Ζώσιμος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από την νήσον Σικελίαν, υιός γονέων
ευλαβών και πιστών, οίτινες διήνυον την ζωήν των με αυτάρκειαν των του βίου
αγαθών· είχον δε ούτοι εν κτήμα πλησίον εις το Μοναστήριον της Αγίας Λουκίας
της Παρθένου. Αφού δε εγεννήθη ο Άγιος ούτος και απεγαλακτίσθη, τον αφιέρωσαν
οι γονείς του εις το Μοναστήριον της Αγίας Λουκίας, εις το οποίον και προ της
συλλήψεώς του είχον υποσχεθή να τον αφιερώσουν· ομού δε με τον Άγιον αφιέρωσαν
εις την Μονήν και το κτήμα των. Από τότε λοιπόν ανετράφη ο Άγιος εις το
Μοναστήριον· όθεν και ο του Μοναστηρίου εκείνου Ηγούμενος επαίδευεν αυτόν εν
παιδεία και νουθεσία Κυρίου, διδάσκων αυτόν επιμελώς τους κανόνας και τας
παραδόσεις της Εκκλησίας.
Επειδή δε ήτο ευφυής εις τον νουν και επιμελής εις ολίγον καιρόν κατώρθωσεν όλας τας αρετάς, διότι απέκτησεν επιμέλειαν εις όλα τα έργα. Είχε ταπείνωσιν και πραότητα και επλούτησεν υπακοήν και καθαρότητα. Επειδή λοιπόν τοιαύτην πολιτείαν κατώρθωσεν ο Όσιος, εδόθη εις αυτόν και η επιμέλεια των λειψάνων της ρηθείσης Αγίας Λουκίας, έγινε δηλαδή προσμονάριος και υπηρέτης του αγίου λειψάνου. Εις την διακονίαν ταύτην υπηρετών, επεθύμησε ποτε, νέος ων, να ίδη τους γονείς του, και νικηθείς από την επιθυμίαν, επήγε και τους είδεν· οι δε γονείς του ευθύς έπεμψαν αυτόν οπίσω λέγοντες· «Εκεί, τέκνον, χρεωστείς να μείνης, όπου αφιερώθης». Αφού όμως εγύρισεν εις το Μοναστήριον, εφάνη εις αυτόν την νύκτα η Αγία Λουκία, η οποία εξελθούσα από την θήκην εφοβέριζεν αυτόν και έμελλε να τον δείρη δυνατά· τότε ενεφανίσθη μία άλλη γυνή, ενδοξοτάτη και ενδεδυμένη πορφύραν βασιλικήν και υπερησπίσθη αυτόν (ίσως αύτη ήτο η Κυρία Θεοτόκος). Ταύτην δε εντραπείσα η Αγία τον έδειρεν ολίγον, παρήγγειλε δε εις αυτόν, ότι άλλην φοράν να μη εξέλθη του Μοναστηρίου, το οποίον υπεσχέθη να φυλάξη όπως και όντως το εφύλαξε. Διηγείτο δε ούτος ο μακάριος Ζώσιμος δια μίαν γυναίκα, η οποία κατήγετο από γένος λαμπρόν, ήτο δε κατά την γνώμην αισχρά και ακάθαρτος· αύτη επειδή εδάρη ποτέ από τον άνδρα της δυνατά, επήγεν εις το Μοναστήριον της Αγίας Λουκίας δια να διασκεδάση την θλίψιν, την οποίαν εδοκίμασεν από τον οργιζόμενον άνδρα της, έτι δε και δια να ιατρευθή από τον δαρμόν τον οποίον έλαβεν. Ότε δε ενύκτωσεν, εφώναξεν η Αγία φωνήν, η οποία διαπεράσασα εις τα ώτα του Ζωσίμου, όστις εκοιμάτο, έλεγεν· «Απόρριψον την βρωμεράν ταύτην έξω του Μοναστηρίου», δείξασα ταύτην και με την χείρα. Ο δε Ζώσιμος με φόβον πολύν εσηκώθη και είπεν εις τας υπηρετρίας εκείνης· «Σηκώσατε αμέσως απ’ εδώ την κυρίαν σας και εκβάλετε αυτήν έξω ομού με την κλίνην της». Αι δε υπηρέτριαι πλησιάσασαι έντρομοι εις την κλίνην εύρον την κυρίαν των νεκράν. Ότε δε ο του Μοναστηρίου εκείνου Ηγούμενος απήλθε προς Κύριον, τότε όλοι οι αδελφοί, αφήσαντες μόνον τον Ζώσιμον φύλακα εις το Μοναστήριον, επήγαν εις τον Επίσκοπον Ιωάννην, με σκοπόν να προχειρισθή παρ’ αυτού άλλος άξιος Ηγούμενος. Ο δε Επίσκοπος ηρώτησεν· «Είναι και άλλος αδελφός εις το Μοναστήριον»; Εκείνοι είπον· «Δεν είναι άλλος ειμή εις μόνον, όστις έμεινε δια να φυλάττη το Μοναστήριον». Ο Επίσκοπος απεκρίθη· «Εγώ γνωρίζω, ότι εκείνος είναι άξιος δια να γίνη Ηγούμενος». Όθεν τούτον προσκαλέσας, εσφράγισεν ευθύς αυτόν και τον παρέδωκεν εις αυτούς λέγων· «Ιδού, αδελφοί, ο εκ Θεού σφραγισθείς επιστάτης σας και Ηγούμενος». Μετ’ ολίγον καιρόν εχειροτόνησαν τον Όσιον και Ιερέα, εποίμαινε δε το ποίμνιόν του χρόνους τεσσαράκοντα με πάσαν πραότητα και ανεξικακίαν, με αγάπην καθαράν και με συμπάθειαν υπερβολικήν. Όταν δε απέθανεν ο Επίσκοπος των εν Σικελία Συρακουσών με ψήφον Θεού και με τας παρακλήσεις όλων των εκεί Χριστιανών έγινεν ο Άγιος Επίσκοπος της Σικελίας από τον Πάπαν της Ρώμης Θεόδωρον Α΄, εκυβέρνησε δε την Επισκοπήν του οσίως και θεαρέστως χρόνους δέκα τρεις. Θαύματα λοιπόν πολλά ποιήσας και ασκητικώς πολιτευσάμενος, απήλθε προς Κύριον, πολλοί δε ασθενείς εθεραπεύθησαν από διαφόρους ασθενείας και προ της ταφής και μετά την ταφήν του. Δαιμονισμένοι ηλευθερώθησαν, τυφλοί ανέβλεψαν και τις Χριστιανός, έχων την σύζυγόν του αιμορροούσαν, λαβών εν τεμάχιον από το ένδυμα του Αγίου και δους αυτό εις την γυναίκα, έγινε πρόξενος της ιατρείας του πάθους της, διότι εστάθη παρευθύς η ρύσις του αίματός της.
Επειδή δε ήτο ευφυής εις τον νουν και επιμελής εις ολίγον καιρόν κατώρθωσεν όλας τας αρετάς, διότι απέκτησεν επιμέλειαν εις όλα τα έργα. Είχε ταπείνωσιν και πραότητα και επλούτησεν υπακοήν και καθαρότητα. Επειδή λοιπόν τοιαύτην πολιτείαν κατώρθωσεν ο Όσιος, εδόθη εις αυτόν και η επιμέλεια των λειψάνων της ρηθείσης Αγίας Λουκίας, έγινε δηλαδή προσμονάριος και υπηρέτης του αγίου λειψάνου. Εις την διακονίαν ταύτην υπηρετών, επεθύμησε ποτε, νέος ων, να ίδη τους γονείς του, και νικηθείς από την επιθυμίαν, επήγε και τους είδεν· οι δε γονείς του ευθύς έπεμψαν αυτόν οπίσω λέγοντες· «Εκεί, τέκνον, χρεωστείς να μείνης, όπου αφιερώθης». Αφού όμως εγύρισεν εις το Μοναστήριον, εφάνη εις αυτόν την νύκτα η Αγία Λουκία, η οποία εξελθούσα από την θήκην εφοβέριζεν αυτόν και έμελλε να τον δείρη δυνατά· τότε ενεφανίσθη μία άλλη γυνή, ενδοξοτάτη και ενδεδυμένη πορφύραν βασιλικήν και υπερησπίσθη αυτόν (ίσως αύτη ήτο η Κυρία Θεοτόκος). Ταύτην δε εντραπείσα η Αγία τον έδειρεν ολίγον, παρήγγειλε δε εις αυτόν, ότι άλλην φοράν να μη εξέλθη του Μοναστηρίου, το οποίον υπεσχέθη να φυλάξη όπως και όντως το εφύλαξε. Διηγείτο δε ούτος ο μακάριος Ζώσιμος δια μίαν γυναίκα, η οποία κατήγετο από γένος λαμπρόν, ήτο δε κατά την γνώμην αισχρά και ακάθαρτος· αύτη επειδή εδάρη ποτέ από τον άνδρα της δυνατά, επήγεν εις το Μοναστήριον της Αγίας Λουκίας δια να διασκεδάση την θλίψιν, την οποίαν εδοκίμασεν από τον οργιζόμενον άνδρα της, έτι δε και δια να ιατρευθή από τον δαρμόν τον οποίον έλαβεν. Ότε δε ενύκτωσεν, εφώναξεν η Αγία φωνήν, η οποία διαπεράσασα εις τα ώτα του Ζωσίμου, όστις εκοιμάτο, έλεγεν· «Απόρριψον την βρωμεράν ταύτην έξω του Μοναστηρίου», δείξασα ταύτην και με την χείρα. Ο δε Ζώσιμος με φόβον πολύν εσηκώθη και είπεν εις τας υπηρετρίας εκείνης· «Σηκώσατε αμέσως απ’ εδώ την κυρίαν σας και εκβάλετε αυτήν έξω ομού με την κλίνην της». Αι δε υπηρέτριαι πλησιάσασαι έντρομοι εις την κλίνην εύρον την κυρίαν των νεκράν. Ότε δε ο του Μοναστηρίου εκείνου Ηγούμενος απήλθε προς Κύριον, τότε όλοι οι αδελφοί, αφήσαντες μόνον τον Ζώσιμον φύλακα εις το Μοναστήριον, επήγαν εις τον Επίσκοπον Ιωάννην, με σκοπόν να προχειρισθή παρ’ αυτού άλλος άξιος Ηγούμενος. Ο δε Επίσκοπος ηρώτησεν· «Είναι και άλλος αδελφός εις το Μοναστήριον»; Εκείνοι είπον· «Δεν είναι άλλος ειμή εις μόνον, όστις έμεινε δια να φυλάττη το Μοναστήριον». Ο Επίσκοπος απεκρίθη· «Εγώ γνωρίζω, ότι εκείνος είναι άξιος δια να γίνη Ηγούμενος». Όθεν τούτον προσκαλέσας, εσφράγισεν ευθύς αυτόν και τον παρέδωκεν εις αυτούς λέγων· «Ιδού, αδελφοί, ο εκ Θεού σφραγισθείς επιστάτης σας και Ηγούμενος». Μετ’ ολίγον καιρόν εχειροτόνησαν τον Όσιον και Ιερέα, εποίμαινε δε το ποίμνιόν του χρόνους τεσσαράκοντα με πάσαν πραότητα και ανεξικακίαν, με αγάπην καθαράν και με συμπάθειαν υπερβολικήν. Όταν δε απέθανεν ο Επίσκοπος των εν Σικελία Συρακουσών με ψήφον Θεού και με τας παρακλήσεις όλων των εκεί Χριστιανών έγινεν ο Άγιος Επίσκοπος της Σικελίας από τον Πάπαν της Ρώμης Θεόδωρον Α΄, εκυβέρνησε δε την Επισκοπήν του οσίως και θεαρέστως χρόνους δέκα τρεις. Θαύματα λοιπόν πολλά ποιήσας και ασκητικώς πολιτευσάμενος, απήλθε προς Κύριον, πολλοί δε ασθενείς εθεραπεύθησαν από διαφόρους ασθενείας και προ της ταφής και μετά την ταφήν του. Δαιμονισμένοι ηλευθερώθησαν, τυφλοί ανέβλεψαν και τις Χριστιανός, έχων την σύζυγόν του αιμορροούσαν, λαβών εν τεμάχιον από το ένδυμα του Αγίου και δους αυτό εις την γυναίκα, έγινε πρόξενος της ιατρείας του πάθους της, διότι εστάθη παρευθύς η ρύσις του αίματός της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου