των εκ Σπετσών καταγομένων και εν Χίω
μαρτυρησάντων κατά το έτος αωκβ΄ (1822).
Ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και αι οδοί σου ανεξιχνίαστοι! Με κάθε δίκαιον δύναταί τις θαυμάζων να φωνάζη, διότι τους τρόπους με τους οποίους η πάνσοφος και πανάγαθος πρόνοια του Θεού τα πάντα οικονομεί, ούτε ο νους του ανθρώπου δύναται να τους χωρέση, ούτε η διάνοια να τους διακρίνη, ούτε η γλώσσα να τους λαλήση. Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. Ο Σαούλ ζητεί να εύρη τας χαμένας όνους του πατρός του και η θεία Πρόνοια χειροτονεί αυτόν βασιλέα του Ισραήλ.
Ο Δαυϊδ πηγαίνει τροφάς εις τους αδελφούς του εις το στρατόπεδον και η πάνσοφος Πρόνοια ψηφίζει αυτόν και αποδεικνύει νικητήν και τροπαιούχον του αλλοφύλου ληστάρχου Γολιάθ. Οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες εξέρχονται της πατρίδος των να εμπορευθώσι, να κερδήσουν πλούτον πρόσκαιρον και η πάνσοφος Πρόνοια, με αυτόν τον τρόπον, τους προσκαλεί να λάβωσι κέρδος μέγα σχεδόν πάντη ανέλπιστον. Ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και αι οδοί σου ανεξιχνίαστοι! Εξέρχονται από την πατρίδα των δια κέρδος προσωρινόν και η δυστροπία των καιρών τους φέρει εις τον λιμένα των μαρτυρικών αγώνων και τους αποδεικνύει στεφανηφόρους και νικηφόρους Μάρτυρας. Πλην δια να εννοήση έκαστος την υπόθεσιν του Μαρτυρίου των, πως ηκολούθησεν, ας την διηγηθώμεν εν συντομία.
Σταμάτιος και Ιωάννης οι νεοφανείς Μάρτυρες του Χριστού, οι λαμπροί της Εκκλησίας φωστήρες, ήσαν γέννημα και θρέμμα της νήσου των Σπετσών· ο πατήρ αυτών ωνομάζετο Θεόδωρος, Γκίνης την επωνυμίαν, η δε μήτηρ αυτών Ανέζω. Αφ’ ου απέθανεν ο πατήρ των, έχοντες μετρίαν περιουσίαν, ανετράφησαν ομού με τους άλλους αδελφούς των, όταν δε έφθασαν εις ηλικίαν, εμπορεύοντο εις μικράς ποσότητας κατά την συνήθειαν των εντοπίων των. Κατά το έτος 1822, εν ω εταράχθη γη και θάλασσα από την γενομένην επανάστασιν κατά των ασεβώς και παρανόμως τυραννούντων Οθωμανών, εξήλθον ούτοι της πατρίδος των δια να εμπορευθώσι. Περιερχόμενοι και έχοντες το πλοίον των φορτωμένον με έλαιον, από εναντιότητα των ανέμων και θαλασσοταραχήν κατήντησαν να πέσουν αντίκρυ της νήσου Χίου, προς το μέρος της Ανατολής το λεγόμενον Τσεσμέ, εις το μέρος το οποίον ονομάζεται Αλάτσατα. Εκεί λοιπόν αράξαντες εξήλθον εις την ξηράν και παρουσιάσθησαν εις τινα Χριστιανόν, τον οποίον εθεώρησαν ότι τωόντι ήτο Χριστιανός, και αφού του εξέθεσαν τι άνθρωποι ήσαν, τον παρεκάλεσαν, δίδοντές του και αρκετά γρόσια, να τους οικονομήση τα όσα εχρειάζοντο προς διόρθωσιν του μικρού των πλοίου. Εκείνος όμως, αντί να τους οικονομήση, ως υπεσχέθη, εφάνη άλλος Ιούδας και πηγαίνων εις τον αγάν του τόπου του τους επρόδωσε και παίρνων ανθρώπους του αγά επήγεν εις τον τόπον όπου ήσαν και τους συνέλαβον. Ήσαν δε όλοι οι συλληφθέντες επτά, εκ των οποίων οι δύο φεύγοντες εθανατώθησαν, οι άλλοι δύο έπεσον εις την θάλασσαν, τους δε τρεις, τον πλοίαρχον και τους δύο τούτους αυταδέλφους, συλλαβόντες τους έφερον εις την Χίον και τους παρέδωκαν εις τον εκεί ευρισκόμενον πασάν· ήτο δε η εικοστή έκτη του Ιανουαρίου. Ο πασάς παραστήσας αυτούς έμπροσθέν του, εξετάσας αυτούς και μαθών ποίοι άνθρωποι ήσαν, επρόσταξε τους μεν δύο αδελφούς να κλείσουν εις την σκοτεινήν φυλακήν, τον δε γεροντότερον, ονόματι Νικόλαον, να τον εκβάλωσιν έξω από το Κάστρον εις την πεδιάδα, η οποία ονομάζεται Βουνάκι, και να τον αποκεφαλίσωσι. Παρεκίνουν δε τούτον καθ’ όλον τον δρόμον να γίνη Τούρκος και να του χαρίσουν την ζωήν. Ούτος δε απεκρίθη· «Τώρα πλέον θα κάμω εγώ νέον κόσμον; Όχι. Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θ’ αποθάνω· δεν αρνούμαι την πίστιν μου». Και φθάσαντες εις τον διωρισμένον τόπον τον απεκεφάλισαν εις την ομολογίαν της Ορθοδόξου πίστεως. Ενώ δε οι νέοι ήσαν φυλακισμένοι εις την σκοτεινήν φυλακήν του κάστρου, ο πασάς διώρισε δύο ανθρώπους ιδικούς του, ένα Χίον Σερίφ τσαούσην ονομαζόμενον και ένα Λαζόν πεσκιρτζίμπασην την αξίαν, ανθρώπους και τους δύο κακίστους και παμπονήρους και υπεσχέθη εις αυτούς μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, αν κατορθώσουν να καταπείσουν τους δύο αδελφούς ή με απειλάς βασάνων, ή με υποσχέσεις δωρεών να γίνουν Τούρκοι. Είχε λοιπόν, ο κατάρατος, μεγάλον πόθον να τους κάμη να αρνηθώσι την αγίαν πίστιν του Χριστού και να γίνουν Μουσουλμάνοι, λογιζόμενος τούτο ως προκοπήν του και ως τιμήν του μεγάλην, καθώς έλεγον οι πορευθέντες εκεί, ότι είπε· «Συμφέρει εις ημάς να έχωμεν τοιούτους ανθρώπους εις την πίστιν μας». Λαβόντες λοιπόν οι δύο ούτοι την τοιαύτην προσταγήν από τον πασάν, τι δεν έκαμαν, τι δεν εμεθοδεύθησαν; Δεν έπαυσαν, οι κατάρατοι, καθ’ ώραν και στιγμήν, κινούντες πάντα λίθον, κατά την παροιμίαν, πότε με υποσχέσεις μεγάλων δωρεών και αξιωμάτων πότε με απειλάς βασάνων και τιμωριών. Πλην όμως ούτοι έμενον στερεοί και αμετακίνητοι και με μεγάλην τόλμην αντέλεγον εις αυτούς. Αφ’ ου παρήλθον επτά ημέραι, χωρίς να δυνηθούν παντελώς να τους διασείσουν από την στερεάν των πίστιν, πηγαίνουν και οι δύο εις τον πασάν και του λέγουν· «Αφέντη, αυτοί ηννόησαν ότι βάσανα δεν τους κάμνομεν και δια τούτο κρατούν καλά το πείσμα των. Λοιπόν να μας δώσης την άδειαν να τους επιβάλωμεν τιμωρίας, ίσως τότε δυνηθώμεν να τους καταπείσωμεν, διότι με μεγάλην τόλμην αντιστέκονται και αντιλέγουν». Ο πασάς, ακούσας ταύτα, εστάθη ολίγην ώραν συλλογιζόμενος, έπειτα λέγει προς αυτούς· «Αυτοί οι γκιαούρηδες έχουν την συνήθειαν αυτήν και αν βάλουν το πείσμα των είναι αδύνατον να τους μεταβάλη κανείς. Ευκολώτερον κόπτει τις την κεφαλήν των ή το πείσμα των». Αυτά είπεν εις τους ευρεθέντας εκεί αγάδες, τα οποία ων παρών και εις των αρχόντων της χώρας, Χατζή Πολυχρόνης το όνομα, τα ήκουσεν από το ίδιον στόμα του πασά. Και ακόμη είπεν· «Αύριον παίρνει τέλος αυτό το ζήτημα». Οι δε καλοί νέοι, όντες εις την φυλακήν κεκλεισμένοι χωρίς να τους είπη τις τίποτε, προεγνώρισαν ως εκ θείας αποκαλύψεως ότι την ερχομένην ημέραν έχουν να τελειώσουν τον καλόν αγώνα και χαίροντες έλεγον εις τους φυλακισμένους· «Αύριον, αδελφοί, τελειώνομεν την ζωήν, αύριον είναι η υστερινή ημέρα της ζωής μας». Όθεν εζήτησαν να φέρουν κρυφίως χαρτί και έστειλαν έγγραφον την εξομολόγησίν των εις τον Επίσκοπον Χίου, ζητούντες να κάμη τρόπον να τους αξιώση των Αχράντων Μυστηρίων. Ο δε Αρχιερεύς τους διεμήνυσε με την ιδίαν γυναίκα, επειδή άλλος δεν έμβαινεν εις την φυλακήν, εκτός μόνον μία γυνή, Φράγκα το όνομα, της οποίας ο σύζυγος, Αγαπητός το όνομα, ήτο και αυτός κλεισμένος εις την ιδίαν φυλακήν, δι’ άλλην αιτίαν, τους διεμήνυσε, λέγω, να στέκουν στερεοί και να ετοιμασθούν με προσευχάς και δάκρυα και να μη δειλιάσουν παντελώς τον θάνατον, διότι τους αναμένει η δόξα του Παραδείσου, να συγχαίρουν με τους Μάρτυρας αιώνια. Παρήγγειλε δε και εις την γυναίκα να υπάγη την αυγήν να τους δώση τα Άχραντα Μυστήρια, επειδή Ιερεύς και άλλος Χριστιανός να εισέλθη εις τας φυλακάς ήτο αδύνατον. Ακούσαντες ούτοι τας εντολάς και νουθεσίας του Αρχιερέως από το στόμα της γυναικός, μετά δακρύων ηυχαρίστησαν τον Κύριον και διήλθον όλην την νύκτα άγρυπνοι, ψάλλοντες Παρακλήσεις εις την Θεοτόκον και τους Οίκους αυτής και άλλας προσευχάς, όσας ήξευρον, εδέοντο δε της Κυρίας Θεοτόκου να μεσιτεύση εις τον Υιόν της να τους χαρίση δύναμιν, να μη δειλιάσουν τον θάνατον. Περί την αυγήν απεκοιμήθησαν ολίγον οι Άγιοι και εξυπνώντες είπον εις τους άλλους Χριστιανούς· «Ημείς, αδελφοί, σήμερον τελειώνομεν το ταξείδιον της ζωής μας. Όθεν σας παρακαλούμεν να δεηθήτε και σεις του Κυρίου μας να μας χαρίση δύναμιν». Τότε έβγαλαν και μερικά ενδύματα, τα οποία εφόρουν διπλά και τα έδωκαν εις τους φυλακισμένους εκείνους Χριστιανούς, εις άλλον ένα και εις άλλον άλλο και μερικά άσπρα από εκείνα τα οποία εκράτουν. Όταν δε έγινεν ημέρα, τους έστειλεν ο Αρχιερεύς τα Άχραντα Μυστήρια με την γυναίκα, την οποίαν προείπομεν, τα οποία εδέχθησαν μετά δακρύων. Αφού δε μετέλαβον των Αχράντων Μυστηρίων, ηυχαρίστησαν μεγάλως τον Κύριον και μετ’ ολίγον εγεύθησαν ολίγης τροφής, έστειλαν δε πάλιν δια της ιδίας γυναικός τας ευχαριστίας των εις τον Αρχιερέα, διότι τους οικονόμησεν εις την ανάγκην αυτήν, έστειλαν και ολίγα γρόσια παρακαλούντες αυτόν, όταν τελειωθώσι, να ψάλη τα λείψανά των και να τους μνημονεύση. Μετά παρέλευσιν δύο ωρών έδωσε προσταγήν ο πασάς να τους εκβάλουν από την φυλακήν και να τους φέρουν κάτωθι του σεραγίου, όπου εκάθητο, οπισθάγκωνα δεδεμένους και να τους ερωτήσωσιν, αν θέλουν να γίνουν Τούρκοι να κερδήσωσι την ζωήν των, ει δε μη, να τους κόψουν τας κεφαλάς. Ευθύς λοιπόν ετελειώθη το πρόσταγμα του τυράννου και φέραντες τους Αγίους ήρχισε τότε ο δήμιος να τους λέγη να υπακούσωσι, να δεχθώσι την Οθωμανικήν πίστιν δια να λυτρώσωσι την ζωήν των και να αξιωθώσι και μεγάλης τιμής. Οι δε Μακάριοι μεγαλοφώνως έκραζον λέγοντες· «Χριστιανοί θα αποθάνωμεν! Χριστιανοί είμεθα, Χριστιανοί εγεννήθημεν και Χριστιανοί θα αποθάνωμεν. Δεν αρνούμεθα τον Χριστόν, έστω και αν μεληδόν μας κατακόψητε· μόνον ό,τι θα κάμετε, κάμετέ το μίαν ώραν ενωρίτερα, μη χάνετε καιρόν ματαίως. Ημείς την πίστιν μας δεν την αρνούμεθα ποτέ». Αυτά τα ήκουσεν ο ίδιος ο πασάς από το παράθυρον όπου εκάθητο, επειδή με μεγάλην φωνήν και οι δύο τα εφώναζον. Όθεν έδωκε την απόφασιν να τους αποκεφαλίσουν. Παρευθύς λοιπόν αρπάσαντες τους Αγίους οι αιμοβόροι εκείνοι λύκοι τους έσυραν έξω του κάστρου με μεγάλην ταραχήν, έχοντες και δύο γυμνά ξίφη έμπροσθεν των οφθαλμών των Αγίων δια να δειλιάσωσι. Τούτο έκαμε τους ορώντας να τρέμουν βλέποντες την τόσην μανίαν αυτών. Αλλά και τον ένα από τους δύο, τον Ιωάννην, έκαμε τούτο να δειλιάση προς ώραν και να αλλοιωθή η όψις του. βλέπων δε τούτο ο Σταμάτιος του είπε· «Τι έπαθες, αδελφέ; Εδειλίασες τους κύνας; Δεν ενθυμείσαι την απόφασιν την οποίαν εκάμαμεν, να μη προδώσωμεν την πίστιν μας; Πως τώρα φαίνεσαι δειλός; Παρακάλεσε την Παναγίαν μας να σου δώση δύναμιν». Αυτά τα λόγια έδωσαν θάρρος εις τον Ιωάννην. Ενώ δε εξήρχοντο εις την έξω του κάστρου πεδιάδα, την λεγομένην Βουνάκι, έτρεχον πλήθος πολύ έμπροσθεν και όπισθεν. Οι δε Μακάριοι έκραζον μεγαλοφώνως. «Χριστιανοί είμεθα! Δια τον Χριστόν υπάγομεν εις θάνατον»! Όταν έφθασαν εις το μέρος όπου είναι κατέναντι των σφαγείων, κάτωθι της Παλαιάς Βρύσης, εκεί τους έστησαν να τους ερωτήσωσιν αν μετενόησαν και απεφάσισαν να δεχθώσι την πίστιν του Μωάμεθ, άλλως θα τους κόψουν, δείχνοντες συγχρόνως και το ξίφος. Τότε με μεγάλην φωνήν εξεφώνησαν και οι δύο: «Αδελφοί Χριστιανοί, Χριστιανοί είμεθα και δια τον Χριστόν αποθνήσκομεν»! Και μάλιστα τρισσώς το είπον· «Χριστιανοί, Χριστιανοί, Χριστιανοί είμεθα! Δεν αλλάζομεν την πίστιν μας! Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Τότε παρευθύς τους απεκεφάλισαν και έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως και ανέβησαν στεφηφόροι εις τους ουρανούς να συνευφραίνωνται αιωνίως μετά των Αθλητών και Μαρτύρων. Τα δε τίμια των Αγίων λείψανα έμενον καταφρονημένα εις τον τόπον της καταδίκης. Έθεσαν δε, εις το μέσον των δύο, εις χαρτίον γεγραμμένην την αιτίαν της αποτομής των, ότι ήσαν εναντίον του βασιλέως των και κλέπται. Μετά δε τρεις ημέρας ηγγάρευσαν μερικούς Χριστιανούς και σύροντες αυτά τα έφερον εις την παραλίαν όπου επιβιβάσαντες εις λέμβον τα έρριψαν εις την θάλασσαν. Μερικοί δε φιλομάρτυρες Χριστιανοί έλαβον φροντίδα και επεμελούντο να τα ανασύρουν, αλλά δια τον πολύν φόβον ωκονόμησαν την υπόθεσιν ως εξής: Έδωκαν είδησιν εις φιλόχριστον τινα και φιλομάρτυρα Χριστιανόν, Γεώργιον το όνομα, βυρσοδέψην την τέχνην, να προσέχη εις την θάλασσαν όπου ευρίσκετο πάντοτε δια το έργον του μήπως και εκβάλη τα άγια λείψανα έξω. Λαβών λοιπόν την φροντίδα ο καλός Γεώργιος επρόσεχεν εις τούτο. Μετά τέσσαρας δε ημέρας, πνεύσας σφοδρός νότιος άνεμος εξέβαλε τα τίμια λείψανα εις το μέρος του Λαναρίτου της πανώλους, τα οποία λαβόντες οι Χριστιανοί ενεταφίασαν κρυφίως εις ένα χωράφιον, την δε κάραν του Ιωάννου δεν ευρήκαν ειμή μόνον του Σταματίου. Αυτό είναι το Μαρτύριον, αδελφοί, των νέων Μαρτύρων του Χριστού Σταματίου και Ιωάννου, των καλών αυταδέλφων, και Νικολάου του Συναθλητού αυτών, καθώς με όλην την επιμέλειαν ηδυνήθημεν να μάθωμεν από φιλαλήθεις άνδρας, χωρίς τινος προσθήκης. Ούτως ηγωνίσθησαν, οι καλλίνικοι νέοι, ούτως αντέστησαν μέχρι τέλους φυλάξαντες τον θησαυρόν της ευσεβούς πίστεως και υπέρ της πίστεως τμηθέντες τας κεφαλάς. Ήσαν δε, ως λέγουν, κατά την ηλικίαν, ο μεν Σταμάτιος ετών δέκα και οκτώ, ο δε Ιωάννης είκοσι και δύο, ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς φυλάξαι την πίστιν αμώμητον μέχρι τέλους, συνοδευομένην με έργα θεάρεστα, ίνα και της Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν. Αμήν.
Ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και αι οδοί σου ανεξιχνίαστοι! Με κάθε δίκαιον δύναταί τις θαυμάζων να φωνάζη, διότι τους τρόπους με τους οποίους η πάνσοφος και πανάγαθος πρόνοια του Θεού τα πάντα οικονομεί, ούτε ο νους του ανθρώπου δύναται να τους χωρέση, ούτε η διάνοια να τους διακρίνη, ούτε η γλώσσα να τους λαλήση. Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει. Ο Σαούλ ζητεί να εύρη τας χαμένας όνους του πατρός του και η θεία Πρόνοια χειροτονεί αυτόν βασιλέα του Ισραήλ.
Ο Δαυϊδ πηγαίνει τροφάς εις τους αδελφούς του εις το στρατόπεδον και η πάνσοφος Πρόνοια ψηφίζει αυτόν και αποδεικνύει νικητήν και τροπαιούχον του αλλοφύλου ληστάρχου Γολιάθ. Οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες εξέρχονται της πατρίδος των να εμπορευθώσι, να κερδήσουν πλούτον πρόσκαιρον και η πάνσοφος Πρόνοια, με αυτόν τον τρόπον, τους προσκαλεί να λάβωσι κέρδος μέγα σχεδόν πάντη ανέλπιστον. Ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και αι οδοί σου ανεξιχνίαστοι! Εξέρχονται από την πατρίδα των δια κέρδος προσωρινόν και η δυστροπία των καιρών τους φέρει εις τον λιμένα των μαρτυρικών αγώνων και τους αποδεικνύει στεφανηφόρους και νικηφόρους Μάρτυρας. Πλην δια να εννοήση έκαστος την υπόθεσιν του Μαρτυρίου των, πως ηκολούθησεν, ας την διηγηθώμεν εν συντομία.
Σταμάτιος και Ιωάννης οι νεοφανείς Μάρτυρες του Χριστού, οι λαμπροί της Εκκλησίας φωστήρες, ήσαν γέννημα και θρέμμα της νήσου των Σπετσών· ο πατήρ αυτών ωνομάζετο Θεόδωρος, Γκίνης την επωνυμίαν, η δε μήτηρ αυτών Ανέζω. Αφ’ ου απέθανεν ο πατήρ των, έχοντες μετρίαν περιουσίαν, ανετράφησαν ομού με τους άλλους αδελφούς των, όταν δε έφθασαν εις ηλικίαν, εμπορεύοντο εις μικράς ποσότητας κατά την συνήθειαν των εντοπίων των. Κατά το έτος 1822, εν ω εταράχθη γη και θάλασσα από την γενομένην επανάστασιν κατά των ασεβώς και παρανόμως τυραννούντων Οθωμανών, εξήλθον ούτοι της πατρίδος των δια να εμπορευθώσι. Περιερχόμενοι και έχοντες το πλοίον των φορτωμένον με έλαιον, από εναντιότητα των ανέμων και θαλασσοταραχήν κατήντησαν να πέσουν αντίκρυ της νήσου Χίου, προς το μέρος της Ανατολής το λεγόμενον Τσεσμέ, εις το μέρος το οποίον ονομάζεται Αλάτσατα. Εκεί λοιπόν αράξαντες εξήλθον εις την ξηράν και παρουσιάσθησαν εις τινα Χριστιανόν, τον οποίον εθεώρησαν ότι τωόντι ήτο Χριστιανός, και αφού του εξέθεσαν τι άνθρωποι ήσαν, τον παρεκάλεσαν, δίδοντές του και αρκετά γρόσια, να τους οικονομήση τα όσα εχρειάζοντο προς διόρθωσιν του μικρού των πλοίου. Εκείνος όμως, αντί να τους οικονομήση, ως υπεσχέθη, εφάνη άλλος Ιούδας και πηγαίνων εις τον αγάν του τόπου του τους επρόδωσε και παίρνων ανθρώπους του αγά επήγεν εις τον τόπον όπου ήσαν και τους συνέλαβον. Ήσαν δε όλοι οι συλληφθέντες επτά, εκ των οποίων οι δύο φεύγοντες εθανατώθησαν, οι άλλοι δύο έπεσον εις την θάλασσαν, τους δε τρεις, τον πλοίαρχον και τους δύο τούτους αυταδέλφους, συλλαβόντες τους έφερον εις την Χίον και τους παρέδωκαν εις τον εκεί ευρισκόμενον πασάν· ήτο δε η εικοστή έκτη του Ιανουαρίου. Ο πασάς παραστήσας αυτούς έμπροσθέν του, εξετάσας αυτούς και μαθών ποίοι άνθρωποι ήσαν, επρόσταξε τους μεν δύο αδελφούς να κλείσουν εις την σκοτεινήν φυλακήν, τον δε γεροντότερον, ονόματι Νικόλαον, να τον εκβάλωσιν έξω από το Κάστρον εις την πεδιάδα, η οποία ονομάζεται Βουνάκι, και να τον αποκεφαλίσωσι. Παρεκίνουν δε τούτον καθ’ όλον τον δρόμον να γίνη Τούρκος και να του χαρίσουν την ζωήν. Ούτος δε απεκρίθη· «Τώρα πλέον θα κάμω εγώ νέον κόσμον; Όχι. Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θ’ αποθάνω· δεν αρνούμαι την πίστιν μου». Και φθάσαντες εις τον διωρισμένον τόπον τον απεκεφάλισαν εις την ομολογίαν της Ορθοδόξου πίστεως. Ενώ δε οι νέοι ήσαν φυλακισμένοι εις την σκοτεινήν φυλακήν του κάστρου, ο πασάς διώρισε δύο ανθρώπους ιδικούς του, ένα Χίον Σερίφ τσαούσην ονομαζόμενον και ένα Λαζόν πεσκιρτζίμπασην την αξίαν, ανθρώπους και τους δύο κακίστους και παμπονήρους και υπεσχέθη εις αυτούς μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, αν κατορθώσουν να καταπείσουν τους δύο αδελφούς ή με απειλάς βασάνων, ή με υποσχέσεις δωρεών να γίνουν Τούρκοι. Είχε λοιπόν, ο κατάρατος, μεγάλον πόθον να τους κάμη να αρνηθώσι την αγίαν πίστιν του Χριστού και να γίνουν Μουσουλμάνοι, λογιζόμενος τούτο ως προκοπήν του και ως τιμήν του μεγάλην, καθώς έλεγον οι πορευθέντες εκεί, ότι είπε· «Συμφέρει εις ημάς να έχωμεν τοιούτους ανθρώπους εις την πίστιν μας». Λαβόντες λοιπόν οι δύο ούτοι την τοιαύτην προσταγήν από τον πασάν, τι δεν έκαμαν, τι δεν εμεθοδεύθησαν; Δεν έπαυσαν, οι κατάρατοι, καθ’ ώραν και στιγμήν, κινούντες πάντα λίθον, κατά την παροιμίαν, πότε με υποσχέσεις μεγάλων δωρεών και αξιωμάτων πότε με απειλάς βασάνων και τιμωριών. Πλην όμως ούτοι έμενον στερεοί και αμετακίνητοι και με μεγάλην τόλμην αντέλεγον εις αυτούς. Αφ’ ου παρήλθον επτά ημέραι, χωρίς να δυνηθούν παντελώς να τους διασείσουν από την στερεάν των πίστιν, πηγαίνουν και οι δύο εις τον πασάν και του λέγουν· «Αφέντη, αυτοί ηννόησαν ότι βάσανα δεν τους κάμνομεν και δια τούτο κρατούν καλά το πείσμα των. Λοιπόν να μας δώσης την άδειαν να τους επιβάλωμεν τιμωρίας, ίσως τότε δυνηθώμεν να τους καταπείσωμεν, διότι με μεγάλην τόλμην αντιστέκονται και αντιλέγουν». Ο πασάς, ακούσας ταύτα, εστάθη ολίγην ώραν συλλογιζόμενος, έπειτα λέγει προς αυτούς· «Αυτοί οι γκιαούρηδες έχουν την συνήθειαν αυτήν και αν βάλουν το πείσμα των είναι αδύνατον να τους μεταβάλη κανείς. Ευκολώτερον κόπτει τις την κεφαλήν των ή το πείσμα των». Αυτά είπεν εις τους ευρεθέντας εκεί αγάδες, τα οποία ων παρών και εις των αρχόντων της χώρας, Χατζή Πολυχρόνης το όνομα, τα ήκουσεν από το ίδιον στόμα του πασά. Και ακόμη είπεν· «Αύριον παίρνει τέλος αυτό το ζήτημα». Οι δε καλοί νέοι, όντες εις την φυλακήν κεκλεισμένοι χωρίς να τους είπη τις τίποτε, προεγνώρισαν ως εκ θείας αποκαλύψεως ότι την ερχομένην ημέραν έχουν να τελειώσουν τον καλόν αγώνα και χαίροντες έλεγον εις τους φυλακισμένους· «Αύριον, αδελφοί, τελειώνομεν την ζωήν, αύριον είναι η υστερινή ημέρα της ζωής μας». Όθεν εζήτησαν να φέρουν κρυφίως χαρτί και έστειλαν έγγραφον την εξομολόγησίν των εις τον Επίσκοπον Χίου, ζητούντες να κάμη τρόπον να τους αξιώση των Αχράντων Μυστηρίων. Ο δε Αρχιερεύς τους διεμήνυσε με την ιδίαν γυναίκα, επειδή άλλος δεν έμβαινεν εις την φυλακήν, εκτός μόνον μία γυνή, Φράγκα το όνομα, της οποίας ο σύζυγος, Αγαπητός το όνομα, ήτο και αυτός κλεισμένος εις την ιδίαν φυλακήν, δι’ άλλην αιτίαν, τους διεμήνυσε, λέγω, να στέκουν στερεοί και να ετοιμασθούν με προσευχάς και δάκρυα και να μη δειλιάσουν παντελώς τον θάνατον, διότι τους αναμένει η δόξα του Παραδείσου, να συγχαίρουν με τους Μάρτυρας αιώνια. Παρήγγειλε δε και εις την γυναίκα να υπάγη την αυγήν να τους δώση τα Άχραντα Μυστήρια, επειδή Ιερεύς και άλλος Χριστιανός να εισέλθη εις τας φυλακάς ήτο αδύνατον. Ακούσαντες ούτοι τας εντολάς και νουθεσίας του Αρχιερέως από το στόμα της γυναικός, μετά δακρύων ηυχαρίστησαν τον Κύριον και διήλθον όλην την νύκτα άγρυπνοι, ψάλλοντες Παρακλήσεις εις την Θεοτόκον και τους Οίκους αυτής και άλλας προσευχάς, όσας ήξευρον, εδέοντο δε της Κυρίας Θεοτόκου να μεσιτεύση εις τον Υιόν της να τους χαρίση δύναμιν, να μη δειλιάσουν τον θάνατον. Περί την αυγήν απεκοιμήθησαν ολίγον οι Άγιοι και εξυπνώντες είπον εις τους άλλους Χριστιανούς· «Ημείς, αδελφοί, σήμερον τελειώνομεν το ταξείδιον της ζωής μας. Όθεν σας παρακαλούμεν να δεηθήτε και σεις του Κυρίου μας να μας χαρίση δύναμιν». Τότε έβγαλαν και μερικά ενδύματα, τα οποία εφόρουν διπλά και τα έδωκαν εις τους φυλακισμένους εκείνους Χριστιανούς, εις άλλον ένα και εις άλλον άλλο και μερικά άσπρα από εκείνα τα οποία εκράτουν. Όταν δε έγινεν ημέρα, τους έστειλεν ο Αρχιερεύς τα Άχραντα Μυστήρια με την γυναίκα, την οποίαν προείπομεν, τα οποία εδέχθησαν μετά δακρύων. Αφού δε μετέλαβον των Αχράντων Μυστηρίων, ηυχαρίστησαν μεγάλως τον Κύριον και μετ’ ολίγον εγεύθησαν ολίγης τροφής, έστειλαν δε πάλιν δια της ιδίας γυναικός τας ευχαριστίας των εις τον Αρχιερέα, διότι τους οικονόμησεν εις την ανάγκην αυτήν, έστειλαν και ολίγα γρόσια παρακαλούντες αυτόν, όταν τελειωθώσι, να ψάλη τα λείψανά των και να τους μνημονεύση. Μετά παρέλευσιν δύο ωρών έδωσε προσταγήν ο πασάς να τους εκβάλουν από την φυλακήν και να τους φέρουν κάτωθι του σεραγίου, όπου εκάθητο, οπισθάγκωνα δεδεμένους και να τους ερωτήσωσιν, αν θέλουν να γίνουν Τούρκοι να κερδήσωσι την ζωήν των, ει δε μη, να τους κόψουν τας κεφαλάς. Ευθύς λοιπόν ετελειώθη το πρόσταγμα του τυράννου και φέραντες τους Αγίους ήρχισε τότε ο δήμιος να τους λέγη να υπακούσωσι, να δεχθώσι την Οθωμανικήν πίστιν δια να λυτρώσωσι την ζωήν των και να αξιωθώσι και μεγάλης τιμής. Οι δε Μακάριοι μεγαλοφώνως έκραζον λέγοντες· «Χριστιανοί θα αποθάνωμεν! Χριστιανοί είμεθα, Χριστιανοί εγεννήθημεν και Χριστιανοί θα αποθάνωμεν. Δεν αρνούμεθα τον Χριστόν, έστω και αν μεληδόν μας κατακόψητε· μόνον ό,τι θα κάμετε, κάμετέ το μίαν ώραν ενωρίτερα, μη χάνετε καιρόν ματαίως. Ημείς την πίστιν μας δεν την αρνούμεθα ποτέ». Αυτά τα ήκουσεν ο ίδιος ο πασάς από το παράθυρον όπου εκάθητο, επειδή με μεγάλην φωνήν και οι δύο τα εφώναζον. Όθεν έδωκε την απόφασιν να τους αποκεφαλίσουν. Παρευθύς λοιπόν αρπάσαντες τους Αγίους οι αιμοβόροι εκείνοι λύκοι τους έσυραν έξω του κάστρου με μεγάλην ταραχήν, έχοντες και δύο γυμνά ξίφη έμπροσθεν των οφθαλμών των Αγίων δια να δειλιάσωσι. Τούτο έκαμε τους ορώντας να τρέμουν βλέποντες την τόσην μανίαν αυτών. Αλλά και τον ένα από τους δύο, τον Ιωάννην, έκαμε τούτο να δειλιάση προς ώραν και να αλλοιωθή η όψις του. βλέπων δε τούτο ο Σταμάτιος του είπε· «Τι έπαθες, αδελφέ; Εδειλίασες τους κύνας; Δεν ενθυμείσαι την απόφασιν την οποίαν εκάμαμεν, να μη προδώσωμεν την πίστιν μας; Πως τώρα φαίνεσαι δειλός; Παρακάλεσε την Παναγίαν μας να σου δώση δύναμιν». Αυτά τα λόγια έδωσαν θάρρος εις τον Ιωάννην. Ενώ δε εξήρχοντο εις την έξω του κάστρου πεδιάδα, την λεγομένην Βουνάκι, έτρεχον πλήθος πολύ έμπροσθεν και όπισθεν. Οι δε Μακάριοι έκραζον μεγαλοφώνως. «Χριστιανοί είμεθα! Δια τον Χριστόν υπάγομεν εις θάνατον»! Όταν έφθασαν εις το μέρος όπου είναι κατέναντι των σφαγείων, κάτωθι της Παλαιάς Βρύσης, εκεί τους έστησαν να τους ερωτήσωσιν αν μετενόησαν και απεφάσισαν να δεχθώσι την πίστιν του Μωάμεθ, άλλως θα τους κόψουν, δείχνοντες συγχρόνως και το ξίφος. Τότε με μεγάλην φωνήν εξεφώνησαν και οι δύο: «Αδελφοί Χριστιανοί, Χριστιανοί είμεθα και δια τον Χριστόν αποθνήσκομεν»! Και μάλιστα τρισσώς το είπον· «Χριστιανοί, Χριστιανοί, Χριστιανοί είμεθα! Δεν αλλάζομεν την πίστιν μας! Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Τότε παρευθύς τους απεκεφάλισαν και έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως και ανέβησαν στεφηφόροι εις τους ουρανούς να συνευφραίνωνται αιωνίως μετά των Αθλητών και Μαρτύρων. Τα δε τίμια των Αγίων λείψανα έμενον καταφρονημένα εις τον τόπον της καταδίκης. Έθεσαν δε, εις το μέσον των δύο, εις χαρτίον γεγραμμένην την αιτίαν της αποτομής των, ότι ήσαν εναντίον του βασιλέως των και κλέπται. Μετά δε τρεις ημέρας ηγγάρευσαν μερικούς Χριστιανούς και σύροντες αυτά τα έφερον εις την παραλίαν όπου επιβιβάσαντες εις λέμβον τα έρριψαν εις την θάλασσαν. Μερικοί δε φιλομάρτυρες Χριστιανοί έλαβον φροντίδα και επεμελούντο να τα ανασύρουν, αλλά δια τον πολύν φόβον ωκονόμησαν την υπόθεσιν ως εξής: Έδωκαν είδησιν εις φιλόχριστον τινα και φιλομάρτυρα Χριστιανόν, Γεώργιον το όνομα, βυρσοδέψην την τέχνην, να προσέχη εις την θάλασσαν όπου ευρίσκετο πάντοτε δια το έργον του μήπως και εκβάλη τα άγια λείψανα έξω. Λαβών λοιπόν την φροντίδα ο καλός Γεώργιος επρόσεχεν εις τούτο. Μετά τέσσαρας δε ημέρας, πνεύσας σφοδρός νότιος άνεμος εξέβαλε τα τίμια λείψανα εις το μέρος του Λαναρίτου της πανώλους, τα οποία λαβόντες οι Χριστιανοί ενεταφίασαν κρυφίως εις ένα χωράφιον, την δε κάραν του Ιωάννου δεν ευρήκαν ειμή μόνον του Σταματίου. Αυτό είναι το Μαρτύριον, αδελφοί, των νέων Μαρτύρων του Χριστού Σταματίου και Ιωάννου, των καλών αυταδέλφων, και Νικολάου του Συναθλητού αυτών, καθώς με όλην την επιμέλειαν ηδυνήθημεν να μάθωμεν από φιλαλήθεις άνδρας, χωρίς τινος προσθήκης. Ούτως ηγωνίσθησαν, οι καλλίνικοι νέοι, ούτως αντέστησαν μέχρι τέλους φυλάξαντες τον θησαυρόν της ευσεβούς πίστεως και υπέρ της πίστεως τμηθέντες τας κεφαλάς. Ήσαν δε, ως λέγουν, κατά την ηλικίαν, ο μεν Σταμάτιος ετών δέκα και οκτώ, ο δε Ιωάννης είκοσι και δύο, ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς φυλάξαι την πίστιν αμώμητον μέχρι τέλους, συνοδευομένην με έργα θεάρεστα, ίνα και της Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου