Ρωμανός ο ευλογημένος ούτος
Νέος Οσιομάρτυς ήτο από το Καρπενήσιον, υιός γονέων ευσεβών, όμως αγραμμάτων· όθεν
και αυτός έμεινεν αγράμματος, και άλλο δεν ήξευρε παρά μόνον ότι είναι
Χριστιανός. Εν μια των ημερών ήκουσε τινας, οι οποίοι διηγούντο δια τον Άγιον
Τάφον του Κυρίου μας, και παρακινηθείς μετέβη εις Ιεροσόλυμα, και προσκυνήσας
τον Ζωοδόχον Τάφον και όλους τους Αγίους Τόπους μετέβη εις την Ιεράν Μονήν του
Αγίου Σάββα, ακούσας δε εκεί τα Μαρτύρια των Αγίων, τα οποία ανεγίνωσκον οι Πατέρες,
και ότι οι Άγιοι Μάρτυρες υπέμειναν δια το όνομα του Χριστού παντοειδή
βασανιστήρια, δια να απολαύσουν τα μέλλοντα αγαθά, και ερωτήσας και μαθών ποία
είναι ταύτα, επεθύμησε και αυτός ο αοίδιμος να τα απολαύση με μαρτύριον.
Επιστρέψας λοιπόν εις Ιεροσόλυμα ανεκοίνωσε τον σκοπόν του εις τον τότε Πατριάρχην, ο οποίος τον ημπόδιζεν από το μαρτύριον δια το άδηλον της εκβάσεως και δια να μη ακολουθήση και κανένα κακόν εις τον Άγιον Τάφον. Ο Άγιος όμως, ποθών εξ όλης ψυχής το μαρτύριον, δεν ηδύνατο να βαστάση την φλόγα, ήτις ήναπτεν εις την καρδίαν του· όθεν φυγών εκείθεν μετέβη εις Θεσσαλονίκην, και παρουσιασθείς ευθύς εις τον Κριτήν ωμολόγησε παρρησία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός ποιητής του παντός και Σωτήρ των ανθρώπων, ο δε προφήτης των Αγαρηνών είναι μυθολόγος, απατεών και πολέμιος του αληθινού Θεού του Κυρίου Ιησού Χριστού, η δε θρησκεία του είναι μία πλάνη, πλήρης μύθων αξίων γέλωτος. Ακούσας ταύτα ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν σφοδρός, του απέσπασαν λωρίδας από τα πλευρά, του έσχισαν τας παρειάς με πέταλα και με διάφορα άλλα βασανιστήρια τον εβίαζον ν’ αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε κατ’ ουδένα τρόπον δεν επείθετο, αλλ’ έμενε στερεός εις την πίστιν του Χριστού, απεφάσισεν ο κριτής να τον θανατώσουν δια ξίφους· τυχών δε εκεί ο πλοίαρχος των φρεγατών της Θεσσαλονίκης, εζήτησε τον Μάρτυρα από τον κριτήν, ίνα τον έχη δια το κουπί, λέγων, ότι αυτή η τιμωρία είναι δι’ αυτόν μεγαλυτέρα καταδίκη από τον δια ξίφους θάνατον, εις δε την φρεγάταν θα εβασανίζετο εις όλην του την ζωήν. Ταύτα είπεν ο πλοίαρχος, ο δε λόγος αυτού ήρεσεν εις όλους και του τον εχάρισαν· λαβών δε εκείνος τον Μάρτυρα του εξύρισε τα γένεια και την κόμην, και τον έβαλε να σύρη το κουπί εις το πλοίον του. Μετ’ ολίγον καιρόν Χριστιανοί τινες, φίλοι του πλοιάρχου, τον παρεκάλεσαν, δώσαντες μερικά χρήματα, και τον ηλευθέρωσαν, αποστείλαντες αυτόν εις το Άγιον Όρος. Μεταβάς ο Άγιος εκεί, έμεινεν ομού με τον Όσιον Ακάκιον τον ησυχάζοντα εις το Καυσοκαλύβι, ηγωνίζετο δε μετ’ αυτού υπέρ άνθρωπον, πλην ο λογισμός του δεν είχεν ειρήνην και ήτο ως ξένος εις την παρούσαν ζωήν· ούτε περί φαγητού τον έμελεν, ούτε περί ποτού, αλλά μόνον το μαρτύριον διελογίζετο. Νηστεύσαντες όθεν κοινή γνώμη και οι δύο, ο τε Γέροντας και ο Ρωμανός, ημέρας ικανάς, και παρακαλέσαντες θερμώς τον Θεόν δια την έκβασιν του μαρτυρίου, είδε δι’ αποκαλύψεως ο Όσιος Ακάκιος, ότι θέλημα Θεού είναι και ότι θέλει τελειώσει καλώς το υπέρ του Χριστού μαρτύριον ο Ρωμανός· ενδυθείς όθεν το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, και στηριχθείς με τας ευχάς του Οσίου και των εκεί Πατέρων, απήλθε πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα, θέλων να υπάγη με μοναχικήν στολήν εις τον Άγιον Τάφον, δια να τύχη του ποθουμένου. Ακούσας όμως και πάλιν, ότι είτε ως Μοναχός, είτε ως κοσμικός παρουσιασθή εκεί, θέλει λάβει μεγάλην ζημίαν ο Άγιος Τάφος από τους Αγαρηνούς, εστράφη εις Κωνσταντινούπολιν όπου παρουσιάσθη τοιουτοτρόπως. Λαβών ο Άγιος ένα μικρόν κυνάριον, το έδεσε με την ζώνην του και το έσυρε μέσα εις την αγοράν, οι δε Τούρκοι βλέποντες αυτόν, τον ηρώτησαν δια ποίαν αφορμήν σύρει ούτω το κυνάριον· και ο Μάρτυς τους είπε· «Δια να το τρέφω, καθώς οι Χριστιανοί τρέφουν σας τους Αγαρηνούς». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι εθυμώθησαν πολύ και ώρμησαν κατ’ αυτού ως θηρία ανήμερα, και δέροντες και ωθούντες τον έφεραν εις τον Βεζύρην, ο οποίος ερωτών αυτόν και ακούων τα αυτά λόγια από το στόμα του, τον παρέδωκεν εις τους βασανιστάς να τον βασανίζουν έως ου να τον καταπείσουν ν’ αρνηθή την πίστιν του. Λαβόντες εκείνοι τον Μάρτυρα τον έρριψαν εις ένα ξηροπήγαδον, εις το οποίον ρίπτουν τους φονείς, και έκαμεν ο ευλογημένος εντός αυτού νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας. Μετά ταύτα τον ανέσυραν και τον ετιμώρησαν ανηλεώς με διάφορα βασανιστήρια, μη δυνηθέντες δε να τον καταπείσουν, τον ανέφεραν εις τον Βεζύρην, όστις επρόσταξε να τον θανατώσουν δια ξίφους. Όταν δε τον ωδήγουν εις τον τόπον της τελειώσεως, όπου έβλεπε Χριστιανόν εχαιρέτα και έτρεχε μετά χαράς, ως να μετέβαινεν εις γάμους και όχι εις σφαγήν. Ιδών δε εις άρχων Χριστιανός την τόσην χαράν του Μάρτυρος ηπόρησε, και μαθών ότι τρέχει εις σφαγήν δια τον Χριστόν, έδραμε και αυτός όπισθεν αυτού δια να ίδη το τέλος· όταν δε διήρχοντο από ένα τζαμί, έτυχε να φωνάζη ο χότζας την ώραν της μεσημβρίας κατά την συνήθειάν των, ιδών δε αυτόν ο Μάρτυς τον έπτυσε, και παρευθύς οι δήμιοι του έκοψαν την γλώσσαν, την οποίαν μόνος του έβγαλε προθύμως ο Άγιος, δια να του την κόψουν, κατόπιν δε πάλιν ομοίως με σχήμα χαρούμενον εχαιρέτα τους Χριστιανούς, όσους συνήντα, ενώ τα αίματα έτρεχον από το στόμα του. Όταν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, ηυχαρίστησε τον Θεόν νοερώς και με σχήμα, και ούτως έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου· και η μεν μακαρία ψυχή του ανέβη με δόξαν πολλήν εις τον ουρανόν, δια να χαίρη εις τον χορόν των Μαρτύρων· το δε άγιόν του λείψανον, αφού έκοψαν την κεφαλήν του, έπεσε κατ’ ανατολάς, ως να ήτο ζωντανόν· δια το οποίον φθονήσαντες οι Αγαρηνοί, δέροντες εδίωκον τους Χριστιανούς, οίτινες έδραμον εκεί πλήθος άπειρον. Ετίμησε δε και τούτο το άγιον λείψανον η θεία χάρις άνωθεν με φως ουράνιον, το οποίον εφώτιζεν αυτό τρεις ολοκλήρους νύκτας εκεί όπου το εφύλαττον, το έβλεπαν δε όλοι και εθαύμαζαν· και οι μεν Χριστιανοί έχαιρον, δοξάζοντες τον Θεόν, οι δε Αγαρηνοί κατησχύνοντο· επειδή δε κατά τύχην ήτο εκεί εν πλοίον Αγγλικόν, ηγόρασε το άγιον λείψανον αντί πεντακοσίων γροσίων και το επήγεν εις την Αγγλίαν. Ο δε άρχων, όστις ηκολούθησε τον Μάρτυρα, ως προείπομεν, βλέπων ότι εδίωκον τους Χριστιανούς οι Αγαρηνοί εκείθεν με ατιμίαν, έδωκεν εις ένα τουρκόπουλον πέντε γρόσια και το έστειλε και έβαψε το μανδήλιόν του εις το αίμα του Μάρτυρος και του το έφερεν· κατόπιν όμως το τουρκόπουλον είπε τούτο εις ένα άλλον Αγαρηνόν· όθεν εκείνοι το έστειλαν και εζήτησεν από τον Χριστιανόν άλλα πέντε γρόσια. Επειδή όμως ο Χριστιανός εκείνος δεν ήθελε να δώση τα ζητηθέντα χρήματα, τον επρόδωσαν εις τον Βεζύρην, όστις και απεφάσισε να θανατώσουν και εκείνον. Αλλ’ επειδή ήτο φίλος της βασιλείας, τον διέσωσεν εκείνος από τον θάνατον· τον έρριψαν όμως εις σκοτεινήν τινά φυλακήν, εις την οποίαν έκαμεν εξ μήνας, κάθε δε εσπέρας έβλεπε μίαν ακτίνα φωτός η οποία ήρχετο από τον τόπον, όπου απεκεφάλισαν τον Μάρτυρα και του έλαμπε μέσα εις την φυλακήν. Όθεν παρηγορείτο, διότι αλλέως ήθελεν αποθάνει από την πολλήν του στενοχωρίαν. Έπειτα δίδων τέσσαρας χιλιάδας γρόσια εξήλθεν από την φυλακήν, ομού δε με τον αδελφόν του πωλήσαντες ό,τι είχον, επήγαν και επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους εις τε την Ιερουσαλήμ και εις το Σίναιον όρος, μεταβάντες δ’ είτα εις το Άγιον Όρος εμόνασαν μετονομασθέντες ο μεν πρώτος Αγάπιος, όστις ετελείωσε θεαρέστως την ζωήν του εις την Μονήν του Δοχειαρίου, εις την οποίαν αφιέρωσε και το μανδήλιον το βαμμένον με το αίμα του Μάρτυρος, ο δε έτερος ετελείωσεν εις την Μονήν του Κουτλουμουσίου. Ούτω λοιπόν ο μακάριος Ρωμανός έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου και της καλής τελειώσεως εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν. Ταιςτων σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Επιστρέψας λοιπόν εις Ιεροσόλυμα ανεκοίνωσε τον σκοπόν του εις τον τότε Πατριάρχην, ο οποίος τον ημπόδιζεν από το μαρτύριον δια το άδηλον της εκβάσεως και δια να μη ακολουθήση και κανένα κακόν εις τον Άγιον Τάφον. Ο Άγιος όμως, ποθών εξ όλης ψυχής το μαρτύριον, δεν ηδύνατο να βαστάση την φλόγα, ήτις ήναπτεν εις την καρδίαν του· όθεν φυγών εκείθεν μετέβη εις Θεσσαλονίκην, και παρουσιασθείς ευθύς εις τον Κριτήν ωμολόγησε παρρησία ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός ποιητής του παντός και Σωτήρ των ανθρώπων, ο δε προφήτης των Αγαρηνών είναι μυθολόγος, απατεών και πολέμιος του αληθινού Θεού του Κυρίου Ιησού Χριστού, η δε θρησκεία του είναι μία πλάνη, πλήρης μύθων αξίων γέλωτος. Ακούσας ταύτα ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν σφοδρός, του απέσπασαν λωρίδας από τα πλευρά, του έσχισαν τας παρειάς με πέταλα και με διάφορα άλλα βασανιστήρια τον εβίαζον ν’ αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε κατ’ ουδένα τρόπον δεν επείθετο, αλλ’ έμενε στερεός εις την πίστιν του Χριστού, απεφάσισεν ο κριτής να τον θανατώσουν δια ξίφους· τυχών δε εκεί ο πλοίαρχος των φρεγατών της Θεσσαλονίκης, εζήτησε τον Μάρτυρα από τον κριτήν, ίνα τον έχη δια το κουπί, λέγων, ότι αυτή η τιμωρία είναι δι’ αυτόν μεγαλυτέρα καταδίκη από τον δια ξίφους θάνατον, εις δε την φρεγάταν θα εβασανίζετο εις όλην του την ζωήν. Ταύτα είπεν ο πλοίαρχος, ο δε λόγος αυτού ήρεσεν εις όλους και του τον εχάρισαν· λαβών δε εκείνος τον Μάρτυρα του εξύρισε τα γένεια και την κόμην, και τον έβαλε να σύρη το κουπί εις το πλοίον του. Μετ’ ολίγον καιρόν Χριστιανοί τινες, φίλοι του πλοιάρχου, τον παρεκάλεσαν, δώσαντες μερικά χρήματα, και τον ηλευθέρωσαν, αποστείλαντες αυτόν εις το Άγιον Όρος. Μεταβάς ο Άγιος εκεί, έμεινεν ομού με τον Όσιον Ακάκιον τον ησυχάζοντα εις το Καυσοκαλύβι, ηγωνίζετο δε μετ’ αυτού υπέρ άνθρωπον, πλην ο λογισμός του δεν είχεν ειρήνην και ήτο ως ξένος εις την παρούσαν ζωήν· ούτε περί φαγητού τον έμελεν, ούτε περί ποτού, αλλά μόνον το μαρτύριον διελογίζετο. Νηστεύσαντες όθεν κοινή γνώμη και οι δύο, ο τε Γέροντας και ο Ρωμανός, ημέρας ικανάς, και παρακαλέσαντες θερμώς τον Θεόν δια την έκβασιν του μαρτυρίου, είδε δι’ αποκαλύψεως ο Όσιος Ακάκιος, ότι θέλημα Θεού είναι και ότι θέλει τελειώσει καλώς το υπέρ του Χριστού μαρτύριον ο Ρωμανός· ενδυθείς όθεν το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, και στηριχθείς με τας ευχάς του Οσίου και των εκεί Πατέρων, απήλθε πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα, θέλων να υπάγη με μοναχικήν στολήν εις τον Άγιον Τάφον, δια να τύχη του ποθουμένου. Ακούσας όμως και πάλιν, ότι είτε ως Μοναχός, είτε ως κοσμικός παρουσιασθή εκεί, θέλει λάβει μεγάλην ζημίαν ο Άγιος Τάφος από τους Αγαρηνούς, εστράφη εις Κωνσταντινούπολιν όπου παρουσιάσθη τοιουτοτρόπως. Λαβών ο Άγιος ένα μικρόν κυνάριον, το έδεσε με την ζώνην του και το έσυρε μέσα εις την αγοράν, οι δε Τούρκοι βλέποντες αυτόν, τον ηρώτησαν δια ποίαν αφορμήν σύρει ούτω το κυνάριον· και ο Μάρτυς τους είπε· «Δια να το τρέφω, καθώς οι Χριστιανοί τρέφουν σας τους Αγαρηνούς». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι εθυμώθησαν πολύ και ώρμησαν κατ’ αυτού ως θηρία ανήμερα, και δέροντες και ωθούντες τον έφεραν εις τον Βεζύρην, ο οποίος ερωτών αυτόν και ακούων τα αυτά λόγια από το στόμα του, τον παρέδωκεν εις τους βασανιστάς να τον βασανίζουν έως ου να τον καταπείσουν ν’ αρνηθή την πίστιν του. Λαβόντες εκείνοι τον Μάρτυρα τον έρριψαν εις ένα ξηροπήγαδον, εις το οποίον ρίπτουν τους φονείς, και έκαμεν ο ευλογημένος εντός αυτού νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας. Μετά ταύτα τον ανέσυραν και τον ετιμώρησαν ανηλεώς με διάφορα βασανιστήρια, μη δυνηθέντες δε να τον καταπείσουν, τον ανέφεραν εις τον Βεζύρην, όστις επρόσταξε να τον θανατώσουν δια ξίφους. Όταν δε τον ωδήγουν εις τον τόπον της τελειώσεως, όπου έβλεπε Χριστιανόν εχαιρέτα και έτρεχε μετά χαράς, ως να μετέβαινεν εις γάμους και όχι εις σφαγήν. Ιδών δε εις άρχων Χριστιανός την τόσην χαράν του Μάρτυρος ηπόρησε, και μαθών ότι τρέχει εις σφαγήν δια τον Χριστόν, έδραμε και αυτός όπισθεν αυτού δια να ίδη το τέλος· όταν δε διήρχοντο από ένα τζαμί, έτυχε να φωνάζη ο χότζας την ώραν της μεσημβρίας κατά την συνήθειάν των, ιδών δε αυτόν ο Μάρτυς τον έπτυσε, και παρευθύς οι δήμιοι του έκοψαν την γλώσσαν, την οποίαν μόνος του έβγαλε προθύμως ο Άγιος, δια να του την κόψουν, κατόπιν δε πάλιν ομοίως με σχήμα χαρούμενον εχαιρέτα τους Χριστιανούς, όσους συνήντα, ενώ τα αίματα έτρεχον από το στόμα του. Όταν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, ηυχαρίστησε τον Θεόν νοερώς και με σχήμα, και ούτως έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου· και η μεν μακαρία ψυχή του ανέβη με δόξαν πολλήν εις τον ουρανόν, δια να χαίρη εις τον χορόν των Μαρτύρων· το δε άγιόν του λείψανον, αφού έκοψαν την κεφαλήν του, έπεσε κατ’ ανατολάς, ως να ήτο ζωντανόν· δια το οποίον φθονήσαντες οι Αγαρηνοί, δέροντες εδίωκον τους Χριστιανούς, οίτινες έδραμον εκεί πλήθος άπειρον. Ετίμησε δε και τούτο το άγιον λείψανον η θεία χάρις άνωθεν με φως ουράνιον, το οποίον εφώτιζεν αυτό τρεις ολοκλήρους νύκτας εκεί όπου το εφύλαττον, το έβλεπαν δε όλοι και εθαύμαζαν· και οι μεν Χριστιανοί έχαιρον, δοξάζοντες τον Θεόν, οι δε Αγαρηνοί κατησχύνοντο· επειδή δε κατά τύχην ήτο εκεί εν πλοίον Αγγλικόν, ηγόρασε το άγιον λείψανον αντί πεντακοσίων γροσίων και το επήγεν εις την Αγγλίαν. Ο δε άρχων, όστις ηκολούθησε τον Μάρτυρα, ως προείπομεν, βλέπων ότι εδίωκον τους Χριστιανούς οι Αγαρηνοί εκείθεν με ατιμίαν, έδωκεν εις ένα τουρκόπουλον πέντε γρόσια και το έστειλε και έβαψε το μανδήλιόν του εις το αίμα του Μάρτυρος και του το έφερεν· κατόπιν όμως το τουρκόπουλον είπε τούτο εις ένα άλλον Αγαρηνόν· όθεν εκείνοι το έστειλαν και εζήτησεν από τον Χριστιανόν άλλα πέντε γρόσια. Επειδή όμως ο Χριστιανός εκείνος δεν ήθελε να δώση τα ζητηθέντα χρήματα, τον επρόδωσαν εις τον Βεζύρην, όστις και απεφάσισε να θανατώσουν και εκείνον. Αλλ’ επειδή ήτο φίλος της βασιλείας, τον διέσωσεν εκείνος από τον θάνατον· τον έρριψαν όμως εις σκοτεινήν τινά φυλακήν, εις την οποίαν έκαμεν εξ μήνας, κάθε δε εσπέρας έβλεπε μίαν ακτίνα φωτός η οποία ήρχετο από τον τόπον, όπου απεκεφάλισαν τον Μάρτυρα και του έλαμπε μέσα εις την φυλακήν. Όθεν παρηγορείτο, διότι αλλέως ήθελεν αποθάνει από την πολλήν του στενοχωρίαν. Έπειτα δίδων τέσσαρας χιλιάδας γρόσια εξήλθεν από την φυλακήν, ομού δε με τον αδελφόν του πωλήσαντες ό,τι είχον, επήγαν και επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους εις τε την Ιερουσαλήμ και εις το Σίναιον όρος, μεταβάντες δ’ είτα εις το Άγιον Όρος εμόνασαν μετονομασθέντες ο μεν πρώτος Αγάπιος, όστις ετελείωσε θεαρέστως την ζωήν του εις την Μονήν του Δοχειαρίου, εις την οποίαν αφιέρωσε και το μανδήλιον το βαμμένον με το αίμα του Μάρτυρος, ο δε έτερος ετελείωσεν εις την Μονήν του Κουτλουμουσίου. Ούτω λοιπόν ο μακάριος Ρωμανός έλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου και της καλής τελειώσεως εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν. Ταιςτων σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου