Θεόδουλος ο Όσιος ούτος ήκμασε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου
του Μεγάλου του βασιλεύσαντος εν έτει τοθ΄- τστε΄ (379 – 395) πατρίκιος ων και
έπαρχος πραιτωρίων κατά το αξίωμα. Αυτός λοιπόν, καίτοι ήτο συνεζευγμένος μετά
γυναικός νομίμου, έζη όμως ζωήν ακατηγόρητον· όθεν βλέπων τας αρπαγάς και
πλεονεξίας, τας οποίας έπραττον οι περί τον βασιλέα, απεστράφη το αξίωμα το
οποίον είχε και επειδή η γυνή του απέθανε, διένειμεν εις τους πτωχούς όλην του
την περιουσίαν, ήτις ήτο αρκετά μεγάλη, έως πεντακοσίων πεντήκοντα λιτρών
χρυσίου.
Αναχωρήσας δε από την Κωνσταντινούπολιν, μετέβη εις την Έδεσαν, ήτις κοινώς τώρα ονομάζεται Ορφά ή Ορροά, πρότερον δε εκαλείτο Αντιόχεια και Καλλιρρόη και Ιουστινούπολις, τετιμημένη με θρόνον Μητροπολίτου. Εκεί λοιπόν γενόμενος Μοναχός, ανέβη επάνω εις ένα στύλον και έμεινεν εις αυτόν τριάκοντα ολόκληρα έτη· όθεν εκ τούτου ηξιώθη ο αοίδιμος να λάβη χαρίσματα παρά Θεού, διότι δεν έτρωγε πλέον φαγητόν σωματικόν, αλλά μόνον καθ΄ εκάστην Κυριακήν μετελάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έτρωγε δε αντίδωρον και τίποτε άλλο πέραν αυτού. Μετά ταύτα ηνωχλήθη από λογισμούς και παρεκάλει τον Θεόν να του δείξη, με ποίον είναι ίσος και όμοιος εις την αρετήν· όθεν ήκουσε φωνήν θείαν λέγουσαν προς αυτόν, ότι είναι όμοιος με τον Κορνήλιον τον Μίμον, όστις κατώκει εις την Δαμασκόν, και ωνομάζετο Πανδούρος. Αύτη η παρομοίωσις έβαλε τον Όσιον εις όχι ολίγην ταραχήν, κατά προσβολήν βεβαίως του διαβόλου του εχθρού των ψυχών μας. Κινήσας λοιπόν επήγεν εις την Δαμασκόν, ένθα ευρών τον ρηθέντα Κορνήλιον, έπεσεν εις τους πόδας του, ζητών να μάθη την πολιτείαν του· ο δε Κορνήλιος έλεγεν, ότι είναι άνθρωπος αμαρτωλός και δεν έχει ουδεμίαν αρετήν. Επειδή δε ο Γέρων επέμενε παρακαλών αυτόν, αναγκασθείς ο Κορνήλιος είπεν· «Εγώ, Πάτερ, εκ νεαράς μου ηλικίας συναναστρεφόμενος με τους μίμους και χορευτάς, εποριζόμην τα προς τον ζην αναγκαία από την εξευτελιστικήν τέχνην ταύτην. Μόλις δε μετά ταύτα ελθών εις γνώσιν των πολλών μου αμαρτιών και συλλογισθείς την ανταπόδοσιν της μελλούσης Κρίσεως, εγκατέλιπον τα συνειθισμένα μου κακά και επεμελούμην κατά το δυνατόν την καθαράν ζωήν και την προς τους πένητας ελεημοσύνην. Τούτο μόνον γνωρίζω δια τον εαυτόν μου». Επειδή δε ο Γέρων επέμενε πάλιν παρακαλών και ορκίζων αυτόν να του είπη και τας λοιπάς αρετάς του, δια τούτο επανέλαβεν εκείνος· «Προ ολίγου καιρού, Πάτερ άγιε, μία γυνή περιφανής, λάμπουσα από δόξαν και πλούτον και σωφροσύνην, συνεζεύχθη άνθρωπον τινά, ο οποίος, επειδή ήτο ακρατής και άσωτος, όχι μόνον εσπατάλησε την περιουσίαν της γυναικός και την ιδικήν του, αλλά και πολλά άλλα χρήματα εδανείσθη και κατεσπατάλησεν εις ασωτείας· διο και ριφθείς εις την φυλακήν, επροξένησε λύπην απαρηγόρητον εις την σύζυγόν του. Όθεν αύτη βλέπουσα τον ελεεινόν εκείνον άνδρα της κινδυνεύοντα να αποθάνη της πείνης εν τη φυλακή και απορούσα περί του πρακτέου, ήρχισε συνεσταλμένως να επαιτή· και όχι μόνον τούτο, αλλά και εκρέματο ως επί ζυγαρίας κινδυνεύουσα να υποπέση και εις μοιχείαν, επειδή ήτο ωραιοτάτη». «Ταύτην λοιπόν εγώ απαντήσας και μαθών την αιτίαν, δια την οποίαν περιεπλανάτο εδώ και εκεί, ελυπήθην εγκαρδίως και δακρύσας είπον προς αυτήν· Πόσον, ω γύναι, χρέος έχετε; Η δε απεκρίθη· Τετρακόσια νομίσματα, αυθέντα μου. Εγώ δε λογαριάσας τα πράγματά μου, ευρέθην ότι είχον νομίσματα διακόσια τριάκοντα· και επειδή αυτά δεν εξήρκουν όπως πληρωθή όλον το χρέος της, επώλησα και μερικά στολίδια, τα οποία είχον, επί πλέον δε και τα καλύτερα ενδύματά μου. Τοιουτοτρόπως συνάξας την ποσότητα των τετρακοσίων νομισμάτων, έδωκα αυτά εις τας χείρας της γυναικός, ειπών προς αυτήν· Λάβε ταύτα, ω γύναι, και ύπαγε εν ειρήνη δια να ελευθερώσης τον άνδρα σου από την φυλακήν. Παρακάλει δε τον φιλάνθρωπον Κύριον εξ όλης καρδίας, δια να ελεήση και εμέ τον αμαρτωλόν κατά την ημέραν της Κρίσεως». Ταύτα ακούσας ο Θεόδουλος, ηυχαρίστησε τον Θεόν και επανελθών πάλιν ανέβη επί του στύλου· ζήσας δε ολίγον καιρόν ακόμη, με καλάς ελπίδας απήλθε προς Κύριον.
Αναχωρήσας δε από την Κωνσταντινούπολιν, μετέβη εις την Έδεσαν, ήτις κοινώς τώρα ονομάζεται Ορφά ή Ορροά, πρότερον δε εκαλείτο Αντιόχεια και Καλλιρρόη και Ιουστινούπολις, τετιμημένη με θρόνον Μητροπολίτου. Εκεί λοιπόν γενόμενος Μοναχός, ανέβη επάνω εις ένα στύλον και έμεινεν εις αυτόν τριάκοντα ολόκληρα έτη· όθεν εκ τούτου ηξιώθη ο αοίδιμος να λάβη χαρίσματα παρά Θεού, διότι δεν έτρωγε πλέον φαγητόν σωματικόν, αλλά μόνον καθ΄ εκάστην Κυριακήν μετελάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έτρωγε δε αντίδωρον και τίποτε άλλο πέραν αυτού. Μετά ταύτα ηνωχλήθη από λογισμούς και παρεκάλει τον Θεόν να του δείξη, με ποίον είναι ίσος και όμοιος εις την αρετήν· όθεν ήκουσε φωνήν θείαν λέγουσαν προς αυτόν, ότι είναι όμοιος με τον Κορνήλιον τον Μίμον, όστις κατώκει εις την Δαμασκόν, και ωνομάζετο Πανδούρος. Αύτη η παρομοίωσις έβαλε τον Όσιον εις όχι ολίγην ταραχήν, κατά προσβολήν βεβαίως του διαβόλου του εχθρού των ψυχών μας. Κινήσας λοιπόν επήγεν εις την Δαμασκόν, ένθα ευρών τον ρηθέντα Κορνήλιον, έπεσεν εις τους πόδας του, ζητών να μάθη την πολιτείαν του· ο δε Κορνήλιος έλεγεν, ότι είναι άνθρωπος αμαρτωλός και δεν έχει ουδεμίαν αρετήν. Επειδή δε ο Γέρων επέμενε παρακαλών αυτόν, αναγκασθείς ο Κορνήλιος είπεν· «Εγώ, Πάτερ, εκ νεαράς μου ηλικίας συναναστρεφόμενος με τους μίμους και χορευτάς, εποριζόμην τα προς τον ζην αναγκαία από την εξευτελιστικήν τέχνην ταύτην. Μόλις δε μετά ταύτα ελθών εις γνώσιν των πολλών μου αμαρτιών και συλλογισθείς την ανταπόδοσιν της μελλούσης Κρίσεως, εγκατέλιπον τα συνειθισμένα μου κακά και επεμελούμην κατά το δυνατόν την καθαράν ζωήν και την προς τους πένητας ελεημοσύνην. Τούτο μόνον γνωρίζω δια τον εαυτόν μου». Επειδή δε ο Γέρων επέμενε πάλιν παρακαλών και ορκίζων αυτόν να του είπη και τας λοιπάς αρετάς του, δια τούτο επανέλαβεν εκείνος· «Προ ολίγου καιρού, Πάτερ άγιε, μία γυνή περιφανής, λάμπουσα από δόξαν και πλούτον και σωφροσύνην, συνεζεύχθη άνθρωπον τινά, ο οποίος, επειδή ήτο ακρατής και άσωτος, όχι μόνον εσπατάλησε την περιουσίαν της γυναικός και την ιδικήν του, αλλά και πολλά άλλα χρήματα εδανείσθη και κατεσπατάλησεν εις ασωτείας· διο και ριφθείς εις την φυλακήν, επροξένησε λύπην απαρηγόρητον εις την σύζυγόν του. Όθεν αύτη βλέπουσα τον ελεεινόν εκείνον άνδρα της κινδυνεύοντα να αποθάνη της πείνης εν τη φυλακή και απορούσα περί του πρακτέου, ήρχισε συνεσταλμένως να επαιτή· και όχι μόνον τούτο, αλλά και εκρέματο ως επί ζυγαρίας κινδυνεύουσα να υποπέση και εις μοιχείαν, επειδή ήτο ωραιοτάτη». «Ταύτην λοιπόν εγώ απαντήσας και μαθών την αιτίαν, δια την οποίαν περιεπλανάτο εδώ και εκεί, ελυπήθην εγκαρδίως και δακρύσας είπον προς αυτήν· Πόσον, ω γύναι, χρέος έχετε; Η δε απεκρίθη· Τετρακόσια νομίσματα, αυθέντα μου. Εγώ δε λογαριάσας τα πράγματά μου, ευρέθην ότι είχον νομίσματα διακόσια τριάκοντα· και επειδή αυτά δεν εξήρκουν όπως πληρωθή όλον το χρέος της, επώλησα και μερικά στολίδια, τα οποία είχον, επί πλέον δε και τα καλύτερα ενδύματά μου. Τοιουτοτρόπως συνάξας την ποσότητα των τετρακοσίων νομισμάτων, έδωκα αυτά εις τας χείρας της γυναικός, ειπών προς αυτήν· Λάβε ταύτα, ω γύναι, και ύπαγε εν ειρήνη δια να ελευθερώσης τον άνδρα σου από την φυλακήν. Παρακάλει δε τον φιλάνθρωπον Κύριον εξ όλης καρδίας, δια να ελεήση και εμέ τον αμαρτωλόν κατά την ημέραν της Κρίσεως». Ταύτα ακούσας ο Θεόδουλος, ηυχαρίστησε τον Θεόν και επανελθών πάλιν ανέβη επί του στύλου· ζήσας δε ολίγον καιρόν ακόμη, με καλάς ελπίδας απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου