Συγκλητική η μακαρία μήτηρ ημών κατήγετο από την Μακεδονίαν, οι δε
πρόγονοι αυτής, ακούσαντες την φιλόθεον και φιλόχριστον γνώμην των Αλεξανδρέων,
έφυγον από την Μακεδονίαν και ήλθον εις την Αλεξάνδρειαν· ευρίσκοντες δε εις
αυτήν πίστιν απλήν με αγάπην αληθινήν, επροτίμησαν την ξενητείαν καλλίτερον από
την πατρίδα των.
Ήτο δε η Οσία αύτη και κατά το γένος περίφημος και ευτυχισμένη έχουσα όλα τα νομιζόμενα καλά της παρούσης ζωής· αλλά αυτή η μακαρία, και όταν ευρίσκετο ακόμη εις τας αγκάλας των γονέων της, ήτο όλη δεδομένη εις τον πόθον και την αγάπην του Θεού και δεν επεμελείτο τελείως το σώμα της, αλλ’ εφυλάττετο από τας ατάκτους ορμάς της φύσεως· διότι ήτο και πολύ ωραία εις το σώμα και πολλοί νέοι την εζήτουν εις γάμον, και δια τον πλούτον της και δια την κοσμιότητα των γονέων της και δια την καλλονήν της· και οι γονείς της ακόμη επαρακινούσαν την κόρην εις γάμον, δια να φυλαχθή δι’ αυτής η διαδοχή του γένους των. Η σώφρων όμως και ανδρεία εις το φρόνημα Συγκλητική ουδόλως επείθετο εις τους λόγους των γονέων της, αλλ’ όταν ήκουε γάμον σαρκικόν αυτή εφαντάζετο τον θεϊκόν γάμον και παρέβλεπε τους επιγείους νυμφίους, διότι απέβλεπεν εις μόνον τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησεν εξ όλης της ψυχής της και αυτόν μόνον εσυλλογίζετο και εφαντάζετο νύκτα και ημέραν. Όθεν ούτε τα πολυποίκιλα και χρυσοϋφαντα φορέματα ούτε κανένα άλλο κοσμικόν καλόν ηδυνήθη να διαλύση τον πόθον της ψυχής της, ούτε τα δάκρυα των γονέων της, ούτε οι παρακλητικοί λόγοι των συγγενών της εμαλάκωσαν ολότελα αυτήν· αλλ’ είχε τον λογισμόν της στερεόν ως αδάμαντα, και δεν επαρασάλευε τελείως τον νούν της από τον ποθούμενον Χριστόν, αλλ’ έκλεισε τας αισθήσεις του σώματός της και συνωμίλει με τον νοητόν Νυμφίον της, λέγουσα το λόγιον της ασματικής νύμφης: «Εγώ το αδελφιδώ μου και ο αδελφιδός μου εμοί». Και εάν εγίνοντο ομιλίαι κοσμικαί τας απέφευγε και δεν ήθελε να τας ακούη, αλλά εσυμμάζευε τον νουν της μέσα εις το βάθος της καρδίας της· ει δε και εγίνοντο ομιλίαι ψυχωφελείς, ήνοιγε τα ώτα της διανοίας της, δια να ακούση τα λεγόμενα και να τα δεχθή εις την ψυχήν της. Δεν ημέλει δε και την νηστείαν, το ωφέλιμον τούτο ιατρικόν του σώματος, αλλά τόσον την ηγάπα, ώστε δεν είχε καμμίαν άλλην αρετήν ίσην με αυτήν· διότι εστοχάζετο ότι αύτη είναι το θεμέλιον και η φύλαξις όλων των άλλων αρετών. Όταν δε καμμίαν φοράν ετύχαινεν ανάγκη να φάγη η μακαρία έξω από τον διωρισμένον καιρόν, ηλλοιώνετο εις την θεωρίαν και επάθαινε το εναντίον από εκείνο όπου παθαίνουν όσοι τρώγουν· εκιτρίνιζε το πρόσωπόν της και το σώμα της ελεπτύνετο, ότι με το να μην ευχαριστείτο η ψυχή της εις το παράκαιρον φαγητόν, ακολούθως δεν ευχαριστείτο εις αυτό ούτε το σώμα της, ούτε ετρέφετο, αλλά μάλιστα εξηραίνετο· διότι εκείνοι όπου τρώγουν με ηδονήν, έχουν και το σώμα των τρυφερόν και παχύ· εκείνοι δε όπου τρώγουν με αηδίαν, έχουν και την σάρκα ατροφικήν και λεπτήν· και μαρτυρούν την αλήθειαν ταύτην του λόγου μου οι άρρωστοι, οι οποίοι, διότι τρώγουν με αηδίαν, δια τούτο έχουν και το σώμα των λεπτόν και αδύνατον. Όθεν και η μακαρία Συγκλητική, επειδή προσεπάθει να αδυνατίζη το σώμα της, δια τούτο είχε την ψυχήν της δυνατήν· ότι κατά τον Απόστολον Παύλον «όσον ο έξω άνθρωπος φθείρεται και ασθενεί, τόσον ο ένδον ανακαινίζεται». Με τοιούτους λοιπόν αγώνας ηγωνίζετο η Οσία, χωρίς να την ηξεύρη κανείς. Όταν δε απέθανον οι γονείς της Οσίας, έλαβεν αύτη την αδελφήν της, η οποία ήτο τυφλή, και επήγεν εις ένα τόπον ενός συγγενούς της, μακράν από την Αλεξάνδρειαν, Ηρώον καλούμενον· αφού δε εμοίρασεν εις τους πτωχούς όλην την περιουσίαν, η οποία της έμεινεν, επροσκάλεσεν ένα από τους πρεσβυτέρους και εκάρη Μοναχή· με το κούρεμα δε αυτό εφανέρωνεν, ότι η ψυχή της έμενεν απέριττος και ελευθέρα από τας φροντίδας του κόσμου και συντόμως ειπείν, τότε έγινε Καλογραία. Όταν δε εμοίραζε τον πλούτον της εις τους πτωχούς, έλεγε· «Μεγάλον χάρισμα ηξιώθην να λάβω· και τι άξιον να ανταποδώσω εις εκείνον όπου μου το εχάρισε δεν έχω, διότι αν οι άνθρωποι εξοδεύουν όλον τον πλούτον των δια να λάβουν ένα πρόσκαιρον αξίωμα του κόσμου τούτου, πόσω μάλλον εγώ, δια την τόσην μεγάλην χάριν όπου ηξιώθην και έγινα Μοναχή, χρεωστώ να δώσω εις τον Δεσπότην μου Χριστόν, μαζί με τα νομιζόμενα υπάρχοντά μου, και το σώμα μου, όταν όλα αυτά είναι ιδικά Του. Του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής»· με τοιαύτα λόγια ενεδύθη η Οσία την ταπεινοφροσύνην και ησύχαζεν. Επειδή δε και εις τους πόνους της ασκήσεως ήτο προγυμνασμένη η Οσία, όταν ήτο εις τον πατρικόν της οίκον, δια τούτο και όταν έγινε Μοναχή επρόκοπτεν εις τας αρετάς, διότι όσοι ήλθον εις τούτο το θείον μυστήριον της μοναδικής πολιτείας, χωρίς να είναι πρότερον γεγυμνασμένοι και χωρίς προμελέτην, αυτοί δεν προκόπτουν ουδέ επιτυγχάνουν το ζητούμενον πράγμα των Μοναχών, με το να μη έμαθον καταλεπτώς τι χρειάζεται η μοναδική πολιτεία και ποίον είναι το τέλος της. Και καθώς εκείνοι όπου μέλλουν να υπάγουν εις ένα δρόμον, πρώτον φροντίζουν δια να παραλάβουν όλα τα χρειαζόμενα εις τον δρόμον, έτσι και η Οσία αύτη πρώτον ητοίμασε τον εαυτόν της με τους παλαιούς αγώνας της ασκήσεως, και έπειτα αφόβως έκαμνε τον δρόμον της προς τα ουράνια· διότι αυτή με το να είχε προητοιμασμένα όλα όσα εχρειάζοντο, δια να τελειώση τον οίκον της ψυχής της, δια τούτο και έκτιζε στερεόν τον πύργον της. Και η μεν αισθητή κατοικία κατασκευάζεται με πέτρας και λάσπην και ξύλα και τας άλλας εξωτερικάς ύλας, αύτη δε η Οσία έκαμνε όλον το εναντίον· διότι δεν εσύναξε τας έξωθεν ύλας, αλλά διεμοίρασεν τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, άφησε τον θυμόν και την μνησικακίαν, απέβαλε και τον φθόνον και την κενοδοξίαν, τοιουτοτρόπως δε έκτισε την κατοικίαν της επάνω εις την στερεάν πέτραν, και δια τούτο έγινεν ο πύργος της περίφημος και απείραστος. Και ίνα μη πολυλογώ, η μακαρία Συγκλητική και εις τας αρχάς ακόμη της ασκήσεώς της υπερέβαινε τας άλλας Μοναχάς, αι οποίαι είχον χρόνους πολλούς εις την άσκησιν, δια την πολλήν προθυμίαν και την ζέσιν του πνεύματός της. Την μεν λοιπόν πρακτικήν και ασκητικήν ζωήν της ημείς δεν ημπορούμεν να διηγηθώμεν, ότι αυτή δεν άφηνε κανένα να βλέπη την ζωήν της καιτα έργα της, διότι δεν ήθελε να έχη διαλαλητάς και κήρυκας των κατορθωμάτων της τους ανθρώπους, και δεν εφρόντιζε τόσον πως να κάμνη τα καλά έργα, όσον εφρόντιζε πως να τα κρύπτη από τους ανθρώπους· όχι διότι επόθει να μη τα ηξεύρουν οι άλλοι, αλλά διότι εκινείτο από την θείαν χάριν, να μη ζητή την ανθρωπίνην δόξαν, και είχε πάντοτε εις τον νουν της τον λόγον του Κυρίου όστις λέγει· «Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου», και δια τούτο έκαμνε κρυφίως όλα τα κατορθώματά της. Από δε την πρώτην της ηλικίαν έως την μεσαίαν όχι μόνον απέφευγε τας συνομιλίας κάθε ανδρός, αλλά και αυτών ακόμη των γυναικών, δια να μη δοξάζεται από αυτάς, δια την υπερβολικήν άσκησιν όπου έκαμνε και δια να μη εμποδίζεται εις την αρετήν και ησυχίαν από τας συναναστροφάς των αδελφών και τας σωματικάς χρείας. Τοιουτοτρόπως επροφυλάσσετο από τας πρώτας επιβουλάς της ψυχής, και δεν άφηνε τον εαυτόν της να κρημνίζεται εις τας σωματικάς επιθυμίας· διότι καθώς ο κηπουρός κόπτει από το δένδρον τους καρπούς και κλάδους, έτσι και η Οσία έκοπτε τας ακάνθας των παθών από την διάνοιάν της, δια μέσου της νηστείας και προσευχής· αν δε εβλάστανεν εις αυτήν και ηύξανε κανένα πάθος, το έκοπτε με διαφόρους τιμωρίας και με πολυποικίλους πόνους, παιδεύουσα το σώμα της· ότι όχι μόνον με πείναν εβασάνιζε τον εαυτόν της, αλλά και με την δίψαν. Όταν δε είχε κανένα πόλεμον με τον διάβολον, πρώτον επεκαλείτο τον Δεσπότην Χριστόν εις βοήθειαν δια μέσου της προσευχής· (διότι δεν ηυχαριστείτο να εμποδίση την ορμήν του λέοντος διαβόλου με μόνην την άσκησιν) και ομού με την προσευχήν ήρχετο παρευθύς ο Κύριος, και έφευγεν ο εχθρός· όμως πολλάς φοράς επολυκαίριζεν εις τον πόλεμον ο εχθρός, ο δε Κύριος τον άφηνε να την πολεμή, δια να αυξήση την γύμνασιν της εναρέτου ψυχής της· αυτή δε στοχαζομένη ότι η πολυκαιρία του πολέμου τής προξενεί περισσότερα χαρίσματα, ενεδυναμώνετο περισσότερον εις την κατά του εχθρού νίκην, και όχι μόνον ενέκρωνε τον εαυτόν της με την ολιγότητα της τροφής, αλλά και έκοπτεν από εαυτήν κάθε δικαίαν ηδονήν· διότι έτρωγεν άρτον από πίτυρα, και πολλάκις δεν έπινε τελείως νερόν. Λοιπόν εφ’ όσον εκράτει ο πόλεμος, μετεχειρίζετο τοιαύτα όπλα, φορούσα ως θώρακα την προσευχήν, και ως περικεφαλαίαν την πίστιν, ηνωμένην με την ελπίδα και την αγάπην, προηγείτο όμως από όλα η πίστις, περισφίγγουσα όλους τους αρμούς της ψυχής της· είχε δε παρούσαν και την ελεημοσύνην, αν όχι ενεργητικώς, αλλ’ όμως προαιρετικώς. Οπόταν λοιπόν με αυτά ενικάτο ο εχθρός και έπαυεν ο πόλεμος, τότε και η Οσία έδιδεν άνεσιν εις τον εαυτόν της από την υπερβολικήν άσκησιν· και τούτο το έκαμνε δια να μη διαλυθούν από μιάς τα μέλη του σώματός της· ότι αν άφηνε τα μέλη της να διαλυθούν, ήτο σημείον ότι ενικήθη, διότι, όταν τα όπλα του στρατιώτου χαλασθούν, ποίαν ελπίδα έχει πλέον να νικήση εις τον πόλεμον; Καθώς έκαμαν μερικοί, οίτινες κατέφθειραν άμετρα και ασυλλόγιστα τον εαυτόν των με την νηστείαν, και ως να έκαμαν παραίτησιν από τον πόλεμον του εχθρού ηφάνισαν τον εαυτόν των. Αλλά η μακαρία Συγκλητική δεν έκαμνεν ούτω, αλλά όλα τα έκαμνε με διάκρισιν· και τον μεν εχθρόν επολέμει με την προσευχήν και με την άσκησιν, το δε σώμα της επεμελείτο πάλιν όταν έπαυεν ο πόλεμος. Διότι και οι ναύται όταν συναντήσουν τρικυμίαν μένουν νηστικοί, αγωνιζόμενοι κατά των κυμάτων. Αλλ’ όταν ελευθερωθούν από τον κίνδυνον, τότε φροντίζουν και δια την σύστασιν του σώματος, και δεν εξοδεύουν όλον τον καιρόν των εις την τρικυμίαν, αλλά μεταχειρίζονται την γαλήνην της θαλάσσης εις ανάπαυσιν από των προτέρων πόνων· όμως και τότε δεν μένουν αμέριμνοι, ούτε επιδίδονται εις βαθύν ύπνον, διότι εδοκίμασαν την παρελθούσαν τρικυμίαν και προετοιμάζονται και δια την μέλλουσαν· διότι αν και η τρικυμία έπαυσεν, όμως η θάλασσα δεν ωλιγόστευσε· και αν ο άνεμος εκόπασεν, αλλ’ ο αήρ όστις γεννά τον άνεμον είναι παρών. Τοιουτοτρόπως συμβαίνει και εις τα πνευματικά· διότι αν το πνεύμα το πονηρόν της επιθυμίας διώκεται από τους αγωνιστάς, ο διάβολος, όστις εξουσιάζει το πνεύμα το πονηρόν, δεν είναι μακράν· δια τούτο είναι ανάγκη να προσευχώμεθα πάντοτε, δια το αβέβαιον της θαλάσσης, και δια την αλμυράν και πικράν κακίαν του διαβόλου. Όθεν και η Οσία, επειδή εγνώριζε καλώς τας τρικυμίας της παρούσης ζωής και προέβλεπε τας ταραχάς των πονηρών πνευμάτων, δια τούτο επιμελώς εκυβερνούσε το πλοίον της ψυχής της με το πηδάλιον της εις τον Θεόν ευσεβείας και το ωδήγει ασφαλώς εις τον λιμένα της σωτηρίας, έχουσα άγκυραν βεβαιοτάτην την εις Θεόν πίστιν. Η ζωή λοιπόν της Οσίας ήτο αποστολική, επειδή συνίστατο από πίστιν και ακτημοσύνην και έλαμπεν από αγάπην και ταπεινοφροσύνην· αύτη η Οσία ετελείωσε το έργον του λόγου του ψαλμωδού, διότι επάτησε «επί την ασπίδα και τον βασιλίσκον, και όλην την δύναμιν του εχθρού». Αύτη ήκουσεν αρμοδίως από τον Κύριον το «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω», και μολονότι το ρητόν τούτο νοείται δια τα ουράνια χαρίσματα, όμως και εδώ ημπορεί να νοήται· ήτοι επειδή συ, ω Συγκλητική, ενίκησας εις τούτον τον υλικόν πόλεμον της σαρκός και του κόσμου, θέλεις νικήσει και τον άϋλον πόλεμον των πονηρών δαιμόνων, δια μέσου της ιδικής μου βοηθείας και υπερασπίσεως· ας γνωρίσουν αι αρχαί και εξουσίαι του σκότους το μεγαλείον της πίστεώς σου· διότι, αφού νικήσης τας εναντίας δυνάμεις των δαιμόνων, θέλεις πλησιάσει εις τας αγαθάς δυνάμεις των Αγγέλων. Με τοιούτον τρόπον ησύχαζεν η Οσία κατά μόνας και ειργάζετο τας εναρέτους πράξεις· εφ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός, ήνθιζον αι αρεταί της και η ευωδία των ενδόξων αγώνων της ηκούετο εις πολλούς· επειδή λέγει ο Κύριος· «Ουκ έστι κρυπτόν, ο ου μη φανερόν γενήσεται», διότι ο Θεός συνηθίζει να κηρύττη, με τους τρόπους όπου ηξεύρει, τα κατορθώματα εκείνων οι οποίοι τον αγαπούν, δια διόρθωσιν των ακουόντων· όθεν τότε, με φώτισιν του Θεού, ήρχισαν μερικαί Μοναχαί να πηγαίνουν εις την Οσίαν δια ψυχικήν ωφέλειαν, και διότι ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν από την συνομιλίαν της, επήγαιναν συχνότερα· μίαν δε ημέραν την ηρώτησαν να είπη εις αυτάς πως ημπορούν να τύχουν της σωτηρίας. Η δε Οσία, αναστενάξασα βαθέως και πολλά δακρύσασα, εσιώπα· όμως αι αδελφαί την εβίαζον να λαλήση τα μεγαλεία του Θεού, διότι και από μόνην την θεωρίαν της εκπληττόμεναι την εθαύμαζον. Επειδή δε η μακαρία εβιάζετο πολλά από τας αδελφάς, είπε το γραφικόν εκείνο λόγιον· «Μη βιάζου πένητα, πτωχός γαρ εστιν», αι δε αδελφαί την παρεκάλουν πλέον προθυμότερον, και της έλεγον, ότι λέγει ο Κύριος· «Δωρεάν έλαβες, δωρεάν δος» και «Πρόσεχε δια να μη καταδικασθής ως ο δούλος που έκρυψε το τάλαντον». Και η Οσία απεκρίθη· «Διατί, αδελφαί, φαντάζεσθε ότι εγώ η αμαρτωλή κάμνω ή λέγω τίποτε άξιον; Ημείς όλαι κοινόν διδάσκαλον έχομεν τον Κύριον, και όλαι ακούομεν τας θείας Γραφάς». Αι δε αδελφαί είπον· «Το ηξεύρομεν και ημείς, ότι ο Κύριός μας είναι διδάσκαλος και όλαι ακούομεν τας θείας Γραφάς· αλλά συ με την άγρυπνον σπουδήν σου επρόκοψας εις τας αρετάς, και δια τούτο είναι πρέπον εκείναι αι αδελφαί όπου επρόκοψαν εις τα καλά να συμβουλεύουν τας νεωτέρας· διότι και ο Κύριος ημών τούτο παραγγέλλει». Όθεν η μακαρία Συγκλητική τας ευσπλαγχνίσθη και επειδή εγνώρισεν, ότι εκείνα τα οποία θα έλεγεν, δεν προξενούν κανένα έπαινον εις αυτήν, αλλά εις τας αδελφάς προξενούν μεγάλην ωφέλειαν, ήρχισε να λέγη εις αυτάς ταύτα. «Τεκνία μου, όλοι και όλαι ηξεύρομεν να σωθώμεν, αλλά δια την αμέλειάν μας χάνομεν την σωτηρίαν μας· διότι πρέπει πρώτον να φυλάττωμεν εκείνα τα οποία εφανερώθησαν εις ημάς δια μέσου της χάριτος του Κυρίου, τα οποία είναι ταύτα: Να αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, και τον πλησίον σου ως τον εαυτόν σου. Από αυτά τα δύο φυλάττεται η αρχή του νόμου και εις αυτά επαναπαύεται το πλήρωμα της χάριτος. Ολίγα είναι τα λόγια αυτά, αλλά η δύναμίς των είναι μεγάλη και άπειρος, διότι όλα τα ψυχωφελή καλά από αυτάς τας δύο εντολάς είναι κρεμασμένα. Και το μαρτυρεί ο θείος Παύλος, όστις λέγει, ότι η αγάπη είναι τέλος του νόμου· όσα λοιπόν χρήσιμα λόγια ειπούν οι άνθρωποι, κατά χάριν του Αγίου Πνεύματος, όλα από την αγάπην αρχίζουν και εις αυτήν τελειώνουν· όθεν η σωτηρία είναι αυτή η διπλή αγάπη· πρέπει όμως να προσθέσω και τούτο, το οποίον είναι και αυτό εις την αγάπην· δηλαδή το να γνωρίζη κάθε μία από ημάς και να ποθή πάντοτε εκείνο όπερ είναι από τα μεγαλύτερα». Αι δε αδελφαί απορούσαν εις αυτό το οποίον είπε και την ερωτούσαν. Και η Οσία είπε· «Δεν ηξεύρετε την παραβολήν του σπόρου, την οποίαν είπεν ο Κύριος, ότι εκαρποφόρησεν άλλος εκατόν και άλλος εξήκοντα και άλλος τριάκοντα; Λοιπόν τα εκατόν είναι το τάγμα το ιδικόν μας, των Μοναχών· τα εξήκοντα είναι το τάγμα εκείνων οι οποίοι εγκρατεύονται και δεν υπανδρεύονται, και τριάκοντα είναι των υπανδρευομένων, όσοι ζουν με σωφροσύνην· και από τα τριάκοντα είναι καλόν να αναβαίνη κανείς εις τα εξήκοντα και από τα εξήκοντα εις τα εκατόν· διότι είναι ωφέλιμον το να προκόπτη τις από τα μικρότερα εις τα μεγαλύτερα· το δε να καταβαίνη από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα είναι κινδυνώδες· ότι εκείνος όστις κλίνει μίαν φοράν εις τα χειρότερα, δεν ημπορεί να σταθή εις τα ολίγα, αλλά κρημνίζεται ως εις βυθόν απωλείας. Μερικαί λοιπόν, αι οποίαι υπόσχονται να φυλάξουν παρθενίαν, επειδή είναι ασθενείς εις τον λογισμόν, προφασίζονται και λέγουν με τον εαυτόν των ή καλλίτερα να είπω με τον διάβολον, ταύτα: ημείς, εάν υπανδρευθώμεν και ζήσωμεν με σωφροσύνην, αξιωνόμεθα να συναριθμηθώμεν με το τάγμα των τριάκοντα· επειδή όλη η παλαιά Γραφή δεν απέβαλε την παιδοποιϊαν, αλλά την ήθελεν. Αυταί όμως όπου λέγουν ταύτα, ας ηξεύρουν ότι αυτή η πρόφασις είναι του διαβόλου. Διότι εκείνος όστις καταβαίνει από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα, αυτός πλανάται από τον διάβολον· και καθώς ο στρατιώτης, ο οποίος θα αφήση την τάξιν, την οποίαν είχεν εις το μεγαλύτερον στράτευμα και υπάγη εις το μικρότερον, δεν λαμβάνει δια τούτο συγχώρησιν, αλλά τιμωρείται, ούτω τιμωρείται και εκείνος όστις καταβαίνει από το ανώτερον τάγμα των Παρθένων εις το κατώτερον των σωφρονούντων· δια τούτο πρέπει από τα μικρότερα να πηγαίνωμεν εις τα μεγαλύτερα και τούτο μας διδάσκει ο Απόστολος, όστις μας παραγγέλλει να λησμονώμεν τα όπισθεν και να πηγαίνωμεν εις τα έμπροσθεν. Λοιπόν ημείς όπου κρατούμεν το τάγμα των εκατόν, πρέπει να το ανακυκλώνωμεν πάντοτε και τριγύρω εις αυτό να εργώμεθα, και τέλος ποτέ να μη δίδωμεν εις τον αριθμόν. Διότι λέγει ο Κύριος· «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν». Όθεν ημείς, αι οποίαι επροτιμήσαμεν το επάγγελμα της παρθενίας, πρέπει να φυλάττωμεν άκραν σωφροσύνην· διότι και εις τας κοσμικάς και υπανδρευμένας γυναίκας φαίνονται ότι πολιτεύονται με σωφροσύνην, αλλά μαζί με την σωφροσύνην ευρίσκεται εις αυτάς και αφροσύνη και αγνωσία, εφ’ όσον πορνεύουν με όλας τας αισθήσεις του σώματος. Διότι και βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα και ακούουν άσχημα· ημείς δε αι Μοναχαί πρέπει να αφήνωμεν όλα τα άπρεπα και να προκόπτωμεν εις τας αρετάς και να εμποδίζωμεν από τα μάτια μας τας ματαίας θεωρίας, διότι λέγει η θεία Γραφή: «Οι οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν»· και να χαλινώνωμεν την γλώσσαν μας από τα αισχρά λόγια· ότι είναι άτοπον, η γλώσσα μας, η οποία είναι όργανον των θεϊκών ύμνων και δοξολογεί τον Θεόν, να λαλή αισχρά και αδιάντροπα λόγια· και όχι μόνον πρέπει να μη λέγωμεν τα τοιαύτα λόγια, αλλά μηδέ να τα ακούωμεν, όταν τα λέγουν άλλοι. Αυτά δε όπου είπον είναι αδύνατον να τα φυλάττωμεν, εάν εξερχώμεθα συχνάκις έξω από τα κελλία μας, ότι δια μέσου των αισθήσεών μας εμβαίνουν μέσα μας οι κλέπται δαίμονες και τα πάθη και αν ακόμη δεν θέλωμεν. Διότι πως είναι δυνατόν να μη μαυρίζη μία οικία, ήτις έχει ανοικτά τα παράθυρα και τας θύρας της, εφ’ όσον υπάρχει καπνός έξω από αυτήν; Λοιπόν αναγκαίως πρέπει να μη πηγαίνωμεν εις τας πόλεις και εις τας εμποροπανηγύρεις. Διότι εάν θεωρώμεν βαρύ και άπρεπον το να ίδωμεν γυμνούς και αυτούς τους ιδίους αδελφούς και γονείς μας, πόσω μάλλον είναι άπρεπον και ψυχοβλαβές να βλέπωμεν εις τους δρόμους και εις τας αγοράς ανθρώπους ενδεδυμένους άπρεπα, λέγοντας πορνικά και άσχημα λόγια; Διότι από την θεωρίαν τούτων και την ακοήν έρχονται εις την ψυχήν φαντασίαι ψυχοβλαβείς και αισχραί. Αλλά και όταν ευρισκώμεθα μέσα εις τα κελλία μας, ουδέ εκεί δεν πρέπει να είμεθα αμέριμνοι, αλλά πρέπει να στεκώμεθα πάντοτε προσεκτικαί· διότι λέγει ο Κύριος· «Γρηγορείτε». Ότι όσον περισσότερον ζητούμεν να σωφρονώμεν και να παρθενεύωμεν, τόσον περισσότερον ενοχλούμεθα από δριμυτέρους και χειροτέρους λογισμούς, διότι καθώς λέγει ο Εκκλησιαστής· «Όποιος προσθέτει γνώσιν περισσοτέραν εις τον εαυτόν του, αυτός ακολούθως προσθέτει και περισσότερον κόπον», ότι όσον περισσότερον προκόπτουν εις την πάλην οι παλαισταί, τόσον ευρίσκουν και τους αντιπαλαιστάς αυτών δυνατωτέρους». Στοχάσου δε πόσον μακράν είσαι από την αληθινήν παρθενίαν και δεν θέλεις αμελήσει εις τον πόλεμον τον οποίον έχεις με τον εχθρόν. Διότι ει μεν και συ νικήσης την υλικήν πορνείαν και δεν πορνεύσης με το έργον, ο διάβολος προσπαθεί να σε κάμη να πορνεύης με τας αισθήσεις. Και με το να μένης εις το κελλίον σου και να μη βλέπης, μήτε να ακούης τα άπρεπα, πάλιν ο εχθρός αγωνίζεται να σε κάμη να πορνεύης με τας φαντασίας, τας οποίας σου φέρει, όταν είσαι έξυπνος και όταν κοιμάσαι· διότι αυτός ο μιαρός, κατοικών μέσα εις την καρδίαν, φέρει εις εκείνας, αι οποίαι ησυχάζουν, πρόσωπα ωραία και συνομιλίας παλαιάς, δια να ταράξη την σωφροσύνην· δια τούτο ημείς πρέπει να μη δίδωμεν προσοχήν εις τοιαύτα φαντάσματα του εχθρού· ότι γράφει ο Εκκλησιαστής· «Εάν αναβή εις τον νουν σου το πνεύμα και η ενέργεια του εξουσιάζοντος διαβόλου, συ δίωξε και μη αφήσης εις αυτό τον της καρδίας σου τόπον», ήτοι μη κάμης συγκατάθεσιν εις την ενέργειαν αυτήν του σατανά, διότι η συγκατάθεσις μόνη, την οποίαν κάμνει η παρθένος εις τοιαύτας αισχράς φαντασίας, είναι παρομοία με την πορνείαν των κοσμικών· «Ότι οι δυνατοί μέλλουν να εξετασθούν δυνατά», ως λέγει η θεία Γραφή. Λοιπόν ο αγών και ο πόλεμος, τον οποίον έχομεν με το δαιμόνιον της πορνείας, είναι μεγάλος και φοβερός, ότι το κεφάλαιον όλων των κακιών του εχθρού, τας οποίας μεταχειρίζεται, δια να απολέση την ψυχήν μας, είναι αυτό, και τούτο γανερώνων αινιγματωδώς ο Ιώβ έλεγε δια τον διάβολον, ότι έχει όλην του την δύναμιν εις τον ομφαλόν της κοιλίας· «Η δύναμις αυτού επ’ ομφαλού γαστρός». Όθεν με πολλάς και διαφόρους μηχανάς παρακινεί τους φιλοχρίστους εις την πορνείαν ο διάβολος· και πολλάκις ο δόλιος μεταστρέφει εις την ιδικήν του κακίαν και αυτήν την αδελφικήν και κατά Χριστόν αγάπην· διότι και αυτάς τας παρθένους που ηρνήθησαν τον γάμον και κάθε φαντασίαν του κόσμου, τας εγέλασε και τας εκρήμνισεν εις πορνείας δια μέσου αδελφικής αγάπης των ανδρών. Ομοίως και Μοναχούς, οι οποίοι έφυγαν κάθε αισχρόν και πορνικόν σχήμα, και αυτούς τους επλάνησε δια μέσου ευλαβικής συνομιλίας γυναικών και τους έρριψεν εις πορνείαν. Επειδή τούτο είναι το καθ’ αυτό έργον του διαβόλου, το να ενδύεται τα ξένα, ήτοι να υποκρίνεται τα θεία και πνευματικά, δια να σπείρη κρυφίως τα ιδικά του· δεικνύει επάνω ένασπόρον σίτου και υποκάτω έχει στημένην την παγίδα· και περί τούτου νομίζω, ότι λέγει και ο Κύριος· «Ότι έρχονται εις σας δαίμονες με ενδύματα προβάτων και έσωθεν είναι λύκοι άρπαγες. Λοιπόν τι να κάμωμεν ημείς εις αυτάς τας μηχανάς του διαβόλου δια να σωθώμεν; Πρέπει να γινώμεθα φρόνιμοι ως οι όφεις και απονήρευτοι ως αι περιστεραί, δηλαδή να μεταχειριζώμεθα φρονίμους στοχασμούς εναντίον των παγίδων, τας οποίας μάς στήνει ο διάβολος· διότι το γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, μας το είπεν ο Χριστός, δια να στοχαζώμεθα προσεκτικά να μη μας λανθάνουν αι τέχναι του πονηρού· ότι από το όμοιον γνωρίζει τις ταχέως το όμοιον· το δε ακέραιον της περιστεράς φανερώνει την καθαρότητατων έργων μας· λοιπόν κάθε καλόν έργον θέλει αποδιώκει το κακόν και δεν θέλει ενώνεσθαι με αυτό. Αλλά πως ημπορούμεν να φεύγωμεν εκείνο το οποίον δεν γνωρίζομεν; Δια τούτο πρέπει να προσέχωμεν καλά και να στοχαζώμεθα την πονηρίαν του εχθρού και να φυλαττώμεθα από την κακομηχανίαν του και τας τέχνας του, ότι λέγει ο θείος Πέτρος, ότι «Ο διάβολος περπατεί ως λέων, ζητών ποίον να καταπίη», και ο Προφήτης Αββακούμ λέγει: «Ότι τα φαγητά του είναι εκλεκτά»· όθεν είναι χρεία να αγρυπνώμεν και να προσέχωμεν πάντοτε, διότι και αυτός αγρυπνεί και μας πολεμεί και με τα έξωθεν πράγματα και περισσότερον με τους έσωθεν λογισμούς και έρχεται εις ημάς αφανώς και κρυφίως και νύκτα και ημέραν. Τι χρειαζόμεθα λοιπόν εις τούτον τον πόλεμον; Φανερόν είναι ότι χρειαζόμεθα άσκησιν κοπιαστικήν και καθαράν προσευχήν· αυτά δε τα δύο είναι τα γενικά και καθόλου ιατρικά, τα οποία πρέπει να μεταχειριζώμεθα εις κάθε ολέθριον λογισμόν, πρέπει όμως να μεταχειριζώμεθα και άλλας ειδικάς μηχανάς εις τον πόλεμον της σαρκός· και όταν μας έλθη κανένας αισχρός λογισμός, ημείς πρέπει να του αντιφέρωμεν άλλον εναντίον λογισμόν· αν δε ο εχθρός δείξη μέσα εις την φαντασίαν μας κανένα ωραίον πρόσωπον, πρέπει να το πολεμούμεν με τον ορθόν λογισμόν, ήτοι να εξορύσσωμεν τα μάτια εκείνου του προσώπου με τον νουν μας, να εκδέρωμεν την σάρκα από τας παρειάς του και να κόπτωμεν τα χείλη του· και τότε θέλει φανή το πρόσωπον εκείνο ως γυμνός σκελετός, ασχημότατον και φοβερόν· με τοιούτον τρόπον ας στοχάζεται ο λογισμός, τι είναι εκείνο όπερ επεθύμει πρωτύτερα και ούτω θέλει δυνηθή να φυλαχθή από την ψευδή απάτην του εχθρού, στοχαζόμενος ότι εκείνο όπερ επεθύμει δεν ήτο άλλο παρά ένα αίμα μεμιγμένον με φλέγμα βρωμερόν· τοιουτοτρόπως με τοιούτους λογισμούς πρέπει να αποδιώκωμεν από την σκέψιν μας την αισχράν εικόνα της αμαρτίας και με τον πάσσαλον να εκβάλλωμεν τον άλλον πάσσαλον, ήτοι τον δαίμονα της πορνείας. Προς τούτοις πρέπει να συλλογιζώμεθα καθόλου και όλον το σώμα εκείνου του υποκειμένου όπου αγαπώμεν, ότι αναβρύει από σήψεις και ύλας δυσώδεις και συντόμως ειπείν, πρέπει να το συλλογιζώμεθα πως είναι νεκρόν· και ούτω αποβάλλομεν από την καρδίαν μας την επιθυμίαν την οποίαν έχομεν εις αυτό· το δε μεγαλύτερον όπλον το οποίον δυνάμεθα α μεταχειρισθώμεν εις τον σαρκικόν πόλεμον είναι το να νικήσωμεν την κοιλίαν μας και τότε θέλομεν νικήσει και τα φθοροποιά πάθη, όσα ενεργούνται κάτω από την κοιλίαν». Με τοιαύτας σοφάς και ψυχωφελείς νουθεσίας ενουθέτει τας αδελφάς η μακαρία Συγκλητική, και εκείναι ερρίγουν εις τα θεία και πνευματικά της λόγια· μία δε από αυτάς ηρώτησε την Οσίαν, αν η ακτημοσύνη είναι τέλειον αγαθόν. Και απεκρίθη: «Και πολλά τέλειον αγαθόν είναι εις εκείνας αι οποίαι είναι δυναταί και ανδρείαι· διότι εκείναι αι οποίαι υπομένουν την ακτημοσύνην έχουν θλίψιν εις το σώμα, εις δε την ψυχήν έχουν άνεσιν· ότι καθώς τα ωραία και καινουργή φορέματα, όταν πατούνται και τρίβωνται, καθαρίζονται και ασπρίζουν, ούτω και μία ανδρεία ψυχή, όταν στενοχωρήται και θλίβεται με την θεληματικήν πτωχείαν, περισσότερον δυναμώνει και στερεώνεται· εκείνη όμως η οποία έχει ασθενή λογισμόν και είναι ολιγόψυχος, περισσότερον γίνεται αδύνατος και αστερέωτος· διότι εάν στενοχωρηθή ολίγον από την πτωχείαν, γίνεται χειροτέρα με το να μη υποφέρη το καλόν που προέρχεται από την ακτημοσύνην· ως τα τετριμμένα και παλαιά φορέματα, τα οποία δεν αντέχουν δια να πλυθούν, αλλά ξεσχίζονται και φθείρονται· και ο λευκαντής μεν είναι ο ίδιος εις τα ανθεκτικά και εις τα τετριμμένα φορέματα, αλλά το τέλος των φορεμάτων είναι διαφορετικόν, διότι τα ανθεκτικά καθαρίζονται και ανακαινίζονται, ενώ τα παλαιά ξεσχίζονται και φθείρονται. Λοιπόν ημπορεί να είπη τις ότι η ακτημοσύνη είναι ένας θησαυρός πολύτιμος εις την ανδρείαν ψυχήν. Διότι γίνεται ως εις χαλινός, όστις εμποδίζει τας πρακτικάς αμαρτίας· όμως εκείνος όπου επιθυμεί να την αποκτήση, πρέπει να γυμνασθή πρώτον εις την νηστείαν, εις την χαμαικοιτίαν και εις τας άλλας σκληραγωγίας του σώματος, και έπειτα να αποκτήση την ακτημοσύνην· εκείνος όστις δεν κάμη έτσι, ομοιάζει με εκείνον ο οποίος, χωρίς να προγυμνασθή, απορρίπτει παρευθύς τα χρήματα και ως επί το πλείστον έπειτα μετανοεί, διότι τα απέρριψε, επειδή τα χρήματα είναι όργανα της απολαυστικής ζωής. Όθεν απόβαλε πρώτον την γαστριμαργίαν και τα ηδονικά φαγητά και τα λοιπά απολαυστικά και αναπαυτικά του σώματος, και ούτω θέλεις δυνηθή να περικόψης με ευκολίαν την ύλην των πραγμάτων και των χρημάτων· διότι νομίζω, ότι είναι δύσκολον να ασκής μίαν τέχνην, και να σου λείπουν τα όργανα της τέχνης εκείνης· διότι εκείνος όστις αποβάλη το πρώτον, θέλει δυνηθή να αποβάλη και το δεύτερον· δια τούτο και ο Κύριος, συνομιλών με τον πλούσιον, δεν τον επρόσταξε παρευθύς να αποβάλη τον πλούτον, αλλά πρώτον τον ηρώτησεν εάν εφύλαξε τας εντολάς του παλαιού νόμου και ως διδάσκαλος ηρώτησεν αυτόν ως μαθητήν, αν ήξευρε να συλλαβίζη· αν εσυνήθισε να λέγη τας λέξεις και τα ονόματα. Έπειτα του είπε να διαβάζη με τελειότητα, ήτοι αφού ο πλούσιος του είπεν, ότι εφύλαξε τας εντολάς του νόμου, τότε του είπεν ο Κύριος· «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπέρχοντα και δος πτωχοίς, και δεύρο ακολούθει μοι», και νομίζω ότι αν εκείνος έλεγεν, ότι δεν έκαμεν εκείνα όπου τον ηρώτησε, δεν ήθελε τον παρακινήσει ο Κύριος εις την ακτημοσύνην· διότι πως ημπορεί να διαβάση παρευθύς με τελειότητα, εκείνος όστις δεν ηξεύρει να συλλαβίση; Καλή λοιπόν είναι η ακτημοσύνη δι’ εκείνους οι οποίοι ηγωνίσθησαν εις την σκληραγωγίαν, και έλαβον έξιν και ευκολίαν εις τα καλά· διότι αυτοί απέρριψαν όλα τα περιττά, και έχουν τον νουν των και την ελπίδα των εις μόνον τον Θεόν, ψάλλοντες το λόγιον του ψαλμού: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία». Και κατ’ άλλον τρόπον λαμβάνουσιν ωφέλειαν οι ακτήμονες, διότι αυτοί με το να μη έχουν τον νουν των προσηλωμένον εις τα γήϊνα πράγματα, στοχάζονται μόνον τα ουράνια αγαθά, και δι’ εκείνα φροντίζουσι και τελειώνουν φανερά τον λόγον του Δαβίδ, όστις λέγει: «Κτηνώδης εγεννήθην παρά σοι, καγώ δια παντός μετά σου», διότι καθώς τα υποζύγια ζώα, όπου δουλεύουν εις τους ανθρώπους, αρκούνται εις μόνην την τροφήν την οποίαν τρώγουν και άλλο τίποτε δεν ζητούν, τοιουτοτρόπως και οι ακτήμονες δουλεύουν μόνον δια την καθημερινήν τροφήν και τα χρήματα καταφρονούν ως ουτιδανά και άχρηστα· οι ακτήμονες κρατούν στερεά το θεμέλιον της πίστεως· ότι δι’ αυτούς είπεν ο Κύριος το να μη μεριμνούν δια την αύριον και ότι τα πετεινά του ουρανού ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν και ο πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά, και εις ταύτα τα λόγια επίστευσαν· διότι εκείνος όπου τα είπεν είναι Θεός και λέγουν με παρρησιασμένην φωνήν το «επίστευσα διο ελάλησα». Αλλά και ο διάβολος περισσότερον νικάται από τους ακτήμονας, διότι δεν δύναται να τους βλάψη εις τίποτε, επειδή αι περισσότεραι θλίψεις και οι πειρασμοί ακολουθούν εις τους ανθρώπους δια την στέρησιν του πλούτου των· αλλ’ εις εκείνους οι οποίοι δεν έχουν τίποτε, ποία θλίψις ημπορεί να έλθη; Βέβαια ουδεμία· και ο εχθρός τι κακόν δύναται να κάμη εις αυτούς; Να καύση τα χωράφια τους; Δεν έχουν, να φθείρη τα ζώα των; Και που είναι; Να βλάψη τα άλλα πράγματά των; Και αυτά όλα τα παρήτησαν. Ώστε η ακτημοσύνη είναι μία σκληροτάτη τιμωρία δια τον διάβολον και ένας ανεκτίμητος θησαυρός της πολυτίμου και αθανάτου ψυχής μας. Όσον δε η ακτημοσύνη είναι μεγάλη και θαυμαστή αρετή, τόσον εκ του εναντίου η φιλαργυρία είναι μεγάλη κακία και μοχθηρά και, καθώς είπεν ο μακάριος Παύλος, ρίζα όλων των κακών· επειδή δια την επιθυμίαν του πλούτου γίνονται ψευδείς όρκοι, κλοπαί, αρπαγαί, πλεονεξίαι φθόνοι, φόνοι, μισαδελφίαι, πόλεμοι, ειδωλολατρίαι, και όλα τα επακόλουθα τούτων, ήτοι η υποκρισία, η κολακεία, αι απάται, και όλων τούτων των κακών αιτία είναι η φιλαργυρία· όθεν όχι μόνον ο Θεός παιδεύει τους φιλαργύρους, αλλά και αυτοί αφ’ εαυτών καταφθείρουν εαυτούς, με το να μη χορταίνουν ποτέ από τα αργύρια και με το να μη λαμβάνη ποτέ τέλος η φροντίδα των και η μέριμνα· δια τούτο η πληγή αύτη είναι εις αυτούς ανίατος· διότι πρώτον μεν εκείνος, όστις δεν έχει τίποτε, επιθυμεί ολίγα, έπειτα όταν αποκτήση τα ολίγα, επιθυμεί τα περισσότερα, και έχων εκατόν, επιθυμεί να έχη χίλια· και αν αποκτήση χίλια, ζητεί να αποκτήση άπειρα, και τοιουτοτρόπως, μη δυνάμενοι να εύρουν τέλος της επιθυμίας των και να αποκτήσουν όσα ποθούν, κλαίονται πάντοτε, ότι είναι πτωχοί· η δε φιλαργυρία έχει μαζί της πάντοτε και τον φθόνον· ο δε φθόνος φθείρει πρώτον εκείνον όπου τον έχει, ότι καθώς αι έχιδναι, όταν γεννώνται, φθείρουν τας ιδίας μητέρας των, διότι προτού να βλάψουν άλλους, τρώγουν τας κοιλίας αυτών και εξέρχονται, ούτω και ο φθόνος καταμαραίνει εκείνον όπου τον έχει, προτού ακόμη να βλάψη τους άλλους γείτονας αυτού. Μέγα κέρδος βέβαια θα ήτο δι’ ημάς τας Μοναχάς αν υπεμένομεν τόσους κόπους, δια να εύρωμεν το καθαρόν και άδολον αργύριον, ήτοι την Βασιλείαν των ουρανών, όσους κόπους ανυποφόρους υποφέρουν εκείνοι οίτινες ζητούν τα μάταια κέρδη του κόσμου τούτου, οι οποίοι δοκιμάζουν ναυάγια εις την θάλασσαν, απαντούν πειρατάς, ευρίσκουν κλέπτας εις την ξηράν, υπομένουν τρικυμίας και ανέμους μεγάλους, και όταν κερδίσουν, λέγουν ότι είναι πτωχοί, δια να μη τους φθονούν οι άλλοι. Ημείς δε αι Μοναχαί ουδόλως δοκιμάζομεν τοιούτους κινδύνους δια να κερδίσωμεν τ’ αληθινά και ουράνια κέρδη· ει δε και αποκτήσωμεν καμμίαν παραμικράν αρετήν, ευθύς μεγαλύνομεν τον εαυτόν μας, και επιδεικνυόμεθα εις τους ανθρώπους, ότι είμεθα ενάρετοι, και πολλάς φοράς δεν λέγομεν μόνον εκείνην την αρετήν την οποίαν εκάμαμεν, αλλά προσθέτομεν και εκείνας τας οποίας δεν εκάμαμεν και παρευθύς μας κλέπτει ο εχθρός και εκείνο το ολίγον καλόν το οποίον έχομεν. Και οι μεν κοσμικοί άνθρωποι και φιλάργυροι, όταν κερδαίνουν πολλά, επιθυμούν να έχουν περισσότερα. Και εκείνα τα οποία έχουν, τα θεωρούν ως μηδαμινά και ανάξια, και εξαπλώνουν την επιθυμίαν των εις εκείνα τα οποία δεν έχουν, και προσπαθούν με κάθε τρόπον να μη τους αντιληφθή τις ότι έχουν! Ημείς δε αι Μοναχαί κάμνομεν όλως το εναντίον, και κανένα καλόν δεν έχομεν, και κανένα δεν θέλομεν ν’ αποκτήσωμεν, και πτωχαί από αρετάς είμεθα και λέγομεν ότι είμεθα πλούσιαι· όθεν καλόν είναι εκείνος όστις ευτυχεί από καλά έργα να μη φανερώνη εις κανένα, διότι θέλει ζημιωθή πολλά· ότι και εκείνο το καλόν, το οποίον νομίζει πως έχει, θέλει αρθή από αυτόν. Λοιπόν πρέπει να κρύπτωμεν, όσον είναι δυνατόν, τας αρετάς όπου έχομεν· εκείναι δε αι οποίαι θέλουν να φανερώνουν εις τους άλλους τας αρετάς των, πρέπει να φανερώνουν εις εαυτάς και τα ελαττώματά των και τα πάθη των· ει δε και τα ελαττώματά των τα κρύπτουν από τους ανθρώπους δια να μη κατηγορηθούν από αυτούς, πολύ περισσότερον πρέπει να κρύπτουν τας αρετάς των, να μη τας φανερώνουν εις τους ανθρώπους, δια να μη τας αποξενώνουν από τον Θεόν. Εκείναι δε αίτινες είναι τη αληθεία ενάρετοι, κάμνουν όλως το εναντίον, διότι και τα μικρά πταίσματά των τα διηγούνται εις τους ανθρώπους με προσθήκην και εκείνων όσα δεν έπραξαν, δια να αποβάλουν την δόξαν των ανθρώπων, τα δε καλά έργα των τα κρύπτουν όσον δύνανται· διότι καθώς ο θησαυρός, όταν φανερωθή, κλέπτεται και χάνεται, ούτω και η αρετή, όταν δημοσιεύεται και φανερώνεται εις τους άλλους, αφανίζεται. Και καθώς ο κηρός τήκεται εις το πυρ, ούτω και ο έπαινος αδυνατίζει τον τόνον της ψυχής, ενώ ο ονειδισμός και η ύβρις δυναμώνει την ψυχήν και την φέρει εις μεγαλυτέραν αρετήν· ότι λέγει ο Κύριος: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε όταν λαλήσουν οι άνθρωποι εναντίον σας καμμίαν ψευδή κατηγορίαν», και ο Δαβίδ λέγει: «Εν θλίψει επλάτυνάς με και πάλιν ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν» και τα άλλα μύρια παρόμοια ρητά ευρίσκει τις εις την Αγίαν Γραφήν. Άλλη λύπη είναι ωφέλιμος και άλλη βλαβερά· και ωφέλιμος λύπη είναι όταν λυπήται τις δια τας ιδικάς του αμαρτίας, και δια τας αγνωσίας του πλησίον· όταν λυπήται φοβούμενος να μη εκπέση από τον καλόν σκοπόν τον οποίον έχει και όταν λυπήται και αναστενάζη δια να φθάση εις την τελείαν αρετήν, αυτά είναι τα είδη της γνησίας και ωφελίμου λύπης· είναι και άλλη λύπη βλαβερά, ήτις γίνεται από τον διάβολον, διότι και αυτός προξενεί εις την ψυχήν λύπην, γεμάτην όμως από ανοησίαν και χωρίς λογαριασμόν, η οποία ονομάζεται από μερικούς ακηδία· όθεν αυτό το δαιμόνιον της λύπης πρέπει να το αποδιώκωμεν με προσευχήν και ψαλμωδίαν. Λοιπόν ημείς αι Μοναχαί, αι οποίαι έχομεν τας καλάς μερίμνας και λύπας, δεν πρέπει να θεωρώμεν ότι υπάρχει τις εις τον κόσμον χωρίς μέριμναν και λύπην· διότι λέγει ο Προφήτης Ησαϊας: «Κάθε κεφαλή ευρίσκεται εις πόνον· και κάθε καρδία ευρίσκεται εις λύπην»· με τα οποία λόγια το Πνεύμα το Άγιον φανερώνει την Μοναχικήν ζωήν και την κοσμικήν· και αφ’ ενός μεν με τον πόνον της κεφαλής φανερώνει την ζωήν των Μοναχών· ότι καθώς η κεφαλή είναι το ηγεμονικόν μέρος του ανθρωπίνου σώματος, ούτω και η Μοναδική πολιτεία είναι ανωτέρω της πολιτείας των κοσμικών· διότι οι οφθαλμοί του σοφού (ήτοι το διορατικόν της ψυχής) εις την κεφαλήν αυτού ευρίσκονται, ως λέγει ο Σολομών· τον δε πόνον είπε, δια να φανερώση ότι κάθε αρετή με πόνους κατορθώνεται· αφ’ ετέρου δε με την λύπην της καρδίας φανερώνει την ακατάστατον και λυπηράν ζωήν των κοσμικών, ότι ο θυμός και η λύπη εις την καρδίαν ευρίσκονται· δια τούτο και όταν δεν δοξάζωνται από τους άλλους, λυπούνται· εάν επιθυμούν τα ξένα πράγματα, κατατήκονται· εάν είναι πτωχοί, αγανακτούν· εάν είναι πλούσιοι, παραφέρονται και παραλογίζονται, υψηλοφρονούν, ούτε ύπνον απολαμβάνουν, δια να φυλάξουν τα πλούτη των. Ας μη πλανηθώμεν λοιπόν ημείς αι Μοναχαί, νομίζουσαι ότι οι κοσμικοί δεν έχουν μαρίμνας και κόπους· διότι συγκρινόμενοι εκείνοι με ημάς περισσότερον κοπιάζουν και μάλιστα αι γυναίκες μεγάλα βάσανα υποφέρουν· διότι με πόνους και κινδύνους της ζωής των γεννούν, και με πολλάς κακοπαθήσεις ανατρέφουν τα τέκνα των και όταν ασθενούν αυτά συμπάσχουν και εκείναι και άλλα πολλά τοιαύτα δοκιμάζουν, χωρίς να ευρίσκουν τέλος εις τους πόνους των· διότι γεννώνται τα παιδιά των μυσαρά ή έχουν κακήν διεστραμμένην γνώμην, και πειράζουν με διαφόρους τρόπους τους γονείς των και πολλάς φοράς τους θανατώνουν με δόλον· όθεν ημείς, αι οποίαι ηξεύρομεν αυτά, ας μη πλανηθώμεν από τον εχθρόν και να στοχασθώμεν, ότι έχουν ζωήν αναπαυμένην και αμέριμνον ως υπανδρευμέναι· ότι αυταί και από τους πόνους του τοκετου βασανίζονται και αν είναι πάλιν στείραι κατατήκονται από τους ονειδισμούς και καταξηραίνονται· λέγω δε ταύτα εις σας δια τας μηχανάς του πονηρού· όμως αυτά τα οποία είπα δεν είναι αρμόδια εις όλας τας γυναίκας, αλλά εις μόνας τας Μοναχάς· διότι καθώς δεν αρμόζει εις όλα τα ζώα μία και η αυτή τροφή, ούτω και ο αυτός λόγος δεν συμφέρει εις όλους τους ανθρώπους· «Ότι τον νέον οίνον δεν πρέπει να τον βάλωμεν εις ασκούς παλαιούς», λέγει ο Κύριος ημών. Διότι με άλλον τρόπον πρέπει να λαλή τις εις τους τελείους και εις εκείνους οι οποίοι έφθασαν εις θεωρίαν και γνώσιν, και με άλλον εις τους αγωνιστάς και εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται εις την πράξιν της αρετής και με άλλον τρόπον εις τους κοσμικούς· επειδή καθώς τα ζώα, άλλα είναι εις την γην και άλλα εις τα νερά, και άλλα εις τον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι άλλοι βλέπουν εις τα υψηλά ως τα πετεινά, άλλοι έχουν μεσαίαν ζωήν, και άλλοι είναι βυθισμένοι μέσα εις τας αμαρτίας, ως οι ιχθείς· ημείς όμως αι Μοναχαί πρέπει να κάμωμεν πτερά ως αετοί δια να αναβώμεν εις τα υψηλά και να καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα και να εξουσιάσωμεν τώρα εκείνον όστις ήτο μίαν φοράν εξουσιαστής· και τούτο θέλομεν το κατορθώσει, εάν προσφέρωμεν εις τον Χριστόν τον Σωτήρα μας όλον μας τον νουν και την διάνοιαν. Πλην πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι όσον ημείς αναβαίνομεν εις τα υψηλά, τόσον ο διάβολος σπουδάζει να μας εμποδίζη με τας παγίδας του· και τούτο δεν είναι θαυμαστόν· διότι αν και οι δαίμονες φθονούν και τα ευτελή και ουτιδανά πράγματα του κόσμου, και δεν αφήνουν τους ανθρώπους να παίρνουν τους θησαυρούς που είναι κρυμμένοι μέσα εις την γην, τι παράδοξον είναι αν φθονούν ημάς, αι οποίαι σπουδάζομεν να κερδίζωμεν τα ουράνια αγαθά; Δια τούτο πρέπει να οπλιζώμεθα με κάθε λογής τρόπον εναντίον των δαιμόνων· διότι και αυτοί από τα έξωθεν πράγματα μάς πολεμούν και με τους έσωθεν λογισμούς. Και καθώς το πλοίον ποτέ μεν ναυαγεί από τα έξωθεν κύματα της θαλάσσης, ποτέ δε από τα εσωτερικά ρήγματα του σκάφους, έτσι και ημείς άλλοτε αμαρτάνομεν με τα έξωθεν πρακτικά αμαρτήματα και άλλοτε με τους εσωτερικούς λογισμούς. Δια τούτο πρέπει να παρατηρούμεν και τους έξωθεν πολέμους των δαιμόνων και να αποβάλλωμεν και τας έσωθεν ακαθαρσίας των λογισμών και να είμεθα πάντοτε άγρυπνοι εις τους λογισμούς, διότι συχνά μας πολεμούν. Και εις τας τρικυμίας που έρχονται εις το πλοίον απ’ έξω φωνάζουν οι ναύται και πολλάς φοράς σώζονται με την βοήθεια των πλοίων, τα οποία είναι κοντά εις αυτό· όμως από εσωτερικόν ρήγμα πολλάκις πνίγονται και εις τον καιρόν που ησυχάζει η θάλασσα και οι ναύται είναι αμέριμνοι και κοιμώνται· δια τούτο πρέπει να έχωμεν τον νουν μας προσεκτικώτερον εις τους έσωθεν λογισμούς, διότι ο εχθρός, θέλων να κρημνίση τον οίκον της ψυχής μας, ή από τα θεμέλια τον κρημνίζει, ή αρχίζει να τον χαλά από την στέγην, και καταβαίνει κρημνίζων έως κάτω, ή εμβαίνει από τα παράθυρα, και δένει πρώτον τον νοικοκύρην και έπειτα κυριεύει όλα τα πράγματα του οίκου. Και το θεμέλιον της ψυχικής οικίας είναι τα καλά έργα, η σκέπη είναι η πίστις, και τα παράθυρα είναι αι αισθήσεις, δια μέσου δε τούτων όλων μας πολεμεί ο εχθρός. Όθεν, όποιος θέλει να σωθή, πρέπει να έχη πολλούς οφθαλμούς, ότι εις την παρούσαν ζωήν δεν ημπορούμεν να έχωμεν αμεριμνησίαν· διότι λέγει η Γραφή· «Εκείνος όπου στέκει ας προσέχη να μη πέση». Εις άδηλον θάλασσαν ταξιδεύομεν, θάλασσα είναι η παρούσα ζωή, τα δε μέρη της θαλάσσης άλλα είναι πετρώδη, άλλα γεμάτα από θηρία, και άλλα γαληνά και ήσυχα· ημείς αι Μοναχαί φαινόμεθα πως ταξιδεύοεν εις γαληνά και ήσυχα μέρη της ζωής ταύτης, οι δε κοσμικοί ταξιδεύουν εις τα κινδυνώδη μέρη· και ημείς ταξιδεύομεν την ημέραν, και οδηγούμεθα από τον νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν· οι δε κοσμικοί ταξιδεύουν την νύκτα και φέρονται από την αγνωσίαν· με όλον τούτο εκείνοι όπου ταξιδεύουν σκοτεινά και εις μέρη κινδυνώδη ενδέχεται πολλάς φοράς να αγρυπνήσουν και να φωνάξουν προς τον Θεόν, και να σώση το πλοίον της ψυχής των· ημείς δε αι Μοναχαί, που ταξιδεύομεν εις την γαλήνην, ενδέχεται να καταβυθισθώμεν από την αμέλειάν μας, με το να αφήνωμεν από τας χείρας μας το πηδάλιον της δικαιοσύνης. Λοιπόν όποιος στέκει, ας προσέχη δια να μη πέση· διότι εκείνος όστις είναι πεσμένος, έχει μίαν φροντίδα· πως να εγερθή· εκείνος όμως όστις στέκει, πρέπει να φυλάττεται να μη πέση, ότι αι πτώσεις είναι διάφοροι· και εκείνοι όπου έπεσαν είναι υστερημένοι από το ορθόν στάσιμον, όμως κειτόμενοι κάτω δεν εβλάβησαν τόσον πολύ· εκείνος όμως όστις στέκει, ας μη κατηγορή τον πεσμένον, αλλά ας φοβήται δια τον εαυτόν του, μήπως εκείνος πίπτων συντριβή τελείως και καταντήση εις το κατώτερον βάθος του κρημνού· διότι συμβαίνει να μη ακουσθή η φωνή του από το πολύ βάθος του κρημνού και να μη εύρη βοήθειαν· διότι λέγει ο Δαβίδ· «Μη καταπιέτω με βυθός μηδέ συσχέτω επ’ εμέ φρέαρ το στόμα αυτού». Εκείνος δε όστις έπεσε πρωτύτερα από σε έμεινεν, αλλά συ πρόσεχε, να μη καταπέσης εις τον βυθόν και γίνης βορά των θηρίων· διότι εκείνος όστις είναι πεσμένος, δεν ασφαλίζει την θύραν της οικίας του, ήτοι δεν προσέχει· αλλά συ όπου στέκεις, μη νυστάξης τελείως, αλλά ψάλλε πάντοτε το λόγιον του ψαλμού: «Φώτισόν μου τους οφθαλμούς μήποτε υπνώσω εις θάνατον· μήποτε είπη ο εχθρός μου, ίσχυσα προς αυτόν», ας είσαι δε άγρυπνος παντοτεινά δια τον νοητόν λέοντα, όστις βρυχάται απειλητικώς κατεπάνω σου. Αυτά τα λόγια συμφέρουν εις εκείνον όστις στέκει δια να μη υπερηφανεύεται· και εκείνος, όπου έπεσεν, όταν επιστρέψη και αναστενάξη, θέλει σωθή, αλλ’ εκείνος όστις στέκει ας προσέχη καλά, διότι έχει διπλούν τον φόβον, ή να μη γυρίση πάλιν εις τα παλαιά πάθη όπου είχε, με το να ολιγοψυχήση εις καιρόν όπου τον πολεμεί ο εχθρός ή να μη απατηθή εκ της υπερηφανείας· επειδή και ο εχθρός ημών διάβολος ή όπισθεν τον σύρει εις τον εαυτόν του, όταν τον ίδη οκνηρόν και αμελή, ή όταν φαίνεται πως είναι επιμελής και τρέχει εις την άσκησιν, εμβαίνει λεπτώς και κρυφίως εις την ψυχήν του δια μέσου της υπερηφανείας και με τουτον τον τρόπον καταποντίζει αυτήν ολόκληρον· αυτό το όπλον, ήτοι η υπερηφάνεια, είναι το τελευταίον και ανώτατον από όλα τα κακά· και δια μέσου αυτού εκρημνίσθη από τους ουρανούς ο διάβολος, και με αυτό δοκιμάζει να κρημνίση τους πλέον προκομμένους εις την αρετήν. Διότι καθώς οι εμπειρότατοι πολεμισταί, αφού τελειώσουν όλα των τα βέλη, και ίδουν πως οι εχθροί ακόμη κυριεύουν, ανασπούν το δυνατώτερον όπλον, την μάχαιραν, ούτω και ο διάβολος, αφ’ ου ρίψη όλα του τα πρώτα όπλα, τότε μεταχειρίζεται ως τελευταίον όπλον την υπερηφάνειαν· και τα πρώτα όπλα και αι παγίδες αυτού είναι η γαστριμαργία, η φιληδονία, η πορνεία· διότι αυτά μάλιστα τα πάθη ακολουθούν εις την νεότητα των ανθρώπων· μετά ταύτα δε ακολουθεί εις αυτούς η φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια με αυτά. Αφού δε η ψυχή νικήση αυτά τα πάθη και κυριεύση την κοιλίαν και όλας τας υπογαστρίους ηδονάς, και αφού καταφρονήση τα χρήματα, τότε ο δόλιος μένων έρημος από όλα του τα άλλα όπλα εμβάλλει κρυφίως εις την ψυχήν την άτακτον κίνησιν της υπερηφανείας· διότι την υψώνει και την κάμνει να υπερηφανεύεται απρεπώς εναντίον των άλλων αδελφών. Βαρύ κατά αλήθειαν και ολέθριον είναι το δηλητήριον τούτο της υπερηφανείας, με το οποίον ποτίζει ο εχθρός την ψυχήν, πολλούς δε εναρέτους εσκότισε με αυτό, και παρευθύς τους εκρήμνισεν, επειδή εμβάλλει κρυφίως εις την ψυχήν λογισμόν ψευδή και θανατηφόρον, και την κάμνει να φαντάζεται ότι εκατάλαβεν εκείνα που δεν ηξεύρουν οι άλλοι, ότι τους υπερβαίνει εις τας νηστείας, ότι έχει περισσοτέρας αρετάς. Προ τούτοις την κάμνει να λησμονή τας αμαρτίας της και να υψώνεται εναντίον των άλλων αδελφών, διότι της κλέπτει από την ενθύμησιν τα σφάλματά της, δια να μη είπη εκείνην την φωνήν του Δαβίδ, δια να ιατρευθή, ήτοι το «Σοι μόνω ήμαρτον, ελέησόν με»· ούτε την αφήνει να λέγη: «Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου», αλλά καθώς αυτός ο διάβολος είπεν εν τη διανοία αυτού: «Αναβήσομαι και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω των ουρανών», ούτω και τον υπερήφανον άνθρωπον τον κάμνει να φαντάζεται εαυτόν εις εξουσίαν, εις πρωτοκαθεδρίας, εις διδασκαλίας, εις χάριτας ιαμάτων και όποιος απατηθή από τον διάβολον τοιουτοτρόπως φθείρεται και αφανίζεται, διότι επληγώθη από πληγήν δυσίατον. Όταν λοιπόν έχη τις τοιούτους λογισμούς υπερηφανείας, πρέπει να μελετά πάντοτε το θείον λόγιον του Δαβίδ: «Εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος», και το άλλο του Αβραάμ: «Εγώ ειμί γη και σποδός», και το άλλο του Ησαϊου: «Πάσα δικαιοσύνη ανθρώπου ως ράκος αποκαθημένης». Και αν οι λογισμοί ούτοι της υπερηφανείας ενοχλούν την Μοναχήν εκείνην, ήτις ησυχάζει κατά μόνας, πρέπει να πηγαίνη εις το Κοινόβιον και να αναγκάζεται να τρώγη και δύο φοράς την ημέραν· ει δε και εκυριεύθη από το πάθος τούτο της υπερηφανείας δια την υπερβολικήν της άσκησιν, πρέπει να επιτιμάται σφοδρώς, και να ονειδίζεται από τας συνομήλικάς της Μοναχάς, ότι δεν κάμνει κανένα καλόν, και να κάμνη κάθε υπηρεσίαν· και να ακούη τους Βίους των μεγάλων Αγίων· προς τούτοις πρέπει και αι συνασκήτριαι αυτής να αυξήσουν τους αγώνας της ασκήσεως μερικάς ημέρας, δια να ίδη η υπερήφανος τας μεγάλας αρετάς εκείνων, να ταπεινωθή και να νομίζη τον εαυτόν της κατώτερον από εκείνας. Αίτιον δε της υπερηφανείας είναι η παρακοή· όθεν είναι δυνατόν να ιατρευθή η τοιαύτη ασθένεια με το εναντίον αυτής ιατρικόν ήτοι την υπακοήν· διότι λέγει ο Προφήτης Σαμουήλ: «Η υπακοή είναι καλλιτέρα από την θυσίαν». Πρέπει λοιπόν η Ηγουμένη να κρημνίζη την κενοδοξίαν εις τον πρέποντα καιρόν. Αν πάλιν είναι καμμία Μοναχή αμελής και ράθυμος, και οκνεί και βαρύνεται εις το να προκόψη εις την αρετήν, πρέπει η Ηγουμένη να την επαινή· και αν κάμνη ολίγον τι καλόν, πρέπει να δεικνύη ότι την θαυμάζει και να το μεγαλώνη· τα δε μεγάλα αυτής σφάλματα να τα λέγη ευτελή και παραμικρά. Διότι ο διάβολος, θέλων να διαστρέψη τα πάντα των μεν εναρέτων και αγωνιστών τα αμαρτήματα, σπουδάζει να τα κρύπτη απ’ αυτών δια να τους φέρη εις υπερηφάνειαν, των δε νεωτέρων και αρχαρίων εις την άσκησιν όλα τα αμαρτήματα τα βάλλει εμπρός εις τους οφθαλμούς των, δια να τους ρίψη εις απόγνωσιν. Εις άλλην πάλιν Μοναχήν λέγει ότι δεν υπάρχει καμμία συγχώρησις δια σε όπου επόρνευσες, εις άλλην ότι δεν είναι δυνατόν να τύχης σωτηρίας συ ήτις επλεονέκτησες. Όθεν η Ηγουμένη πρέπει να παρηγορή αυτάς, όπου πειράζονται τοιουτοτρόπως από τον εχθρόν και να λέγη εις αυτάς ότι και η Ραβά πόρνη ήτο, αλλ’ εσώθη με την πίστιν· και ο Απ. Παύλος διώκτης ήτο, αλλ’ έγινε σκεύος εκλογής· και ο Ματθαίος ήτο τελώνης, αλλ’ έγινεν Ευαγγελιστής και ο ληστής έκλεπτε και εφόνευεν, αλλά πρώτος αυτός ήνοιξε την θύραν του Παραδείσου· δια τούτο και συ, αδελφή μου, στοχάσου αυτούς και μη απελπίσης την ψυχήν σου. Εκείνας πάλιν τας ψυχάς που ενικήθησαν από την υπερηφάνειαν, πρέπει να τας διορθώνη τις και να τας ιατρεύη με τοιούτον τρόπον, να λέγη δηλονότι εις αυτάς: τι υπερηφανεύεσαι, αθλία ψυχή, ότι δεν τρώγεις κρέας; Άλλοι ουδέ ψάρι βλέπουν· ότι δεν πίνεις οίνον; Στοχάσου ότι άλλοι δεν τρώγουν ουδέ έλαιον· τι υπερηφανεύεσαι ότι νηστεύεις έως το βράδυ; Άλλοι διέρχονται δύο και τρεις ημέρας νηστικοί· τι υπερηφανεύεσαι ότι δεν λούεσαι; Πολλοί δια πάθος σωματικόν δεν λούονται ολότελα· αλλά θαυμάζεις τον εαυτόν σου ότι κοιμάσαι επάνω εις τρίχινον στρώμα· άλλοι κοιμώνται πάντοτε καταγής. Δεν κάμνεις κανένα πράγμα μεγάλον, διότι άλλοι τοποθετούν κάτωθεν πέτρας, δια να μη κοιμώνται με ηδονήν και άλλοι εκρέμασαν εαυτούς με σχοινιά όλην την νύκτα· ει δε και κάμης και συ όλα αυτά και κάμης ακροτάτην άσκησιν, μη υψηλοφρονήσης, ότι δαίμονες έκαμαν και κάμνουν περισσότερα από λόγου σου, διότι αυτοί ούτε τρώγουν, ούτε πίνουν ποτέ, ούτε κοιμώνται, ούτε υπανδρεύονται, αλλά εις τας ερήμους διατρίβουν· όθεν και συ, εάν κατοικής μέσα εις σπήλαιον, μη νομίσης ότι κάμνεις μεγάλο πράγμα. Με τοιούτους λογισμούς είναι δυνατόν να ιατρεύση τις τα εναντία πάθη, ήτοι την απελπισίαν και την υπερηφάνειαν· ότι καθώς το πυρ, όταν φυσάται δυνατά, σκορπίζεται και χάνεται, και πάλιν, όταν τελείως δεν φυσάται, φθείρεται και σβύνει, ούτω και η αρετή, εάν λάβη πολλήν και υπερβολικήν άσκησιν, αφανίζεται από την υπερηφάνειαν· και πάλιν, αν την αμελήσωμεν και δεν βιάσωμεν ολότελα τον εαυτόν μας, δια να ριπίση αυτήν το Άγιον Πνεύμα, σβύνει και αφανίζεται. Η ακονισμένη και κοπτερά μάχαιρα εύκολα στομώνεται από την πέτραν και η άσκησις η υπερβολική σύντομα χάνεται από την υπερηφάνειαν· Δια τούτο πρέπει να προφυλάττη ο άνθρωπος την ψυχήν από όλα τα μέρη, και όταν καίεται από την καύσιν της υπερηφανείας δια την άκραν της άσκησιν πρέπει να την φέρη υποκάτω εις τόπους σκιερούς, ήτοι να την ταπεινώνη εις την χάριν του Θεού και μερικάς φοράς πρέπει να κόπτη από την ψυχήν του και τα περιττά και εκείνα όπου είναι παραπάνω από τα διωρισμένα, δια να δυναμώνη περισσότερον η ρίζα και να βλαστάνη κλάδους καρποφόρους. Εκείνος όμως, όστις πολεμείται από την απελπισίαν, πρέπει να βιάζη τον εαυτόν του με τους λογισμούς που είπομεν ανωτέρω, δια να τρέχη εις τα άνω, ήτοι να ελπίζη εις το άπειρον έλεος του φιλανθρώπου Θεού ημών, διότι η ψυχή του είναι πεσμένη κάτω από τας αμαρτίας του. Καθώς δε οι επιτήδειοι γεωργοί, όταν ίδουν κανέν φυτόν αδύνατον και μικρόν, το ποτίζουν συχνά, και το επιμελούνται πολύ δια να αυξηθή, και αν ακόμη ίδουν κανένα βλαστόν να βλαστήση προ καιρού εις αυτό, το κόπτουν ως περιττόν, επειδή τότε το φυτόν αυτό ξηραίνεται σύντομα· και καθώς οι ιατροί μερικούς ασθενείς παρακινούν να τρώγουν πολύ και να περιπατούν, μερικούς δε τους εμποδίζουν να μη τρώγουν, ούτω πρέπει να κάμουν και οι ιατροί των ψυχών. Λοιπόν είναι φανερόν, ότι η ταπείνωσις είναι μεγαλυτέρα από όλας τας αρετάς· όθεν δύσκολον είναι να την αποκτήση τις. Διότι εάν δεν απορρίψη κάθε δόξαν, δεν είναι δυνατόν να επιτύχη τον θησαυρόν της ταπεινοφροσύνης· τόσον δε μεγάλη είναι η ταπεινοφροσύνη, ώστε και ο διάβολος, όστις μιμείται όλας τας αρετάς, την ταπεινοφροσύνην δεν την ηξεύρει ολότελα τι είναι. Δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος, γνωρίζων πόσον ασφαλής και στερεά είναι η ταπεινοφροσύνη, μας προστάζει να την εγκομβώσωμεν, ήτοι να την ενδυθώμεν σφικτά, και θέλει όλοι εκείνοι που κάμνουν τα καλά έργα να φορούν αυτήν ως ένδυμα· διότι καν νηστεύης, καν ελεής, καν διδάσκης, καν παρθένος και σώφρων είσαι, καν σοφός, πρέπει να έχης πάντοτε και την ταπεινοφροσύνην να σε φυλάττη ως τείχος δυνατόν και να συγκρατή όλας σου τας άλλας αρετάς. Δεν ακούεις και την υμνολογίαν των Αγίων τριών Παίδων, οίτινες έψαλλον εις την κάμινον της Βαβυλώνος, ότι δεν ενεθυμήθησαν εις αυτήν τας άλλας αρετάς, αλλά τους ταπεινούς τη καρδία μόνον συνηρίθμησαν με τους δοξολογούντας τον Κύριον, και δεν είπον ούτε δια τους σώφρονας, ούτε τους παρθένους, ούτε τους ακτήμονας; Διότι καθώς είναι αδύνατον να κατασκευασθή πλοίον χωρίς καρφία, ούτως είναι αδύνατον να σωθή τις χωρίς ταπεινοφροσύνην. Δια τούτο και ο Κύριος, θέλων να δείξη πόσον αγαθή και ψυχοσωτήριος είναι η ταπεινοφροσύνη, ενεδύθη αυτήν, όταν έγινεν άνθρωπος· όθεν και έλεγε: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Στοχάσου ποίος είναι αυτός που λέγει ταύτα, και γενού και συ τέλειος μαθητής και μιμητής της ταπεινοφροσύνης Του· και ας γίνη εις σε αρχή και τέλος των αγαθών η ταπεινοφροσύνη. Και ταπεινοφροσύνη σημαίνει φρόνησις ταπεινή της ψυχής, και όχι σχήμα μόνον ταπεινόν και εξωτερικόν· ότι αν η ψυχή είναι ταπεινή, θέλει γίνει και το σώμα ταπεινόν. Αλλά λέγεις ότι έκαμες όλας τας εντολάς; Αυτό ο Κύριος το ηξεύρει, όμως προστάζει πάλιν να κάμης αρχήν εις το να δουλεύης· διότι λέγει ο Κύριος ημών: «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν». Κατορθώνεται δε η ταπεινοφροσύνη με ονειδισμούς, με ύβρεις, με πληγάς, όταν ακούσης να σε λέγουν ανόητον και τρελλόν, πένητα και πτωχόν, ασθενή και αδύνατον, απρόκοπτον εις τα έργα σου, ασυλλόγιστον εις τα λόγια σου, ευτελή εις το έξωθεν είδος και αδύνατον εις το σώμα· αυτά είναι τα νεύρα και η δύναμις της ταπεινοφροσύνης· αυτά ήκουσε και έπαθε και ο Κύριός μας· επειδή και Σαμαρείτην τον είπον, και δαιμονισμένον, και αφού Αυτός έλαβε δούλου μορφήν, και ερραπίσθη και ενεπαίχθη και πληγάς έλαβε, λοιπόν και ημείς πρέπει να μιμούμεθα ταύτην την έμπρακτον ταπεινοφροσύνην του Κυρίου· είναι όμως μερικοί, οίτινες υποκρίνονται με το εξωτερικόν σχήμα των πως είναι ταπεινοί, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους, αλλ’ ούτοι αναγνωρίζονται από τους καρπούς των έργων των· διότι εάν τύχη να υβρισθούν ολίγον τι, δεν το υποφέρουν, αλλά παρευθύς εκχέουν το δηλητήριόν των όπως οι όφεις». Από τους ψυχωφελείς τούτους λόγους της Αγίας εχαίροντο πολύ αι αδελφαί, αι οποίαι τους ήκουον, και πάλιν επρόσμεναν να ακούσουν και άλλους, και δεν εχόρταιναν από αυτούς· όθεν ακούραστος εδίδασκε πάλιν αυτάς και έλεγεν: «Μέγαν αγώνα έχουν εκείνοι, οίτινες προσέρχονται εις τον Θεόν δια μέσου του μοναδικού σχήματος, και πολύν κόπον δοκιμάζουν εις την αρχήν· κατόπιν όμως απολαμβάνουν χαράν ανεκδιήγητον· διότι, καθώς εκείνοι οίτινες θέλουν να ανάψουν πυρ, πρώτον καπνίζονται και δακρύουν, και κατόπιν ανάπτουν το πυρ, τοιουτοτρόπως πρέπει να κοπιάζωμεν και να δακρύωμεν και ημείς αι Μοναχαί δια να ανάψωμεν εις τον εαυτόν μας το θεϊκόν πυρ. Διότι λέγει ο Κύριος: «Πυρ ήλθον βαλείν εις την γην». Αλλά μερικοί δια την μικροψυχίαν των εδοκίμασαν μεν τον καπνόν, αλλά το πυρ δεν ήναψαν, διότι δεν είχον υπομονήν και μακροθυμίαν· μάλιστα διότι η αγάπη την οποίαν είχον εις τον Θεόν ήτο αδύνατος· δια ταύτα μέγας θησαυρός είναι η αγάπη του Θεού και δια τούτο έλεγε και ο Απόστολος: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α΄ Κορινθ. ιγ:1). Όθεν μέγα αγαθόν είναι η αγάπη, καθώς επίσης μέγα κακόν είναι και ο θυμός, διότι σκοτίζει την ψυχήν και την αποθηριώνει και ούτω την καθιστά παράλογον. Δια τούτο και ο Κύριός μας, φροντίζων πάντοτε δια την σωτηρίαν μας, δεν άφησε κανένα μέσον της ψυχής μας ασκεπές και απροφύλακτον· και αν ο εχθρός μάς πολεμή με την πορνείαν, ο Κύριος μάς ώπλισε με την σωφροσύνην· αν μας πολεμή με την υπερηφάνειαν, η ταπεινοφροσύνη δεν είναι μακράν· αν μας βάλλη μίσος, η αγάπη ευρίσκεται πλησίον και αν μεταχειρίζηται πολλά όπλα ο εχθρός, όμως ο Κύριος μάς περιέφραξε με περισσότερα, τόσον δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, όσον και δια την νίκην κατά του εχθρού. Μέγιστον λέγω πάλιν κακόν είναι ο θυμός, διότι ο θυμός δεν εργάζεται δικαιοσύνην Θεού, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος· όθεν πρέπει να τον κυβερνώμεν καταλλήλως, διότι είναι χρήσιμος εις τον πρέποντα καιρόν· επειδή συμφέρει εις ημάς να θυμώνωμεν εναντίον των δαιμόνων, αλλά δεν συμφέρει να θυμώνωμεν εναντίον των ανθρώπων, έστω και αν μας πταίουν· αφ’ ου δε παύση ο θυμός, τότε να φροντίζωμεν να τους επαναφέρωμεν εις την μετάνοιαν. Πλην ο θυμός είναι ολιγώτερον κακόν από την μνησικακίαν η δε μνησικακία είναι βαρυτέρα από όλας τας αμαρτίας, επειδή ο θυμός θολώνει και σκοτίζει ολίγην ώραν την ψυχήν και ως καπνός διαλύεται, ενώ η μνησικακία εμπήγνυται ως καρφίον εις την ψυχήν και την κάμνει χειροτέραν από τα θηρία· και ο κύων όταν εξαγριωθή εναντίον ανθρώπου τινός, κολακευόμενος με την τροφήν, παύει την αγριότητα και ημερώνεται· αλλ’ εκείνος όστις κυριεύεται από την μνησικακίαν δεν πείθεται εις παρακλήσεις ούτε η πάροδος του χρόνου, όστις μεταβάλλει τα πάντα, δύναται να ιατρεύση το πάθος του μνησικάκου· δια τούτο οι μνησίκακοι είναι περισσότερον από όλους ασεβέστατοι και ανομώτατοι· επειδή δεν υπακούουσιν εις τον Σωτήρα Χριστόν, όστις λέγει: «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε:23), και ο Απόστολος λέγει: «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού σου». Καλόν όθεν είναι να μη θυμώνη ποτέ τις· ει δε και θυμωθή ούτε μίαν ολόκληρον ημέραν συγχωρεί ο θείος Παύλος να διαμένη εις το πάθος και να φυλάττη μνησικακίαν, επειδή είπε να μη βασιλεύη ο ήλιος πριν να έχη παρέλθει η κατά του αδελφού σου οργή· συ δε η Μοναχή τι προσμένεις έως να βασιλεύση ο καιρός της ζωής σου, και τότε να συμφιλιωθής με εκείνην όπου εσυγχύσθης; Δεν γνωρίζεις να ειπής τον λόγον του Κυρίου, ότι αρκετόν είναι εις την ημέραν η άλλη κακία της, και διατί αυτή να μας αφήση μαχομένας; Διατί μισείς εκείνην όπου σε ελύπησε; Δεν ήτο αύτη όπου σε ηδίκησεν, αλλ’ ο διάβολος· όθεν μίσησον την ασθένειαν, όπου πάσχει η αδελφή σου και όχι την αδελφήν ήτις ασθενεί. Τι καυχάσαι εις την κακίαν σου, δυνατέ; Δι’ εσένα τον μνησίκακον το λέγει ο Δαβίδ: «Ανομίαν όλην την ημέραν, αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου»· όλον τον χρόνον της ζωής σου παρανομείς, διατί παρακούεις εις τον νόμον του Θεού; Σε προστάζει με το στόμα του θείου Παύλου να μη αφήνης να βασιλεύη ο ήλιος εις τον παροργισμόν σου· διατί δεν παύεις από του να βλασφημής και να υβρίζης τον αδελφόν σου; Δια τούτο δικαίως θέλεις τιμωρηθή από τον Θεόν, λέγει ο ίδιος Δαβίδ εκ Πνεύματος Αγίου: «Δια τούτο ο Θεός καθελεί σε εις τέλος· εκτίλαι σε…» δηλαδή θέλει σε κρημνίσει με τελειότητα, και θέλει σε ξερριζώσει και σε μετατοπίσει από τον οίκον σου, και την ρίζαν σου θέλει εγείρει από την γην των ζώντων· ακούεις; Αυτά είναι τα δώρα, όπου δίδει ο Θεός εις τον μνησίκακον, αυτά είναι τα χαρίσματα τα οποία λαμβάνει δια την κακίαν του. Πρέπει όθεν να φυλαττώμεθα πολύ από την μνησικακίαν, διότι από αυτήν ακολουθούν πολλά κακά, ήτοι φθόνος, λύπη, καταλαλιά κ.λ.π. και τούτων των παθών η κακία είναι θανατηφόρος και ας φαίνεται ότι είναι μικρά και ολίγη· επειδή πολλάκις η πορνεία, ο φόνος και η πλεονεξία, τα μεγάλα αυτά πάθη, ιατρεύθησαν με το σωτήριον ιατρικόν της μετανοίας· αλλ’ η υπερηφάνεια, η μνησικακία και η καταλαλιά, άτινα φαίνονται μικρά, αυτά εθανάτωσαν την ψυχήν, με το να ενεπάγησαν ως καρφία εις τα πλέον κινδυνώδη μέρη της ψυχής, θανατώνουν δε την ψυχήν όχι διότι κάμνουν μεγάλην πληγήν, αλλ’ επειδή αμελούν εκείνοι, οίτινες επληγώθησαν από αυτά, να θεραπεύσουν τας πληγάς των, νομίζοντες την καταλαλιάν και τα λοιπά ότι δεν είναι τίποτε και θεωρούντες αυτά μικρά αμαρτήματα δεν επιμελούνται να τα διορθώσουν και ολίγον κατ’ ολίγον διαφθείρονται από αυτά. Βαρύ κατ’ αλήθειαν και μισάνθρωπον αμάρτημα είναι η καταλαλιά, η οποία είναι ως τροφή και ανάπαυσις μερικών ανθρώπων· συ όμως μη παραδεχθής εις τον εαυτόν σου ακοήν ματαίαν, καθώς προστάσσει ο Θεός· και μη ακούης ξένα αμαρτήματα, αλλά φύλαττε την ψυχήν σου απέριττον και καθαράν από ταύτα· διότι, εάν δεχθής την βρωμεράν ακαθαρσίαν της καταλαλιάς, θέλεις προξενήσει εις την ψυχήν σου μολυσμούς με τους λογισμούς, και θέλεις μισήσει, χωρίς καμμίαν αιτίαν, εκείνους οίτινες συνομιλούν και συναναστρέφονται μετά σου. Και όταν καταμολυνθή η ακοή σου από τας κακολογίας των καταλάλων, τότε πλέον ουδένα διαχωρίζεις, αλλά όλους τους ανθρώπους τους νομίζεις τοιούτους, καθώς και ο οφθαλμός, όταν ιδή με πολλήν περιέργειαν κανέν χρώμα και το χορτάση, τότε πλέον δεν διακρίνει τα άλλα χρώματα, αλλά όσα βλέπει τα φαντάζεται όμοια με εκείνο. Δια τούτο πρέπει να φυλάττωμεν την γλώσσαν μας και την ακοήν μας, και ούτε να καταλαλώμεν κανένα, ούτε να ακούωμεν με πάθος τας καταλαλιάς, τας οποίας λέγουν άλλοι. Να έχωμεν δε πάντοτε κατά νουν το του Προφητάνακτος Δαβίδ: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού τούτον εξεδίωκον», και πάλιν: «Όπως αν μη λαλήση το στόμα μου έργα των ανθρώπων». Ούτε πρέπει να πιστεύωμεν εις εκείνα τα οποία λέγονται εναντίον των άλλων, ούτε να κατακρίνωμεν εκείνους οίτινες τα λέγουν· αλλά να κάμνωμεν και να λέγωμεν, καθώς μας προστάσσει η Αγία Γραφή: «Εγώ ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού». Δεν πρέπει επίσης να χαίρωμεν εις τας συμφοράς των άλλων, έστω και είναι πολύ αμαρτωλοί, ούτε να κάμνωμεν εκείνο το οποίον κάμνουν τινές ανόητοι, οίτινες, όταν βλέπουν κανένα, όστις δέρεται ή φυλακίζεται, λέγουν αμαθώς εκείνην την κοσμικήν παροιμίαν: «Όποιος στρώση κακά, κακά έχει να κοιμηθή». Συ δε η Μοναχή, η οποία ετακτοποίησες καλώς τας υποθέσεις σου, θαρρείς πως έχεις να αναπαυθής εις όλην την ζωήν σου; Και τότε πως θα συμφωνήσωμεν με τον λόγον τον οποίον λέγει η Αγία Γραφή, ότι ένα συναπάντημα είναι και εις τον δίκαιον και τον αμαρτωλόν; Όλοι οι άνθρωποι μίαν οδόν βαδίζομεν εις τούτον τον κόσμον, και αν διαφόρους πολιτείας έχωμεν, εν τούτοις δεν είναι αδύνατον να μη συναντήσωμεν και ημείς καμμίαν συμφοράν· πως λοιπόν συ χαίρεις εις τας συμφοράς των άλλων; Δεν πρέπει τις να μισή τους εχθρούς του, διότι ούτω μας διέταξεν ο Κύριος με την ιδίαν του φωνήν ειπών: «Εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; Ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι»; (Ματθ. ε:46), διότι το καλόν αφ’ εαυτού αγαπάται, επειδή αυτό άνευ κόπου ελκύει τους ανθρώπους εις την αγάπην του, το δε κακόν απαιτεί θείαν διδασκαλίαν και κόπον πολύν δια να εξαλειφθή· όμως την Βασιλείαν των ουρανών δεν την αποκτούν οι αμελείς και αμέριμνοι, αλλά οι σώφρονες και επιμελείς. Καθώς όμως δεν πρέπει να μισώμεν τους εχθρούς μας, τοιουτοτρόπως δεν πρέπει να αποφεύγωμεν και να εξουθενώμεν τους αμελείς και οκνηρούς, ως λέγουν μερικοί προβάλλοντες εκείνο όπου λέγει ο Προφήτης: «Μετά οσίου όσιος έσει και μετά στρεβλού διαστρέψεις», ισχυριζόμενοι ότι δια τούτο τους αποφεύγουν και αυτοί δια να μη γίνουν αμαρτωλοί· με τούτο όμως κάμνουν το εναντίον εκείνου το οποίον λέγει το Πνεύμα το Άγιον δια του Προφήτου· διότι δεν λέγει να διαστραφή τις από τους στρεβλούς, αλλά να διορθώνωμεν την στρεβλότητα αυτών· διότι το διαστρέψεις δηλοί, ότι θέλεις ελκύσει τους στρεβλούς με την γνώμην σου δια της συναναστροφής σου, και θέλεις τους μεταφέρει από τα κακά εις τα καλά. Εις τριών ειδών καταστάσεις ευρίσκονται οι άνθρωποι· η πρώτη είναι ακροτάτη εις την κακίαν· η Δευτέρα είναι μεσαία και κλίνει και εις τα καλά και εις τα κακά· η δε Τρίτη είναι υψωμένη εις μεγάλην αρετήν, και όχι μόνον ενδυναμώνει τον εαυτόν της εις τα καλά, αλλά ζητεί δια παντός τρόπου να οδηγή εις το καλόν και αυτήν την άκραν εις την κακίαν κατάστασιν. Όσοι λοιπόν είναι κακοί, όταν σμίξουν με τους χειροτέρους των εις την κακίαν, αυξάνουν περισσότερον εις αυτήν· οι μεσαίοι προσπαθούν να αποφεύγουν του κακούς, διότι φοβούνται να μη γίνουν και αυτοί κακοί με την συναναστροφήν των· επειδή είναι αστερέωτοι ακόμη εις τα καλά· οι δε τρίτοι, επειδή έχουν γνώμην σταθεράν και φρονήματα ανδρεία εις τα καλά, συναναστρέφονται και με τους κακούς δια να τους σώσουν. Παρ’ όλον δε ότι ονειδίζονται από εκείνους οίτινες τους βλέπουν να συναναστρέφωνται με κακούς και αμελείς, εν τούτοις αυτοί δέχονται ως επαίνους τας κατηγορίας των ανθρώπων και συμπληρώνουν αφόβως το θείον έργον, ήτοι την σωτηρίαν των αδελφών· διότι λέγει ο Κύριος: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, όταν παν πονηρόν ρήμα είπωσι καθ’ υμών οι άνθρωποι», και αυτό όπου κάμνουν αυτοί, είναι έργον του Δεσπότου Χριστού· διότι ο Κύριός μας συνέτρωγε με τους τελώνας και αμαρτωλούς και η γνώμη τούτων είναι περισσότερον φιλάδελφος παρά φιλάνθρωπος· δηλαδή αγαπούν τους αδελφούς των περισσότερον από τον εαυτόν των· διότι καθώς εκείνοι, οίτινες βλέπουν τας οικίας των γειτόνων των ότι καίονται, αφήνουν τας ιδικάς των οικίας και σπεύδουν να σώσουν τας των γειτόνων των από την πυρκαϊάν, έτσι και αυτοί, διότι βλέπουν τους αδελφούς των ότι αμαρτάνουν, καταφρονούν τον εαυτόν των και ονειδίζονται και κατηγορούνται από τους άλλους, και τα υποφέρουν όλα, δια να σώσουν τους κινδυνεύοντας αδελφούς των. Οι δε μεσαίοι, όταν ίδουν τον αδελφόν αυτών ότι καίεται από την αμαρτίαν, φεύγουν, διότι φοβούνται να μη κατακαύση και αυτούς η φλοξ της αμαρτίας. Οι δε πρώτοι, ως κακοί γείτονες, όταν ίδουν τους αδελφούς των ότι καίονται, ανάπτουν περισσότερον την πυρκαϊάν, προσφέροντες ως ξύλα την ιδικήν των κακίαν, δια να τους κατακαύσουν τελείως, και αντί να χύσουν νερόν να σβύσουν την φλόγα της αμαρτίας, ήτις καίει τους αδελφούς των, αυτοί ρίπτουν ξύλα εις την πυράν, ήτοι τους κάμνουν να αμαρτάνουν περισσότερον. Οι δε τρίτοι και καλοί άνθρωποι, τα ιδικά των αποκτήματα θεωρούν κατώτερα από την σωτηρίαν των αδελφών των και αυτά είναι τα δείγματα της αληθινής αγάπης, αυτά φυλάττουν την άδολον αγάπην. Και καθώς αι κακίαι ακολουθούν η μία την άλλην (διότι εις την φιλαργυρίαν ακολουθούν ο φθόνος, ο δόλος, η επιορκία, ο θυμός, η μνησικακία), ούτω και αι αρεταί ακολουθούν την αγάπην, ήτοι η πραότης, η μακροθυμία, η ανεξικακία, και το τέλειον αγαθόν, η ακτημοσύνη· διότι δεν υπάρχει τρόπος να αποκτήση τις την αγάπην, αν δεν αποκτήση πρώτον την ακτημοσύνην, επειδή ο Θεός μάς επρόσταξε να αγαπώμεν όλους τους ανθρώπους και όχι ένα μόνον· όθεν έχομεν χρέος να μη παραβλέπωμεν όλους εκείνους, οίτινες έχουν χρείαν, αλλά να τους βοηθώμεν· διότι εάν δεν δώσωμεν εις όλους, αλλά μόνον εις μερικούς, κλέπτεται η αγάπη μας και χάνεται, διότι δεν τους αγαπώμεν όλους. Το να επαρκή δε τις να δίδη εις όλους είναι αδύνατον εις άνθρωπον· ότι τούτο είναι έργον του Θεού μόνον· αλλά εάν είπη τις ότι όποιος δεν έχει τίποτα είναι πρέπον να αγωνίζηται εις το να αποκτήση δια να κάμη ελεημοσύνην, ας ηξεύρη ότι τούτο επροστάχθη εις τους κοσμικούς και όχι εις τους Μοναχούς· διότι η ελεημοσύνη δεν επροστάχθη από τον Θεόν τόσον δια να κυβερνηθούν οι πτωχοί, όσον δια να αποκτήσουν την αγάπην εκείνοι, οίτινες ελεούν· διότι ο Θεός, όστις κυβερνά τον πλούσιον, αυτός κυβερνά και τον πτωχόν. Ίσως όμως είπη τις: «Λοιπόν η ελεημοσύνη περιττώς επροστάχθη»; Μη γένοιτο! Αλλά η ελεημοσύνη γίνεται αρχή της αγάπης, εις εκείνους οι οποίοι δεν ηξεύρουν να την αποκτήσουν· ότι καθώς η περιτομή της ακροβυστίας, ήτο παράδειγμα της περιτομής των παθών της καρδίας, ούτω και η ελεημοσύνη κατεστάθη διδάσκαλος της αγάπης· όμως εις εκείνους, εις τους οποίους εδόθη η αγάπη από την χάριν του Θεού, εις αυτούς είναι περιττή η ελεημοσύνη. Λέγω δε αυτά, όχι δια να κατηγορήσω την ελεημοσύνην, αλλά δια να δείξω την καθαρότητα της ακτημοσύνης· λοιπόν το μικρότερον καλόν, ήτοι η ελεημοσύνη, ας μη γίνεται εμπόδιον εις το μεγαλύτερον καλόν της ακτημοσύνης, το οποίον είναι η αγάπη. Συ η Μοναχή εις ολίγον καιρόν, ή με ολίγον κόπον, κατώρθωσας το μικρόν καλόν· διότι όλα τα υπάρχοντα τα έδωκες εις τους πτωχούς, σπούδασον λοιπόν να κατορθώσης και το μεγαλύτερον, ήτοι την αγάπην· συ χρεωστείς να ειπής την ελευθέραν εκείνην φωνήν: «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι». Συ ηξιώθης να μιμηθής την παρρησιαστικήν γλώσσαν των Αποστόλων, δηλαδή του Πέτρου και Ιωάννου, οίτινες είπον: «Αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι»· διπλή ήτο η γλώσσα των δύο ενδόξων Αποστόλων ήτις είπε ταύτα, αλλά η πίστις των ήτο μονότροπος. Αλλά και από τους κοσμικούς η ελεημοσύνη δεν πρέπει να γίνεται απλώς και ως έτυχεν· διότι λέγει ο Δαβίδ: «Έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου», όθεν εκείνος, όστις ελεεί, πρέπει να έχη γνώμην αβραμιαίαν, και να την κάμνη με δίκαιον τρόπον, καθώς έκαμνεν ο Αβραάμ· διότι όταν εφιλοξένει ο δίκαιος Αβραάμ, μαζί με τα φαγητά της τραπέζης, ετραπέζωνε και την γνώμην του, με το να θέλη να μοιρασθή με τους δούλους του μαζί το κέρδος της φιλοξενίας· κατά αλήθειαν, εκείνοι οι οποίοι φιλοξενούν τοιουτοτρόπως, έχουν να λάβουν μισθόν της ελεημοσύνης και αν είναι και εις το δεύτερον τάγμα· διότι ο Κύριος, όταν εδημιούργησε την οικουμένην, δύο τάγματα οικητόρων έβαλεν εις αυτήν· και εις εκείνους οι οποίοι διέρχονται την ζωήν των με σωφροσύνην διώρισε τον γάμον και την παιδοποιϊαν· εις εκείνους δε οίτινες διέρχονται την ζωήν καθαράν, επρόσταξε την παρθενίαν, δια να τους κάμη Ισαγγέλους, και εις τους υπανδρευμένους έδωκε νόμους και διδασκαλίας και εκδικήσεις κατά των αδίκων, εις δε τους λέγει: «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω». Εις εκείνους λέγει: «Εργάζου την γην». Εις τους Μοναχούς λέγει: «Μη μεριμνήσετε περί την αύριον», εις εκείνους έδωκε νόμον, εις ημάς δε τας Μοναχάς και Μοναχούς εφανέρωσε τας εντολάς Του δια της χάριτος». Ο Σταυρός είναι εις ημάς το τρόπαιον της νίκης, διότι το επάγγελμα και η υπόσχεσίς μας δεν είναι άλλο, παρά η άρνησις της ζωής και η μελέτη του θανάτου· λοιπόν καθώς οι νεκροί δεν ενεργούν με το σώμα τίποτε, ούτω και ημείς πρέπει να μη ενεργώμεν τίποτε με το σώμα· ότι όσα ήτο να κάμωμεν με το σώμα, τα εκάμαμεν όταν είμεθα παιδία άγνωστα, δια τούτο λέγει ο Απόστολος: «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω», ήτοι, δι’ εμέ ο κόσμος ενεκρώθη, και εγώ ενεκρώθην δια τον κόσμον. Ημείς ζώμεν με την ψυχήν μόνον, και με αυτήν πρέπει να δεικνύωμεν τας αρετάς, και με αυτήν να ελεώμεν, διότι μακάριοι είναι εκείνοι, οι οποίοι ελεούν με την ψυχήν· ότι καθώς λέγει ο Κύριος· εκείνος όστις επιθυμήση την ωραιότητα τινός, και χωρίς να πράξη την αμαρτίαν, κάμνειτην αμαρτίαν κρυφήν με την ψυχήν του, έτσι και εκείνος όστις ελεεί και λυπείται με την ψυχήν του, την ελεημοσύνην κάμνει, διότι η γνώμη του αναπληροί την πράξιν, και αν ελλείπη το αργύριον. Ημείς ετιμήθημεν με μεγαλυτέραν αξίαν από τους κοσμικούς, διότι καθώς οι αυθένται, όπου είναι εις τον κόσμον, έχουν διαφόρους υπηρέτας και άλλους στέλλουν εις τα κτήματά των, δια να εργασθούν την γην, και άλλους, τους πλέον καλλιτέρους, κρατούν εις τας οικίας των δια να τους υπηρετούν, ούτω και ο Κύριος του παντός τους υπανδρευμένους έβαλεν εις τον κόσμον, και εκείνους όπου είναι καλλίτεροι αυτών και έχουν αγαθήν προαίρεσιν, τους έβαλεν έμπροσθέν του δια να τον υπηρετούν, οι οποίοι είναι ξένοι προς όλα τα γήϊνα, διότι ηξιώθησαν να τρώγουν από την Δεσποτικήν τράπεζαν· αυτοί δεν φροντίζουν δια ενδυμασίαν, διότι είναι ενδεδυμένοι τον Χριστόν· πλην και των δύο τάξεων τούτων ένας είναι ο αυθέντης, ο Κύριος· και καθώς από τον αυτόν σίτον είναι και το άχυρον και ο καρπός, έτσι και από τον Θεόν είναι και οι κοσμικοί και οι Μοναχοί· και χρειάζονται και τα δύο ταύτα, και τα φύλλα δια φύλαξιν και χρείαν του καρπού, και ο καρπός δια να σπαρθή και να κάμη άλλον. Καθώς δεν είναι δυνατόν να είναι εν ταυτώ βοτάνη και καρπός, τοιουτοτρόπως δεν είναι δυνατόν να κάμωμεν και ημείς κανένα καρπόν ουράνιον, εάν έχωμεν την δόξαν την κοσμικήν· και καθώς εάν δεν πέσουν τα φύλλα και δεν ξηρανθή η καλάμη, δεν γίνεται ο στάχυς επιτήδειος εις θερισμόν, ούτω και ημείς, εάν δεν αποβάλωμεν την φαντασίαν των γηϊνων, την οποίαν έχομεν αντί φύλλων, και δεν ξηράνωμεν το σώμα μας ως καλάμην, και εάν δεν υψώσωμεν τον λογισμόν μας εις τον Θεόν, δεν είναι δυνατόν να γεννήσωμεν σπέρμα, ήτοι λόγον σωτηρίας. Κινδυνώδες πράγμα είναι το να διδάσκη τις προτού να γυμνασθή τας πρακτικάς αρετάς· διότι καθώς εκείνος όστις έχει οικίαν σαθράν, εάν δεχθή ξένους εις αυτήν, θέλει τους βλάψει με την κατακρήμνισιν, έτσι και αυτός, διότι δεν ωκοδόμησε στερεά την ιδικήν του οικίαν, ήτοι διότι δεν έμαθεν ενωρίτερα με την πράξιν τας αρετάς, απώλεσε μαζί με τον εαυτόν του και εκείνους όπου εδίδαξε· διότι οι τοιούτοι με τα λόγια επαρακίνησαν τους ανθρώπους εις την σωτηρίαν, και με τα κακά των έργα τους έβλαψαν περισσότερον· επειδή η διδασκαλία μόνη ομοιάζει με την ζωγραφίαν, η οποία γίνεται από χρώματα εξίτηλα, τα οποία διαλύει και εξαλείφει ολίγος καιρός με τας σταγόνας της βροχής και με την πνοήν των ανέμων· αλλά την διδασκαλίαν, ήτις γίνεται με τα έργα, δεν ημπορεί να την εξαλείψουν αιώνες ολόκληροι, ότι ο λόγος ο έμπρακτος τυπώνεται στερεά μέσα εις την ψυχήν, και ούτω χαρίζει εις τους ακροατάς παντοτεινόν και ανεξάλειπτον ομοίωμα του Χριστού και των αρετών αυτών· λοιπόν και ημείς πρέπει να μη κάμνωμεν την θεραπείαν της ψυχής εις την επιφάνειαν, αλλά να την στολίζωμεν όλως διόλου, και μάλιστα να φροντίζωμεν να καθαρίζωμεν το εσωτερικόν βάθος της. Εκουρεύσαμεν τας τρίχας της κεφαλής μας· ας αποβάλωμεν μαζί με αυτάς και τους σκώληκας, οίτινες ευρίσκονται εις την κεφαλήν μας· διότι αυτοί, όταν μείνουν μόνοι, χωρίς τας τρίχας, θέλουν μας κεντρίζει περισσότερον· και αι τρίχες της κεφαλής, τας οποίας εκόψαμεν, δηλούσι την κοσμικήν ζωήν, ήτοι τας τιμάς, τας δίξας, τα χρήματα, τα λαμπρά φορέματα, τα λουτρά και καλά φαγητά. Ταύτα όλα εφάνημεν, ότι τα απεβάλαμεν· αλλά ας απορρίψωμεν και τους ψυχοφθόρους σκώληκας, ήτοι την καταλαλιάν, την φιλαργυρίαν, το ψεύδος, τους όρκους και τα λοιπά πάθη, όσα ευρίσκονται εις την ψυχήν μας· και εφ’ όσον ήσαν σκεπασμένα αυτά από τας τρίχας, ήτοι από τας ύλας των κοσμικών πραγμάτων, δεν εφαίνοντο· τώρα δε, οπότε εξεσκεπάσθησαν από τας κοσμικάς ύλας, έγιναν φανερά· δια τούτο εις κάθε Μοναχόν ή Μοναχήν είναι φανερά και τα πλέον μικρότερα αμαρτήματα, καθώς και μέσα εις μίαν καθαράν οικίαν, ευθύς ως φανή εις κανένα μέρος και το παραμικρόν ζωϋφιον, γίνεται φανερόν εις όλους. Εις δε τους κοσμικούς φωλεύουν ως μέσα εις ακάθαρτα σπήλαια μεγάλοι και φαρμακεροί όφεις, και δεν φαίνονται, διότι είναι σκεπασμένοι με την πολλήν ύλην· όθεν ημείς πρέπει να καθαρίζωμεν τον οίκον της ψυχής μας, και να παρατηρούμεν προσεκτικά, να μη εισέλθη κανέν ψυχοφθόρον ζωϋφιον, ήτοι πάθος μέσα εις τα απόκρυφα μέρη της ψυχής μας, και να θυμιάζωμεν πάντοτε τους τόπους της καρδίας μας με το θείον θυμίαμα της προσευχής· ότι καθώς τα δριμύτερα θυμιάματα αποδιώκουν τα φαρμακερά θηρία, ούτω και η προσευχή μαζί με την νηστείαν αποδιώκουν τους κακούς λογισμούς. Όθεν ημείς αι Μοναχαί πρέπει να παραφυλάττωμεν τους λογισμούς όπου μας έρχονται· καθώς έκαμε και ένας ενάρετος Μοναχός, ο οποίος, καθήμενος εις το κελλίον του, επαραφύλαττε τους λογισμούς του και εμετρούσε ποίος ήρχετο πρώτος και ποίος δεύτερος, και πόσονκαιρόν εστέκετο ο καθένας απ’ αυτούς· ομοίως επαραφύλαττε και την άλλην ημέραν ποίος από τους λογισμούς ήλθεν ενωρίτερα. Και με αυτήν την παρατήρησιν ήξευρε με ακρίβειαν και την χάριν του Θεού και την ιδικήν του υπομονήν και δύναμιν, και την νίκην του εχθρού· ούτω ας κάμνωμεν και ημείς· διότι εάν οι πραγματευταί των προσκαίρων πραγμάτων του κόσμου λογαριάζουν κάθε ημέραν το κέρδος που πραγματοποιούν και όταν κερδήσουν περισσότερα χαίρονται και όταν ζημιωθούν λυπούνται, πόσω μάλιστα πρέπει να αγρυπνώμεν ημείς αι οποίαι πραγματευόμεθα τον αληθινόν θησαυρόν, και να ποθούμεν ν’ αποκτήσωμεν περισσότερα αγαθά; Ει δε και γίνη και ολίγη κλοπή από τον εχθρόν, πρέπει να λυπούμεθα και να κατακρίνωμεν τον εαυτόν μας, όχι όμως να απελπιζώμεθα και να τα ρίπτωμεν όλα κάτω, δια το πταίσμα εκείνο εις το οποίον υπεπέσαμεν χωρίς να θέλωμεν εξ αιτίας του πειρασμού· έχεις τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα! Ζήτει και εκείνο όπου επλανήθη· μη φοβηθής δια το ένα που έχασες, και φύγης από τον Δεσπότην Θεόν, και απομακρυνθής από αυτόν, δια να μη σκλαβώση ο αιματοφάγος διάβολος όλον το πλήθος των πράξεών σου και το αφανίση δια μέσου της απελπισίας· λοιπόν μη αφήσης την τάξιν σου δια το ένα όπου έχασες· διότι ο Δεσπότης μας είναι αγαθός, και καλώς λέγει ο Δαβίδ: «Όταν πέση ο δίκαιος ου καταταραχθήσεται, ότι ο Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού». Όσα πράξωμεν ή κερδήσωμεν εις τούτον τον κόσμον, πρέπει να τα στοχαζώμεθα ότι είναι ολίγα, συγκρινόμενα με τον αιώνιον πλούτον της μελλούσης ζωής· διότι εις τούτον τον κόσμον ευρισκόμεθα ως μέσα εις άλλην κοιλίαν μητρός· και καθώς όταν είμεθα μέσα εις την κοιλίαν της μητρός μας, δεν είχομεν τέτοιαν ζωήν, οποίαν έχομεν τώρα, ουδέ ημπορούσαμεν να κάμωμεν εκείνα όπου κάμνομεν τώρα, ότι τότε δεν εβλέπαμεν τον ήλιον ούτε κανένα άλλο φως, καθώς λοιπόν όταν ευρισκόμεθα εις την κοιλίαν της μητρός μας, υστερούμεθα από πολλά πράγματα του κόσμου τούτου, έτσι πάλιν και τώρα που ευρισκόμεθα εις τούτον τον κόσμον, υστερούμεθα από πολλά αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών. Δια τούτο καθώς απηλαύσαμεν τα πράγματα του κόσμου, ούτω ας αγαπήσωμεν να απολαύσωμεν και τα ουράνια αγαθά· καθώς είδομεν εδώ τούτο το αισθητόν φως, τοιουτοτρόπως ας ποθήσωμεν να ίδωμεν και τον νοητόν Ήλιον της Δικαιοσύνης. Την άνω Ιερουσαλήμ ας στοχαζώμεθα πατρίδα και μητέρα ιδικήν μας, και τον Θεόν ας ονομάζωμεν Πατέρα μας· ας ζήσωμεν εδώ με σωφροσύνην, δια να επιτύχωμεν την αιώνιον ζωήν. Καθώς δε τα βρέφη, τα οποία είναι μέσα εις την κοιλίαν της μητρός των, όταν γίνουν τέλεια και γεννηθούν, από την ολιγωτέραν τροφήν και ζωήν, την οποίαν είχον, φέρονται εις μεγαλυτέραν και καλλιτέραν, ούτω και οι δίκαιοι αναχωρούν από ταύτην την ζωήν και πηγαίνουν εις την ουράνιον και καλλιτέραν ζωήν, κατά το γεγραμμένον: «Εκ δυνάμεως εις δύναμιν». Οι δε αμαρτωλοί παραδίδονται από το σκότος του κόσμου τούτου εις το σκότος του άδου, ως τα βρέφη τα οποία αποθνήσκουν μέσα εις την κοιλίαν της μητρός αυτών· διότι οι αμαρτωλοί και όταν ακόμη είναι εις την γην νεκρώνονται από το πλήθος των αμαρτιών, και όταν αποθάνουν καταβαίνουν εις τόπους σκοτεινούς και ταρταρώδεις. Τρεις φοράς γεννώμεθα εις την παρούσαν ζωήν· μίαν φοράν όταν εξερχώμεθα από την κοιλίαν της μητρός μας, και από την γην ερχόμεθα πάλιν εις την γην· αι δε λοιπαί δύο γεννήσεις μάς αναβιβάζουν από την γην έως τον ουρανόν, από τας οποίας η μία είναι εκ της θείας χάριτος, η οποία έρχεται εις ημάς δια του θείου Βαπτίσματος, και την ονομάζομεν αληθώς παλιγγενεσίαν και αναγέννησιν, και η Τρίτη είναι εκείνη, ήτις γίνεται εις ημάς δια της μετανοίας, των δακρύων και των καλών αγώνων, εις την οποίαν ευρισκόμεθα τώρα και ημείς. Όθεν ημείς, αι οποίαι επλησιάσαμεν εις τον αληθινόν Νυμφίον Χριστόν, έχομεν χρέος να στολίσωμεν τον εαυτόν μας πλέον καλλίτερα· και αν αι νύμφαι του κόσμου, αι οποίαι πρόκειται να λάβουν άνδρα θνητόν, σπουδάζουν να λουσθούν και να αλειφθούν με μύρα και να στολισθούν με διάφορα στολίδια δια να αρέσουν εις τους άνδρας των, πόσω μάλλον πρέπει να στολισθώμεν ημείς, αι οποίαι ενυμφεύθημεν τον ουράνιον νυμφίον, και να λουσθώμεν από τας ακαθαρσίας των αμαρτιών μας δια μέσου των αγώνων της ασκήσεως, και να ενδυθώμεν τα πνευματικά φορέματα. Εκείναι στολίζουν το σώμα των με τα γήϊνα άνθη, ημείς ας λαμπρύνωμεν την ψυχήν μας με τας αρετάς, και ας βάλωμεν εις την κεφαλήν μας τον τριπλούν στέφανον, την πίστιν, λέγω, την ελπίδα και την αγάπην, αντί πολυτίμων λίθων. Ας στολίσωμεν τον τράχηλόν μας με την ταπεινοφροσύνην ως με αξιοτίμητον στολισμόν· και αντί ζώνης, ας ζωσθώμεν την σωφροσύνην, και ας φορέσωμεν την ακτημοσύνην, ως φόρεμα. Εις δε την τράπεζάν μας ας προσφέρωμεν τα άφθαρτα φαγητά, τα οποία είναι αι προσευχαί και οι ψαλμοί· αλλά καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος, ας μη νικώμεν μόνον την γλώσσαν μας, αλλά να έχωμεν και τον νουν μας, και να νοούμεν εκείνα όπου λέγομεν· ότι πολλάς φοράς προσεύχεται το στόμα, και η καρδία και ο νους συλλογίζονται άλλα. Πρέπει δε να προσέχωμεν ημείς, αι οποίαι ήλθομεν εις τους θείους γάμους, να μη είμεθα πτωχαί από λαμπάδας, ήτοι αρετάς· διότι θέλει μας μισήσει ο νυμφίος μας Χριστός, και δεν θέλει μας δεχθή τελείως, εάν δεν κάμωμεν εκείνα, τα οποία του υπεσχέθημεν. Ποίαι είναι αι υποσχέσειςτας οποίας εδώσαμεν; Το να φροντίζωμεν ολιγώτερον δια το σώμα, και περισσότερον δια την ψυχήν μας, και αυτήν να ποτίζωμεν, διότι καθώς είναι αδύνατον να αναβιβάση τις ομού δύο κάδους γεμάτους νερόν ταυτοχρόνως από το φρέαρ, επειδή καθώς περιστρέφεται ο τροχός καταβιβάζει εις το πηγάδι τον ένα κάδον κενόν, και αναβιβάζει τον άλλον γεμάτον, ούτω ακολουθεί και εις ημάς, όταν έχωμεν όλην την φροντίδα δια την ψυχήν μας· τότε γεμίζει από τας αρετάς , και υψώνεται ορεγομένη τα υψηλά· το δε σώμα μας γίνεται ελαφρόν δια μέσου της ασκήσεως, και δεν βαρύνει την ψυχήν εις τα γήϊνα· και τούτο μαρτυρεί ο Απόστολος, όστις λέγει: «Όσον ο έξωθεν ημών άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο ένδον ανακαινούται». Αν ευρίσκεσαι εις Κοινόβιον, μη μεταλλάξης τον τόπον, διότι έχεις να λάβης μεγάλην βλάβην· ότι καθώς το πτηνόν, το οποίον εγκαταλείπει τα ωά του, τα κάμνει άγονα, ούτω και η Μοναχή ή ο Μοναχός, όστις μεταβαίνει από τόπου εις τόπον, ψυχραίνεται και νεκρώνεται από την πίστιν. Ας μη σε πλανέση η τροφή των πλουσίων και η απόλαυσις των φαγητών, ως να έχη κάποιαν χρησιμότητα. Εκείνοι τιμούν την τέχνην των μαγείρων όπου κατασκευάζουν ηδονικά και νόστιμα φαγητά· συ νίκησον τα πολλά και ηδονικά των φαγητά με την νηστείαν, και με τα ευτελή φαγητά· διότι λέγει ο Σολομών: «Ψυχή εν πλησμονή ούσα, κυρίοις εμπαίζει, τη δε ούση εν ενδεία και τα πικρά γλυκέα φαίνεται»· μη λοιπόν χορτάσης όχι μόνον από ευτελή φαγητά αλλά ούτε και από άρτον και τότε δεν θέλεις επιθυμήσει τον οίνον. Τρία είναι τα κεφαλαιώδη και πρώτα κακά του εχθρού, από τα οποία κατάγεται κάθε άλλη κακία· επιθυμία, ηδονή και λύπη· αυτά δε ακολουθούν το εν το άλλο, και το ένα συνεπιφέρει το άλλο· και το να νικήση τις την ηδονήν, είναι δυνατόν· το δε να νικήση την επιθυμίαν είναι αδύνατον, διότι η ηδονή γίνεται δια μέσου του σώματος, η δε επιθυμία αρχίζει από την ψυχήν. Η λύπη πάλιν γίνεται και από τα δύο· και εάν συ δεν αφήσης να ενεργήση εις τον εαυτόν σου η επιθυμία, θέλεις αποδιώξει και την ηδονήν και την λύπην· ει δε και αφήσης να προκύψη η επιθυμία, αύτη θέλει φέρει ηδονήν, η δε ηδονή λύπην, και τότε τα τρία αυτά ομού δεν θα αφήσουν τελείως την ψυχήν να ανανήψη, διότι λέγει η Γραφή: «Μη δως ύδατι διέξοδον». Δεν συμφέρουν όλα εις όλους, αλλά έκαστος ας πληροφορήται από τον ιδικόν του νουν· εις άλλους συμφέρει να ευρίσκωνται εις Κοινόβιον, και εις άλλους πάλιν είναι ωφέλιμον να κάθηνται κατά μόνας· διότι καθώς τα φυτά, άλλα μεν βλαστάνουν περισσότερον εις υγρούς τόπους, και άλλα πάλιν διαμένουν περισσότερον εις τους ξηρούς, καθώς και οι άνθρωποι, άλλοι υγιαίνουν εις τους υψηλούς τόπους, και άλλοι εις τους χαμηλούς, έτσι και κάθε Μοναχός ή Μοναχή, όπου τον συμφέρει ας καθήση· διότι πολλοί ευρίσκονται μέσα εις πολιτείας και με το να εφαντάζοντο τα της ερήμου και διήγον ενάρετον ζωήν, εσώθησαν· και πολλοί πάλιν ευρίσκοντο εις τα βουνά, και διότι έπραττον τα έργα των λαϊκών απολέσθησαν· όθεν είναι δυνατόν να είναι τις με πολλούς, και να μονάζη με την γνώμην· και πάλιν εκείνος όστις είναι αμελής Μοναχός δύναται να διατρίβη με τον νουν του μαζί με πολλούς. Πολλά είναι τα κέντρα του διαβόλου, και αν δεν δυνηθή να βλάψη τινά με την πτωχείαν, προσφέρει εις αυτόν τον πλούτον, δια να τον απολέση με αυτόν, να τον βλάψη· εάν δεν τον βλάψη με τους ονειδισμούς και τας ύβρεις, του προβάλλει επαίνους και δόξας· εάν νικηθή δια μέσου της υγείας του ανθρώπου, του δίδει ασθένειαν· διότι όταν δεν δυνηθή να βλάψη την ψυχήν με τα χαροποιά, δοκιμάζει να την βλάψη με τα λυπηρά και με τους ακουσίους πόνους· επειδή προξενεί εις τον άνθρωπον ασθενείας βαρείας κατά θείαν συγχώρησιν, δια να τον κάμη να μικροψυχήση, και τοιουτοτρόπως να θολώση την προς τον Θεόν αγάπην του. Όθεν, συ αγαπητέ ανίσως και κατακαίεται το σώμα σου και κατακόπτεται από θερμασίας σφοδράς, και πάσχεις δίψαν αθεράπευτον και ακράτητον, ει μεν είσαι αμαρτωλός και πάσχεις ταύτα, ενθυμήσου την αιώνιον κόλασιν και το άσβεστον πυρ, και τα βάσανα του άδου τα ανυπόφορα, και δεν θέλεις μικροψυχήσει εις τα παρόντα βάσανα, τα οποία πάσχεις, αλλά θέλεις χαρή μάλιστα, ότι σε επεσκέφθη ο Θεός, και θέλεις ευχαριστεί Αυτόν, λέγων το επαινετόν εκείνο λόγιον του Δαβίδ: «Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος, και τω θανάτω της αμαρτίας ου παρέδωκέ με»· διότι δια μέσου των ασθενειών αποβάλλεις τον μολυσμόν των αμαρτιών σου, καθώς ο σίδηρος αποβάλλει την σκωρίαν δια του πυρός· ει δε και είσαι δίκαιος και ασθενείς, ήξευρε, ότι προκόπτεις από τα μικρότερα εις τα μεγαλύτερα καλά· και αν είσαι χρυσός, γίνεσαι λαμπρότερος δια μέσου του πυρός των θλίψεων· αν εδόθη άγγελος Σατάν εις την σάρκα σου, αξιώνεσαι να γίνης όμοιος με τον Απόστολον Παύλον και πρέπει να χαίρεσαι· αν βασανίζεσαι με θερμασίαν ή παιδεύεσαι με ρίγος, σε προσμένει η αναψυχή και η ανάπαυσις· καθώς λέγει η θεία Γραφή: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν»· έτυχες το πρώτον; Πρόσμενε και το δεύτερον· εάν δε είσαι πτωχός, και κοπιάζης και πάσχης, λέγε τα λόγια του Προφήτου: «Πένης και πτωχός, και αλγών ειμί εγώ»· με αυτά τα τρία θέλεις γίνει τέλειος· ότι λέγει ο ψαλμωδός: «Εν θλίψει επλάτυνάς με»· με τούτους λοιπόν τους αγώνας ας γυμνασθώμεν περισσότερον, διότι βλέπομεν έμπροσθέν μας τον εχθρόν όστις μας πολεμεί. Ας μη λυπηθώμεν, ότι δια την ασθένειαν του σώματός μας δεν ημπορούμεν να σταθώμεν εις την προσευχήν, ή να ψάλλωμεν με φωνήν, ότι η στάσις και η νηστεία και η χαμαικοιτία και κάθε άλλη σκληραγωγία του σώματος γίνεται δια τας αισχράς επιθυμίας και ηδονάς· ανίσως δε και η ασθένεια ενέκρωσεν αυτάς, λοιπόν ο κόπος της νηστείας και των λοιπών είναι περιττός. Αλλά τι λέγω περιττός; Τα ολέθρια πάθη κοιμίζονται από την ασθένειαν περισσότερον, ωσάν από μεγαλύτερον και δυνατώτερον ιατρικόν· και η ασθένεια είναι η μεγαλυτέρα άσκησις, και πρέπει να την υπομένωμεν και να ευχαριστούμεν και δοξολογούμεν τον Θεόν· αν υστερηθούμεν το φως των οφθαλμών, ας μη μας βαρυφανή· διότι απεβάλαμεν τα όργανα της ακορέστου επιθυμίας των ορατών, και βλέπομεν με τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής την δόξαν του Κυρίου· αν γίνωμεν κωφοί, ας ευχαριστήσωμεν, διότι απηλλάγημεν από την ματαίαν ακοήν· αν παρέλυσαν αι χείρες μας από την ασθένειαν, τα εσωτερικά χέρια της ψυχής να έχωμεν ευτρεπισμένα εις τον πόλεμον κατά του εχθρού· αν η νόσος κυριεύη όλον μας το σώμα, αλλά η υγεία της ψυχής αυξάνει περισσότερον. Αν ευρισκώμεθα εις Κοινόβιον, ας προτιμήσωμεν την υπακοήν περισσότερον από την άσκησιν· διότι η άσκησις προξενεί πολλάκις υπερηφάνειαν, η δε υπακοή ταπεινοφροσύνην· ότι είναι και από τον εχθρόν άσκησις υπερβολική, διότι όσοι ακούουν την διδασκαλίαν του διαβόλου, αγωνίζονται υπερβολικά. Και πως ημπορούμεν να διακρίνωμεν την θεϊκήν και βασιλικήν άσκησιν από την τυραννικήν και δαιμονιώδη; Είναι φανερόν ότι θέλομεν την γνωρίσει από την συμμετρίαν. Όλος ο καιρός της ζωής σου, ας είναι Κανών της νηστείας· μη νηστεύης τέσσαρας ή πέντε ημέρας, και τας άλλας καταλύεις με πλήθος φαγητών· ότι η αμετρία είναι φθοροποιός· μη εξοδεύσης μίαν φοράν όλα σου τα άρματα, και έπειτα εις τον καιρόν του πολέμου ευρεθής γυμνός, και νικηθής εύκολα από τον εχθρόν· τα άρματα τα ιδικά μας είναι το σώμα μας, η δε ψυχή είναι ο στρατιώτης· λοιπόν επιμελού και τα δύο καθώς απαιτεί η χρεία, και όταν είσαι νέος και υγιής, νήστευε, διότι θέλει έλθη το γήρας μαζί με ασθένειαν· δια τούτο όσον δύνασαι, σύναξον τροφάς δια να τας εύρης, όταν αδυνατήσης· νήστευε με λογαριασμόν και ακρίβειαν, δια να μη έμβη κρυφίως ο εχθρός εις την πραγματείαν και το κέρδος της νηστείας σου, με το μέσον της αδιακρισίας· ότι δια τούτο, καθώς νομίζω, είπεν ο Κύριος: «Γίνεσθε δόκιμοι τραπεζίται», ήτοι γνωρίζετε με ακρίβειαν το βασιλικόν νόμισμα. Διότι είναι και άλλα νομίσματα παραχαραγμένα, και η φύσις του χρυσού είναι η αυτή, όμως διαφέρει κατά το χάραγμα και την σφραγίδα. Και ο χρυσός όπου λέγω είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η ελεημοσύνη· αλλ’ όμως και οι Έλληνες μεταχειρίζονται τας αρετάς ταύτας, και οι αιρετικοί, και βάλλουν εις αυτάς την ιδικήν των σφραγίδα· όθεν ημείς πρέπει να προσέχωμεν και να αποφεύγωμεν αυτούς ως παραχαράκτας, δια να μη περιπέσωμεν εις αυτούς αγυμνάστως και ζημιωθώμεν. Λοιπόν πρέπει να δεχώμεθα με ακρίβειαν τον Σταυρόν του Κυρίου τυπωμένον με τας θεϊκάς αρετάς, ήτοι με πίστιν ορθήν και με έργα σεμνά. Πρέπον είναι ημείς αι Μοναχαί να κυβερνώμεν με κάθε διάκρισιν την ψυχήν μας, και εάν είμεθα εις Κοινόβιον να μη ζητούμεν το ιδικόν μας θέλημα, αλλά να υποτασσώμεθα εις την πνευματικήν μας μητέρα, την Ηγουμένην· ημείς παρεδώκαμεν τον εαυτόν μας εις εξορίαν, ήτοι εξήλθομεν έξω από τα σύνορα των κοσμικών πραγμάτων· ας μη ζητήσωμεν πάλιν τα αυτά· εκεί εις τον κόσμον είχομεν δόξαν, εδώ ας έχωμεν χρείαν και του άρτου· εκεί εις τον κόσμον, εκείνοι,οίτινες πταίουν, βάλλονται εις φυλακήν και μη θέλοντες· και ημείς εδώ ας φυλακίσωμεν θεληματικώς τον εαυτόν μας, δια τας αμαρτίας μας, δια να αποδιώξη την μέλλουσαν κόλασιν η θεληματική φυλακή μας. Αν νηστεύης, μη προφασισθής ότι ησθένησες, δια να καταλύσης, ότι και εκείνοι όπου δεν νηστεύουν, πίπτουν εις τας αυτάς ασθενείας· ήρχισες το καλόν; Μη το αφήσης με το να σε εμποδίζη ο εχθρός, αλλά υπόμεινον, δια να καταργήσης τον διάβολον με την υπομονήν σου, διότι και εκείνοι οι οποίοι αρχίζουν να ταξιδεύουν, όταν εύρουν επιτήδειον άνεμον, απλώνουν τα ιστία και τρέχουν· και πάλιν όταν εύρουν εναντίον άνεμον, δεν τα καταβιβάζουν ευθύς, αλλά υπομένουν ολίγον, ή και μονάχα πολεμούντες με την τρικυμίαν, και κάμνουν το ταξίδιόν των· έτσι και ημείς, όταν τύχη να μας ακολουθήση τρικυμία, ας απλώσωμεν τον Σταυρόν αντί ιστίου, ας κάμωμεν αφόβως το ταξίδιόν μας. Αυτά ήσαν τα διδάγματα, ή καλλίτερα να ειπώ τα έργα της παναρέτου Συγκλητικής· και άλλα πολλά και μεγάλα έργα και λόγια εγνωρίσθησαν και εδιδάχθησαν από αυτήν, προς ωφέλειαν εκείνων οι οποίοι τα ήκουσαν και τα είδον, τα οποία δεν είναι ικανή γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθή δια το πλήθος. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη το τοσούτον πλήθος των καλών, κατετρώγετο και εστοχάζετο με τι τρόπον να ημπορέση να θολώση την λαμπρότητα των προτερημάτων της. Και λοιπόν εζήτησε, κατά θείαν συγχώρησιν, αυτήν την γενναιοτάτην παρθένον, δια να αγωνισθή με αυτήν τον τελευταίον αγώνα, και με τόσην έχθραν την επολέμησεν, ώστε δεν ήρχισε την πληγήν από τα έξωθεν μέλη του σώματός της, αλλά πληγώνων τα εντόσθιά της τής επροξενούσεν εκ βάθους πόνον σφοδρόν, ώστε ήτο απαρηγόρητος από την βοήθειαν των ανθρώπων· και πρώτον επλήγωσε τον πνεύμονά της, το αναγκαιότατον εις την ζωήν μέλος της· έπειτα κατ’ ολίγον ήναπτε την κακίαν του με ασθενείας ολεθρίας, διότι ημπορούσεν εις ολίγον καιρόν να της προξενήση τον θάνατον, αλλ’ ο κατάρατος έδειξε την κακία του εις αυτήν με πολυκαιρίαν και με πολλάς πληγάς, ως αιμοβόρος φονεύς· επειδή ανέλυσε ολίγον κατ’ ολίγον τον πνεύμονά της, και την έκαμε να τον πτύση έξω όλον με τα αιματώδη πτύσματα· έπασχεν ακόμη και από θερμασίαν παντοτεινήν, η οποία έφθειρε το σώμα της ως κηρόν. Ήτο δε τότε η Αγία ογδοήκοντα χρόνων, όταν ο διάβολος έφερεν εις αυτήν τα πάθη του Ιώβ· ότι τας αυτάς πληγάς μετεχειρίσθη και εις αυτήν, θέλων να της προξενήση πλέον βαρυτέρους πόνους. Διότι ο Ιώβ τριάκοντα πέντε χρόνους έκαμεν εις την πληγήν, εις δε την Οσίαν ταύτην αφαιρών ο εχθρός από κάθε δέκα χρόνους ένα, εσύναψεν αυτούς εις τας πληγάς του ιερού σώματός της· διότι τρεις και ήμισυν χρόνους επολέμησε τον εχθρόν η μακαρία δια μέσου των ενδόξων πόνων της. Και εις μεν τον Ιώβ ήρχισεν ο διάβολος τας πληγάς από τα έξω, εις δε την Οσίαν ήρχισεν από τα έσω, τα εντόσθια· όθεν νομίζω πως δεν εκακοπάθησαν τόσον οι γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες, όσον εκακοπάθησεν η αοίδιμος Συγκλητική, διότι εκείνους τους επολέμησεν από τα έξω, και μολονότι τα παιδευτήρια εκείνων ήσαν μάχαιραι και πυρ, όμως ήσαν μαλακώτερα από τα βασανιστήρια της Οσίας· ότι ως ανημμένη κάμινος κατέφλεγε τα σπλάγχνα της, ανάπτων ολίγον κατ’ ολίγον το πυρ από τα εντόσθια· το οποίον είναι κατά αλήθειαν τιμωρία βαρεία και απάνθρωπος, διότι και οι εξουσιασταί, όταν θέλουν να τιμωρήσουν κανένα άνθρωπον βαρύτερα και σκληρότερα, τον καίουν με ολίγην πυράν, και κατ’ ολίγον τον φθείρουν. Τοιουτοτρόπως και ο εχθρός, ανάπτων την θερμασίαν από τα εντόσθια τής Οσίας, την ετιμωρούσεν ακατάπαυστα νύκτα και ημέραν. Υπέφερε δε η Αγία μεγαλοψύχως και ταύτην την πληγήν και δεν εκατάπιπτεν, ουδέ ωλιγοψυχούσεν, αλλά πάλιν επολεμούσε τον πολεμούντα εχθρόν, και πάλιν με τας ψυχωφελείς διδασκαλίας ιάτρευεν εκείνους, οι οποίοι επληγώνοντο από αυτόν και έσωζε τας ψυχάς των ως από το στόμα του λέοντος. Μερικούς δε πάλιν εφύλαττεν ατρώτους, διότι τους υπεδείκνυε τας παγίδας του διαβόλου, και τους έκαμνεν ελευθέρους από την αμαρτίαν· και έλεγεν η θαυμασία, ότι δεν πρέπει ποτέ να είναι αμέριμνοι αι ψυχαί, αι οποίαι είναι αφιερωμέναι εις τον Θεόν· και όταν αυταί ησυχάζουν, ο εχθρός τρίζει τους οδόντας του, και νικώμενος από αυτάς λυπείται, παραμερίζει ολίγον, όμως παρακολουθεί πότε να αμελήσουν ολίγον τι, και τότε έρχεται εναντίον των, και με εκείνα εις τα οποία εκείναι έχουν αμεριμνησίαν, με εκείνα τα ίδια τας απατά. Αδύνατον είναι να μη έχουν μικρόν τινα σπινθήρα καλού και οι πολλά κακοί, όπως επίσης και εκείνοι οι οποίοι είναι πολλά καλοί θα έχουν κάποιον κακόν, και πάντοτε ευρίσκεται μέρος καλού εις τους κακούς και μέρος κακού εις τους καλούς· όθεν πολλάς φοράς συμβαίνει να είναι τις γεμάτος από κάθε πάθος αισχρόν, όμως να είναι ελεήμων και πάλιν πολλάς φοράς ευρίσκεται εις αυτούς και καταλαλιά και φιλαργυρία· δια τούτο δεν πρέπει να αμελή τις και να καταφρονή τα μικρά, ως να μη ημπορούν να τον βλάψουν· διότι και ολίγον νερόν με την πολυκαιρίαν τρυπά την πέτραν. Λοιπόν τα μεγάλα καλά έρχονται εις τους ανθρώπους από την θείαν χάριν· τα φαινόμενα μικρά πάθη εδιδάχθημεν να τα πολεμούμεν ημείς εξ ιδίων, και όποιος πολεμήση το μεγάλον με την χάριν του Θεού και καταφρονήση τα μικρά, θέλει ζημιωθή μεγάλως· διότι ο Κύριος ημών, ως γνήσιος Πατήρ μας, όταν ημείς τα πνευματικά τέκνα του αρχίσωμεν να περιπατούμεν, μας δίδει την χείρα Του, δια να μη πέσωμεν, και λυτρώνων ημάς από τους μεγάλους κινδύνους, μας αφήνει να κινούμεθα μόνοι μας εις τους μικρούς κινδύνους, δια να δείξη εις ημάς ότι έχομεν ελευθερίαν γνώμην, να περιπατούμεν με τα ιδικά μας πόδια· ότι όποιος νικάται από τα μικρά, πως ημπορεί να φυλάξη τον εαυτόν του από τα μεγάλα; Βλέπων δε πάλιν ο μισόκαλος την Οσίαν πως ηνδρειώνετο εναντίον του, του εκακοφαίνετο, και στοχαζόμενος ότι η τυραννική του εξουσία ενικάτο από την Οσίαν, εμεθοδεύθη άλλον τρόπον κακίας, και επλήγωσε τα όργανα της φωνής της Αγίας, δια να εμποδίση τον προφορικόν λόγον της, νομίζων, ότι με τούτον τον τρόπον θέλει κάμει τας αδελφάς, όπου επήγαιναν εις την Οσίαν, να μείνουν πεινασμέναι από λόγον Θεού· αλλά αν και υστέρησε την ακοήν αυτών από τους λόγους της Οσίας, όμως τας έκαμε να λάβουν μεγάλην ωφέλειαν με την μεγαλυτέραν αίσθησιν των οφθαλμών, ότι διότι έβλεπαν αυτάς τας πληγάς τής Οσίας εδυναμώνοντο περισσότερον εις την αρετήν· διότι αι σωματικαί πληγαί της Αγίας ιάτρευσαν τας πληγωμένας ψυχάς, και η μεγαλοψυχία και υπομονή της μακαρίας εγένετο εις εκείνας, όπου την έβλεπαν, προφύλαξις και ιατρεία. Επλήγωσε δε την Οσίαν ο εχθρός με τούτον τον τρόπον· επόνεσε ένα μεγάλο δόντι της Αγίας, και από το δόντι εσάπη παρευθύς το ούλον της, και έπεσε μόνον το δόντι· το δε σάπισμα εβόσκησεν όλην της την σιαγόνα επί τοσούτον, ώστε μετά δύο μήνας διετρήθη το οστούν και εξήρχετο εξ αυτού δυσοσμία βαρυτάτη, εκ της οποίας δεν ηδύναντο αι αδελφαί, αίτινες την υπηρετούσαν, να υποφέρουν και ηναγκάζοντο να απομακρύνωνται απ’ αυτής, ότε δε παρίστατο ανάγκη να έλθουν πλησίον της, έκαιον θυμιάματα δια την αφόρητον εκείνην δυσωδίαν, αφού δε την επεριποιούντο και πάλιν απεμακρύνοντο. Η δε μακαρία Συγκλητική έβλεπε φανερά τον εχθρόν, όστις την επολέμει, και δια τούτο δεν επέτρεπε να της προσφέρουν ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, αι δε αδελφαί υην παρεκάλουν να αλείφη τουλάχιστον την πληγήν με μύρα δια την ιδικήν των ασθένειαν, αλλά δεν εδέχετο· διότι εστοχάζετο, ότι με την βοήθειαν, την οποίαν ελάμβανεν από τους ανθρώπους, εξέπιπτεν από τον ένδοξον αγώνα, τον οποίον είχε με τον εχθρόν. Αι δε αδελφαί εκάλεσαν ένα ιατρόν, δια να την καταπείση αυτός, εις το να δεχθή τινά θεραπείαν. Όμως η Οσία δεν έστεργε λέγουσα· «Τι βλέπετε το φαινόμενον και δεν ζητείτε το κρυπτόμενον; Τι ερευνάτε το γενόμενον, και δεν θεωρείτε εκείνον όστις το ενεργεί»; Ο δε ιατρός τής είπε: «Δεν ζητούμεν να σε ιατρεύσωμεν ή να σε παρηγορήσωμεν, αλλά να θάψωμεν, κατά την συνήθειαν, το μέρος εκείνο, όπερ απεξενώθη από το υπόλοιπον σώμα σου και ενεκρώθη εκ της σήψεως, δια να μη ασθενήσουν αι αδελφαί, αίτινες σε υπηρετούν· εκείνο το οποίον κάμνουν εις τους νεκρούς, αυτό κάμνω τώρα και εγώ· βρέχω εις οίνον, αλόην με σμύρναν και μυρσίνην, και τα βάλλω επάνω εις το μέρος το οποίον εσάπη». Ακούσασα ταύτα η Οσία εδέχθη την συμβουλήν, διότι ελυπήθη τας αδελφάς, αίτινες την υπηρετούσαν. Τις δεν έφριξε βλέπων την ανυπόφορον εκείνην πληγήν; Τις δεν ωφελήθη στοχαζόμενος την υπομονήν της Οσίας ή τις δεν ενεδυναμώθη, κατανοών την ήτταν και την πτώσιν την οποίαν έλαβεν ο διάβολος από αυτήν; Διότι ο μιαρός επλήγωσε την Αγίαν εις εκείνο το μέρος, από το οποίον έτρεχεν η σωτηριώδης και γλυκυτάτη πηγή των λόγων, η δε υπερβολική του κακία εδίωξε κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν και ως θηρίον αιμοβόρον ώρμησε δια να σπαράξη το θήραμα, πλην ζητών αυτός να φάγη, έγινε φαγητόν, διότι συνελήφθη εις το άγκιστρον από την ασθένειαν του σώματος και βλέπων την Οσίαν, ότι ήτο γυνή, την κατεφρόνει ως μέρος αδύνατον, μη γνωρίζων το ανδρικόν της φρόνημα· έβλεπε το σώμα της ασθενές, αλλά δεν ηδύνατο ο τυφλός να ίδη τον γενναιότατον λογισμόν της. Τρεις μήνας λοιπόν ηγωνίσθη η Οσία με τον αγώνα τούτον, και διεκρατείτο από την θείαν δύναμιν, διότι η φυσική δύναμίς της ηλαττούτο, επειδή ούτε να φάγη τροφήν ηδύνατο από την υπερβολικήν σήψιν και δυσισμίαν, ούτε να κοιμηθή από τους πολλούς πόνους. Όταν δε επλησίασε το τέλος της νίκης, είδε θείας οπτασίας και επιστασίας Αγγέλων, και Παρθένους Αγίας, είδε και ελλάμψεις θείου φωτός, και τόπον Παραδείσου· αφού δε είδε ταύτα, τα απεκάλυψεν εις τας αδελφάς, αίτινες ήσαν εκεί, και τας συνεβούλευσε να υπομένουν ανδρείως τας προσωρινάς θλίψεις και να μη ολιγοψυχούν· προείπε δε εις αυτάς, ότι μετά τρεις ημέρας θέλει χωρισθή από το σώμα. Και δεν προείπεν μόνον την ημέραν, αλλά και την ώραν κατά την οποίαν έμελλε να τελευτήση· όταν δε έφθασεν η προκαθορισθείσα παρ’ αυτής ημέρα και ώρα απήλθεν η μακαρία Συγκλητική προς τον Κύριον και έλαβε παρ’ Αυτού δια βραβείον και στέφανον των αγώνων της την Βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο καταξιωθήναι πάντας ημάς. Αμήν.
Ήτο δε η Οσία αύτη και κατά το γένος περίφημος και ευτυχισμένη έχουσα όλα τα νομιζόμενα καλά της παρούσης ζωής· αλλά αυτή η μακαρία, και όταν ευρίσκετο ακόμη εις τας αγκάλας των γονέων της, ήτο όλη δεδομένη εις τον πόθον και την αγάπην του Θεού και δεν επεμελείτο τελείως το σώμα της, αλλ’ εφυλάττετο από τας ατάκτους ορμάς της φύσεως· διότι ήτο και πολύ ωραία εις το σώμα και πολλοί νέοι την εζήτουν εις γάμον, και δια τον πλούτον της και δια την κοσμιότητα των γονέων της και δια την καλλονήν της· και οι γονείς της ακόμη επαρακινούσαν την κόρην εις γάμον, δια να φυλαχθή δι’ αυτής η διαδοχή του γένους των. Η σώφρων όμως και ανδρεία εις το φρόνημα Συγκλητική ουδόλως επείθετο εις τους λόγους των γονέων της, αλλ’ όταν ήκουε γάμον σαρκικόν αυτή εφαντάζετο τον θεϊκόν γάμον και παρέβλεπε τους επιγείους νυμφίους, διότι απέβλεπεν εις μόνον τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησεν εξ όλης της ψυχής της και αυτόν μόνον εσυλλογίζετο και εφαντάζετο νύκτα και ημέραν. Όθεν ούτε τα πολυποίκιλα και χρυσοϋφαντα φορέματα ούτε κανένα άλλο κοσμικόν καλόν ηδυνήθη να διαλύση τον πόθον της ψυχής της, ούτε τα δάκρυα των γονέων της, ούτε οι παρακλητικοί λόγοι των συγγενών της εμαλάκωσαν ολότελα αυτήν· αλλ’ είχε τον λογισμόν της στερεόν ως αδάμαντα, και δεν επαρασάλευε τελείως τον νούν της από τον ποθούμενον Χριστόν, αλλ’ έκλεισε τας αισθήσεις του σώματός της και συνωμίλει με τον νοητόν Νυμφίον της, λέγουσα το λόγιον της ασματικής νύμφης: «Εγώ το αδελφιδώ μου και ο αδελφιδός μου εμοί». Και εάν εγίνοντο ομιλίαι κοσμικαί τας απέφευγε και δεν ήθελε να τας ακούη, αλλά εσυμμάζευε τον νουν της μέσα εις το βάθος της καρδίας της· ει δε και εγίνοντο ομιλίαι ψυχωφελείς, ήνοιγε τα ώτα της διανοίας της, δια να ακούση τα λεγόμενα και να τα δεχθή εις την ψυχήν της. Δεν ημέλει δε και την νηστείαν, το ωφέλιμον τούτο ιατρικόν του σώματος, αλλά τόσον την ηγάπα, ώστε δεν είχε καμμίαν άλλην αρετήν ίσην με αυτήν· διότι εστοχάζετο ότι αύτη είναι το θεμέλιον και η φύλαξις όλων των άλλων αρετών. Όταν δε καμμίαν φοράν ετύχαινεν ανάγκη να φάγη η μακαρία έξω από τον διωρισμένον καιρόν, ηλλοιώνετο εις την θεωρίαν και επάθαινε το εναντίον από εκείνο όπου παθαίνουν όσοι τρώγουν· εκιτρίνιζε το πρόσωπόν της και το σώμα της ελεπτύνετο, ότι με το να μην ευχαριστείτο η ψυχή της εις το παράκαιρον φαγητόν, ακολούθως δεν ευχαριστείτο εις αυτό ούτε το σώμα της, ούτε ετρέφετο, αλλά μάλιστα εξηραίνετο· διότι εκείνοι όπου τρώγουν με ηδονήν, έχουν και το σώμα των τρυφερόν και παχύ· εκείνοι δε όπου τρώγουν με αηδίαν, έχουν και την σάρκα ατροφικήν και λεπτήν· και μαρτυρούν την αλήθειαν ταύτην του λόγου μου οι άρρωστοι, οι οποίοι, διότι τρώγουν με αηδίαν, δια τούτο έχουν και το σώμα των λεπτόν και αδύνατον. Όθεν και η μακαρία Συγκλητική, επειδή προσεπάθει να αδυνατίζη το σώμα της, δια τούτο είχε την ψυχήν της δυνατήν· ότι κατά τον Απόστολον Παύλον «όσον ο έξω άνθρωπος φθείρεται και ασθενεί, τόσον ο ένδον ανακαινίζεται». Με τοιούτους λοιπόν αγώνας ηγωνίζετο η Οσία, χωρίς να την ηξεύρη κανείς. Όταν δε απέθανον οι γονείς της Οσίας, έλαβεν αύτη την αδελφήν της, η οποία ήτο τυφλή, και επήγεν εις ένα τόπον ενός συγγενούς της, μακράν από την Αλεξάνδρειαν, Ηρώον καλούμενον· αφού δε εμοίρασεν εις τους πτωχούς όλην την περιουσίαν, η οποία της έμεινεν, επροσκάλεσεν ένα από τους πρεσβυτέρους και εκάρη Μοναχή· με το κούρεμα δε αυτό εφανέρωνεν, ότι η ψυχή της έμενεν απέριττος και ελευθέρα από τας φροντίδας του κόσμου και συντόμως ειπείν, τότε έγινε Καλογραία. Όταν δε εμοίραζε τον πλούτον της εις τους πτωχούς, έλεγε· «Μεγάλον χάρισμα ηξιώθην να λάβω· και τι άξιον να ανταποδώσω εις εκείνον όπου μου το εχάρισε δεν έχω, διότι αν οι άνθρωποι εξοδεύουν όλον τον πλούτον των δια να λάβουν ένα πρόσκαιρον αξίωμα του κόσμου τούτου, πόσω μάλλον εγώ, δια την τόσην μεγάλην χάριν όπου ηξιώθην και έγινα Μοναχή, χρεωστώ να δώσω εις τον Δεσπότην μου Χριστόν, μαζί με τα νομιζόμενα υπάρχοντά μου, και το σώμα μου, όταν όλα αυτά είναι ιδικά Του. Του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής»· με τοιαύτα λόγια ενεδύθη η Οσία την ταπεινοφροσύνην και ησύχαζεν. Επειδή δε και εις τους πόνους της ασκήσεως ήτο προγυμνασμένη η Οσία, όταν ήτο εις τον πατρικόν της οίκον, δια τούτο και όταν έγινε Μοναχή επρόκοπτεν εις τας αρετάς, διότι όσοι ήλθον εις τούτο το θείον μυστήριον της μοναδικής πολιτείας, χωρίς να είναι πρότερον γεγυμνασμένοι και χωρίς προμελέτην, αυτοί δεν προκόπτουν ουδέ επιτυγχάνουν το ζητούμενον πράγμα των Μοναχών, με το να μη έμαθον καταλεπτώς τι χρειάζεται η μοναδική πολιτεία και ποίον είναι το τέλος της. Και καθώς εκείνοι όπου μέλλουν να υπάγουν εις ένα δρόμον, πρώτον φροντίζουν δια να παραλάβουν όλα τα χρειαζόμενα εις τον δρόμον, έτσι και η Οσία αύτη πρώτον ητοίμασε τον εαυτόν της με τους παλαιούς αγώνας της ασκήσεως, και έπειτα αφόβως έκαμνε τον δρόμον της προς τα ουράνια· διότι αυτή με το να είχε προητοιμασμένα όλα όσα εχρειάζοντο, δια να τελειώση τον οίκον της ψυχής της, δια τούτο και έκτιζε στερεόν τον πύργον της. Και η μεν αισθητή κατοικία κατασκευάζεται με πέτρας και λάσπην και ξύλα και τας άλλας εξωτερικάς ύλας, αύτη δε η Οσία έκαμνε όλον το εναντίον· διότι δεν εσύναξε τας έξωθεν ύλας, αλλά διεμοίρασεν τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, άφησε τον θυμόν και την μνησικακίαν, απέβαλε και τον φθόνον και την κενοδοξίαν, τοιουτοτρόπως δε έκτισε την κατοικίαν της επάνω εις την στερεάν πέτραν, και δια τούτο έγινεν ο πύργος της περίφημος και απείραστος. Και ίνα μη πολυλογώ, η μακαρία Συγκλητική και εις τας αρχάς ακόμη της ασκήσεώς της υπερέβαινε τας άλλας Μοναχάς, αι οποίαι είχον χρόνους πολλούς εις την άσκησιν, δια την πολλήν προθυμίαν και την ζέσιν του πνεύματός της. Την μεν λοιπόν πρακτικήν και ασκητικήν ζωήν της ημείς δεν ημπορούμεν να διηγηθώμεν, ότι αυτή δεν άφηνε κανένα να βλέπη την ζωήν της καιτα έργα της, διότι δεν ήθελε να έχη διαλαλητάς και κήρυκας των κατορθωμάτων της τους ανθρώπους, και δεν εφρόντιζε τόσον πως να κάμνη τα καλά έργα, όσον εφρόντιζε πως να τα κρύπτη από τους ανθρώπους· όχι διότι επόθει να μη τα ηξεύρουν οι άλλοι, αλλά διότι εκινείτο από την θείαν χάριν, να μη ζητή την ανθρωπίνην δόξαν, και είχε πάντοτε εις τον νουν της τον λόγον του Κυρίου όστις λέγει· «Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου», και δια τούτο έκαμνε κρυφίως όλα τα κατορθώματά της. Από δε την πρώτην της ηλικίαν έως την μεσαίαν όχι μόνον απέφευγε τας συνομιλίας κάθε ανδρός, αλλά και αυτών ακόμη των γυναικών, δια να μη δοξάζεται από αυτάς, δια την υπερβολικήν άσκησιν όπου έκαμνε και δια να μη εμποδίζεται εις την αρετήν και ησυχίαν από τας συναναστροφάς των αδελφών και τας σωματικάς χρείας. Τοιουτοτρόπως επροφυλάσσετο από τας πρώτας επιβουλάς της ψυχής, και δεν άφηνε τον εαυτόν της να κρημνίζεται εις τας σωματικάς επιθυμίας· διότι καθώς ο κηπουρός κόπτει από το δένδρον τους καρπούς και κλάδους, έτσι και η Οσία έκοπτε τας ακάνθας των παθών από την διάνοιάν της, δια μέσου της νηστείας και προσευχής· αν δε εβλάστανεν εις αυτήν και ηύξανε κανένα πάθος, το έκοπτε με διαφόρους τιμωρίας και με πολυποικίλους πόνους, παιδεύουσα το σώμα της· ότι όχι μόνον με πείναν εβασάνιζε τον εαυτόν της, αλλά και με την δίψαν. Όταν δε είχε κανένα πόλεμον με τον διάβολον, πρώτον επεκαλείτο τον Δεσπότην Χριστόν εις βοήθειαν δια μέσου της προσευχής· (διότι δεν ηυχαριστείτο να εμποδίση την ορμήν του λέοντος διαβόλου με μόνην την άσκησιν) και ομού με την προσευχήν ήρχετο παρευθύς ο Κύριος, και έφευγεν ο εχθρός· όμως πολλάς φοράς επολυκαίριζεν εις τον πόλεμον ο εχθρός, ο δε Κύριος τον άφηνε να την πολεμή, δια να αυξήση την γύμνασιν της εναρέτου ψυχής της· αυτή δε στοχαζομένη ότι η πολυκαιρία του πολέμου τής προξενεί περισσότερα χαρίσματα, ενεδυναμώνετο περισσότερον εις την κατά του εχθρού νίκην, και όχι μόνον ενέκρωνε τον εαυτόν της με την ολιγότητα της τροφής, αλλά και έκοπτεν από εαυτήν κάθε δικαίαν ηδονήν· διότι έτρωγεν άρτον από πίτυρα, και πολλάκις δεν έπινε τελείως νερόν. Λοιπόν εφ’ όσον εκράτει ο πόλεμος, μετεχειρίζετο τοιαύτα όπλα, φορούσα ως θώρακα την προσευχήν, και ως περικεφαλαίαν την πίστιν, ηνωμένην με την ελπίδα και την αγάπην, προηγείτο όμως από όλα η πίστις, περισφίγγουσα όλους τους αρμούς της ψυχής της· είχε δε παρούσαν και την ελεημοσύνην, αν όχι ενεργητικώς, αλλ’ όμως προαιρετικώς. Οπόταν λοιπόν με αυτά ενικάτο ο εχθρός και έπαυεν ο πόλεμος, τότε και η Οσία έδιδεν άνεσιν εις τον εαυτόν της από την υπερβολικήν άσκησιν· και τούτο το έκαμνε δια να μη διαλυθούν από μιάς τα μέλη του σώματός της· ότι αν άφηνε τα μέλη της να διαλυθούν, ήτο σημείον ότι ενικήθη, διότι, όταν τα όπλα του στρατιώτου χαλασθούν, ποίαν ελπίδα έχει πλέον να νικήση εις τον πόλεμον; Καθώς έκαμαν μερικοί, οίτινες κατέφθειραν άμετρα και ασυλλόγιστα τον εαυτόν των με την νηστείαν, και ως να έκαμαν παραίτησιν από τον πόλεμον του εχθρού ηφάνισαν τον εαυτόν των. Αλλά η μακαρία Συγκλητική δεν έκαμνεν ούτω, αλλά όλα τα έκαμνε με διάκρισιν· και τον μεν εχθρόν επολέμει με την προσευχήν και με την άσκησιν, το δε σώμα της επεμελείτο πάλιν όταν έπαυεν ο πόλεμος. Διότι και οι ναύται όταν συναντήσουν τρικυμίαν μένουν νηστικοί, αγωνιζόμενοι κατά των κυμάτων. Αλλ’ όταν ελευθερωθούν από τον κίνδυνον, τότε φροντίζουν και δια την σύστασιν του σώματος, και δεν εξοδεύουν όλον τον καιρόν των εις την τρικυμίαν, αλλά μεταχειρίζονται την γαλήνην της θαλάσσης εις ανάπαυσιν από των προτέρων πόνων· όμως και τότε δεν μένουν αμέριμνοι, ούτε επιδίδονται εις βαθύν ύπνον, διότι εδοκίμασαν την παρελθούσαν τρικυμίαν και προετοιμάζονται και δια την μέλλουσαν· διότι αν και η τρικυμία έπαυσεν, όμως η θάλασσα δεν ωλιγόστευσε· και αν ο άνεμος εκόπασεν, αλλ’ ο αήρ όστις γεννά τον άνεμον είναι παρών. Τοιουτοτρόπως συμβαίνει και εις τα πνευματικά· διότι αν το πνεύμα το πονηρόν της επιθυμίας διώκεται από τους αγωνιστάς, ο διάβολος, όστις εξουσιάζει το πνεύμα το πονηρόν, δεν είναι μακράν· δια τούτο είναι ανάγκη να προσευχώμεθα πάντοτε, δια το αβέβαιον της θαλάσσης, και δια την αλμυράν και πικράν κακίαν του διαβόλου. Όθεν και η Οσία, επειδή εγνώριζε καλώς τας τρικυμίας της παρούσης ζωής και προέβλεπε τας ταραχάς των πονηρών πνευμάτων, δια τούτο επιμελώς εκυβερνούσε το πλοίον της ψυχής της με το πηδάλιον της εις τον Θεόν ευσεβείας και το ωδήγει ασφαλώς εις τον λιμένα της σωτηρίας, έχουσα άγκυραν βεβαιοτάτην την εις Θεόν πίστιν. Η ζωή λοιπόν της Οσίας ήτο αποστολική, επειδή συνίστατο από πίστιν και ακτημοσύνην και έλαμπεν από αγάπην και ταπεινοφροσύνην· αύτη η Οσία ετελείωσε το έργον του λόγου του ψαλμωδού, διότι επάτησε «επί την ασπίδα και τον βασιλίσκον, και όλην την δύναμιν του εχθρού». Αύτη ήκουσεν αρμοδίως από τον Κύριον το «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω», και μολονότι το ρητόν τούτο νοείται δια τα ουράνια χαρίσματα, όμως και εδώ ημπορεί να νοήται· ήτοι επειδή συ, ω Συγκλητική, ενίκησας εις τούτον τον υλικόν πόλεμον της σαρκός και του κόσμου, θέλεις νικήσει και τον άϋλον πόλεμον των πονηρών δαιμόνων, δια μέσου της ιδικής μου βοηθείας και υπερασπίσεως· ας γνωρίσουν αι αρχαί και εξουσίαι του σκότους το μεγαλείον της πίστεώς σου· διότι, αφού νικήσης τας εναντίας δυνάμεις των δαιμόνων, θέλεις πλησιάσει εις τας αγαθάς δυνάμεις των Αγγέλων. Με τοιούτον τρόπον ησύχαζεν η Οσία κατά μόνας και ειργάζετο τας εναρέτους πράξεις· εφ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός, ήνθιζον αι αρεταί της και η ευωδία των ενδόξων αγώνων της ηκούετο εις πολλούς· επειδή λέγει ο Κύριος· «Ουκ έστι κρυπτόν, ο ου μη φανερόν γενήσεται», διότι ο Θεός συνηθίζει να κηρύττη, με τους τρόπους όπου ηξεύρει, τα κατορθώματα εκείνων οι οποίοι τον αγαπούν, δια διόρθωσιν των ακουόντων· όθεν τότε, με φώτισιν του Θεού, ήρχισαν μερικαί Μοναχαί να πηγαίνουν εις την Οσίαν δια ψυχικήν ωφέλειαν, και διότι ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν από την συνομιλίαν της, επήγαιναν συχνότερα· μίαν δε ημέραν την ηρώτησαν να είπη εις αυτάς πως ημπορούν να τύχουν της σωτηρίας. Η δε Οσία, αναστενάξασα βαθέως και πολλά δακρύσασα, εσιώπα· όμως αι αδελφαί την εβίαζον να λαλήση τα μεγαλεία του Θεού, διότι και από μόνην την θεωρίαν της εκπληττόμεναι την εθαύμαζον. Επειδή δε η μακαρία εβιάζετο πολλά από τας αδελφάς, είπε το γραφικόν εκείνο λόγιον· «Μη βιάζου πένητα, πτωχός γαρ εστιν», αι δε αδελφαί την παρεκάλουν πλέον προθυμότερον, και της έλεγον, ότι λέγει ο Κύριος· «Δωρεάν έλαβες, δωρεάν δος» και «Πρόσεχε δια να μη καταδικασθής ως ο δούλος που έκρυψε το τάλαντον». Και η Οσία απεκρίθη· «Διατί, αδελφαί, φαντάζεσθε ότι εγώ η αμαρτωλή κάμνω ή λέγω τίποτε άξιον; Ημείς όλαι κοινόν διδάσκαλον έχομεν τον Κύριον, και όλαι ακούομεν τας θείας Γραφάς». Αι δε αδελφαί είπον· «Το ηξεύρομεν και ημείς, ότι ο Κύριός μας είναι διδάσκαλος και όλαι ακούομεν τας θείας Γραφάς· αλλά συ με την άγρυπνον σπουδήν σου επρόκοψας εις τας αρετάς, και δια τούτο είναι πρέπον εκείναι αι αδελφαί όπου επρόκοψαν εις τα καλά να συμβουλεύουν τας νεωτέρας· διότι και ο Κύριος ημών τούτο παραγγέλλει». Όθεν η μακαρία Συγκλητική τας ευσπλαγχνίσθη και επειδή εγνώρισεν, ότι εκείνα τα οποία θα έλεγεν, δεν προξενούν κανένα έπαινον εις αυτήν, αλλά εις τας αδελφάς προξενούν μεγάλην ωφέλειαν, ήρχισε να λέγη εις αυτάς ταύτα. «Τεκνία μου, όλοι και όλαι ηξεύρομεν να σωθώμεν, αλλά δια την αμέλειάν μας χάνομεν την σωτηρίαν μας· διότι πρέπει πρώτον να φυλάττωμεν εκείνα τα οποία εφανερώθησαν εις ημάς δια μέσου της χάριτος του Κυρίου, τα οποία είναι ταύτα: Να αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, και τον πλησίον σου ως τον εαυτόν σου. Από αυτά τα δύο φυλάττεται η αρχή του νόμου και εις αυτά επαναπαύεται το πλήρωμα της χάριτος. Ολίγα είναι τα λόγια αυτά, αλλά η δύναμίς των είναι μεγάλη και άπειρος, διότι όλα τα ψυχωφελή καλά από αυτάς τας δύο εντολάς είναι κρεμασμένα. Και το μαρτυρεί ο θείος Παύλος, όστις λέγει, ότι η αγάπη είναι τέλος του νόμου· όσα λοιπόν χρήσιμα λόγια ειπούν οι άνθρωποι, κατά χάριν του Αγίου Πνεύματος, όλα από την αγάπην αρχίζουν και εις αυτήν τελειώνουν· όθεν η σωτηρία είναι αυτή η διπλή αγάπη· πρέπει όμως να προσθέσω και τούτο, το οποίον είναι και αυτό εις την αγάπην· δηλαδή το να γνωρίζη κάθε μία από ημάς και να ποθή πάντοτε εκείνο όπερ είναι από τα μεγαλύτερα». Αι δε αδελφαί απορούσαν εις αυτό το οποίον είπε και την ερωτούσαν. Και η Οσία είπε· «Δεν ηξεύρετε την παραβολήν του σπόρου, την οποίαν είπεν ο Κύριος, ότι εκαρποφόρησεν άλλος εκατόν και άλλος εξήκοντα και άλλος τριάκοντα; Λοιπόν τα εκατόν είναι το τάγμα το ιδικόν μας, των Μοναχών· τα εξήκοντα είναι το τάγμα εκείνων οι οποίοι εγκρατεύονται και δεν υπανδρεύονται, και τριάκοντα είναι των υπανδρευομένων, όσοι ζουν με σωφροσύνην· και από τα τριάκοντα είναι καλόν να αναβαίνη κανείς εις τα εξήκοντα και από τα εξήκοντα εις τα εκατόν· διότι είναι ωφέλιμον το να προκόπτη τις από τα μικρότερα εις τα μεγαλύτερα· το δε να καταβαίνη από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα είναι κινδυνώδες· ότι εκείνος όστις κλίνει μίαν φοράν εις τα χειρότερα, δεν ημπορεί να σταθή εις τα ολίγα, αλλά κρημνίζεται ως εις βυθόν απωλείας. Μερικαί λοιπόν, αι οποίαι υπόσχονται να φυλάξουν παρθενίαν, επειδή είναι ασθενείς εις τον λογισμόν, προφασίζονται και λέγουν με τον εαυτόν των ή καλλίτερα να είπω με τον διάβολον, ταύτα: ημείς, εάν υπανδρευθώμεν και ζήσωμεν με σωφροσύνην, αξιωνόμεθα να συναριθμηθώμεν με το τάγμα των τριάκοντα· επειδή όλη η παλαιά Γραφή δεν απέβαλε την παιδοποιϊαν, αλλά την ήθελεν. Αυταί όμως όπου λέγουν ταύτα, ας ηξεύρουν ότι αυτή η πρόφασις είναι του διαβόλου. Διότι εκείνος όστις καταβαίνει από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα, αυτός πλανάται από τον διάβολον· και καθώς ο στρατιώτης, ο οποίος θα αφήση την τάξιν, την οποίαν είχεν εις το μεγαλύτερον στράτευμα και υπάγη εις το μικρότερον, δεν λαμβάνει δια τούτο συγχώρησιν, αλλά τιμωρείται, ούτω τιμωρείται και εκείνος όστις καταβαίνει από το ανώτερον τάγμα των Παρθένων εις το κατώτερον των σωφρονούντων· δια τούτο πρέπει από τα μικρότερα να πηγαίνωμεν εις τα μεγαλύτερα και τούτο μας διδάσκει ο Απόστολος, όστις μας παραγγέλλει να λησμονώμεν τα όπισθεν και να πηγαίνωμεν εις τα έμπροσθεν. Λοιπόν ημείς όπου κρατούμεν το τάγμα των εκατόν, πρέπει να το ανακυκλώνωμεν πάντοτε και τριγύρω εις αυτό να εργώμεθα, και τέλος ποτέ να μη δίδωμεν εις τον αριθμόν. Διότι λέγει ο Κύριος· «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν». Όθεν ημείς, αι οποίαι επροτιμήσαμεν το επάγγελμα της παρθενίας, πρέπει να φυλάττωμεν άκραν σωφροσύνην· διότι και εις τας κοσμικάς και υπανδρευμένας γυναίκας φαίνονται ότι πολιτεύονται με σωφροσύνην, αλλά μαζί με την σωφροσύνην ευρίσκεται εις αυτάς και αφροσύνη και αγνωσία, εφ’ όσον πορνεύουν με όλας τας αισθήσεις του σώματος. Διότι και βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα και ακούουν άσχημα· ημείς δε αι Μοναχαί πρέπει να αφήνωμεν όλα τα άπρεπα και να προκόπτωμεν εις τας αρετάς και να εμποδίζωμεν από τα μάτια μας τας ματαίας θεωρίας, διότι λέγει η θεία Γραφή: «Οι οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν»· και να χαλινώνωμεν την γλώσσαν μας από τα αισχρά λόγια· ότι είναι άτοπον, η γλώσσα μας, η οποία είναι όργανον των θεϊκών ύμνων και δοξολογεί τον Θεόν, να λαλή αισχρά και αδιάντροπα λόγια· και όχι μόνον πρέπει να μη λέγωμεν τα τοιαύτα λόγια, αλλά μηδέ να τα ακούωμεν, όταν τα λέγουν άλλοι. Αυτά δε όπου είπον είναι αδύνατον να τα φυλάττωμεν, εάν εξερχώμεθα συχνάκις έξω από τα κελλία μας, ότι δια μέσου των αισθήσεών μας εμβαίνουν μέσα μας οι κλέπται δαίμονες και τα πάθη και αν ακόμη δεν θέλωμεν. Διότι πως είναι δυνατόν να μη μαυρίζη μία οικία, ήτις έχει ανοικτά τα παράθυρα και τας θύρας της, εφ’ όσον υπάρχει καπνός έξω από αυτήν; Λοιπόν αναγκαίως πρέπει να μη πηγαίνωμεν εις τας πόλεις και εις τας εμποροπανηγύρεις. Διότι εάν θεωρώμεν βαρύ και άπρεπον το να ίδωμεν γυμνούς και αυτούς τους ιδίους αδελφούς και γονείς μας, πόσω μάλλον είναι άπρεπον και ψυχοβλαβές να βλέπωμεν εις τους δρόμους και εις τας αγοράς ανθρώπους ενδεδυμένους άπρεπα, λέγοντας πορνικά και άσχημα λόγια; Διότι από την θεωρίαν τούτων και την ακοήν έρχονται εις την ψυχήν φαντασίαι ψυχοβλαβείς και αισχραί. Αλλά και όταν ευρισκώμεθα μέσα εις τα κελλία μας, ουδέ εκεί δεν πρέπει να είμεθα αμέριμνοι, αλλά πρέπει να στεκώμεθα πάντοτε προσεκτικαί· διότι λέγει ο Κύριος· «Γρηγορείτε». Ότι όσον περισσότερον ζητούμεν να σωφρονώμεν και να παρθενεύωμεν, τόσον περισσότερον ενοχλούμεθα από δριμυτέρους και χειροτέρους λογισμούς, διότι καθώς λέγει ο Εκκλησιαστής· «Όποιος προσθέτει γνώσιν περισσοτέραν εις τον εαυτόν του, αυτός ακολούθως προσθέτει και περισσότερον κόπον», ότι όσον περισσότερον προκόπτουν εις την πάλην οι παλαισταί, τόσον ευρίσκουν και τους αντιπαλαιστάς αυτών δυνατωτέρους». Στοχάσου δε πόσον μακράν είσαι από την αληθινήν παρθενίαν και δεν θέλεις αμελήσει εις τον πόλεμον τον οποίον έχεις με τον εχθρόν. Διότι ει μεν και συ νικήσης την υλικήν πορνείαν και δεν πορνεύσης με το έργον, ο διάβολος προσπαθεί να σε κάμη να πορνεύης με τας αισθήσεις. Και με το να μένης εις το κελλίον σου και να μη βλέπης, μήτε να ακούης τα άπρεπα, πάλιν ο εχθρός αγωνίζεται να σε κάμη να πορνεύης με τας φαντασίας, τας οποίας σου φέρει, όταν είσαι έξυπνος και όταν κοιμάσαι· διότι αυτός ο μιαρός, κατοικών μέσα εις την καρδίαν, φέρει εις εκείνας, αι οποίαι ησυχάζουν, πρόσωπα ωραία και συνομιλίας παλαιάς, δια να ταράξη την σωφροσύνην· δια τούτο ημείς πρέπει να μη δίδωμεν προσοχήν εις τοιαύτα φαντάσματα του εχθρού· ότι γράφει ο Εκκλησιαστής· «Εάν αναβή εις τον νουν σου το πνεύμα και η ενέργεια του εξουσιάζοντος διαβόλου, συ δίωξε και μη αφήσης εις αυτό τον της καρδίας σου τόπον», ήτοι μη κάμης συγκατάθεσιν εις την ενέργειαν αυτήν του σατανά, διότι η συγκατάθεσις μόνη, την οποίαν κάμνει η παρθένος εις τοιαύτας αισχράς φαντασίας, είναι παρομοία με την πορνείαν των κοσμικών· «Ότι οι δυνατοί μέλλουν να εξετασθούν δυνατά», ως λέγει η θεία Γραφή. Λοιπόν ο αγών και ο πόλεμος, τον οποίον έχομεν με το δαιμόνιον της πορνείας, είναι μεγάλος και φοβερός, ότι το κεφάλαιον όλων των κακιών του εχθρού, τας οποίας μεταχειρίζεται, δια να απολέση την ψυχήν μας, είναι αυτό, και τούτο γανερώνων αινιγματωδώς ο Ιώβ έλεγε δια τον διάβολον, ότι έχει όλην του την δύναμιν εις τον ομφαλόν της κοιλίας· «Η δύναμις αυτού επ’ ομφαλού γαστρός». Όθεν με πολλάς και διαφόρους μηχανάς παρακινεί τους φιλοχρίστους εις την πορνείαν ο διάβολος· και πολλάκις ο δόλιος μεταστρέφει εις την ιδικήν του κακίαν και αυτήν την αδελφικήν και κατά Χριστόν αγάπην· διότι και αυτάς τας παρθένους που ηρνήθησαν τον γάμον και κάθε φαντασίαν του κόσμου, τας εγέλασε και τας εκρήμνισεν εις πορνείας δια μέσου αδελφικής αγάπης των ανδρών. Ομοίως και Μοναχούς, οι οποίοι έφυγαν κάθε αισχρόν και πορνικόν σχήμα, και αυτούς τους επλάνησε δια μέσου ευλαβικής συνομιλίας γυναικών και τους έρριψεν εις πορνείαν. Επειδή τούτο είναι το καθ’ αυτό έργον του διαβόλου, το να ενδύεται τα ξένα, ήτοι να υποκρίνεται τα θεία και πνευματικά, δια να σπείρη κρυφίως τα ιδικά του· δεικνύει επάνω ένασπόρον σίτου και υποκάτω έχει στημένην την παγίδα· και περί τούτου νομίζω, ότι λέγει και ο Κύριος· «Ότι έρχονται εις σας δαίμονες με ενδύματα προβάτων και έσωθεν είναι λύκοι άρπαγες. Λοιπόν τι να κάμωμεν ημείς εις αυτάς τας μηχανάς του διαβόλου δια να σωθώμεν; Πρέπει να γινώμεθα φρόνιμοι ως οι όφεις και απονήρευτοι ως αι περιστεραί, δηλαδή να μεταχειριζώμεθα φρονίμους στοχασμούς εναντίον των παγίδων, τας οποίας μάς στήνει ο διάβολος· διότι το γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, μας το είπεν ο Χριστός, δια να στοχαζώμεθα προσεκτικά να μη μας λανθάνουν αι τέχναι του πονηρού· ότι από το όμοιον γνωρίζει τις ταχέως το όμοιον· το δε ακέραιον της περιστεράς φανερώνει την καθαρότητατων έργων μας· λοιπόν κάθε καλόν έργον θέλει αποδιώκει το κακόν και δεν θέλει ενώνεσθαι με αυτό. Αλλά πως ημπορούμεν να φεύγωμεν εκείνο το οποίον δεν γνωρίζομεν; Δια τούτο πρέπει να προσέχωμεν καλά και να στοχαζώμεθα την πονηρίαν του εχθρού και να φυλαττώμεθα από την κακομηχανίαν του και τας τέχνας του, ότι λέγει ο θείος Πέτρος, ότι «Ο διάβολος περπατεί ως λέων, ζητών ποίον να καταπίη», και ο Προφήτης Αββακούμ λέγει: «Ότι τα φαγητά του είναι εκλεκτά»· όθεν είναι χρεία να αγρυπνώμεν και να προσέχωμεν πάντοτε, διότι και αυτός αγρυπνεί και μας πολεμεί και με τα έξωθεν πράγματα και περισσότερον με τους έσωθεν λογισμούς και έρχεται εις ημάς αφανώς και κρυφίως και νύκτα και ημέραν. Τι χρειαζόμεθα λοιπόν εις τούτον τον πόλεμον; Φανερόν είναι ότι χρειαζόμεθα άσκησιν κοπιαστικήν και καθαράν προσευχήν· αυτά δε τα δύο είναι τα γενικά και καθόλου ιατρικά, τα οποία πρέπει να μεταχειριζώμεθα εις κάθε ολέθριον λογισμόν, πρέπει όμως να μεταχειριζώμεθα και άλλας ειδικάς μηχανάς εις τον πόλεμον της σαρκός· και όταν μας έλθη κανένας αισχρός λογισμός, ημείς πρέπει να του αντιφέρωμεν άλλον εναντίον λογισμόν· αν δε ο εχθρός δείξη μέσα εις την φαντασίαν μας κανένα ωραίον πρόσωπον, πρέπει να το πολεμούμεν με τον ορθόν λογισμόν, ήτοι να εξορύσσωμεν τα μάτια εκείνου του προσώπου με τον νουν μας, να εκδέρωμεν την σάρκα από τας παρειάς του και να κόπτωμεν τα χείλη του· και τότε θέλει φανή το πρόσωπον εκείνο ως γυμνός σκελετός, ασχημότατον και φοβερόν· με τοιούτον τρόπον ας στοχάζεται ο λογισμός, τι είναι εκείνο όπερ επεθύμει πρωτύτερα και ούτω θέλει δυνηθή να φυλαχθή από την ψευδή απάτην του εχθρού, στοχαζόμενος ότι εκείνο όπερ επεθύμει δεν ήτο άλλο παρά ένα αίμα μεμιγμένον με φλέγμα βρωμερόν· τοιουτοτρόπως με τοιούτους λογισμούς πρέπει να αποδιώκωμεν από την σκέψιν μας την αισχράν εικόνα της αμαρτίας και με τον πάσσαλον να εκβάλλωμεν τον άλλον πάσσαλον, ήτοι τον δαίμονα της πορνείας. Προς τούτοις πρέπει να συλλογιζώμεθα καθόλου και όλον το σώμα εκείνου του υποκειμένου όπου αγαπώμεν, ότι αναβρύει από σήψεις και ύλας δυσώδεις και συντόμως ειπείν, πρέπει να το συλλογιζώμεθα πως είναι νεκρόν· και ούτω αποβάλλομεν από την καρδίαν μας την επιθυμίαν την οποίαν έχομεν εις αυτό· το δε μεγαλύτερον όπλον το οποίον δυνάμεθα α μεταχειρισθώμεν εις τον σαρκικόν πόλεμον είναι το να νικήσωμεν την κοιλίαν μας και τότε θέλομεν νικήσει και τα φθοροποιά πάθη, όσα ενεργούνται κάτω από την κοιλίαν». Με τοιαύτας σοφάς και ψυχωφελείς νουθεσίας ενουθέτει τας αδελφάς η μακαρία Συγκλητική, και εκείναι ερρίγουν εις τα θεία και πνευματικά της λόγια· μία δε από αυτάς ηρώτησε την Οσίαν, αν η ακτημοσύνη είναι τέλειον αγαθόν. Και απεκρίθη: «Και πολλά τέλειον αγαθόν είναι εις εκείνας αι οποίαι είναι δυναταί και ανδρείαι· διότι εκείναι αι οποίαι υπομένουν την ακτημοσύνην έχουν θλίψιν εις το σώμα, εις δε την ψυχήν έχουν άνεσιν· ότι καθώς τα ωραία και καινουργή φορέματα, όταν πατούνται και τρίβωνται, καθαρίζονται και ασπρίζουν, ούτω και μία ανδρεία ψυχή, όταν στενοχωρήται και θλίβεται με την θεληματικήν πτωχείαν, περισσότερον δυναμώνει και στερεώνεται· εκείνη όμως η οποία έχει ασθενή λογισμόν και είναι ολιγόψυχος, περισσότερον γίνεται αδύνατος και αστερέωτος· διότι εάν στενοχωρηθή ολίγον από την πτωχείαν, γίνεται χειροτέρα με το να μη υποφέρη το καλόν που προέρχεται από την ακτημοσύνην· ως τα τετριμμένα και παλαιά φορέματα, τα οποία δεν αντέχουν δια να πλυθούν, αλλά ξεσχίζονται και φθείρονται· και ο λευκαντής μεν είναι ο ίδιος εις τα ανθεκτικά και εις τα τετριμμένα φορέματα, αλλά το τέλος των φορεμάτων είναι διαφορετικόν, διότι τα ανθεκτικά καθαρίζονται και ανακαινίζονται, ενώ τα παλαιά ξεσχίζονται και φθείρονται. Λοιπόν ημπορεί να είπη τις ότι η ακτημοσύνη είναι ένας θησαυρός πολύτιμος εις την ανδρείαν ψυχήν. Διότι γίνεται ως εις χαλινός, όστις εμποδίζει τας πρακτικάς αμαρτίας· όμως εκείνος όπου επιθυμεί να την αποκτήση, πρέπει να γυμνασθή πρώτον εις την νηστείαν, εις την χαμαικοιτίαν και εις τας άλλας σκληραγωγίας του σώματος, και έπειτα να αποκτήση την ακτημοσύνην· εκείνος όστις δεν κάμη έτσι, ομοιάζει με εκείνον ο οποίος, χωρίς να προγυμνασθή, απορρίπτει παρευθύς τα χρήματα και ως επί το πλείστον έπειτα μετανοεί, διότι τα απέρριψε, επειδή τα χρήματα είναι όργανα της απολαυστικής ζωής. Όθεν απόβαλε πρώτον την γαστριμαργίαν και τα ηδονικά φαγητά και τα λοιπά απολαυστικά και αναπαυτικά του σώματος, και ούτω θέλεις δυνηθή να περικόψης με ευκολίαν την ύλην των πραγμάτων και των χρημάτων· διότι νομίζω, ότι είναι δύσκολον να ασκής μίαν τέχνην, και να σου λείπουν τα όργανα της τέχνης εκείνης· διότι εκείνος όστις αποβάλη το πρώτον, θέλει δυνηθή να αποβάλη και το δεύτερον· δια τούτο και ο Κύριος, συνομιλών με τον πλούσιον, δεν τον επρόσταξε παρευθύς να αποβάλη τον πλούτον, αλλά πρώτον τον ηρώτησεν εάν εφύλαξε τας εντολάς του παλαιού νόμου και ως διδάσκαλος ηρώτησεν αυτόν ως μαθητήν, αν ήξευρε να συλλαβίζη· αν εσυνήθισε να λέγη τας λέξεις και τα ονόματα. Έπειτα του είπε να διαβάζη με τελειότητα, ήτοι αφού ο πλούσιος του είπεν, ότι εφύλαξε τας εντολάς του νόμου, τότε του είπεν ο Κύριος· «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπέρχοντα και δος πτωχοίς, και δεύρο ακολούθει μοι», και νομίζω ότι αν εκείνος έλεγεν, ότι δεν έκαμεν εκείνα όπου τον ηρώτησε, δεν ήθελε τον παρακινήσει ο Κύριος εις την ακτημοσύνην· διότι πως ημπορεί να διαβάση παρευθύς με τελειότητα, εκείνος όστις δεν ηξεύρει να συλλαβίση; Καλή λοιπόν είναι η ακτημοσύνη δι’ εκείνους οι οποίοι ηγωνίσθησαν εις την σκληραγωγίαν, και έλαβον έξιν και ευκολίαν εις τα καλά· διότι αυτοί απέρριψαν όλα τα περιττά, και έχουν τον νουν των και την ελπίδα των εις μόνον τον Θεόν, ψάλλοντες το λόγιον του ψαλμού: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία». Και κατ’ άλλον τρόπον λαμβάνουσιν ωφέλειαν οι ακτήμονες, διότι αυτοί με το να μη έχουν τον νουν των προσηλωμένον εις τα γήϊνα πράγματα, στοχάζονται μόνον τα ουράνια αγαθά, και δι’ εκείνα φροντίζουσι και τελειώνουν φανερά τον λόγον του Δαβίδ, όστις λέγει: «Κτηνώδης εγεννήθην παρά σοι, καγώ δια παντός μετά σου», διότι καθώς τα υποζύγια ζώα, όπου δουλεύουν εις τους ανθρώπους, αρκούνται εις μόνην την τροφήν την οποίαν τρώγουν και άλλο τίποτε δεν ζητούν, τοιουτοτρόπως και οι ακτήμονες δουλεύουν μόνον δια την καθημερινήν τροφήν και τα χρήματα καταφρονούν ως ουτιδανά και άχρηστα· οι ακτήμονες κρατούν στερεά το θεμέλιον της πίστεως· ότι δι’ αυτούς είπεν ο Κύριος το να μη μεριμνούν δια την αύριον και ότι τα πετεινά του ουρανού ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν και ο πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά, και εις ταύτα τα λόγια επίστευσαν· διότι εκείνος όπου τα είπεν είναι Θεός και λέγουν με παρρησιασμένην φωνήν το «επίστευσα διο ελάλησα». Αλλά και ο διάβολος περισσότερον νικάται από τους ακτήμονας, διότι δεν δύναται να τους βλάψη εις τίποτε, επειδή αι περισσότεραι θλίψεις και οι πειρασμοί ακολουθούν εις τους ανθρώπους δια την στέρησιν του πλούτου των· αλλ’ εις εκείνους οι οποίοι δεν έχουν τίποτε, ποία θλίψις ημπορεί να έλθη; Βέβαια ουδεμία· και ο εχθρός τι κακόν δύναται να κάμη εις αυτούς; Να καύση τα χωράφια τους; Δεν έχουν, να φθείρη τα ζώα των; Και που είναι; Να βλάψη τα άλλα πράγματά των; Και αυτά όλα τα παρήτησαν. Ώστε η ακτημοσύνη είναι μία σκληροτάτη τιμωρία δια τον διάβολον και ένας ανεκτίμητος θησαυρός της πολυτίμου και αθανάτου ψυχής μας. Όσον δε η ακτημοσύνη είναι μεγάλη και θαυμαστή αρετή, τόσον εκ του εναντίου η φιλαργυρία είναι μεγάλη κακία και μοχθηρά και, καθώς είπεν ο μακάριος Παύλος, ρίζα όλων των κακών· επειδή δια την επιθυμίαν του πλούτου γίνονται ψευδείς όρκοι, κλοπαί, αρπαγαί, πλεονεξίαι φθόνοι, φόνοι, μισαδελφίαι, πόλεμοι, ειδωλολατρίαι, και όλα τα επακόλουθα τούτων, ήτοι η υποκρισία, η κολακεία, αι απάται, και όλων τούτων των κακών αιτία είναι η φιλαργυρία· όθεν όχι μόνον ο Θεός παιδεύει τους φιλαργύρους, αλλά και αυτοί αφ’ εαυτών καταφθείρουν εαυτούς, με το να μη χορταίνουν ποτέ από τα αργύρια και με το να μη λαμβάνη ποτέ τέλος η φροντίδα των και η μέριμνα· δια τούτο η πληγή αύτη είναι εις αυτούς ανίατος· διότι πρώτον μεν εκείνος, όστις δεν έχει τίποτε, επιθυμεί ολίγα, έπειτα όταν αποκτήση τα ολίγα, επιθυμεί τα περισσότερα, και έχων εκατόν, επιθυμεί να έχη χίλια· και αν αποκτήση χίλια, ζητεί να αποκτήση άπειρα, και τοιουτοτρόπως, μη δυνάμενοι να εύρουν τέλος της επιθυμίας των και να αποκτήσουν όσα ποθούν, κλαίονται πάντοτε, ότι είναι πτωχοί· η δε φιλαργυρία έχει μαζί της πάντοτε και τον φθόνον· ο δε φθόνος φθείρει πρώτον εκείνον όπου τον έχει, ότι καθώς αι έχιδναι, όταν γεννώνται, φθείρουν τας ιδίας μητέρας των, διότι προτού να βλάψουν άλλους, τρώγουν τας κοιλίας αυτών και εξέρχονται, ούτω και ο φθόνος καταμαραίνει εκείνον όπου τον έχει, προτού ακόμη να βλάψη τους άλλους γείτονας αυτού. Μέγα κέρδος βέβαια θα ήτο δι’ ημάς τας Μοναχάς αν υπεμένομεν τόσους κόπους, δια να εύρωμεν το καθαρόν και άδολον αργύριον, ήτοι την Βασιλείαν των ουρανών, όσους κόπους ανυποφόρους υποφέρουν εκείνοι οίτινες ζητούν τα μάταια κέρδη του κόσμου τούτου, οι οποίοι δοκιμάζουν ναυάγια εις την θάλασσαν, απαντούν πειρατάς, ευρίσκουν κλέπτας εις την ξηράν, υπομένουν τρικυμίας και ανέμους μεγάλους, και όταν κερδίσουν, λέγουν ότι είναι πτωχοί, δια να μη τους φθονούν οι άλλοι. Ημείς δε αι Μοναχαί ουδόλως δοκιμάζομεν τοιούτους κινδύνους δια να κερδίσωμεν τ’ αληθινά και ουράνια κέρδη· ει δε και αποκτήσωμεν καμμίαν παραμικράν αρετήν, ευθύς μεγαλύνομεν τον εαυτόν μας, και επιδεικνυόμεθα εις τους ανθρώπους, ότι είμεθα ενάρετοι, και πολλάς φοράς δεν λέγομεν μόνον εκείνην την αρετήν την οποίαν εκάμαμεν, αλλά προσθέτομεν και εκείνας τας οποίας δεν εκάμαμεν και παρευθύς μας κλέπτει ο εχθρός και εκείνο το ολίγον καλόν το οποίον έχομεν. Και οι μεν κοσμικοί άνθρωποι και φιλάργυροι, όταν κερδαίνουν πολλά, επιθυμούν να έχουν περισσότερα. Και εκείνα τα οποία έχουν, τα θεωρούν ως μηδαμινά και ανάξια, και εξαπλώνουν την επιθυμίαν των εις εκείνα τα οποία δεν έχουν, και προσπαθούν με κάθε τρόπον να μη τους αντιληφθή τις ότι έχουν! Ημείς δε αι Μοναχαί κάμνομεν όλως το εναντίον, και κανένα καλόν δεν έχομεν, και κανένα δεν θέλομεν ν’ αποκτήσωμεν, και πτωχαί από αρετάς είμεθα και λέγομεν ότι είμεθα πλούσιαι· όθεν καλόν είναι εκείνος όστις ευτυχεί από καλά έργα να μη φανερώνη εις κανένα, διότι θέλει ζημιωθή πολλά· ότι και εκείνο το καλόν, το οποίον νομίζει πως έχει, θέλει αρθή από αυτόν. Λοιπόν πρέπει να κρύπτωμεν, όσον είναι δυνατόν, τας αρετάς όπου έχομεν· εκείναι δε αι οποίαι θέλουν να φανερώνουν εις τους άλλους τας αρετάς των, πρέπει να φανερώνουν εις εαυτάς και τα ελαττώματά των και τα πάθη των· ει δε και τα ελαττώματά των τα κρύπτουν από τους ανθρώπους δια να μη κατηγορηθούν από αυτούς, πολύ περισσότερον πρέπει να κρύπτουν τας αρετάς των, να μη τας φανερώνουν εις τους ανθρώπους, δια να μη τας αποξενώνουν από τον Θεόν. Εκείναι δε αίτινες είναι τη αληθεία ενάρετοι, κάμνουν όλως το εναντίον, διότι και τα μικρά πταίσματά των τα διηγούνται εις τους ανθρώπους με προσθήκην και εκείνων όσα δεν έπραξαν, δια να αποβάλουν την δόξαν των ανθρώπων, τα δε καλά έργα των τα κρύπτουν όσον δύνανται· διότι καθώς ο θησαυρός, όταν φανερωθή, κλέπτεται και χάνεται, ούτω και η αρετή, όταν δημοσιεύεται και φανερώνεται εις τους άλλους, αφανίζεται. Και καθώς ο κηρός τήκεται εις το πυρ, ούτω και ο έπαινος αδυνατίζει τον τόνον της ψυχής, ενώ ο ονειδισμός και η ύβρις δυναμώνει την ψυχήν και την φέρει εις μεγαλυτέραν αρετήν· ότι λέγει ο Κύριος: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε όταν λαλήσουν οι άνθρωποι εναντίον σας καμμίαν ψευδή κατηγορίαν», και ο Δαβίδ λέγει: «Εν θλίψει επλάτυνάς με και πάλιν ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν» και τα άλλα μύρια παρόμοια ρητά ευρίσκει τις εις την Αγίαν Γραφήν. Άλλη λύπη είναι ωφέλιμος και άλλη βλαβερά· και ωφέλιμος λύπη είναι όταν λυπήται τις δια τας ιδικάς του αμαρτίας, και δια τας αγνωσίας του πλησίον· όταν λυπήται φοβούμενος να μη εκπέση από τον καλόν σκοπόν τον οποίον έχει και όταν λυπήται και αναστενάζη δια να φθάση εις την τελείαν αρετήν, αυτά είναι τα είδη της γνησίας και ωφελίμου λύπης· είναι και άλλη λύπη βλαβερά, ήτις γίνεται από τον διάβολον, διότι και αυτός προξενεί εις την ψυχήν λύπην, γεμάτην όμως από ανοησίαν και χωρίς λογαριασμόν, η οποία ονομάζεται από μερικούς ακηδία· όθεν αυτό το δαιμόνιον της λύπης πρέπει να το αποδιώκωμεν με προσευχήν και ψαλμωδίαν. Λοιπόν ημείς αι Μοναχαί, αι οποίαι έχομεν τας καλάς μερίμνας και λύπας, δεν πρέπει να θεωρώμεν ότι υπάρχει τις εις τον κόσμον χωρίς μέριμναν και λύπην· διότι λέγει ο Προφήτης Ησαϊας: «Κάθε κεφαλή ευρίσκεται εις πόνον· και κάθε καρδία ευρίσκεται εις λύπην»· με τα οποία λόγια το Πνεύμα το Άγιον φανερώνει την Μοναχικήν ζωήν και την κοσμικήν· και αφ’ ενός μεν με τον πόνον της κεφαλής φανερώνει την ζωήν των Μοναχών· ότι καθώς η κεφαλή είναι το ηγεμονικόν μέρος του ανθρωπίνου σώματος, ούτω και η Μοναδική πολιτεία είναι ανωτέρω της πολιτείας των κοσμικών· διότι οι οφθαλμοί του σοφού (ήτοι το διορατικόν της ψυχής) εις την κεφαλήν αυτού ευρίσκονται, ως λέγει ο Σολομών· τον δε πόνον είπε, δια να φανερώση ότι κάθε αρετή με πόνους κατορθώνεται· αφ’ ετέρου δε με την λύπην της καρδίας φανερώνει την ακατάστατον και λυπηράν ζωήν των κοσμικών, ότι ο θυμός και η λύπη εις την καρδίαν ευρίσκονται· δια τούτο και όταν δεν δοξάζωνται από τους άλλους, λυπούνται· εάν επιθυμούν τα ξένα πράγματα, κατατήκονται· εάν είναι πτωχοί, αγανακτούν· εάν είναι πλούσιοι, παραφέρονται και παραλογίζονται, υψηλοφρονούν, ούτε ύπνον απολαμβάνουν, δια να φυλάξουν τα πλούτη των. Ας μη πλανηθώμεν λοιπόν ημείς αι Μοναχαί, νομίζουσαι ότι οι κοσμικοί δεν έχουν μαρίμνας και κόπους· διότι συγκρινόμενοι εκείνοι με ημάς περισσότερον κοπιάζουν και μάλιστα αι γυναίκες μεγάλα βάσανα υποφέρουν· διότι με πόνους και κινδύνους της ζωής των γεννούν, και με πολλάς κακοπαθήσεις ανατρέφουν τα τέκνα των και όταν ασθενούν αυτά συμπάσχουν και εκείναι και άλλα πολλά τοιαύτα δοκιμάζουν, χωρίς να ευρίσκουν τέλος εις τους πόνους των· διότι γεννώνται τα παιδιά των μυσαρά ή έχουν κακήν διεστραμμένην γνώμην, και πειράζουν με διαφόρους τρόπους τους γονείς των και πολλάς φοράς τους θανατώνουν με δόλον· όθεν ημείς, αι οποίαι ηξεύρομεν αυτά, ας μη πλανηθώμεν από τον εχθρόν και να στοχασθώμεν, ότι έχουν ζωήν αναπαυμένην και αμέριμνον ως υπανδρευμέναι· ότι αυταί και από τους πόνους του τοκετου βασανίζονται και αν είναι πάλιν στείραι κατατήκονται από τους ονειδισμούς και καταξηραίνονται· λέγω δε ταύτα εις σας δια τας μηχανάς του πονηρού· όμως αυτά τα οποία είπα δεν είναι αρμόδια εις όλας τας γυναίκας, αλλά εις μόνας τας Μοναχάς· διότι καθώς δεν αρμόζει εις όλα τα ζώα μία και η αυτή τροφή, ούτω και ο αυτός λόγος δεν συμφέρει εις όλους τους ανθρώπους· «Ότι τον νέον οίνον δεν πρέπει να τον βάλωμεν εις ασκούς παλαιούς», λέγει ο Κύριος ημών. Διότι με άλλον τρόπον πρέπει να λαλή τις εις τους τελείους και εις εκείνους οι οποίοι έφθασαν εις θεωρίαν και γνώσιν, και με άλλον εις τους αγωνιστάς και εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται εις την πράξιν της αρετής και με άλλον τρόπον εις τους κοσμικούς· επειδή καθώς τα ζώα, άλλα είναι εις την γην και άλλα εις τα νερά, και άλλα εις τον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι άλλοι βλέπουν εις τα υψηλά ως τα πετεινά, άλλοι έχουν μεσαίαν ζωήν, και άλλοι είναι βυθισμένοι μέσα εις τας αμαρτίας, ως οι ιχθείς· ημείς όμως αι Μοναχαί πρέπει να κάμωμεν πτερά ως αετοί δια να αναβώμεν εις τα υψηλά και να καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα και να εξουσιάσωμεν τώρα εκείνον όστις ήτο μίαν φοράν εξουσιαστής· και τούτο θέλομεν το κατορθώσει, εάν προσφέρωμεν εις τον Χριστόν τον Σωτήρα μας όλον μας τον νουν και την διάνοιαν. Πλην πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι όσον ημείς αναβαίνομεν εις τα υψηλά, τόσον ο διάβολος σπουδάζει να μας εμποδίζη με τας παγίδας του· και τούτο δεν είναι θαυμαστόν· διότι αν και οι δαίμονες φθονούν και τα ευτελή και ουτιδανά πράγματα του κόσμου, και δεν αφήνουν τους ανθρώπους να παίρνουν τους θησαυρούς που είναι κρυμμένοι μέσα εις την γην, τι παράδοξον είναι αν φθονούν ημάς, αι οποίαι σπουδάζομεν να κερδίζωμεν τα ουράνια αγαθά; Δια τούτο πρέπει να οπλιζώμεθα με κάθε λογής τρόπον εναντίον των δαιμόνων· διότι και αυτοί από τα έξωθεν πράγματα μάς πολεμούν και με τους έσωθεν λογισμούς. Και καθώς το πλοίον ποτέ μεν ναυαγεί από τα έξωθεν κύματα της θαλάσσης, ποτέ δε από τα εσωτερικά ρήγματα του σκάφους, έτσι και ημείς άλλοτε αμαρτάνομεν με τα έξωθεν πρακτικά αμαρτήματα και άλλοτε με τους εσωτερικούς λογισμούς. Δια τούτο πρέπει να παρατηρούμεν και τους έξωθεν πολέμους των δαιμόνων και να αποβάλλωμεν και τας έσωθεν ακαθαρσίας των λογισμών και να είμεθα πάντοτε άγρυπνοι εις τους λογισμούς, διότι συχνά μας πολεμούν. Και εις τας τρικυμίας που έρχονται εις το πλοίον απ’ έξω φωνάζουν οι ναύται και πολλάς φοράς σώζονται με την βοήθεια των πλοίων, τα οποία είναι κοντά εις αυτό· όμως από εσωτερικόν ρήγμα πολλάκις πνίγονται και εις τον καιρόν που ησυχάζει η θάλασσα και οι ναύται είναι αμέριμνοι και κοιμώνται· δια τούτο πρέπει να έχωμεν τον νουν μας προσεκτικώτερον εις τους έσωθεν λογισμούς, διότι ο εχθρός, θέλων να κρημνίση τον οίκον της ψυχής μας, ή από τα θεμέλια τον κρημνίζει, ή αρχίζει να τον χαλά από την στέγην, και καταβαίνει κρημνίζων έως κάτω, ή εμβαίνει από τα παράθυρα, και δένει πρώτον τον νοικοκύρην και έπειτα κυριεύει όλα τα πράγματα του οίκου. Και το θεμέλιον της ψυχικής οικίας είναι τα καλά έργα, η σκέπη είναι η πίστις, και τα παράθυρα είναι αι αισθήσεις, δια μέσου δε τούτων όλων μας πολεμεί ο εχθρός. Όθεν, όποιος θέλει να σωθή, πρέπει να έχη πολλούς οφθαλμούς, ότι εις την παρούσαν ζωήν δεν ημπορούμεν να έχωμεν αμεριμνησίαν· διότι λέγει η Γραφή· «Εκείνος όπου στέκει ας προσέχη να μη πέση». Εις άδηλον θάλασσαν ταξιδεύομεν, θάλασσα είναι η παρούσα ζωή, τα δε μέρη της θαλάσσης άλλα είναι πετρώδη, άλλα γεμάτα από θηρία, και άλλα γαληνά και ήσυχα· ημείς αι Μοναχαί φαινόμεθα πως ταξιδεύοεν εις γαληνά και ήσυχα μέρη της ζωής ταύτης, οι δε κοσμικοί ταξιδεύουν εις τα κινδυνώδη μέρη· και ημείς ταξιδεύομεν την ημέραν, και οδηγούμεθα από τον νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν· οι δε κοσμικοί ταξιδεύουν την νύκτα και φέρονται από την αγνωσίαν· με όλον τούτο εκείνοι όπου ταξιδεύουν σκοτεινά και εις μέρη κινδυνώδη ενδέχεται πολλάς φοράς να αγρυπνήσουν και να φωνάξουν προς τον Θεόν, και να σώση το πλοίον της ψυχής των· ημείς δε αι Μοναχαί, που ταξιδεύομεν εις την γαλήνην, ενδέχεται να καταβυθισθώμεν από την αμέλειάν μας, με το να αφήνωμεν από τας χείρας μας το πηδάλιον της δικαιοσύνης. Λοιπόν όποιος στέκει, ας προσέχη δια να μη πέση· διότι εκείνος όστις είναι πεσμένος, έχει μίαν φροντίδα· πως να εγερθή· εκείνος όμως όστις στέκει, πρέπει να φυλάττεται να μη πέση, ότι αι πτώσεις είναι διάφοροι· και εκείνοι όπου έπεσαν είναι υστερημένοι από το ορθόν στάσιμον, όμως κειτόμενοι κάτω δεν εβλάβησαν τόσον πολύ· εκείνος όμως όστις στέκει, ας μη κατηγορή τον πεσμένον, αλλά ας φοβήται δια τον εαυτόν του, μήπως εκείνος πίπτων συντριβή τελείως και καταντήση εις το κατώτερον βάθος του κρημνού· διότι συμβαίνει να μη ακουσθή η φωνή του από το πολύ βάθος του κρημνού και να μη εύρη βοήθειαν· διότι λέγει ο Δαβίδ· «Μη καταπιέτω με βυθός μηδέ συσχέτω επ’ εμέ φρέαρ το στόμα αυτού». Εκείνος δε όστις έπεσε πρωτύτερα από σε έμεινεν, αλλά συ πρόσεχε, να μη καταπέσης εις τον βυθόν και γίνης βορά των θηρίων· διότι εκείνος όστις είναι πεσμένος, δεν ασφαλίζει την θύραν της οικίας του, ήτοι δεν προσέχει· αλλά συ όπου στέκεις, μη νυστάξης τελείως, αλλά ψάλλε πάντοτε το λόγιον του ψαλμού: «Φώτισόν μου τους οφθαλμούς μήποτε υπνώσω εις θάνατον· μήποτε είπη ο εχθρός μου, ίσχυσα προς αυτόν», ας είσαι δε άγρυπνος παντοτεινά δια τον νοητόν λέοντα, όστις βρυχάται απειλητικώς κατεπάνω σου. Αυτά τα λόγια συμφέρουν εις εκείνον όστις στέκει δια να μη υπερηφανεύεται· και εκείνος, όπου έπεσεν, όταν επιστρέψη και αναστενάξη, θέλει σωθή, αλλ’ εκείνος όστις στέκει ας προσέχη καλά, διότι έχει διπλούν τον φόβον, ή να μη γυρίση πάλιν εις τα παλαιά πάθη όπου είχε, με το να ολιγοψυχήση εις καιρόν όπου τον πολεμεί ο εχθρός ή να μη απατηθή εκ της υπερηφανείας· επειδή και ο εχθρός ημών διάβολος ή όπισθεν τον σύρει εις τον εαυτόν του, όταν τον ίδη οκνηρόν και αμελή, ή όταν φαίνεται πως είναι επιμελής και τρέχει εις την άσκησιν, εμβαίνει λεπτώς και κρυφίως εις την ψυχήν του δια μέσου της υπερηφανείας και με τουτον τον τρόπον καταποντίζει αυτήν ολόκληρον· αυτό το όπλον, ήτοι η υπερηφάνεια, είναι το τελευταίον και ανώτατον από όλα τα κακά· και δια μέσου αυτού εκρημνίσθη από τους ουρανούς ο διάβολος, και με αυτό δοκιμάζει να κρημνίση τους πλέον προκομμένους εις την αρετήν. Διότι καθώς οι εμπειρότατοι πολεμισταί, αφού τελειώσουν όλα των τα βέλη, και ίδουν πως οι εχθροί ακόμη κυριεύουν, ανασπούν το δυνατώτερον όπλον, την μάχαιραν, ούτω και ο διάβολος, αφ’ ου ρίψη όλα του τα πρώτα όπλα, τότε μεταχειρίζεται ως τελευταίον όπλον την υπερηφάνειαν· και τα πρώτα όπλα και αι παγίδες αυτού είναι η γαστριμαργία, η φιληδονία, η πορνεία· διότι αυτά μάλιστα τα πάθη ακολουθούν εις την νεότητα των ανθρώπων· μετά ταύτα δε ακολουθεί εις αυτούς η φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια με αυτά. Αφού δε η ψυχή νικήση αυτά τα πάθη και κυριεύση την κοιλίαν και όλας τας υπογαστρίους ηδονάς, και αφού καταφρονήση τα χρήματα, τότε ο δόλιος μένων έρημος από όλα του τα άλλα όπλα εμβάλλει κρυφίως εις την ψυχήν την άτακτον κίνησιν της υπερηφανείας· διότι την υψώνει και την κάμνει να υπερηφανεύεται απρεπώς εναντίον των άλλων αδελφών. Βαρύ κατά αλήθειαν και ολέθριον είναι το δηλητήριον τούτο της υπερηφανείας, με το οποίον ποτίζει ο εχθρός την ψυχήν, πολλούς δε εναρέτους εσκότισε με αυτό, και παρευθύς τους εκρήμνισεν, επειδή εμβάλλει κρυφίως εις την ψυχήν λογισμόν ψευδή και θανατηφόρον, και την κάμνει να φαντάζεται ότι εκατάλαβεν εκείνα που δεν ηξεύρουν οι άλλοι, ότι τους υπερβαίνει εις τας νηστείας, ότι έχει περισσοτέρας αρετάς. Προ τούτοις την κάμνει να λησμονή τας αμαρτίας της και να υψώνεται εναντίον των άλλων αδελφών, διότι της κλέπτει από την ενθύμησιν τα σφάλματά της, δια να μη είπη εκείνην την φωνήν του Δαβίδ, δια να ιατρευθή, ήτοι το «Σοι μόνω ήμαρτον, ελέησόν με»· ούτε την αφήνει να λέγη: «Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου», αλλά καθώς αυτός ο διάβολος είπεν εν τη διανοία αυτού: «Αναβήσομαι και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω των ουρανών», ούτω και τον υπερήφανον άνθρωπον τον κάμνει να φαντάζεται εαυτόν εις εξουσίαν, εις πρωτοκαθεδρίας, εις διδασκαλίας, εις χάριτας ιαμάτων και όποιος απατηθή από τον διάβολον τοιουτοτρόπως φθείρεται και αφανίζεται, διότι επληγώθη από πληγήν δυσίατον. Όταν λοιπόν έχη τις τοιούτους λογισμούς υπερηφανείας, πρέπει να μελετά πάντοτε το θείον λόγιον του Δαβίδ: «Εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος», και το άλλο του Αβραάμ: «Εγώ ειμί γη και σποδός», και το άλλο του Ησαϊου: «Πάσα δικαιοσύνη ανθρώπου ως ράκος αποκαθημένης». Και αν οι λογισμοί ούτοι της υπερηφανείας ενοχλούν την Μοναχήν εκείνην, ήτις ησυχάζει κατά μόνας, πρέπει να πηγαίνη εις το Κοινόβιον και να αναγκάζεται να τρώγη και δύο φοράς την ημέραν· ει δε και εκυριεύθη από το πάθος τούτο της υπερηφανείας δια την υπερβολικήν της άσκησιν, πρέπει να επιτιμάται σφοδρώς, και να ονειδίζεται από τας συνομήλικάς της Μοναχάς, ότι δεν κάμνει κανένα καλόν, και να κάμνη κάθε υπηρεσίαν· και να ακούη τους Βίους των μεγάλων Αγίων· προς τούτοις πρέπει και αι συνασκήτριαι αυτής να αυξήσουν τους αγώνας της ασκήσεως μερικάς ημέρας, δια να ίδη η υπερήφανος τας μεγάλας αρετάς εκείνων, να ταπεινωθή και να νομίζη τον εαυτόν της κατώτερον από εκείνας. Αίτιον δε της υπερηφανείας είναι η παρακοή· όθεν είναι δυνατόν να ιατρευθή η τοιαύτη ασθένεια με το εναντίον αυτής ιατρικόν ήτοι την υπακοήν· διότι λέγει ο Προφήτης Σαμουήλ: «Η υπακοή είναι καλλιτέρα από την θυσίαν». Πρέπει λοιπόν η Ηγουμένη να κρημνίζη την κενοδοξίαν εις τον πρέποντα καιρόν. Αν πάλιν είναι καμμία Μοναχή αμελής και ράθυμος, και οκνεί και βαρύνεται εις το να προκόψη εις την αρετήν, πρέπει η Ηγουμένη να την επαινή· και αν κάμνη ολίγον τι καλόν, πρέπει να δεικνύη ότι την θαυμάζει και να το μεγαλώνη· τα δε μεγάλα αυτής σφάλματα να τα λέγη ευτελή και παραμικρά. Διότι ο διάβολος, θέλων να διαστρέψη τα πάντα των μεν εναρέτων και αγωνιστών τα αμαρτήματα, σπουδάζει να τα κρύπτη απ’ αυτών δια να τους φέρη εις υπερηφάνειαν, των δε νεωτέρων και αρχαρίων εις την άσκησιν όλα τα αμαρτήματα τα βάλλει εμπρός εις τους οφθαλμούς των, δια να τους ρίψη εις απόγνωσιν. Εις άλλην πάλιν Μοναχήν λέγει ότι δεν υπάρχει καμμία συγχώρησις δια σε όπου επόρνευσες, εις άλλην ότι δεν είναι δυνατόν να τύχης σωτηρίας συ ήτις επλεονέκτησες. Όθεν η Ηγουμένη πρέπει να παρηγορή αυτάς, όπου πειράζονται τοιουτοτρόπως από τον εχθρόν και να λέγη εις αυτάς ότι και η Ραβά πόρνη ήτο, αλλ’ εσώθη με την πίστιν· και ο Απ. Παύλος διώκτης ήτο, αλλ’ έγινε σκεύος εκλογής· και ο Ματθαίος ήτο τελώνης, αλλ’ έγινεν Ευαγγελιστής και ο ληστής έκλεπτε και εφόνευεν, αλλά πρώτος αυτός ήνοιξε την θύραν του Παραδείσου· δια τούτο και συ, αδελφή μου, στοχάσου αυτούς και μη απελπίσης την ψυχήν σου. Εκείνας πάλιν τας ψυχάς που ενικήθησαν από την υπερηφάνειαν, πρέπει να τας διορθώνη τις και να τας ιατρεύη με τοιούτον τρόπον, να λέγη δηλονότι εις αυτάς: τι υπερηφανεύεσαι, αθλία ψυχή, ότι δεν τρώγεις κρέας; Άλλοι ουδέ ψάρι βλέπουν· ότι δεν πίνεις οίνον; Στοχάσου ότι άλλοι δεν τρώγουν ουδέ έλαιον· τι υπερηφανεύεσαι ότι νηστεύεις έως το βράδυ; Άλλοι διέρχονται δύο και τρεις ημέρας νηστικοί· τι υπερηφανεύεσαι ότι δεν λούεσαι; Πολλοί δια πάθος σωματικόν δεν λούονται ολότελα· αλλά θαυμάζεις τον εαυτόν σου ότι κοιμάσαι επάνω εις τρίχινον στρώμα· άλλοι κοιμώνται πάντοτε καταγής. Δεν κάμνεις κανένα πράγμα μεγάλον, διότι άλλοι τοποθετούν κάτωθεν πέτρας, δια να μη κοιμώνται με ηδονήν και άλλοι εκρέμασαν εαυτούς με σχοινιά όλην την νύκτα· ει δε και κάμης και συ όλα αυτά και κάμης ακροτάτην άσκησιν, μη υψηλοφρονήσης, ότι δαίμονες έκαμαν και κάμνουν περισσότερα από λόγου σου, διότι αυτοί ούτε τρώγουν, ούτε πίνουν ποτέ, ούτε κοιμώνται, ούτε υπανδρεύονται, αλλά εις τας ερήμους διατρίβουν· όθεν και συ, εάν κατοικής μέσα εις σπήλαιον, μη νομίσης ότι κάμνεις μεγάλο πράγμα. Με τοιούτους λογισμούς είναι δυνατόν να ιατρεύση τις τα εναντία πάθη, ήτοι την απελπισίαν και την υπερηφάνειαν· ότι καθώς το πυρ, όταν φυσάται δυνατά, σκορπίζεται και χάνεται, και πάλιν, όταν τελείως δεν φυσάται, φθείρεται και σβύνει, ούτω και η αρετή, εάν λάβη πολλήν και υπερβολικήν άσκησιν, αφανίζεται από την υπερηφάνειαν· και πάλιν, αν την αμελήσωμεν και δεν βιάσωμεν ολότελα τον εαυτόν μας, δια να ριπίση αυτήν το Άγιον Πνεύμα, σβύνει και αφανίζεται. Η ακονισμένη και κοπτερά μάχαιρα εύκολα στομώνεται από την πέτραν και η άσκησις η υπερβολική σύντομα χάνεται από την υπερηφάνειαν· Δια τούτο πρέπει να προφυλάττη ο άνθρωπος την ψυχήν από όλα τα μέρη, και όταν καίεται από την καύσιν της υπερηφανείας δια την άκραν της άσκησιν πρέπει να την φέρη υποκάτω εις τόπους σκιερούς, ήτοι να την ταπεινώνη εις την χάριν του Θεού και μερικάς φοράς πρέπει να κόπτη από την ψυχήν του και τα περιττά και εκείνα όπου είναι παραπάνω από τα διωρισμένα, δια να δυναμώνη περισσότερον η ρίζα και να βλαστάνη κλάδους καρποφόρους. Εκείνος όμως, όστις πολεμείται από την απελπισίαν, πρέπει να βιάζη τον εαυτόν του με τους λογισμούς που είπομεν ανωτέρω, δια να τρέχη εις τα άνω, ήτοι να ελπίζη εις το άπειρον έλεος του φιλανθρώπου Θεού ημών, διότι η ψυχή του είναι πεσμένη κάτω από τας αμαρτίας του. Καθώς δε οι επιτήδειοι γεωργοί, όταν ίδουν κανέν φυτόν αδύνατον και μικρόν, το ποτίζουν συχνά, και το επιμελούνται πολύ δια να αυξηθή, και αν ακόμη ίδουν κανένα βλαστόν να βλαστήση προ καιρού εις αυτό, το κόπτουν ως περιττόν, επειδή τότε το φυτόν αυτό ξηραίνεται σύντομα· και καθώς οι ιατροί μερικούς ασθενείς παρακινούν να τρώγουν πολύ και να περιπατούν, μερικούς δε τους εμποδίζουν να μη τρώγουν, ούτω πρέπει να κάμουν και οι ιατροί των ψυχών. Λοιπόν είναι φανερόν, ότι η ταπείνωσις είναι μεγαλυτέρα από όλας τας αρετάς· όθεν δύσκολον είναι να την αποκτήση τις. Διότι εάν δεν απορρίψη κάθε δόξαν, δεν είναι δυνατόν να επιτύχη τον θησαυρόν της ταπεινοφροσύνης· τόσον δε μεγάλη είναι η ταπεινοφροσύνη, ώστε και ο διάβολος, όστις μιμείται όλας τας αρετάς, την ταπεινοφροσύνην δεν την ηξεύρει ολότελα τι είναι. Δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος, γνωρίζων πόσον ασφαλής και στερεά είναι η ταπεινοφροσύνη, μας προστάζει να την εγκομβώσωμεν, ήτοι να την ενδυθώμεν σφικτά, και θέλει όλοι εκείνοι που κάμνουν τα καλά έργα να φορούν αυτήν ως ένδυμα· διότι καν νηστεύης, καν ελεής, καν διδάσκης, καν παρθένος και σώφρων είσαι, καν σοφός, πρέπει να έχης πάντοτε και την ταπεινοφροσύνην να σε φυλάττη ως τείχος δυνατόν και να συγκρατή όλας σου τας άλλας αρετάς. Δεν ακούεις και την υμνολογίαν των Αγίων τριών Παίδων, οίτινες έψαλλον εις την κάμινον της Βαβυλώνος, ότι δεν ενεθυμήθησαν εις αυτήν τας άλλας αρετάς, αλλά τους ταπεινούς τη καρδία μόνον συνηρίθμησαν με τους δοξολογούντας τον Κύριον, και δεν είπον ούτε δια τους σώφρονας, ούτε τους παρθένους, ούτε τους ακτήμονας; Διότι καθώς είναι αδύνατον να κατασκευασθή πλοίον χωρίς καρφία, ούτως είναι αδύνατον να σωθή τις χωρίς ταπεινοφροσύνην. Δια τούτο και ο Κύριος, θέλων να δείξη πόσον αγαθή και ψυχοσωτήριος είναι η ταπεινοφροσύνη, ενεδύθη αυτήν, όταν έγινεν άνθρωπος· όθεν και έλεγε: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Στοχάσου ποίος είναι αυτός που λέγει ταύτα, και γενού και συ τέλειος μαθητής και μιμητής της ταπεινοφροσύνης Του· και ας γίνη εις σε αρχή και τέλος των αγαθών η ταπεινοφροσύνη. Και ταπεινοφροσύνη σημαίνει φρόνησις ταπεινή της ψυχής, και όχι σχήμα μόνον ταπεινόν και εξωτερικόν· ότι αν η ψυχή είναι ταπεινή, θέλει γίνει και το σώμα ταπεινόν. Αλλά λέγεις ότι έκαμες όλας τας εντολάς; Αυτό ο Κύριος το ηξεύρει, όμως προστάζει πάλιν να κάμης αρχήν εις το να δουλεύης· διότι λέγει ο Κύριος ημών: «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν». Κατορθώνεται δε η ταπεινοφροσύνη με ονειδισμούς, με ύβρεις, με πληγάς, όταν ακούσης να σε λέγουν ανόητον και τρελλόν, πένητα και πτωχόν, ασθενή και αδύνατον, απρόκοπτον εις τα έργα σου, ασυλλόγιστον εις τα λόγια σου, ευτελή εις το έξωθεν είδος και αδύνατον εις το σώμα· αυτά είναι τα νεύρα και η δύναμις της ταπεινοφροσύνης· αυτά ήκουσε και έπαθε και ο Κύριός μας· επειδή και Σαμαρείτην τον είπον, και δαιμονισμένον, και αφού Αυτός έλαβε δούλου μορφήν, και ερραπίσθη και ενεπαίχθη και πληγάς έλαβε, λοιπόν και ημείς πρέπει να μιμούμεθα ταύτην την έμπρακτον ταπεινοφροσύνην του Κυρίου· είναι όμως μερικοί, οίτινες υποκρίνονται με το εξωτερικόν σχήμα των πως είναι ταπεινοί, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους, αλλ’ ούτοι αναγνωρίζονται από τους καρπούς των έργων των· διότι εάν τύχη να υβρισθούν ολίγον τι, δεν το υποφέρουν, αλλά παρευθύς εκχέουν το δηλητήριόν των όπως οι όφεις». Από τους ψυχωφελείς τούτους λόγους της Αγίας εχαίροντο πολύ αι αδελφαί, αι οποίαι τους ήκουον, και πάλιν επρόσμεναν να ακούσουν και άλλους, και δεν εχόρταιναν από αυτούς· όθεν ακούραστος εδίδασκε πάλιν αυτάς και έλεγεν: «Μέγαν αγώνα έχουν εκείνοι, οίτινες προσέρχονται εις τον Θεόν δια μέσου του μοναδικού σχήματος, και πολύν κόπον δοκιμάζουν εις την αρχήν· κατόπιν όμως απολαμβάνουν χαράν ανεκδιήγητον· διότι, καθώς εκείνοι οίτινες θέλουν να ανάψουν πυρ, πρώτον καπνίζονται και δακρύουν, και κατόπιν ανάπτουν το πυρ, τοιουτοτρόπως πρέπει να κοπιάζωμεν και να δακρύωμεν και ημείς αι Μοναχαί δια να ανάψωμεν εις τον εαυτόν μας το θεϊκόν πυρ. Διότι λέγει ο Κύριος: «Πυρ ήλθον βαλείν εις την γην». Αλλά μερικοί δια την μικροψυχίαν των εδοκίμασαν μεν τον καπνόν, αλλά το πυρ δεν ήναψαν, διότι δεν είχον υπομονήν και μακροθυμίαν· μάλιστα διότι η αγάπη την οποίαν είχον εις τον Θεόν ήτο αδύνατος· δια ταύτα μέγας θησαυρός είναι η αγάπη του Θεού και δια τούτο έλεγε και ο Απόστολος: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α΄ Κορινθ. ιγ:1). Όθεν μέγα αγαθόν είναι η αγάπη, καθώς επίσης μέγα κακόν είναι και ο θυμός, διότι σκοτίζει την ψυχήν και την αποθηριώνει και ούτω την καθιστά παράλογον. Δια τούτο και ο Κύριός μας, φροντίζων πάντοτε δια την σωτηρίαν μας, δεν άφησε κανένα μέσον της ψυχής μας ασκεπές και απροφύλακτον· και αν ο εχθρός μάς πολεμή με την πορνείαν, ο Κύριος μάς ώπλισε με την σωφροσύνην· αν μας πολεμή με την υπερηφάνειαν, η ταπεινοφροσύνη δεν είναι μακράν· αν μας βάλλη μίσος, η αγάπη ευρίσκεται πλησίον και αν μεταχειρίζηται πολλά όπλα ο εχθρός, όμως ο Κύριος μάς περιέφραξε με περισσότερα, τόσον δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, όσον και δια την νίκην κατά του εχθρού. Μέγιστον λέγω πάλιν κακόν είναι ο θυμός, διότι ο θυμός δεν εργάζεται δικαιοσύνην Θεού, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος· όθεν πρέπει να τον κυβερνώμεν καταλλήλως, διότι είναι χρήσιμος εις τον πρέποντα καιρόν· επειδή συμφέρει εις ημάς να θυμώνωμεν εναντίον των δαιμόνων, αλλά δεν συμφέρει να θυμώνωμεν εναντίον των ανθρώπων, έστω και αν μας πταίουν· αφ’ ου δε παύση ο θυμός, τότε να φροντίζωμεν να τους επαναφέρωμεν εις την μετάνοιαν. Πλην ο θυμός είναι ολιγώτερον κακόν από την μνησικακίαν η δε μνησικακία είναι βαρυτέρα από όλας τας αμαρτίας, επειδή ο θυμός θολώνει και σκοτίζει ολίγην ώραν την ψυχήν και ως καπνός διαλύεται, ενώ η μνησικακία εμπήγνυται ως καρφίον εις την ψυχήν και την κάμνει χειροτέραν από τα θηρία· και ο κύων όταν εξαγριωθή εναντίον ανθρώπου τινός, κολακευόμενος με την τροφήν, παύει την αγριότητα και ημερώνεται· αλλ’ εκείνος όστις κυριεύεται από την μνησικακίαν δεν πείθεται εις παρακλήσεις ούτε η πάροδος του χρόνου, όστις μεταβάλλει τα πάντα, δύναται να ιατρεύση το πάθος του μνησικάκου· δια τούτο οι μνησίκακοι είναι περισσότερον από όλους ασεβέστατοι και ανομώτατοι· επειδή δεν υπακούουσιν εις τον Σωτήρα Χριστόν, όστις λέγει: «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε:23), και ο Απόστολος λέγει: «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού σου». Καλόν όθεν είναι να μη θυμώνη ποτέ τις· ει δε και θυμωθή ούτε μίαν ολόκληρον ημέραν συγχωρεί ο θείος Παύλος να διαμένη εις το πάθος και να φυλάττη μνησικακίαν, επειδή είπε να μη βασιλεύη ο ήλιος πριν να έχη παρέλθει η κατά του αδελφού σου οργή· συ δε η Μοναχή τι προσμένεις έως να βασιλεύση ο καιρός της ζωής σου, και τότε να συμφιλιωθής με εκείνην όπου εσυγχύσθης; Δεν γνωρίζεις να ειπής τον λόγον του Κυρίου, ότι αρκετόν είναι εις την ημέραν η άλλη κακία της, και διατί αυτή να μας αφήση μαχομένας; Διατί μισείς εκείνην όπου σε ελύπησε; Δεν ήτο αύτη όπου σε ηδίκησεν, αλλ’ ο διάβολος· όθεν μίσησον την ασθένειαν, όπου πάσχει η αδελφή σου και όχι την αδελφήν ήτις ασθενεί. Τι καυχάσαι εις την κακίαν σου, δυνατέ; Δι’ εσένα τον μνησίκακον το λέγει ο Δαβίδ: «Ανομίαν όλην την ημέραν, αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου»· όλον τον χρόνον της ζωής σου παρανομείς, διατί παρακούεις εις τον νόμον του Θεού; Σε προστάζει με το στόμα του θείου Παύλου να μη αφήνης να βασιλεύη ο ήλιος εις τον παροργισμόν σου· διατί δεν παύεις από του να βλασφημής και να υβρίζης τον αδελφόν σου; Δια τούτο δικαίως θέλεις τιμωρηθή από τον Θεόν, λέγει ο ίδιος Δαβίδ εκ Πνεύματος Αγίου: «Δια τούτο ο Θεός καθελεί σε εις τέλος· εκτίλαι σε…» δηλαδή θέλει σε κρημνίσει με τελειότητα, και θέλει σε ξερριζώσει και σε μετατοπίσει από τον οίκον σου, και την ρίζαν σου θέλει εγείρει από την γην των ζώντων· ακούεις; Αυτά είναι τα δώρα, όπου δίδει ο Θεός εις τον μνησίκακον, αυτά είναι τα χαρίσματα τα οποία λαμβάνει δια την κακίαν του. Πρέπει όθεν να φυλαττώμεθα πολύ από την μνησικακίαν, διότι από αυτήν ακολουθούν πολλά κακά, ήτοι φθόνος, λύπη, καταλαλιά κ.λ.π. και τούτων των παθών η κακία είναι θανατηφόρος και ας φαίνεται ότι είναι μικρά και ολίγη· επειδή πολλάκις η πορνεία, ο φόνος και η πλεονεξία, τα μεγάλα αυτά πάθη, ιατρεύθησαν με το σωτήριον ιατρικόν της μετανοίας· αλλ’ η υπερηφάνεια, η μνησικακία και η καταλαλιά, άτινα φαίνονται μικρά, αυτά εθανάτωσαν την ψυχήν, με το να ενεπάγησαν ως καρφία εις τα πλέον κινδυνώδη μέρη της ψυχής, θανατώνουν δε την ψυχήν όχι διότι κάμνουν μεγάλην πληγήν, αλλ’ επειδή αμελούν εκείνοι, οίτινες επληγώθησαν από αυτά, να θεραπεύσουν τας πληγάς των, νομίζοντες την καταλαλιάν και τα λοιπά ότι δεν είναι τίποτε και θεωρούντες αυτά μικρά αμαρτήματα δεν επιμελούνται να τα διορθώσουν και ολίγον κατ’ ολίγον διαφθείρονται από αυτά. Βαρύ κατ’ αλήθειαν και μισάνθρωπον αμάρτημα είναι η καταλαλιά, η οποία είναι ως τροφή και ανάπαυσις μερικών ανθρώπων· συ όμως μη παραδεχθής εις τον εαυτόν σου ακοήν ματαίαν, καθώς προστάσσει ο Θεός· και μη ακούης ξένα αμαρτήματα, αλλά φύλαττε την ψυχήν σου απέριττον και καθαράν από ταύτα· διότι, εάν δεχθής την βρωμεράν ακαθαρσίαν της καταλαλιάς, θέλεις προξενήσει εις την ψυχήν σου μολυσμούς με τους λογισμούς, και θέλεις μισήσει, χωρίς καμμίαν αιτίαν, εκείνους οίτινες συνομιλούν και συναναστρέφονται μετά σου. Και όταν καταμολυνθή η ακοή σου από τας κακολογίας των καταλάλων, τότε πλέον ουδένα διαχωρίζεις, αλλά όλους τους ανθρώπους τους νομίζεις τοιούτους, καθώς και ο οφθαλμός, όταν ιδή με πολλήν περιέργειαν κανέν χρώμα και το χορτάση, τότε πλέον δεν διακρίνει τα άλλα χρώματα, αλλά όσα βλέπει τα φαντάζεται όμοια με εκείνο. Δια τούτο πρέπει να φυλάττωμεν την γλώσσαν μας και την ακοήν μας, και ούτε να καταλαλώμεν κανένα, ούτε να ακούωμεν με πάθος τας καταλαλιάς, τας οποίας λέγουν άλλοι. Να έχωμεν δε πάντοτε κατά νουν το του Προφητάνακτος Δαβίδ: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού τούτον εξεδίωκον», και πάλιν: «Όπως αν μη λαλήση το στόμα μου έργα των ανθρώπων». Ούτε πρέπει να πιστεύωμεν εις εκείνα τα οποία λέγονται εναντίον των άλλων, ούτε να κατακρίνωμεν εκείνους οίτινες τα λέγουν· αλλά να κάμνωμεν και να λέγωμεν, καθώς μας προστάσσει η Αγία Γραφή: «Εγώ ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού». Δεν πρέπει επίσης να χαίρωμεν εις τας συμφοράς των άλλων, έστω και είναι πολύ αμαρτωλοί, ούτε να κάμνωμεν εκείνο το οποίον κάμνουν τινές ανόητοι, οίτινες, όταν βλέπουν κανένα, όστις δέρεται ή φυλακίζεται, λέγουν αμαθώς εκείνην την κοσμικήν παροιμίαν: «Όποιος στρώση κακά, κακά έχει να κοιμηθή». Συ δε η Μοναχή, η οποία ετακτοποίησες καλώς τας υποθέσεις σου, θαρρείς πως έχεις να αναπαυθής εις όλην την ζωήν σου; Και τότε πως θα συμφωνήσωμεν με τον λόγον τον οποίον λέγει η Αγία Γραφή, ότι ένα συναπάντημα είναι και εις τον δίκαιον και τον αμαρτωλόν; Όλοι οι άνθρωποι μίαν οδόν βαδίζομεν εις τούτον τον κόσμον, και αν διαφόρους πολιτείας έχωμεν, εν τούτοις δεν είναι αδύνατον να μη συναντήσωμεν και ημείς καμμίαν συμφοράν· πως λοιπόν συ χαίρεις εις τας συμφοράς των άλλων; Δεν πρέπει τις να μισή τους εχθρούς του, διότι ούτω μας διέταξεν ο Κύριος με την ιδίαν του φωνήν ειπών: «Εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; Ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι»; (Ματθ. ε:46), διότι το καλόν αφ’ εαυτού αγαπάται, επειδή αυτό άνευ κόπου ελκύει τους ανθρώπους εις την αγάπην του, το δε κακόν απαιτεί θείαν διδασκαλίαν και κόπον πολύν δια να εξαλειφθή· όμως την Βασιλείαν των ουρανών δεν την αποκτούν οι αμελείς και αμέριμνοι, αλλά οι σώφρονες και επιμελείς. Καθώς όμως δεν πρέπει να μισώμεν τους εχθρούς μας, τοιουτοτρόπως δεν πρέπει να αποφεύγωμεν και να εξουθενώμεν τους αμελείς και οκνηρούς, ως λέγουν μερικοί προβάλλοντες εκείνο όπου λέγει ο Προφήτης: «Μετά οσίου όσιος έσει και μετά στρεβλού διαστρέψεις», ισχυριζόμενοι ότι δια τούτο τους αποφεύγουν και αυτοί δια να μη γίνουν αμαρτωλοί· με τούτο όμως κάμνουν το εναντίον εκείνου το οποίον λέγει το Πνεύμα το Άγιον δια του Προφήτου· διότι δεν λέγει να διαστραφή τις από τους στρεβλούς, αλλά να διορθώνωμεν την στρεβλότητα αυτών· διότι το διαστρέψεις δηλοί, ότι θέλεις ελκύσει τους στρεβλούς με την γνώμην σου δια της συναναστροφής σου, και θέλεις τους μεταφέρει από τα κακά εις τα καλά. Εις τριών ειδών καταστάσεις ευρίσκονται οι άνθρωποι· η πρώτη είναι ακροτάτη εις την κακίαν· η Δευτέρα είναι μεσαία και κλίνει και εις τα καλά και εις τα κακά· η δε Τρίτη είναι υψωμένη εις μεγάλην αρετήν, και όχι μόνον ενδυναμώνει τον εαυτόν της εις τα καλά, αλλά ζητεί δια παντός τρόπου να οδηγή εις το καλόν και αυτήν την άκραν εις την κακίαν κατάστασιν. Όσοι λοιπόν είναι κακοί, όταν σμίξουν με τους χειροτέρους των εις την κακίαν, αυξάνουν περισσότερον εις αυτήν· οι μεσαίοι προσπαθούν να αποφεύγουν του κακούς, διότι φοβούνται να μη γίνουν και αυτοί κακοί με την συναναστροφήν των· επειδή είναι αστερέωτοι ακόμη εις τα καλά· οι δε τρίτοι, επειδή έχουν γνώμην σταθεράν και φρονήματα ανδρεία εις τα καλά, συναναστρέφονται και με τους κακούς δια να τους σώσουν. Παρ’ όλον δε ότι ονειδίζονται από εκείνους οίτινες τους βλέπουν να συναναστρέφωνται με κακούς και αμελείς, εν τούτοις αυτοί δέχονται ως επαίνους τας κατηγορίας των ανθρώπων και συμπληρώνουν αφόβως το θείον έργον, ήτοι την σωτηρίαν των αδελφών· διότι λέγει ο Κύριος: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, όταν παν πονηρόν ρήμα είπωσι καθ’ υμών οι άνθρωποι», και αυτό όπου κάμνουν αυτοί, είναι έργον του Δεσπότου Χριστού· διότι ο Κύριός μας συνέτρωγε με τους τελώνας και αμαρτωλούς και η γνώμη τούτων είναι περισσότερον φιλάδελφος παρά φιλάνθρωπος· δηλαδή αγαπούν τους αδελφούς των περισσότερον από τον εαυτόν των· διότι καθώς εκείνοι, οίτινες βλέπουν τας οικίας των γειτόνων των ότι καίονται, αφήνουν τας ιδικάς των οικίας και σπεύδουν να σώσουν τας των γειτόνων των από την πυρκαϊάν, έτσι και αυτοί, διότι βλέπουν τους αδελφούς των ότι αμαρτάνουν, καταφρονούν τον εαυτόν των και ονειδίζονται και κατηγορούνται από τους άλλους, και τα υποφέρουν όλα, δια να σώσουν τους κινδυνεύοντας αδελφούς των. Οι δε μεσαίοι, όταν ίδουν τον αδελφόν αυτών ότι καίεται από την αμαρτίαν, φεύγουν, διότι φοβούνται να μη κατακαύση και αυτούς η φλοξ της αμαρτίας. Οι δε πρώτοι, ως κακοί γείτονες, όταν ίδουν τους αδελφούς των ότι καίονται, ανάπτουν περισσότερον την πυρκαϊάν, προσφέροντες ως ξύλα την ιδικήν των κακίαν, δια να τους κατακαύσουν τελείως, και αντί να χύσουν νερόν να σβύσουν την φλόγα της αμαρτίας, ήτις καίει τους αδελφούς των, αυτοί ρίπτουν ξύλα εις την πυράν, ήτοι τους κάμνουν να αμαρτάνουν περισσότερον. Οι δε τρίτοι και καλοί άνθρωποι, τα ιδικά των αποκτήματα θεωρούν κατώτερα από την σωτηρίαν των αδελφών των και αυτά είναι τα δείγματα της αληθινής αγάπης, αυτά φυλάττουν την άδολον αγάπην. Και καθώς αι κακίαι ακολουθούν η μία την άλλην (διότι εις την φιλαργυρίαν ακολουθούν ο φθόνος, ο δόλος, η επιορκία, ο θυμός, η μνησικακία), ούτω και αι αρεταί ακολουθούν την αγάπην, ήτοι η πραότης, η μακροθυμία, η ανεξικακία, και το τέλειον αγαθόν, η ακτημοσύνη· διότι δεν υπάρχει τρόπος να αποκτήση τις την αγάπην, αν δεν αποκτήση πρώτον την ακτημοσύνην, επειδή ο Θεός μάς επρόσταξε να αγαπώμεν όλους τους ανθρώπους και όχι ένα μόνον· όθεν έχομεν χρέος να μη παραβλέπωμεν όλους εκείνους, οίτινες έχουν χρείαν, αλλά να τους βοηθώμεν· διότι εάν δεν δώσωμεν εις όλους, αλλά μόνον εις μερικούς, κλέπτεται η αγάπη μας και χάνεται, διότι δεν τους αγαπώμεν όλους. Το να επαρκή δε τις να δίδη εις όλους είναι αδύνατον εις άνθρωπον· ότι τούτο είναι έργον του Θεού μόνον· αλλά εάν είπη τις ότι όποιος δεν έχει τίποτα είναι πρέπον να αγωνίζηται εις το να αποκτήση δια να κάμη ελεημοσύνην, ας ηξεύρη ότι τούτο επροστάχθη εις τους κοσμικούς και όχι εις τους Μοναχούς· διότι η ελεημοσύνη δεν επροστάχθη από τον Θεόν τόσον δια να κυβερνηθούν οι πτωχοί, όσον δια να αποκτήσουν την αγάπην εκείνοι, οίτινες ελεούν· διότι ο Θεός, όστις κυβερνά τον πλούσιον, αυτός κυβερνά και τον πτωχόν. Ίσως όμως είπη τις: «Λοιπόν η ελεημοσύνη περιττώς επροστάχθη»; Μη γένοιτο! Αλλά η ελεημοσύνη γίνεται αρχή της αγάπης, εις εκείνους οι οποίοι δεν ηξεύρουν να την αποκτήσουν· ότι καθώς η περιτομή της ακροβυστίας, ήτο παράδειγμα της περιτομής των παθών της καρδίας, ούτω και η ελεημοσύνη κατεστάθη διδάσκαλος της αγάπης· όμως εις εκείνους, εις τους οποίους εδόθη η αγάπη από την χάριν του Θεού, εις αυτούς είναι περιττή η ελεημοσύνη. Λέγω δε αυτά, όχι δια να κατηγορήσω την ελεημοσύνην, αλλά δια να δείξω την καθαρότητα της ακτημοσύνης· λοιπόν το μικρότερον καλόν, ήτοι η ελεημοσύνη, ας μη γίνεται εμπόδιον εις το μεγαλύτερον καλόν της ακτημοσύνης, το οποίον είναι η αγάπη. Συ η Μοναχή εις ολίγον καιρόν, ή με ολίγον κόπον, κατώρθωσας το μικρόν καλόν· διότι όλα τα υπάρχοντα τα έδωκες εις τους πτωχούς, σπούδασον λοιπόν να κατορθώσης και το μεγαλύτερον, ήτοι την αγάπην· συ χρεωστείς να ειπής την ελευθέραν εκείνην φωνήν: «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι». Συ ηξιώθης να μιμηθής την παρρησιαστικήν γλώσσαν των Αποστόλων, δηλαδή του Πέτρου και Ιωάννου, οίτινες είπον: «Αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι»· διπλή ήτο η γλώσσα των δύο ενδόξων Αποστόλων ήτις είπε ταύτα, αλλά η πίστις των ήτο μονότροπος. Αλλά και από τους κοσμικούς η ελεημοσύνη δεν πρέπει να γίνεται απλώς και ως έτυχεν· διότι λέγει ο Δαβίδ: «Έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου», όθεν εκείνος, όστις ελεεί, πρέπει να έχη γνώμην αβραμιαίαν, και να την κάμνη με δίκαιον τρόπον, καθώς έκαμνεν ο Αβραάμ· διότι όταν εφιλοξένει ο δίκαιος Αβραάμ, μαζί με τα φαγητά της τραπέζης, ετραπέζωνε και την γνώμην του, με το να θέλη να μοιρασθή με τους δούλους του μαζί το κέρδος της φιλοξενίας· κατά αλήθειαν, εκείνοι οι οποίοι φιλοξενούν τοιουτοτρόπως, έχουν να λάβουν μισθόν της ελεημοσύνης και αν είναι και εις το δεύτερον τάγμα· διότι ο Κύριος, όταν εδημιούργησε την οικουμένην, δύο τάγματα οικητόρων έβαλεν εις αυτήν· και εις εκείνους οι οποίοι διέρχονται την ζωήν των με σωφροσύνην διώρισε τον γάμον και την παιδοποιϊαν· εις εκείνους δε οίτινες διέρχονται την ζωήν καθαράν, επρόσταξε την παρθενίαν, δια να τους κάμη Ισαγγέλους, και εις τους υπανδρευμένους έδωκε νόμους και διδασκαλίας και εκδικήσεις κατά των αδίκων, εις δε τους λέγει: «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω». Εις εκείνους λέγει: «Εργάζου την γην». Εις τους Μοναχούς λέγει: «Μη μεριμνήσετε περί την αύριον», εις εκείνους έδωκε νόμον, εις ημάς δε τας Μοναχάς και Μοναχούς εφανέρωσε τας εντολάς Του δια της χάριτος». Ο Σταυρός είναι εις ημάς το τρόπαιον της νίκης, διότι το επάγγελμα και η υπόσχεσίς μας δεν είναι άλλο, παρά η άρνησις της ζωής και η μελέτη του θανάτου· λοιπόν καθώς οι νεκροί δεν ενεργούν με το σώμα τίποτε, ούτω και ημείς πρέπει να μη ενεργώμεν τίποτε με το σώμα· ότι όσα ήτο να κάμωμεν με το σώμα, τα εκάμαμεν όταν είμεθα παιδία άγνωστα, δια τούτο λέγει ο Απόστολος: «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω», ήτοι, δι’ εμέ ο κόσμος ενεκρώθη, και εγώ ενεκρώθην δια τον κόσμον. Ημείς ζώμεν με την ψυχήν μόνον, και με αυτήν πρέπει να δεικνύωμεν τας αρετάς, και με αυτήν να ελεώμεν, διότι μακάριοι είναι εκείνοι, οι οποίοι ελεούν με την ψυχήν· ότι καθώς λέγει ο Κύριος· εκείνος όστις επιθυμήση την ωραιότητα τινός, και χωρίς να πράξη την αμαρτίαν, κάμνειτην αμαρτίαν κρυφήν με την ψυχήν του, έτσι και εκείνος όστις ελεεί και λυπείται με την ψυχήν του, την ελεημοσύνην κάμνει, διότι η γνώμη του αναπληροί την πράξιν, και αν ελλείπη το αργύριον. Ημείς ετιμήθημεν με μεγαλυτέραν αξίαν από τους κοσμικούς, διότι καθώς οι αυθένται, όπου είναι εις τον κόσμον, έχουν διαφόρους υπηρέτας και άλλους στέλλουν εις τα κτήματά των, δια να εργασθούν την γην, και άλλους, τους πλέον καλλιτέρους, κρατούν εις τας οικίας των δια να τους υπηρετούν, ούτω και ο Κύριος του παντός τους υπανδρευμένους έβαλεν εις τον κόσμον, και εκείνους όπου είναι καλλίτεροι αυτών και έχουν αγαθήν προαίρεσιν, τους έβαλεν έμπροσθέν του δια να τον υπηρετούν, οι οποίοι είναι ξένοι προς όλα τα γήϊνα, διότι ηξιώθησαν να τρώγουν από την Δεσποτικήν τράπεζαν· αυτοί δεν φροντίζουν δια ενδυμασίαν, διότι είναι ενδεδυμένοι τον Χριστόν· πλην και των δύο τάξεων τούτων ένας είναι ο αυθέντης, ο Κύριος· και καθώς από τον αυτόν σίτον είναι και το άχυρον και ο καρπός, έτσι και από τον Θεόν είναι και οι κοσμικοί και οι Μοναχοί· και χρειάζονται και τα δύο ταύτα, και τα φύλλα δια φύλαξιν και χρείαν του καρπού, και ο καρπός δια να σπαρθή και να κάμη άλλον. Καθώς δεν είναι δυνατόν να είναι εν ταυτώ βοτάνη και καρπός, τοιουτοτρόπως δεν είναι δυνατόν να κάμωμεν και ημείς κανένα καρπόν ουράνιον, εάν έχωμεν την δόξαν την κοσμικήν· και καθώς εάν δεν πέσουν τα φύλλα και δεν ξηρανθή η καλάμη, δεν γίνεται ο στάχυς επιτήδειος εις θερισμόν, ούτω και ημείς, εάν δεν αποβάλωμεν την φαντασίαν των γηϊνων, την οποίαν έχομεν αντί φύλλων, και δεν ξηράνωμεν το σώμα μας ως καλάμην, και εάν δεν υψώσωμεν τον λογισμόν μας εις τον Θεόν, δεν είναι δυνατόν να γεννήσωμεν σπέρμα, ήτοι λόγον σωτηρίας. Κινδυνώδες πράγμα είναι το να διδάσκη τις προτού να γυμνασθή τας πρακτικάς αρετάς· διότι καθώς εκείνος όστις έχει οικίαν σαθράν, εάν δεχθή ξένους εις αυτήν, θέλει τους βλάψει με την κατακρήμνισιν, έτσι και αυτός, διότι δεν ωκοδόμησε στερεά την ιδικήν του οικίαν, ήτοι διότι δεν έμαθεν ενωρίτερα με την πράξιν τας αρετάς, απώλεσε μαζί με τον εαυτόν του και εκείνους όπου εδίδαξε· διότι οι τοιούτοι με τα λόγια επαρακίνησαν τους ανθρώπους εις την σωτηρίαν, και με τα κακά των έργα τους έβλαψαν περισσότερον· επειδή η διδασκαλία μόνη ομοιάζει με την ζωγραφίαν, η οποία γίνεται από χρώματα εξίτηλα, τα οποία διαλύει και εξαλείφει ολίγος καιρός με τας σταγόνας της βροχής και με την πνοήν των ανέμων· αλλά την διδασκαλίαν, ήτις γίνεται με τα έργα, δεν ημπορεί να την εξαλείψουν αιώνες ολόκληροι, ότι ο λόγος ο έμπρακτος τυπώνεται στερεά μέσα εις την ψυχήν, και ούτω χαρίζει εις τους ακροατάς παντοτεινόν και ανεξάλειπτον ομοίωμα του Χριστού και των αρετών αυτών· λοιπόν και ημείς πρέπει να μη κάμνωμεν την θεραπείαν της ψυχής εις την επιφάνειαν, αλλά να την στολίζωμεν όλως διόλου, και μάλιστα να φροντίζωμεν να καθαρίζωμεν το εσωτερικόν βάθος της. Εκουρεύσαμεν τας τρίχας της κεφαλής μας· ας αποβάλωμεν μαζί με αυτάς και τους σκώληκας, οίτινες ευρίσκονται εις την κεφαλήν μας· διότι αυτοί, όταν μείνουν μόνοι, χωρίς τας τρίχας, θέλουν μας κεντρίζει περισσότερον· και αι τρίχες της κεφαλής, τας οποίας εκόψαμεν, δηλούσι την κοσμικήν ζωήν, ήτοι τας τιμάς, τας δίξας, τα χρήματα, τα λαμπρά φορέματα, τα λουτρά και καλά φαγητά. Ταύτα όλα εφάνημεν, ότι τα απεβάλαμεν· αλλά ας απορρίψωμεν και τους ψυχοφθόρους σκώληκας, ήτοι την καταλαλιάν, την φιλαργυρίαν, το ψεύδος, τους όρκους και τα λοιπά πάθη, όσα ευρίσκονται εις την ψυχήν μας· και εφ’ όσον ήσαν σκεπασμένα αυτά από τας τρίχας, ήτοι από τας ύλας των κοσμικών πραγμάτων, δεν εφαίνοντο· τώρα δε, οπότε εξεσκεπάσθησαν από τας κοσμικάς ύλας, έγιναν φανερά· δια τούτο εις κάθε Μοναχόν ή Μοναχήν είναι φανερά και τα πλέον μικρότερα αμαρτήματα, καθώς και μέσα εις μίαν καθαράν οικίαν, ευθύς ως φανή εις κανένα μέρος και το παραμικρόν ζωϋφιον, γίνεται φανερόν εις όλους. Εις δε τους κοσμικούς φωλεύουν ως μέσα εις ακάθαρτα σπήλαια μεγάλοι και φαρμακεροί όφεις, και δεν φαίνονται, διότι είναι σκεπασμένοι με την πολλήν ύλην· όθεν ημείς πρέπει να καθαρίζωμεν τον οίκον της ψυχής μας, και να παρατηρούμεν προσεκτικά, να μη εισέλθη κανέν ψυχοφθόρον ζωϋφιον, ήτοι πάθος μέσα εις τα απόκρυφα μέρη της ψυχής μας, και να θυμιάζωμεν πάντοτε τους τόπους της καρδίας μας με το θείον θυμίαμα της προσευχής· ότι καθώς τα δριμύτερα θυμιάματα αποδιώκουν τα φαρμακερά θηρία, ούτω και η προσευχή μαζί με την νηστείαν αποδιώκουν τους κακούς λογισμούς. Όθεν ημείς αι Μοναχαί πρέπει να παραφυλάττωμεν τους λογισμούς όπου μας έρχονται· καθώς έκαμε και ένας ενάρετος Μοναχός, ο οποίος, καθήμενος εις το κελλίον του, επαραφύλαττε τους λογισμούς του και εμετρούσε ποίος ήρχετο πρώτος και ποίος δεύτερος, και πόσονκαιρόν εστέκετο ο καθένας απ’ αυτούς· ομοίως επαραφύλαττε και την άλλην ημέραν ποίος από τους λογισμούς ήλθεν ενωρίτερα. Και με αυτήν την παρατήρησιν ήξευρε με ακρίβειαν και την χάριν του Θεού και την ιδικήν του υπομονήν και δύναμιν, και την νίκην του εχθρού· ούτω ας κάμνωμεν και ημείς· διότι εάν οι πραγματευταί των προσκαίρων πραγμάτων του κόσμου λογαριάζουν κάθε ημέραν το κέρδος που πραγματοποιούν και όταν κερδήσουν περισσότερα χαίρονται και όταν ζημιωθούν λυπούνται, πόσω μάλιστα πρέπει να αγρυπνώμεν ημείς αι οποίαι πραγματευόμεθα τον αληθινόν θησαυρόν, και να ποθούμεν ν’ αποκτήσωμεν περισσότερα αγαθά; Ει δε και γίνη και ολίγη κλοπή από τον εχθρόν, πρέπει να λυπούμεθα και να κατακρίνωμεν τον εαυτόν μας, όχι όμως να απελπιζώμεθα και να τα ρίπτωμεν όλα κάτω, δια το πταίσμα εκείνο εις το οποίον υπεπέσαμεν χωρίς να θέλωμεν εξ αιτίας του πειρασμού· έχεις τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα! Ζήτει και εκείνο όπου επλανήθη· μη φοβηθής δια το ένα που έχασες, και φύγης από τον Δεσπότην Θεόν, και απομακρυνθής από αυτόν, δια να μη σκλαβώση ο αιματοφάγος διάβολος όλον το πλήθος των πράξεών σου και το αφανίση δια μέσου της απελπισίας· λοιπόν μη αφήσης την τάξιν σου δια το ένα όπου έχασες· διότι ο Δεσπότης μας είναι αγαθός, και καλώς λέγει ο Δαβίδ: «Όταν πέση ο δίκαιος ου καταταραχθήσεται, ότι ο Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού». Όσα πράξωμεν ή κερδήσωμεν εις τούτον τον κόσμον, πρέπει να τα στοχαζώμεθα ότι είναι ολίγα, συγκρινόμενα με τον αιώνιον πλούτον της μελλούσης ζωής· διότι εις τούτον τον κόσμον ευρισκόμεθα ως μέσα εις άλλην κοιλίαν μητρός· και καθώς όταν είμεθα μέσα εις την κοιλίαν της μητρός μας, δεν είχομεν τέτοιαν ζωήν, οποίαν έχομεν τώρα, ουδέ ημπορούσαμεν να κάμωμεν εκείνα όπου κάμνομεν τώρα, ότι τότε δεν εβλέπαμεν τον ήλιον ούτε κανένα άλλο φως, καθώς λοιπόν όταν ευρισκόμεθα εις την κοιλίαν της μητρός μας, υστερούμεθα από πολλά πράγματα του κόσμου τούτου, έτσι πάλιν και τώρα που ευρισκόμεθα εις τούτον τον κόσμον, υστερούμεθα από πολλά αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών. Δια τούτο καθώς απηλαύσαμεν τα πράγματα του κόσμου, ούτω ας αγαπήσωμεν να απολαύσωμεν και τα ουράνια αγαθά· καθώς είδομεν εδώ τούτο το αισθητόν φως, τοιουτοτρόπως ας ποθήσωμεν να ίδωμεν και τον νοητόν Ήλιον της Δικαιοσύνης. Την άνω Ιερουσαλήμ ας στοχαζώμεθα πατρίδα και μητέρα ιδικήν μας, και τον Θεόν ας ονομάζωμεν Πατέρα μας· ας ζήσωμεν εδώ με σωφροσύνην, δια να επιτύχωμεν την αιώνιον ζωήν. Καθώς δε τα βρέφη, τα οποία είναι μέσα εις την κοιλίαν της μητρός των, όταν γίνουν τέλεια και γεννηθούν, από την ολιγωτέραν τροφήν και ζωήν, την οποίαν είχον, φέρονται εις μεγαλυτέραν και καλλιτέραν, ούτω και οι δίκαιοι αναχωρούν από ταύτην την ζωήν και πηγαίνουν εις την ουράνιον και καλλιτέραν ζωήν, κατά το γεγραμμένον: «Εκ δυνάμεως εις δύναμιν». Οι δε αμαρτωλοί παραδίδονται από το σκότος του κόσμου τούτου εις το σκότος του άδου, ως τα βρέφη τα οποία αποθνήσκουν μέσα εις την κοιλίαν της μητρός αυτών· διότι οι αμαρτωλοί και όταν ακόμη είναι εις την γην νεκρώνονται από το πλήθος των αμαρτιών, και όταν αποθάνουν καταβαίνουν εις τόπους σκοτεινούς και ταρταρώδεις. Τρεις φοράς γεννώμεθα εις την παρούσαν ζωήν· μίαν φοράν όταν εξερχώμεθα από την κοιλίαν της μητρός μας, και από την γην ερχόμεθα πάλιν εις την γην· αι δε λοιπαί δύο γεννήσεις μάς αναβιβάζουν από την γην έως τον ουρανόν, από τας οποίας η μία είναι εκ της θείας χάριτος, η οποία έρχεται εις ημάς δια του θείου Βαπτίσματος, και την ονομάζομεν αληθώς παλιγγενεσίαν και αναγέννησιν, και η Τρίτη είναι εκείνη, ήτις γίνεται εις ημάς δια της μετανοίας, των δακρύων και των καλών αγώνων, εις την οποίαν ευρισκόμεθα τώρα και ημείς. Όθεν ημείς, αι οποίαι επλησιάσαμεν εις τον αληθινόν Νυμφίον Χριστόν, έχομεν χρέος να στολίσωμεν τον εαυτόν μας πλέον καλλίτερα· και αν αι νύμφαι του κόσμου, αι οποίαι πρόκειται να λάβουν άνδρα θνητόν, σπουδάζουν να λουσθούν και να αλειφθούν με μύρα και να στολισθούν με διάφορα στολίδια δια να αρέσουν εις τους άνδρας των, πόσω μάλλον πρέπει να στολισθώμεν ημείς, αι οποίαι ενυμφεύθημεν τον ουράνιον νυμφίον, και να λουσθώμεν από τας ακαθαρσίας των αμαρτιών μας δια μέσου των αγώνων της ασκήσεως, και να ενδυθώμεν τα πνευματικά φορέματα. Εκείναι στολίζουν το σώμα των με τα γήϊνα άνθη, ημείς ας λαμπρύνωμεν την ψυχήν μας με τας αρετάς, και ας βάλωμεν εις την κεφαλήν μας τον τριπλούν στέφανον, την πίστιν, λέγω, την ελπίδα και την αγάπην, αντί πολυτίμων λίθων. Ας στολίσωμεν τον τράχηλόν μας με την ταπεινοφροσύνην ως με αξιοτίμητον στολισμόν· και αντί ζώνης, ας ζωσθώμεν την σωφροσύνην, και ας φορέσωμεν την ακτημοσύνην, ως φόρεμα. Εις δε την τράπεζάν μας ας προσφέρωμεν τα άφθαρτα φαγητά, τα οποία είναι αι προσευχαί και οι ψαλμοί· αλλά καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος, ας μη νικώμεν μόνον την γλώσσαν μας, αλλά να έχωμεν και τον νουν μας, και να νοούμεν εκείνα όπου λέγομεν· ότι πολλάς φοράς προσεύχεται το στόμα, και η καρδία και ο νους συλλογίζονται άλλα. Πρέπει δε να προσέχωμεν ημείς, αι οποίαι ήλθομεν εις τους θείους γάμους, να μη είμεθα πτωχαί από λαμπάδας, ήτοι αρετάς· διότι θέλει μας μισήσει ο νυμφίος μας Χριστός, και δεν θέλει μας δεχθή τελείως, εάν δεν κάμωμεν εκείνα, τα οποία του υπεσχέθημεν. Ποίαι είναι αι υποσχέσειςτας οποίας εδώσαμεν; Το να φροντίζωμεν ολιγώτερον δια το σώμα, και περισσότερον δια την ψυχήν μας, και αυτήν να ποτίζωμεν, διότι καθώς είναι αδύνατον να αναβιβάση τις ομού δύο κάδους γεμάτους νερόν ταυτοχρόνως από το φρέαρ, επειδή καθώς περιστρέφεται ο τροχός καταβιβάζει εις το πηγάδι τον ένα κάδον κενόν, και αναβιβάζει τον άλλον γεμάτον, ούτω ακολουθεί και εις ημάς, όταν έχωμεν όλην την φροντίδα δια την ψυχήν μας· τότε γεμίζει από τας αρετάς , και υψώνεται ορεγομένη τα υψηλά· το δε σώμα μας γίνεται ελαφρόν δια μέσου της ασκήσεως, και δεν βαρύνει την ψυχήν εις τα γήϊνα· και τούτο μαρτυρεί ο Απόστολος, όστις λέγει: «Όσον ο έξωθεν ημών άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο ένδον ανακαινούται». Αν ευρίσκεσαι εις Κοινόβιον, μη μεταλλάξης τον τόπον, διότι έχεις να λάβης μεγάλην βλάβην· ότι καθώς το πτηνόν, το οποίον εγκαταλείπει τα ωά του, τα κάμνει άγονα, ούτω και η Μοναχή ή ο Μοναχός, όστις μεταβαίνει από τόπου εις τόπον, ψυχραίνεται και νεκρώνεται από την πίστιν. Ας μη σε πλανέση η τροφή των πλουσίων και η απόλαυσις των φαγητών, ως να έχη κάποιαν χρησιμότητα. Εκείνοι τιμούν την τέχνην των μαγείρων όπου κατασκευάζουν ηδονικά και νόστιμα φαγητά· συ νίκησον τα πολλά και ηδονικά των φαγητά με την νηστείαν, και με τα ευτελή φαγητά· διότι λέγει ο Σολομών: «Ψυχή εν πλησμονή ούσα, κυρίοις εμπαίζει, τη δε ούση εν ενδεία και τα πικρά γλυκέα φαίνεται»· μη λοιπόν χορτάσης όχι μόνον από ευτελή φαγητά αλλά ούτε και από άρτον και τότε δεν θέλεις επιθυμήσει τον οίνον. Τρία είναι τα κεφαλαιώδη και πρώτα κακά του εχθρού, από τα οποία κατάγεται κάθε άλλη κακία· επιθυμία, ηδονή και λύπη· αυτά δε ακολουθούν το εν το άλλο, και το ένα συνεπιφέρει το άλλο· και το να νικήση τις την ηδονήν, είναι δυνατόν· το δε να νικήση την επιθυμίαν είναι αδύνατον, διότι η ηδονή γίνεται δια μέσου του σώματος, η δε επιθυμία αρχίζει από την ψυχήν. Η λύπη πάλιν γίνεται και από τα δύο· και εάν συ δεν αφήσης να ενεργήση εις τον εαυτόν σου η επιθυμία, θέλεις αποδιώξει και την ηδονήν και την λύπην· ει δε και αφήσης να προκύψη η επιθυμία, αύτη θέλει φέρει ηδονήν, η δε ηδονή λύπην, και τότε τα τρία αυτά ομού δεν θα αφήσουν τελείως την ψυχήν να ανανήψη, διότι λέγει η Γραφή: «Μη δως ύδατι διέξοδον». Δεν συμφέρουν όλα εις όλους, αλλά έκαστος ας πληροφορήται από τον ιδικόν του νουν· εις άλλους συμφέρει να ευρίσκωνται εις Κοινόβιον, και εις άλλους πάλιν είναι ωφέλιμον να κάθηνται κατά μόνας· διότι καθώς τα φυτά, άλλα μεν βλαστάνουν περισσότερον εις υγρούς τόπους, και άλλα πάλιν διαμένουν περισσότερον εις τους ξηρούς, καθώς και οι άνθρωποι, άλλοι υγιαίνουν εις τους υψηλούς τόπους, και άλλοι εις τους χαμηλούς, έτσι και κάθε Μοναχός ή Μοναχή, όπου τον συμφέρει ας καθήση· διότι πολλοί ευρίσκονται μέσα εις πολιτείας και με το να εφαντάζοντο τα της ερήμου και διήγον ενάρετον ζωήν, εσώθησαν· και πολλοί πάλιν ευρίσκοντο εις τα βουνά, και διότι έπραττον τα έργα των λαϊκών απολέσθησαν· όθεν είναι δυνατόν να είναι τις με πολλούς, και να μονάζη με την γνώμην· και πάλιν εκείνος όστις είναι αμελής Μοναχός δύναται να διατρίβη με τον νουν του μαζί με πολλούς. Πολλά είναι τα κέντρα του διαβόλου, και αν δεν δυνηθή να βλάψη τινά με την πτωχείαν, προσφέρει εις αυτόν τον πλούτον, δια να τον απολέση με αυτόν, να τον βλάψη· εάν δεν τον βλάψη με τους ονειδισμούς και τας ύβρεις, του προβάλλει επαίνους και δόξας· εάν νικηθή δια μέσου της υγείας του ανθρώπου, του δίδει ασθένειαν· διότι όταν δεν δυνηθή να βλάψη την ψυχήν με τα χαροποιά, δοκιμάζει να την βλάψη με τα λυπηρά και με τους ακουσίους πόνους· επειδή προξενεί εις τον άνθρωπον ασθενείας βαρείας κατά θείαν συγχώρησιν, δια να τον κάμη να μικροψυχήση, και τοιουτοτρόπως να θολώση την προς τον Θεόν αγάπην του. Όθεν, συ αγαπητέ ανίσως και κατακαίεται το σώμα σου και κατακόπτεται από θερμασίας σφοδράς, και πάσχεις δίψαν αθεράπευτον και ακράτητον, ει μεν είσαι αμαρτωλός και πάσχεις ταύτα, ενθυμήσου την αιώνιον κόλασιν και το άσβεστον πυρ, και τα βάσανα του άδου τα ανυπόφορα, και δεν θέλεις μικροψυχήσει εις τα παρόντα βάσανα, τα οποία πάσχεις, αλλά θέλεις χαρή μάλιστα, ότι σε επεσκέφθη ο Θεός, και θέλεις ευχαριστεί Αυτόν, λέγων το επαινετόν εκείνο λόγιον του Δαβίδ: «Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος, και τω θανάτω της αμαρτίας ου παρέδωκέ με»· διότι δια μέσου των ασθενειών αποβάλλεις τον μολυσμόν των αμαρτιών σου, καθώς ο σίδηρος αποβάλλει την σκωρίαν δια του πυρός· ει δε και είσαι δίκαιος και ασθενείς, ήξευρε, ότι προκόπτεις από τα μικρότερα εις τα μεγαλύτερα καλά· και αν είσαι χρυσός, γίνεσαι λαμπρότερος δια μέσου του πυρός των θλίψεων· αν εδόθη άγγελος Σατάν εις την σάρκα σου, αξιώνεσαι να γίνης όμοιος με τον Απόστολον Παύλον και πρέπει να χαίρεσαι· αν βασανίζεσαι με θερμασίαν ή παιδεύεσαι με ρίγος, σε προσμένει η αναψυχή και η ανάπαυσις· καθώς λέγει η θεία Γραφή: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν»· έτυχες το πρώτον; Πρόσμενε και το δεύτερον· εάν δε είσαι πτωχός, και κοπιάζης και πάσχης, λέγε τα λόγια του Προφήτου: «Πένης και πτωχός, και αλγών ειμί εγώ»· με αυτά τα τρία θέλεις γίνει τέλειος· ότι λέγει ο ψαλμωδός: «Εν θλίψει επλάτυνάς με»· με τούτους λοιπόν τους αγώνας ας γυμνασθώμεν περισσότερον, διότι βλέπομεν έμπροσθέν μας τον εχθρόν όστις μας πολεμεί. Ας μη λυπηθώμεν, ότι δια την ασθένειαν του σώματός μας δεν ημπορούμεν να σταθώμεν εις την προσευχήν, ή να ψάλλωμεν με φωνήν, ότι η στάσις και η νηστεία και η χαμαικοιτία και κάθε άλλη σκληραγωγία του σώματος γίνεται δια τας αισχράς επιθυμίας και ηδονάς· ανίσως δε και η ασθένεια ενέκρωσεν αυτάς, λοιπόν ο κόπος της νηστείας και των λοιπών είναι περιττός. Αλλά τι λέγω περιττός; Τα ολέθρια πάθη κοιμίζονται από την ασθένειαν περισσότερον, ωσάν από μεγαλύτερον και δυνατώτερον ιατρικόν· και η ασθένεια είναι η μεγαλυτέρα άσκησις, και πρέπει να την υπομένωμεν και να ευχαριστούμεν και δοξολογούμεν τον Θεόν· αν υστερηθούμεν το φως των οφθαλμών, ας μη μας βαρυφανή· διότι απεβάλαμεν τα όργανα της ακορέστου επιθυμίας των ορατών, και βλέπομεν με τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής την δόξαν του Κυρίου· αν γίνωμεν κωφοί, ας ευχαριστήσωμεν, διότι απηλλάγημεν από την ματαίαν ακοήν· αν παρέλυσαν αι χείρες μας από την ασθένειαν, τα εσωτερικά χέρια της ψυχής να έχωμεν ευτρεπισμένα εις τον πόλεμον κατά του εχθρού· αν η νόσος κυριεύη όλον μας το σώμα, αλλά η υγεία της ψυχής αυξάνει περισσότερον. Αν ευρισκώμεθα εις Κοινόβιον, ας προτιμήσωμεν την υπακοήν περισσότερον από την άσκησιν· διότι η άσκησις προξενεί πολλάκις υπερηφάνειαν, η δε υπακοή ταπεινοφροσύνην· ότι είναι και από τον εχθρόν άσκησις υπερβολική, διότι όσοι ακούουν την διδασκαλίαν του διαβόλου, αγωνίζονται υπερβολικά. Και πως ημπορούμεν να διακρίνωμεν την θεϊκήν και βασιλικήν άσκησιν από την τυραννικήν και δαιμονιώδη; Είναι φανερόν ότι θέλομεν την γνωρίσει από την συμμετρίαν. Όλος ο καιρός της ζωής σου, ας είναι Κανών της νηστείας· μη νηστεύης τέσσαρας ή πέντε ημέρας, και τας άλλας καταλύεις με πλήθος φαγητών· ότι η αμετρία είναι φθοροποιός· μη εξοδεύσης μίαν φοράν όλα σου τα άρματα, και έπειτα εις τον καιρόν του πολέμου ευρεθής γυμνός, και νικηθής εύκολα από τον εχθρόν· τα άρματα τα ιδικά μας είναι το σώμα μας, η δε ψυχή είναι ο στρατιώτης· λοιπόν επιμελού και τα δύο καθώς απαιτεί η χρεία, και όταν είσαι νέος και υγιής, νήστευε, διότι θέλει έλθη το γήρας μαζί με ασθένειαν· δια τούτο όσον δύνασαι, σύναξον τροφάς δια να τας εύρης, όταν αδυνατήσης· νήστευε με λογαριασμόν και ακρίβειαν, δια να μη έμβη κρυφίως ο εχθρός εις την πραγματείαν και το κέρδος της νηστείας σου, με το μέσον της αδιακρισίας· ότι δια τούτο, καθώς νομίζω, είπεν ο Κύριος: «Γίνεσθε δόκιμοι τραπεζίται», ήτοι γνωρίζετε με ακρίβειαν το βασιλικόν νόμισμα. Διότι είναι και άλλα νομίσματα παραχαραγμένα, και η φύσις του χρυσού είναι η αυτή, όμως διαφέρει κατά το χάραγμα και την σφραγίδα. Και ο χρυσός όπου λέγω είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η ελεημοσύνη· αλλ’ όμως και οι Έλληνες μεταχειρίζονται τας αρετάς ταύτας, και οι αιρετικοί, και βάλλουν εις αυτάς την ιδικήν των σφραγίδα· όθεν ημείς πρέπει να προσέχωμεν και να αποφεύγωμεν αυτούς ως παραχαράκτας, δια να μη περιπέσωμεν εις αυτούς αγυμνάστως και ζημιωθώμεν. Λοιπόν πρέπει να δεχώμεθα με ακρίβειαν τον Σταυρόν του Κυρίου τυπωμένον με τας θεϊκάς αρετάς, ήτοι με πίστιν ορθήν και με έργα σεμνά. Πρέπον είναι ημείς αι Μοναχαί να κυβερνώμεν με κάθε διάκρισιν την ψυχήν μας, και εάν είμεθα εις Κοινόβιον να μη ζητούμεν το ιδικόν μας θέλημα, αλλά να υποτασσώμεθα εις την πνευματικήν μας μητέρα, την Ηγουμένην· ημείς παρεδώκαμεν τον εαυτόν μας εις εξορίαν, ήτοι εξήλθομεν έξω από τα σύνορα των κοσμικών πραγμάτων· ας μη ζητήσωμεν πάλιν τα αυτά· εκεί εις τον κόσμον είχομεν δόξαν, εδώ ας έχωμεν χρείαν και του άρτου· εκεί εις τον κόσμον, εκείνοι,οίτινες πταίουν, βάλλονται εις φυλακήν και μη θέλοντες· και ημείς εδώ ας φυλακίσωμεν θεληματικώς τον εαυτόν μας, δια τας αμαρτίας μας, δια να αποδιώξη την μέλλουσαν κόλασιν η θεληματική φυλακή μας. Αν νηστεύης, μη προφασισθής ότι ησθένησες, δια να καταλύσης, ότι και εκείνοι όπου δεν νηστεύουν, πίπτουν εις τας αυτάς ασθενείας· ήρχισες το καλόν; Μη το αφήσης με το να σε εμποδίζη ο εχθρός, αλλά υπόμεινον, δια να καταργήσης τον διάβολον με την υπομονήν σου, διότι και εκείνοι οι οποίοι αρχίζουν να ταξιδεύουν, όταν εύρουν επιτήδειον άνεμον, απλώνουν τα ιστία και τρέχουν· και πάλιν όταν εύρουν εναντίον άνεμον, δεν τα καταβιβάζουν ευθύς, αλλά υπομένουν ολίγον, ή και μονάχα πολεμούντες με την τρικυμίαν, και κάμνουν το ταξίδιόν των· έτσι και ημείς, όταν τύχη να μας ακολουθήση τρικυμία, ας απλώσωμεν τον Σταυρόν αντί ιστίου, ας κάμωμεν αφόβως το ταξίδιόν μας. Αυτά ήσαν τα διδάγματα, ή καλλίτερα να ειπώ τα έργα της παναρέτου Συγκλητικής· και άλλα πολλά και μεγάλα έργα και λόγια εγνωρίσθησαν και εδιδάχθησαν από αυτήν, προς ωφέλειαν εκείνων οι οποίοι τα ήκουσαν και τα είδον, τα οποία δεν είναι ικανή γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθή δια το πλήθος. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη το τοσούτον πλήθος των καλών, κατετρώγετο και εστοχάζετο με τι τρόπον να ημπορέση να θολώση την λαμπρότητα των προτερημάτων της. Και λοιπόν εζήτησε, κατά θείαν συγχώρησιν, αυτήν την γενναιοτάτην παρθένον, δια να αγωνισθή με αυτήν τον τελευταίον αγώνα, και με τόσην έχθραν την επολέμησεν, ώστε δεν ήρχισε την πληγήν από τα έξωθεν μέλη του σώματός της, αλλά πληγώνων τα εντόσθιά της τής επροξενούσεν εκ βάθους πόνον σφοδρόν, ώστε ήτο απαρηγόρητος από την βοήθειαν των ανθρώπων· και πρώτον επλήγωσε τον πνεύμονά της, το αναγκαιότατον εις την ζωήν μέλος της· έπειτα κατ’ ολίγον ήναπτε την κακίαν του με ασθενείας ολεθρίας, διότι ημπορούσεν εις ολίγον καιρόν να της προξενήση τον θάνατον, αλλ’ ο κατάρατος έδειξε την κακία του εις αυτήν με πολυκαιρίαν και με πολλάς πληγάς, ως αιμοβόρος φονεύς· επειδή ανέλυσε ολίγον κατ’ ολίγον τον πνεύμονά της, και την έκαμε να τον πτύση έξω όλον με τα αιματώδη πτύσματα· έπασχεν ακόμη και από θερμασίαν παντοτεινήν, η οποία έφθειρε το σώμα της ως κηρόν. Ήτο δε τότε η Αγία ογδοήκοντα χρόνων, όταν ο διάβολος έφερεν εις αυτήν τα πάθη του Ιώβ· ότι τας αυτάς πληγάς μετεχειρίσθη και εις αυτήν, θέλων να της προξενήση πλέον βαρυτέρους πόνους. Διότι ο Ιώβ τριάκοντα πέντε χρόνους έκαμεν εις την πληγήν, εις δε την Οσίαν ταύτην αφαιρών ο εχθρός από κάθε δέκα χρόνους ένα, εσύναψεν αυτούς εις τας πληγάς του ιερού σώματός της· διότι τρεις και ήμισυν χρόνους επολέμησε τον εχθρόν η μακαρία δια μέσου των ενδόξων πόνων της. Και εις μεν τον Ιώβ ήρχισεν ο διάβολος τας πληγάς από τα έξω, εις δε την Οσίαν ήρχισεν από τα έσω, τα εντόσθια· όθεν νομίζω πως δεν εκακοπάθησαν τόσον οι γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες, όσον εκακοπάθησεν η αοίδιμος Συγκλητική, διότι εκείνους τους επολέμησεν από τα έξω, και μολονότι τα παιδευτήρια εκείνων ήσαν μάχαιραι και πυρ, όμως ήσαν μαλακώτερα από τα βασανιστήρια της Οσίας· ότι ως ανημμένη κάμινος κατέφλεγε τα σπλάγχνα της, ανάπτων ολίγον κατ’ ολίγον το πυρ από τα εντόσθια· το οποίον είναι κατά αλήθειαν τιμωρία βαρεία και απάνθρωπος, διότι και οι εξουσιασταί, όταν θέλουν να τιμωρήσουν κανένα άνθρωπον βαρύτερα και σκληρότερα, τον καίουν με ολίγην πυράν, και κατ’ ολίγον τον φθείρουν. Τοιουτοτρόπως και ο εχθρός, ανάπτων την θερμασίαν από τα εντόσθια τής Οσίας, την ετιμωρούσεν ακατάπαυστα νύκτα και ημέραν. Υπέφερε δε η Αγία μεγαλοψύχως και ταύτην την πληγήν και δεν εκατάπιπτεν, ουδέ ωλιγοψυχούσεν, αλλά πάλιν επολεμούσε τον πολεμούντα εχθρόν, και πάλιν με τας ψυχωφελείς διδασκαλίας ιάτρευεν εκείνους, οι οποίοι επληγώνοντο από αυτόν και έσωζε τας ψυχάς των ως από το στόμα του λέοντος. Μερικούς δε πάλιν εφύλαττεν ατρώτους, διότι τους υπεδείκνυε τας παγίδας του διαβόλου, και τους έκαμνεν ελευθέρους από την αμαρτίαν· και έλεγεν η θαυμασία, ότι δεν πρέπει ποτέ να είναι αμέριμνοι αι ψυχαί, αι οποίαι είναι αφιερωμέναι εις τον Θεόν· και όταν αυταί ησυχάζουν, ο εχθρός τρίζει τους οδόντας του, και νικώμενος από αυτάς λυπείται, παραμερίζει ολίγον, όμως παρακολουθεί πότε να αμελήσουν ολίγον τι, και τότε έρχεται εναντίον των, και με εκείνα εις τα οποία εκείναι έχουν αμεριμνησίαν, με εκείνα τα ίδια τας απατά. Αδύνατον είναι να μη έχουν μικρόν τινα σπινθήρα καλού και οι πολλά κακοί, όπως επίσης και εκείνοι οι οποίοι είναι πολλά καλοί θα έχουν κάποιον κακόν, και πάντοτε ευρίσκεται μέρος καλού εις τους κακούς και μέρος κακού εις τους καλούς· όθεν πολλάς φοράς συμβαίνει να είναι τις γεμάτος από κάθε πάθος αισχρόν, όμως να είναι ελεήμων και πάλιν πολλάς φοράς ευρίσκεται εις αυτούς και καταλαλιά και φιλαργυρία· δια τούτο δεν πρέπει να αμελή τις και να καταφρονή τα μικρά, ως να μη ημπορούν να τον βλάψουν· διότι και ολίγον νερόν με την πολυκαιρίαν τρυπά την πέτραν. Λοιπόν τα μεγάλα καλά έρχονται εις τους ανθρώπους από την θείαν χάριν· τα φαινόμενα μικρά πάθη εδιδάχθημεν να τα πολεμούμεν ημείς εξ ιδίων, και όποιος πολεμήση το μεγάλον με την χάριν του Θεού και καταφρονήση τα μικρά, θέλει ζημιωθή μεγάλως· διότι ο Κύριος ημών, ως γνήσιος Πατήρ μας, όταν ημείς τα πνευματικά τέκνα του αρχίσωμεν να περιπατούμεν, μας δίδει την χείρα Του, δια να μη πέσωμεν, και λυτρώνων ημάς από τους μεγάλους κινδύνους, μας αφήνει να κινούμεθα μόνοι μας εις τους μικρούς κινδύνους, δια να δείξη εις ημάς ότι έχομεν ελευθερίαν γνώμην, να περιπατούμεν με τα ιδικά μας πόδια· ότι όποιος νικάται από τα μικρά, πως ημπορεί να φυλάξη τον εαυτόν του από τα μεγάλα; Βλέπων δε πάλιν ο μισόκαλος την Οσίαν πως ηνδρειώνετο εναντίον του, του εκακοφαίνετο, και στοχαζόμενος ότι η τυραννική του εξουσία ενικάτο από την Οσίαν, εμεθοδεύθη άλλον τρόπον κακίας, και επλήγωσε τα όργανα της φωνής της Αγίας, δια να εμποδίση τον προφορικόν λόγον της, νομίζων, ότι με τούτον τον τρόπον θέλει κάμει τας αδελφάς, όπου επήγαιναν εις την Οσίαν, να μείνουν πεινασμέναι από λόγον Θεού· αλλά αν και υστέρησε την ακοήν αυτών από τους λόγους της Οσίας, όμως τας έκαμε να λάβουν μεγάλην ωφέλειαν με την μεγαλυτέραν αίσθησιν των οφθαλμών, ότι διότι έβλεπαν αυτάς τας πληγάς τής Οσίας εδυναμώνοντο περισσότερον εις την αρετήν· διότι αι σωματικαί πληγαί της Αγίας ιάτρευσαν τας πληγωμένας ψυχάς, και η μεγαλοψυχία και υπομονή της μακαρίας εγένετο εις εκείνας, όπου την έβλεπαν, προφύλαξις και ιατρεία. Επλήγωσε δε την Οσίαν ο εχθρός με τούτον τον τρόπον· επόνεσε ένα μεγάλο δόντι της Αγίας, και από το δόντι εσάπη παρευθύς το ούλον της, και έπεσε μόνον το δόντι· το δε σάπισμα εβόσκησεν όλην της την σιαγόνα επί τοσούτον, ώστε μετά δύο μήνας διετρήθη το οστούν και εξήρχετο εξ αυτού δυσοσμία βαρυτάτη, εκ της οποίας δεν ηδύναντο αι αδελφαί, αίτινες την υπηρετούσαν, να υποφέρουν και ηναγκάζοντο να απομακρύνωνται απ’ αυτής, ότε δε παρίστατο ανάγκη να έλθουν πλησίον της, έκαιον θυμιάματα δια την αφόρητον εκείνην δυσωδίαν, αφού δε την επεριποιούντο και πάλιν απεμακρύνοντο. Η δε μακαρία Συγκλητική έβλεπε φανερά τον εχθρόν, όστις την επολέμει, και δια τούτο δεν επέτρεπε να της προσφέρουν ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, αι δε αδελφαί υην παρεκάλουν να αλείφη τουλάχιστον την πληγήν με μύρα δια την ιδικήν των ασθένειαν, αλλά δεν εδέχετο· διότι εστοχάζετο, ότι με την βοήθειαν, την οποίαν ελάμβανεν από τους ανθρώπους, εξέπιπτεν από τον ένδοξον αγώνα, τον οποίον είχε με τον εχθρόν. Αι δε αδελφαί εκάλεσαν ένα ιατρόν, δια να την καταπείση αυτός, εις το να δεχθή τινά θεραπείαν. Όμως η Οσία δεν έστεργε λέγουσα· «Τι βλέπετε το φαινόμενον και δεν ζητείτε το κρυπτόμενον; Τι ερευνάτε το γενόμενον, και δεν θεωρείτε εκείνον όστις το ενεργεί»; Ο δε ιατρός τής είπε: «Δεν ζητούμεν να σε ιατρεύσωμεν ή να σε παρηγορήσωμεν, αλλά να θάψωμεν, κατά την συνήθειαν, το μέρος εκείνο, όπερ απεξενώθη από το υπόλοιπον σώμα σου και ενεκρώθη εκ της σήψεως, δια να μη ασθενήσουν αι αδελφαί, αίτινες σε υπηρετούν· εκείνο το οποίον κάμνουν εις τους νεκρούς, αυτό κάμνω τώρα και εγώ· βρέχω εις οίνον, αλόην με σμύρναν και μυρσίνην, και τα βάλλω επάνω εις το μέρος το οποίον εσάπη». Ακούσασα ταύτα η Οσία εδέχθη την συμβουλήν, διότι ελυπήθη τας αδελφάς, αίτινες την υπηρετούσαν. Τις δεν έφριξε βλέπων την ανυπόφορον εκείνην πληγήν; Τις δεν ωφελήθη στοχαζόμενος την υπομονήν της Οσίας ή τις δεν ενεδυναμώθη, κατανοών την ήτταν και την πτώσιν την οποίαν έλαβεν ο διάβολος από αυτήν; Διότι ο μιαρός επλήγωσε την Αγίαν εις εκείνο το μέρος, από το οποίον έτρεχεν η σωτηριώδης και γλυκυτάτη πηγή των λόγων, η δε υπερβολική του κακία εδίωξε κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν και ως θηρίον αιμοβόρον ώρμησε δια να σπαράξη το θήραμα, πλην ζητών αυτός να φάγη, έγινε φαγητόν, διότι συνελήφθη εις το άγκιστρον από την ασθένειαν του σώματος και βλέπων την Οσίαν, ότι ήτο γυνή, την κατεφρόνει ως μέρος αδύνατον, μη γνωρίζων το ανδρικόν της φρόνημα· έβλεπε το σώμα της ασθενές, αλλά δεν ηδύνατο ο τυφλός να ίδη τον γενναιότατον λογισμόν της. Τρεις μήνας λοιπόν ηγωνίσθη η Οσία με τον αγώνα τούτον, και διεκρατείτο από την θείαν δύναμιν, διότι η φυσική δύναμίς της ηλαττούτο, επειδή ούτε να φάγη τροφήν ηδύνατο από την υπερβολικήν σήψιν και δυσισμίαν, ούτε να κοιμηθή από τους πολλούς πόνους. Όταν δε επλησίασε το τέλος της νίκης, είδε θείας οπτασίας και επιστασίας Αγγέλων, και Παρθένους Αγίας, είδε και ελλάμψεις θείου φωτός, και τόπον Παραδείσου· αφού δε είδε ταύτα, τα απεκάλυψεν εις τας αδελφάς, αίτινες ήσαν εκεί, και τας συνεβούλευσε να υπομένουν ανδρείως τας προσωρινάς θλίψεις και να μη ολιγοψυχούν· προείπε δε εις αυτάς, ότι μετά τρεις ημέρας θέλει χωρισθή από το σώμα. Και δεν προείπεν μόνον την ημέραν, αλλά και την ώραν κατά την οποίαν έμελλε να τελευτήση· όταν δε έφθασεν η προκαθορισθείσα παρ’ αυτής ημέρα και ώρα απήλθεν η μακαρία Συγκλητική προς τον Κύριον και έλαβε παρ’ Αυτού δια βραβείον και στέφανον των αγώνων της την Βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο καταξιωθήναι πάντας ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου