Μαρκιανός και Πουλχερία οι
ορθοδοξότατοι και Άγιοι βασιλείς εβασίλευσαν εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος
υν΄ (450), διαδεχθέντες τον κατά το αυτό έτος αποθανόντα Θεοδόσιον Β΄ τον
επιλεγόμενον Μικρόν, αφ’ ενός μεν προς διάκρισιν από του πάππου του Θεοδοσίου
Α΄ του Μεγάλου, αφ’ ετέρου δε διότι επταετής την ηλικίαν ανήλθεν εις τον θρόνον
υπό επιτροπείαν εν έτει υη΄ (408), διαδεχθείς τον αποθανόντα πατέρα του
Αρκάδιον υιόν του Μεγάλου Θεοδοσίου.
Πρεσβυτέρα θυγάτηρ του Αρκαδίου και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ υπήρξεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Πουλχερία, σύζυγος δε αυτής ο ευλαβέστατος βασιλεύς Μαρκιανός. Η μακαρία Πουλχερία εγεννήθη εις Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος 398. Από δε της νεαράς της ηλικίας διεκρίνετο δια την ωραιότητα της ψυχής και του σώματος, την ευγένειαν των τρόπων, την αντίληψιν του νοός, την σοφίαν της διανοίας, την σεμνότητα του ήθους, την αγαθότητα της καρδίας και εν γένει δια την όλην συμπεριφοράν αυτής και μάλιστα δια την παρθενικήν διαγωγήν της, διότι είχεν υποσχεθή η μακαρία εις τον Θεόν να φυλάξη παρθενίαν, την οποίαν και έως τέλους ετήρησεν. Εξεπαιδεύθη δε η μακαρία Πουλχερία εις τε την Ελληνικήν και την Λατινικήν γλώσσαν και εδιδάχθη πάσαν γνώσιν και σοφίαν της εποχής εκείνης, αλλά και οξυδέρκειαν απέκτησε και διοικητικάς ικανότητας εις ό,τι αφεώρα την διοίκησιν του Κράτους και προνοητικότητα και σύνεσιν, διό και από του έτους υιδ΄ (414), δεκαεξαέτις την ηλικίαν, ανέλαβε ουσιαστικώς την διακυβέρνησιν της αυτοκρατορίας και την ανατροφήν και μόρφωσιν του νεαρού βασιλέως αδελφού της Θεοδοσίου, απέκτησε δε τοσαύτην επιρροήν επ’ αυτού, ώστε, και οσάκις προέβαινεν εις δριμείας προς αυτόν παρατηρήσεις δια τυχόν παρεκτροπάς του, όχι μόνον ουδόλως αντέλεγεν εκείνος, αλλ’ έμενε σιωπηλός και έκυπτεν ενώπιόν της την κεφαλήν ως παιδίον ενώπιον του πατρός του. Αλλά και ότε ενηλικιώθη, δεν έπαυσεν από του να σέβεται απεριορίστως την αδελφήν του Πουλχερίαν, διο και ουσιαστικώς αυτή εκυβέρνα το βασίλειον. Διότι ο Θεοδόσιος εμορφώθη μεν υπό της αδελφής του χριστιανικώς και ευσεβώς και απέκτησε γνώσεις και φόβον Θεού, όμως εστερείτο διανοητικών και διοικητικών ικανοτήτων και δεν ήτο εις θέσιν να κυβερνήση επιτυχώς την αυτοκρατορίαν, επιλύων μόνος τα λεπτά και δυσεπίλυτα προβλήματα αυτής, τα οποία απήτουν οξυδέρκειαν πνεύματος και προνοητικότητα. Δια τους λόγους τούτους η μακαρία Πουλχερία απέβη ο αχώριστος συμπαραστάτης και οδηγός του Θεοδοσίου καθ’ όλην αυτού την βασιλείαν, αυτή δε και τον ενύμφευσε μετά της μακαρίας βασιλίσσης Ευδοκίας μετά της οποίας όμως διεφώνησε βραδύτερον. Επείθετο δε σχεδόν πάντοτε ο Θεοδόσιος εις τας οδηγίας της μακαρίας Πουλχερίας εις όσας δε περιπτώσεις ενήργησεν ούτος εναντίον της γνώμης εκείνης, παραπεισθείς υπό τρίτων, απέτυχεν οικτρότατα και πικρώς μετενόησεν, όπως συνέβη με την ληστρικήν Σύνοδον της Εφέσου του έτους υμθ΄ (449), την οποίαν συνεκάλεσεν ο Θεοδόσιος, πεισθείς εις τούτο υπό του ισχυρού πρωθυπουργού του Χρυσαφίου, οπαδού αι πνευματικού τέκνου του ιδρυτού της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού αρχιμανδρίτου Ευτυχούς ή μάλλον ειπείν δυστυχούς. Ταύτα δε, διότι κατά την εποχήν εκείνην είχεν απλωθή απ’ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας μεγάλη αναταραχή, προκληθείσα εκ της εναντίον αλλήλων διαμάχης των αντιπάλων αιρέσεων των αθλίων αιρεσιαρχών Νεστορίου και Ευτυχούς και αμφοτέρων εναντίον της Ορθοδοξίας. Ήσαν δε αι δύο αύται αιρέσεις άκρως αντίθετοι μεταξύ των, διότι ο μεν Νεστόριος, όστις υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (428- 431), τας δύο φύσεις του ενός Υιού διεχώριζε και εις δύο διάφορα πρόσωπα, άλλον λέγων τον Υιόν και Λόγον του Θεού και άλλον τον εκ της Παρθένου γεννηθέντα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· διο και την Πανάχραντον αυτού Μητέρα, την Παρθένον Μαρίαν, δεν ωνόμαζεν Θεοτόκον αλλά Χριστοτόκον. Αντιθέτως δε ο Ευτυχής ηρνείτο δύο φύσεις εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, θείαν δηλαδή και ανθρωπίνην, και εκήρυττε μίαν την φύσιν αυτού μετά την ένωσιν (Θεότητος και ανθρωπότητος), την θείαν, υπό της οποίας η ανθρωπίνη φύσις απερροφήθη δι’ αναμίξεως και συγκράσεως. Αι δύο αύται αιρέσεις κατετάραξαν τόσον πολύ την Εκκλησίαν του Χριστού και τόσον ανεστάτωσαν ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, η οποία, ως γνωστόν, ήτο αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της Εκκλησίας του Χριστού, ώστε ο ασκών την αυτοκρατορικήν εξουσίαν θα έπρεπε να έχη βαθείαν επίγνωσιν των πραγμάτων και κρυσταλλίνην διαύγειαν πνεύματος, δια να δυνηθή να κατευθύνη το σκάφος της αυτοκρατορίας εις την ορθήν του πορείαν, άνευ τινός παρεκκλίσεως, συγχρόνως δε να διαφυλάξη την ειρήνην και την ενότητα του αλληλοσπαρασσομένου πληρώματος. Και τοιαύτη υπήρξεν η ευσεβεστάτη και οξυνουστάτη Πουλχερία, διότι ο Οεοδόσιος ήτο εντελώς ανίκανος προς τούτο. Δια τούτο και επί των ημερών της μακαρίας ταύτης γυναικός βασιλική προσκλήσει συνήλθον αι δύο εκ των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, αίτινεςαποκατέστησαν την ορθήν διδασκαλίαν και την ειρηνικήν κατάστασιν της Αγίας ημών Εκκλησίας, ήτοι η εν Εφέσω Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Νεστόριον και τας αιρέσεις αυτού, εν έτει υλα΄ (431) βασιλεύοντος του Θεοδοσίου Β΄ και η εν Χαλκηδόνι Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Ευτυχή και τον Διόσκορον εν έτει υνα΄ (451), βασιλευόντων των Αγίων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Εις την ορθήν ταύτην κατεύθυνσιν δεν επορεύθη άνευ κόπων και πόνων η μακαρία Πουλχερία, ούτε άνευ δυσχερειών και αντιδράσεων. Διότι είχε να αντιπαλαίση όχι μόνον εναντίον των μαινομένων αιρετικών, αλλά πολλάκις και εναντίον αυτού του βασιλέως Θεοδοσίου, ο οποίος λόγω της ευπιστίας του ευκόλως παρεσύρετο εις αντιθέτους και επιζημίους ενεργείας. Διο και ουχί μικράν επιρροήν ήσκησαν επ’ αυτού οι κατά καιρούς αυλικοί του, εις εκ των οποίων, ο Χρυσάφιος, τοσούτον επέδρασεν επ’ αυτού, ώστε δι’ εντέχνων μηχανορραφιών, ραδιουργιών, συκοφαντιών και αφθάστου πανουργίας επέτυχεν ακόμη και την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας εκ των ανακτόρων. Ο Χρυσάφιος ήτο, ως είπομεν ανωτέρω, οπαδός και θερμώς υποστηρικτής του Ευτυχούς, υπ’ αυτού δε διδασκόμενος και καθοδηγούμενος επέτυχε να πείση τον βασιλέα Θεοδόσιον, όπως απομακρύνη την Πουλχερίαν, ίνα ούτω δυνηθώσι να επικρατήσωσιν αυτοί. Πρώτον δε τούτων έργον, ευθύς μετά την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας, ήτο η σύγκλησις της ψευδοσυνόδου της Εφέσου, την οποίαν αυτοί μεν ωνόμαζον οικουμενικήν, τα δε πράγματα ληστρικήν απέδειξαν και με το επαίσχυντον τούτο όνομα έμεινε γνωστή εν τη ιστορία. Η ψευδοσύνοδος αύτη συνήλθεν εν έτει υμθ΄ (449) εν τω Ναώ της Παρθένου Μαρίας εν Εφέσω, εις τον οποίον είχε συνέλθει και η Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Ταύτης προήδρευσεν ο προστάτης και ομόφρων του Ευτυχούς Διόσκορος Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Πρώτον μέλημα ταύτης υπήρξεν η επικύρωσις των βλασφήμων δοξασιών του αθλίου Ευτυχούς και η καταδίκη των υπερμάχων της Αγίας Ορθοδοξίας Ιεραρχών, αρχής γενομένης από του μακαρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Φλαβιανού, εν συνεχεία δε των υπολοίπων ευσεβών Αγίων Πατέρων. Τα όσα πρωτοφανή και πρωτάκουστα κακουργήματα διεδραματίσθησαν εν αυτή υπό των εξάλλων και αιρετικών Μονοφυσιτών αδύνατον είναι να περιγραφώσιν εν τω παρόντι, τούτο δε μόνον προσθέτομεν ενταύθα, ότι τόσον εκακοποιήθη υπ’ αυτών ο Άγιος Φλαβιανός και τόσον εβασανίσθη, ώστε μετά τρεις ημέρας από της ψευδοκαταδίκης του απήλθε προς Κύριον. Εν έτος μετά την ψευδοσύνοδον της Εφέσου, ήτοι εν έτει υν΄ (450), απέθανεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄, μόνη δε νόμιμος διάδοχος του θρόνου αυτού υπήρχεν η Πουλχερία. Βλέπουσα τότε η μακαρία ότι αφ’ ενός μεν η Εκκλησία του Χριστού εσπαράσσετο υπό νοητών λύκων, οίτινες είχον επιδράμει κατ’ αυτής, αφ’ ετέρου δε ότι η ασφάλεια της αυτοκρατορίας ευρίσκετο εν κινδύνω από τους εξωτερικούς εχθρούς της, ηννόησεν ότι είχεν ανάγκην της συμπαραστάσεως ανδρός ισχυρού, ο οποίος θα την υπεβοήθει εις το έργον της. Όθεν απεφάσισε να υπανδρευθή τον ονομαστόν δια τε την σύνεσιν και φρόνησιν αυτού, αλλά και δια την ευσέβειαν και ευλάβειάν του Μαρκιανόν, ως δε και τα πράγματα εκ των υστέρων απέδειξαν, δεν διέλαθε και εις τούτο η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότης της Πουλχερίας, διότι ο Μαρκιανός ανεδείχθη άριστος αυτοκράτωρ και την Εκκλησίαν ωφελήσας και το Κράτος περιφρουρήσας. Δεν ήτο όμως απλούν ζήτημα δια την Πουλχερίαν ο γάμος, διότι αύτη, ως είπομεν είχεν υποσχεθή εις τον Θεόν να ζήση εν παρθενία, και την υπόσχεσίν της αυτήν δεν ηννόει να αθετήση. Δεν εγκατέλειψεν όμως αυτήν και εις το ζήτημα τούτο η θεία Χάρις, διότι και ο μακάριος Μαρκιανός υπό των αυτών αισθημάτων διεπνέετο, διότι είχε μεν έλθει εις πρώτον γάμον, εκ του οποίου είχεν αποκτήσει και θυγατέρα, χηρεύσας όμως έζη και αυτός εν εγκρατεία, απέχων πάσης φθοροποιού αμαρτίας και δεν επεθύμει να έλθη εις δεύτερον γάμον. Αυτόν λοιπόν τον εκλεκτόν του Θεού άνθρωπον εσκέφθη να λάβη σύζυγον η Πουλχερία, εφ’ όσον θα εδέχετο να ζήσωσιν εν παρθενία. Τούτου λοιπόν συμφωνηθέντος εξησφάλισε και δι’ όρκου την υπόσχεσιν του Μαρκιανού η Πουλχερία. Όθεν έγινεν ο γάμος, ήσαν δε τότε κατά την ηλικίαν ο μεν Μαρκιανός ετών πεντήκοντα επτά, η δε Πουλχερία ετών πεντήκοντα δύο, διετήρησαν δε έως τέλους άψογον την υπόσχεσιν της παρθενικής συμβιώσεως αυτών οι μακάριοι. Πρώτη μέριμνα των νέων βασιλέων ευθύς μετά την ανάληψιν υπ’ αυτών της εξουσίας του Κράτους ήτο η αποκατάστασις της ευσεβείας και της ειρήνης της Εκκλησίας, η οποία είχε σφοδρώς διαταραχθή μετά την ληστρικήν ψευδοσύνοδον της Εφέσου. Συνεννοηθέντες λοιπόν οι βασιλείς μετά των Ορθοδόξων Πατριαρχών, του Ρώμης Λέοντος και του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου, έστειλαν επιστολάς προς όλους τους Επισκόπους και συνεκάλουν αυτούς εις Σύνοδον Οικουμενικήν προς αποκατάστασιν της αληθείας. Συνήλθε δε η Αγία αύτη Σύνοδος εις τον εν Χαλκηδόνι Ναόν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας κατά το επόμενον έτος υνα΄ (451). Είναι δε αύτη η Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Εν ταύτη παρέστησαν χλ΄ (630) Πατέρες, παρεκάθησαν δε εν αυτή επί θρόνων και οι ευσεβέστατοι ούτοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία. Κατεδίκασαν τότε οι Άγιοι ούτοι Πατέρες την εν Εφέσω ληστρικήν ψευδοσύνοδον του έτους υμθ΄ (449) αναθεματίσαντες και τους αρχηγούς της μονοφυσιτικής αιρέσεως Ευτυχή και Διόσκορον, εκράτυναν δε την Ορθοδοξίαν και εδικαίωσαν τους προμάχους αυτής Φλαβιανόν, τον αοίδιμον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Λέοντα Πάπαν Ρώμης και πάντας τους λοιπούς. Συνέταξε δε η Αγία αύτη Σύνοδος και όρον της Ορθοδόξου πίστεως, εις τον οποίον μεταξύ άλλων νομοθετείται ότι ο μη ομολογών δύο φύσεις εις Χριστόν, την Θείαν και την ανθρωπίνην, ο τοιούτος δεν είναι Ορθόδοξος, αλλ’ αιρετικός και απόβλητος από της Ορθοδόξου πίστεως. Η Σύνοδος αύτη απένειμε δια του κη΄ (28ου) Κανόνος αυτής τα ίσα πρεσβεία τιμής του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, υπέταξεν ακόμη τους Επισκόπους της Μικράς Ασίας και της Θράκης, καθώς επίσης και πάντων των υπό βαρβάρων κατοικουμένων τόπων εις τον Κωνσταντινουπόλεως. Αποκατέστησεν επίσης η αυτή Σύνοδος και τους Επισκόπους Κύρου Θεοδώρητον και Εδέσσης Ίβαν, οι οποίοι είχον καταδικασθή υπό τε της Αγίας Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ως και υπό της ληστρικής τοιαύτης ως νεστοριανίζοντες, αφού βεβαίως εδέχθησαν ούτοι προηγουμένως να αναθεματίσωσι τον Νεστόριον και τους μη ομολογούντας Θεοτόκον την Παναγίαν Παρθένον. Προς ευταξίαν δε της Εκκλησίας και του Κλήρου εξέδωκε και τριάκοντα Κανόνας, σωζομένους εν τω Πηδαλίω. Αφού ταύτα πάντα λίαν καλώς η Αγία αύτη Σύνοδος ενομοθέτησε, θέλοντες οι Άγιοι Πατέρες να βεβαιωθώσιν αν ταύτα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά και επειδή οι αιρετικοί δεν ήθελον να συμφωνήσωσιν, έγραψαν εις ένα τόμον τα υπό της Συνόδου αποφασισθέντα ορθόδοξα δόγματα, εις έτερον δε έγραψαν οι αιρετικοί τα ιδικά των και ανοίξαντες την λάρνκα της Αγίας Ευφημίας έθεσαν εντός αυτής αμφοτέρους τους τόμους, ύστερον έκλεισαν και πάλιν την λάρνακα και απεσύρθησαν αμφότερα τα μέρη εις προσευχήν και νηστείαν παρακαλούντες τον Θεόν και την Αγίαν να φανερώση την αλήθειαν. Μετά δε από ολίγας ημέρας ανοίξαντες την λάρνακα εύρον, ω του θαύματος! τον μεν τόμον των Ορθοδόξων εις τας αγκάλας της Αγίας, τον δε τόμον των αιρετικών υπό τους πόδας αυτής! Τοιουτοτρόπως εβεβαιώθη το θείον θέλημα των υπό της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αποφασισθέντων. Αφού λοιπόν οι μακάριοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία αποκατέστησαν με το θέλημα του Θεού την Ορθοδοξίαν και απήλλαξαν την Εκκλησίαν από τους προβατοσχήμους λύκους, τους αιρετικούς Μονοφυσίτας και τα υπολείμματα της νεστοριανής πλάνης, ειρήνευσεν η Εκκλησία και ανέπνευσεν ο πιστός λαός του Κυρίου. Δεν ηρκέσθη όμως εις μόνον τούτο το έργον ο καλός Μαρκιανός, αλλά και τα εσωτερικά της αυτοκρατορίας πράγματα ετακτοποίησε δια της θεσπίσεως νόμων δικαίων και τους έξωθεν κινδύνους απεμάκρυνεν αρνηθείς θαρραλέως να συνεχίση καταβάλλων φόρους εις τον τρομερόν αρχηγόν των Ούννων Αττίλαν, όστις από ετών ετρομοκράτει την αυτοκρατορίαν, αναγκάσας τούτον δια της τολμηράς του στάσεως να στραφή προς άλλας κατευθύνσεις. Ταύτα δε πάντα επέτυχεν ο ευσεβής Μαρκιανός ουχί δια πολέμων, αλλά δια της βαθείας εις Χριστόν πίστεώς του. Τοιουτοτρόπως ευσεβώς πολιτευόμενοι οι μακάριοι ούτοι βασιλείς ποικιλοτρόπως ωφέλησαν και εαυτούς και την Εκκλησίαν και το Έθνος ολόκληρον. Πάμπολλα είναι τα δείγματα της ευσεβείας και της ευλαβείας των Αγίων τούτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, διότι όχι μόνον την ειρήνην και την ασφάλειαν της Εκκλησίας και του Κράτους εξησφάλισαν, αλλά και πολλά έργα υπέρ του λαού επετέλεσαν, ιδρύσαντες Ναούς, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και πλείστα όσα κοινωφελή ιδρύματα. Τούτων έργον είναι και ο περιώνυμος Ναός των Βλαχερνών εις τον οποίον μετά ταύτα εφυλάσσοντο επί αιώνας η Εσθής της Θεοτόκου και η Τιμία Ζώνη της, καθώς και η αχειροποίητος Εικών του Σωτήρος, δηλαδή το Άγιον Μανδήλιον, ανακομισθείσα εξ Εδέσσης υπό του Ρωμανού. Δεν ηρκούντο δε εις τα κοινωφελή μόνον έργα οι μακάριοι, αλλά και εις εαυτούς επέβαλλον την τήρησιν των εντολών του Θεού νηστεύοντες, αγρυπνούντες, προσευχόμενοι, τους πτωχούς ελεούντες και τους αδικουμένους δικαιούντες, το δε περισσότερον εφύλαττον και παρθενίαν αυτοπροαιρέτως, ως είπομεν. Όταν δε εγίνοντο λιτανείαι ηκολούθουν και αυτοί πεζοί και όχι εν φορείω, ως οι προ αυτών βασιλείς, διο και ο Πατριάρχης Ανατόλιος ηναγκάζετο να ακολουθή και αυτός πεζός. Την αγίαν δε ταύτην πολιτείαν ετήρησαν έως τέλους οι μακάριοι. Επειδή όμως και αυτοί οι μακάριοι ήσαν άνθρωποι και έπρεπε να πληρώσωσι το κοινόν χρέος, απήλθον προς Κύριον όταν επέστη δι’ ένα έκαστον εξ αυτών η προσδιωρισμένη ώρα, αφού πρωτίστως εστόλισαν την ψυχήν των με τους αμαράντους στεφάνους της ευσεβούς Πίστεως και των καλών έργων. Και η μεν μακαρία βασίλισσα Πουλχερία απήλθε προς Κύριον δύο έτη μετά την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον ήτοι εν έτει υνγ΄ (453), ο δε αοίδιμος βασιλεύς Μαρκιανός έζησεν ολίγον περισσότερον, την αυτήν ευσεβή πολιτείαν μετερχόμενος, κοιμηθείς εν έτει υνζ΄ (457). Αμφότεροι δε απολαμβάνουσι νυν εν ουρανοίς τους αγλαούς καρπούς των ευσεβών έργων των συμβασιλεύοντες εις την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Παμβασιλέως Χριστού του Θεού ημών. Και της μεν μακαρίας Πουλχερίας εορτάζεται και ιδιαιτέρως η μνήμη κατά την ι΄ (10ην) Σεπτεμβρίου, σήμερον δε επιτελείται η μνήμη αμφοτέρων των ευσεβών βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας εις δόξαν του αθανάτου Βασιλέως Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πρεσβυτέρα θυγάτηρ του Αρκαδίου και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ υπήρξεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Πουλχερία, σύζυγος δε αυτής ο ευλαβέστατος βασιλεύς Μαρκιανός. Η μακαρία Πουλχερία εγεννήθη εις Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος 398. Από δε της νεαράς της ηλικίας διεκρίνετο δια την ωραιότητα της ψυχής και του σώματος, την ευγένειαν των τρόπων, την αντίληψιν του νοός, την σοφίαν της διανοίας, την σεμνότητα του ήθους, την αγαθότητα της καρδίας και εν γένει δια την όλην συμπεριφοράν αυτής και μάλιστα δια την παρθενικήν διαγωγήν της, διότι είχεν υποσχεθή η μακαρία εις τον Θεόν να φυλάξη παρθενίαν, την οποίαν και έως τέλους ετήρησεν. Εξεπαιδεύθη δε η μακαρία Πουλχερία εις τε την Ελληνικήν και την Λατινικήν γλώσσαν και εδιδάχθη πάσαν γνώσιν και σοφίαν της εποχής εκείνης, αλλά και οξυδέρκειαν απέκτησε και διοικητικάς ικανότητας εις ό,τι αφεώρα την διοίκησιν του Κράτους και προνοητικότητα και σύνεσιν, διό και από του έτους υιδ΄ (414), δεκαεξαέτις την ηλικίαν, ανέλαβε ουσιαστικώς την διακυβέρνησιν της αυτοκρατορίας και την ανατροφήν και μόρφωσιν του νεαρού βασιλέως αδελφού της Θεοδοσίου, απέκτησε δε τοσαύτην επιρροήν επ’ αυτού, ώστε, και οσάκις προέβαινεν εις δριμείας προς αυτόν παρατηρήσεις δια τυχόν παρεκτροπάς του, όχι μόνον ουδόλως αντέλεγεν εκείνος, αλλ’ έμενε σιωπηλός και έκυπτεν ενώπιόν της την κεφαλήν ως παιδίον ενώπιον του πατρός του. Αλλά και ότε ενηλικιώθη, δεν έπαυσεν από του να σέβεται απεριορίστως την αδελφήν του Πουλχερίαν, διο και ουσιαστικώς αυτή εκυβέρνα το βασίλειον. Διότι ο Θεοδόσιος εμορφώθη μεν υπό της αδελφής του χριστιανικώς και ευσεβώς και απέκτησε γνώσεις και φόβον Θεού, όμως εστερείτο διανοητικών και διοικητικών ικανοτήτων και δεν ήτο εις θέσιν να κυβερνήση επιτυχώς την αυτοκρατορίαν, επιλύων μόνος τα λεπτά και δυσεπίλυτα προβλήματα αυτής, τα οποία απήτουν οξυδέρκειαν πνεύματος και προνοητικότητα. Δια τους λόγους τούτους η μακαρία Πουλχερία απέβη ο αχώριστος συμπαραστάτης και οδηγός του Θεοδοσίου καθ’ όλην αυτού την βασιλείαν, αυτή δε και τον ενύμφευσε μετά της μακαρίας βασιλίσσης Ευδοκίας μετά της οποίας όμως διεφώνησε βραδύτερον. Επείθετο δε σχεδόν πάντοτε ο Θεοδόσιος εις τας οδηγίας της μακαρίας Πουλχερίας εις όσας δε περιπτώσεις ενήργησεν ούτος εναντίον της γνώμης εκείνης, παραπεισθείς υπό τρίτων, απέτυχεν οικτρότατα και πικρώς μετενόησεν, όπως συνέβη με την ληστρικήν Σύνοδον της Εφέσου του έτους υμθ΄ (449), την οποίαν συνεκάλεσεν ο Θεοδόσιος, πεισθείς εις τούτο υπό του ισχυρού πρωθυπουργού του Χρυσαφίου, οπαδού αι πνευματικού τέκνου του ιδρυτού της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού αρχιμανδρίτου Ευτυχούς ή μάλλον ειπείν δυστυχούς. Ταύτα δε, διότι κατά την εποχήν εκείνην είχεν απλωθή απ’ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας μεγάλη αναταραχή, προκληθείσα εκ της εναντίον αλλήλων διαμάχης των αντιπάλων αιρέσεων των αθλίων αιρεσιαρχών Νεστορίου και Ευτυχούς και αμφοτέρων εναντίον της Ορθοδοξίας. Ήσαν δε αι δύο αύται αιρέσεις άκρως αντίθετοι μεταξύ των, διότι ο μεν Νεστόριος, όστις υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (428- 431), τας δύο φύσεις του ενός Υιού διεχώριζε και εις δύο διάφορα πρόσωπα, άλλον λέγων τον Υιόν και Λόγον του Θεού και άλλον τον εκ της Παρθένου γεννηθέντα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· διο και την Πανάχραντον αυτού Μητέρα, την Παρθένον Μαρίαν, δεν ωνόμαζεν Θεοτόκον αλλά Χριστοτόκον. Αντιθέτως δε ο Ευτυχής ηρνείτο δύο φύσεις εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, θείαν δηλαδή και ανθρωπίνην, και εκήρυττε μίαν την φύσιν αυτού μετά την ένωσιν (Θεότητος και ανθρωπότητος), την θείαν, υπό της οποίας η ανθρωπίνη φύσις απερροφήθη δι’ αναμίξεως και συγκράσεως. Αι δύο αύται αιρέσεις κατετάραξαν τόσον πολύ την Εκκλησίαν του Χριστού και τόσον ανεστάτωσαν ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, η οποία, ως γνωστόν, ήτο αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της Εκκλησίας του Χριστού, ώστε ο ασκών την αυτοκρατορικήν εξουσίαν θα έπρεπε να έχη βαθείαν επίγνωσιν των πραγμάτων και κρυσταλλίνην διαύγειαν πνεύματος, δια να δυνηθή να κατευθύνη το σκάφος της αυτοκρατορίας εις την ορθήν του πορείαν, άνευ τινός παρεκκλίσεως, συγχρόνως δε να διαφυλάξη την ειρήνην και την ενότητα του αλληλοσπαρασσομένου πληρώματος. Και τοιαύτη υπήρξεν η ευσεβεστάτη και οξυνουστάτη Πουλχερία, διότι ο Οεοδόσιος ήτο εντελώς ανίκανος προς τούτο. Δια τούτο και επί των ημερών της μακαρίας ταύτης γυναικός βασιλική προσκλήσει συνήλθον αι δύο εκ των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, αίτινεςαποκατέστησαν την ορθήν διδασκαλίαν και την ειρηνικήν κατάστασιν της Αγίας ημών Εκκλησίας, ήτοι η εν Εφέσω Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Νεστόριον και τας αιρέσεις αυτού, εν έτει υλα΄ (431) βασιλεύοντος του Θεοδοσίου Β΄ και η εν Χαλκηδόνι Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ήτις κατεδίκασε τον Ευτυχή και τον Διόσκορον εν έτει υνα΄ (451), βασιλευόντων των Αγίων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Εις την ορθήν ταύτην κατεύθυνσιν δεν επορεύθη άνευ κόπων και πόνων η μακαρία Πουλχερία, ούτε άνευ δυσχερειών και αντιδράσεων. Διότι είχε να αντιπαλαίση όχι μόνον εναντίον των μαινομένων αιρετικών, αλλά πολλάκις και εναντίον αυτού του βασιλέως Θεοδοσίου, ο οποίος λόγω της ευπιστίας του ευκόλως παρεσύρετο εις αντιθέτους και επιζημίους ενεργείας. Διο και ουχί μικράν επιρροήν ήσκησαν επ’ αυτού οι κατά καιρούς αυλικοί του, εις εκ των οποίων, ο Χρυσάφιος, τοσούτον επέδρασεν επ’ αυτού, ώστε δι’ εντέχνων μηχανορραφιών, ραδιουργιών, συκοφαντιών και αφθάστου πανουργίας επέτυχεν ακόμη και την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας εκ των ανακτόρων. Ο Χρυσάφιος ήτο, ως είπομεν ανωτέρω, οπαδός και θερμώς υποστηρικτής του Ευτυχούς, υπ’ αυτού δε διδασκόμενος και καθοδηγούμενος επέτυχε να πείση τον βασιλέα Θεοδόσιον, όπως απομακρύνη την Πουλχερίαν, ίνα ούτω δυνηθώσι να επικρατήσωσιν αυτοί. Πρώτον δε τούτων έργον, ευθύς μετά την απομάκρυνσιν της Πουλχερίας, ήτο η σύγκλησις της ψευδοσυνόδου της Εφέσου, την οποίαν αυτοί μεν ωνόμαζον οικουμενικήν, τα δε πράγματα ληστρικήν απέδειξαν και με το επαίσχυντον τούτο όνομα έμεινε γνωστή εν τη ιστορία. Η ψευδοσύνοδος αύτη συνήλθεν εν έτει υμθ΄ (449) εν τω Ναώ της Παρθένου Μαρίας εν Εφέσω, εις τον οποίον είχε συνέλθει και η Αγία Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Ταύτης προήδρευσεν ο προστάτης και ομόφρων του Ευτυχούς Διόσκορος Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Πρώτον μέλημα ταύτης υπήρξεν η επικύρωσις των βλασφήμων δοξασιών του αθλίου Ευτυχούς και η καταδίκη των υπερμάχων της Αγίας Ορθοδοξίας Ιεραρχών, αρχής γενομένης από του μακαρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Φλαβιανού, εν συνεχεία δε των υπολοίπων ευσεβών Αγίων Πατέρων. Τα όσα πρωτοφανή και πρωτάκουστα κακουργήματα διεδραματίσθησαν εν αυτή υπό των εξάλλων και αιρετικών Μονοφυσιτών αδύνατον είναι να περιγραφώσιν εν τω παρόντι, τούτο δε μόνον προσθέτομεν ενταύθα, ότι τόσον εκακοποιήθη υπ’ αυτών ο Άγιος Φλαβιανός και τόσον εβασανίσθη, ώστε μετά τρεις ημέρας από της ψευδοκαταδίκης του απήλθε προς Κύριον. Εν έτος μετά την ψευδοσύνοδον της Εφέσου, ήτοι εν έτει υν΄ (450), απέθανεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄, μόνη δε νόμιμος διάδοχος του θρόνου αυτού υπήρχεν η Πουλχερία. Βλέπουσα τότε η μακαρία ότι αφ’ ενός μεν η Εκκλησία του Χριστού εσπαράσσετο υπό νοητών λύκων, οίτινες είχον επιδράμει κατ’ αυτής, αφ’ ετέρου δε ότι η ασφάλεια της αυτοκρατορίας ευρίσκετο εν κινδύνω από τους εξωτερικούς εχθρούς της, ηννόησεν ότι είχεν ανάγκην της συμπαραστάσεως ανδρός ισχυρού, ο οποίος θα την υπεβοήθει εις το έργον της. Όθεν απεφάσισε να υπανδρευθή τον ονομαστόν δια τε την σύνεσιν και φρόνησιν αυτού, αλλά και δια την ευσέβειαν και ευλάβειάν του Μαρκιανόν, ως δε και τα πράγματα εκ των υστέρων απέδειξαν, δεν διέλαθε και εις τούτο η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότης της Πουλχερίας, διότι ο Μαρκιανός ανεδείχθη άριστος αυτοκράτωρ και την Εκκλησίαν ωφελήσας και το Κράτος περιφρουρήσας. Δεν ήτο όμως απλούν ζήτημα δια την Πουλχερίαν ο γάμος, διότι αύτη, ως είπομεν είχεν υποσχεθή εις τον Θεόν να ζήση εν παρθενία, και την υπόσχεσίν της αυτήν δεν ηννόει να αθετήση. Δεν εγκατέλειψεν όμως αυτήν και εις το ζήτημα τούτο η θεία Χάρις, διότι και ο μακάριος Μαρκιανός υπό των αυτών αισθημάτων διεπνέετο, διότι είχε μεν έλθει εις πρώτον γάμον, εκ του οποίου είχεν αποκτήσει και θυγατέρα, χηρεύσας όμως έζη και αυτός εν εγκρατεία, απέχων πάσης φθοροποιού αμαρτίας και δεν επεθύμει να έλθη εις δεύτερον γάμον. Αυτόν λοιπόν τον εκλεκτόν του Θεού άνθρωπον εσκέφθη να λάβη σύζυγον η Πουλχερία, εφ’ όσον θα εδέχετο να ζήσωσιν εν παρθενία. Τούτου λοιπόν συμφωνηθέντος εξησφάλισε και δι’ όρκου την υπόσχεσιν του Μαρκιανού η Πουλχερία. Όθεν έγινεν ο γάμος, ήσαν δε τότε κατά την ηλικίαν ο μεν Μαρκιανός ετών πεντήκοντα επτά, η δε Πουλχερία ετών πεντήκοντα δύο, διετήρησαν δε έως τέλους άψογον την υπόσχεσιν της παρθενικής συμβιώσεως αυτών οι μακάριοι. Πρώτη μέριμνα των νέων βασιλέων ευθύς μετά την ανάληψιν υπ’ αυτών της εξουσίας του Κράτους ήτο η αποκατάστασις της ευσεβείας και της ειρήνης της Εκκλησίας, η οποία είχε σφοδρώς διαταραχθή μετά την ληστρικήν ψευδοσύνοδον της Εφέσου. Συνεννοηθέντες λοιπόν οι βασιλείς μετά των Ορθοδόξων Πατριαρχών, του Ρώμης Λέοντος και του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου, έστειλαν επιστολάς προς όλους τους Επισκόπους και συνεκάλουν αυτούς εις Σύνοδον Οικουμενικήν προς αποκατάστασιν της αληθείας. Συνήλθε δε η Αγία αύτη Σύνοδος εις τον εν Χαλκηδόνι Ναόν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας κατά το επόμενον έτος υνα΄ (451). Είναι δε αύτη η Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Εν ταύτη παρέστησαν χλ΄ (630) Πατέρες, παρεκάθησαν δε εν αυτή επί θρόνων και οι ευσεβέστατοι ούτοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία. Κατεδίκασαν τότε οι Άγιοι ούτοι Πατέρες την εν Εφέσω ληστρικήν ψευδοσύνοδον του έτους υμθ΄ (449) αναθεματίσαντες και τους αρχηγούς της μονοφυσιτικής αιρέσεως Ευτυχή και Διόσκορον, εκράτυναν δε την Ορθοδοξίαν και εδικαίωσαν τους προμάχους αυτής Φλαβιανόν, τον αοίδιμον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Λέοντα Πάπαν Ρώμης και πάντας τους λοιπούς. Συνέταξε δε η Αγία αύτη Σύνοδος και όρον της Ορθοδόξου πίστεως, εις τον οποίον μεταξύ άλλων νομοθετείται ότι ο μη ομολογών δύο φύσεις εις Χριστόν, την Θείαν και την ανθρωπίνην, ο τοιούτος δεν είναι Ορθόδοξος, αλλ’ αιρετικός και απόβλητος από της Ορθοδόξου πίστεως. Η Σύνοδος αύτη απένειμε δια του κη΄ (28ου) Κανόνος αυτής τα ίσα πρεσβεία τιμής του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, υπέταξεν ακόμη τους Επισκόπους της Μικράς Ασίας και της Θράκης, καθώς επίσης και πάντων των υπό βαρβάρων κατοικουμένων τόπων εις τον Κωνσταντινουπόλεως. Αποκατέστησεν επίσης η αυτή Σύνοδος και τους Επισκόπους Κύρου Θεοδώρητον και Εδέσσης Ίβαν, οι οποίοι είχον καταδικασθή υπό τε της Αγίας Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ως και υπό της ληστρικής τοιαύτης ως νεστοριανίζοντες, αφού βεβαίως εδέχθησαν ούτοι προηγουμένως να αναθεματίσωσι τον Νεστόριον και τους μη ομολογούντας Θεοτόκον την Παναγίαν Παρθένον. Προς ευταξίαν δε της Εκκλησίας και του Κλήρου εξέδωκε και τριάκοντα Κανόνας, σωζομένους εν τω Πηδαλίω. Αφού ταύτα πάντα λίαν καλώς η Αγία αύτη Σύνοδος ενομοθέτησε, θέλοντες οι Άγιοι Πατέρες να βεβαιωθώσιν αν ταύτα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά και επειδή οι αιρετικοί δεν ήθελον να συμφωνήσωσιν, έγραψαν εις ένα τόμον τα υπό της Συνόδου αποφασισθέντα ορθόδοξα δόγματα, εις έτερον δε έγραψαν οι αιρετικοί τα ιδικά των και ανοίξαντες την λάρνκα της Αγίας Ευφημίας έθεσαν εντός αυτής αμφοτέρους τους τόμους, ύστερον έκλεισαν και πάλιν την λάρνακα και απεσύρθησαν αμφότερα τα μέρη εις προσευχήν και νηστείαν παρακαλούντες τον Θεόν και την Αγίαν να φανερώση την αλήθειαν. Μετά δε από ολίγας ημέρας ανοίξαντες την λάρνακα εύρον, ω του θαύματος! τον μεν τόμον των Ορθοδόξων εις τας αγκάλας της Αγίας, τον δε τόμον των αιρετικών υπό τους πόδας αυτής! Τοιουτοτρόπως εβεβαιώθη το θείον θέλημα των υπό της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αποφασισθέντων. Αφού λοιπόν οι μακάριοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία αποκατέστησαν με το θέλημα του Θεού την Ορθοδοξίαν και απήλλαξαν την Εκκλησίαν από τους προβατοσχήμους λύκους, τους αιρετικούς Μονοφυσίτας και τα υπολείμματα της νεστοριανής πλάνης, ειρήνευσεν η Εκκλησία και ανέπνευσεν ο πιστός λαός του Κυρίου. Δεν ηρκέσθη όμως εις μόνον τούτο το έργον ο καλός Μαρκιανός, αλλά και τα εσωτερικά της αυτοκρατορίας πράγματα ετακτοποίησε δια της θεσπίσεως νόμων δικαίων και τους έξωθεν κινδύνους απεμάκρυνεν αρνηθείς θαρραλέως να συνεχίση καταβάλλων φόρους εις τον τρομερόν αρχηγόν των Ούννων Αττίλαν, όστις από ετών ετρομοκράτει την αυτοκρατορίαν, αναγκάσας τούτον δια της τολμηράς του στάσεως να στραφή προς άλλας κατευθύνσεις. Ταύτα δε πάντα επέτυχεν ο ευσεβής Μαρκιανός ουχί δια πολέμων, αλλά δια της βαθείας εις Χριστόν πίστεώς του. Τοιουτοτρόπως ευσεβώς πολιτευόμενοι οι μακάριοι ούτοι βασιλείς ποικιλοτρόπως ωφέλησαν και εαυτούς και την Εκκλησίαν και το Έθνος ολόκληρον. Πάμπολλα είναι τα δείγματα της ευσεβείας και της ευλαβείας των Αγίων τούτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, διότι όχι μόνον την ειρήνην και την ασφάλειαν της Εκκλησίας και του Κράτους εξησφάλισαν, αλλά και πολλά έργα υπέρ του λαού επετέλεσαν, ιδρύσαντες Ναούς, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και πλείστα όσα κοινωφελή ιδρύματα. Τούτων έργον είναι και ο περιώνυμος Ναός των Βλαχερνών εις τον οποίον μετά ταύτα εφυλάσσοντο επί αιώνας η Εσθής της Θεοτόκου και η Τιμία Ζώνη της, καθώς και η αχειροποίητος Εικών του Σωτήρος, δηλαδή το Άγιον Μανδήλιον, ανακομισθείσα εξ Εδέσσης υπό του Ρωμανού. Δεν ηρκούντο δε εις τα κοινωφελή μόνον έργα οι μακάριοι, αλλά και εις εαυτούς επέβαλλον την τήρησιν των εντολών του Θεού νηστεύοντες, αγρυπνούντες, προσευχόμενοι, τους πτωχούς ελεούντες και τους αδικουμένους δικαιούντες, το δε περισσότερον εφύλαττον και παρθενίαν αυτοπροαιρέτως, ως είπομεν. Όταν δε εγίνοντο λιτανείαι ηκολούθουν και αυτοί πεζοί και όχι εν φορείω, ως οι προ αυτών βασιλείς, διο και ο Πατριάρχης Ανατόλιος ηναγκάζετο να ακολουθή και αυτός πεζός. Την αγίαν δε ταύτην πολιτείαν ετήρησαν έως τέλους οι μακάριοι. Επειδή όμως και αυτοί οι μακάριοι ήσαν άνθρωποι και έπρεπε να πληρώσωσι το κοινόν χρέος, απήλθον προς Κύριον όταν επέστη δι’ ένα έκαστον εξ αυτών η προσδιωρισμένη ώρα, αφού πρωτίστως εστόλισαν την ψυχήν των με τους αμαράντους στεφάνους της ευσεβούς Πίστεως και των καλών έργων. Και η μεν μακαρία βασίλισσα Πουλχερία απήλθε προς Κύριον δύο έτη μετά την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον ήτοι εν έτει υνγ΄ (453), ο δε αοίδιμος βασιλεύς Μαρκιανός έζησεν ολίγον περισσότερον, την αυτήν ευσεβή πολιτείαν μετερχόμενος, κοιμηθείς εν έτει υνζ΄ (457). Αμφότεροι δε απολαμβάνουσι νυν εν ουρανοίς τους αγλαούς καρπούς των ευσεβών έργων των συμβασιλεύοντες εις την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Παμβασιλέως Χριστού του Θεού ημών. Και της μεν μακαρίας Πουλχερίας εορτάζεται και ιδιαιτέρως η μνήμη κατά την ι΄ (10ην) Σεπτεμβρίου, σήμερον δε επιτελείται η μνήμη αμφοτέρων των ευσεβών βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας εις δόξαν του αθανάτου Βασιλέως Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου