύναξαν δια προσταγής των εις την Νίκαιαν της Βιθυνίας την Αγίαν Ζ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, συγκροτηθείσαν υπό τξζ΄ (367) Θεοφόρων Αγίων Πατέρων. Ούτοι εβεβαίωσαν τας προλαβούσας εξ Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους και εκύρωσαν τα υπ΄ αυτών δογματισθέντα, ανεθεμάτισαν δε τα κακόφρονα και δυσσεβή δόγματα των εικονομάχων. Εθέσπισαν προσέτι οι Άγιοι ούτοι Πατέρες να τιμώνται αι άγιαι και σεπταί Εικόνες τιμητικώς και σχετικώς, όχι δε και λατρευτικώς, ομοίως δε να προσκυνήται ευλαβώς το Τίμιον Ξύλον του Ζωοδόχου Σταυρού, ως όργανον της ημών σωτηρίας. Μεταξύ των Πατέρων τούτων εις ήτο και ο εν Αγίοις Πατήρ ημών θείος Ευθύμιος, όστις μεγάλως υπερμαχήσας υπέρ των αγίων Εικόνων με λόγους βεβαίους και λαμπράς αποδείξεις εκ των αγίων Γραφών, τους μεν δυσσεβείς εικονομάχους τελείως απεστόμωσε και κατήσχυνε, τους δε ευσεβείς και πιστούς μεγάλως εχαροποίησε. Ταύτα βλέποντες οι ευσεβείς βασιλείς τόσον ηγάπησαν τον Άγιον και εις τόσην ευλάβειαν και υπόληψιν τον είχον, ώστε τον έστειλαν μεσίτην και πρέσβυν εις διαφόρους δημοσίας πρεσβείας. Τελειώσας δε επιτυχώς και τας των βασιλέων προσταγάς, και αποφεύγων την δόξαν ο Άγιος, παρεκάλεσε τους βασιλείς να του δώσουν την άδειαν να επιστρέψη προς τα λογικά αυτού πρόβατα, όπερ και εγένετο και ούτως επανήλθεν ο Άγιος εις την θεόθεν λαχούσαν αυτώ επαρχίαν των Σάρδεων, όπου έζη ειρηνικώς εν όσω είχον την βασιλείαν οι ανωτέρω ευσεβείς βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη η μήτηρ αυτού. Μετά τούτους έλαβε την βασιλείαν Νικηφόρος ο από Γενικού κατά το οκτακοσιοστόν δεύτερον έτος. Εις τας ημέρας τούτου κάποιος άρχων εις την επαρχίαν του Αγίου εζήτει να λάβη δυναστικώς εις γυναίκα μίαν κόρην, ήτις παντελώς δεν συγκατένευεν εις το ζήτημα του άρχοντος. Μη δυναμένη δε η κόρη να υποφέρη την βίαν του άρχοντος, έδραμε προς τον Άγιον, τον έτοιμον προστάτην των αδικουμένων, και διηγήθη προς αυτόν την συμφοράν της. Ο Άγιος, δια να παύση το σκάνδαλον, έκαμε την κόρην παρευθύς Μοναχήν, μαθών δε τούτο ο άρχων και νομίσας τούτο ατιμίαν αυτού μεγάλην, ωργίσθη κατά του Αγίου τόσον, ώστε ελθών προς τον βασιλέα τον διέβαλε και τον κατηγόρησε σφόδρα. Εκ τούτου παρακινηθείς ο βασιλεύς εξώρισε τον Άγιον αδίκως και ακρίτως εις τα μέρη της Δύσεως εις την Παταλαραίαν, όπου διατρίψας ο Άγιος χρόνους τινάς εδοκίμασε πλείστας θλίψεις και ταλαιπωρίας από τους εκεί βαρβάρους ανθρώπους. Αφού δε εβασίλευσεν ο θηριώνυμος Λέων ο Αρμένιος, εν έτει 813, ότε και πάλιν η του Χριστού Εκκλησία επολεμήθη το δεύτερον δια την τιμήν των αγίων Εικόνων, τότε φέρεται και ο Άγιος από την εξορίαν προς τον βασιλέα, όστις παραστήσας αυτόν έμπροσθέν του, προσεπάθησε να τον ελκύση εις την κακόφρονα πλάνην του. Μηδέν όμως κατορθώσας λόγω της σθεναράς εις την ορθήν πίστιν εμμονής του Αγίου και θυμωθείς εξώρισεν αυτόν και πάλιν εις την Άσσον, πόλιν ευρισκομένην πλησίον του Αδραμυττίου, όπου εδοκίμασε πολλούς πειρασμούς και ταλαιπωρίας, τα οποία όλα υπέφερε γενναίως ο τρισόλβιος, χαράν και τρυφήν λογιζόμενος ταύτα δια την αγάπην του Χριστού, προς τον Οποίον είχεν όλας τας ελπίδας. Ευρίσκετο δε ο Άγιος εκεί έως ότου εσφάγη ο μιαρός Λέων και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού ο Μιχαήλ ο Τραυλός, εχθρός και αυτός έσπονδος των αγίων Εικόνων. Εις τούτου τας ημέρας εφέρθη πάλιν ο Άγιος από την εξορίαν, ομού με τον Αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιον, ηρωτήθησαν δε αν αρνούνται την προσκύνησιν των σεβασμίων Εικόνων. Τότε ο Άγιος και ένδοξος του Χριστού Ομολογητής Ευθύμιος, αναλαβών τόλμην γενναίαν και θάρρος ακαταπτόητον και πλησθείς θείου ζήλου, ήλεγξεν αποτόμως τον βασιλέα και αφού τον ωνόμασεν δυσσεβή και παράνομον εχθρόν του Χριστού και της Εκκλησίας, εβόησε λαμπρά τη φωνή λέγων: «Όστις δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν εικόνι περιγραπτόν, κατά το ανθρώπινον, και την πανάχραντον αυτού Μητέρα και Δέσποιναν ημών, ως και των λοιπών Αγίων τα εκτυπώματα, είη τω αιωνίω αναθέματι υπόδικος και μακράν της των Ορθοδόξων Χριστιανών ομηγύρεως». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επλήσθη θυμού, και μη υποφέρων την τόσην ύβριν και ατιμίαν και καταισχύνην, προστάσσει ευθύς και εξορίζουν τον Άγιον εις τον Ακρίταν, όστις ήτο εις το ανατολικόν άκρον της Μαύρης θαλάσσης και ονομάζεται την σήμερον Κάβο Ακρίτας, εκεί δε έρριψαν αυτόν την φυλακήν σκοτεινήν και βρωμεράν, όπου ο Άγιος υπέμεινε τρεις ολοκλήρους χρόνους ανεκδιήγητον ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν. Μετά ταύτα εκβληθείς ο Άγιος από την φυλακήν παρεδόθη εις τον βασιλέα Θεόφιλον, όστις εβασίλευσε μετά τον Μιχαήλ και ερωτηθείς υπό του βασιλέως μετά πολλού θυμού και φοβερισμού, εάν αρνήται την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, ήλεγξε και αυτόν ο Άγιος με την έμφυτον εις αυτόν γενναιότητα και λαμπροφανώς τον κατήσχυνε. Τότε δε ο τρισμακάριος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν και την γνώμην, προστάξει του βασιλέως, παραδίδεται εις τους στρατιώτας, οίτινες δήσαντες αυτόν κατά γης εις τέσσαρας πασσάλους, έδωκαν εις αυτόν τετρακοσίους ραβδισμούς επάνω εις την ράχιν, ώστε κατεπλήγωσαν το ιερόν αυτού σώμα, μετά δε ταύτα έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Μετ΄ ολίγας ημέρας, εκβαλόντες αυτόν και πάλιν από την φυλακήν, τον παρέστησαν έμπροσθεν του τυράννου, όστις με θυμόν πολύν και φοβερισμόν λέγει· «Σε προστάσσω, Ευθύμιε, να αρνηθής την προσκύνησιν των Εικόνων και των ζωγραφιών, όπου είναι εις τους τοίχους». Ο δε ζηλωτής της αληθείας, ως να μη είχε πάθει τίποτε από τους προηγουμένους ραβδισμούς, σταθείς με γενναίον φρόνημα, εξήλεγξε τον βασιλέα, ασεβή και άθεον αυτόν αποκαλών και άλλα πολλά. Βλέπων ο τύραννος το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, προστάσσει παρευθύς ο απάνθρωπος και έφερον νεύρα βοών ωμά και τόσον εκτύπησαν με αυτά τον Άγιον εις την ράχιν, εις το στήθος, εις την κοιλίαν και εις τα πλευρά, ώστε όλον το σώμα του μακαρίου Ιερομάρτυρος έγινε μία πληγή από κεφαλής μέχρι ποδών και ούτω μόλις πνέοντα τον έρριψαν εις τινα τόπον ανεπιμέλητον, ως ληστήν ή ζώον ακάθαρτον, εξ αιτίας δε των φοβερών εκείνων πληγών επρήσθη ως ασκός και εξήρχετο ως ποταμός το κατεφθαρμένον αίμα από το αθλοφορικόν και καρτερικώτατον αυτού σώμα. Ζήσας δε οκτώ έτι ημέρας ο μακάριος και υπομείνας τους δριμυτάτους και ανυποφόρους πόνους των πληγών, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού και ευθύς έλαμψε παραδόξως υπέρ τον ήλιον το πολύαθλον εκείνο σώμα και εγέμισεν όλος ο τόπος εκεί από θαυμάσιον και άρρητον ευωδίαν. Αύτη είναι η κατά Θεόν ζωή και η δια Χριστόν ομολογία και το μαρτυρικόν τέλος του εν Αγίοις Πατρός ημών Ευθυμίου. Τοιουτοτρόπως ενδεδυμένος ως άλλος Ααρών την θείαν Χάριν της Αρχιερωσύνης, ελαμπρύνθη και δια του Μαρτυρίου. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή δορυφορουμένη υπό θείων Αγγέλων απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς, όπου μετά πάντων των απ΄ αιώνος Αγίων αναμένει τον τέλειον μισθόν κατά την ημέραν της Κρίσεως, το δε πολύαθλον και καρτερικώτατον αυτού σώμα λαβόντες κρυφίως ευλαβείς τινες Χριστιανοί, οίτινες ευρέθησαν εκεί κατά την ώραν της κοιμήσεώς του, το έφεραν εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Ιουλιανού και εκεί το ενεταφίασαν ευλαβώς, καθ΄ ην ώραν έγιναν και πολλά θαύματα προς δόξαν Θεού και του θείου Ιερομάρτυρος, διότι τυφλοί ανέβλεψαν, χωλοί περιεπάτησαν, δαιμονιώντες εθεραπεύθησαν και άλλα παντοία θαύματα ετελέσθησαν, τα οποία αφήνω δια την συντομίαν και μόνον το ακόλουθον καταγράφω. Γυνή τις πάθος ανίατον έχουσα εις το υπογάστριον, νεροσταλίδα λεγόμενον, έπασχε δεινώς, εξοδεύσασα δε την περιουσίαν της εις τους ιατρούς, όχι μόνον δεν ημπόρεσε να ιατρευθή διόλου, αλλά μάλλον εις το χείρον κατήντησε και με τον καιρόν εφαίνετο ως εγγαστρωμένη, δοκιμάζουσα και αφορήτους πόνους και βάρος οχληρότατον. Ακούσασα τέλος πάντων τας θαυματουργίας, αίτινες καθ΄ ημέραν εγίνοντο εις τον τάφον του Αγίου, έδραμε και αυτή μετά σπουδής και προσπεσούσα μετά θερμών δακρύων επάνω του τάφου, εδέετο μετά πίστεως υπέρ της υγείας της και εύθυς (ω του θαύματος!) ηφανίσθη όλον εκείνο το πρήξιμον της κοιλίας της και εθεραπεύθη από της ασθενείας της. Ούτως όσοι είδον και ήκουσαν το τοιούτον θαυμάσιον εδόξασαν τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα Άγιον Ευθύμιον, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της ουρανών Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου