Θεόδωρος ο ένθερμος της
Ορθοδόξου πίστεως Νεομάρτυς και Αθλητής του Χριστού προθυμότατος, κατήγετο εκ
του Νεοχωρίου του Βυζαντίου, εγεννήθη δε κατά το έτος αψοδ΄ (1774) επί της
βασιλείας του Σουλτάν Μαχμούτ. Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβέστατοι Ορθόδοξοι
Χριστιανοί και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Χατζή Αναστάσιος, η δε μήτηρ του
Σμαραγδή. Εφαίνετο δε εις τούτον ως άνωθεν προωρισμένον το όνομα Θεόδωρος,
διότι η μεγάλη προς τα θεία θερμότης του τον εφώτιζεν, ώστε από μικρόν παιδίον
να είναι προσηλωμένος εις τον φόβον του Θεού και εις τα ιερά γράμματα, τα οποία
και έμαθεν· έμαθε δε και την ζωγραφικήν τέχνην από ευσεβή τινα Χριστιανόν με
τον οποίον ειργάζετο εις τα βασιλικά παλάτια.
Βλέπων δε ο μισόκαλος διάβολος την προς τα θεία σταθεράν πίστιν και αφοσίωσίν του και αυξανομένην καθημερινώς την αρετήν του και εδραιουμένην εις την θείαν επίγνωσιν και μη υποφέρων και την καθημερινήν προσευχήν και κανονικήν νηστείαν του, εφθόνησε και ήρχισε να ρίπτη εις την αγαθήν καρδίαν αυτού σπόρον φιληδονίας και μετατροπήν επιγνώσεως και να στρέφη την προσοχήν του προς εκείνας τας αγαρηνάς σωματικάς τρυφάς, δόξας και πολυτελείας, τας οποίας ο μισόκαλος ούτος παρέστησεν ως δόλον επιγνώσεως· ως άνθρωπος δε απατηθείς, έπεσεν εις την παγίδα αυτού του αποστάτου διαβόλου και σκοτισθείς τον νουν, ηρνήθη, φευ! Τον Ιησούν Χριστόν και εδέχθη το βδελυρόν εκείνο της θρησκείας του Μωάμεθ σύμβολον, ήτοι την ψευδοπεριτομήν της ακροβυστίας και ως τοιούτος έμενεν εις τα βασιλικά παλάτια τρία έτη, όπου εδιδάσκετο τας βδελυράς και απατηλάς μυθολογίας, τας οποίας εκείνος ο πλάνος επενόησε. Συγχρόνως έλαβε και βασιλικάς δόξας, τιμάς, πλούτη μεγάλα και οφφίκια· όθεν δεν ήτο πλέον μικράς τάξεως άνθρωπος, αλλ’ εις των ενδόξων και μεγάλης τιμής ανθρώπων του βασιλικού παλατίου· ήλπιζε δε, με την πρόοδον του καιρού, εις ανώτερον μέλλον φθερτόν, αντί της ζώσης και αθανάτου ζωής. Μετά πάροδον τριών ετών έπεσεν εις την Πόλιν πανώλης ακόμη και εις αυτά τα παλάτια του Σουλτάνου και καθημερινώς έβλεπεν ότι απέθνησκον αδιακρίτως πάσης τάξεως άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και πένητες, όθεν εκυριεύθη από φόβον. Συνήλθε λοιπόν εις τον εαυτόν του και εσυλλογίσθη το κακόν της αρνήσεως· και τότε ερριζώθη εις την καρδίαν αυτού ο φόβος του Θεού. Όθεν ηρνήθη ευθύς όλας εκείνας τας μεγάλας τιμάς και δόξας της των Αγαρηνών θρησκείας και την εξουσίαν της βασιλείας των και έκλινεν εις μετάνοιαν, επιμόνως δε και με διακαή πόθον εζήτει τρόπον να φύγη. Ο φόβος ούτος εδόθη παρά Θεού ως μέσον μετανοίας κατά την προφητικήν ρήσιν· «Μη θελήσει θελήσω τον θάνατον του ανόμου, λέγει Κύριος, ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς, και ζην αυτόν» (Ιεζεκ. ιη: 23), και την αποστολικήν τοιαύτην· «Τούτο γαρ καλόν και αποδεκτόν ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. Β: 3-4). Διότι, δια να καταφρονήση όλας εκείνας τας μεγάλας τιμάς και δόξας, τα πλούτη και τας πολυτελείς τρυφάς και την βασιλικήν εξουσίαν και δια να θραύση εκείνους τους διττούς δεσμούς της αρνητικής ομολογίας του και αποφασίση άλλην αμετάτρεπτον ομολογίαν μετανοίας, ήτο ανάγκη να δοθή εν τοιούτον μέσον άνωθεν και μία ουράνιος και πολύ δραστηρία δύναμις, δια της οποίας να καταβάλη και νικήση τας δυσκαταμαχήτους δυνάμεις του αποστάτου διαβόλου και θραύση γενναίως τα δεσμά εκείνα της ψευδοπεριτομής του, επειδή δεν ήτο δυνατόν, απλώς και ως έτυχε, να έλθη μόνος εις τοιαύτην μετάνοιαν, ούτε άλλος άνθρωπος ηδύνατο να τον καταπείση να αποσπασθή απ’ εκείνην την σατανικήν ματαιότητα των προσκαίρων και φθαρτών αγαθών. Λοιπόν, σεληνόφωτόν τινα νύκτα απεπειράθη ν’ αποσπασθή από τους αθλίους εκείνους Αγαρηνούς· αλλ’ η φυγή αυτού εματαιώθη και δεν έγινε κατ’ ευδοκίαν Θεού. Διότι αποφασίσας να αναχωρήση έπεσεν από μέρος τι υψηλόν, δια να δυνηθή να φύγη· επειδή όμως ηκούσθη ο κτύπος, έτρεξαν παρευθύς τινές των εκεί Αγαρηνών και ευρόντες αυτόν τον επανέφεραν εντός του παλατίου. Μετά πάροδον ολίγων ημερών ανεκοίνωσε τον σκοπόν του εις Χριστιανόν τινα, γουναράν το επάγγελμα, όστις εσύχναζεν εκεί και τον παρεκάλεσε να του δώση ναυτικήν τινα ενδυμασίαν, δια νατην φορέση και να φύγη. Όταν δε χωρίς να αντιληφθή κανείς έλαβε την στολήν, εζήτει έκτοτε ευκαιρίαν να φύγη. Ενώ λοιπόν ημέραν τινά έτρωγον οι Αγαρηνοί, οίτινες τον εγνώριζον, έκαμε τον σταυρόν του, επήρε τα ενδύματά του και επήγεν εις τόπον παράμερον, εκεί εξεδύθη τα λαμπρά ενδύματα και τας γούνας τας οποίας εφόρει και εφόρεσε τα Χριστιανικά, εμαύρισε το πρόσωπόν του, έδεσε το μέτωπόν του με εν λερωμένον μανδήλιον και επήρεν εις τον ώμον του μίαν στάμναν· ποιήσας δε εις τον εαυτόν του το σημείον του Σταυρού, εξήλθεν από εκείνον τον κατηραμένον οίκον, επέρασεν εμπρός από τους φύλακας της αυλής, κατέβη εις την θάλασσαν και εισελθών εις πλοίον μικρόν επήγεν εις την οικίαν θείας του τινός. Ύστερον από ολίγας ημέρας, χρισθείς ο καλός Θεόδωρος δι’ αγίου Μύρου, ανεχώρησεν εκείθεν με πολλούς κόπους και φόβους και κατέφυγεν εις Χίον, όπου έμεινεν ημέρας τινάς πλησίον πνευματικού τινος πατρός. Αναγινώσκων δε κατανυκτικά βιβλία και τα Μαρτύρια των Αγίων και πολύ περισσότερον των Νέων Μαρτύρων, ήλθεν εις αμετάτρεπτον απόφασιν μετανοίας και εστέναζε δια το κακόν της αρνήσεώς του· ακολούθως εξωμολογήθη δις και τρις με γενικήν και λεπτομερή εξομολόγησιν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας έπραξεν ως άνθρωπος καθ’ όλην την ζωήν του, χωρίς να λησμονήση καμμίαν και συγχρόνως εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ήρχισε δε να ποθή και να επιζητή το Μαρτύριον. Επειδή δε ήκουε και το γενναίον Μαρτύριον και τας αριστείας του προ αυτού μαρτυρήσαντος Αγίου Πολυδώρου, ηύξανε καθημερινώς η προς την μετάνοιαν κατάνυξίς του και ο πόθος του Μαρτυρίου. Τότε ηύξησαν οι λογισμοί και οι πειρασμοί του μισοκάκου διαβόλου και αφ’ ενός εκ τούτου στενοχωρούμενος, αφ’ ετέρου δε εκ του πόθου του Μαρτυρίου φλεγόμενος, επεθύμει πότε να ευρεθή τρόπος να τελειώση το ποθούμενόν του και απαλλαχθή της κοσμικής ματαιότητος. Συνεργούντος λοιπόν του Θεού, ευρέθη ζηλωτής τις αδελφός, όστις τον συμπαρέλαβε και τον μετέφερεν εις τόπον παράμερον και εκεί διέμενον και εδέοντο του Θεού, κοινώς και κατ’ ιδίαν, δια να οδηγήση αυτούς εις το Άγιον αυτού θέλημα· ο δε αδελφός, κινούμενος από αγάπην, συνέθεσε δι’ αυτόν τη ευχήν ταύτην· Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός της αθλίας μου ψυχής, μη βδελύξη με τον αμαρτωλόν, αλλ’ ενδυνάμωσον την ασθενή και πεπωρωμένην καρδίαν μου, θέρμανον αυτήν εις τον έρωτα υπέρ του Μαρτυρίου, ίνα ως ηρνήθην Σε, τον πλάστην μου και ευεργέτην, χωρίς να με βιάση τις και εγενόμην δούλος του μιαρού διαβόλου και παίγνιον των δαιμόνων και υπέκυψα εις την εξουσίαν, υποταγήν και θέλησιν αυτών, ούτω πάλιν, δια της Σης Χάριτος και της ανυπερβλήτου μακροθυμίας, δι’ ης βοηθούμενος διέφυγον τας παγίδας αυτών, αξιώσης με, τον ελεεινόν και ανάξιον, της κλήσεως των Χριστιανών και της αιωνίου μακαριότητός σου· μη με βδελύξη τον ταπεινόν σου δούλον, μονογενές Υιέ του Θεού, αλλά παράλαβέ με εν τω χορώ των Μαρτύρων σου και αξίωσόν με τυχείν αφέσεως παρ’ αυτών». Μετά την ευχήν ταύτην επεκαλείτο την βοήθειαν και μεσιτείαν της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων Μαρτύρων και ιδίως του Αγίου Μάρτυρος Πολυδώρου· αυτήν την ευχήν εδέχθη ο Αθλητής ούτος ως βοηθητικόν μέσον και όπλον ακαταμάχητον της μαρτυρικής κλήσεώς του και αυτήν έλεγε συχνά με μεγάλην και κατανυκτικήν ευλάβειαν, συχνότερα δε έλεγεν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αρνητήν σου, οδήγησόν με και φώτισόν με εις οδόν μετανοίας· ζήτησόν με τον πεπλανημένον, ως το απολωλός πρόβατον, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου και δέξαι με ως τον ληστήν, ως την πόρνην και ως τον άσωτον υιόν και κατάταξόν με εν ταις σκηναίς των Δικαίων». Αυταί αι ευχαί έδωσαν μεγάλην κατάνυξιν εις την καρδίαν του Μάρτυρος και ένθερμον αφοσίωσιν εις τον πόθον του Μαρτυρίου τόσον, ώστε εζήτει επιμόνως και έλεγεν εις εκείνον τον ζηλωτήν αδελφόν· «Πάτερ, να ετοιμασθώμεν, διότι είναι καιρός πλέον να υπάγωμεν δια την υπόθεσίν μας». Εις αυτήν την φλογεράν κατάνυξιν και απόφασιν ευρισκομένου του Μάρτυρος έφθασε και ο πρώτος του πνευματικός πατήρ και αφ’ ου του έκαμαν πολλάς και ποικίλας δοκιμασίας και οι δύο και είδον ακλόνητον και στερεάν την γνώμην του, απεφάσισαν την οδόν του Μαρτυρίου· και ο μεν ζηλωτής αδελφός να συντροφεύση τον Μάρτυρα μέχρι της Μυτιλήνης και να τον παρηγορή κατά την οδόν, ο δε πνευματικός του, αφ’ ου τους συνεβούλευσε τα δέοντα και τους απέστειλεν, έμεινεν εις την Χίον. Κατά την νύκτα όμως εκείνην, ο ευλογημένος Θεόδωρος εδοκίμασε μέγαν αγώνα λογισμών ακαθαρσίας και βλασφημίας και συχνά εξύπνα την νύκτα τον αδελφόν και του έλεγεν· «Αχ, Γέροντά μου, τι να κάμω; Δεν με λυπείσαι τον δυστυχή, με έφαγον οι λογισμοί, τον ταλαίπωρον». Εκείνος τον παρηγόρει όσον ηδύνατο. Αλλ’ ο Μάρτυς πάλιν του έλεγεν· «Άγιε μου Γέροντα, ας υπάγωμεν το γρηγορώτερον δια να ελευθερωθώ από τον σατανάν, διότι με κατατρώγει τον δυστυχή· θέλω να υπάγω εις τον Χριστόν μου, να υπάγω το ταχύτερον»! Έως δε να φθάσουν εις την Μυτιλήνην το σώμα του ευλογημένου Θεοδώρου από την αδυναμίαν ανέλυσεν. Όταν δε έφθασαν, εισήλθον εις το πλοίον δύο Αγαρηνοί και τους εφόβισαν πολύ, μετ’ ολίγην όμως ώραν έφυγον χωρίς να τους πειράξωσι. Τότε ο Μάρτυς λέγει προς τον αδελφόν· «Γέροντά μου, δεν είναι συμφέρον εις εμέ να καθήσω περισσότερον εντός του πλοίου, αλλά να εξέλθωμεν και να κάμωμεν την εργασίαν μας». Αμέσως τότε παρεμέρισαν ολίγον και ετοιμάσαντες μετέλαβεν τον Μάρτυρα τα θεία Μυστήρια με πολλήν κατάνυξιν και ευλάβειαν. Έπειτα όταν εκάθισαν να φάγωσιν ολίγην τροφήν, του είπεν ο αδελφός· «Φάγε ολίγον, υιέ μου Θεόδωρε». Ο δε κλαίων έφαγεν ολίγον λέγων· «Δεν δύναμαι να φάγω, διότι έκλεισεν ο λαιμός μου· να υπάγωμεν εις την οδόν μας, διότι έχω μεγάλην βάσανον εις την ψυχήν· δεν είναι καιρός να περιμένω πλέον, πρέπει να πάρωμεν τα αναγκαία ενδύματα και να απομακρυνθώμεν ολίγον παράμερα να τα φορέσω και να υπάγω εις τον δρόμον μου». Εις τόπον λοιπόν αρμόδιον ενεδύθη ο Μάρτυς τα ενδύματα των Αγαρηνών, ο αδελφός δε δια να θυλακώση το ένδυμά του εκάθησεν εις την γην· και ο Μάρτυς κλαίων και φιλών τας σεβασμίας χείρας του, έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε Γέροντα, ο Θεός να πληρώση τους κόπους σου, εγώ ο αμαρτωλός δεν είμαι άξιος». Ο δε αδελφός με δάκρυα έλεγεν· «Αδελφέ μου Θεόδωρε, μήπως σου ήλθεν εις την καρδίαν καμμία δειλία»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουχί, Πάτερ, αλλά λυπούμαι δια τον χωρισμόν σου». Εναγκαλιζόμενος δε αυτόν και καταφιλών και βρέχων τους πόδας του αδελφού με δάκρυα έλεγεν· «Άγιοι πόδες, οι οποίοι εκοπιάσατε δι’ εμέ». Ο δε αδελφός του έλεγε· «Παύσε, Θεόδωρε, εγώ έχω χρέος να σε αγαπώ, καθώς και συ ηγάπησας τον Χριστόν και δια την αγάπην του παραδίδεις τον εαυτόν σου εις θάνατον». Ο Μάρτυς του λέγει· «Εάν με αγαπάς, θέλω, μετά τον θάνατόν μου, να υπάγης να συναντήσης τους γονείς μου και να τους παρηγορήσης, καθώς παρηγόρησας και τους γονείς του Αγίου Πολυδώρου, διότι πολύ τους ελύπησα και πονεί η ψυχή μου δι’ αυτούς. Να προσκυνήσης δε και τον ιατρόν της ψυχής μου και πολλά να τον ευχαριστήσης· να ασπασθής και τον αδελφόν, ο οποίος μας υπηρέτησε». Ταύτα ακούων ο αδελφός και βλέπων το ιλαρόν αυτού πρόσωπον και τους οφθαλμούς του γέμοντας δακρύων, έκλαυσε και αυτός τότε και εναγκαλισάμενος τον Μάρτυρα και καταφιλήσας την μαρτυρικήν του κεφαλήν, του είπε· «Πορεύου, υιέ μου, την ποθουμένην οδόν σου και ο Κύριος έσται μετά σου ενισχύων σε». Και ούτως ανεχώρησεν ο Μάρτυς· αλλ’ ο αδελφός, επόνεσεν η ψυχή του και είπε· «Θεόδωρε, μήπως θέλεις τίποτε από εμέ»; Ο Μάρτυς του είπεν· «Όχι». Του λέγει ο αδελφός· «Καλότυχος και μακάριος είσαι, Θεόδωρε· ύπαγε εις οδόν ειρήνης, στρατιώτα του Χριστού· μου φαίνεται κατά αλήθειαν, ότι βλέπω τους Αγίους Μάρτυρας να σε συνοδεύουν». Τότε απεχαιρετίσθησαν και δακρυρροούντες εχωρίσθησαν. Μετά τέσσαρας ημέρας της εν Μυτιλήνη διαμονής του ο Μοναχός απήντησε δύο Χριστιανούς ερχομένους από το φρούριον και αφ' ο’ τους ηρώτησε, του είπον· «Πάτερ, σήμερον είδομεν ένα νέον, καλούμενον Θεόδωρον, όστις εμαρτύρησε δια την πίστιν του Χριστού μας· εκρέματο εις την αγχόνην και όλον το πλήθος των ανθρώπων έφριξε και εθαύμασε την ανδρείαν και σταθεράν πίστιν αυτού του νέου· ήτο εις την ηλικίαν έως είκοσι ετών». Ο δε ζηλωτής αδελφός από την χαράν του εδάκρυσε και όταν τον ηρώτησαν τους απεκρίθη· «Πράγμα ήκουσα, όπερ δεν το ήλπιζα εις τοιούτον καιρόν, ότε επλάτυνεν η κακία, να γίνονται δια τον Χριστόν Μάρτυρες». Τότε αυτοί ήρχισαν να διηγούνται εν προς εν τα μαρτύρια του Μάρτυρος Θεοδώρου. Ο καλός ούτος αδελφός μαθών ταύτα, επήγε κατά την ιδίαν ταύτην νύκτα εις το φρούριον και είδε το ιερόν μαρτυρικόν σώμα του Μάρτυρος Θεοδώρου κρεμασμένον ακόμη εις τον τόπον της καταδίκης ολόγυμνον, με τόσα μαρτυρικά στίγματα καταπληγωμένον και με τόσην Χάριν της Αγιότητος εστολισμένον και διαλάμπον, ώστε πάντες οι Χριστιανοί βλέποντες αυτό εξίσταντο και εθαύμαζον λέγοντες· «Είναι παρόμοιον κατά το είδος και την σεβασμιότητα με την Αποκαθήλωσιν του Δεσπότου Χριστού». Επήγαινον δε παρρησία νέοι και γέροντες και έκοπτον από το υποκάμισον αυτού τεμάχια, τα έβαφαν εις το αίμα του και τα ελάμβανον χάριν ευλαβείας. Τα καθέκαστα δε του Μαρτυρίου του, κατά την διήγησιν των εκεί παρόντων δύο Χριστιανών, είναι τα ακόλουθα. Την Πέμπτην ημέραν της πρώτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής παρουσιάσθη ο Μάρτυς Θεόδωρος εις τον κριτήν της Μυτιλήνης και τον ηρώτησεν, εάν αυτός είναι ο κριτής του τόπου· ο δε απεκρίθη· «Εγώ είμαι». Ο Μάρτυς του είπε θαρραλέως· «Εγώ είμαι ο Ορθόδοξος Χριστιανός Θεόδωρος, όστις προ δέκα ετών αποπλανηθείς εδέχθην και έλαβον την κίβδηλον και βδελυράν οθωμανικήν θρησκείαν σας· ήδη δε ήλθον να την αποδώσω και αναλάβω την ιδίαν μου πίστιν». Ευθύς δε εξέβαλε το σαρίκιον, το οποίον έφερεν εις την κεφαλήν του, έρριψε τούτο ενώπιον του κριτού, και εξέσχισε τα πράσινα περικαλύμματα αυτού, καταπατήσας αυτά πολλάκις προς περιφρόνησιν, εξουθένωσιν και αποστροφήν της θρησκείας αυτού. Ο κριτής εκπλαγής και βλέπων την τοσαύτην παρρησίαν αυτού του νέου ηρώτησε τους παρεστώτας· «Τις είναι ούτος»; Αυτοί δε είπον, ότι είναι φρενοβλαβής· ακούσας δε τούτο ο Μάρτυς είπεν εις τον κριτήν· «Δεν είμαι φρενοβλαβής, αλλ’ έχω σώας τας φρένας· και είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ιδού είδες και ήκουσες και έμαθες ότι είμαι Χριστιανός και ότι αρνούμαι την θρησκείαν σας· λοιπόν επιτέλεσον το ταχύτερον παν το οποίον σκέπτεσαι προς τιμωρίαν μου και είμαι έτοιμος να υπομείνω πάσαν απόφασίν σου, με την δύναμιν του Χριστού μου». Οργισθέντες τότε οι παρεστώτες επίσημοι Οθωμανοί απέστειλαν αυτόν εις την οικίαν του δεσμοφύλακος ωθούντες και μαστίζοντες αυτόν ανηλεώς· αλλ’ ούτος εις ουδέν λογιζόμενος τας τυραννίας, ωμολόγει εις τους καθ’ οδόν συναντωμένους Χριστιανούς, ότι είναι Χριστιανός και ως τοιούτος εζήτει συγχώρησιν. Ότε δε έφθασαν εις την οικίαν του δεσμοφύλακος, παρευθύς έβαλον αυτόν εις την φυλακήν και εδέσμευσαν τους πόδας αυτού, εις δε τον λαιμόν έθεσαν βαρείαν άλυσον και εισήρχοντο εντός της φυλακής οι Οθωμανοί και τον εμάστιζον χλευάζοντες αυτόν ως τρελλόν. Εις πάντας δε ωμολόγει ότι είναι Χριστιανός και έχει υγιείς και σώας τας φρένας. Την επιούσαν, ημέραν Παρασκευήν της αυτής εβδομάδος, ώραν έκτην της μεσημβρίας, έφερον τον Μάρτυρα τυραννικώς προς εξέτασιν και ηρώτων αν ήλθεν εις τον νουν του, του υπέσχοντο δε δώρα πολλά και μεγάλα και ό,τι άλλο πολύτιμον θέλει, αρκεί να έλθη εις την θρησκείαν των. Ο δε Μάρτυς απήντησεν ούτω· «Και τον νουν μου έχω υγιά και την ομολογίαν μου σταθεράν και αμετάτρεπτον· σεις είσθε μωροί και χωρίς νουν. Τι με πειράζετε και με δοκιμάζετε, ενώ ενώπιόν σας μέμφομαι και βλασφημώ την πίστιν σας; Αφήνετε σεις την πίστιν σας και γίνεσθε Χριστιανοί; Λοιπόν πως ν’ αφήσω εγώ την του ηλίου φαεινοτέραν και αγίαν πίστιν του Χριστού μου και να έλθω εις την ιδικήν σας την σκοτεινήν και άνομον, οι οποίοι κάμνετε την ημέραν νύκτα και την νύκτα ημέραν και την νηστείαν σας πολυφαγίαν καθώς κάμετε εις το ραμαζάνι σας; Αλλά και εγώ ηπατήθην και έγινα Τούρκος, τώρα όμως αντιληφθείς την απάτην και την πλάνην, εις την οποίαν υπέπεσα, μετεμελήθην και ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός· αποστρέφομαι την πίστιν σας και τον προφήτην σας, και όλους σας, και δια την αγάπην του Χριστού μου προσφέρω την ζωήν μου και καταφρονώ τα πάντα· τι με φυλάττετε και δεν με φονεύετε»; Τότε ο κριτής, ο διοικητής των γενιτσάρων και όλοι οι εκεί παρόντες εφώναζον· «Βγάλτε αυτόν έξω να μη μας κολάση». Ούτω δε δια πολλών λακτισμάτων και μαστιγώσεων έφερον τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, και έβαλον αυτόν εις τα δεσμά. Ότε δε εδέσμευον τον Μάρτυρα του έδωσαν τριακοσίας μαστιγώσεις εις τους πόδας, άφησαν δε τας θύρας της φυλακής ανοικτάς, ίνα πας Οθωμανός εισέρχεται και μαστιγώνη αυτόν. Εισήρχοντο λοιπόν οι βουλόμενοι και εμαστίγωνον τον Μάρτυρα, δέκα πέντε δε άλλοι Οθωμανοί συγχρόνως εμαστίγωνον τούτον εκατέρωθεν του σώματός του και τον εκύλιον ως άφωνον ασκόν. Υπομένων δε ταύτα πάντα γενναίως και σιωπηλώς ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς δεν έλεγεν άλλο, ειμή· «Χριστιανός είμαι». Έπειτα τον έβαλαν να καθήση, αλλά και καθημένου έδιδον εις αυτόν πολλούς ραβδισμούς, εκείνος δε ο μακάριος έθεσε την δεξιάν παλάμην της χειρός του απί του τραχήλου, όπως τιμωρηθή και το δάκτυλον εκείνο, δια του οποίου εγένετο η κατάδειξις της αρνήσεώς του. Μετά ταύτα έβαλον εις τους κροτάφους της κεφαλής αυτού δύο κεράμους προσδέσαντες αυτούς μετά της κεφαλής δια σχοινίου, το οποίον περιετύλιξαν πέριξ αυτής. Βαλόντες δε ξύλον εις το σχοινίον περιέστρεψαν το ξύλον ως κοχλίαν και εσφίγγετο το σχοινίον τόσον δυνατά, ώστε εξήλθον από τας κόγχας των οι βολβοί των οφθαλμών του, το δε πρόσωπόν του εστρέφετο προς τα οπίσω· αλλ’ ο του Χριστού στρατιώτης επανελάμβανε· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Όπως δε οι θηριόγνωμοι Οθωμανοί επιβάλωσιν εις τον Μάρτυρα σιωπήν, έβαλον εις το στόμα του ράβδον και έσφιγγον δυνατά τους οδόντας του· έπειτα σύροντες την ράβδον εξερρίζωναν μερικούς οδόντας του· αφού δε κατέστησαν αυτόν ημιθανή κουρασθέντες αφήκαν αυτόν εις την φυλακήν. Την πρωϊαν του Σαββάτου, μεταβάς Χριστιανός τις υπηρέτης της φυλακής, εύρε τον Μάρτυρα ψάλλοντα το «Τη υπερμάχω». Εζήτησε τότε απ’ αυτόν ο Άγιος μελανοδοχείον και αφού το έλαβεν, έγραψε προς τον Αρχιερέα, όπως του αποστείλη την θείαν δωρεάν, την οποίαν και δια του ιδίου Χριστιανού έλαβεν ο Μάρτυς. Μετά ταύτα εγεύθη και δύο κουταλιές ζυμαρικών, τα οποία εζήτησεν από τον Χριστιανόν και ευχαριστήσας αυτόν είπε· «Δεν είναι τρόπος να έλθη τις εις την φυλακήν δια παρηγορίαν μου»; Τότε ήλθον συγχρόνως αρκετοί Οθωμανοί εις την φυλακήν, οι οποίοι εξετάζοντες τον Μάρτυρα επέφερον πάλιν εις αυτόν πολλά μαρτύρια. Γεώργιος δε τις, Θεσσαλονικεύς, νέος κατά την ηλικίαν, αναγινώσκων πολλάκις τα Μαρτύρια των παλαιών Μαρτύρων, έλεγε κατ’ ιδίαν· «Άραγε είναι αληθή αυτά όλα τα Μαρτύρια; Άραγε υπέμειναν αυτοί οι Μάρτυρες τόσα βάσανα, και μάλιστα ο συνώνυμός μου Γεώργιος»; Απορών δε περί τούτων και ακούσας τας βασάνους του Μάρτυρος Θεοδώρου, είπεν εις τινα φίλον του, ότι επεθύμει να υβρισθή με τινα, ίνα φέρωσιν αυτόν εις την φυλακήν και ίδη τον Μάρτυρα. Μαθόντες τούτο οι δημογέροντες έπεμψαν τον εισπράκτορα του βασιλικού φόρου να ζητήση τον φόρον, διεμήνυσαν δε εις αυτόν να μη πληρώση, ίνα ούτω, εγκλεισθή εις την φυλακήν δια να δυνηθή να ίδη και παρηγορήση τον Μάρτυρα. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εισελθών ο Γεώργιος εις την φυλακήν, εύρεν αρκετούς Οθωμανούς, οίτινες ετυράννουν διαφοροτρόπως τον Μάρτυρα και εξήταζον αυτόν, που διέμεινε τόσα έτη, ο δε Μάρτυς έλεγεν ότι ήτο εις την Αγγλίαν· ο Καλιτζίμπασης, ήτοι ο υπαστυνόμος, του είπεν· «Οι Ιερείς της Αγγλίας σου είπον να υπάγης εκεί, όπου έγινες Οθωμανός, να γίνης πάλιν Χριστιανός»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Ναι αυτοί μου είπον». Εκείνος δε αναστενάζων μανιωδώς έλεγεν· «Αν ήτο εις χείρας μου εκείνος ο Ιερεύς, ήθελον εκβάλει από την ράχιν του αρκετάς λωρίδας· τώρα, μιαρέ, πόθεν ήλθες»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Από την θάλασσαν». Τότε εις εξ εκείνων των Οθωμανών εζήτησε να έλθη ο Οθωμανός εκείνος ο οποίος εγνώριζε να βάλη εις την κεφαλήν του Μάρτυρος σχοινίον περιστρεφόμενον, δια να τον αναγκάση να αποκρίνηται την αλήθειαν· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Δεν αισχύνεσθε δια τα αίσχη της πίστεώς σας»; Τότε αυτοί έθετον υπό την ρίνα του καπνόν και έλεγον· «Πίε καπνόν, Τσιφούτ εφένδη». Ο δε Άγιος έλεγεν· «Είμαι Χριστιανός εκ κοιλίας μητρός μου, ονομάζομαι Θεόδωρος και αποθνήσκω Χριστιανός». Εις δε εξ αυτών εκπυρώσας καπνοδοχείον έκαιε τον τράχηλον του Αγίου λέγων· «Βλασφημείς την πίστιν»; Ο δε Μάρτυς έλεγε· «Αν δεν θέλητε να βλασφημώ την πίστιν σας μήτε σεις λέγετέ τι περί της ιδικής μου αγίας Πίστεως· το σώμα μου είναι εις την εξουσίαν σας· ποιήσατε αυτό καθώς θέλετε και αν εις τεμάχια διαμελίσητε αυτό, μόλις σας επαρκεί δια να τρώγητε επί μίαν εβδομάδα. Ποιήσατε λοιπόν ό,τι σας είναι αρεστόν και πραγματοποιήσατε το ταχύτερον τον σκοπόν μου, δια να υπάγω εις τον προορισμόν μου». Εκείνοι δε έλεγον εις τον Μάρτυρα κατά την οθωμανικήν διάλεκτον· «Ο αποστείλας σε ενταύθα Ιερεύς δεν σου είπε και περί του τόπου εις τον οποίον θα υπάγη η ψυχή σου»; Ο δε μακάριος Μάρτυς απεκρίθη· «Τούτο δεν δύνασθε σεις να γνωρίζητε». Πλησθέντες τότε θυμού οι τύραννοι εμάστιζον και ηπείλουν τον Μάρτυρα· αλλ’ αυτός γενναίως και απτοήτως εζήτει την ταχυτέραν εκτέλεσιν της απειλής αυτών και την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετάβασίν του· και εκείνοι μεν θυμού πληρούμενοι ανεχώρησαν, αυτός δε έμεινε μετά του Γεωργίου, όστις καθήσας πλησίον του εζήτει ευλογίαν και συγγνώμην, καταφιλών τους πόδας του. Ο δε Μάρτυς του είπε· «Συ, αδελφέ, να με ευλογήσης· εγώ ο ταλαίπωρος είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και έχω τόσα κακά επάνω μου· έλα, αδελφέ μου, πλησίον μου». Αφού δε εκείνος εκάθησε πλησίον του, τον ηρώτησεν ο Άγιος πως ονομάζεται, απεκρίθη δε εκείνος ότι ονομάζεται Γεώργιος και ότι ήλθε δια την αγάπην αυτού. Ο Μάρτυς ευχαριστήσας αυτόν είπε· «Καλώς, εποίησες αδελφέ, και ήλθες προς παρηγορίαν μου, διότι καθ’ όλην την νύκτα ήμουν μόνος και κατά σατανικήν συνεργείαν κατέλαβε την καρδίαν μου φόβος πολύς, ώστε μικρόν να υποκύψω εις την απόγνωσιν, διότι οι Αγαρηνοί ως κύνες λυσσώντες ώρμησαν κατ’ επάνω μου». Τότε ο αγαθός Γεώργιος, υπενθυμίσας το Μαρτύριον των εις την κάμινον του πυρός ριφθέντων Αγίων Τριών Παίδων, και τα Μαρτύρια των Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου και Δημητρίου, εχαροποίησεν αυτόν· ήρχισε δε τότε ο Άγιος να λέγη την συνηθισμένην του ευχήν περί της οποίας προείπομεν. Έπειτα ερωτά τον Μάρτυρα ο Γεώργιος περί του ονόματος, του τόπου, της καταγωγής και των γονέων του και πόθεν παρεκινήθη εις το Μαρτύριον, απήντησε δε ο Μάρτυς εις όλα τα προλαληθέντα κατ’ ακρίβειαν· και ζητήσας παρ’ αυτού μελανοδοχείον και χάρτην, έγραψε προς τον Αρχιερέα του τόπου, να ειδοποιήση τον εν Χίω πνευματικόν του, συνάμα δε έγραψε και εις τους γονείς του. Εν τω μεταξύ τούτω εξήλθε φήμη, ότι προς εμπαιγμόν του Μάρτυρος πρόκειται να τον πομπεύσωσιν εις την αγοράν, να κόψωσι δε και τους πόδας αυτού εκ των γονάτων. Μαθών δε τούτο ο εκεί τοπάρχης διεμήνυσε προς τον Οθωμανόν δικαστήν λόγους ονειδιστικούς, ως αγνοούντα τον νόμον, ότι παραχρήμα με την έκφρασιν της κατά του Μωάμεθ βλασφημίας, ώφειλε να καταδικάση εις θάνατον τον Μάρτυρα και ουχί να αφήση αυτόν βλασφημούντα. Ταύτα δε μαθών ο δικαστής ανεκάλεσε τούτο. Ταυτοχρόνως εισέρχεται εις την φυλακήν οικείος τις του τοπάρχου και είπε προς τον Μάρτυρα· «Μπρε δεν δίδεις το σαλαβάτι; (τουτέστι, την μαρτυρίαν της μουσουλμανικής θρησκείας), τώρα πρόκειται να σε εκτελέσουν». Αλλ’ ο Μάρτυς υψώσας την κεφαλήν, ύβρισε και αυτόν και το σαλαβάτι και τον Μωάμεθ και την πίστιν των. Έτερος δε τις θυμωθείς έλαβε το όπλον του να κτυπήση τον Μάρτυρα, τον ημπόδισεν όμως άλλος λέγων· «Ουδεμίαν εξουσίαν έχεις συ να τον φονεύσης». Μετ’ αυτούς εισήλθον εις την φυλακήν και άλλοι πολλοί λέγοντες προς τον Μάρτυρα, ότι ήλθεν η τελευταία του ώρα. Ο δε Μάρτυς ευχαριστήσας εδόξασε τον Θεόν και ηρώτησε τον Γεώργιον τι να λέγη· αυτός δε είπε προς αυτόν· «Λέγε το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ.κγ: 42). Οι δε Αγαρηνοί τότε, ως άγριοι λύκοι, ώρμησαν κατ’ αυτού και ήρχισαν να δένωσι τας μαρτυρικάς χείρας του. Σταθείς τότε ο Μάρτυς απτόητος και τον θάνατον ως ουδέν λογιζόμενος, είπεν εις τους Αγαρηνούς· «Σταθήτε, σταθήτε» · και τότε ποιήσας τρις το σημείον του Σταυρού, έδεσε μόνος τα επιμάνικα του υποκαμίσου του επί του τραχήλου του ωσάν να ητοιμάζετο εις αγώνα πάλης, είτα είπεν εις τους Αγαρηνούς· «Δέσατε τώρα τας χείρας μου». Ότε δε έμελλον να σηκώσωσι τούτον, έσυρε τις την επί του λαιμού αυτού τεθειμένην άλυσον με τόσην βίαν, ώστε μικρόν έλειψε να κοπή ο λαιμός αυτού. Ο Μάρτυς δε, πονέσας ως άνθρωπος, εζήτησε να εκβάλωσι πρώτον τους πόδας του εκ του δεσμοξύλου, τούτου δε γενομένου ανορθωθείς έτρεχεν ο αοίδιμος εις τον τόπον της καταδίκης. Φέροντες δε αυτόν εκεί τον εμαστίγωσαν ανηλεώς και σκληρώς ρίψαντες αυτόν εις την γην ημιθανή. Εγείραντες δε πάλιν τούτον οι ασεβείς, ηρώτων τις είναι και πως ονομάζεται. Εκείνος δε, μόλις αναπνέων εκ των πολλών βασάνων, τους απεκρίνετο ότι είναι Χριστιανός, ονομάζεται Θεόδωρος και Χριστιανός αποθνήσκει. Τότε δε οι ασεβείς ούτοι έσυρον το σχοινίον της αγχόνης, αλλ’ αυτό έσπασε και ο Μάρτυς πεσών κατά γης εκτύπησεν εις το γόνατον, εκ του οποίου έρρευσεν αίμα πολύ· εις τοιαύτην δε κατάστασιν ευρισκόμενον ήγειραν οι ασεβείς Αγαρηνοί και έθεσαν πάλιν επί του λαιμού του το σχοινίον, ούτω δε έλαβεν ο μακάριος τον ποθούμενον του Μαρτυρίου του στέφανον. Το δε αίμα και αφού ενεκρώθη το μαρτυρικόν και αθλητικώτατον εκείνο σώμα έσταζεν επί τρεις ημέρας αδιακόπως εκ του γόνατος. Συνέρρεον δε τότε πανταχόθεν οι Χριστιανοί και πλησιάζοντες μετά μεγίστης ευλαβείας εις το σώμα του Μάρτυρος έκοπτον έκαστος μέρος του χιτώνος αυτού, έβαπτον αυτό εις το μαρτυρικόν αίμα και εφύλαττον αυτό εις τας οικίας των χάριν αγιασμού. Πολλοί δε εξ αυτών εκήρυττον και ωμολόγουν ότι πίνοντες εκ του απονίμματος των μαρτυρικών αιμάτων και εν κατανύξει επικαλούμενοι την αντίληψιν του Αγίου εθεραπεύοντο από διαφόρους ασθενείας. Μετά παρέλευσιν τριών ημερών, λαβόντες οι Χριστιανοί άδειαν παρά της τοπικής εκείνης εξουσίας, έλαβον το μαρτυρικόν λείψανον του Αγίου, υπέρ τους πεντήκοντα άνδρες, και εκήδευσαν αυτό με την προσήκουσαν εκκλησιαστικήν παράταξιν, ενταφιάσαντες αυτό εντός Εκκλησίας τινός κατά το μεσημβρινόν μέρος της πόλεως Μυτιλήνης κειμένης και καλουμένης Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Τούτο είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, το φρικτόν και υπερθαύμαστον Μαρτύριον του εν Αγίοις Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου. Τούτο, όστις αναγινώσκει μετ’ ευλαβείας, δεν αμφιβάλλω ότι αισθάνεται μεγάλην κατάνυξιν εν τη καρδία αυτού και θέλει δοξάζει τον εν Αγίοις θαυμαστωθέντα Κύριον· διότι ούτος έδωσε φωτισμόν και δύναμιν εις τον εικοσαετή τούτον νέον να φύγη την πλάνην και το σκότος και να κηρύξη ενώπιον των αλλοπίστων Θεόν αληθινόν τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, να στηλιτεύση δε τον αρχηγόν της πλάνης εκείνων με τόσην γενναιότητα και παρρησίαν. Και τω όντι ο νέος ούτος Μάρτυς, εν ω έδειξε τώρα τοσαύτην θαυμαστήν ανδρείαν και καρτερίαν, ότε κατ’ αρχάς μετεμελήθη δια την άρνησίν του και ήλθεν εις αίσθησιν και ήρχισε να κάμνη ως Χριστιανός τον σταυρόν του και να λέγη ψαλμούς και ευχάς, είχεν ακόμη εις την καρδίαν του τόσον φόβον θανάτου, ώστε όταν ποτέ έκαμνε κρυφίως τον σταυρόν του και τον αντελήφθη τις των απίστων, και του εφώναξε με αγρίαν φωνήν· «Μπρέ, ακόμη Χριστιανός είσαι»; Κατεκυριεύθη από τόσον υπερβολικόν φόβον, ώστε υπέστη ανίατον τι νόσημα. Αλλ’ όμως τις να μη θαυμάση και να μη βοήση μετά του Δαυϊδ το «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού (Ψαλμ ξζ: 36), όταν, αναγινώσκων τους μαρτυρικούς αγώνας του Αγίου Νέου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, βλέπη ότι αυτός ο τοσούτον δειλός πρότερον, έπειτα αφ΄ου εξήλθεν εκείθεν και απεμακρύνθη σωματικώς από τους ανόμους και εχρίσθη με το Άγιον Μύρον και συνανεστράφη μετά πνευματικών ανδρών, ότι τότε εθερμάνθη ευθύς η καρδία του και ουχί απλώς εθερμάνθη, αλλά φλοξ θείου πυρός ανήφθη εις την ψυχήν του, η οποία τον εβίαζεν ημέραν και νύκτα, καθώς ηκούσατε, να υπάγη όχι δια μιάς αλλά δια μυρίων βασάνων προς τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν; Τις λοιπόν δεν θέλει ομολογήσει, ότι τον πρώην δειλότατον τούτον νέον θεία δύναμις άνωθεν κατέστησεν έπειτα ανδρειότατον, γενναιότατον και, απλώς ειπείν, ουρανόφρονα και θεόφρονα, ώστε να πάθη προθύμως υπέρ Χριστού όσας τυραννίας οι εχθροί της πίστεως του Χριστού έπραξαν εις αυτόν; Τω όντι, όστις δεν ομολογεί ταύτην την αλήθειαν, ή εχθρός είναι της πίστεως και παντάπασιν άθεος, ή άλογος και εντελώς αναίσθητος. Το αυτό σχεδόν βλέπομεν ότι συνέβη και εις τους Αγίους Αποστόλους και Μαθητάς του Κυρίου κατά το Πάθος αυτού· διότι όντες εισέτι ατελείς και ασθενείς εκυριεύοντο υπό φόβου και άλλοι μεν εγκατέλειπον αυτόν και έφευγον, άλλοι δε τον ηρνήθησαν ως ο Πέτρος· ύστερον όμως, μετά την Ανάστασιν, ότε έλαβον το Πνεύμα το Άγιον και ενεδύθησαν την εξ ύψους δύναμιν κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, ουχί μόνον πάσαν δειλίαν και πάντα φόβον απέβαλον, αλλά μάλιστα και εδίψων τα πάθη και τους διωγμούς και αυτόν τον θάνατον δια την αγάπην του Εσταυρωμένου Διδασκάλου και Σωτήρος αυτών. Λοιπόν, Χριστιανοί αδελφοί, επειδή η πίστις ημών είναι ούτω θεία και θαυμαστή και υπερένδοξος ως βεβαιούται και εκ των μαρτυρίων των υπέρ αυτής αποθνησκόντων, ας φυλάξωμεν αυτήν ασάλευτον και σταθεράν και μέχρι αίματος αν τύχη· ας τιμώμεν αυτήν δια των έργων των αρμοζόντων εις τοιαύτην Πίστιν· ας παρακαλώμεν τους Αγίους Μάρτυρας τους αποθανόντας δι’ αυτήν, εν οις και τον σήμερον εορταζόμενον θείον Θεόδωρον, να πρεσβεύωσιν υπέρ ημών των αναξίων, προς Κύριον, ίνα ελεήση και ημάς τους κατακρίτους και αξιώση να ευαρεστήσωμεν αυτώ δια μετανοίας. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Βλέπων δε ο μισόκαλος διάβολος την προς τα θεία σταθεράν πίστιν και αφοσίωσίν του και αυξανομένην καθημερινώς την αρετήν του και εδραιουμένην εις την θείαν επίγνωσιν και μη υποφέρων και την καθημερινήν προσευχήν και κανονικήν νηστείαν του, εφθόνησε και ήρχισε να ρίπτη εις την αγαθήν καρδίαν αυτού σπόρον φιληδονίας και μετατροπήν επιγνώσεως και να στρέφη την προσοχήν του προς εκείνας τας αγαρηνάς σωματικάς τρυφάς, δόξας και πολυτελείας, τας οποίας ο μισόκαλος ούτος παρέστησεν ως δόλον επιγνώσεως· ως άνθρωπος δε απατηθείς, έπεσεν εις την παγίδα αυτού του αποστάτου διαβόλου και σκοτισθείς τον νουν, ηρνήθη, φευ! Τον Ιησούν Χριστόν και εδέχθη το βδελυρόν εκείνο της θρησκείας του Μωάμεθ σύμβολον, ήτοι την ψευδοπεριτομήν της ακροβυστίας και ως τοιούτος έμενεν εις τα βασιλικά παλάτια τρία έτη, όπου εδιδάσκετο τας βδελυράς και απατηλάς μυθολογίας, τας οποίας εκείνος ο πλάνος επενόησε. Συγχρόνως έλαβε και βασιλικάς δόξας, τιμάς, πλούτη μεγάλα και οφφίκια· όθεν δεν ήτο πλέον μικράς τάξεως άνθρωπος, αλλ’ εις των ενδόξων και μεγάλης τιμής ανθρώπων του βασιλικού παλατίου· ήλπιζε δε, με την πρόοδον του καιρού, εις ανώτερον μέλλον φθερτόν, αντί της ζώσης και αθανάτου ζωής. Μετά πάροδον τριών ετών έπεσεν εις την Πόλιν πανώλης ακόμη και εις αυτά τα παλάτια του Σουλτάνου και καθημερινώς έβλεπεν ότι απέθνησκον αδιακρίτως πάσης τάξεως άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και πένητες, όθεν εκυριεύθη από φόβον. Συνήλθε λοιπόν εις τον εαυτόν του και εσυλλογίσθη το κακόν της αρνήσεως· και τότε ερριζώθη εις την καρδίαν αυτού ο φόβος του Θεού. Όθεν ηρνήθη ευθύς όλας εκείνας τας μεγάλας τιμάς και δόξας της των Αγαρηνών θρησκείας και την εξουσίαν της βασιλείας των και έκλινεν εις μετάνοιαν, επιμόνως δε και με διακαή πόθον εζήτει τρόπον να φύγη. Ο φόβος ούτος εδόθη παρά Θεού ως μέσον μετανοίας κατά την προφητικήν ρήσιν· «Μη θελήσει θελήσω τον θάνατον του ανόμου, λέγει Κύριος, ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς, και ζην αυτόν» (Ιεζεκ. ιη: 23), και την αποστολικήν τοιαύτην· «Τούτο γαρ καλόν και αποδεκτόν ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. Β: 3-4). Διότι, δια να καταφρονήση όλας εκείνας τας μεγάλας τιμάς και δόξας, τα πλούτη και τας πολυτελείς τρυφάς και την βασιλικήν εξουσίαν και δια να θραύση εκείνους τους διττούς δεσμούς της αρνητικής ομολογίας του και αποφασίση άλλην αμετάτρεπτον ομολογίαν μετανοίας, ήτο ανάγκη να δοθή εν τοιούτον μέσον άνωθεν και μία ουράνιος και πολύ δραστηρία δύναμις, δια της οποίας να καταβάλη και νικήση τας δυσκαταμαχήτους δυνάμεις του αποστάτου διαβόλου και θραύση γενναίως τα δεσμά εκείνα της ψευδοπεριτομής του, επειδή δεν ήτο δυνατόν, απλώς και ως έτυχε, να έλθη μόνος εις τοιαύτην μετάνοιαν, ούτε άλλος άνθρωπος ηδύνατο να τον καταπείση να αποσπασθή απ’ εκείνην την σατανικήν ματαιότητα των προσκαίρων και φθαρτών αγαθών. Λοιπόν, σεληνόφωτόν τινα νύκτα απεπειράθη ν’ αποσπασθή από τους αθλίους εκείνους Αγαρηνούς· αλλ’ η φυγή αυτού εματαιώθη και δεν έγινε κατ’ ευδοκίαν Θεού. Διότι αποφασίσας να αναχωρήση έπεσεν από μέρος τι υψηλόν, δια να δυνηθή να φύγη· επειδή όμως ηκούσθη ο κτύπος, έτρεξαν παρευθύς τινές των εκεί Αγαρηνών και ευρόντες αυτόν τον επανέφεραν εντός του παλατίου. Μετά πάροδον ολίγων ημερών ανεκοίνωσε τον σκοπόν του εις Χριστιανόν τινα, γουναράν το επάγγελμα, όστις εσύχναζεν εκεί και τον παρεκάλεσε να του δώση ναυτικήν τινα ενδυμασίαν, δια νατην φορέση και να φύγη. Όταν δε χωρίς να αντιληφθή κανείς έλαβε την στολήν, εζήτει έκτοτε ευκαιρίαν να φύγη. Ενώ λοιπόν ημέραν τινά έτρωγον οι Αγαρηνοί, οίτινες τον εγνώριζον, έκαμε τον σταυρόν του, επήρε τα ενδύματά του και επήγεν εις τόπον παράμερον, εκεί εξεδύθη τα λαμπρά ενδύματα και τας γούνας τας οποίας εφόρει και εφόρεσε τα Χριστιανικά, εμαύρισε το πρόσωπόν του, έδεσε το μέτωπόν του με εν λερωμένον μανδήλιον και επήρεν εις τον ώμον του μίαν στάμναν· ποιήσας δε εις τον εαυτόν του το σημείον του Σταυρού, εξήλθεν από εκείνον τον κατηραμένον οίκον, επέρασεν εμπρός από τους φύλακας της αυλής, κατέβη εις την θάλασσαν και εισελθών εις πλοίον μικρόν επήγεν εις την οικίαν θείας του τινός. Ύστερον από ολίγας ημέρας, χρισθείς ο καλός Θεόδωρος δι’ αγίου Μύρου, ανεχώρησεν εκείθεν με πολλούς κόπους και φόβους και κατέφυγεν εις Χίον, όπου έμεινεν ημέρας τινάς πλησίον πνευματικού τινος πατρός. Αναγινώσκων δε κατανυκτικά βιβλία και τα Μαρτύρια των Αγίων και πολύ περισσότερον των Νέων Μαρτύρων, ήλθεν εις αμετάτρεπτον απόφασιν μετανοίας και εστέναζε δια το κακόν της αρνήσεώς του· ακολούθως εξωμολογήθη δις και τρις με γενικήν και λεπτομερή εξομολόγησιν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας έπραξεν ως άνθρωπος καθ’ όλην την ζωήν του, χωρίς να λησμονήση καμμίαν και συγχρόνως εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ήρχισε δε να ποθή και να επιζητή το Μαρτύριον. Επειδή δε ήκουε και το γενναίον Μαρτύριον και τας αριστείας του προ αυτού μαρτυρήσαντος Αγίου Πολυδώρου, ηύξανε καθημερινώς η προς την μετάνοιαν κατάνυξίς του και ο πόθος του Μαρτυρίου. Τότε ηύξησαν οι λογισμοί και οι πειρασμοί του μισοκάκου διαβόλου και αφ’ ενός εκ τούτου στενοχωρούμενος, αφ’ ετέρου δε εκ του πόθου του Μαρτυρίου φλεγόμενος, επεθύμει πότε να ευρεθή τρόπος να τελειώση το ποθούμενόν του και απαλλαχθή της κοσμικής ματαιότητος. Συνεργούντος λοιπόν του Θεού, ευρέθη ζηλωτής τις αδελφός, όστις τον συμπαρέλαβε και τον μετέφερεν εις τόπον παράμερον και εκεί διέμενον και εδέοντο του Θεού, κοινώς και κατ’ ιδίαν, δια να οδηγήση αυτούς εις το Άγιον αυτού θέλημα· ο δε αδελφός, κινούμενος από αγάπην, συνέθεσε δι’ αυτόν τη ευχήν ταύτην· Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός της αθλίας μου ψυχής, μη βδελύξη με τον αμαρτωλόν, αλλ’ ενδυνάμωσον την ασθενή και πεπωρωμένην καρδίαν μου, θέρμανον αυτήν εις τον έρωτα υπέρ του Μαρτυρίου, ίνα ως ηρνήθην Σε, τον πλάστην μου και ευεργέτην, χωρίς να με βιάση τις και εγενόμην δούλος του μιαρού διαβόλου και παίγνιον των δαιμόνων και υπέκυψα εις την εξουσίαν, υποταγήν και θέλησιν αυτών, ούτω πάλιν, δια της Σης Χάριτος και της ανυπερβλήτου μακροθυμίας, δι’ ης βοηθούμενος διέφυγον τας παγίδας αυτών, αξιώσης με, τον ελεεινόν και ανάξιον, της κλήσεως των Χριστιανών και της αιωνίου μακαριότητός σου· μη με βδελύξη τον ταπεινόν σου δούλον, μονογενές Υιέ του Θεού, αλλά παράλαβέ με εν τω χορώ των Μαρτύρων σου και αξίωσόν με τυχείν αφέσεως παρ’ αυτών». Μετά την ευχήν ταύτην επεκαλείτο την βοήθειαν και μεσιτείαν της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων Μαρτύρων και ιδίως του Αγίου Μάρτυρος Πολυδώρου· αυτήν την ευχήν εδέχθη ο Αθλητής ούτος ως βοηθητικόν μέσον και όπλον ακαταμάχητον της μαρτυρικής κλήσεώς του και αυτήν έλεγε συχνά με μεγάλην και κατανυκτικήν ευλάβειαν, συχνότερα δε έλεγεν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αρνητήν σου, οδήγησόν με και φώτισόν με εις οδόν μετανοίας· ζήτησόν με τον πεπλανημένον, ως το απολωλός πρόβατον, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου και δέξαι με ως τον ληστήν, ως την πόρνην και ως τον άσωτον υιόν και κατάταξόν με εν ταις σκηναίς των Δικαίων». Αυταί αι ευχαί έδωσαν μεγάλην κατάνυξιν εις την καρδίαν του Μάρτυρος και ένθερμον αφοσίωσιν εις τον πόθον του Μαρτυρίου τόσον, ώστε εζήτει επιμόνως και έλεγεν εις εκείνον τον ζηλωτήν αδελφόν· «Πάτερ, να ετοιμασθώμεν, διότι είναι καιρός πλέον να υπάγωμεν δια την υπόθεσίν μας». Εις αυτήν την φλογεράν κατάνυξιν και απόφασιν ευρισκομένου του Μάρτυρος έφθασε και ο πρώτος του πνευματικός πατήρ και αφ’ ου του έκαμαν πολλάς και ποικίλας δοκιμασίας και οι δύο και είδον ακλόνητον και στερεάν την γνώμην του, απεφάσισαν την οδόν του Μαρτυρίου· και ο μεν ζηλωτής αδελφός να συντροφεύση τον Μάρτυρα μέχρι της Μυτιλήνης και να τον παρηγορή κατά την οδόν, ο δε πνευματικός του, αφ’ ου τους συνεβούλευσε τα δέοντα και τους απέστειλεν, έμεινεν εις την Χίον. Κατά την νύκτα όμως εκείνην, ο ευλογημένος Θεόδωρος εδοκίμασε μέγαν αγώνα λογισμών ακαθαρσίας και βλασφημίας και συχνά εξύπνα την νύκτα τον αδελφόν και του έλεγεν· «Αχ, Γέροντά μου, τι να κάμω; Δεν με λυπείσαι τον δυστυχή, με έφαγον οι λογισμοί, τον ταλαίπωρον». Εκείνος τον παρηγόρει όσον ηδύνατο. Αλλ’ ο Μάρτυς πάλιν του έλεγεν· «Άγιε μου Γέροντα, ας υπάγωμεν το γρηγορώτερον δια να ελευθερωθώ από τον σατανάν, διότι με κατατρώγει τον δυστυχή· θέλω να υπάγω εις τον Χριστόν μου, να υπάγω το ταχύτερον»! Έως δε να φθάσουν εις την Μυτιλήνην το σώμα του ευλογημένου Θεοδώρου από την αδυναμίαν ανέλυσεν. Όταν δε έφθασαν, εισήλθον εις το πλοίον δύο Αγαρηνοί και τους εφόβισαν πολύ, μετ’ ολίγην όμως ώραν έφυγον χωρίς να τους πειράξωσι. Τότε ο Μάρτυς λέγει προς τον αδελφόν· «Γέροντά μου, δεν είναι συμφέρον εις εμέ να καθήσω περισσότερον εντός του πλοίου, αλλά να εξέλθωμεν και να κάμωμεν την εργασίαν μας». Αμέσως τότε παρεμέρισαν ολίγον και ετοιμάσαντες μετέλαβεν τον Μάρτυρα τα θεία Μυστήρια με πολλήν κατάνυξιν και ευλάβειαν. Έπειτα όταν εκάθισαν να φάγωσιν ολίγην τροφήν, του είπεν ο αδελφός· «Φάγε ολίγον, υιέ μου Θεόδωρε». Ο δε κλαίων έφαγεν ολίγον λέγων· «Δεν δύναμαι να φάγω, διότι έκλεισεν ο λαιμός μου· να υπάγωμεν εις την οδόν μας, διότι έχω μεγάλην βάσανον εις την ψυχήν· δεν είναι καιρός να περιμένω πλέον, πρέπει να πάρωμεν τα αναγκαία ενδύματα και να απομακρυνθώμεν ολίγον παράμερα να τα φορέσω και να υπάγω εις τον δρόμον μου». Εις τόπον λοιπόν αρμόδιον ενεδύθη ο Μάρτυς τα ενδύματα των Αγαρηνών, ο αδελφός δε δια να θυλακώση το ένδυμά του εκάθησεν εις την γην· και ο Μάρτυς κλαίων και φιλών τας σεβασμίας χείρας του, έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε Γέροντα, ο Θεός να πληρώση τους κόπους σου, εγώ ο αμαρτωλός δεν είμαι άξιος». Ο δε αδελφός με δάκρυα έλεγεν· «Αδελφέ μου Θεόδωρε, μήπως σου ήλθεν εις την καρδίαν καμμία δειλία»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουχί, Πάτερ, αλλά λυπούμαι δια τον χωρισμόν σου». Εναγκαλιζόμενος δε αυτόν και καταφιλών και βρέχων τους πόδας του αδελφού με δάκρυα έλεγεν· «Άγιοι πόδες, οι οποίοι εκοπιάσατε δι’ εμέ». Ο δε αδελφός του έλεγε· «Παύσε, Θεόδωρε, εγώ έχω χρέος να σε αγαπώ, καθώς και συ ηγάπησας τον Χριστόν και δια την αγάπην του παραδίδεις τον εαυτόν σου εις θάνατον». Ο Μάρτυς του λέγει· «Εάν με αγαπάς, θέλω, μετά τον θάνατόν μου, να υπάγης να συναντήσης τους γονείς μου και να τους παρηγορήσης, καθώς παρηγόρησας και τους γονείς του Αγίου Πολυδώρου, διότι πολύ τους ελύπησα και πονεί η ψυχή μου δι’ αυτούς. Να προσκυνήσης δε και τον ιατρόν της ψυχής μου και πολλά να τον ευχαριστήσης· να ασπασθής και τον αδελφόν, ο οποίος μας υπηρέτησε». Ταύτα ακούων ο αδελφός και βλέπων το ιλαρόν αυτού πρόσωπον και τους οφθαλμούς του γέμοντας δακρύων, έκλαυσε και αυτός τότε και εναγκαλισάμενος τον Μάρτυρα και καταφιλήσας την μαρτυρικήν του κεφαλήν, του είπε· «Πορεύου, υιέ μου, την ποθουμένην οδόν σου και ο Κύριος έσται μετά σου ενισχύων σε». Και ούτως ανεχώρησεν ο Μάρτυς· αλλ’ ο αδελφός, επόνεσεν η ψυχή του και είπε· «Θεόδωρε, μήπως θέλεις τίποτε από εμέ»; Ο Μάρτυς του είπεν· «Όχι». Του λέγει ο αδελφός· «Καλότυχος και μακάριος είσαι, Θεόδωρε· ύπαγε εις οδόν ειρήνης, στρατιώτα του Χριστού· μου φαίνεται κατά αλήθειαν, ότι βλέπω τους Αγίους Μάρτυρας να σε συνοδεύουν». Τότε απεχαιρετίσθησαν και δακρυρροούντες εχωρίσθησαν. Μετά τέσσαρας ημέρας της εν Μυτιλήνη διαμονής του ο Μοναχός απήντησε δύο Χριστιανούς ερχομένους από το φρούριον και αφ' ο’ τους ηρώτησε, του είπον· «Πάτερ, σήμερον είδομεν ένα νέον, καλούμενον Θεόδωρον, όστις εμαρτύρησε δια την πίστιν του Χριστού μας· εκρέματο εις την αγχόνην και όλον το πλήθος των ανθρώπων έφριξε και εθαύμασε την ανδρείαν και σταθεράν πίστιν αυτού του νέου· ήτο εις την ηλικίαν έως είκοσι ετών». Ο δε ζηλωτής αδελφός από την χαράν του εδάκρυσε και όταν τον ηρώτησαν τους απεκρίθη· «Πράγμα ήκουσα, όπερ δεν το ήλπιζα εις τοιούτον καιρόν, ότε επλάτυνεν η κακία, να γίνονται δια τον Χριστόν Μάρτυρες». Τότε αυτοί ήρχισαν να διηγούνται εν προς εν τα μαρτύρια του Μάρτυρος Θεοδώρου. Ο καλός ούτος αδελφός μαθών ταύτα, επήγε κατά την ιδίαν ταύτην νύκτα εις το φρούριον και είδε το ιερόν μαρτυρικόν σώμα του Μάρτυρος Θεοδώρου κρεμασμένον ακόμη εις τον τόπον της καταδίκης ολόγυμνον, με τόσα μαρτυρικά στίγματα καταπληγωμένον και με τόσην Χάριν της Αγιότητος εστολισμένον και διαλάμπον, ώστε πάντες οι Χριστιανοί βλέποντες αυτό εξίσταντο και εθαύμαζον λέγοντες· «Είναι παρόμοιον κατά το είδος και την σεβασμιότητα με την Αποκαθήλωσιν του Δεσπότου Χριστού». Επήγαινον δε παρρησία νέοι και γέροντες και έκοπτον από το υποκάμισον αυτού τεμάχια, τα έβαφαν εις το αίμα του και τα ελάμβανον χάριν ευλαβείας. Τα καθέκαστα δε του Μαρτυρίου του, κατά την διήγησιν των εκεί παρόντων δύο Χριστιανών, είναι τα ακόλουθα. Την Πέμπτην ημέραν της πρώτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής παρουσιάσθη ο Μάρτυς Θεόδωρος εις τον κριτήν της Μυτιλήνης και τον ηρώτησεν, εάν αυτός είναι ο κριτής του τόπου· ο δε απεκρίθη· «Εγώ είμαι». Ο Μάρτυς του είπε θαρραλέως· «Εγώ είμαι ο Ορθόδοξος Χριστιανός Θεόδωρος, όστις προ δέκα ετών αποπλανηθείς εδέχθην και έλαβον την κίβδηλον και βδελυράν οθωμανικήν θρησκείαν σας· ήδη δε ήλθον να την αποδώσω και αναλάβω την ιδίαν μου πίστιν». Ευθύς δε εξέβαλε το σαρίκιον, το οποίον έφερεν εις την κεφαλήν του, έρριψε τούτο ενώπιον του κριτού, και εξέσχισε τα πράσινα περικαλύμματα αυτού, καταπατήσας αυτά πολλάκις προς περιφρόνησιν, εξουθένωσιν και αποστροφήν της θρησκείας αυτού. Ο κριτής εκπλαγής και βλέπων την τοσαύτην παρρησίαν αυτού του νέου ηρώτησε τους παρεστώτας· «Τις είναι ούτος»; Αυτοί δε είπον, ότι είναι φρενοβλαβής· ακούσας δε τούτο ο Μάρτυς είπεν εις τον κριτήν· «Δεν είμαι φρενοβλαβής, αλλ’ έχω σώας τας φρένας· και είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ιδού είδες και ήκουσες και έμαθες ότι είμαι Χριστιανός και ότι αρνούμαι την θρησκείαν σας· λοιπόν επιτέλεσον το ταχύτερον παν το οποίον σκέπτεσαι προς τιμωρίαν μου και είμαι έτοιμος να υπομείνω πάσαν απόφασίν σου, με την δύναμιν του Χριστού μου». Οργισθέντες τότε οι παρεστώτες επίσημοι Οθωμανοί απέστειλαν αυτόν εις την οικίαν του δεσμοφύλακος ωθούντες και μαστίζοντες αυτόν ανηλεώς· αλλ’ ούτος εις ουδέν λογιζόμενος τας τυραννίας, ωμολόγει εις τους καθ’ οδόν συναντωμένους Χριστιανούς, ότι είναι Χριστιανός και ως τοιούτος εζήτει συγχώρησιν. Ότε δε έφθασαν εις την οικίαν του δεσμοφύλακος, παρευθύς έβαλον αυτόν εις την φυλακήν και εδέσμευσαν τους πόδας αυτού, εις δε τον λαιμόν έθεσαν βαρείαν άλυσον και εισήρχοντο εντός της φυλακής οι Οθωμανοί και τον εμάστιζον χλευάζοντες αυτόν ως τρελλόν. Εις πάντας δε ωμολόγει ότι είναι Χριστιανός και έχει υγιείς και σώας τας φρένας. Την επιούσαν, ημέραν Παρασκευήν της αυτής εβδομάδος, ώραν έκτην της μεσημβρίας, έφερον τον Μάρτυρα τυραννικώς προς εξέτασιν και ηρώτων αν ήλθεν εις τον νουν του, του υπέσχοντο δε δώρα πολλά και μεγάλα και ό,τι άλλο πολύτιμον θέλει, αρκεί να έλθη εις την θρησκείαν των. Ο δε Μάρτυς απήντησεν ούτω· «Και τον νουν μου έχω υγιά και την ομολογίαν μου σταθεράν και αμετάτρεπτον· σεις είσθε μωροί και χωρίς νουν. Τι με πειράζετε και με δοκιμάζετε, ενώ ενώπιόν σας μέμφομαι και βλασφημώ την πίστιν σας; Αφήνετε σεις την πίστιν σας και γίνεσθε Χριστιανοί; Λοιπόν πως ν’ αφήσω εγώ την του ηλίου φαεινοτέραν και αγίαν πίστιν του Χριστού μου και να έλθω εις την ιδικήν σας την σκοτεινήν και άνομον, οι οποίοι κάμνετε την ημέραν νύκτα και την νύκτα ημέραν και την νηστείαν σας πολυφαγίαν καθώς κάμετε εις το ραμαζάνι σας; Αλλά και εγώ ηπατήθην και έγινα Τούρκος, τώρα όμως αντιληφθείς την απάτην και την πλάνην, εις την οποίαν υπέπεσα, μετεμελήθην και ομολογώ ότι είμαι Χριστιανός· αποστρέφομαι την πίστιν σας και τον προφήτην σας, και όλους σας, και δια την αγάπην του Χριστού μου προσφέρω την ζωήν μου και καταφρονώ τα πάντα· τι με φυλάττετε και δεν με φονεύετε»; Τότε ο κριτής, ο διοικητής των γενιτσάρων και όλοι οι εκεί παρόντες εφώναζον· «Βγάλτε αυτόν έξω να μη μας κολάση». Ούτω δε δια πολλών λακτισμάτων και μαστιγώσεων έφερον τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, και έβαλον αυτόν εις τα δεσμά. Ότε δε εδέσμευον τον Μάρτυρα του έδωσαν τριακοσίας μαστιγώσεις εις τους πόδας, άφησαν δε τας θύρας της φυλακής ανοικτάς, ίνα πας Οθωμανός εισέρχεται και μαστιγώνη αυτόν. Εισήρχοντο λοιπόν οι βουλόμενοι και εμαστίγωνον τον Μάρτυρα, δέκα πέντε δε άλλοι Οθωμανοί συγχρόνως εμαστίγωνον τούτον εκατέρωθεν του σώματός του και τον εκύλιον ως άφωνον ασκόν. Υπομένων δε ταύτα πάντα γενναίως και σιωπηλώς ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς δεν έλεγεν άλλο, ειμή· «Χριστιανός είμαι». Έπειτα τον έβαλαν να καθήση, αλλά και καθημένου έδιδον εις αυτόν πολλούς ραβδισμούς, εκείνος δε ο μακάριος έθεσε την δεξιάν παλάμην της χειρός του απί του τραχήλου, όπως τιμωρηθή και το δάκτυλον εκείνο, δια του οποίου εγένετο η κατάδειξις της αρνήσεώς του. Μετά ταύτα έβαλον εις τους κροτάφους της κεφαλής αυτού δύο κεράμους προσδέσαντες αυτούς μετά της κεφαλής δια σχοινίου, το οποίον περιετύλιξαν πέριξ αυτής. Βαλόντες δε ξύλον εις το σχοινίον περιέστρεψαν το ξύλον ως κοχλίαν και εσφίγγετο το σχοινίον τόσον δυνατά, ώστε εξήλθον από τας κόγχας των οι βολβοί των οφθαλμών του, το δε πρόσωπόν του εστρέφετο προς τα οπίσω· αλλ’ ο του Χριστού στρατιώτης επανελάμβανε· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Όπως δε οι θηριόγνωμοι Οθωμανοί επιβάλωσιν εις τον Μάρτυρα σιωπήν, έβαλον εις το στόμα του ράβδον και έσφιγγον δυνατά τους οδόντας του· έπειτα σύροντες την ράβδον εξερρίζωναν μερικούς οδόντας του· αφού δε κατέστησαν αυτόν ημιθανή κουρασθέντες αφήκαν αυτόν εις την φυλακήν. Την πρωϊαν του Σαββάτου, μεταβάς Χριστιανός τις υπηρέτης της φυλακής, εύρε τον Μάρτυρα ψάλλοντα το «Τη υπερμάχω». Εζήτησε τότε απ’ αυτόν ο Άγιος μελανοδοχείον και αφού το έλαβεν, έγραψε προς τον Αρχιερέα, όπως του αποστείλη την θείαν δωρεάν, την οποίαν και δια του ιδίου Χριστιανού έλαβεν ο Μάρτυς. Μετά ταύτα εγεύθη και δύο κουταλιές ζυμαρικών, τα οποία εζήτησεν από τον Χριστιανόν και ευχαριστήσας αυτόν είπε· «Δεν είναι τρόπος να έλθη τις εις την φυλακήν δια παρηγορίαν μου»; Τότε ήλθον συγχρόνως αρκετοί Οθωμανοί εις την φυλακήν, οι οποίοι εξετάζοντες τον Μάρτυρα επέφερον πάλιν εις αυτόν πολλά μαρτύρια. Γεώργιος δε τις, Θεσσαλονικεύς, νέος κατά την ηλικίαν, αναγινώσκων πολλάκις τα Μαρτύρια των παλαιών Μαρτύρων, έλεγε κατ’ ιδίαν· «Άραγε είναι αληθή αυτά όλα τα Μαρτύρια; Άραγε υπέμειναν αυτοί οι Μάρτυρες τόσα βάσανα, και μάλιστα ο συνώνυμός μου Γεώργιος»; Απορών δε περί τούτων και ακούσας τας βασάνους του Μάρτυρος Θεοδώρου, είπεν εις τινα φίλον του, ότι επεθύμει να υβρισθή με τινα, ίνα φέρωσιν αυτόν εις την φυλακήν και ίδη τον Μάρτυρα. Μαθόντες τούτο οι δημογέροντες έπεμψαν τον εισπράκτορα του βασιλικού φόρου να ζητήση τον φόρον, διεμήνυσαν δε εις αυτόν να μη πληρώση, ίνα ούτω, εγκλεισθή εις την φυλακήν δια να δυνηθή να ίδη και παρηγορήση τον Μάρτυρα. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, εισελθών ο Γεώργιος εις την φυλακήν, εύρεν αρκετούς Οθωμανούς, οίτινες ετυράννουν διαφοροτρόπως τον Μάρτυρα και εξήταζον αυτόν, που διέμεινε τόσα έτη, ο δε Μάρτυς έλεγεν ότι ήτο εις την Αγγλίαν· ο Καλιτζίμπασης, ήτοι ο υπαστυνόμος, του είπεν· «Οι Ιερείς της Αγγλίας σου είπον να υπάγης εκεί, όπου έγινες Οθωμανός, να γίνης πάλιν Χριστιανός»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Ναι αυτοί μου είπον». Εκείνος δε αναστενάζων μανιωδώς έλεγεν· «Αν ήτο εις χείρας μου εκείνος ο Ιερεύς, ήθελον εκβάλει από την ράχιν του αρκετάς λωρίδας· τώρα, μιαρέ, πόθεν ήλθες»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Από την θάλασσαν». Τότε εις εξ εκείνων των Οθωμανών εζήτησε να έλθη ο Οθωμανός εκείνος ο οποίος εγνώριζε να βάλη εις την κεφαλήν του Μάρτυρος σχοινίον περιστρεφόμενον, δια να τον αναγκάση να αποκρίνηται την αλήθειαν· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Δεν αισχύνεσθε δια τα αίσχη της πίστεώς σας»; Τότε αυτοί έθετον υπό την ρίνα του καπνόν και έλεγον· «Πίε καπνόν, Τσιφούτ εφένδη». Ο δε Άγιος έλεγεν· «Είμαι Χριστιανός εκ κοιλίας μητρός μου, ονομάζομαι Θεόδωρος και αποθνήσκω Χριστιανός». Εις δε εξ αυτών εκπυρώσας καπνοδοχείον έκαιε τον τράχηλον του Αγίου λέγων· «Βλασφημείς την πίστιν»; Ο δε Μάρτυς έλεγε· «Αν δεν θέλητε να βλασφημώ την πίστιν σας μήτε σεις λέγετέ τι περί της ιδικής μου αγίας Πίστεως· το σώμα μου είναι εις την εξουσίαν σας· ποιήσατε αυτό καθώς θέλετε και αν εις τεμάχια διαμελίσητε αυτό, μόλις σας επαρκεί δια να τρώγητε επί μίαν εβδομάδα. Ποιήσατε λοιπόν ό,τι σας είναι αρεστόν και πραγματοποιήσατε το ταχύτερον τον σκοπόν μου, δια να υπάγω εις τον προορισμόν μου». Εκείνοι δε έλεγον εις τον Μάρτυρα κατά την οθωμανικήν διάλεκτον· «Ο αποστείλας σε ενταύθα Ιερεύς δεν σου είπε και περί του τόπου εις τον οποίον θα υπάγη η ψυχή σου»; Ο δε μακάριος Μάρτυς απεκρίθη· «Τούτο δεν δύνασθε σεις να γνωρίζητε». Πλησθέντες τότε θυμού οι τύραννοι εμάστιζον και ηπείλουν τον Μάρτυρα· αλλ’ αυτός γενναίως και απτοήτως εζήτει την ταχυτέραν εκτέλεσιν της απειλής αυτών και την εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μετάβασίν του· και εκείνοι μεν θυμού πληρούμενοι ανεχώρησαν, αυτός δε έμεινε μετά του Γεωργίου, όστις καθήσας πλησίον του εζήτει ευλογίαν και συγγνώμην, καταφιλών τους πόδας του. Ο δε Μάρτυς του είπε· «Συ, αδελφέ, να με ευλογήσης· εγώ ο ταλαίπωρος είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και έχω τόσα κακά επάνω μου· έλα, αδελφέ μου, πλησίον μου». Αφού δε εκείνος εκάθησε πλησίον του, τον ηρώτησεν ο Άγιος πως ονομάζεται, απεκρίθη δε εκείνος ότι ονομάζεται Γεώργιος και ότι ήλθε δια την αγάπην αυτού. Ο Μάρτυς ευχαριστήσας αυτόν είπε· «Καλώς, εποίησες αδελφέ, και ήλθες προς παρηγορίαν μου, διότι καθ’ όλην την νύκτα ήμουν μόνος και κατά σατανικήν συνεργείαν κατέλαβε την καρδίαν μου φόβος πολύς, ώστε μικρόν να υποκύψω εις την απόγνωσιν, διότι οι Αγαρηνοί ως κύνες λυσσώντες ώρμησαν κατ’ επάνω μου». Τότε ο αγαθός Γεώργιος, υπενθυμίσας το Μαρτύριον των εις την κάμινον του πυρός ριφθέντων Αγίων Τριών Παίδων, και τα Μαρτύρια των Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου και Δημητρίου, εχαροποίησεν αυτόν· ήρχισε δε τότε ο Άγιος να λέγη την συνηθισμένην του ευχήν περί της οποίας προείπομεν. Έπειτα ερωτά τον Μάρτυρα ο Γεώργιος περί του ονόματος, του τόπου, της καταγωγής και των γονέων του και πόθεν παρεκινήθη εις το Μαρτύριον, απήντησε δε ο Μάρτυς εις όλα τα προλαληθέντα κατ’ ακρίβειαν· και ζητήσας παρ’ αυτού μελανοδοχείον και χάρτην, έγραψε προς τον Αρχιερέα του τόπου, να ειδοποιήση τον εν Χίω πνευματικόν του, συνάμα δε έγραψε και εις τους γονείς του. Εν τω μεταξύ τούτω εξήλθε φήμη, ότι προς εμπαιγμόν του Μάρτυρος πρόκειται να τον πομπεύσωσιν εις την αγοράν, να κόψωσι δε και τους πόδας αυτού εκ των γονάτων. Μαθών δε τούτο ο εκεί τοπάρχης διεμήνυσε προς τον Οθωμανόν δικαστήν λόγους ονειδιστικούς, ως αγνοούντα τον νόμον, ότι παραχρήμα με την έκφρασιν της κατά του Μωάμεθ βλασφημίας, ώφειλε να καταδικάση εις θάνατον τον Μάρτυρα και ουχί να αφήση αυτόν βλασφημούντα. Ταύτα δε μαθών ο δικαστής ανεκάλεσε τούτο. Ταυτοχρόνως εισέρχεται εις την φυλακήν οικείος τις του τοπάρχου και είπε προς τον Μάρτυρα· «Μπρε δεν δίδεις το σαλαβάτι; (τουτέστι, την μαρτυρίαν της μουσουλμανικής θρησκείας), τώρα πρόκειται να σε εκτελέσουν». Αλλ’ ο Μάρτυς υψώσας την κεφαλήν, ύβρισε και αυτόν και το σαλαβάτι και τον Μωάμεθ και την πίστιν των. Έτερος δε τις θυμωθείς έλαβε το όπλον του να κτυπήση τον Μάρτυρα, τον ημπόδισεν όμως άλλος λέγων· «Ουδεμίαν εξουσίαν έχεις συ να τον φονεύσης». Μετ’ αυτούς εισήλθον εις την φυλακήν και άλλοι πολλοί λέγοντες προς τον Μάρτυρα, ότι ήλθεν η τελευταία του ώρα. Ο δε Μάρτυς ευχαριστήσας εδόξασε τον Θεόν και ηρώτησε τον Γεώργιον τι να λέγη· αυτός δε είπε προς αυτόν· «Λέγε το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ.κγ: 42). Οι δε Αγαρηνοί τότε, ως άγριοι λύκοι, ώρμησαν κατ’ αυτού και ήρχισαν να δένωσι τας μαρτυρικάς χείρας του. Σταθείς τότε ο Μάρτυς απτόητος και τον θάνατον ως ουδέν λογιζόμενος, είπεν εις τους Αγαρηνούς· «Σταθήτε, σταθήτε» · και τότε ποιήσας τρις το σημείον του Σταυρού, έδεσε μόνος τα επιμάνικα του υποκαμίσου του επί του τραχήλου του ωσάν να ητοιμάζετο εις αγώνα πάλης, είτα είπεν εις τους Αγαρηνούς· «Δέσατε τώρα τας χείρας μου». Ότε δε έμελλον να σηκώσωσι τούτον, έσυρε τις την επί του λαιμού αυτού τεθειμένην άλυσον με τόσην βίαν, ώστε μικρόν έλειψε να κοπή ο λαιμός αυτού. Ο Μάρτυς δε, πονέσας ως άνθρωπος, εζήτησε να εκβάλωσι πρώτον τους πόδας του εκ του δεσμοξύλου, τούτου δε γενομένου ανορθωθείς έτρεχεν ο αοίδιμος εις τον τόπον της καταδίκης. Φέροντες δε αυτόν εκεί τον εμαστίγωσαν ανηλεώς και σκληρώς ρίψαντες αυτόν εις την γην ημιθανή. Εγείραντες δε πάλιν τούτον οι ασεβείς, ηρώτων τις είναι και πως ονομάζεται. Εκείνος δε, μόλις αναπνέων εκ των πολλών βασάνων, τους απεκρίνετο ότι είναι Χριστιανός, ονομάζεται Θεόδωρος και Χριστιανός αποθνήσκει. Τότε δε οι ασεβείς ούτοι έσυρον το σχοινίον της αγχόνης, αλλ’ αυτό έσπασε και ο Μάρτυς πεσών κατά γης εκτύπησεν εις το γόνατον, εκ του οποίου έρρευσεν αίμα πολύ· εις τοιαύτην δε κατάστασιν ευρισκόμενον ήγειραν οι ασεβείς Αγαρηνοί και έθεσαν πάλιν επί του λαιμού του το σχοινίον, ούτω δε έλαβεν ο μακάριος τον ποθούμενον του Μαρτυρίου του στέφανον. Το δε αίμα και αφού ενεκρώθη το μαρτυρικόν και αθλητικώτατον εκείνο σώμα έσταζεν επί τρεις ημέρας αδιακόπως εκ του γόνατος. Συνέρρεον δε τότε πανταχόθεν οι Χριστιανοί και πλησιάζοντες μετά μεγίστης ευλαβείας εις το σώμα του Μάρτυρος έκοπτον έκαστος μέρος του χιτώνος αυτού, έβαπτον αυτό εις το μαρτυρικόν αίμα και εφύλαττον αυτό εις τας οικίας των χάριν αγιασμού. Πολλοί δε εξ αυτών εκήρυττον και ωμολόγουν ότι πίνοντες εκ του απονίμματος των μαρτυρικών αιμάτων και εν κατανύξει επικαλούμενοι την αντίληψιν του Αγίου εθεραπεύοντο από διαφόρους ασθενείας. Μετά παρέλευσιν τριών ημερών, λαβόντες οι Χριστιανοί άδειαν παρά της τοπικής εκείνης εξουσίας, έλαβον το μαρτυρικόν λείψανον του Αγίου, υπέρ τους πεντήκοντα άνδρες, και εκήδευσαν αυτό με την προσήκουσαν εκκλησιαστικήν παράταξιν, ενταφιάσαντες αυτό εντός Εκκλησίας τινός κατά το μεσημβρινόν μέρος της πόλεως Μυτιλήνης κειμένης και καλουμένης Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Τούτο είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, το φρικτόν και υπερθαύμαστον Μαρτύριον του εν Αγίοις Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου. Τούτο, όστις αναγινώσκει μετ’ ευλαβείας, δεν αμφιβάλλω ότι αισθάνεται μεγάλην κατάνυξιν εν τη καρδία αυτού και θέλει δοξάζει τον εν Αγίοις θαυμαστωθέντα Κύριον· διότι ούτος έδωσε φωτισμόν και δύναμιν εις τον εικοσαετή τούτον νέον να φύγη την πλάνην και το σκότος και να κηρύξη ενώπιον των αλλοπίστων Θεόν αληθινόν τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, να στηλιτεύση δε τον αρχηγόν της πλάνης εκείνων με τόσην γενναιότητα και παρρησίαν. Και τω όντι ο νέος ούτος Μάρτυς, εν ω έδειξε τώρα τοσαύτην θαυμαστήν ανδρείαν και καρτερίαν, ότε κατ’ αρχάς μετεμελήθη δια την άρνησίν του και ήλθεν εις αίσθησιν και ήρχισε να κάμνη ως Χριστιανός τον σταυρόν του και να λέγη ψαλμούς και ευχάς, είχεν ακόμη εις την καρδίαν του τόσον φόβον θανάτου, ώστε όταν ποτέ έκαμνε κρυφίως τον σταυρόν του και τον αντελήφθη τις των απίστων, και του εφώναξε με αγρίαν φωνήν· «Μπρέ, ακόμη Χριστιανός είσαι»; Κατεκυριεύθη από τόσον υπερβολικόν φόβον, ώστε υπέστη ανίατον τι νόσημα. Αλλ’ όμως τις να μη θαυμάση και να μη βοήση μετά του Δαυϊδ το «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού (Ψαλμ ξζ: 36), όταν, αναγινώσκων τους μαρτυρικούς αγώνας του Αγίου Νέου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, βλέπη ότι αυτός ο τοσούτον δειλός πρότερον, έπειτα αφ΄ου εξήλθεν εκείθεν και απεμακρύνθη σωματικώς από τους ανόμους και εχρίσθη με το Άγιον Μύρον και συνανεστράφη μετά πνευματικών ανδρών, ότι τότε εθερμάνθη ευθύς η καρδία του και ουχί απλώς εθερμάνθη, αλλά φλοξ θείου πυρός ανήφθη εις την ψυχήν του, η οποία τον εβίαζεν ημέραν και νύκτα, καθώς ηκούσατε, να υπάγη όχι δια μιάς αλλά δια μυρίων βασάνων προς τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν; Τις λοιπόν δεν θέλει ομολογήσει, ότι τον πρώην δειλότατον τούτον νέον θεία δύναμις άνωθεν κατέστησεν έπειτα ανδρειότατον, γενναιότατον και, απλώς ειπείν, ουρανόφρονα και θεόφρονα, ώστε να πάθη προθύμως υπέρ Χριστού όσας τυραννίας οι εχθροί της πίστεως του Χριστού έπραξαν εις αυτόν; Τω όντι, όστις δεν ομολογεί ταύτην την αλήθειαν, ή εχθρός είναι της πίστεως και παντάπασιν άθεος, ή άλογος και εντελώς αναίσθητος. Το αυτό σχεδόν βλέπομεν ότι συνέβη και εις τους Αγίους Αποστόλους και Μαθητάς του Κυρίου κατά το Πάθος αυτού· διότι όντες εισέτι ατελείς και ασθενείς εκυριεύοντο υπό φόβου και άλλοι μεν εγκατέλειπον αυτόν και έφευγον, άλλοι δε τον ηρνήθησαν ως ο Πέτρος· ύστερον όμως, μετά την Ανάστασιν, ότε έλαβον το Πνεύμα το Άγιον και ενεδύθησαν την εξ ύψους δύναμιν κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, ουχί μόνον πάσαν δειλίαν και πάντα φόβον απέβαλον, αλλά μάλιστα και εδίψων τα πάθη και τους διωγμούς και αυτόν τον θάνατον δια την αγάπην του Εσταυρωμένου Διδασκάλου και Σωτήρος αυτών. Λοιπόν, Χριστιανοί αδελφοί, επειδή η πίστις ημών είναι ούτω θεία και θαυμαστή και υπερένδοξος ως βεβαιούται και εκ των μαρτυρίων των υπέρ αυτής αποθνησκόντων, ας φυλάξωμεν αυτήν ασάλευτον και σταθεράν και μέχρι αίματος αν τύχη· ας τιμώμεν αυτήν δια των έργων των αρμοζόντων εις τοιαύτην Πίστιν· ας παρακαλώμεν τους Αγίους Μάρτυρας τους αποθανόντας δι’ αυτήν, εν οις και τον σήμερον εορταζόμενον θείον Θεόδωρον, να πρεσβεύωσιν υπέρ ημών των αναξίων, προς Κύριον, ίνα ελεήση και ημάς τους κατακρίτους και αξιώση να ευαρεστήσωμεν αυτώ δια μετανοίας. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου