Γεώργιος
ο ευλογημένος νέος αθλητής και Μάρτυς του Χριστού, το καύχημα των Ιωαννίνων και
ο ποταμός των θαυμάτων, η πτώσις των απίστων και η ανάστασις των πιστών,
εγεννήθη το αωι΄ (1810) εις εν χωρίον της επαρχίας Γρεβενών, Τσούρχλι
ονομαζόμενον, (Το χωρίον τούτο έχει μετονομασθή σήμερον εις Άγιον Γεώργιον). Οι
γονείς του ήσαν πάμπτωχοι, Κωνσταντίνος και Βασίλω ονομαζόμενοι, εργαζόμενοι
την γεωργικήν τέχνην.
Ότε δε ο Άγιος ήτο εις ηλικίαν οκτώ ετών έμεινεν ορφανός από γονείς· όθεν έμεινεν υπό την προστασίαν του αδελφού του και της αδελφής του. Επειδή όμως ηκολούθησαν τότε πολλαί ανωμαλίαι εις την Ήπειρον και πολλοί Αλβανοί και άλλα στρατεύματα περιέτρεχον αυτήν, προσεκολλήθη και ούτος ο ευλογημένος εις τινας Αγάδες υπομίσθιος. Με την πάροδον του χρόνου προσελήφθη εις την υπηρεσίαν του Χατζή Αβδουλάχ, ενός από τους αξιωματικούς του Ιμίν πασά, υιού του Κιοταχή, με τον οποίον έκαμε περί τους οκτώ χρόνους μετερχόμενος τον ιπποκόμον. Οι δε Αγαρηνοί, καθώς συνηθίζουν, δια πολλά αίτια δεν τον εκάλουν με το όνομά του, αλλά τον έκραζον Γκιαούρ Χασάν, αυτός όμως εφρόνει τα των Χριστιανών. Όπερ αγνοούντες οι περισσότεροι δεν τον εστοχάζοντο δια Χριστιανόν, αλλ’ Οθωμανόν. Τι όμως ηκολούθησεν; Όταν ο Ιμίν πασάς ήλθε το δεύτερον κατά το έτος αωλη΄ (1836) ηγεμών εις Ιωάννινα, έχων μαζί του τον Χατζή Αβδουλάχ ομού με τον ευλογημένον Γεώργιον, δια προτροπής τινών φίλων του ηρραβωνίσθη ούτος μετά τινος νέας, Ελένης ονομαζομένης, ορφανής και αυτής και προστατευομένης από μίαν θείαν της, Θεοφανώ καλουμένην, είχε δε αύτη και δύο αδελφούς Αλέξιον και Κωνσταντίνον καλουμένους. Αύτη η κόρη, όσον εις τα σωματικά ήτο πάμπτωχος, τόσον εις τα ψυχικά ήτο πλουσιωτάτη, φρονιμωτάτη και θεόφοβος, καθώς υπό πάντων εμαρτυρείτο. Ακούσατε όμως τι ηκολούθησε κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν κατά την οποίαν την ηρραβώνισεν η θεία της με τον ευλογημένον Γεώργιον. Χότζας τις Τούρκος εξ Ιωαννίνων, γνωρίζων τον Άγιον και εκ των προτέρων μάλλον από την ονομασίαν, με την οποίαν τον εκάλουν (Γκιαούρ Χασάν) και ων φυσικά φανατικός μουσουλμάνος, συκοφαντεί τον ευλογημένον Γεώργιον. Λέγει δε εις αυτόν· «Πως συ Τούρκος ων θέλεις να πάρης Χριστιανήν γυναίκα»; Ο δε Άγιος λέγει προς αυτόν· «Εγώ, ως Χριστιανός οπού είμαι, ζητώ να πάρω Χριστιανήν γυναίκα». Εκείνος όμως ο τρισκατάρατος τρέχει μόνος του εις τον κριτήν και συκοφαντεί τον ευλογημένον Γεώργιον λέγων· «Κάποιος Τούρκος ζητεί να πάρη εις γυναίκα μίαν Χριστιανήν, ενώ τον ηξεύρω δια Τούρκον». Φέρουν λοιπόν τον ευλογημένον Γεώργιον εις το κριτήριον, εκεί δε ερωτάται και αποκρίνεται θαρσαλέως εις τον καδήν, ότι είναι Χριστιανός. Ο καδής τότε τον φοβερίζει λέγων· «Εδώ ο Χότζας μαρτυρεί ότι είσαι Τούρκος». Λέγει ο Άγιος· «Όχι, Χριστιανός ήμουν και είμαι». Λέγων δε τούτον τον λόγον έκαμε και το σημείον του Σταυρού. Έτυχεν όμως τότε παρών και τις φίλος του ειλικρινής του Αγίου, ο οποίος ων γεγυμνασμένος την τουρκικήν διάλεκτον, έχων εν ταυτώ και μίαν υπερφυσικήν ευτολμίαν, αντέκρουε πάντας τους λόγους του καδή, επειδή ο Άγιος ήτο εκ φύσεως ολιγόλογος. Βλέπων ο καδής ταύτα και μη γνωρίζων τι να πράξη, απεφάσισε και έστειλε τον Άγιον εις τον βεζύρην· εκείνος δε ερωτά αυτόν και ο Άγιος αποκρίνεται τα ίδια καθώς και εις τον καδήν απεκρίθη. Επειδή δε ο βεζύρης έμαθεν, ότι ο μάρτυς ήτο άνθρωπος του Χατζή Αβδουλάχ, έστειλε και εκάλεσε αυτόν και τον ηρώτησε αν ο Γεώργιος είναι Χριστιανός ή όχι. Ειπόντος δε του αυθέντου αυτού, ότι απ’ αρχής τον γνωρίζει ως Χριστιανόν, ελευθερώνεται τότε προσκαίρως ο Άγιος από την συκοφαντίαν και δια προσταγής του ηγεμόνος γράφεται εις τον Κώδικα του καδή, ότι είναι Χριστιανός. Κατά την ιδίαν λοιπόν εκείνην εβδομάδα και δη την πρώτην μετά την απελευθέρωσίν του Κυριακήν, παραμονήν του Αγίου Δημητρίου, εστεφανώθη με την ειρημένην Ελένην. Κατά το διάστημα τούτο έφυγεν ο Ιμίν πασάς δια την Προύσαν, ηκολούθησε δε τούτον ο αυθέντης του Αγίου ομού με τον Γεώργιον, έπειτα όμως από ολίγον χρόνον του επέτρεψεν ο αυθέντης του να επιστρέψη εις Ιωάννινα. Ολίγας δε ημέρας μετά την επιστροφήν του προσελήφθη ως ιπποκόμος του Μουτεσελήμη Φιλιατών, όστις είχεν αποσταλή από τον νέον ηγεμόνα Μουσταφά πασάν. Διαμείνας λοιπόν μήνας τρεις εις Φιλιάτες, ήλθεν εις Ιωάννινα ομού με τον αυθέντην του Μουτεσελήμην περί τα τέλη του Δεκεμβρίου μηνός ημέρα Τετάρτη. Κατ’ εκείνην την ιδίαν νύκτα εξημερώνοντας Πέμπτην εγέννησεν η σύζυγός του, ήτις ήτο έγκυος, υιόν. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην και επειδή ο αυθέντης του φεύγων εζήτησε να συμπαραλάβη μετ’ αυτού και τον Άγιον, του εζήτησε ούτος την άδειαν και κατά το παρόν έμεινεν εις Ιωάννινα. Κατά την εβδόμην Ιανουαρίου μηνός εβάπτισε τον υιόν του και εχάρη ο ευλογημένος, ότι ηξιώθη να γίνη πατήρ, φαίνεται δε ότι κατά τας ημέρας αυτάς του έπλεκεν ο ουράνιος πατήρ τον αμάραντον στέφανον της δόξης του μαρτυρίου, διότι την ερχομένην Τρίτην πρωϊ εδόθη εις ένα ύπνον τόσον βαθύν, ώστε δεν εξύπνησεν όλην την ημέραν και πολλάκις τον υπεκίνουν να εγερθή της κλίνης, αλλά δεν ηννόει διόλου. Τέλος προς τον δείπνον ηγέρθη και ήρχισε να τρώγη, αντί όμως της υπαρχούσης συνηθείας όπως, όταν τρώγωμεν, να λέγωμεν «Εις το όνομα του Χριστού», αυτός ο ευλογημένος είπε· «Δόξα σοι, ο Θεός». Όθεν τον ηρώτησε τις των συγγενών του, διατί είπεν ούτως, αυτός δε του λέγει· «Ω ευλογημένε, δεν λέγετε πάλιν καλά όπου ηξεύρω και τόσον». Την επομένην, Τετάρτην πρωϊ, εζήτησε τα καλά του ενδύματα και ενδυθείς με αυτά εκίνησε να φύγη, προφασιζόμενος ότι θα μετέβαινε προς ανεύρεσιν τύχης. Πηγαίνων λοιπόν έως την θύραν, ξαναγυρίζει και θεωρεί με έκστασιν μεγάλην τον υιόν του, την σύζυγόν του και τους άλλους συγγενείς του. Αυτοί δε βλέποντες εν τοιούτον πράγμα ηπόρουν και λέγουν· «Τι μας θεωρείς ούτως»; Αυτός δε τους λέγει· «Τι σας πειράζει»; Τούτο δε έκαμε δις. Μετά ταύτα εκίνησε κατ’ ευθείαν δια την αγοράν· διερχόμενος όμως από την αγοράν του πλατάνου, ιδού και εμφανίζεται εκείνος ο τρισκατάρατος χότζας, όστις και άλλοτε τον ηνώχλησεν, ως είπομεν, και όστις την εποχήν ταύτην έτυχε να είναι με τον καδήν Μπουλούμπασην. Παρευθύς λοιπόν συλλαμβάνει τον Άγιον καθώς και κατά το παρελθόν είχε πράξει και του λέγει· «Έως πότε θα γελάς με την πίστιν; Τούρκος είσαι ή Χριστιανός»; Αυτός όμως εδειλίασεν ως άνθρωπος και τρόπον τινά παρεκάλει εκείνον να τον αφήση, κατά τύχην δε διήρχετο εκείθεν και ο αδελφός της συζύγου του, Αλέξιος το όνομα, όστις υπερεμάχει δια να τον αποσπάση από τας χείρας του προδότου. Εν τω μεταξύ βλέποντες τον θόρυβον ήλθον και άλλοι πολλοί Αγαρηνοί, δεν έλειψαν δε από του να συνδράμωσι και πλήθος Χριστιανών, οίτινες εθεώρουν τα συμβαίνοντα, μεταξύ δε τούτων ήσαν και δύο εκ των προεστών της κωμοπόλεως Κονίτσης, καλούμενοι ο μεν εις Γεώργιος Διαμάντης, ο δε έτερος Αδάμος εκ Σπάδων, άνθρωποι καλώτατοι, από τους οποίους και επληροφορήθη ο συγγραφεύς του παρόντος τα κατά την εποχήν εκείνην συμβάντα. Έναντι δε του τόπου εκείνου, εις τον οποίον εγένετο η φιλονεικία, ήτο η κατοικία του Νταούτ πασά, αρχηγού των τακτικών στρατευμάτων. Ούτος λοιπόν, βλέπων την σύγχυσιν ταύτην, απέστειλεν ανθρώπους του και έφεραν τους συμπλεκομένους ενώπιόν του· ερωτήσας δε την αιτίαν ακούει παρά των συκοφαντών τού Αγίου να λάγωσιν, ότι «ούτος ο άνθρωπος ήτο Τούρκος, και τον γνωρίζομεν όλοι μας, τώρα όμως εγύρισε και έγινε Χριστιανός, όπως αποδεικνύεται από το φέσι του, το οποίον φέρει το σημείον το οποίον φέρουσιν οι Χριστιανοί». Ερωτήσας δε εκείνος τον Άγιον απεκρίθη ούτος θαρσαλέως λέγων· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός αποθνήσκω». Ο δε αρχιστράτηγος του τακτικού, επειδή ήτο παρών ο καδής Μπουλούμπασης, περί του οποίου προείπομεν, παραδίδει εις τας χείρας του τον Άγιον, ίνα ομού μετά τινος ανθρώπου ιδικού του τον οδηγήσωσιν εις τον μιαρόν Μεχκεμέν. Τούτου δε γενομένου ήχθη ο Άγιος ενώπιον του κριτού, όστις γνωρίζων αυτόν από την πρώτην συκοφαντίαν, του λέγει τουρκιστί· «Χριστιανός είσαι συ»; Τότε ο Άγιος του αποκρίνεται θαρσαλέως λέγων· «Ναι». Του λέγει πάλιν ο καδής· «Ένα καιρόν ήσουν Χριστιανός, μα τώρα είσαι Τούρκος». Ο δε Άγιος ενδυναμούμενος υπό της θείας χάριτος του λέγει μετά παρρησίας· «Όχι, όχι, Χριστιανός καθώς και συ ο ίδιος το μαρτυρείς και με έχεις από πέρυσι καταχωρήσει εις τα χαρτιά σου». Του λέγει πάλιν ο καδής· «Τότε ήτο ένας μάρτυς, μα τώρα μαρτυρούν πολλοί, ότι είσαι Τούρκος, και μετά την μαρτυρίαν αυτών πρέπει ένα των δύο να γίνη ή να τουρκέψης ή να θανατωθής». Ο δε Άγιος του απεκρίθη ξηρώς λέγων: «Ό,τι θέλεις κάμε». Έτυχε δε κατά την ώραν εκείνην να είναι παρών εις κακόγηρος αρνησίθρησκος ετών εβδομήκοντα, ο οποίος εις τοιαύτην ηλικίαν είχε τουρκέψει ο άθλιος από κουφότητα της γνώμης του, ιδών δε αυτός ο μιαρός τον Άγιον ήρχισε να του λέγη· «Μπρε, εγώ είχα εβδομήκοντα χρόνους εις αυτήν την πίστιν και την άφησα και έγινα μουσουλμάνος». Ο δε Άγιος, βλέπων τούτον τον νέον εωσφόρον και μηδέν φοβηθείς, αν και ήτο ως πρόβατον εν μέσω λύκων, αλλά ζήλου θείου πλησθείς και ενδυναμωθείς τρόπον τινά εκ της άνωθεν προμηθείας, λέγει προς τον κακόγηρον· «Ω μιαρέ, αφήνω αυτούς τους αναισχύντους και λέγω εις σε όσον δια την πίστιν μου γνωρίζω, ότι είναι λαμπροτέρα του ηλίου, συ δε, ω τρισάθλιε, με ποίαν συνείδησιν εχωρίσθης από την οικογένειάν σου, οπού έχεις τρεις υιούς, και μάλιστα τον μεγαλύτερον Ιερέα. Δεν επόνεσεν η ψυχή σου να τους αποχωρισθής, βρωμισμένε κακόγηρε»; Ω γενναιότητος αθλητικής! Ω ανδρεία μαρτυρική! Ω σπουδή και προθυμία, ουρανίων επαίνων αξία! (Συνέπεσε δε τότε να είναι γραμματεύς του καδή Γεώργιος τις ανεψιός του Οικονόμου από τα Δολιανά, όστις και μας διηγήθη τα γενόμενα). Ταύτα ακούσαντες οι Τούρκοι εξωργίσθησαν, ερευνήσαντες δε δια να ίδουν αν είναι περιτετμημένος δεν είδον τίποτε. Άγουν όμως το πρόβατον του Χριστού οι αναίσχυντοι από τον καδήν εις τον ανθύπατον, ερωτάται δε και εκεί και πάλιν αποκρίνεται τα ίδια και τέλος δια προσταγής του ανθυπάτου φυλακίζεται. Εγκλεισθείς εις την φυλακήν ο Άγιος εύρεν εκεί και άλλους πολλούς Χριστιανούς και μάλιστα δύο Βουρμπιανίτας, Χαράλαμπον και Γεώργιον ονομαζομένους, οίτινες βλέποντες αυτόν τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν εφυλακίσθη και ο Άγιος τους διηγήθη τα κατ’ αυτόν. Εκείνοι δε πληροφορηθέντες τα γενόμενα και βλέποντές τον ολιγόλογον εκ φύσεως, ηννόησαν ότι πρόκειται περί πίστεως. Όθεν ήρχισαν να τον ενθουσιάζουν προς το μαρτύριον με λόγους παραινετικούς. Όταν εξημέρωσεν η Πέμπτη, άγουσι και πάλιν τον Άγιον εις τον καδήν, ο οποίος τον παρεκίνει με τους παρακαθημένους του εις το να τουρκέψη, αυτός όμως ένα λόγον έλεγεν· «Χριστιανός είμαι, Χριστιανός αποθνήσκω». Άγεται λοιπόν εις το δεσμωτήριον και βάζουν τους πόδας του εις το ξύλον, επάνω δε αυτού έθεσαν πλάκα βάρους πενήντα περίπου οκάδων, αυτός όμως εκοιμήθη τόσον ελαφρά και τόσον γλυκά, ώστε δεν ησθάνθη τελείως το βάρος, αλλ’ ως να ήτο σκεπασμένος με εφαπλώματα ούτω του εφαίνετο. Όταν εξύπνησε, τον ηρώτησαν οι άλλοι· «Αδελφέ, πως επέρασες την νύκτα; Ημείς εφοβήθημεν μη αποθάνης από το βάρος της πέτρας». Ο δε Άγιος τους είπεν· «Εγώ δεν ησθάνθην ουδένα πόνον, μάλιστα δε είδον και οπτασίαν τινά, ήτις με ενίσχυσε· διότι νέος τις λευκοφορεμένος ήλθε και μου είπε τουρκιστί: Μη φοβείσαι, Γεώργιε». Το δε Σάββατον άγεται πάλιν εκ τρίτου εις τον καδήν, δια να κηρύξη και εκ τρίτου την Αγίαν Τριάδα. Ο δε καδής του λέγει· «Τι απεφάσισες; Γνώριζε ότι ήλθεν η ώρα να θανατωθής και θα εκδώσω την προς τούτο απόφασιν». Ο Άγιος όμως, μηδέν φοβηθείς, είπε θαρσαλέως προς αυτόν· «Ό,τι θέλεις κάμε, δεν σε φοβούμαι καθόλου· όχι μίαν απόφασιν, αλλά εκατόν και αν εκδώσης, εγώ Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστανός θα αποθάνω». Βλέπων την γενναιότητα ταύτην ο καδής εβουλήθη να τον απολύση, όμως το τρισκατάρατον, βαρβαρικώτατον και δεισιδαιμονέστατον γένος των Τούρκων Ιωαννιτών έκραζον ζητούντες να θανατωθή ο υβριστής του Μωαμεθανισμού, μάλλον δε συνήργησε προς τούτο η μιαιφόρος, μισάνθρωπος και μιαρωτάτη ψυχή τινός Σιέχ Αλή ονομαζομένου, τον οποίον ετίμων κατά πολύ πάντες οι Οθωμανοί και ο οποίος μετά των περί αυτόν παρουσιάσθη δις προς τον βεζύρην και τον παρεκίνησεν εις φόνον του Αγίου, όστις δια το θρησκευτικόν αυτών σέβας συγκατένευσεν. Ούτω λοιπόν τους έδωκε την απόφασιν και λαβόντες τον Άγιον άγουσιν αυτόν πρώτον εις την φυλακήν, λέγουσι δε τινές, ότι την ώραν κατά την οποίαν εξέδωκεν ο κριτής την απόφασιν έγινε μία υπερβολική αστραπή και ηκούσθη κρότος τις τρομερός, εγένετο δε και αναβρασμός της λίμνης τόσος ώστε ετρόμαξαν οι άνθρωποι. Ταύτα μαθόντες οι Χριστιανοί κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν, ίνα δια πρεσβειών ελευθερώσουν τον Γεώργιον, μάλιστα δε οι Αρχιερείς ο τε Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος, όστις ήτο ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Β΄, ο Άρτης Νεόφυτος και ο Γρεβενών, με τους προύχοντας της πόλεως και τους συγγενείς του Αγίου, αλλά δεν ηδυνήθησαν να επιτύχωσι τίποτε. Παρρησιάσθησαν δε και εις τον βεζύρην, εις τον οποίον απέδειξαν ότι ο Άγιος ήτο απερίτμητος και εζήτουν την απελευθέρωσίν του, αυτός δε τους απεκρίθη, ότι «αυτό τα πράγμα είναι του καδή και δεν ημπορώ εγώ να το αναιρέσω». Δεν έλειπον όμως από του να στέλλουν και ανθρώπους εις την φυλακήν διανα τον παρακινώσιν εις το μαρτύριον, μάλλον δε οι ειρημένοι Χαραλάμπης και Γεώργιος δεν έπαυον πάντοτε από του να τον νουθετώσιν, αυτός δε τους έλεγε· «Μη πτοείσθε, αδελφοί, και εγώ θα μαρτυρήσω δια τον Χριστόν μου προθυμότατα». Ήτο δε ο ευλογημένος τόσον ήσυχος, καθώς και ο ίδιος το έλεγεν και μάλιστα η γυνή του, όσον ουδείς άλλος· όσας δε ημέρας εκάθησεν εις την φυλακήν, επήγαινον εκείνοι οι τρισκατάρατοι και τον παρακινούσαν λέγοντές του να τουρκεύση, ο δε Άγιος άλλο δεν τους έλεγεν, ειμή μόνον το, «Χριστιανός είμαι». Οι δε άλλοι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι Χριστιανοί τον επαρακινούσαν να τους επιπλήττη, αυτός όμως τους έλεγεν· «Τώρα θα σπάσω εγώ το κεφάλι μου να φωνάζω; Τους είπα, Χριστιανός είμαι». Ο δε επάρατος δεσμοφύλαξ δεν απέλειπε να τον ενοχλή πάντοτε, λέγων εις αυτόν· «Μπρε Γεώργιε, τούρκευσε τώρα δια να γλυτώσης τον θάνατον και έπειτα πηγαίνεις εις την Ελλάδα ή αλλού και γίνεσαι πάλιν Χριστιανός». Ο δε Άγιος, στοχαζόμενος τα ψυχοφθόρα του λόγια, του έλεγε με την φυσικήν του απλότητα· «Εγώ Χριστιανός αποθνήσκω, τι το μετά ταύτα»; Όταν λοιπόν εξημέρωσεν η Δευτέρα 17η Ιανουαρίου του Αγίου Αντωνίου και περί την τρίτην ώραν της ημέρας ιδού έρχονται πέντε δήμιοι. Φοβηθέντες δε οι προειρημένοι Χριστιανοί, επειδή και εκείνοι ήσαν καταδικασμένοι εις θάνατον, ήρχισαν να προσεύχωνται, ως ηδύναντο, ο δε Άγιος εκάθητο ατάραχος εις την πυράν, έχων την χείρα του εις το πρόσωπόν του. Επειδή δε δεν έτυχε να είναι εκεί ο δεσμοφύλαξ, ιδών ο Χαράλαμπος νέον τινά ονόματι Τασούλαν, τον ηρώτησε δια νεύματος διατί ήλθον οι δήμιοι, αυτός δε του απήντησεν ότι δια τον Γεώργιον. Τότε λέγουν οι άλλοι κατάδικοι εν πάση μυστικότητι εις τον Άγιον· «Μη φοβηθής, αδελφέ, αλλά ανδρίζου, ολίγος είναι ο πόνος, έπειτα δε θα χαίρεσαι εις αιώνα τον άπαντα». Ακούσας ο μακάριος Γεώργιος την απόφασιν του θανάτου εχάρη υπερβολικά δοξάζων τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να αποθάνη δια το όνομά του το Άγιον. Του λέγουν δε πάλιν οι προρρηθέντες ευσεβείς Χριστιανοί· «Πρόσεχε καλώς, αδελφέ, διότι αυτοί θα μεταχειρισθώσι παντοίους τρόπους δια να σου πάρουν λόγον· λοιπόν, πρόσεχε καλώς μη γελασθής». Ενώ δε έλεγον ταύτα, ήνοιξεν ο δεσμοφύλαξ την θύραν και λέγει του Αγίου να εγερθή, αυτός δε ηγέρθη χαρούμενος. Όθεν ήρχισεν εκείνος να τον δένη κατά την συνήθειαν των καταδίκων, αφού δε ητοιμάσθη, αντήλλαξε τον τελευταίον ασπασμόν μετά των άλλων εκεί Χριστιανών, παραλαβόντες δε αυτόν οι δήμιοι τον ωδήγουν δια την σφαγήν, έτρεχε δε ο μακάριος με τόσην προθυμίαν, «ως η διψώσα έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων» κατά τον θείον Δαβίδ. Λέγουσι δε εις αυτόν οι δήμιοι· «Θα σε κρεμάσωμεν», ο δε εξουθενών και μυκτηρίζων αυτούς απεκρίθη με γενναιότητα· «Ό,τι θέλετε κάμετε μίαν ώραν ενωρίτερα». Θαύμα δε μέγα ήτο εις τους ορώντας τον Άγιον, ότι έτρεχε πλησίον εις τους δημίους με τόσην προθυμίαν και αγαλλίασιν, ώστε να φαίνεται ότι πετά εις τον αέρα, το δε πρόσωπόν του εφαίνετο φαιδρόν, χαριέστατον και όλον εξαστράπτον από την χαράν της ψυχής του. Φέροντες λοιπόν τον Άγιον εις τόπον λεγόμενον Κουραμανιό, τον ηρώτησαν και πάλιν λέγοντες· «Τι είσαι, συ»; Ο δε Άγιος είπε· «Χριστιανός· προσκυνώ τον Χριστόν μου και την Δέσποινάν μου Θεοτόκον». Έπειτα παρεκάλεσε τους δημίους να του λύσουν τα χέρια, αφού δε του τά έλυσαν έκαμε τον Σταυρόν του και είπε προς τους Χριστιανούς· «Συγχωρήσατέ μοι αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Οι δε δήμιοι έβαλαν το σχοινίον εις τον λαιμόν του Μάρτυρος και σύροντες αυτό παρέδωκεν ο Άγιος το πνεύμα και ούτως ετελείωσεν ο γενναιότατος, εις ηλικίαν είκοσι οκτώ ετών. Κατά δε την συνήθειαν των Αγαρηνών ίστατο επί τρεις ημέρας το άγιόν του λείψανον εις την αγχόνην και κάθε βράδυ έβλεπον οι φύλακες φως ουράνιον λάμπον πέριξ του σώματος και νομίσαντες τούτο αστραπήν, ήτις θα έκαιε τον κατ’ αυτούς άπιστον, εκάλεσαν τον καδήν, όστις ιδών και αυτός τούτο και θαυμάσας εκάλεσε και τον βεζύρην, ούτος δε πάλιν ενόμισεν, ότι τη επαύριον, ήτοι την 18ην, καθ’ ην επανηγύριζεν ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, θα εγίνετο το σώμα του Μάρτυρος πυρίκαυστον και θα έμενε μόνον η τέφρα του. Όμως το άγιον τούτο λείψανον παρέμεινεν άφθαρτον και ακέραιον, λάμπον και ευωδιάζον εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών. Μετά τας τρεις ημέρας, κατόπιν παρακλήσεως των Χριστιανών, καλέσας ο βεζύρης τον Μητροπολίτην Ιωακείμ, έδωσεν εις αυτόν την άδειαν του ενταφιασμού του αγίου λειψάνου. Όθεν λαβόντες αυτό οι Χριστιανοί, το έφερον εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγίου Αθανασίου, εις τον οποίον είχον συναθροισθή όλοι οι Αρχιερείς και το πλήθος των Χριστιανών των Ιωαννίνων και με όλην την Χριστιανικήν παράταξιν, με δάκρυα αφ’ ενός, και με χαράν αφ’ ετέρου, δια την δόξαν της αμωμήτου πίστεως ημών και την καταισχύνην των Αγαρηνών, οίτινες δεν απέλαβον κατά τον πόθον των, και μετά ψαλμωδιών λαμπρών και ζήλου πίστεως, ενεταφίασαν το άγιο αυτού λείψανον κατά το αριστερόν μέρος της Εκκλησίας, πλησίον της πύλης του Αγίου Βήματος Χριστιανικώς και μεγαλοπρεπώς. Όσοι δε των Χριστιανών έλαβον μέρος είτε από το σχοινίον με το οποίον εκρέμασαν τον Άγιον, είτε από τα ενδύματά του, είδον μεγάλας ιατρείας, και όσοι ασθενείς έδραμον εις τον τάφον του Αγίου απέλαβον την υγείαν των. Αλάλων εδόθη η φωνή, χωλών ευθυδρομία, και της εξηραμμένης χειρός γυναικός τινός η τελείως υγιής ανόρθωσις, και πολλών άλλων ιαματήριον εγένετο η του τάφου προσέγγισις. Εις πολλούς δ’ εφάνη κατ’ όναρ, καθώς και εις την σύζυγόν του, την οποίαν επαρηγόρησεν ειπών· «Μη φοβείσαι, διότι εγώ θα σε επισκέπτωμαι πάντοτε». Η φήμη αύτη των θαυμάτων του διέδραμε πανταχού· όθεν προσέτρεχον και προστρέχουν εις τον τάφον τού Αγίου άπειρα πλήθη ασθενών, οίτινες κατά την πίστιν αυτών λαμβάνουσι την υγείαν των. Ιερομόναχος δε τις φιλομάρτυς, ακούσας περί του Αγίου, ζήλω θείω κινούμενος, έστειλεν εις Ιωάννινα και ιστόρησαν την εικόνα του με όλα τα παράσημα, δια της οποίας ολείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν και τελούνται μέχρι σήμερον. Ας δοξάσωμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τον Θεόν όπου μας ηξίωσε να ίδωμεν ιδίοις ημών οφθαλμοίς την γενναιότητα των απ’ αιώνος Αγίων Μαρτύρων σωζομένην και νυν εις τας ημέρας μας. Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, λέγω, διότι ο θάνατος του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου έγινεν ανάστασις των πιστών και πτώσις των απίστων, των δε ιοβόλων γλωσσαλγούντων κατά της Αγίας Ορθοδόξου ημών πίστεως μεγάλη καταισχύνη. Ου ταις πολλαίς πρεσβείαις και πάντων των Αγίων αξιωθείημεν και ημείς της των ουρανών Βασιλείας και αθανάτου μακαριότητος. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ότε δε ο Άγιος ήτο εις ηλικίαν οκτώ ετών έμεινεν ορφανός από γονείς· όθεν έμεινεν υπό την προστασίαν του αδελφού του και της αδελφής του. Επειδή όμως ηκολούθησαν τότε πολλαί ανωμαλίαι εις την Ήπειρον και πολλοί Αλβανοί και άλλα στρατεύματα περιέτρεχον αυτήν, προσεκολλήθη και ούτος ο ευλογημένος εις τινας Αγάδες υπομίσθιος. Με την πάροδον του χρόνου προσελήφθη εις την υπηρεσίαν του Χατζή Αβδουλάχ, ενός από τους αξιωματικούς του Ιμίν πασά, υιού του Κιοταχή, με τον οποίον έκαμε περί τους οκτώ χρόνους μετερχόμενος τον ιπποκόμον. Οι δε Αγαρηνοί, καθώς συνηθίζουν, δια πολλά αίτια δεν τον εκάλουν με το όνομά του, αλλά τον έκραζον Γκιαούρ Χασάν, αυτός όμως εφρόνει τα των Χριστιανών. Όπερ αγνοούντες οι περισσότεροι δεν τον εστοχάζοντο δια Χριστιανόν, αλλ’ Οθωμανόν. Τι όμως ηκολούθησεν; Όταν ο Ιμίν πασάς ήλθε το δεύτερον κατά το έτος αωλη΄ (1836) ηγεμών εις Ιωάννινα, έχων μαζί του τον Χατζή Αβδουλάχ ομού με τον ευλογημένον Γεώργιον, δια προτροπής τινών φίλων του ηρραβωνίσθη ούτος μετά τινος νέας, Ελένης ονομαζομένης, ορφανής και αυτής και προστατευομένης από μίαν θείαν της, Θεοφανώ καλουμένην, είχε δε αύτη και δύο αδελφούς Αλέξιον και Κωνσταντίνον καλουμένους. Αύτη η κόρη, όσον εις τα σωματικά ήτο πάμπτωχος, τόσον εις τα ψυχικά ήτο πλουσιωτάτη, φρονιμωτάτη και θεόφοβος, καθώς υπό πάντων εμαρτυρείτο. Ακούσατε όμως τι ηκολούθησε κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν κατά την οποίαν την ηρραβώνισεν η θεία της με τον ευλογημένον Γεώργιον. Χότζας τις Τούρκος εξ Ιωαννίνων, γνωρίζων τον Άγιον και εκ των προτέρων μάλλον από την ονομασίαν, με την οποίαν τον εκάλουν (Γκιαούρ Χασάν) και ων φυσικά φανατικός μουσουλμάνος, συκοφαντεί τον ευλογημένον Γεώργιον. Λέγει δε εις αυτόν· «Πως συ Τούρκος ων θέλεις να πάρης Χριστιανήν γυναίκα»; Ο δε Άγιος λέγει προς αυτόν· «Εγώ, ως Χριστιανός οπού είμαι, ζητώ να πάρω Χριστιανήν γυναίκα». Εκείνος όμως ο τρισκατάρατος τρέχει μόνος του εις τον κριτήν και συκοφαντεί τον ευλογημένον Γεώργιον λέγων· «Κάποιος Τούρκος ζητεί να πάρη εις γυναίκα μίαν Χριστιανήν, ενώ τον ηξεύρω δια Τούρκον». Φέρουν λοιπόν τον ευλογημένον Γεώργιον εις το κριτήριον, εκεί δε ερωτάται και αποκρίνεται θαρσαλέως εις τον καδήν, ότι είναι Χριστιανός. Ο καδής τότε τον φοβερίζει λέγων· «Εδώ ο Χότζας μαρτυρεί ότι είσαι Τούρκος». Λέγει ο Άγιος· «Όχι, Χριστιανός ήμουν και είμαι». Λέγων δε τούτον τον λόγον έκαμε και το σημείον του Σταυρού. Έτυχεν όμως τότε παρών και τις φίλος του ειλικρινής του Αγίου, ο οποίος ων γεγυμνασμένος την τουρκικήν διάλεκτον, έχων εν ταυτώ και μίαν υπερφυσικήν ευτολμίαν, αντέκρουε πάντας τους λόγους του καδή, επειδή ο Άγιος ήτο εκ φύσεως ολιγόλογος. Βλέπων ο καδής ταύτα και μη γνωρίζων τι να πράξη, απεφάσισε και έστειλε τον Άγιον εις τον βεζύρην· εκείνος δε ερωτά αυτόν και ο Άγιος αποκρίνεται τα ίδια καθώς και εις τον καδήν απεκρίθη. Επειδή δε ο βεζύρης έμαθεν, ότι ο μάρτυς ήτο άνθρωπος του Χατζή Αβδουλάχ, έστειλε και εκάλεσε αυτόν και τον ηρώτησε αν ο Γεώργιος είναι Χριστιανός ή όχι. Ειπόντος δε του αυθέντου αυτού, ότι απ’ αρχής τον γνωρίζει ως Χριστιανόν, ελευθερώνεται τότε προσκαίρως ο Άγιος από την συκοφαντίαν και δια προσταγής του ηγεμόνος γράφεται εις τον Κώδικα του καδή, ότι είναι Χριστιανός. Κατά την ιδίαν λοιπόν εκείνην εβδομάδα και δη την πρώτην μετά την απελευθέρωσίν του Κυριακήν, παραμονήν του Αγίου Δημητρίου, εστεφανώθη με την ειρημένην Ελένην. Κατά το διάστημα τούτο έφυγεν ο Ιμίν πασάς δια την Προύσαν, ηκολούθησε δε τούτον ο αυθέντης του Αγίου ομού με τον Γεώργιον, έπειτα όμως από ολίγον χρόνον του επέτρεψεν ο αυθέντης του να επιστρέψη εις Ιωάννινα. Ολίγας δε ημέρας μετά την επιστροφήν του προσελήφθη ως ιπποκόμος του Μουτεσελήμη Φιλιατών, όστις είχεν αποσταλή από τον νέον ηγεμόνα Μουσταφά πασάν. Διαμείνας λοιπόν μήνας τρεις εις Φιλιάτες, ήλθεν εις Ιωάννινα ομού με τον αυθέντην του Μουτεσελήμην περί τα τέλη του Δεκεμβρίου μηνός ημέρα Τετάρτη. Κατ’ εκείνην την ιδίαν νύκτα εξημερώνοντας Πέμπτην εγέννησεν η σύζυγός του, ήτις ήτο έγκυος, υιόν. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην και επειδή ο αυθέντης του φεύγων εζήτησε να συμπαραλάβη μετ’ αυτού και τον Άγιον, του εζήτησε ούτος την άδειαν και κατά το παρόν έμεινεν εις Ιωάννινα. Κατά την εβδόμην Ιανουαρίου μηνός εβάπτισε τον υιόν του και εχάρη ο ευλογημένος, ότι ηξιώθη να γίνη πατήρ, φαίνεται δε ότι κατά τας ημέρας αυτάς του έπλεκεν ο ουράνιος πατήρ τον αμάραντον στέφανον της δόξης του μαρτυρίου, διότι την ερχομένην Τρίτην πρωϊ εδόθη εις ένα ύπνον τόσον βαθύν, ώστε δεν εξύπνησεν όλην την ημέραν και πολλάκις τον υπεκίνουν να εγερθή της κλίνης, αλλά δεν ηννόει διόλου. Τέλος προς τον δείπνον ηγέρθη και ήρχισε να τρώγη, αντί όμως της υπαρχούσης συνηθείας όπως, όταν τρώγωμεν, να λέγωμεν «Εις το όνομα του Χριστού», αυτός ο ευλογημένος είπε· «Δόξα σοι, ο Θεός». Όθεν τον ηρώτησε τις των συγγενών του, διατί είπεν ούτως, αυτός δε του λέγει· «Ω ευλογημένε, δεν λέγετε πάλιν καλά όπου ηξεύρω και τόσον». Την επομένην, Τετάρτην πρωϊ, εζήτησε τα καλά του ενδύματα και ενδυθείς με αυτά εκίνησε να φύγη, προφασιζόμενος ότι θα μετέβαινε προς ανεύρεσιν τύχης. Πηγαίνων λοιπόν έως την θύραν, ξαναγυρίζει και θεωρεί με έκστασιν μεγάλην τον υιόν του, την σύζυγόν του και τους άλλους συγγενείς του. Αυτοί δε βλέποντες εν τοιούτον πράγμα ηπόρουν και λέγουν· «Τι μας θεωρείς ούτως»; Αυτός δε τους λέγει· «Τι σας πειράζει»; Τούτο δε έκαμε δις. Μετά ταύτα εκίνησε κατ’ ευθείαν δια την αγοράν· διερχόμενος όμως από την αγοράν του πλατάνου, ιδού και εμφανίζεται εκείνος ο τρισκατάρατος χότζας, όστις και άλλοτε τον ηνώχλησεν, ως είπομεν, και όστις την εποχήν ταύτην έτυχε να είναι με τον καδήν Μπουλούμπασην. Παρευθύς λοιπόν συλλαμβάνει τον Άγιον καθώς και κατά το παρελθόν είχε πράξει και του λέγει· «Έως πότε θα γελάς με την πίστιν; Τούρκος είσαι ή Χριστιανός»; Αυτός όμως εδειλίασεν ως άνθρωπος και τρόπον τινά παρεκάλει εκείνον να τον αφήση, κατά τύχην δε διήρχετο εκείθεν και ο αδελφός της συζύγου του, Αλέξιος το όνομα, όστις υπερεμάχει δια να τον αποσπάση από τας χείρας του προδότου. Εν τω μεταξύ βλέποντες τον θόρυβον ήλθον και άλλοι πολλοί Αγαρηνοί, δεν έλειψαν δε από του να συνδράμωσι και πλήθος Χριστιανών, οίτινες εθεώρουν τα συμβαίνοντα, μεταξύ δε τούτων ήσαν και δύο εκ των προεστών της κωμοπόλεως Κονίτσης, καλούμενοι ο μεν εις Γεώργιος Διαμάντης, ο δε έτερος Αδάμος εκ Σπάδων, άνθρωποι καλώτατοι, από τους οποίους και επληροφορήθη ο συγγραφεύς του παρόντος τα κατά την εποχήν εκείνην συμβάντα. Έναντι δε του τόπου εκείνου, εις τον οποίον εγένετο η φιλονεικία, ήτο η κατοικία του Νταούτ πασά, αρχηγού των τακτικών στρατευμάτων. Ούτος λοιπόν, βλέπων την σύγχυσιν ταύτην, απέστειλεν ανθρώπους του και έφεραν τους συμπλεκομένους ενώπιόν του· ερωτήσας δε την αιτίαν ακούει παρά των συκοφαντών τού Αγίου να λάγωσιν, ότι «ούτος ο άνθρωπος ήτο Τούρκος, και τον γνωρίζομεν όλοι μας, τώρα όμως εγύρισε και έγινε Χριστιανός, όπως αποδεικνύεται από το φέσι του, το οποίον φέρει το σημείον το οποίον φέρουσιν οι Χριστιανοί». Ερωτήσας δε εκείνος τον Άγιον απεκρίθη ούτος θαρσαλέως λέγων· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός αποθνήσκω». Ο δε αρχιστράτηγος του τακτικού, επειδή ήτο παρών ο καδής Μπουλούμπασης, περί του οποίου προείπομεν, παραδίδει εις τας χείρας του τον Άγιον, ίνα ομού μετά τινος ανθρώπου ιδικού του τον οδηγήσωσιν εις τον μιαρόν Μεχκεμέν. Τούτου δε γενομένου ήχθη ο Άγιος ενώπιον του κριτού, όστις γνωρίζων αυτόν από την πρώτην συκοφαντίαν, του λέγει τουρκιστί· «Χριστιανός είσαι συ»; Τότε ο Άγιος του αποκρίνεται θαρσαλέως λέγων· «Ναι». Του λέγει πάλιν ο καδής· «Ένα καιρόν ήσουν Χριστιανός, μα τώρα είσαι Τούρκος». Ο δε Άγιος ενδυναμούμενος υπό της θείας χάριτος του λέγει μετά παρρησίας· «Όχι, όχι, Χριστιανός καθώς και συ ο ίδιος το μαρτυρείς και με έχεις από πέρυσι καταχωρήσει εις τα χαρτιά σου». Του λέγει πάλιν ο καδής· «Τότε ήτο ένας μάρτυς, μα τώρα μαρτυρούν πολλοί, ότι είσαι Τούρκος, και μετά την μαρτυρίαν αυτών πρέπει ένα των δύο να γίνη ή να τουρκέψης ή να θανατωθής». Ο δε Άγιος του απεκρίθη ξηρώς λέγων: «Ό,τι θέλεις κάμε». Έτυχε δε κατά την ώραν εκείνην να είναι παρών εις κακόγηρος αρνησίθρησκος ετών εβδομήκοντα, ο οποίος εις τοιαύτην ηλικίαν είχε τουρκέψει ο άθλιος από κουφότητα της γνώμης του, ιδών δε αυτός ο μιαρός τον Άγιον ήρχισε να του λέγη· «Μπρε, εγώ είχα εβδομήκοντα χρόνους εις αυτήν την πίστιν και την άφησα και έγινα μουσουλμάνος». Ο δε Άγιος, βλέπων τούτον τον νέον εωσφόρον και μηδέν φοβηθείς, αν και ήτο ως πρόβατον εν μέσω λύκων, αλλά ζήλου θείου πλησθείς και ενδυναμωθείς τρόπον τινά εκ της άνωθεν προμηθείας, λέγει προς τον κακόγηρον· «Ω μιαρέ, αφήνω αυτούς τους αναισχύντους και λέγω εις σε όσον δια την πίστιν μου γνωρίζω, ότι είναι λαμπροτέρα του ηλίου, συ δε, ω τρισάθλιε, με ποίαν συνείδησιν εχωρίσθης από την οικογένειάν σου, οπού έχεις τρεις υιούς, και μάλιστα τον μεγαλύτερον Ιερέα. Δεν επόνεσεν η ψυχή σου να τους αποχωρισθής, βρωμισμένε κακόγηρε»; Ω γενναιότητος αθλητικής! Ω ανδρεία μαρτυρική! Ω σπουδή και προθυμία, ουρανίων επαίνων αξία! (Συνέπεσε δε τότε να είναι γραμματεύς του καδή Γεώργιος τις ανεψιός του Οικονόμου από τα Δολιανά, όστις και μας διηγήθη τα γενόμενα). Ταύτα ακούσαντες οι Τούρκοι εξωργίσθησαν, ερευνήσαντες δε δια να ίδουν αν είναι περιτετμημένος δεν είδον τίποτε. Άγουν όμως το πρόβατον του Χριστού οι αναίσχυντοι από τον καδήν εις τον ανθύπατον, ερωτάται δε και εκεί και πάλιν αποκρίνεται τα ίδια και τέλος δια προσταγής του ανθυπάτου φυλακίζεται. Εγκλεισθείς εις την φυλακήν ο Άγιος εύρεν εκεί και άλλους πολλούς Χριστιανούς και μάλιστα δύο Βουρμπιανίτας, Χαράλαμπον και Γεώργιον ονομαζομένους, οίτινες βλέποντες αυτόν τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν εφυλακίσθη και ο Άγιος τους διηγήθη τα κατ’ αυτόν. Εκείνοι δε πληροφορηθέντες τα γενόμενα και βλέποντές τον ολιγόλογον εκ φύσεως, ηννόησαν ότι πρόκειται περί πίστεως. Όθεν ήρχισαν να τον ενθουσιάζουν προς το μαρτύριον με λόγους παραινετικούς. Όταν εξημέρωσεν η Πέμπτη, άγουσι και πάλιν τον Άγιον εις τον καδήν, ο οποίος τον παρεκίνει με τους παρακαθημένους του εις το να τουρκέψη, αυτός όμως ένα λόγον έλεγεν· «Χριστιανός είμαι, Χριστιανός αποθνήσκω». Άγεται λοιπόν εις το δεσμωτήριον και βάζουν τους πόδας του εις το ξύλον, επάνω δε αυτού έθεσαν πλάκα βάρους πενήντα περίπου οκάδων, αυτός όμως εκοιμήθη τόσον ελαφρά και τόσον γλυκά, ώστε δεν ησθάνθη τελείως το βάρος, αλλ’ ως να ήτο σκεπασμένος με εφαπλώματα ούτω του εφαίνετο. Όταν εξύπνησε, τον ηρώτησαν οι άλλοι· «Αδελφέ, πως επέρασες την νύκτα; Ημείς εφοβήθημεν μη αποθάνης από το βάρος της πέτρας». Ο δε Άγιος τους είπεν· «Εγώ δεν ησθάνθην ουδένα πόνον, μάλιστα δε είδον και οπτασίαν τινά, ήτις με ενίσχυσε· διότι νέος τις λευκοφορεμένος ήλθε και μου είπε τουρκιστί: Μη φοβείσαι, Γεώργιε». Το δε Σάββατον άγεται πάλιν εκ τρίτου εις τον καδήν, δια να κηρύξη και εκ τρίτου την Αγίαν Τριάδα. Ο δε καδής του λέγει· «Τι απεφάσισες; Γνώριζε ότι ήλθεν η ώρα να θανατωθής και θα εκδώσω την προς τούτο απόφασιν». Ο Άγιος όμως, μηδέν φοβηθείς, είπε θαρσαλέως προς αυτόν· «Ό,τι θέλεις κάμε, δεν σε φοβούμαι καθόλου· όχι μίαν απόφασιν, αλλά εκατόν και αν εκδώσης, εγώ Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστανός θα αποθάνω». Βλέπων την γενναιότητα ταύτην ο καδής εβουλήθη να τον απολύση, όμως το τρισκατάρατον, βαρβαρικώτατον και δεισιδαιμονέστατον γένος των Τούρκων Ιωαννιτών έκραζον ζητούντες να θανατωθή ο υβριστής του Μωαμεθανισμού, μάλλον δε συνήργησε προς τούτο η μιαιφόρος, μισάνθρωπος και μιαρωτάτη ψυχή τινός Σιέχ Αλή ονομαζομένου, τον οποίον ετίμων κατά πολύ πάντες οι Οθωμανοί και ο οποίος μετά των περί αυτόν παρουσιάσθη δις προς τον βεζύρην και τον παρεκίνησεν εις φόνον του Αγίου, όστις δια το θρησκευτικόν αυτών σέβας συγκατένευσεν. Ούτω λοιπόν τους έδωκε την απόφασιν και λαβόντες τον Άγιον άγουσιν αυτόν πρώτον εις την φυλακήν, λέγουσι δε τινές, ότι την ώραν κατά την οποίαν εξέδωκεν ο κριτής την απόφασιν έγινε μία υπερβολική αστραπή και ηκούσθη κρότος τις τρομερός, εγένετο δε και αναβρασμός της λίμνης τόσος ώστε ετρόμαξαν οι άνθρωποι. Ταύτα μαθόντες οι Χριστιανοί κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν, ίνα δια πρεσβειών ελευθερώσουν τον Γεώργιον, μάλιστα δε οι Αρχιερείς ο τε Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος, όστις ήτο ο μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Β΄, ο Άρτης Νεόφυτος και ο Γρεβενών, με τους προύχοντας της πόλεως και τους συγγενείς του Αγίου, αλλά δεν ηδυνήθησαν να επιτύχωσι τίποτε. Παρρησιάσθησαν δε και εις τον βεζύρην, εις τον οποίον απέδειξαν ότι ο Άγιος ήτο απερίτμητος και εζήτουν την απελευθέρωσίν του, αυτός δε τους απεκρίθη, ότι «αυτό τα πράγμα είναι του καδή και δεν ημπορώ εγώ να το αναιρέσω». Δεν έλειπον όμως από του να στέλλουν και ανθρώπους εις την φυλακήν διανα τον παρακινώσιν εις το μαρτύριον, μάλλον δε οι ειρημένοι Χαραλάμπης και Γεώργιος δεν έπαυον πάντοτε από του να τον νουθετώσιν, αυτός δε τους έλεγε· «Μη πτοείσθε, αδελφοί, και εγώ θα μαρτυρήσω δια τον Χριστόν μου προθυμότατα». Ήτο δε ο ευλογημένος τόσον ήσυχος, καθώς και ο ίδιος το έλεγεν και μάλιστα η γυνή του, όσον ουδείς άλλος· όσας δε ημέρας εκάθησεν εις την φυλακήν, επήγαινον εκείνοι οι τρισκατάρατοι και τον παρακινούσαν λέγοντές του να τουρκεύση, ο δε Άγιος άλλο δεν τους έλεγεν, ειμή μόνον το, «Χριστιανός είμαι». Οι δε άλλοι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι Χριστιανοί τον επαρακινούσαν να τους επιπλήττη, αυτός όμως τους έλεγεν· «Τώρα θα σπάσω εγώ το κεφάλι μου να φωνάζω; Τους είπα, Χριστιανός είμαι». Ο δε επάρατος δεσμοφύλαξ δεν απέλειπε να τον ενοχλή πάντοτε, λέγων εις αυτόν· «Μπρε Γεώργιε, τούρκευσε τώρα δια να γλυτώσης τον θάνατον και έπειτα πηγαίνεις εις την Ελλάδα ή αλλού και γίνεσαι πάλιν Χριστιανός». Ο δε Άγιος, στοχαζόμενος τα ψυχοφθόρα του λόγια, του έλεγε με την φυσικήν του απλότητα· «Εγώ Χριστιανός αποθνήσκω, τι το μετά ταύτα»; Όταν λοιπόν εξημέρωσεν η Δευτέρα 17η Ιανουαρίου του Αγίου Αντωνίου και περί την τρίτην ώραν της ημέρας ιδού έρχονται πέντε δήμιοι. Φοβηθέντες δε οι προειρημένοι Χριστιανοί, επειδή και εκείνοι ήσαν καταδικασμένοι εις θάνατον, ήρχισαν να προσεύχωνται, ως ηδύναντο, ο δε Άγιος εκάθητο ατάραχος εις την πυράν, έχων την χείρα του εις το πρόσωπόν του. Επειδή δε δεν έτυχε να είναι εκεί ο δεσμοφύλαξ, ιδών ο Χαράλαμπος νέον τινά ονόματι Τασούλαν, τον ηρώτησε δια νεύματος διατί ήλθον οι δήμιοι, αυτός δε του απήντησεν ότι δια τον Γεώργιον. Τότε λέγουν οι άλλοι κατάδικοι εν πάση μυστικότητι εις τον Άγιον· «Μη φοβηθής, αδελφέ, αλλά ανδρίζου, ολίγος είναι ο πόνος, έπειτα δε θα χαίρεσαι εις αιώνα τον άπαντα». Ακούσας ο μακάριος Γεώργιος την απόφασιν του θανάτου εχάρη υπερβολικά δοξάζων τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να αποθάνη δια το όνομά του το Άγιον. Του λέγουν δε πάλιν οι προρρηθέντες ευσεβείς Χριστιανοί· «Πρόσεχε καλώς, αδελφέ, διότι αυτοί θα μεταχειρισθώσι παντοίους τρόπους δια να σου πάρουν λόγον· λοιπόν, πρόσεχε καλώς μη γελασθής». Ενώ δε έλεγον ταύτα, ήνοιξεν ο δεσμοφύλαξ την θύραν και λέγει του Αγίου να εγερθή, αυτός δε ηγέρθη χαρούμενος. Όθεν ήρχισεν εκείνος να τον δένη κατά την συνήθειαν των καταδίκων, αφού δε ητοιμάσθη, αντήλλαξε τον τελευταίον ασπασμόν μετά των άλλων εκεί Χριστιανών, παραλαβόντες δε αυτόν οι δήμιοι τον ωδήγουν δια την σφαγήν, έτρεχε δε ο μακάριος με τόσην προθυμίαν, «ως η διψώσα έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων» κατά τον θείον Δαβίδ. Λέγουσι δε εις αυτόν οι δήμιοι· «Θα σε κρεμάσωμεν», ο δε εξουθενών και μυκτηρίζων αυτούς απεκρίθη με γενναιότητα· «Ό,τι θέλετε κάμετε μίαν ώραν ενωρίτερα». Θαύμα δε μέγα ήτο εις τους ορώντας τον Άγιον, ότι έτρεχε πλησίον εις τους δημίους με τόσην προθυμίαν και αγαλλίασιν, ώστε να φαίνεται ότι πετά εις τον αέρα, το δε πρόσωπόν του εφαίνετο φαιδρόν, χαριέστατον και όλον εξαστράπτον από την χαράν της ψυχής του. Φέροντες λοιπόν τον Άγιον εις τόπον λεγόμενον Κουραμανιό, τον ηρώτησαν και πάλιν λέγοντες· «Τι είσαι, συ»; Ο δε Άγιος είπε· «Χριστιανός· προσκυνώ τον Χριστόν μου και την Δέσποινάν μου Θεοτόκον». Έπειτα παρεκάλεσε τους δημίους να του λύσουν τα χέρια, αφού δε του τά έλυσαν έκαμε τον Σταυρόν του και είπε προς τους Χριστιανούς· «Συγχωρήσατέ μοι αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Οι δε δήμιοι έβαλαν το σχοινίον εις τον λαιμόν του Μάρτυρος και σύροντες αυτό παρέδωκεν ο Άγιος το πνεύμα και ούτως ετελείωσεν ο γενναιότατος, εις ηλικίαν είκοσι οκτώ ετών. Κατά δε την συνήθειαν των Αγαρηνών ίστατο επί τρεις ημέρας το άγιόν του λείψανον εις την αγχόνην και κάθε βράδυ έβλεπον οι φύλακες φως ουράνιον λάμπον πέριξ του σώματος και νομίσαντες τούτο αστραπήν, ήτις θα έκαιε τον κατ’ αυτούς άπιστον, εκάλεσαν τον καδήν, όστις ιδών και αυτός τούτο και θαυμάσας εκάλεσε και τον βεζύρην, ούτος δε πάλιν ενόμισεν, ότι τη επαύριον, ήτοι την 18ην, καθ’ ην επανηγύριζεν ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, θα εγίνετο το σώμα του Μάρτυρος πυρίκαυστον και θα έμενε μόνον η τέφρα του. Όμως το άγιον τούτο λείψανον παρέμεινεν άφθαρτον και ακέραιον, λάμπον και ευωδιάζον εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών. Μετά τας τρεις ημέρας, κατόπιν παρακλήσεως των Χριστιανών, καλέσας ο βεζύρης τον Μητροπολίτην Ιωακείμ, έδωσεν εις αυτόν την άδειαν του ενταφιασμού του αγίου λειψάνου. Όθεν λαβόντες αυτό οι Χριστιανοί, το έφερον εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν του Αγίου Αθανασίου, εις τον οποίον είχον συναθροισθή όλοι οι Αρχιερείς και το πλήθος των Χριστιανών των Ιωαννίνων και με όλην την Χριστιανικήν παράταξιν, με δάκρυα αφ’ ενός, και με χαράν αφ’ ετέρου, δια την δόξαν της αμωμήτου πίστεως ημών και την καταισχύνην των Αγαρηνών, οίτινες δεν απέλαβον κατά τον πόθον των, και μετά ψαλμωδιών λαμπρών και ζήλου πίστεως, ενεταφίασαν το άγιο αυτού λείψανον κατά το αριστερόν μέρος της Εκκλησίας, πλησίον της πύλης του Αγίου Βήματος Χριστιανικώς και μεγαλοπρεπώς. Όσοι δε των Χριστιανών έλαβον μέρος είτε από το σχοινίον με το οποίον εκρέμασαν τον Άγιον, είτε από τα ενδύματά του, είδον μεγάλας ιατρείας, και όσοι ασθενείς έδραμον εις τον τάφον του Αγίου απέλαβον την υγείαν των. Αλάλων εδόθη η φωνή, χωλών ευθυδρομία, και της εξηραμμένης χειρός γυναικός τινός η τελείως υγιής ανόρθωσις, και πολλών άλλων ιαματήριον εγένετο η του τάφου προσέγγισις. Εις πολλούς δ’ εφάνη κατ’ όναρ, καθώς και εις την σύζυγόν του, την οποίαν επαρηγόρησεν ειπών· «Μη φοβείσαι, διότι εγώ θα σε επισκέπτωμαι πάντοτε». Η φήμη αύτη των θαυμάτων του διέδραμε πανταχού· όθεν προσέτρεχον και προστρέχουν εις τον τάφον τού Αγίου άπειρα πλήθη ασθενών, οίτινες κατά την πίστιν αυτών λαμβάνουσι την υγείαν των. Ιερομόναχος δε τις φιλομάρτυς, ακούσας περί του Αγίου, ζήλω θείω κινούμενος, έστειλεν εις Ιωάννινα και ιστόρησαν την εικόνα του με όλα τα παράσημα, δια της οποίας ολείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν και τελούνται μέχρι σήμερον. Ας δοξάσωμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τον Θεόν όπου μας ηξίωσε να ίδωμεν ιδίοις ημών οφθαλμοίς την γενναιότητα των απ’ αιώνος Αγίων Μαρτύρων σωζομένην και νυν εις τας ημέρας μας. Ας δοξάσωμεν τον Θεόν, λέγω, διότι ο θάνατος του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου έγινεν ανάστασις των πιστών και πτώσις των απίστων, των δε ιοβόλων γλωσσαλγούντων κατά της Αγίας Ορθοδόξου ημών πίστεως μεγάλη καταισχύνη. Ου ταις πολλαίς πρεσβείαις και πάντων των Αγίων αξιωθείημεν και ημείς της των ουρανών Βασιλείας και αθανάτου μακαριότητος. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου