Αντώνιος ο Όσιος πατήρ ημών ο Νέος
κατήγετο από την Βέροιαν της Μακεδονίας, γεννηθείς δε από γονείς εναρέτους και
ευτυχείς, ανετράφη ελευθέρως και ωδηγήθη υπ’ αυτών εις αρετήν· προτού δε ακόμη
να διέλθη την παιδικήν ηλικίαν, ετρώθη ο αοίδιμος υπό θείου έρωτος. Όθεν αφήσας
πάσαν τρυφήν και ματαιότητα της ζωής ταύτης, επήγεν εις το Μοναστήριον, το
ευρισκόμενον εις τόπον Περαίαν καλούμενον, του εκείσε τρέχοντος ποταμού, το
οποίον Μοναστήριον κατ’ εκείνον τον καιρόν ήκμαζεν από πλήθος Μοναχών και από
εργασίαν αρετής.
Εκεί λοιπόν αποταξάμενος όλα τα του βίου πράγματα και ενδυθείς το σχήμα των Μοναχών, εποίει αόκνως πάσαν υπηρεσίαν, την οποίαν προσετάττετο, γενόμενος εις όλους τους αδελφούς κανών και παράδειγμα της αρετής. Επειδή δε επεθύμησεν ο Όσιος ν’ αποκτήση υψηλοτέραν ζωήν, παρεκάλεσε τον Ηγούμενον και άφησεν αυτόν να υπάγη εις το εκεί πλησίον όρος δια να ζήση ησύχως και αναχωρητικώς. Όθεν ερευνήσας όλον τον τόπον του όρους, εύρε κρημνώδες τι και άβατον σπήλαιον πλησίον εις το χείλος του ποταμού, και εκεί κατώκησεν ο γενναίος της αρετής αγωνιστής. Ουδείς δε άνθρωπος ήξευρεν αυτόν, ειμή μόνον εις Ιερεύς, όστις εις διωρισμένον καιρόν έφερεν εις τον Όσιον δι’ ενός αδήλου και στενού δρόμου τα Άγια Μυστήρια και τον μετελάμβανεν. Εκεί λοιπόν διέτριψεν ο Άγιος χρόνους ολοκλήρους πεντήκοντα, άλλο δε τι δεν έτρωγεν ειμή μόνον τα χόρτα, όσα εφύτρωνον πέριξ του σπηλαίου· ουδέ άλλο τι έπινεν, ειμή μόνον το του ποταμού ύδωρ. Πολλούς δε και μεγάλους πειρασμούς έλαβεν από τους δαίμονας ο μακάριος, καθώς διηγήθη αυτούς ο τούτον μεταλαμβάνων Ιερεύς, διότι ποτέ μεν οι δαίμονες ερχόμενοι προς τον Όσιον ως λησταί έδερον αυτόν έως θανάτου, ποτέ δε εφαίνοντο εις αυτόν ως φοβερά και αλλόκοτα θηρία και άλλοτε κατά φαντασίαν εφούσκωνον το ύδωρ του ποταμού, το οποίον εφαίνετο ότι θα καταποντίση το σπήλαιον και τον Άγιον. Οι μεν λοιπόν δαίμονες, μη δυνηθέντες να μετακινήσωσι τον Άγιον από τον τόπον του, έφυγον κατησχυμμένοι, ο δε Όσιος, ζήσας περισσότερον των ενενήκοντα ετών, ετελεύτησεν εκεί εις το ίδιον σπήλαιον εις το οποίον ηγωνίσθη. Έγινε δε τότε το εξής θαυμάσιον. Μετά τον θάνατον του Αγίου ήλθον κυνηγοί τινες αντίκρυ εις το ρηθέν σπήλαιον, ένθα ευρίσκετο το λείψανον αυτού· οι δε κύνες των κυνηγών υλάκτουν κάμνοντες ταραχήν. Οι κυνηγοί λοιπόν ακούσαντες τας των κυναρίων φωνάς ετάνυσαν τους οφθαλμούς των, και ιδού βλέπουσιν ενός ανθρώπου χείρα, η οποία έκαμνε νεύμα και εκάλει τους κυνηγούς· οι δε κυνηγοί νομίσαντες, ότι κανείς από τους συντρόφους των εύρε καλόν τι κυνήγιον, διέβησαν τον ποταμόν με σπουδήν, και ακολουθούντες την φωνήν των σκύλων, επήγαν εις το σπήλαιον. Και άνθρωπον μεν ζώντα δεν εύρον ουδένα, το δε άγιον λείψανον του Οσίου βλέπουσιν επάνω εις το έδαφος με ευταξίαν κείμενον· ομοίως βλέπουσι και ένα λύχνον ανημμένον επάνω του λειψάνου. Όθεν εκ τούτων γνωρίσαντες, ότι ήτο λείψανον αγίου ανθρώπου, προσεκύνουν αυτό, και μετ’ ευλαβείας κατεφίλουν τα ίχνη του· έπειτα επιστρέψαντες εις την πόλιν, εφανέρωσαν την υπόθεσιν εις τον Αρχιερέα. Ο δε Αρχιερεύς, λαβών τους Ιερείς και το πλήθος των Χριστιανών, επήγεν εις το σπήλαιον, και ούτως έλαβε το άγιον λείψανον με λαμπάδας, με μύρα, με υμνωδίας και άσματα. Επειδή δε ηκολούθησε φιλονεικία μεταξύ των Χριστιανών των κατοικούντων εις την Περαίαν του ποταμού και των Χριστιανών των κατοικούντων εις Βέροιαν, ποίοι να λάβωσι το άγιον λείψανον, οι χωρικοί ή οι πολίται, δια τούτο, λέγω, εφάνη εύλογον εις αυτούς να αφήσωσι την περί τούτου κρίσιν εις τον Άγιον. Όθεν βαλόντες το λείψανον επάνω εις εν αμάξιον, είτα δέσαντες το αμάξιον εις δύο βώδια άζευκτα, αφήκαν αυτά να υπάγωσιν όπου θελήση ο Άγιος. Τα βώδια λοιπόν με ταχύν δρόμον διαπεράσαντα τον ποταμόν, επήγαν κατ’ ευθείαν εις την Βέροιαν χωρίς να παραδρομήσωσιν ολοτελώς· εισελθόντα δε εις την πόλιν, έφερον το λείψανον εις τον πατρικόν οίκον του ιδίου Αγίου, όστις πρότερον μεν ήτο Ναός της Κυρίας Θεοτόκου, ήδη δε είναι Ναός του Αγίου. Εκεί λοιπόν εστάθησαν τα βώδια, ως εάν έλεγον, ότι εδώ θέλει ο Άγιος να τεθή το λείψανόν του. Από τότε λοιπόν έως τώρα εκεί ευρισκόμενον το λείψανόν τιυ, και μάλιστα η αγία του κάρα, δαιμονιώντας ελευθερώνει και θαύματα διάφορα ενεργεί εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας. Το δε όρος εκείνο, εις ο ήτο το του Αγίου σπήλαιον, κατέστη κατοικητήριον Μοναχών, και τόσα πολλά ασκητήρια εκτίσθησαν εκεί, ώστε ωνομάσθησαν Σκήτη του Αγίου Αντωνίου του Νέου.
Εκεί λοιπόν αποταξάμενος όλα τα του βίου πράγματα και ενδυθείς το σχήμα των Μοναχών, εποίει αόκνως πάσαν υπηρεσίαν, την οποίαν προσετάττετο, γενόμενος εις όλους τους αδελφούς κανών και παράδειγμα της αρετής. Επειδή δε επεθύμησεν ο Όσιος ν’ αποκτήση υψηλοτέραν ζωήν, παρεκάλεσε τον Ηγούμενον και άφησεν αυτόν να υπάγη εις το εκεί πλησίον όρος δια να ζήση ησύχως και αναχωρητικώς. Όθεν ερευνήσας όλον τον τόπον του όρους, εύρε κρημνώδες τι και άβατον σπήλαιον πλησίον εις το χείλος του ποταμού, και εκεί κατώκησεν ο γενναίος της αρετής αγωνιστής. Ουδείς δε άνθρωπος ήξευρεν αυτόν, ειμή μόνον εις Ιερεύς, όστις εις διωρισμένον καιρόν έφερεν εις τον Όσιον δι’ ενός αδήλου και στενού δρόμου τα Άγια Μυστήρια και τον μετελάμβανεν. Εκεί λοιπόν διέτριψεν ο Άγιος χρόνους ολοκλήρους πεντήκοντα, άλλο δε τι δεν έτρωγεν ειμή μόνον τα χόρτα, όσα εφύτρωνον πέριξ του σπηλαίου· ουδέ άλλο τι έπινεν, ειμή μόνον το του ποταμού ύδωρ. Πολλούς δε και μεγάλους πειρασμούς έλαβεν από τους δαίμονας ο μακάριος, καθώς διηγήθη αυτούς ο τούτον μεταλαμβάνων Ιερεύς, διότι ποτέ μεν οι δαίμονες ερχόμενοι προς τον Όσιον ως λησταί έδερον αυτόν έως θανάτου, ποτέ δε εφαίνοντο εις αυτόν ως φοβερά και αλλόκοτα θηρία και άλλοτε κατά φαντασίαν εφούσκωνον το ύδωρ του ποταμού, το οποίον εφαίνετο ότι θα καταποντίση το σπήλαιον και τον Άγιον. Οι μεν λοιπόν δαίμονες, μη δυνηθέντες να μετακινήσωσι τον Άγιον από τον τόπον του, έφυγον κατησχυμμένοι, ο δε Όσιος, ζήσας περισσότερον των ενενήκοντα ετών, ετελεύτησεν εκεί εις το ίδιον σπήλαιον εις το οποίον ηγωνίσθη. Έγινε δε τότε το εξής θαυμάσιον. Μετά τον θάνατον του Αγίου ήλθον κυνηγοί τινες αντίκρυ εις το ρηθέν σπήλαιον, ένθα ευρίσκετο το λείψανον αυτού· οι δε κύνες των κυνηγών υλάκτουν κάμνοντες ταραχήν. Οι κυνηγοί λοιπόν ακούσαντες τας των κυναρίων φωνάς ετάνυσαν τους οφθαλμούς των, και ιδού βλέπουσιν ενός ανθρώπου χείρα, η οποία έκαμνε νεύμα και εκάλει τους κυνηγούς· οι δε κυνηγοί νομίσαντες, ότι κανείς από τους συντρόφους των εύρε καλόν τι κυνήγιον, διέβησαν τον ποταμόν με σπουδήν, και ακολουθούντες την φωνήν των σκύλων, επήγαν εις το σπήλαιον. Και άνθρωπον μεν ζώντα δεν εύρον ουδένα, το δε άγιον λείψανον του Οσίου βλέπουσιν επάνω εις το έδαφος με ευταξίαν κείμενον· ομοίως βλέπουσι και ένα λύχνον ανημμένον επάνω του λειψάνου. Όθεν εκ τούτων γνωρίσαντες, ότι ήτο λείψανον αγίου ανθρώπου, προσεκύνουν αυτό, και μετ’ ευλαβείας κατεφίλουν τα ίχνη του· έπειτα επιστρέψαντες εις την πόλιν, εφανέρωσαν την υπόθεσιν εις τον Αρχιερέα. Ο δε Αρχιερεύς, λαβών τους Ιερείς και το πλήθος των Χριστιανών, επήγεν εις το σπήλαιον, και ούτως έλαβε το άγιον λείψανον με λαμπάδας, με μύρα, με υμνωδίας και άσματα. Επειδή δε ηκολούθησε φιλονεικία μεταξύ των Χριστιανών των κατοικούντων εις την Περαίαν του ποταμού και των Χριστιανών των κατοικούντων εις Βέροιαν, ποίοι να λάβωσι το άγιον λείψανον, οι χωρικοί ή οι πολίται, δια τούτο, λέγω, εφάνη εύλογον εις αυτούς να αφήσωσι την περί τούτου κρίσιν εις τον Άγιον. Όθεν βαλόντες το λείψανον επάνω εις εν αμάξιον, είτα δέσαντες το αμάξιον εις δύο βώδια άζευκτα, αφήκαν αυτά να υπάγωσιν όπου θελήση ο Άγιος. Τα βώδια λοιπόν με ταχύν δρόμον διαπεράσαντα τον ποταμόν, επήγαν κατ’ ευθείαν εις την Βέροιαν χωρίς να παραδρομήσωσιν ολοτελώς· εισελθόντα δε εις την πόλιν, έφερον το λείψανον εις τον πατρικόν οίκον του ιδίου Αγίου, όστις πρότερον μεν ήτο Ναός της Κυρίας Θεοτόκου, ήδη δε είναι Ναός του Αγίου. Εκεί λοιπόν εστάθησαν τα βώδια, ως εάν έλεγον, ότι εδώ θέλει ο Άγιος να τεθή το λείψανόν του. Από τότε λοιπόν έως τώρα εκεί ευρισκόμενον το λείψανόν τιυ, και μάλιστα η αγία του κάρα, δαιμονιώντας ελευθερώνει και θαύματα διάφορα ενεργεί εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας. Το δε όρος εκείνο, εις ο ήτο το του Αγίου σπήλαιον, κατέστη κατοικητήριον Μοναχών, και τόσα πολλά ασκητήρια εκτίσθησαν εκεί, ώστε ωνομάσθησαν Σκήτη του Αγίου Αντωνίου του Νέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου