Ιάκωβος ο Όσιος ούτος πατήρ ημών ήτο εις κωμόπολιν τινά καλουμένην
Πορφυριανήν· επειδή δε κατά το δεσποτικόν πρόσταγμα, η ταπεινοφροσύνη και η
πτωχεία του πνεύματος γίνεται πρόξενος πολλών αγαθών και ευεργεσιών εις τας
φιλοθέους ψυχάς, δια τούτο όποιος αποκτήση αυτήν και την κατορθώση, δεν υπάρχει
φόβος να πέση εις κανένα πάθος σαρκός και πνεύματος· όσοι όμως δεν προσέχουν
επιμελώς να φυλάττουν αυτήν την σωτήριον αρετήν, αλλά πέσουν εις έπαρσιν, τους
έρχεται πολλή ζημία και μέγας κίνδυνος, καθώς από πολλάς ιστορίας και
παραδείγματα εγνωρίσαμεν και εξόχως από του παραδείγματος, το οποίον λαμβάνομεν
εκ του Οσίου τούτου Ιακώβου προς οικοδομήν και ασφάλειαν των μεταγενεστέρων
Μοναχών, δια να φυλάττεται ο καθείς να μη πάθη τα όμοια από ραθυμίαν και
οίησιν.
Προσέχετε λοιπόν ακριβώς την φοβεράν ταύτην διήγησιν και μη με κατακρίνη κανείς πως την έγραψα ούτως εξηγητήν, να ακούωσιν οι ιδιώται να σκανδαλίζωνται, ότι ένας Άγιος έπεσεν εις τοιούτον δεινόν ανόμημα· διότι ο Θεός θέλει να αναγιγνώσκωνται τα θαυμάσιά του, δια να ακούωσιν οι αμαρτήσαντες την ευσπλαγχνίαν του και να επιστρέφωσι προς μετάνοιαν. Δια τούτο έγραψαν οι Όσιοι Πατέρες Βίους πολλών αμαρτωλών πρότερον, οίτινες έγιναν Άγιοι με την μετάνοιαν ύστερον· διότι τα δάκρυα, τα οποία χύνει ο άνθρωπος με θερμότητα και πόνον καρδίας, τον καθαρίζουν από τον μολυσμόν και τον αγιάζουσιν. Ακούσατε λοιπόν και μη συζηλώσητε την πτώσιν του Οσίου, αλλά την θαυμασίαν μετάνοιαν την οποίαν έκαμε, δια της οποίας ηξιώθη πάλιν της προτέρας χάριτος. Ο Όσιος Ιάκωβος κατώκει πρότερον εις ένα σπήλαιον μακράν από την πόλιν της Πορφυριανής, εις το οποίον έκαμε δεκαπέντε χρόνους· τόσον δε επρόκοψεν εις την αρετήν και την άσκησιν, ώστε ηξιώθη από τον Θεόν να κάμνη θαυμάσια· εδίωκε δαίμονας, ιάτρευεν αρρωστίας και πάθη ανίατα και άλλα όμοια έκαμνε· δια τούτο έγινεν ονομαστός εις όλους και περιβόητος και πολλοί επήγαιναν εις το κελλίον του χάριν ωφελείας, όχι μόνον ευσεβείς, αλλά και δυσσεβείς Σαμαρείται, τους οποίους με νουθεσίας και διδάγματα από την θείαν Γραφήν επέστρεφε προς ευσέβειαν. Ο φθονερός διάβολος όμως, βλέπων την πολλήν ωφέλειαν του λαού, εκάκισε και προσεπάθει να διώξη τον Άγιον από τον τόπον εκείνον. Ευρίσκων λοιπόν όργανον της κακίας του ένα Σαμαρείτην, εισήλθεν εις αυτόν· ούτος συνήθροισε τους συγγενείς και φίλους του και εγύρευον ενέδρας και μηχανάς, δια να διώξουν από το κελλίον του τον Όσιον. Αφού εμηχανεύθησαν πολλά, τέλος έδωσαν είκοσι φλωρία χρυσά εις μίαν πόρνην, της έταξαν δε να της δώσουν και άλλα περισσότερα, εάν δυνηθή να υποσκελίση τον Όσιον, δια να εύρουν αφορμήν να τον εκβάλουν από τα όριά των οι άνομοι. Επήγε λοιπόν η ανοσία και άσωτος, όταν ενύκτωσεν, εις το κελλίον του Οσίου, και κρούσασα την θύραν τον παρεκάλει να την υποδεχθή, αλλ’ εκείνος δεν ήθελε να της ανοίξη. Αυτή όμως έμεινεν ώραν πολλήν και εδέετο αναιδώς με δάκρυα ικετεύουσα. Ανοίξας όθεν ο Όσιος την θύραν και ιδών αυτήν, ενόμισεν ότι ήτο φάντασμα και κλείσας την θύραν έπεσεν εις προσευχήν δεόμενος να τον λυτρώση από τον πειρασμόν ο Κύριος· η δε γυνή εφώναζε λέγουσα· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, άνοιξόν μοι δια τον Κύριον δια να μη με φάγωσι τα θηρία την τάλαιναν!». Ούτω λοιπόν κράζουσα έως το μεσονύκτιον, την ελυπήθη ο Όσιος και ανοίγων την ηρώτησε πόθεν ήτο και τι εγύρευεν· η δε απεκρίνατο· «Από το δείνα Μοναστήριον είμαι και με απέστειλεν η Ηγουμένη να φέρω ευλογίας εις τούτο το χωρίον και ενύκτωσε· δι’ αυτό, σε παρακαλώ, να με κρατήσης εδώ έως ότου εξημερώση και τότε να υπάγω εις την οδόν μου ακίνδυνα». Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν αυτήν, της έδωκεν άρτον και ύδωρ και αφήνοντάς την εις το έξω κελλίον, εισήλθεν εις το εσώτερον. Αύτη, αφού έφαγεν, ησύχασεν ολίγον και έπειτα αρχίζει φωνάς μεγάλας και έκλαιεν, ωσάν να την έδερναν. Ερωτήσας αυτήν ο Όσιος τι έπαθεν, απεκρίθη ότι της ήλθεν εις την καρδίαν πόνος δεινότατος και την έφερνεν εις θάνατον και τον παρεκάλει να βάλη εις το στήθος της το χέρι του, να σταυρώση τον τόπον, μήπως παύση ο πόνος της. Πιστεύσας λοιπόν ο Άγιος, εβγήκε και ανάπτων μεγάλην πυράν έβαλεν εις αυτήν την αριστεράν του χείρα και με την δεξιάν ήλειφε την γυναίκα εις το στήθος με έλαιον από την κανδήλαν των Αγίων· αυτή δε προσεπάθει να τον παγιδεύση και του λέγει· «Δια τον Κύριον, παρακαλώ σε, άλειφέ μου την καρδίαν ώραν πολλήν, έως ότου παύσουν οι πόνοι μου». Ο μεν Όσιος λοιπόν, ηξεύρων τας πανουργίας του πονηρού, δεν ετόλμησε να αποσύρη από την πυράν την χείρα του όσην ώραν την ήλειφε και ούτως επέρασαν τρεις ώραι, ώστε έσπασαν αι αρμονίαι των δακτύλων του και με την αφόρητον οδύνην αυτήν εδίωξε τον κακόν λογισμόν από την καρδίαν του πάνσεμνος. Η δε γυνή, όταν είδε κατακεκαυμένην την χείραν του, κατενύγη και πίπτουσα εις τους πόδας του έκλαιε και έτυπτε το στήθος της λέγουσα· «Ουαί μοι τη αθλία! Εγώ είμαι το δοχείον του δαίμονος και του αιωνίου πυρός αξά». Και ούτως ωμολόγησε του Αγίου όλην την υπόθεσιν και μετανοήσασα ολοψύχως την ανομίαν της, έταξε να κάμη ικανήν μετάνοιαν και να φυλάξη σωφροσύνην εις το μέλλον. Τότε ο Όσιος, δίδων την ευλογίαν του, την κατήχησε και την έστειλεν εις τον Αγιώτατον Επίσκοπον Αλέξανδρον, ο οποίος την εξήτασεν ικανώς και γνωρίσας ότι ολοψύχως νετενόησε, την εβάπτισε και την έστειλεν εις Μοναστήριον γυναικών, τους δε Σαμαρείτας εδίωξεν απ’ εκείνα τα όρια. Έπειτα επήγεν εις τον Όσιον Ιάκωβον και τον εστερέωσε και τον είχον όλοι εις περισσοτέραν ευλάβειαν δια την θαυμασίαν σωφροσύνην του. Τοσούτον δε επρόκοψεν η γυνή εκείνη εις την μοναδικήν πολιτείαν, ώστε ηξιώθη να διώκη από τους ανθρώπους δαιμόνια. Ούτω λοιπόν θεαρέστως βιώσασα η πρώην άσεμνος, απήλθεν εις την αιωνίαν μακαριότητα. Μετά πολύν καιρόν εδαιμονίσθη μία κόρη, θυγάτηρ ενός άρχοντος, πρώτου του βουλευτηρίου, και το δαιμόνιον επεκαλείτο εξ ονόματος τον Ιάκωβον, προς τον οποίον έφεραν οι γονείς το θυγάτριον, παρακαλούντες τον να διώξη τον ακάθαρτον δαίμονα. Ο Όσιος έκαμε προσευχήν και ως έβαλεν εις την κόρην την χείρα του, έφυγεν ο δαίμων ευθύς και έμεινεν υγιές το κοράσιον. Οι γονείς δε αυτής, προς ευχαριστίαν της τοιαύτης χάριτος, έστειλαν του Οσίου χρυσά τριακόσια, τα οποία δεν κατεδέχθη ούτε καν να ίδη ο Όσιος, λέγων: «Την χάριν του Θεού δεν πρέπει κανείς να την πραγματεύεται». Οι απεσταλμένοι είπον εις αυτόν· «Κράτησέ τα, δούλε του Θεού, δια να μη κάμης αποστροφήν του άρχοντος και έπειτα διαμοίρασέ τα εις τους πτωχούς, να έχης μισθόν περισσότερον». Και τους λέγει ο Όσιος: «Ας τα δώσουν εκείνοι οι οποίοι τα έχουν». Άλλην φοράν του έφεραν ένα νέον σηκωτόν, όστις είχε παραλύτους τους πόδας του από συνεργίαν του δαίμονος, νηστεύσας δε ο Όσιος και τρεις ημέρας προσευχόμενος, ήγειρε τον παράλυτον, όστις ευχαριστήσας αυτόν, ως έπρεπεν, υπέστρεψε περιπατών εις την οικίαν του. Ήρχοντο δε και άλλοι πολλοί έχοντες διαφόρους ασθενείας εις τον Όσιον και όλοι εθεραπεύοντο και επέστρεφον υγιείς, ευχαριστούντες τον Κύριον. Βλέπων δε ο Άγιος την πολλήν τιμήν, την οποίαν του έδιδαν οι άνθρωποι, εφοβήθη μήπως πέση εις κενοδοξίαν και χάση τους κόπους του· όθεν φεύγων επήγεν εις άλλον τόπον μακράν απ’ εκεί μίλια τεσσαράκοντα και ευρίσκων εις τας όχθας του ποταμού μέγα σπήλαιον έκαμεν εκεί χρόνους τριάκοντα, κατά τους οποίους δεν εφρόντιζε δια φαγητόν μόνον έτρωγε χόρτα άγρια. Μετά καιρόν έκαμε μικρόν κήπον, τον οποίον δουλεύων επορεύετο με τα λάχανα των κόπων του. Έγινε δε τόσον περιβόητος με την θαυμασίαν πολιτείαν του, ώστε ήρχοντο από πεντήκοντα Μοναστήρια Μοναχοί και πολλοί λαϊκοί και κληρικοί δια να λαμβάνουν την ευλογίαν του. Αλλ’ όμως, φθάσας εις τόσον μεγάλην αρετήν και τοσαύτης χάριτος αξιωθείς ο Όσιος, εγκατελείφθη από τον Θεόν και έπεσεν εις μέγα ανόμημα εκ συνεργίας του δαίμονος· ή ίσως να έπεσεν εις υπερηφάνειαν, δι’ αυτό και αφήκεν ο Κύριος να πάση, δια να ταπεινωθή και να μη υπάγη εις την απώλειαν· διότι ο αμαρτωλός, όστις γνωρίζει το βάρος της ανομίας του και κλαίει, σώζεται, ο δε υπερήφανος δίκαιος κολάζεται. Βλέπων λοιπόν ο δαίμων τον ενάρετον βίον του Ιακώβου, εφθόνησε και εισελθών εις μίαν κόρην ενός πλουσίου, εφώναζε λέγων· «Εάν δεν με προστάξη ο αναχωρητής Ιάκωβος, δεν εξέρχομαι ποτέ». Ηρώτων λοιπόν οι γονείς τής κόρης δια τον Όσιον, που ευρίσκετο και δεν ηδύναντο να μάθουν τίποτα, διότι ήτο μακράν από την πόλιν των και με πολύν κόπον έμαθαν τον τόπον. Όθεν επήραν οι γονείς τούς δούλους αυτών και επήγαν την δαιμονιζομένην εις τον μέγαν Ιάκωβον και πεσόντες εις τους πόδας του έλεγον· «Ελέησον ταύτην την κόρην, ότι δεινώς βασανίζεται από πνεύμα ακάθαρτον και έχει ημέρας είκοσιν όπου δεν έφαγε τίποτε, μόνον φωνάζει και σε καλεί εξ ονόματος». Τότε ο Όσιος έκαμεν ώραν πολλήν προσευχήν, έπειτα δε ενεφύσησεν εις αυτήν, ούτω λέγων· «Εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, έξελθε από ταύτην, ακάθαρτε», και ευθύς έφυγεν από την κόρην ο δαίμων, ως υπό πυρός διωκόμενος, αύτη δε έπεσεν εις την γην και εκείτετο πολλήν ώραν άφωνος, έως ότου ήγειρεν αυτήν ο Όσιος και την παρέδωκεν υγιά εις τους γονείς της, οι οποίοι εδόξασαν τον Θεόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Πλην όμως φοβούμενοι μήπως και εισέλθη πάλιν εις αυτήν το δαιμόνιον, παρεκάλεσαν τον Όσιον να την κρατήση εκεί ημέρας τινάς μαζί του και τότε να την παραλάβωσι. Και ούτως έστρεψαν οι γονείς της με τους άλλους ανθρώπους εις την οικίαν των. Ο δε κακομήχανος εχθρός των δούλων του Θεού, βλέπων την κόρην εις το κελλίον του Οσίου, του έδωκε μεγάλον και χαλεπόν πόλεμον εις την σάρκα· και τόσον τον εβασάνισεν, ώστε τον έρριψεν εις μεγάλην πτώσιν ο τρισκατάρατος και έπεσε (φεύ!) εις την πορνείαν, τότε εις το γήρας του, ενώ όταν ήτο νεώτερος ενίκησε τον πόλεμον με τόσην ανδρείαν, καθώς ηκούσατε και πρότερον, αφού ετέλεσε τόσα θαυμάσια, επήρε τόσας νίκας και τρόπαια κατά των δαιμόνων. Και κατόπιν, μετά τας τοσαύτας νηστείας και αγρυπνίας και άλλα έργα θεάρεστα, κατεφρόνησε των τοσούτων χρόνων την άσκησιν και έγινε των δαιμόνων αιχμάλωτος, ο πρώην ισάγγελος. Ως δε να μη έφθανεν αύτη η αμαρτία της πορνείας, έπραξε και το χειρότερον και τον εκρήμνισε και εις τον φόνον ο φθόνος του δαίμονος και του έβαλεν ο ανθρωποκτόνος εις τον νουν του, ότι εάν δεν θανατώση την νεάνιδα, αύτη έμελλε να το φανερώση να τον πομπεύσουν οι άνθρωποι. Όθεν τυφλωθείς την διάνοιαν, εφόνευσεν την γυναίκα και έρριψεν εις τον ποταμόν το σώμα της δια να μη φανερωθή η κακοπραγία του. Αλλά τούτο του συνέβη, αγαπητοί, δια την υψηλοφροσύνην αυτού και έπαρσιν· διότι εάν δεν εφώλευεν εις την ψυχήν του αυτό το πάθος, δεν θα τον άφηνεν ο Θεός να πέση εις τοιούτον ανόμημα, καθώς και άλλοι πολλοί το έπαθον, ως φαίνεται εις τας βίβλους της Εκκλησίας μας. Αλλ’ όμως η φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος ποθεί την σωτηρίαν των αμαρτωλών και δεν θέλει την απώλειάν μας, του έδωκε χείρα και τον εσήκωσεν ύστερα με της μετανοίας το βότανον και τον ηξίωσε πάλιν, εις πείσμα του μισοκάλου, της προτέρας αγιωσύνης και χάριτος. Ταύτα δε εγράψαμεν όχι δια να κατακρίνωμεν τον Όσιον, αλλά δια να φυλάττεται πας ενάρετος, να μη ελπίζη εις τας αγαθοεργίας του, αλλά εις τον φιλάνθρωπον Θεόν να έχη το θάρρος του, όστις μας δίδει την χάριν και δύναμιν και μας βοηθεί εις τας ανάγκας μας, αρκεί να έχωμεν την ταπείνωσιν. Αλλά ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Αφού ετέλεσεν ο τάλας Ιάκωβος τα δύο εκείνα αισχρά και βαρύτατα ανομήματα, όταν εξεσκοτίσθη από την προτέραν θόλωσιν και τυφλότητα του νοός, εγερθείς από τον ύπνον της αμαρτίας και εις εαυτόν γενόμενος, εισήλθεν εις το κελλίον του και πίπτων εις την γην, έτυπτε το στήθος του και το πρόσωπον δυνατά, στενάζων εξ όλης καρδίας και χύνων ποταμηδόν θερμότατα δάκρυα. Ο δε μισάνθρωπος διάβολος, βλέπων αυτόν μετανοούντα, εφοβήθη μήπως ζημιωθή και του έσπειρεν εις την διάνοιαν λογισμούς απογνώσεως, λέγων εις αυτόν, ότι δεν σώζεται και να μη κοπιάζη ματαίως και ανωφελώς. Ηγέρθη λοιπόν από το έδαφος και ανεχώρησεν από την έρημον και επήγαινεν εις τον κόσμον περίλυπος. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις διψά την σωτηρίαν μας, ενεθυμήθη τας αρετάς αυτού και την πολλήν κακοπάθειαν, την οποίαν υπέμεινε τόσους χρόνους αγωνιζόμενος. Όθεν έστειλε πάλιν εις αυτόν με τούτον τον τρόπον την βοήθειαν. Καθώς περιεπάτει εις τον δρόμον, είδεν εν Μοναστήριον και επειδή ήτο αργά, εισήλθεν εντός αυτού να αναπαυθή. Οι μεν λοιπόν αδελφοί ένιψαν τους πόδας του και έβαλον τράπεζαν δια να τον φιλεύσουν· αυτός δε εστέναζε συχνάκις και δεν ήθελε να φάγη ολότελα. Ιδών λοιπόν αυτόν ο Ηγούμενος τοσούτον περίλυπον, ηννόησεν, ως γραμματισμένος και φρόνιμος, ότι εις μεγάλον αμάρτημα έπεσε· τον επήρε λοιπόν εις το κελλίον του και τον παρεκάλεσε να του ομολογήση την αιτίαν της θλίψεως. Τότε ο Ιάκωβος μετά πολλών δακρύων διηγήθη εις αυτόν εξ αρχής την υπόθεσιν· ο δε Ηγούμενος, ως γνωστικός και σοφώτατος, εγνώρισε τας πανουργίας του δαίμονος και εναγκαλισθείς τον Ιάκωβον κατεφίλει αυτόν λέγων: «Μη λυπήσαι, φίλτατε αδελφέ μου και περιπόθητε, μήτε να πέσης εις απόγνωσιν ασυλλόγιστα, αλλά εφ’ όσον γνωρίζεις ότι υπάρχει μετάνοια, πρόσελθε εις τον φιλάνθρωπον Θεόν με συντριβήν καρδίας κλαίων και μιμούμενος τον Προφήτην Δαβίδ, καθώς τον εμιμήθης εις τα αμαρτήματα, και ο πολυέλεος Κύριος αναμφιβόλως σε υποδέχεται, να σου συγχωρήση, να έλθης πάλιν εις την προτέραν κατάστασιν, ώσπερ και αυτόν τον Δαβίδ υπεδέχθη ευσπλάγχνως μετανοήσαντα και όχι μόνον τας ανομίας τού συνεχώρησε, αλλά και τον ευφήμησε λέγων: «Εύρον Δαβίδ, τον του Ιεσσαί άνδρα, κατά την καρδίαν μου». Εάν δεν ήτο μετάνοια, πως ο μακάριος Πέτρος, των Αποστόλων ο πρωτόθρονος, όστις έλαβεν από τον Χριστόν τας κλείδας του Παραδείσου και πάλιν τον ηρνήθη τρισσώς, έπειτα κλαύσας πικρώς έλαβε την της αμαρτίας συγχώρησιν, και την μεγάλην αξίαν της αποστολής ως και πρότερον;». Με τοιαύτα και έτερα όμοια παραδείγματα στηρίξας την καρδίαν τού Ιακώβου ο πάνσοφος, τον παρεκάλει να μείνη εκεί μαζί του, διότι εφοβείτο μήπως εμποδίση την σωτηρίαν του ο παμπόνηρος. Επέρασε λοιπόν η νυξ εκείνη και το πρωϊ, όταν επήρε συγχώρησιν δια να πηγαίνη ο Ιάκωβος, εγονάτησεν ο Ηγούμενος έμπροσθεν αυτού δεόμενος και νουθετών αυτόν να μείνη εκεί εις την συνοδείαν των αδελφών να τον κυβερνήσουν, αλλά δεν έστερξεν. Όθεν, παρά την θέλησίν του, τον συνεχώρησε, συνοδεύσας αυτόν έως δεκαπέντε μίλια, δια να τον διορθώση καλλίτερα με λόγους μετανοίας και ψυχωφελή υποδείγματα. Και τότε ο μεν Ηγούμενος εφίλησεν αυτόν ευχόμενος δια την σωτηρίαν του και επέστρεψεν εις το Μοναστήριον, ο δε Ιάκωβος περιπατών εις τον δρόμον του, εύρεν ένα παλαιόν μνήμα μεγάλον ως σπήλαιον και εισελθών εις αυτό, εσύναξεν όλα τα οστά και τα εσώρευσεν εις μίαν γωνίαν του μνήματος. Φράξας λοιπόν ο Όσιος την θύραν του τάφου εκλείσθη εντός αυτού και κλίνας τα γόνατα έδερε το στήθος του δυνατά και εκτύπα εις την γην, χύνων δε ως ποταμόν θερμά δάκρυα και στενάζων εκ βάθους καρδίας, εφώναζε προς τον Θεόν λέγων· «Πως να τολμήσω να ίδω την Αγίαν εικόνα σου, Δέσποτα, με τα μεμολυσμένα μου όμματα; Ποίαν αρχήν να εύρω της εξομολογήσεως; Με ποίαν καρδίαν και ποίαν συνείδησιν να προσέλθω; Πως να κινήσω την ασεβή γλώσσαν και τα ερρυπωμένα χείλη μου προς αίνεσιν; Ποίας αμαρτίας να ζητήσω πρώτον την συγχώρησιν; Πως να ανοίξω το βέβηλον στόμα μου, να σου αιτήσω την άφεσιν της ασεβείας μου; Λυπήσου με, φιλάνθρωπε Κύριε, και γενού μοι τω αναξίω ελέους ίλεως και μη συναπολέσης με τον δυσσεβή και παράνομον· πορνείαν και φόνον ετέλεσα και την εμήν ψυχήν δισσώς εμόλυνα, ο τρισάθλιος· δεν είμαι άξιος να πατώ την γην σου· δεν τολμώ να βλέπω εις τον ουρανόν με τα παμβέβηλά μου και άσεμνα όμματα. Πλην εις την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου καταφεύγω ο ασεβέστατος και οίκτειρόν με τον ανάξιον· κατάπεμψόν μοι το μέγα σου και πλούσιον έλεος· λυπήσου με τον εμπαθή, συμπαθέστατε, και μη με αφήσης να γίνω του νοητού δράκοντος επίχαρμα και κατάβρωμα, αλλά ανάσπασόν με, με την παντοδύναμον χείρα σου, από τον άπληστον αυτού και αχόρταγον φάρυγγα». Αυτά και έτερα πλείστα έλεγεν ο Όσιος καθ’ ημέραν και ώραν ελεεινώς και πικρώς οδυρόμενος, σφαλισμένος εις τον ζοφώδη και απαράκλητον εκείνον τάφον, χωρίς καμμίαν παράκλησιν σώματος. Δεν ωμίλησε δηλαδή με κανένα, δεν του έφεραν βρώσιν ή πόσιν ολοτελώς, διότι δεν ήξευραν οι άνθρωποι της πόλεως, ότι ήτο εις εκείνα τα όρια· ο τόπος ήτο παράμερα από τον δρόμον και μόνον εξήρχετο τας νύκτας κρυφά, δύο φοράς την εβδομάδα και έτρωγεν, ως τα άλογα κτήνη, από τα χόρτα τα οποία ήσαν φυτρωμένα τριγύρω του μνήματος, ευχαριστών τον Κύριον. Έκαμε λοιπόν ο προ νεκρώσεως νεκρός και προ ταφής τεθαμμένος Ιάκωβος εις εκείνο το μνήμα αμνημόνευτος από όλους και αβοήθητος από ανθρωπίνην δύναμιν, κλαίων και οδυρόμενος, χρόνους δέκα, αναμένων την εξ ύψους βοήθειαν. Όθεν ο φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφήν και διόρθωσιν, βλέπων την καθαράν αυτού μετάνοιαν, συνεχώρησε τας αμαρτίας του ως εύσπλαγχνος. Και όχι μόνον αφήκεν αυτού το πταίσιμον, αλλά και εις τους ανθρώπους τον εδόξασε, δια να πιστωθή αυτός και όσοι άλλοι ημάρτησαν την μεγάλην της μετανοίας δύναμιν. Τον χρόνον εκείνον έγινεν εις τα όρια ταύτης της πόλεως μεγάλη ανομβρία και εστενοχωρούντο οι άνθρωποι· δια την αιτίαν δε αυτήν έκαμναν πολλάς δεήσεις προς Κύριον με νηστείας και ελεημοσύνας. Ο δε φιλάνθρωπος Κύριος εφανέρωσεν εις τον Επίσκοπον εκείνης της πόλεως (όστις ήτο όντως θεοφοβούμενος και άγιος άνθρωπος) του Ιακώβου την κατάστασιν· και αποστείλας ουράνιον Άγγελον, εμήνυσεν εις αυτόν λέγων· «Επίσκοπε, εις τον δείνα τόπον ευρίσκεται ένας Ασκητής ταπεινός εις το σχήμα και εις την ψυχήν άγιος· εάν αυτός θελήση να κάμη προς Κύριον δέησιν, θέλει έλθει τόση βροχή, ώστε θα λάβετε πολλήν απόλαυσιν και μεγάλην ευτυχίαν εις την εσοδείαν σας». Ταύτα αποκαλυφθείς ο Αγιώτατος εκείνος Επίσκοπος, εσύναξε τους Κληρικούς και όλον τον λαόν της πόλεως και ειπών εις αυτούς την οπτασίαν, την οποίαν είδεν, επήγαν εις τον άνωθεν τόπον, λιτανεύοντες με πολλήν ευλάβειαν. Ευρόντες δε τον Όσιον, έπεσαν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων, δεόμενοι και παρακαλούντες να κάμη προς Κύριον δέησιν, να τους στείλη βροχήν, να μη αποθάνουν από την του ύδατος στέρησιν. Ο δε Όσιος δεν τους απεκρίθη ολότελα, αλλά τύπτων το στήθος εκύτταζε την γην λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σπλαγχνίσου με τον ασεβέστατον και άφες τας ανομίας μου», ούτως ευχόμενος δεν ετόλμα ούτε καν τα όμματα να υψώση προς τον ουρανόν. Όθεν βλέποντες εκείνοι, ότι δεν τους έδιδεν απόκρισιν, αλλά εις μάτην εδέοντο κλαίοντες, τον αφήκαν οδυρόμενον και απήλθον περίλυποι. Φθάσαντες δε εις την Εκκλησίαν έπεσαν πάλιν εις την γην δεόμενοι του Κυρίου μετά δακρύων, να τους στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Ούτως ευχόμενοι ημέρας πολλάς και ολοφυρόμενοι, ήλθεν πάλιν προς τον Επίσκοπον φωνή λέγουσα: «Άπελθε προς τον δούλον μου Ιάκωβον, καθώς σου είπα και πρότερον, και παρακάλεσέ τον να κάμη δια σας δέησιν, να σας δώσω ό,τι θέλετε». Τότε επήγαν πάλιν και του είπον, ότι ο Θεός τους έστειλεν εκ δευτέρου και τον παρεκάλουν να μη γίνη του Θεού παρήκοος και να λυτρώση και αυτούς από τον επικείμενον κίνδυνον. Μετά βίας λοιπόν καταπεισθείς ο Όσιος, ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και όμματα και έκαμεν ευχήν μετά πολλής ταπεινώσεως. Ευθύς αμέσως ο ελεήμων Θεός επήκουσεν της δεήσεως τού δούλου του και ήλθε τόση βροχή εις την γην, όσην ήθελον. Όθεν δοξάζοντες τον Θεόν ηυχαρίστησαν τον Όσιον και όχι μόνον την ημέραν εκείνην, αλλά και μετά ταύτα κάθε χρόνον έκαμνον μνημόσυνον του Οσίου, όστις τους ελύτρωσεν από τον κίνδυνον. Ουχί δε μόνον ταύτην την θαυματουργίαν έκαμεν ο Όσιος, αλλά και όλους τους ασθενείς της πόλεως εκείνης εθεράπευσε· διότι ιδόντες το θαυμάσιον της βροχής οι άνθρωποι, εγνώρισαν ότι ήτο δούλος του Θεού γνησιώτατος ο Όσιος Ιάκωβος και ει τις είχε συγγενή τινά δαιμονιώντα ή άρρωστον, τον έφεραν εκεί εις τον Όσιον, όστις ιάτρευεν άπαντας. Από ταύτα τα θαυμάσια έλαβε πληροφορίαν ο όσιος, ότι τον συνεχώρησε ο Κύριος και του εδούλευε με περισσοτέραν προθυμίαν και αγαλλίασιν. Ένα χρόνον μετά την θαυματουργίαν της βροχής εγνώρισεν ο Όσιος την οσίαν αυτού μετάστασιν και προσκαλέσας τον Επίσκοπον του παρήγγειλε να τον ενταφιάση εκεί εις το μνήμα, εις το οποίον ετέλεσε τους υπέρ φύσιν αγώνας και τα ένθεα κατορθώματα· ούτος δε έταξε να το κάμη μετά πάσης χαράς. Εις ολίγας ημέρας ετελεύτησεν ο μακάριος, τη κη΄ (28η) Ιανουαρίου, ζήσας χρόνους εβδομήκοντα πέντε. Τότε επήγεν ο Αγιώτατος Επίσκοπος με τους Κληρικούς και όλον τον λαόν της πόλεως, με ευωδέστατα θυμιάματα και αρώματα πολύτιμα, και ενεταφίασαν ευλαβώς και τιμίως το τίμιον αυτού και πανσεβάσμιον λείψανον και το έθεσαν εις τον τόπον, εις τον οποίον αυτός τους παρήγγειλε και επέστρεψαν εις την πόλιν δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον. Μετά καιρόν ωκοδόμησεν Εκκλησίαν εκεί πλησίον εις το μνήμα ο Αγιώτατος Επίσκοπος, εις τιμήν και μνήμην αυτού του Οσίου και μεταθέσας εκεί το άγιον λείψανον, του έκαμνον κάθε χρόνον μεγάλην εορτήν, εις την οποίαν συνέτρεχεν όλη η πόλις και τα περίχωρα, εις δόξαν Θεού, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Προσέχετε λοιπόν ακριβώς την φοβεράν ταύτην διήγησιν και μη με κατακρίνη κανείς πως την έγραψα ούτως εξηγητήν, να ακούωσιν οι ιδιώται να σκανδαλίζωνται, ότι ένας Άγιος έπεσεν εις τοιούτον δεινόν ανόμημα· διότι ο Θεός θέλει να αναγιγνώσκωνται τα θαυμάσιά του, δια να ακούωσιν οι αμαρτήσαντες την ευσπλαγχνίαν του και να επιστρέφωσι προς μετάνοιαν. Δια τούτο έγραψαν οι Όσιοι Πατέρες Βίους πολλών αμαρτωλών πρότερον, οίτινες έγιναν Άγιοι με την μετάνοιαν ύστερον· διότι τα δάκρυα, τα οποία χύνει ο άνθρωπος με θερμότητα και πόνον καρδίας, τον καθαρίζουν από τον μολυσμόν και τον αγιάζουσιν. Ακούσατε λοιπόν και μη συζηλώσητε την πτώσιν του Οσίου, αλλά την θαυμασίαν μετάνοιαν την οποίαν έκαμε, δια της οποίας ηξιώθη πάλιν της προτέρας χάριτος. Ο Όσιος Ιάκωβος κατώκει πρότερον εις ένα σπήλαιον μακράν από την πόλιν της Πορφυριανής, εις το οποίον έκαμε δεκαπέντε χρόνους· τόσον δε επρόκοψεν εις την αρετήν και την άσκησιν, ώστε ηξιώθη από τον Θεόν να κάμνη θαυμάσια· εδίωκε δαίμονας, ιάτρευεν αρρωστίας και πάθη ανίατα και άλλα όμοια έκαμνε· δια τούτο έγινεν ονομαστός εις όλους και περιβόητος και πολλοί επήγαιναν εις το κελλίον του χάριν ωφελείας, όχι μόνον ευσεβείς, αλλά και δυσσεβείς Σαμαρείται, τους οποίους με νουθεσίας και διδάγματα από την θείαν Γραφήν επέστρεφε προς ευσέβειαν. Ο φθονερός διάβολος όμως, βλέπων την πολλήν ωφέλειαν του λαού, εκάκισε και προσεπάθει να διώξη τον Άγιον από τον τόπον εκείνον. Ευρίσκων λοιπόν όργανον της κακίας του ένα Σαμαρείτην, εισήλθεν εις αυτόν· ούτος συνήθροισε τους συγγενείς και φίλους του και εγύρευον ενέδρας και μηχανάς, δια να διώξουν από το κελλίον του τον Όσιον. Αφού εμηχανεύθησαν πολλά, τέλος έδωσαν είκοσι φλωρία χρυσά εις μίαν πόρνην, της έταξαν δε να της δώσουν και άλλα περισσότερα, εάν δυνηθή να υποσκελίση τον Όσιον, δια να εύρουν αφορμήν να τον εκβάλουν από τα όριά των οι άνομοι. Επήγε λοιπόν η ανοσία και άσωτος, όταν ενύκτωσεν, εις το κελλίον του Οσίου, και κρούσασα την θύραν τον παρεκάλει να την υποδεχθή, αλλ’ εκείνος δεν ήθελε να της ανοίξη. Αυτή όμως έμεινεν ώραν πολλήν και εδέετο αναιδώς με δάκρυα ικετεύουσα. Ανοίξας όθεν ο Όσιος την θύραν και ιδών αυτήν, ενόμισεν ότι ήτο φάντασμα και κλείσας την θύραν έπεσεν εις προσευχήν δεόμενος να τον λυτρώση από τον πειρασμόν ο Κύριος· η δε γυνή εφώναζε λέγουσα· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, άνοιξόν μοι δια τον Κύριον δια να μη με φάγωσι τα θηρία την τάλαιναν!». Ούτω λοιπόν κράζουσα έως το μεσονύκτιον, την ελυπήθη ο Όσιος και ανοίγων την ηρώτησε πόθεν ήτο και τι εγύρευεν· η δε απεκρίνατο· «Από το δείνα Μοναστήριον είμαι και με απέστειλεν η Ηγουμένη να φέρω ευλογίας εις τούτο το χωρίον και ενύκτωσε· δι’ αυτό, σε παρακαλώ, να με κρατήσης εδώ έως ότου εξημερώση και τότε να υπάγω εις την οδόν μου ακίνδυνα». Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν αυτήν, της έδωκεν άρτον και ύδωρ και αφήνοντάς την εις το έξω κελλίον, εισήλθεν εις το εσώτερον. Αύτη, αφού έφαγεν, ησύχασεν ολίγον και έπειτα αρχίζει φωνάς μεγάλας και έκλαιεν, ωσάν να την έδερναν. Ερωτήσας αυτήν ο Όσιος τι έπαθεν, απεκρίθη ότι της ήλθεν εις την καρδίαν πόνος δεινότατος και την έφερνεν εις θάνατον και τον παρεκάλει να βάλη εις το στήθος της το χέρι του, να σταυρώση τον τόπον, μήπως παύση ο πόνος της. Πιστεύσας λοιπόν ο Άγιος, εβγήκε και ανάπτων μεγάλην πυράν έβαλεν εις αυτήν την αριστεράν του χείρα και με την δεξιάν ήλειφε την γυναίκα εις το στήθος με έλαιον από την κανδήλαν των Αγίων· αυτή δε προσεπάθει να τον παγιδεύση και του λέγει· «Δια τον Κύριον, παρακαλώ σε, άλειφέ μου την καρδίαν ώραν πολλήν, έως ότου παύσουν οι πόνοι μου». Ο μεν Όσιος λοιπόν, ηξεύρων τας πανουργίας του πονηρού, δεν ετόλμησε να αποσύρη από την πυράν την χείρα του όσην ώραν την ήλειφε και ούτως επέρασαν τρεις ώραι, ώστε έσπασαν αι αρμονίαι των δακτύλων του και με την αφόρητον οδύνην αυτήν εδίωξε τον κακόν λογισμόν από την καρδίαν του πάνσεμνος. Η δε γυνή, όταν είδε κατακεκαυμένην την χείραν του, κατενύγη και πίπτουσα εις τους πόδας του έκλαιε και έτυπτε το στήθος της λέγουσα· «Ουαί μοι τη αθλία! Εγώ είμαι το δοχείον του δαίμονος και του αιωνίου πυρός αξά». Και ούτως ωμολόγησε του Αγίου όλην την υπόθεσιν και μετανοήσασα ολοψύχως την ανομίαν της, έταξε να κάμη ικανήν μετάνοιαν και να φυλάξη σωφροσύνην εις το μέλλον. Τότε ο Όσιος, δίδων την ευλογίαν του, την κατήχησε και την έστειλεν εις τον Αγιώτατον Επίσκοπον Αλέξανδρον, ο οποίος την εξήτασεν ικανώς και γνωρίσας ότι ολοψύχως νετενόησε, την εβάπτισε και την έστειλεν εις Μοναστήριον γυναικών, τους δε Σαμαρείτας εδίωξεν απ’ εκείνα τα όρια. Έπειτα επήγεν εις τον Όσιον Ιάκωβον και τον εστερέωσε και τον είχον όλοι εις περισσοτέραν ευλάβειαν δια την θαυμασίαν σωφροσύνην του. Τοσούτον δε επρόκοψεν η γυνή εκείνη εις την μοναδικήν πολιτείαν, ώστε ηξιώθη να διώκη από τους ανθρώπους δαιμόνια. Ούτω λοιπόν θεαρέστως βιώσασα η πρώην άσεμνος, απήλθεν εις την αιωνίαν μακαριότητα. Μετά πολύν καιρόν εδαιμονίσθη μία κόρη, θυγάτηρ ενός άρχοντος, πρώτου του βουλευτηρίου, και το δαιμόνιον επεκαλείτο εξ ονόματος τον Ιάκωβον, προς τον οποίον έφεραν οι γονείς το θυγάτριον, παρακαλούντες τον να διώξη τον ακάθαρτον δαίμονα. Ο Όσιος έκαμε προσευχήν και ως έβαλεν εις την κόρην την χείρα του, έφυγεν ο δαίμων ευθύς και έμεινεν υγιές το κοράσιον. Οι γονείς δε αυτής, προς ευχαριστίαν της τοιαύτης χάριτος, έστειλαν του Οσίου χρυσά τριακόσια, τα οποία δεν κατεδέχθη ούτε καν να ίδη ο Όσιος, λέγων: «Την χάριν του Θεού δεν πρέπει κανείς να την πραγματεύεται». Οι απεσταλμένοι είπον εις αυτόν· «Κράτησέ τα, δούλε του Θεού, δια να μη κάμης αποστροφήν του άρχοντος και έπειτα διαμοίρασέ τα εις τους πτωχούς, να έχης μισθόν περισσότερον». Και τους λέγει ο Όσιος: «Ας τα δώσουν εκείνοι οι οποίοι τα έχουν». Άλλην φοράν του έφεραν ένα νέον σηκωτόν, όστις είχε παραλύτους τους πόδας του από συνεργίαν του δαίμονος, νηστεύσας δε ο Όσιος και τρεις ημέρας προσευχόμενος, ήγειρε τον παράλυτον, όστις ευχαριστήσας αυτόν, ως έπρεπεν, υπέστρεψε περιπατών εις την οικίαν του. Ήρχοντο δε και άλλοι πολλοί έχοντες διαφόρους ασθενείας εις τον Όσιον και όλοι εθεραπεύοντο και επέστρεφον υγιείς, ευχαριστούντες τον Κύριον. Βλέπων δε ο Άγιος την πολλήν τιμήν, την οποίαν του έδιδαν οι άνθρωποι, εφοβήθη μήπως πέση εις κενοδοξίαν και χάση τους κόπους του· όθεν φεύγων επήγεν εις άλλον τόπον μακράν απ’ εκεί μίλια τεσσαράκοντα και ευρίσκων εις τας όχθας του ποταμού μέγα σπήλαιον έκαμεν εκεί χρόνους τριάκοντα, κατά τους οποίους δεν εφρόντιζε δια φαγητόν μόνον έτρωγε χόρτα άγρια. Μετά καιρόν έκαμε μικρόν κήπον, τον οποίον δουλεύων επορεύετο με τα λάχανα των κόπων του. Έγινε δε τόσον περιβόητος με την θαυμασίαν πολιτείαν του, ώστε ήρχοντο από πεντήκοντα Μοναστήρια Μοναχοί και πολλοί λαϊκοί και κληρικοί δια να λαμβάνουν την ευλογίαν του. Αλλ’ όμως, φθάσας εις τόσον μεγάλην αρετήν και τοσαύτης χάριτος αξιωθείς ο Όσιος, εγκατελείφθη από τον Θεόν και έπεσεν εις μέγα ανόμημα εκ συνεργίας του δαίμονος· ή ίσως να έπεσεν εις υπερηφάνειαν, δι’ αυτό και αφήκεν ο Κύριος να πάση, δια να ταπεινωθή και να μη υπάγη εις την απώλειαν· διότι ο αμαρτωλός, όστις γνωρίζει το βάρος της ανομίας του και κλαίει, σώζεται, ο δε υπερήφανος δίκαιος κολάζεται. Βλέπων λοιπόν ο δαίμων τον ενάρετον βίον του Ιακώβου, εφθόνησε και εισελθών εις μίαν κόρην ενός πλουσίου, εφώναζε λέγων· «Εάν δεν με προστάξη ο αναχωρητής Ιάκωβος, δεν εξέρχομαι ποτέ». Ηρώτων λοιπόν οι γονείς τής κόρης δια τον Όσιον, που ευρίσκετο και δεν ηδύναντο να μάθουν τίποτα, διότι ήτο μακράν από την πόλιν των και με πολύν κόπον έμαθαν τον τόπον. Όθεν επήραν οι γονείς τούς δούλους αυτών και επήγαν την δαιμονιζομένην εις τον μέγαν Ιάκωβον και πεσόντες εις τους πόδας του έλεγον· «Ελέησον ταύτην την κόρην, ότι δεινώς βασανίζεται από πνεύμα ακάθαρτον και έχει ημέρας είκοσιν όπου δεν έφαγε τίποτε, μόνον φωνάζει και σε καλεί εξ ονόματος». Τότε ο Όσιος έκαμεν ώραν πολλήν προσευχήν, έπειτα δε ενεφύσησεν εις αυτήν, ούτω λέγων· «Εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, έξελθε από ταύτην, ακάθαρτε», και ευθύς έφυγεν από την κόρην ο δαίμων, ως υπό πυρός διωκόμενος, αύτη δε έπεσεν εις την γην και εκείτετο πολλήν ώραν άφωνος, έως ότου ήγειρεν αυτήν ο Όσιος και την παρέδωκεν υγιά εις τους γονείς της, οι οποίοι εδόξασαν τον Θεόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Πλην όμως φοβούμενοι μήπως και εισέλθη πάλιν εις αυτήν το δαιμόνιον, παρεκάλεσαν τον Όσιον να την κρατήση εκεί ημέρας τινάς μαζί του και τότε να την παραλάβωσι. Και ούτως έστρεψαν οι γονείς της με τους άλλους ανθρώπους εις την οικίαν των. Ο δε κακομήχανος εχθρός των δούλων του Θεού, βλέπων την κόρην εις το κελλίον του Οσίου, του έδωκε μεγάλον και χαλεπόν πόλεμον εις την σάρκα· και τόσον τον εβασάνισεν, ώστε τον έρριψεν εις μεγάλην πτώσιν ο τρισκατάρατος και έπεσε (φεύ!) εις την πορνείαν, τότε εις το γήρας του, ενώ όταν ήτο νεώτερος ενίκησε τον πόλεμον με τόσην ανδρείαν, καθώς ηκούσατε και πρότερον, αφού ετέλεσε τόσα θαυμάσια, επήρε τόσας νίκας και τρόπαια κατά των δαιμόνων. Και κατόπιν, μετά τας τοσαύτας νηστείας και αγρυπνίας και άλλα έργα θεάρεστα, κατεφρόνησε των τοσούτων χρόνων την άσκησιν και έγινε των δαιμόνων αιχμάλωτος, ο πρώην ισάγγελος. Ως δε να μη έφθανεν αύτη η αμαρτία της πορνείας, έπραξε και το χειρότερον και τον εκρήμνισε και εις τον φόνον ο φθόνος του δαίμονος και του έβαλεν ο ανθρωποκτόνος εις τον νουν του, ότι εάν δεν θανατώση την νεάνιδα, αύτη έμελλε να το φανερώση να τον πομπεύσουν οι άνθρωποι. Όθεν τυφλωθείς την διάνοιαν, εφόνευσεν την γυναίκα και έρριψεν εις τον ποταμόν το σώμα της δια να μη φανερωθή η κακοπραγία του. Αλλά τούτο του συνέβη, αγαπητοί, δια την υψηλοφροσύνην αυτού και έπαρσιν· διότι εάν δεν εφώλευεν εις την ψυχήν του αυτό το πάθος, δεν θα τον άφηνεν ο Θεός να πέση εις τοιούτον ανόμημα, καθώς και άλλοι πολλοί το έπαθον, ως φαίνεται εις τας βίβλους της Εκκλησίας μας. Αλλ’ όμως η φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος ποθεί την σωτηρίαν των αμαρτωλών και δεν θέλει την απώλειάν μας, του έδωκε χείρα και τον εσήκωσεν ύστερα με της μετανοίας το βότανον και τον ηξίωσε πάλιν, εις πείσμα του μισοκάλου, της προτέρας αγιωσύνης και χάριτος. Ταύτα δε εγράψαμεν όχι δια να κατακρίνωμεν τον Όσιον, αλλά δια να φυλάττεται πας ενάρετος, να μη ελπίζη εις τας αγαθοεργίας του, αλλά εις τον φιλάνθρωπον Θεόν να έχη το θάρρος του, όστις μας δίδει την χάριν και δύναμιν και μας βοηθεί εις τας ανάγκας μας, αρκεί να έχωμεν την ταπείνωσιν. Αλλά ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Αφού ετέλεσεν ο τάλας Ιάκωβος τα δύο εκείνα αισχρά και βαρύτατα ανομήματα, όταν εξεσκοτίσθη από την προτέραν θόλωσιν και τυφλότητα του νοός, εγερθείς από τον ύπνον της αμαρτίας και εις εαυτόν γενόμενος, εισήλθεν εις το κελλίον του και πίπτων εις την γην, έτυπτε το στήθος του και το πρόσωπον δυνατά, στενάζων εξ όλης καρδίας και χύνων ποταμηδόν θερμότατα δάκρυα. Ο δε μισάνθρωπος διάβολος, βλέπων αυτόν μετανοούντα, εφοβήθη μήπως ζημιωθή και του έσπειρεν εις την διάνοιαν λογισμούς απογνώσεως, λέγων εις αυτόν, ότι δεν σώζεται και να μη κοπιάζη ματαίως και ανωφελώς. Ηγέρθη λοιπόν από το έδαφος και ανεχώρησεν από την έρημον και επήγαινεν εις τον κόσμον περίλυπος. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις διψά την σωτηρίαν μας, ενεθυμήθη τας αρετάς αυτού και την πολλήν κακοπάθειαν, την οποίαν υπέμεινε τόσους χρόνους αγωνιζόμενος. Όθεν έστειλε πάλιν εις αυτόν με τούτον τον τρόπον την βοήθειαν. Καθώς περιεπάτει εις τον δρόμον, είδεν εν Μοναστήριον και επειδή ήτο αργά, εισήλθεν εντός αυτού να αναπαυθή. Οι μεν λοιπόν αδελφοί ένιψαν τους πόδας του και έβαλον τράπεζαν δια να τον φιλεύσουν· αυτός δε εστέναζε συχνάκις και δεν ήθελε να φάγη ολότελα. Ιδών λοιπόν αυτόν ο Ηγούμενος τοσούτον περίλυπον, ηννόησεν, ως γραμματισμένος και φρόνιμος, ότι εις μεγάλον αμάρτημα έπεσε· τον επήρε λοιπόν εις το κελλίον του και τον παρεκάλεσε να του ομολογήση την αιτίαν της θλίψεως. Τότε ο Ιάκωβος μετά πολλών δακρύων διηγήθη εις αυτόν εξ αρχής την υπόθεσιν· ο δε Ηγούμενος, ως γνωστικός και σοφώτατος, εγνώρισε τας πανουργίας του δαίμονος και εναγκαλισθείς τον Ιάκωβον κατεφίλει αυτόν λέγων: «Μη λυπήσαι, φίλτατε αδελφέ μου και περιπόθητε, μήτε να πέσης εις απόγνωσιν ασυλλόγιστα, αλλά εφ’ όσον γνωρίζεις ότι υπάρχει μετάνοια, πρόσελθε εις τον φιλάνθρωπον Θεόν με συντριβήν καρδίας κλαίων και μιμούμενος τον Προφήτην Δαβίδ, καθώς τον εμιμήθης εις τα αμαρτήματα, και ο πολυέλεος Κύριος αναμφιβόλως σε υποδέχεται, να σου συγχωρήση, να έλθης πάλιν εις την προτέραν κατάστασιν, ώσπερ και αυτόν τον Δαβίδ υπεδέχθη ευσπλάγχνως μετανοήσαντα και όχι μόνον τας ανομίας τού συνεχώρησε, αλλά και τον ευφήμησε λέγων: «Εύρον Δαβίδ, τον του Ιεσσαί άνδρα, κατά την καρδίαν μου». Εάν δεν ήτο μετάνοια, πως ο μακάριος Πέτρος, των Αποστόλων ο πρωτόθρονος, όστις έλαβεν από τον Χριστόν τας κλείδας του Παραδείσου και πάλιν τον ηρνήθη τρισσώς, έπειτα κλαύσας πικρώς έλαβε την της αμαρτίας συγχώρησιν, και την μεγάλην αξίαν της αποστολής ως και πρότερον;». Με τοιαύτα και έτερα όμοια παραδείγματα στηρίξας την καρδίαν τού Ιακώβου ο πάνσοφος, τον παρεκάλει να μείνη εκεί μαζί του, διότι εφοβείτο μήπως εμποδίση την σωτηρίαν του ο παμπόνηρος. Επέρασε λοιπόν η νυξ εκείνη και το πρωϊ, όταν επήρε συγχώρησιν δια να πηγαίνη ο Ιάκωβος, εγονάτησεν ο Ηγούμενος έμπροσθεν αυτού δεόμενος και νουθετών αυτόν να μείνη εκεί εις την συνοδείαν των αδελφών να τον κυβερνήσουν, αλλά δεν έστερξεν. Όθεν, παρά την θέλησίν του, τον συνεχώρησε, συνοδεύσας αυτόν έως δεκαπέντε μίλια, δια να τον διορθώση καλλίτερα με λόγους μετανοίας και ψυχωφελή υποδείγματα. Και τότε ο μεν Ηγούμενος εφίλησεν αυτόν ευχόμενος δια την σωτηρίαν του και επέστρεψεν εις το Μοναστήριον, ο δε Ιάκωβος περιπατών εις τον δρόμον του, εύρεν ένα παλαιόν μνήμα μεγάλον ως σπήλαιον και εισελθών εις αυτό, εσύναξεν όλα τα οστά και τα εσώρευσεν εις μίαν γωνίαν του μνήματος. Φράξας λοιπόν ο Όσιος την θύραν του τάφου εκλείσθη εντός αυτού και κλίνας τα γόνατα έδερε το στήθος του δυνατά και εκτύπα εις την γην, χύνων δε ως ποταμόν θερμά δάκρυα και στενάζων εκ βάθους καρδίας, εφώναζε προς τον Θεόν λέγων· «Πως να τολμήσω να ίδω την Αγίαν εικόνα σου, Δέσποτα, με τα μεμολυσμένα μου όμματα; Ποίαν αρχήν να εύρω της εξομολογήσεως; Με ποίαν καρδίαν και ποίαν συνείδησιν να προσέλθω; Πως να κινήσω την ασεβή γλώσσαν και τα ερρυπωμένα χείλη μου προς αίνεσιν; Ποίας αμαρτίας να ζητήσω πρώτον την συγχώρησιν; Πως να ανοίξω το βέβηλον στόμα μου, να σου αιτήσω την άφεσιν της ασεβείας μου; Λυπήσου με, φιλάνθρωπε Κύριε, και γενού μοι τω αναξίω ελέους ίλεως και μη συναπολέσης με τον δυσσεβή και παράνομον· πορνείαν και φόνον ετέλεσα και την εμήν ψυχήν δισσώς εμόλυνα, ο τρισάθλιος· δεν είμαι άξιος να πατώ την γην σου· δεν τολμώ να βλέπω εις τον ουρανόν με τα παμβέβηλά μου και άσεμνα όμματα. Πλην εις την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου καταφεύγω ο ασεβέστατος και οίκτειρόν με τον ανάξιον· κατάπεμψόν μοι το μέγα σου και πλούσιον έλεος· λυπήσου με τον εμπαθή, συμπαθέστατε, και μη με αφήσης να γίνω του νοητού δράκοντος επίχαρμα και κατάβρωμα, αλλά ανάσπασόν με, με την παντοδύναμον χείρα σου, από τον άπληστον αυτού και αχόρταγον φάρυγγα». Αυτά και έτερα πλείστα έλεγεν ο Όσιος καθ’ ημέραν και ώραν ελεεινώς και πικρώς οδυρόμενος, σφαλισμένος εις τον ζοφώδη και απαράκλητον εκείνον τάφον, χωρίς καμμίαν παράκλησιν σώματος. Δεν ωμίλησε δηλαδή με κανένα, δεν του έφεραν βρώσιν ή πόσιν ολοτελώς, διότι δεν ήξευραν οι άνθρωποι της πόλεως, ότι ήτο εις εκείνα τα όρια· ο τόπος ήτο παράμερα από τον δρόμον και μόνον εξήρχετο τας νύκτας κρυφά, δύο φοράς την εβδομάδα και έτρωγεν, ως τα άλογα κτήνη, από τα χόρτα τα οποία ήσαν φυτρωμένα τριγύρω του μνήματος, ευχαριστών τον Κύριον. Έκαμε λοιπόν ο προ νεκρώσεως νεκρός και προ ταφής τεθαμμένος Ιάκωβος εις εκείνο το μνήμα αμνημόνευτος από όλους και αβοήθητος από ανθρωπίνην δύναμιν, κλαίων και οδυρόμενος, χρόνους δέκα, αναμένων την εξ ύψους βοήθειαν. Όθεν ο φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφήν και διόρθωσιν, βλέπων την καθαράν αυτού μετάνοιαν, συνεχώρησε τας αμαρτίας του ως εύσπλαγχνος. Και όχι μόνον αφήκεν αυτού το πταίσιμον, αλλά και εις τους ανθρώπους τον εδόξασε, δια να πιστωθή αυτός και όσοι άλλοι ημάρτησαν την μεγάλην της μετανοίας δύναμιν. Τον χρόνον εκείνον έγινεν εις τα όρια ταύτης της πόλεως μεγάλη ανομβρία και εστενοχωρούντο οι άνθρωποι· δια την αιτίαν δε αυτήν έκαμναν πολλάς δεήσεις προς Κύριον με νηστείας και ελεημοσύνας. Ο δε φιλάνθρωπος Κύριος εφανέρωσεν εις τον Επίσκοπον εκείνης της πόλεως (όστις ήτο όντως θεοφοβούμενος και άγιος άνθρωπος) του Ιακώβου την κατάστασιν· και αποστείλας ουράνιον Άγγελον, εμήνυσεν εις αυτόν λέγων· «Επίσκοπε, εις τον δείνα τόπον ευρίσκεται ένας Ασκητής ταπεινός εις το σχήμα και εις την ψυχήν άγιος· εάν αυτός θελήση να κάμη προς Κύριον δέησιν, θέλει έλθει τόση βροχή, ώστε θα λάβετε πολλήν απόλαυσιν και μεγάλην ευτυχίαν εις την εσοδείαν σας». Ταύτα αποκαλυφθείς ο Αγιώτατος εκείνος Επίσκοπος, εσύναξε τους Κληρικούς και όλον τον λαόν της πόλεως και ειπών εις αυτούς την οπτασίαν, την οποίαν είδεν, επήγαν εις τον άνωθεν τόπον, λιτανεύοντες με πολλήν ευλάβειαν. Ευρόντες δε τον Όσιον, έπεσαν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων, δεόμενοι και παρακαλούντες να κάμη προς Κύριον δέησιν, να τους στείλη βροχήν, να μη αποθάνουν από την του ύδατος στέρησιν. Ο δε Όσιος δεν τους απεκρίθη ολότελα, αλλά τύπτων το στήθος εκύτταζε την γην λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σπλαγχνίσου με τον ασεβέστατον και άφες τας ανομίας μου», ούτως ευχόμενος δεν ετόλμα ούτε καν τα όμματα να υψώση προς τον ουρανόν. Όθεν βλέποντες εκείνοι, ότι δεν τους έδιδεν απόκρισιν, αλλά εις μάτην εδέοντο κλαίοντες, τον αφήκαν οδυρόμενον και απήλθον περίλυποι. Φθάσαντες δε εις την Εκκλησίαν έπεσαν πάλιν εις την γην δεόμενοι του Κυρίου μετά δακρύων, να τους στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Ούτως ευχόμενοι ημέρας πολλάς και ολοφυρόμενοι, ήλθεν πάλιν προς τον Επίσκοπον φωνή λέγουσα: «Άπελθε προς τον δούλον μου Ιάκωβον, καθώς σου είπα και πρότερον, και παρακάλεσέ τον να κάμη δια σας δέησιν, να σας δώσω ό,τι θέλετε». Τότε επήγαν πάλιν και του είπον, ότι ο Θεός τους έστειλεν εκ δευτέρου και τον παρεκάλουν να μη γίνη του Θεού παρήκοος και να λυτρώση και αυτούς από τον επικείμενον κίνδυνον. Μετά βίας λοιπόν καταπεισθείς ο Όσιος, ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και όμματα και έκαμεν ευχήν μετά πολλής ταπεινώσεως. Ευθύς αμέσως ο ελεήμων Θεός επήκουσεν της δεήσεως τού δούλου του και ήλθε τόση βροχή εις την γην, όσην ήθελον. Όθεν δοξάζοντες τον Θεόν ηυχαρίστησαν τον Όσιον και όχι μόνον την ημέραν εκείνην, αλλά και μετά ταύτα κάθε χρόνον έκαμνον μνημόσυνον του Οσίου, όστις τους ελύτρωσεν από τον κίνδυνον. Ουχί δε μόνον ταύτην την θαυματουργίαν έκαμεν ο Όσιος, αλλά και όλους τους ασθενείς της πόλεως εκείνης εθεράπευσε· διότι ιδόντες το θαυμάσιον της βροχής οι άνθρωποι, εγνώρισαν ότι ήτο δούλος του Θεού γνησιώτατος ο Όσιος Ιάκωβος και ει τις είχε συγγενή τινά δαιμονιώντα ή άρρωστον, τον έφεραν εκεί εις τον Όσιον, όστις ιάτρευεν άπαντας. Από ταύτα τα θαυμάσια έλαβε πληροφορίαν ο όσιος, ότι τον συνεχώρησε ο Κύριος και του εδούλευε με περισσοτέραν προθυμίαν και αγαλλίασιν. Ένα χρόνον μετά την θαυματουργίαν της βροχής εγνώρισεν ο Όσιος την οσίαν αυτού μετάστασιν και προσκαλέσας τον Επίσκοπον του παρήγγειλε να τον ενταφιάση εκεί εις το μνήμα, εις το οποίον ετέλεσε τους υπέρ φύσιν αγώνας και τα ένθεα κατορθώματα· ούτος δε έταξε να το κάμη μετά πάσης χαράς. Εις ολίγας ημέρας ετελεύτησεν ο μακάριος, τη κη΄ (28η) Ιανουαρίου, ζήσας χρόνους εβδομήκοντα πέντε. Τότε επήγεν ο Αγιώτατος Επίσκοπος με τους Κληρικούς και όλον τον λαόν της πόλεως, με ευωδέστατα θυμιάματα και αρώματα πολύτιμα, και ενεταφίασαν ευλαβώς και τιμίως το τίμιον αυτού και πανσεβάσμιον λείψανον και το έθεσαν εις τον τόπον, εις τον οποίον αυτός τους παρήγγειλε και επέστρεψαν εις την πόλιν δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον. Μετά καιρόν ωκοδόμησεν Εκκλησίαν εκεί πλησίον εις το μνήμα ο Αγιώτατος Επίσκοπος, εις τιμήν και μνήμην αυτού του Οσίου και μεταθέσας εκεί το άγιον λείψανον, του έκαμνον κάθε χρόνον μεγάλην εορτήν, εις την οποίαν συνέτρεχεν όλη η πόλις και τα περίχωρα, εις δόξαν Θεού, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου