Iωάννης ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη κατά το τέταρτον
έτος της βασιλείας Μαρκιανού του ευσεβεστάτου βασιλέως, εν έτει υνδ΄ (454), εν
Νικοπόλει της Αρμενίας εκ γονέων Εγκρατίου και Ευφημίας καλουμένων. Μαθών δε τα
ιερά γράμματα και αφού οι γονείς του απέθανον, διένειμε την περιουσίαν του εις τους
πτωχούς και έκτισε Ναόν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, εις τον οποίον και ησύχαζεν
ομού μετ΄ άλλων δέκα Μοναχών. Επειδή λοιπόν έγινε περιβόητος κατά την αρετήν
εχειροτονήθη Επίσκοπος Κολωνίας.
Αφ΄ ου δε εις διάστημα εννέα ετών συνέστησε τα πράγματα της επαρχίας του και ετελείωσεν όσα ήσαν κατά τον σκοπόν του, διέπλευσε το προς τα Ιεροσόλυμα μακρόν πέλαγος και φθάσας εις τους Αγίους Τόπους και προσκυνήσας αυτούς, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα. Εκεί εδέχθη αυτόν ο Άγιος Σάββας, χωρίς να γνωρίση ποίος ήτο (διότι δεν τον απεκάλυψεν εις αυτόν ο Θεός)· θέλων δε να δοκιμάση την υπακοήν και υπομονήν του, ετοποθέτησεν αυτόν εις το ξενοδοχείον, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Αρχονταρίκιον και έπειτα κατέταξεν αυτόν εις το μαγειρείον. Επειδή δε και εις τα δύο ταύτα διακονήματα εφάνη ευδόκιμος, δια τούτο προσέταξεν αυτόν να ησυχάζη εις αναχωρητικόν κελλίον κατά τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, χωρίς να είναι ορατός εις ουδένα και χωρίς να τρώγη κανέν φαγητόν, ούτε να πίνη τίποτε· την δε Κυριακήν και το Σάββατον διώρισεν αυτόν να παρευρίσκηται εις τας κοινάς Ακολουθίας, δια να συμψάλλη και να συντρώγη μετά των άλλων αδελφών. Τούτον λοιπόν βλέπων ο μέγας Σάββας προκόπτοντα κατά Θεόν, επήγε μετ΄ αυτού εις τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων, αγιώτατον Ηλίαν, παρακαλών αυτόν να τιμήση τον Ιωάννην με το της Ιερωσύνης αξίωμα. Ο δε Ιωάννης είπε προς τον Πατριάρχην· «Άφες ολίγον, ω Δέσποτα, διότι πρέπει πρώτον να γνωρίσης τας πράξεις μου και τότε, αν είμαι άξιος της Ιερωσύνης, ποίησον κατά το δοκούν». Όταν λοιπόν επήγαν κατ΄ ιδίαν, ερρίφθη ο Όσιος εις τους πόδας του Πατριάρχου, ορκίζων αυτόν να μη φανερώση εκείνο το οποίον μέλλει να του είπη. Ο δε Πατριάρχης συγκατένευσεν εις τούτο, νομίζων ότι θα ακούση άτοπόν τι έργον· ακούσας δε ότι αυτός ήτο Επίσκοπος Κολωνίας, εξεπλάγη και είπε προς τον μακάριον Σάββαν· «Μη ενοχλήσης πλέον τον άνθρωπον αυτόν περί Ιερωσύνης, διότι ο Ιωάννης Πρεσβύτερος δεν γίνεται». Κατά το ογδοηκοστόν ένατον έτος της ηλικίας του Ιωάννου, ετελεύτησεν ο Όσιος Σάββας. Ο Ιωάννης ελυπήθη σφόδρα, διότι δεν ήτο παρών κατά τας τελευταίας στιγμάς του Αγίου, τον οποίον εθεώρει ως πατέρα του και δεν ηδύνατο να παρηγορηθή, διότι απεχωρίσθη απ΄ αυτού. Ο δε Άγιος Σάββας φανερωθείς εις αυτόν ενώ εκοιμάτο του είπε· «Μη λυπήσαι, Πάτερ Ιωάννη, περί της εμής τελευτής· διότι, αν και εχωρίσθην από σου κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Του δε Ιωάννου ειπόντος όπως παρακαλέση τον Κύριον, όπως προσλάβη και αυτόν, ο Όσιος Σάββας είπε· «Τούτο επί του παρόντος δεν είναι δυνατόν, διότι μέλλει να έλθη σφοδρός πειρασμός εις την Λαύραν και ο Θεός θέλει να είσαι σωματικώς μετά των αδελφών δια να τους παρηγορής και να τους στηρίζης εις την πίστιν». Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης εχάρη τα μέγιστα, αλλ΄ ήρχισε να ανησυχή περί του πειρασμού, περί του οποίου ωμίλησεν ο Άγιος Σάββας και ο οποίος εξεπληρώθη βραδύτερον, ότε επέδραμον οι βάρβαροι. Ούτος ο Όσιος κατελήφθη ποτέ υπό της επιθυμίας να μάθη πως αποχωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος. Ενώ δε εδέετο του Θεού περί τούτου, εφέρθη δια της διανοίας εις την Βηθλεέμ, και βλέπει εις τον νάρθηκα της εκεί Εκκλησίας έναν άνδρα ξένον, αγίαν έχοντα μορφήν, κατακείμενον και ψυχορραγούντα, του οποίου την ψυχήν παραλαβόντες Άγιοι Άγγελοι ωδήγησαν μετά θείας υμνωδίας και ευωδίας εις τους ουρανούς. Θέλων δε να πεισθή περί της αληθείας της οράσεως ταύτης, μετέβη αμέσως εις την Βηθλεέμ, εις την οποίαν και πράγματι εύρε το σώμα του ανθρώπου τούτου, εις τον τόπον τον οποίον έδειξεν εις αυτόν ο Κύριος, έμαθε δε ότι ετελεύτησε κατά την ώραν κατά την οποίαν είδε την όρασιν. Δύο μαθηταί του Οσίου, Θεόδωρος και Ιωάννης καλούμενοι, διηγήθησαν ότι μετά την κοίμησιν του Οσίου Σάββα απέστειλεν αυτούς ο Όσιος Ιωάννης εις την πέραν του Ιορδάνου πόλιν Λιβιάδα. Διαβάται δε τινες είπον εις αυτούς, ότι εις την οδόν, δια της οποίας επρόκειτο να διέλθωσιν, υπήρχε λέων. Αλλ΄ ούτοι, έχοντες πίστιν εις τας ευχάς του Αββά αυτών Οσίου Ιωάννου, εβάδιζον ατάραχοι, όταν αίφνης επετέθη εναντίον αυτών ο λέων, όστις επροξένησεν εις αυτούς μέγαν φόβον. Αλλ΄ ευθύς είδον τον Όσιον Ιωάννην εν τω μέσω αυτών, αφαιρούντα απ΄ αυτών την δειλίαν και ενθαρρύνοντα αυτούς. Τότε ο λέων, ως υπό μάστιγος πληγείς, έφυγεν, ούτοι δε οδεύοντες αβλαβείς έφθασαν εις τον προορισμόν των. Όταν δε επέστρεψαν, προλαβών ο Άγιος λέγει προς αυτούς· «Ίδετε πως ευρέθην μαζί σας εις την ανάγκην; Αλλά και εδώ πολλά εδεήθην του Θεού υπέρ υμών και ιδού εποίησεν έλεος». Εις εκ των μαθητών αυτού, ο Θεόδωρος, διηγήθη εις τον συγγραφέα του Βίου του Κύριλλον, ότι πολλά έτη έτρωγε τροφήν αναμεμιγμένην με την στάκτην του θυμιατηρίου. Όταν δε ημέραν τινά είδεν αυτόν ο Θεόδωρος να αναμιγνύη την στάκτην μρτά της τροφής, ελυπήθη πάρα πολύ ο Όσιος, διότι ήθελε τον Θεόν μόνον μάρτυρα τούτου. Θέλων δε ο Θεόδωρος να καταστείλη την λύπην αυτού, είπεν, ότι δεν είναι μόνος αυτός, όστις πράττει τούτο και ότι πλείστοι Πατέρες της Λαύρας ποιούσι τούτο, ακολουθούντες εις τον Προφητάνακτα λέγοντα· «ότι σποδόν (στάκτην) ωσεί άρτον έφαγον» (Ψαλμ. ρα: 10). Γυνή τις εκ Καππαδοκίας, καλουμένη Βασιλείνα, Διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και ευλαβής σφόδρα, επεσκέφθη τους Αγίους Τόπους, συνοδευομένη υπό του ανεψιού αυτής, όστις κατείχε διαπρεπή θέσιν εις το κράτος, αλλ΄ ήτο βεβυθισμένος εις την αίρεσιν του μονοφυσίτου Σεβήρου. Η ευλαβής αυτή γυνή ελυπείτο σφόδρα βλέπουσα αυτόν εις την πλάνην, ακούσασα δε περί της του θεσπεσίου Ιωάννου χάριτος, επόθησεν όπως προσκυνήση αυτόν. Μαθούσα δε ότι δεν επιτρέπεται εις γυναίκα να εισέλθη εις την Μεγίστην Λαύραν, παρεκάλεσε τον μαθητήν αυτού Θεόδωρον, να οδηγήση τον ανεψιόν της εις τον άγιον Γέροντα, πιστεύουσα, ότι δια των ευχών αυτού θα μεταβάλη ο Θεός την σκληροκαρδίαν του και θα τον επαναφέρη εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Ο Θεόδωρος, λαβών αυτόν, ήλθε προς τον Γέροντα και κρούσας κατά την συνήθειαν την θυρίδα, ανέμενε να ανοίξη ο Άγιος. Όταν δε ήνοιξε, έβαλον μετάνοιαν αμφότεροι και ο μαθητής είπεν· «Ευλόγησον ημάς, Πάτερ». Ο Ιωάννης είπε τότε εις τον μαθητήν του· «Σε μεν ευλογώ, ούτος όμως είναι ανευλόγητος». Ερωτήσαντος δε του Θεοδώρου την αιτίαν, απήντησεν ο Όσιος, ότι δεν θα ευλογήση αυτόν, εάν δεν απαρνηθή την πλάνην αυτού. Ο ανεψιός της Βασιλείνης, εκπλαγείς δια το διορατικόν χάρισμα του Αγίου, απεκήρυξεν ευθύς την αίρεσιν. Η Βασιλείνα, μαθούσα τούτο, κατελήφθη από ασυγκράτητον πόθον να ίδη τον Όσιον ενδεδυμένη ανδρικήν ενδυμασίαν. Επειδή όμως απεκαλύφθη τούτο εις τον Άγιον, παρήγγειλεν εις αυτήν τα εξής· «Γνώριζε ότι και αν έλθης, δεν θέλεις με ίδει· μη λοιπόν στενοχωρείσαι, αλλά μάλλον υπόμεινον και θέλω έλθει εγώ προς σε καθ΄ ύπνον, όπου και αν ευρίσκεσαι και θέλω ακούσει όσα μου είπης, όπως δε με φωτίση ο Θεός θέλω σου απαντήσει». Εμφανισθείς λοιπόν ο Όσιος εις αυτήν κατά τον ύπνον είπε· «Ιδού λοιπόν ο Θεός με απέστειλε προς σε, ειπέ μοι ό,τι σκέπτεσαι». Αύτη δε ειπούσα όσα επεθύμει, έλαβε την πρόσφορον απάντησιν και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Ότε δε ήλθεν ο μαθητής του Αγίου, περιέγραψεν εις αυτόν το σχήμα και τον χαρακτήρα του Αγίου. Ταύτα λέγει ο Κύριλλος έμαθε παρ΄ αυτής της Διακόνου Βασιλείνης. Ούτος ο Όσιος οδοιπορών ποτε και κοπιάσας, ελιποθύμησε καθ΄ οδόν· προσευχηθείς δε, ηρπάγη εις τον αέρα μετέωρος και ευρέθη εις το κελλίον του, το οποίον απείχεν από τον τόπον εκείνον πέντε μίλια. Ελθόντες δε ποτε Πέρσαι εκρήμνισαν τα κελλία των Μοναχών, εις δε το κελλίον του Οσίου τούτου, αποπειραθέντες να πράξωσι το ίδιον, είδον αίφνης εκεί ένα λέοντα, ο οποίος εδίωξε τους βαρβάρους, το δε κελλίον του Οσίου αβλαβές διεφύλαξε. Το κελλίον, εις το οποίον ήτο εγκεκλεισμένος ο Άγιος Ιωάννης, ήτο επί βράχου λίαν υψηλού και λίαν αποκρήμνου, όστις ανεπλήρωνε τόπον τοίχου. Η δε πέτρα του κρημνού ήτο τόσον ξηρά και άνικμος, ώστε όχι μόνον δένδρον, αλλ΄ ούτε χόρτον ήτο δυνατόν να βλαστήση. Ημέραν δε τινα, λαβών ο Άγιος σπέρμα συκής, λέγει εις τους μαθητάς αυτού Θεόδωρον και Ιωάννην· «Ακούσατέ μου, τέκνα· εάν η του Θεού φιλανθρωπία χαρίση εις το σπέρμα τούτο και εις ταύτην την πέτραν δύναμιν προς καρποφορίαν, μάθετε ότι δωρεάν θέλει χαρίσει εις εμέ ο Θεός την Βασιλείαν των ουρανών». Τούτο δε ειπών έβαλεν εντός της πέτρας το σπέρμα. Ο δε Θεός, όστις την ράβδον του Ααρών, ξηράν ούσαν, ένευσεν ίνα βλαστήση και εξανθήση, ο αυτός εκέλευσεν ίνα βλαστήση και το σπέρμα τούτο εις την πέτραν ταύτην, ήτις ήτο άνευ χώματος και υγρασίας. Μετ΄ ολίγον δε εφύτρωσεν η συκή, ήτις ηυξήθη και έφθασε μέχρι της στέγης, την οποίαν και απεστέγασε, παρήγαγε δε μετά τινα χρόνον τρία σύκα, τα οποία λαβών ο Άγιος μετά δακρύων και καταφιλήσας έφαγε και έδωκε και εις τους μαθητάς αυτού ευχαριστών τον Θεόν. Ο Κύριλλος διηγείται ότι εισελθών εις το κελλίον του Αγίου, το οποίον ήνοιξαν οι μαθηταί του, ίνα υπηρετώσιν αυτόν κατά το βαθύ γήρας αυτού, είδε την συκήν ταύτην, ήτις υψούτο εκ της πέτρας, μη δυνάμενος δε να εννοήση πως αύτη ερριζώθη και ήνθησεν, εξήτασε μετά μεγάλης προσοχής αν υπήρχε ρήγμα εις την πέτραν, αλλ΄ ουδέν ανεκάλυψε. Ιδών ο Άγιος Ιωάννης το θαύμα αυτό, το οποίον ο Κύριος επετέλεσεν υπέρ αυτού, εννόησεν, ότι ήγγιζε το τέρμα του βίου του. Ευρίσκετο δε τότε εις το εκατοστόν τέταρτον έτος της ηλικίας αυτού. Κατά τας πληροφορίας τας οποίας έλαβεν ο Κύριλλος παρά του Αγίου Ιωάννου, εχειροτονήθη Επίσκοπος κατά το εικοστόν όγδοον έτος της ηλικίας του, εις την Επισκοπήν διετέλεσεν έτη δέκα, έμεινεν εις την Λαύραν το πρότερον έτη δώδεκα, εξ ων διηκόνησεν έτη εξ και ησύχασεν έτη εξ. Εν Ρουβά έμεινεν έτη εξ και μετά ταύτα τεσσαράκοντα οκτώ έτη έζησε άλλοτε μεν εις την Λαύραν και άλλοτε εγκεκλεισμένος εις το αναχωρητικόν κελλίον αυτού, ανήκον εις την αυτήν Λαύραν του Αγίου Σάββα. Προσθέτει δε ο Κύριλλος, ότι εις τοιαύτην ευρισκόμενος ηλικίαν ήτο φαιδρός το πρόσωπον, την ψυχήν προθυμότατος και θείας Χάριτος εμπεπλησμένος. Ούτω θεαρέστως έως τέλους πολιτευθείς απήλθε προς Κύριον ο τρισόλβιος.
Αφ΄ ου δε εις διάστημα εννέα ετών συνέστησε τα πράγματα της επαρχίας του και ετελείωσεν όσα ήσαν κατά τον σκοπόν του, διέπλευσε το προς τα Ιεροσόλυμα μακρόν πέλαγος και φθάσας εις τους Αγίους Τόπους και προσκυνήσας αυτούς, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα. Εκεί εδέχθη αυτόν ο Άγιος Σάββας, χωρίς να γνωρίση ποίος ήτο (διότι δεν τον απεκάλυψεν εις αυτόν ο Θεός)· θέλων δε να δοκιμάση την υπακοήν και υπομονήν του, ετοποθέτησεν αυτόν εις το ξενοδοχείον, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Αρχονταρίκιον και έπειτα κατέταξεν αυτόν εις το μαγειρείον. Επειδή δε και εις τα δύο ταύτα διακονήματα εφάνη ευδόκιμος, δια τούτο προσέταξεν αυτόν να ησυχάζη εις αναχωρητικόν κελλίον κατά τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, χωρίς να είναι ορατός εις ουδένα και χωρίς να τρώγη κανέν φαγητόν, ούτε να πίνη τίποτε· την δε Κυριακήν και το Σάββατον διώρισεν αυτόν να παρευρίσκηται εις τας κοινάς Ακολουθίας, δια να συμψάλλη και να συντρώγη μετά των άλλων αδελφών. Τούτον λοιπόν βλέπων ο μέγας Σάββας προκόπτοντα κατά Θεόν, επήγε μετ΄ αυτού εις τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων, αγιώτατον Ηλίαν, παρακαλών αυτόν να τιμήση τον Ιωάννην με το της Ιερωσύνης αξίωμα. Ο δε Ιωάννης είπε προς τον Πατριάρχην· «Άφες ολίγον, ω Δέσποτα, διότι πρέπει πρώτον να γνωρίσης τας πράξεις μου και τότε, αν είμαι άξιος της Ιερωσύνης, ποίησον κατά το δοκούν». Όταν λοιπόν επήγαν κατ΄ ιδίαν, ερρίφθη ο Όσιος εις τους πόδας του Πατριάρχου, ορκίζων αυτόν να μη φανερώση εκείνο το οποίον μέλλει να του είπη. Ο δε Πατριάρχης συγκατένευσεν εις τούτο, νομίζων ότι θα ακούση άτοπόν τι έργον· ακούσας δε ότι αυτός ήτο Επίσκοπος Κολωνίας, εξεπλάγη και είπε προς τον μακάριον Σάββαν· «Μη ενοχλήσης πλέον τον άνθρωπον αυτόν περί Ιερωσύνης, διότι ο Ιωάννης Πρεσβύτερος δεν γίνεται». Κατά το ογδοηκοστόν ένατον έτος της ηλικίας του Ιωάννου, ετελεύτησεν ο Όσιος Σάββας. Ο Ιωάννης ελυπήθη σφόδρα, διότι δεν ήτο παρών κατά τας τελευταίας στιγμάς του Αγίου, τον οποίον εθεώρει ως πατέρα του και δεν ηδύνατο να παρηγορηθή, διότι απεχωρίσθη απ΄ αυτού. Ο δε Άγιος Σάββας φανερωθείς εις αυτόν ενώ εκοιμάτο του είπε· «Μη λυπήσαι, Πάτερ Ιωάννη, περί της εμής τελευτής· διότι, αν και εχωρίσθην από σου κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Του δε Ιωάννου ειπόντος όπως παρακαλέση τον Κύριον, όπως προσλάβη και αυτόν, ο Όσιος Σάββας είπε· «Τούτο επί του παρόντος δεν είναι δυνατόν, διότι μέλλει να έλθη σφοδρός πειρασμός εις την Λαύραν και ο Θεός θέλει να είσαι σωματικώς μετά των αδελφών δια να τους παρηγορής και να τους στηρίζης εις την πίστιν». Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης εχάρη τα μέγιστα, αλλ΄ ήρχισε να ανησυχή περί του πειρασμού, περί του οποίου ωμίλησεν ο Άγιος Σάββας και ο οποίος εξεπληρώθη βραδύτερον, ότε επέδραμον οι βάρβαροι. Ούτος ο Όσιος κατελήφθη ποτέ υπό της επιθυμίας να μάθη πως αποχωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος. Ενώ δε εδέετο του Θεού περί τούτου, εφέρθη δια της διανοίας εις την Βηθλεέμ, και βλέπει εις τον νάρθηκα της εκεί Εκκλησίας έναν άνδρα ξένον, αγίαν έχοντα μορφήν, κατακείμενον και ψυχορραγούντα, του οποίου την ψυχήν παραλαβόντες Άγιοι Άγγελοι ωδήγησαν μετά θείας υμνωδίας και ευωδίας εις τους ουρανούς. Θέλων δε να πεισθή περί της αληθείας της οράσεως ταύτης, μετέβη αμέσως εις την Βηθλεέμ, εις την οποίαν και πράγματι εύρε το σώμα του ανθρώπου τούτου, εις τον τόπον τον οποίον έδειξεν εις αυτόν ο Κύριος, έμαθε δε ότι ετελεύτησε κατά την ώραν κατά την οποίαν είδε την όρασιν. Δύο μαθηταί του Οσίου, Θεόδωρος και Ιωάννης καλούμενοι, διηγήθησαν ότι μετά την κοίμησιν του Οσίου Σάββα απέστειλεν αυτούς ο Όσιος Ιωάννης εις την πέραν του Ιορδάνου πόλιν Λιβιάδα. Διαβάται δε τινες είπον εις αυτούς, ότι εις την οδόν, δια της οποίας επρόκειτο να διέλθωσιν, υπήρχε λέων. Αλλ΄ ούτοι, έχοντες πίστιν εις τας ευχάς του Αββά αυτών Οσίου Ιωάννου, εβάδιζον ατάραχοι, όταν αίφνης επετέθη εναντίον αυτών ο λέων, όστις επροξένησεν εις αυτούς μέγαν φόβον. Αλλ΄ ευθύς είδον τον Όσιον Ιωάννην εν τω μέσω αυτών, αφαιρούντα απ΄ αυτών την δειλίαν και ενθαρρύνοντα αυτούς. Τότε ο λέων, ως υπό μάστιγος πληγείς, έφυγεν, ούτοι δε οδεύοντες αβλαβείς έφθασαν εις τον προορισμόν των. Όταν δε επέστρεψαν, προλαβών ο Άγιος λέγει προς αυτούς· «Ίδετε πως ευρέθην μαζί σας εις την ανάγκην; Αλλά και εδώ πολλά εδεήθην του Θεού υπέρ υμών και ιδού εποίησεν έλεος». Εις εκ των μαθητών αυτού, ο Θεόδωρος, διηγήθη εις τον συγγραφέα του Βίου του Κύριλλον, ότι πολλά έτη έτρωγε τροφήν αναμεμιγμένην με την στάκτην του θυμιατηρίου. Όταν δε ημέραν τινά είδεν αυτόν ο Θεόδωρος να αναμιγνύη την στάκτην μρτά της τροφής, ελυπήθη πάρα πολύ ο Όσιος, διότι ήθελε τον Θεόν μόνον μάρτυρα τούτου. Θέλων δε ο Θεόδωρος να καταστείλη την λύπην αυτού, είπεν, ότι δεν είναι μόνος αυτός, όστις πράττει τούτο και ότι πλείστοι Πατέρες της Λαύρας ποιούσι τούτο, ακολουθούντες εις τον Προφητάνακτα λέγοντα· «ότι σποδόν (στάκτην) ωσεί άρτον έφαγον» (Ψαλμ. ρα: 10). Γυνή τις εκ Καππαδοκίας, καλουμένη Βασιλείνα, Διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και ευλαβής σφόδρα, επεσκέφθη τους Αγίους Τόπους, συνοδευομένη υπό του ανεψιού αυτής, όστις κατείχε διαπρεπή θέσιν εις το κράτος, αλλ΄ ήτο βεβυθισμένος εις την αίρεσιν του μονοφυσίτου Σεβήρου. Η ευλαβής αυτή γυνή ελυπείτο σφόδρα βλέπουσα αυτόν εις την πλάνην, ακούσασα δε περί της του θεσπεσίου Ιωάννου χάριτος, επόθησεν όπως προσκυνήση αυτόν. Μαθούσα δε ότι δεν επιτρέπεται εις γυναίκα να εισέλθη εις την Μεγίστην Λαύραν, παρεκάλεσε τον μαθητήν αυτού Θεόδωρον, να οδηγήση τον ανεψιόν της εις τον άγιον Γέροντα, πιστεύουσα, ότι δια των ευχών αυτού θα μεταβάλη ο Θεός την σκληροκαρδίαν του και θα τον επαναφέρη εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Ο Θεόδωρος, λαβών αυτόν, ήλθε προς τον Γέροντα και κρούσας κατά την συνήθειαν την θυρίδα, ανέμενε να ανοίξη ο Άγιος. Όταν δε ήνοιξε, έβαλον μετάνοιαν αμφότεροι και ο μαθητής είπεν· «Ευλόγησον ημάς, Πάτερ». Ο Ιωάννης είπε τότε εις τον μαθητήν του· «Σε μεν ευλογώ, ούτος όμως είναι ανευλόγητος». Ερωτήσαντος δε του Θεοδώρου την αιτίαν, απήντησεν ο Όσιος, ότι δεν θα ευλογήση αυτόν, εάν δεν απαρνηθή την πλάνην αυτού. Ο ανεψιός της Βασιλείνης, εκπλαγείς δια το διορατικόν χάρισμα του Αγίου, απεκήρυξεν ευθύς την αίρεσιν. Η Βασιλείνα, μαθούσα τούτο, κατελήφθη από ασυγκράτητον πόθον να ίδη τον Όσιον ενδεδυμένη ανδρικήν ενδυμασίαν. Επειδή όμως απεκαλύφθη τούτο εις τον Άγιον, παρήγγειλεν εις αυτήν τα εξής· «Γνώριζε ότι και αν έλθης, δεν θέλεις με ίδει· μη λοιπόν στενοχωρείσαι, αλλά μάλλον υπόμεινον και θέλω έλθει εγώ προς σε καθ΄ ύπνον, όπου και αν ευρίσκεσαι και θέλω ακούσει όσα μου είπης, όπως δε με φωτίση ο Θεός θέλω σου απαντήσει». Εμφανισθείς λοιπόν ο Όσιος εις αυτήν κατά τον ύπνον είπε· «Ιδού λοιπόν ο Θεός με απέστειλε προς σε, ειπέ μοι ό,τι σκέπτεσαι». Αύτη δε ειπούσα όσα επεθύμει, έλαβε την πρόσφορον απάντησιν και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Ότε δε ήλθεν ο μαθητής του Αγίου, περιέγραψεν εις αυτόν το σχήμα και τον χαρακτήρα του Αγίου. Ταύτα λέγει ο Κύριλλος έμαθε παρ΄ αυτής της Διακόνου Βασιλείνης. Ούτος ο Όσιος οδοιπορών ποτε και κοπιάσας, ελιποθύμησε καθ΄ οδόν· προσευχηθείς δε, ηρπάγη εις τον αέρα μετέωρος και ευρέθη εις το κελλίον του, το οποίον απείχεν από τον τόπον εκείνον πέντε μίλια. Ελθόντες δε ποτε Πέρσαι εκρήμνισαν τα κελλία των Μοναχών, εις δε το κελλίον του Οσίου τούτου, αποπειραθέντες να πράξωσι το ίδιον, είδον αίφνης εκεί ένα λέοντα, ο οποίος εδίωξε τους βαρβάρους, το δε κελλίον του Οσίου αβλαβές διεφύλαξε. Το κελλίον, εις το οποίον ήτο εγκεκλεισμένος ο Άγιος Ιωάννης, ήτο επί βράχου λίαν υψηλού και λίαν αποκρήμνου, όστις ανεπλήρωνε τόπον τοίχου. Η δε πέτρα του κρημνού ήτο τόσον ξηρά και άνικμος, ώστε όχι μόνον δένδρον, αλλ΄ ούτε χόρτον ήτο δυνατόν να βλαστήση. Ημέραν δε τινα, λαβών ο Άγιος σπέρμα συκής, λέγει εις τους μαθητάς αυτού Θεόδωρον και Ιωάννην· «Ακούσατέ μου, τέκνα· εάν η του Θεού φιλανθρωπία χαρίση εις το σπέρμα τούτο και εις ταύτην την πέτραν δύναμιν προς καρποφορίαν, μάθετε ότι δωρεάν θέλει χαρίσει εις εμέ ο Θεός την Βασιλείαν των ουρανών». Τούτο δε ειπών έβαλεν εντός της πέτρας το σπέρμα. Ο δε Θεός, όστις την ράβδον του Ααρών, ξηράν ούσαν, ένευσεν ίνα βλαστήση και εξανθήση, ο αυτός εκέλευσεν ίνα βλαστήση και το σπέρμα τούτο εις την πέτραν ταύτην, ήτις ήτο άνευ χώματος και υγρασίας. Μετ΄ ολίγον δε εφύτρωσεν η συκή, ήτις ηυξήθη και έφθασε μέχρι της στέγης, την οποίαν και απεστέγασε, παρήγαγε δε μετά τινα χρόνον τρία σύκα, τα οποία λαβών ο Άγιος μετά δακρύων και καταφιλήσας έφαγε και έδωκε και εις τους μαθητάς αυτού ευχαριστών τον Θεόν. Ο Κύριλλος διηγείται ότι εισελθών εις το κελλίον του Αγίου, το οποίον ήνοιξαν οι μαθηταί του, ίνα υπηρετώσιν αυτόν κατά το βαθύ γήρας αυτού, είδε την συκήν ταύτην, ήτις υψούτο εκ της πέτρας, μη δυνάμενος δε να εννοήση πως αύτη ερριζώθη και ήνθησεν, εξήτασε μετά μεγάλης προσοχής αν υπήρχε ρήγμα εις την πέτραν, αλλ΄ ουδέν ανεκάλυψε. Ιδών ο Άγιος Ιωάννης το θαύμα αυτό, το οποίον ο Κύριος επετέλεσεν υπέρ αυτού, εννόησεν, ότι ήγγιζε το τέρμα του βίου του. Ευρίσκετο δε τότε εις το εκατοστόν τέταρτον έτος της ηλικίας αυτού. Κατά τας πληροφορίας τας οποίας έλαβεν ο Κύριλλος παρά του Αγίου Ιωάννου, εχειροτονήθη Επίσκοπος κατά το εικοστόν όγδοον έτος της ηλικίας του, εις την Επισκοπήν διετέλεσεν έτη δέκα, έμεινεν εις την Λαύραν το πρότερον έτη δώδεκα, εξ ων διηκόνησεν έτη εξ και ησύχασεν έτη εξ. Εν Ρουβά έμεινεν έτη εξ και μετά ταύτα τεσσαράκοντα οκτώ έτη έζησε άλλοτε μεν εις την Λαύραν και άλλοτε εγκεκλεισμένος εις το αναχωρητικόν κελλίον αυτού, ανήκον εις την αυτήν Λαύραν του Αγίου Σάββα. Προσθέτει δε ο Κύριλλος, ότι εις τοιαύτην ευρισκόμενος ηλικίαν ήτο φαιδρός το πρόσωπον, την ψυχήν προθυμότατος και θείας Χάριτος εμπεπλησμένος. Ούτω θεαρέστως έως τέλους πολιτευθείς απήλθε προς Κύριον ο τρισόλβιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου