Θεόδωρος ο μακάριος Νεομάρτυς ήτο από την Μυτιλήνην, έχων γυναίκα και
τέκνα, θυμωθείς δε δια κάποιαν περίστασιν, ήτις ηκολούθησεν εις αυτόν, ηρνήθη
φεύ! τον Χριστόν και εδέχθη τον Μωαμεθανισμόν· αφού δε εξεσκοτίσθη και ήλθεν
εις εαυτόν, μετενόησεν· όθεν ανεχώρησεν εκείθεν και κατέφυγεν εις το Άγιον Όρος·
εκεί δε διατρίψας ικανόν καιρόν, εξωμολογήθη την αμαρτίαν του και ποιήσας τον
πρέποντα κανόνα, εχρίσθη δια του Αγίου Μύρου και εκοινώνησε των Αχράντων
Μυστηρίων και ούτω καθαρισθείς επέστρεψεν εις την πατρίδα του.
Τότε δια της ευχής και της οδηγίας του πνευματικού του πατρός ενδυναμωθείς ο Μάρτυς επήγεν εις τον κριτήν και ηρώτησεν αυτόν ούτως: «Εάν τις αδικηθή ή απατηθή, δύναται να λάβη πάλιν το δίκαιον»; Αποκρίνεται ο κριτής: «Βέβαια δύναται». Και ο Μάρτυς του λέγει: «Εγώ είχον την πίστιν μου, ήτις είναι εν καλόν και άδολον χρυσίον, σκοτισθείς δε τον νουν υπό του διαβόλου ηπατήθην και την απέρριψα και επήρα την ιδικήν σας δια καλλιτέραν· τώρα δε, ελθών εις εαυτόν, βλέπω ότι η ιδική μου πίστις είναι το καλόν χρυσίον και η ιδική σας δεν είναι ούτε χαλκός». Ομού δε με τους λόγους τούτους ευθύς εκβάλλει από της κεφαλής του το λεγόμενον σαρίκι, όπερ εφόρει και το ρίπτει εμπρός εις τον κριτήν και βάλλει ένα μαύρον σκούφον, τον οποίον εκράτει εις τον κόλπον του. Ο κριτής τότε του λέγει: «Μπρέ τρελλέ, τι κάμνεις; Εβγήκες από τον νουν σου»; Και ο Μάρτυς αποκρίνεται: «Όχι· αλλ’ είμαι εις τον εαυτόν μου και έχω όλον μου τον νουν». Ο δε κριτής πολλάκις του είπε τα αυτά· και ο Μάρτυς του απήντα: «Όχι, εις τον εαυτόν μου είμαι και καλά ομιλώ». Τότε ο κριτής προσέταξε και τον εφυλάκισαν· είτα πάλιν τον παρέστησαν εις το κριτήριόν του και δευτέραν και τρίτην φοράν και εδοκίμασε παντί τρόπο να τον επιστρέψη εις την θρησκείαν του. βλέπων λοιπόν ο κριτής τον Μάρτυρα στερρόν και εις την πίστιν του Χριστού ακλόνητον, απεφάσισε τον κατ’ αυτού θάνατον· και ούτω τον έστειλεν εις τον ναζίρην, Ομέρ αγάρ καλούμενον, ο οποίος πολλάς κολακείας μετεχειρίσθη και υποσχέσεις μεγάλας έδωκεν εις τον Μάρτυρα δια να τον ελκύση εις την γνώμην του, αλλ’ ο Μάρτυς εις όλα τούτα άλλο δεν απεκρίνετο ή ότι: «Ηπατήθην και έδωκα την πίστιν μου, το καθαρόν χρυσίον, και επήρα την ιδικήν σας, τον χαλκόν. Τώρα ήλθον εις τον εαυτόν μου και εγνώρισα την ζημίαν μο και δια τούτο ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός, Θεόδωρος το όνομά μου». Λαβόντες λοιπόν αυτόν οι εις τούτο διωρισμένοι υπηρέται, τον έδειραν σφοδρώς και τον εκτύπησαν με την μάχαιραν εις τον μηρόν κρημνίσαντες αυτόν από την κλίμακα του σαραγίου, ήρχισαν δε να τον οδηγώσιν εις τον τόπον της καταδίκης χωρίς να αντιλέγη τελείως, αλλ’ έχων, ο ευλογημένος, φαιδρόν και χαρωπόν το πρόσωπον, συνωμίλει μετ’ εκείνων, οίτινες έμελλον να τον φονεύσωσιν, ούτως ώστε ενόμιζε τις ότι δεν είναι δι’ αυτόν ο θάνατος, θάνατος αλλά ζωή. Έπειτα του λέγουν: «Ιδού, έχομεν να σε κρεμάσωμεν». Και ο Μάρτυς λέγει προς αυτούς μετά χαράς: «Και που είναι το σχοινίον»; Οι δε δήμιοι του το έδωκαν και λαβών εφίλησεν αυτό και το έβαλεν εις τον λαιμόν του· και λέγει προς αυτούς: «Πηγαίνετέ με τώρα όπου θέλετε». Λαβόντες λοιπόν τον Μάρτυρα οι δήμιοι τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης, Παρμάκ Καπί λεγόμενον, εμπρός δε τούτων πορευόμενος ο κήρυξ εφώναζεν ότι «΄Οποιος αρνείται την πίστιν του, τοιαύτα παθαίνει». Ποιήσας δε εκεί ο Άγιος προσευχήν ζητήσας συγχώρησιν από πάντας τους ευρεθέντας Χριστιανούς, ανέβη μόνος του εις μίαν πέτραν υψηλήν και παραδίδων τον εαυτόν του εις τους δημίους απηγχονίσθη υπ’ αυτών και ούτως έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον ο μακάριος. Το δε τίμιόν του λείψανον έρριψαν εις την θάλασσαν, αλλά μεθ’ ημέρας εξέβαλεν αυτό εις την ξηράν. Όθεν οι Χριστιανοί, λαβόντες άδειαν παρά του κριτού, ενεταφίασαν αυτό εντίμως εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, έξω εις τόπον καλούμενον Μόθωνα, ζητηθέν δε ύστερον δεν ευρέθη έως δε την σήμερον ουδείς γνωρίζει τι έγινεν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Τότε δια της ευχής και της οδηγίας του πνευματικού του πατρός ενδυναμωθείς ο Μάρτυς επήγεν εις τον κριτήν και ηρώτησεν αυτόν ούτως: «Εάν τις αδικηθή ή απατηθή, δύναται να λάβη πάλιν το δίκαιον»; Αποκρίνεται ο κριτής: «Βέβαια δύναται». Και ο Μάρτυς του λέγει: «Εγώ είχον την πίστιν μου, ήτις είναι εν καλόν και άδολον χρυσίον, σκοτισθείς δε τον νουν υπό του διαβόλου ηπατήθην και την απέρριψα και επήρα την ιδικήν σας δια καλλιτέραν· τώρα δε, ελθών εις εαυτόν, βλέπω ότι η ιδική μου πίστις είναι το καλόν χρυσίον και η ιδική σας δεν είναι ούτε χαλκός». Ομού δε με τους λόγους τούτους ευθύς εκβάλλει από της κεφαλής του το λεγόμενον σαρίκι, όπερ εφόρει και το ρίπτει εμπρός εις τον κριτήν και βάλλει ένα μαύρον σκούφον, τον οποίον εκράτει εις τον κόλπον του. Ο κριτής τότε του λέγει: «Μπρέ τρελλέ, τι κάμνεις; Εβγήκες από τον νουν σου»; Και ο Μάρτυς αποκρίνεται: «Όχι· αλλ’ είμαι εις τον εαυτόν μου και έχω όλον μου τον νουν». Ο δε κριτής πολλάκις του είπε τα αυτά· και ο Μάρτυς του απήντα: «Όχι, εις τον εαυτόν μου είμαι και καλά ομιλώ». Τότε ο κριτής προσέταξε και τον εφυλάκισαν· είτα πάλιν τον παρέστησαν εις το κριτήριόν του και δευτέραν και τρίτην φοράν και εδοκίμασε παντί τρόπο να τον επιστρέψη εις την θρησκείαν του. βλέπων λοιπόν ο κριτής τον Μάρτυρα στερρόν και εις την πίστιν του Χριστού ακλόνητον, απεφάσισε τον κατ’ αυτού θάνατον· και ούτω τον έστειλεν εις τον ναζίρην, Ομέρ αγάρ καλούμενον, ο οποίος πολλάς κολακείας μετεχειρίσθη και υποσχέσεις μεγάλας έδωκεν εις τον Μάρτυρα δια να τον ελκύση εις την γνώμην του, αλλ’ ο Μάρτυς εις όλα τούτα άλλο δεν απεκρίνετο ή ότι: «Ηπατήθην και έδωκα την πίστιν μου, το καθαρόν χρυσίον, και επήρα την ιδικήν σας, τον χαλκόν. Τώρα ήλθον εις τον εαυτόν μου και εγνώρισα την ζημίαν μο και δια τούτο ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός, Θεόδωρος το όνομά μου». Λαβόντες λοιπόν αυτόν οι εις τούτο διωρισμένοι υπηρέται, τον έδειραν σφοδρώς και τον εκτύπησαν με την μάχαιραν εις τον μηρόν κρημνίσαντες αυτόν από την κλίμακα του σαραγίου, ήρχισαν δε να τον οδηγώσιν εις τον τόπον της καταδίκης χωρίς να αντιλέγη τελείως, αλλ’ έχων, ο ευλογημένος, φαιδρόν και χαρωπόν το πρόσωπον, συνωμίλει μετ’ εκείνων, οίτινες έμελλον να τον φονεύσωσιν, ούτως ώστε ενόμιζε τις ότι δεν είναι δι’ αυτόν ο θάνατος, θάνατος αλλά ζωή. Έπειτα του λέγουν: «Ιδού, έχομεν να σε κρεμάσωμεν». Και ο Μάρτυς λέγει προς αυτούς μετά χαράς: «Και που είναι το σχοινίον»; Οι δε δήμιοι του το έδωκαν και λαβών εφίλησεν αυτό και το έβαλεν εις τον λαιμόν του· και λέγει προς αυτούς: «Πηγαίνετέ με τώρα όπου θέλετε». Λαβόντες λοιπόν τον Μάρτυρα οι δήμιοι τον έφεραν εις τον τόπον της καταδίκης, Παρμάκ Καπί λεγόμενον, εμπρός δε τούτων πορευόμενος ο κήρυξ εφώναζεν ότι «΄Οποιος αρνείται την πίστιν του, τοιαύτα παθαίνει». Ποιήσας δε εκεί ο Άγιος προσευχήν ζητήσας συγχώρησιν από πάντας τους ευρεθέντας Χριστιανούς, ανέβη μόνος του εις μίαν πέτραν υψηλήν και παραδίδων τον εαυτόν του εις τους δημίους απηγχονίσθη υπ’ αυτών και ούτως έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον ο μακάριος. Το δε τίμιόν του λείψανον έρριψαν εις την θάλασσαν, αλλά μεθ’ ημέρας εξέβαλεν αυτό εις την ξηράν. Όθεν οι Χριστιανοί, λαβόντες άδειαν παρά του κριτού, ενεταφίασαν αυτό εντίμως εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, έξω εις τόπον καλούμενον Μόθωνα, ζητηθέν δε ύστερον δεν ευρέθη έως δε την σήμερον ουδείς γνωρίζει τι έγινεν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου