Πέτρος ο
μακάριος υπήρξε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού εν έτει φλ΄ (530),
πατρίκιος το αξίωμα και διοικητής της Αφρικής όλης. Επειδή δε ήτο άσπλαγχνος
και ανελεήμων καθ’ υπερβολήν, έλαβεν επωνυμίαν και ωνομάζετο παρά πάντων
φειδωλός, ήτοι ακριβός. Μίαν δε φοράν πτωχός τις προσήλθε προς αυτόν χάριν
δοκιμής και εζήτει φορτικώς ελεημοσύνην, ο δε Πέτρος οργισθείς ήρπασεν ένα
άρτον ζεστόν, εξ εκείνων τους οποίους την στιγμήν εκείνην έτυχε να φέρη ο
δούλος του από τον κλίβανον και έρριψεν αυτόν ως λίθον κατά του πτωχού, όστις
αρπάσας τον άρτον έφυγε.
Δεν είχον παρέλθει δύο ημέραι και ο Πέτρος πίπτει εις βαρείαν ασθένειαν και εν τη ασθενεία του βλέπει τον εαυτόν του ότι εζητείτο να δώση απολογίαν των όσων έπραξεν· έπειτα τω εφαίνετο ότι εκεί ήτο μία ζυγαριά και εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής έβλεπεν, ότι συνήγοντο μαύροι τινές και έθετον τας κακάς του πράξεις, εις δε το δεξιόν έβλεπεν άνδρας τινάς λευκοφόρους και θαυμαστούς κατά το πρόσωπον, οι οποίοι δεν εύρισκον άλλο τι καλόν εκεί να θέσωσι προς ισορροπίαν, ειμή μόνον τον άρτον εκείνον τον οποίον έρριψε κατά του πένητος. Ταύτα ιδών ο Πέτρος συνήλθεν εις εαυτόν και άμα αναρρώσας, όχι μόνον διένειμεν εις τους πτωχούς όλα τα υπάρχοντά του, αλλά και αυτά τα ενδύματα τα οποία εφόρει έδωκεν εις τινα πτωχόν. Επειδή δε είδε κατ’ όναρ τον Χριστόν ενδεδυμένον με τα ίδια εκείνα φορέματα, επώλησεν ο αοίδιμος και τον ίδιον τον εαυτόν του, δους το αντίτιμον εις τους πένητας. Επωλήθη δε εις αυθέντην, χρυσοχόον το επάγγελμα. Επειδή δε ύστερον έβλεπεν ο μακάριος ότι έμελλε να γνωρισθή ποίος είναι και θέλων δια τούτο να φύγη εκ του οίκου τού αυθέντου του, είπεν εις τον θυρωρόν, κωφόν και βωβόν όντα: «Εν ονόματι του Χριστού άκουσόν μου και άνοιξον την θύραν». Και ω του θαύματος! ευθύς ο πρώην κωφός και βωβός ελάλει και ήκουεν. Όθεν εξελθών έφυγε και μετέβη εις Ιεροσόλυμα· εκείθεν δε αναχωρήσας επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ανεπαύθη εν Κυρίω και ενεταφιάσθη εις την θέσιν την καλουμένην του «Βοός» εις τον ίδιον οίκον.
Δεν είχον παρέλθει δύο ημέραι και ο Πέτρος πίπτει εις βαρείαν ασθένειαν και εν τη ασθενεία του βλέπει τον εαυτόν του ότι εζητείτο να δώση απολογίαν των όσων έπραξεν· έπειτα τω εφαίνετο ότι εκεί ήτο μία ζυγαριά και εις μεν το αριστερόν μέρος αυτής έβλεπεν, ότι συνήγοντο μαύροι τινές και έθετον τας κακάς του πράξεις, εις δε το δεξιόν έβλεπεν άνδρας τινάς λευκοφόρους και θαυμαστούς κατά το πρόσωπον, οι οποίοι δεν εύρισκον άλλο τι καλόν εκεί να θέσωσι προς ισορροπίαν, ειμή μόνον τον άρτον εκείνον τον οποίον έρριψε κατά του πένητος. Ταύτα ιδών ο Πέτρος συνήλθεν εις εαυτόν και άμα αναρρώσας, όχι μόνον διένειμεν εις τους πτωχούς όλα τα υπάρχοντά του, αλλά και αυτά τα ενδύματα τα οποία εφόρει έδωκεν εις τινα πτωχόν. Επειδή δε είδε κατ’ όναρ τον Χριστόν ενδεδυμένον με τα ίδια εκείνα φορέματα, επώλησεν ο αοίδιμος και τον ίδιον τον εαυτόν του, δους το αντίτιμον εις τους πένητας. Επωλήθη δε εις αυθέντην, χρυσοχόον το επάγγελμα. Επειδή δε ύστερον έβλεπεν ο μακάριος ότι έμελλε να γνωρισθή ποίος είναι και θέλων δια τούτο να φύγη εκ του οίκου τού αυθέντου του, είπεν εις τον θυρωρόν, κωφόν και βωβόν όντα: «Εν ονόματι του Χριστού άκουσόν μου και άνοιξον την θύραν». Και ω του θαύματος! ευθύς ο πρώην κωφός και βωβός ελάλει και ήκουεν. Όθεν εξελθών έφυγε και μετέβη εις Ιεροσόλυμα· εκείθεν δε αναχωρήσας επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ανεπαύθη εν Κυρίω και ενεταφιάσθη εις την θέσιν την καλουμένην του «Βοός» εις τον ίδιον οίκον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου