Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Τη Κ΄ (20η) Ιανουαρίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΖΑΧΑΡΙΑΣ ο μαρτυρήσας εν ταις Παλαιαίς Πάτραις της Πελοποννήσου κατά το αψπβ΄ (1782) έτος, τα σκέλη σχισθείς τελειούται.

Ζαχαρίας ο νέος αθλητής ήτο εκ τινος χωρίου της επαρχίας Άρτης, ένεκεν δε συμβεβηκότος τινός ηρνήθη τον Χριστόν και έγινε Τούρκος. Έπειτα επήγεν εις τας Παλαιάς Πάτρας, επειδή δε ήτο γουνοποιός την τέχνην, ήνοιξεν εργαστήριον εις το οποίον κατεσκεύαζε γουναρικά. Είχε κρυφίως το βιβλίον το οποίον ονομάζεται «Αμαρτωλών Σωτηρία» και αναγινώσκων αυτό συχνάκις ήλθεν εις άκραν μετάνοιαν, κλαίων πικρώς δια το κακόν, όπερ έπραξε.
Δι’ ο παρεκάλει θερμώς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν να τον αξιώση να τύχη της σωτηρίας του. Όθεν ερωτήσας ένα Χριστιανόν φίλον του και μαθών ότι ήτο εκεί εις ενάρετος και έμπειρος πνευματικός, επήγε δια νυκτός προς αυτόν και εξωμολογήθη την αμαρτίαν του, συγχρόνως δε και τον σκοπόν, τον οποίον είχε, δια να παρουσιασθή και να ομολογήση τον Χριστόν, τον οποίον ηρνήθη. Ο δε πνευματικός είπεν εις αυτόν: «Αν και ο λογισμός σου κατέχει μεγάλως την καρδίαν σου, όμως δεν πρέπει να τον βάλωμεν παρευθύς εις πράξιν, διότι πολλάκις ο διάβολος συνηθίζει να πλανά τους ανθρώπους από τα δεξιά, προβάλλων εις αυτούς καλούς λογισμούς. Όθεν ας δοκιμάσωμεν, τέκνον, τον λογισμόν σου, εάν είναι εκ Θεού· πήγαινε λοιπόν εις το εργαστήριόν σου και μένε κλεισμένος τεσσαράκοντα ημέρας προσευχόμενος, νηστεύων και κάμνων ανάγνωσιν εις το βιβλίον, όπερ είπες ότι έχεις· θα κάμνω δε και εγώ τα ίδια εις το κελλίον μου δι’ αγάπην σου· και μετά ταύτα ελθέ να ανταμώσωμεν πάλιν». Δέχεται μετά χαράς ο Ζαχαρίας την συμβουλήν του πνευματικού· κλείεται εις το εργαστήριόν του και αρχίζει να κάμνη προθύμως την παραγγελίαν του πνευματικού, όμως δεν ηδυνήθη να υποφέρη περισσότερον από είκοσιν ημέρας, διότι ήναψε μία φλοξ εις την καρδίαν του, ήτις του επροξένει άκραν αγάπην προς τον Χριστόν και προθυμίαν ακράτητον δια να θυσιάση και δέκα ζωάς (αν ήτο δυνατόν να έχη) δια το όνομά του το Άγιον. Όθεν πηγαίνει εις τον πνευματικόν και πίπτει εις τους πόδας του με θερμά δάκρυα και του λέγει: «Ευλόγησόν με, πάτερ, να πηγαίνω εις το μαρτύριον, ότι δεν δύναμαι να υποφέρω από την φλόγα, ήτις ήναψεν εις την καρδίαν μου». Ο πνευματικός του λέγει· «Δεν ήλθεν ο καιρός ακόμη». Εκείνος αποκρίνεται· «Ήλθε, πνευματικέ, και παρήλθε και αμαρτίαν ποιείς μεγάλην να με εμποδίζης». Τότε του είπεν ο πνευματικός να εξομολογηθή όλας τας αμαρτίας, τας οποίας έπραξεν ως άνθρωπος εις όλην του την ζωήν. Ο δε αναστάς εστάθη με εσταυρωμένας τας χείρας όρθιος και εξωμολογήθη μετά κατανύξεως όλα του τα αμαρτήματα, ευρέθη όμως τόσον καθαρός, πλην της αρνήσεως, ώστε ήτο άξιος και δια ιερωσύνην. Ο πνευματικός πάλιν, ως πρακτικός και φρόνιμος άνθρωπος, εστοχάσθη να του κάμη και άλλην δοκιμήν· διο προσέταξεν αυτόν να καθίση. Είτα ήρχισε να του λέγη· «Στοχάσου, τέκνον, καλώς τι έχεις να κάμης, διότι από τον καιρόν του πολέμου, όπου ήλθον οι Αλβανοί εις την Πελοπόννησον, έμαθον εις τους εντοπίους Τούρκους τόσους τρόπους δια να παιδεύουν τους Χριστιανούς, ώστε κατά αλήθειαν όσα ακούομεν εις τους Βίους των παλαιών Μαρτύρων δεν είναι τίποτε, συγκρινόμενα προς αυτά τα οποία εφαρμόζουν οι επάρατοι Αλβανοί· όθεν μη στοχασθής ότι, αφού παρουσιασθής εις τους εξουσιαστάς, έχουν να σου κόψουν την κεφαλήν, αλλά πρέπει να συλλογισθής καλώς όλα τα εναντία· πλην εγώ σου λέγω, τέκνον, να αφήσης αυτόν τον λογισμόν, τον οποίον έχεις, δια να μη βάλης και τον εαυτόν σου εις μεγαλυτέραν κόλασιν και ημάς εις πειρασμούς και κινδύνους. Δυνάμεθα να οικονομήσωμεν την σωτηρίαν σου δι’ άλλου τρόπου ασφαλεστέρου, και σου υπόσχομαι να εύρης την συγχώρησιν της αρνήσεώς σου· διότι «ουκ έστιν αμαρτία νικώσα την ευσπλαγχνίαν του Θεού». Ο δε ευλογημένος Ζαχαρίας εμειδία εν όσω έλεγε ταύτα ο πνευματικός· έπειτα σκυθρωπάσας μικρόν και αναστενάξας εκ βάθους καρδίας, απεκρίθη λέγων· «Θαυμάζω, πνευματικέ, εις τόσην φρόνησιν όπου έχεις και να μου λαλής λόγια των μωρών παιδίων· εγώ έχω τον εαυτόν μου αφιερωμένον όλον εις τον Χριστόν μου και τώρα πλέον δεν ανήκω εις τον εαυτόν μου, αλλά εις τον Χριστόν, και έχω τόσην δίψαν δια να βασανισθώ δια την αγάπην του, ώστε επιθυμώ να λάβω αν ήσαν ακόμη και περισσότερα παιδευτήρια, από αυτά τα οποία μου είπες των Αλβανών· σε παρακαλώ λοιπόν να μου δώσης την ευχήν σου να πηγαίνω, διότι δεν υποφέρω πλέον την φλόγα, την οποίαν αισθάνομαι εις την καρδίαν μου». Τότε ο πνευματικός, δοξάσας τον Θεόν, όστις ενέπνευσεν εις τον Άγιον την χάριν του, ανέγνωσε τας ιλαστηρίους ευχάς κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας και μυρώσας αυτόν, τον εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια. Αφού δε τον ενίσχυσε με την επουράνιον τροφήν και τον καθώπλισε με τα πνευματικά άρματα, έκαμαν ομού παράκλησιν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον· έπειτα ευλογήσας αυτόν και σφραγίσας με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού εξαπέστειλεν αυτόν, παραγγείλας να μη μεταχειρισθή ύβρεις κατά της θρησκείας των Τούρκων, διότι είναι ανάγκη μόνον με συντόμους λόγους να κάμη την άρνησιν εκείνης της θρησκείας και να ομολογήση τον εαυτόν του Χριστιανόν. Τότε ο Άγιος, ασπασάμενος την δεξιάν τού πνευματικού, επήγεν εις το εργαστήριόν του· και πρώτον επώλησε όλα του τα υπάρχοντα, των οποίων το αντίτιμον έδωκεν εις τους πτωχούς, κρατήσας μόνον γρόσια πέντε και ήμισυ και δύο παράδες· έπειτα πηγαίνει και δίδει το κλειδί του εργαστηρίου εις τον οικοκύρην ομούμε το ενοίκιον και ευθύς ορμά εις τον κριτήν της πόλεως, λέγων εις τους Χριστιανούς, τους οποίους συνήντα καθ’ οδόν· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί μου, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Ούτω βαδίζων ο Άγιος προς το κριτήριον συνήντησε παιδίον πτωχόν, το οποίον δεν είχε ζώνην και ευθύς βγάζει εν μεταξωτόν ζωνάρι, όπερ είχεν εζωσμένον και το δίδει εις αυτό· δίδει δε και ένα παράν και αγοράζει ολίγον σχοινίον δια του οποίου εζώσθη· μετά ταύτα αναβαίνει εις τον κριτήν και εμβαίνων εις το δωμάτιόν του λέγει προς αυτόν· «Πολλά τα έτη σου, αφέντη μου». Ο δε κριτής, έχων αυτόν γνώριμον, διότι έρραπτε τας γούνας του, λέγει προς αυτόν· «Και που είναι το σελάμι σου, ζάβαλε Μεεμέτη; (διότι ούτω τον ωνόμαζον), έλα επάνω, κάθισε· ειπέ μου, τι έπαθες»; Ο δε μακάριος Ζαχαρίας λέγει προς αυτόν μετά παρρησίας πολλής και αφοβίας· «Εγώ Μεεμέτης δεν είμαι, αλλά Ζαχαρίας· και επειδή εγελάσθηκα και ηρνήθην τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, εις τον οποίον επίστευον από γεννήσεώς μου και εδέχθην εις το κριτήριόν σας την ιδικήν σας πίστιν, δια τούτο τώρα, όπου ήλθον εις τον εαυτόν μου και εγνώρισα ότι εγελάσθην, ήλθον πάλιν εις την κρίσιν σας, να αρνηθώ την πίστιν σας και να ενδυθώ τον Χριστόν μου, τον οποίον ηρνήθην· όθεν σε παρακαλώ, λάβε ταύτα τα άσπρα και στείλε τον μουζούρην σου εις τον χαρατζήν να μου πάρη ένα χαρατζοχάρτι, δια να γνωρίζωμαι και εγώ, ότι είμαι ραγιάς του πολυχρονίου βασιλέως μας, ως και οι λοιποί αδελφοί μου Χριστιανοί». Βλέπων την παρρησίαν του Μάρτυρος ο κριτής προσεπάθησε δια κολακευτικών λόγων να ελκύση προς εαυτόν τον Μάρτυρα και του λέγει· «Παιδί μου, Μεεμέτ πασά, αν σου συνέβη καμμιά συμφορά και έχασες τον νουν σου, εγώ είμαι έτοιμος να συνάξω τους αγάδες και να σου κάμω αρκετήν βοήθειαν, μόνον φανέρωσέ μου την καρδίαν σου». Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Εγώ, εφέντη μου, επώλησα όλα τα υπάρχοντά μου και τα έδωκα ελεημοσύνην και δεν έχω χρείαν δια άσπρα». Ο κριτής του λέγει· «Άλλο δεν είναι παρά είσαι μεθυσμένος». Ο Μάρτυς αποκρίνεται· «Να μοι δώση ο Χριστός την επιθυμίαν της καρδίας μου πίστευσόν μοι, ότι έχω τρεις ημέρας όπου δεν έβαλα εις το στόμα μου ούτε άρτον ξηρόν, ούτε ύδωρ, ούτε τον συνηθισμένον καφέν· άλλη δεν είναι η αιτία, δια την οποίαν κάμνω τούτο, παρά εκείνη που σου είπα εις την αρχήν· όθεν λάβε τα άσπρα, τα οποία έβαλα επάνω εις το ταμείον σου, δια να στείλης να πάρης το χαρατζοχάρτι μου». Τότε βλέπων ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του τον έστειλε με ένα τζοχαντάρην εις τον εξουσιαστήν της πολιτείας, γράψας προς αυτόν πάσαν την υπόθεσιν. Παρασταθείς δε και εκεί ο Μάρτυς είπεν απαραλλάκτως τα αυτά, όσα είπε και εις τον κριτήν. Τότε ο εξουσιαστής εσύναξε τους αγάδες και τους είπε την υπόθεσιν, ούτοι δε απεφάσισαν να τον βάλουν εις την φυλακήν και τρεις φοράς την ημέραν να τον βγάζουν εις την αυλήν και να τον ραβδίζουν σκληρώς, έως ότου ή να έλθη εις την πίστιν των ή να ξεψυχήση βασανιζόμενος· είπον δε να μη χυθή αίμα από αυτόν, μήπως ορμήσουν οι Χριστιανοί και πάρουν τα αιματωμένα χώματα και ούτω γίνη ταραχή και επανάστασις, διότι ούτοι φυσικά έμελλον να τους εμποδίσωσιν εις τούτο και να υβρίσωσι τους Χριστιανούς. Ούτως είπον και ούτως έκαμον. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, ραβδιζόμενος και με λίθους βαρυτάτους κτυπώμενος εις την κοιλίαν και εις το στήθος, ίστατο εις την πίστιν του Χριστού στερεός και ασάλευτος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά χαίρων και ευφραινόμενος έλεγεν ακαταπαύστως μυστικά το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αρνητήν σου και βοήθησόν μοι». Εν μια δε των ημερών, προς το εσπέρας, τόσον τον εβασάνισαν τον ευλογημένον, ώστε πλέον δεν ηδύνατο να λέγη την ευχήν, αλλά μόνον τους οφθαλμούς του εσήκωνεν εις τους ουρανούς, ενώ ερραβδίζετο ασπλάγχνως. Τότε π λεγόμενος Μπουλούμπασης, όστις είναι ο πρώτος των στρατιωτών του εξουσιαστού, επρόσταξε τον δεσμοφύλακα να βασανίση την νύκτα τον Μάρτυρα πολύ έως ου να αποθάνη, δια να μη παιδεύωνται και αυτοί βασανίζοντες αυτόν τόσας ημέρας. Ο δε δεσμοφύλαξ, παραλαβών τον Άγιον, ετάνυσε πολύ τους πόδας του εις το ξύλον· έπειτα ανέβη εις τον κράββατον, τον οποίον είχεν υψηλά και εκάθισε δια να δειπνήση. Τότε ο Μάρτυς επόνεσε πολύ και εξεφώνησεν «Ωχ!», εκείνος δε από επάνω του λέγει· «Τώρα, άπιστε, να πίω όλον το κρασί και να κατεβώ να σε κόψω από αρμόν εις αρμόν». Ο Μάρτυς του λέγει· «Εάν είσαι παλληκάρι, μη λέγης λόγους μόνον, αλλ’ ευθύς κάμε εκείνα τα οποία είπες, δια να σου γνωρίζω και χάριν». Εκείνος δε θυμωθείς από τους λόγους του Μάρτυρος κατέβη και ετράβηξε πολύ τους πόδας του Αγίου εις το ξύλον και τους ετάνυσε με υπερβολήν και ανέβη πάλιν να αποδειπνήση, φοβερίζων να του κάμη ύστερον και άλλα φρικτά βασανιστήρια. Ο δε Μάρτυς του Χριστού, κάμνων ολίγον να σαλεύση, εσχίσθησαν παρευθύς τα σκέλη του· τότε ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις όλον του το σώμα και ειπών δυνατά «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού κομισάμενος τον άφθαρτον του μαρτυρίου στέφανον. Παρευθύς δε, ω του θαύματος! εγέμισεν όλη η φυλακή από άρρητον ευωδίαν τοσούτον, ώστε ο επάρατος δεσμοφύλαξ από την εντροπήν του ανεχώρησε της φυλακής, χωρίς να είπη τίποτε και επήγεν εις άλλο μέρος και εκοιμήθη. Το πρωϊ έμαθον οι Χριστιανοί ότι ετελείωσεν ο Άγιος το Μαρτύριον και επλήσθησαν χαράς, δοξάσαντες τον Θεόν. Ο δε Αρχιερεύς έστειλε προς τον εξουσιαστήν ζητών το άγιον λείψανον δια να το ενταφιάση· ο δε είπεν· «Ούτος ούτε από σας είναι, ούτε από ημάς, επειδή και τας δύο θρησκείας ενέπαιξεν· όθεν δεν είναι άξιος ταφής». Και παρευθύς προστάζει δύο στρατιώτας και έδεσαν από τους πόδας το άγιον λείψανον και σύροντες αυτό επήγαν και το έρριψαν εις ένα ξηροπήγαδον κατά την ενορίαν της Αγίας Τριάδος. Ο δε Άγιος, συρόμενος ύπτιος εις τους δρόμους, πάντοτε ευρίσκετο με τας αγκάλας ανοικτάς· και πάλιν ριφθείς εις το ξηροπήγαδον ευρέθη εις τα γόνατα όρθιος. Την ακόλουθον νύκτα είδον οι Χριστιανοί φως επάνω εις το φρέαρ· όθεν έτρεχον με φωνάς δια να προσκυνήσουν τον Άγιον και να τον θεωρούν. Ταύτα μαθόντες οι Αγαρηνοί έστειλαν ανθρώπους, οίτινες κόψαντες χόρτα πολλά τα έρριψαν εντός του φρέατος· έπειτα έσυρον χώματα και το εγέμισαν και ούτως έμεινεν εκεί σφαλισμένος ο Άγιος, ου ταις ικεσίαις ελεήσαι και σώσαι ημάς ο Κύριος. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου