του επιλεγομένου
Προφήτου, μαθητού του Αγίου Βαρσανουφίου, των παρά τω εν Γάζη της Παλαιστίνης
Κοινοβίω του Αββά Σερίδου ακμασάντων και εν ειρήνη τελειωθέντων.
Βαρσανούφιος
και Ιωάννης οι διαυγέστατοι φωστήρες οι εν τη ερήμω διαλάμψαντες, οι της
ασκήσεως κανόνες και της ησυχίας οι επιστήμονες, οι λύχνοι της διακρίσεως και
της προοράσεως οι ακοίμητοι οφθαλμοί, ανήλθον εις το της αρετής δυσθεώρητον
ύψος αγωνιζόμενοι εις ερημικά κελλία πλησίον του ονομαστού Κοινοβίου του Αββά
Σερίδου, κειμένου εις τα περίχωρα της πόλεως Γάζης της Παλαιστίνης.
Ούτοι
ήκμασαν κατά το πρώτον ήμισυ του ΣΤ΄ αιώνος και ο μεν Όσιος Βαρσανούφιος κατήγετο
από την Αίγυπτον και ήτο πολύ πεπαιδευμένος, ως δεικνύουν αι αποκρίσεις τας
οποίας έδιδεν εις τους ερωτώντας αυτόν επί διαφόρων υποθέσεων, αίτινες
αποκρίσεις ομού με τας του συνεορταζομένου σήμερον Οσίου Ιωάννου σώζονται εις
ιδιαιτέραν βίβλον, του δε Οσίου Ιωάννου δεν είναι γνωστή η πατρίς, διότι
ουδέποτε ηθέλησε να ομιλήση περί αυτής. Αναχωρήσας λοιπόν ο θείος Βαρσανούφιος
από την πατρίδα του Αίγυπτον μετέβη εις τους Αγίους Τόπους, αφού δε προσεκύνησε
τον Τάφον του Κυρίου και τα άλλα ιερά προσκυνήματα, υπετάγη εις ευσεβή τινα
Γέροντα ονόματι Μάρκελλον και γενόμενος Μοναχός συνεμόνασε μετ’ αυτού επί τινα
καιρόν. Αποθανόντος δε του Γέροντος περιήρχετο ο Όσιος από τόπου εις τόπον
διδάσκων τους ευσεβείς, ανεχώρει δε και εις κελλία αναχωρητικά και ησύχαζε,
τόσον δε προέκοψεν εις την αρετήν, ώστε πολλοί ήρχοντο προς αυτόν χάριν
νουθεσίας και εξομολογήσεως, αν και δεν ήτο Ιερεύς. Ήρχοντο δε και πολλοί
Μοναχοί και Ηγούμενοι Μοναστηρίων, τους οποίους όλους ενουθέτει και ειρήνευεν.
Αφού δε εκαθάρισε την καρδίαν του από τα πάθη και ηξιώθη να γίνη ναός και
κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, τις δύναται να παραστήση τα χαρίσματα, τα
οποία ηξιώθη να λάβη; Εκ της τοιαύτης καθαρότητος επλουτίσθη ο Όσιος με την
υψοποιόν και αληθινήν και τελείαν ταπείνωσιν· δηλαδή, όχι με την ταπείνωσιν
εκείνην, ήτις συνίσταται από τα εξωτερικά ταπεινά σχήματα και τα ταπεινά λόγια,
αλλά με την ταπείνωσιν εκείνην, την οποίαν κτίζει το Πνεύμα το Άγιον εις τας
καρδίας των πιστών. Δια τούτο πολλοί Ηγούμενοι τον εζήτουν να τον έχουν εις τας
Μονάς των δια να στηρίζη τους Μοναχούς με τας θαυμασίας παραινέσεις και
διδασκαλίας του. Αφού δε παρήλθε καιρός αρκετός απεφάσισε να υπάγη εις την Μονήν
του Αββά Σερίδου, αν και ο Σέριδος δεν τον είχε ζητήσει, καθώς τούτο ο ίδιος
γράφει εις τας ερωταποκρίσεις του λέγων· «Πόσοι ήθελον ημάς τους Γέροντας και
έτρεχον και ουκ εδόθη αυτοίς! Και καθημένου αυτού (του Αββά Σερίδου δηλαδή)
έπεμψεν ημάς προς αυτόν ο Θεός και τέκνον γνήσιον ημών αυτόν εποίησεν»
(απόκρισις 17η). Εγκατεστάθη λοιπόν ο Όσιος εις εξωτερικόν κελλίον
άνωθεν της Μονής και παρέμεινεν εις αυτό έγκλειστος επί δέκα οκτώ έτη, χωρίς να
δέχεται ουδένα, ούτε Μοναχόν, ούτε Ηγούμενον, ούτε και Επίσκοπον ακόμη. Και
αυτόν μάλιστα τον αδελφόν του, γέροντα όντα, ο οποίος εζήτησε να τον ίδη και να
συνομιλήση με αυτόν, ταύτα προς αυτόν απεκρίθη γραπτώς, ως συνήθως· «Εγώ
αδελφόν τον Ιησούν έχω· εάν δε καταφρονήσας του κόσμου γίνη Μοναχός, τότε
αδελφός μου ει» (Αποκρ. τμγ΄ ). Ο μόνος τον οποίον εδέχετο ήτο ο Αββάς Σέριδος,
ο οποίος και του μετέδιδεν εκάστην εβδομάδα τα Άχραντα Μυστήρια και του έφερε
και τρεις μικρούς άρτους με ολίγον ύδωρ. Τόσην δε εγκράτειαν απέκτησεν ο
Μακάριος, ώστε πολλάκις ελησμόνει να φάγη και οι άρτοι έμενον άθικτοι μέχρι της
επομένης εβδομάδος. Κατά το διάστημα της εγκλείσεώς του ο μόνος, τον οποίον
εδέχετο ο Όσιος, ως είπομεν, ήτο ο Αββάς Σέριδος, δια του οποίου επεκοινώνει
γραπτώς μετά των Πνευματικών του τέκνων και άλλων όσοι εζήτουν γραπτώς τας
συμβουλάς του. Επειδή λοιπόν ουδείς τον έβλεπεν, έλεγόν τινες κακοπροαίρετοι
ότι δεν υπήρχε τοιούτον πρόσωπον και ότι τας αποκρίσεις συνέτασσεν ο Αββάς
Σέριδος. Όθεν δια να διαλύση την πλάνην ταύτην εδέχθη δια μίαν και μόνην φοράν
τους Μοναχούς του Μοναστηρίου και έπλυνε τους πόδας των. Την ακριβή ταύτην
πολιτείαν εφύλαξεν ο Όσιος εις πάσαν περίστασιν τόσον, ώστε και όταν ακόμη ήτο
ασθενής δεν εξήρχετο ποτέ από κελλίον του προς θεραπείαν ούτε εδέχθη ποτέ
ιατρόν. Απέφευγε δε επίσης επιμελώς την ανάμιξιν εις τα σκάνδαλα των Μοναχών
και των Μοναστηρίων μέχρι και αυτών των δογματικών ερίδων της εποχής του.
Επέκρινε δε δριμύτατα όσους ανεμιγνύοντο και προεκάλουν τοιαύτας έριδας. Εις
μίαν απόκρισίν του δια τοιαύτα ζητήματα γράφει: «Ουαί και αλλαλαί τω γένει
ημών! Τι αφήκαμεν και τι ερευνώμεν!... Ουρανοί φρίττουσιν, τι πολυπραγμονούσιν
άνθρωποι. Η γη σείεται, πως εξιχνιάσαι θέλουσι τα ακατάληπτα… Ουκ απαιτεί ημάς
ο Θεός ταύτα, αλλ’ αγιασμόν, κάθαρσιν, σιωπήν και ταπείνωσιν» (Αποκρ. 600). Και
πράγματι· εάν αποκτήσωμεν τας αρετάς ταύτας το πνεύμα της πλάνης και των
αιρέσεων διώκεται και ειρήνη βαθεία θέλει επισκιάζει την Εκκλησίαν. Εκ της
θαυμαστής ταύτης πολιτείας του Οσίου εδόθη εις αυτόν παρά Θεού πλουσιώτατον και
το της θαυματουργίας χάρισμα. Δια τούτο και τον Αββάν Σέριδον ασθενήσαντά ποτε
από βαρείαν ασθένειαν εθεράπευσεν, ομοίως και άλλον αδελφόν δεινώς
βασανιζόμενον και άλλους πολλούς. Δια τούτο και του Οσίου τούτου όχι μόνον η
ψυχή και ο νους εχαριτώθη και ηγιάσθη, αλλά και αυτό το ιερόν σώμα του απήλαυσε
της θείας Χάριτος και αγιότητος, δια τούτο και όσα πράγατα ήγγιζον εις αυτό
ελάμβανον και αυτά θείαν τινά δύναμιν και χάριν. Και το κουκούλιον του, το
οποίον απέστειλεν εις τον από Μηρωσάβης Ιωάννην, εσκέπαζεν αυτόν από πολλών
πειρασμών και κακών. Άλλος δε Όσιος έστειλεν εις αυτόν το κουκούλιον και τον
ανάλαβον αυτού (ήτοι το πολυσταύριον) και παρεκάλεσεν αυτόν να τα φορέση και
μετά ταύτα να του τα αποστείλη δια να τα έχη σκέπην και βοήθειαν. Πολλοί δε
έστελλον και ελάμβανον ευλογίαν, ήτοι μέρος τι από τον άρτον, τον οποίον
έτρωγεν, ή το ύδωρ από το οποίον έπινε και λανβάνοντες αυτά ελαφρώνοντο από τα
πάθη, τα οποία τους επολέμουν. Ταύτα όπου είπομεν περί του Αγίου Βαρσανουφίου
αρμόζουν να είπη τις και περί του ΟσίουΙωάννου, του άλλου Γέροντος, καθ’ ότι
και αυτός την αυτήν ήσυχον ζωήν είχε του Βαρσανουφίου και των αυτών χαρισμάτων
του Πνεύματος ηξιώθη· εξαιρέτως δε και μάλιστα του χαρίσματος της προοράσεως
και προφητείας, διο και προφήτης επωνομάζετο. Ούτος ο Όσιος Ιωάννης, ακούων τας
αρετάς του Οσίου Βαρσανουφίου, επόθησε να αγωνισθή μαζί του, ο δε Όσιος
Βαρσανούφιος, προγνωρίσας εκ θείας Χάριτος οποίος έμελλε να κατασταθή ο
Ιωάννης, έδωσεν εις αυτόν το πρώτον κελλίον, εις το οποίον έμενεν εις την Μονήν
του Αββά Σερίδου, αυτός δε εγκατεστάθη εις άλλο κελλίον εκεί πλησίον
ευρισκόμενον. Ησύχασε δε ο Όσιος Ιωάννης χρόνους δέκα οκτώ μέχρι της τελευτή
του. κατά το διάστημα τούτο δεν είδεν αυτόν ποτέ τις να χαμογελάση ή να ταραχθή
ή χωρίς δάκρυα να κοινωνήση τα θεία Μυστήρια, καθώς περί τούτου εμαρτύρησε και
ο Ηγούμενος του Κοινοβίου. Προέβλεπε δε πολλά και προέλεγε περί ζωής και
θανάτου, ιάτρευσε μετά του Γέροντος Βαρσανουφίου φιλόχριστόν τινα και φιλόξενον
χριστιανόν, όστις ευρίσκετο εις ασθένειαν, εξέλεγε δια προγνώσεως εκείνους οι
οποίοι ήσαν άξιοι δια να χειροτονηθούν Ιερείς και άλλα πολλά. Όθεν δια το
πλούσιον χάρισμα της προφητείας, το οποίον εδόθη εις αυτόν παρά Κυρίου,
απεκαλείτο, ως είπομεν, από πολλούς Ιωάννης ο Προφήτης. Δια τούτο και ο Όσιος
Νίκων, όστις αναφέρει τας αποκρίσεις του Πατρός τούτου εις τους δύο τόμους
αυτού, επιγράφει αυτόν Ιωάννην τον Προφήτην. Κατά το διάστημα της μακροχρονίου
ασκήσεώς των ουδέποτε συνηντήθησαν μεταξύ των οι Όσιοι ούτοι Πατέρες, διότι
εφύλαττον ακριβώς τον κανόνα, τον οποίον αυτοί εις εαυτούς έθεσαν οι μακάριοι,
μόνον δε δια του Αββά Σερίδου επεκοινώνουν και μεταξύ των και μετά των
επερωτώντων αυτούς γραπτώς αδελφών. Εφύλαττεν όμως ο μακάριος Ιωάννης
απεριόριστον υπακοήν και ευλάβειαν προς τον μεγάλον Γέροντα, τον Όσιον
Βαρσανούφιον, και εξετέλει πιστώς τας εγγράφως στελλομένας εντολάς του, καθώς
τούτο εις πλείστα μέρη της Βίβλου αυτών φαίνεται. Εκ της θαυμαστής και ξένης
ταύτης διαγωγής των Οσίων τοσούτον εχαριτώθησαν και τοσαύτην ενότητα πνεύματος
απέκτησαν, ώστε ό,τι ο εις εκ του κελλίου του έγραφε προς οικοδομήν των πιστών,
τούτο και ο έτερος εκ του ιδικού του κελλίου επεσφράγιζε, χωρίς ουδεμίαν τινά
περί του αφορώντος ζητήματος ιδιαιτέραν μεταξύ των συνεννόησιν. Πολλάκις δε,
απευθύνοντές τινες ερωτήσεις κεχωρισμένας επί του αυτού θέματος εις αμφοτέρους
τους Οσίους, ομοιομόρφους ελάμβανον τας απαντήσεις. Παραμένοντες δε οι μακάριοι
έγκλειστοι εις τα κελλία αυτών, ουδόλως ηδιαφόρησαν δια την σωτηρίαν του
πλησίον, αλλά καθημερινώς εστήριζον τους πιστούς δια των γραπτώς
αποστελλομένων, ως είπομεν παραινέσεών των. Όχι δε μόνον κατά το διάστημα της
προσκαίρου ζωής των εστήριζον τους πιστούς, αλλά και μετά θάνατον εφρόντισαν να
ωφελήσουν αυτούς· όθεν και αφήκαν εις όλους τους αδελφούς την ιεράν αυτών
Βίβλον, ως μίαν κληρονομίαν πατρικήν εις τους πνευματικούς υιούς των, δια να
την αναγινώσκωσι συνεχώς και να λαμβάνωσιν εξ αυτής ωφέλειαν εις αιώνα αιώνων.
Η Βίβλος δε αύτη περιέχει αποκρίσεις οκτακοσίας τριάκοντα οκτώ, γενομένας προς
άλλας τόσας ερωτήσεις, τας οποίας απέστελλον προς αυτούς διάφορα πρόσωπα,
Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχοί, λαϊκοί, γέροντες, νεώτεροι, ασθενείς και υγιείς.
Τας αποκρίσεις δε ταύτας άλλας μεν έγραψεν ο άλλος Γέρων, δηλαδή ο Όσιος
Ιωάννης, τας περισσοτέρας δε έγραψε, μάλλον δε υπηγόρευσεν ο μέγας Γέρων ο
Όσιος Βαρσανούφιος, όχι με θέλημα ιδικόν του, αλλά με προσταγήν του Αγίου
Πνεύματος προς ωφέλειαν των ψυχών, καθώς τούτο λέγει μόνος του· «Ταύτα πάντα
ουκ εξ ιδίου θελήματος γράφω, αλλ’ εκ κελεύσεως του Αγίου Πνεύματος· όλα δε
προς διόρθωσιν και ωφέλειαν της ψυχής και συνειδήσεως του έσω ανθρώπου» (Αποκρ.
ιγ΄ ). Πράγμα δε θαυμαστόν ηκολούθησεν, όταν ο μέγας Βαρσανούφιος έκαμεν αρχήν
να υπαγορεύη τας αποκρίσεις ταύτας προς τον Όσιον Σέριδον, τον Ηγούμενον του
Μοναστηρίου, καθώς ο ίδιος ο Σέριδος εμαρτύρησε προς τον από Μηρωσάβης Όσιον
Ιωάννην. Δηλαδή ο Όσιος Βαρσανούφιος, καλέσας τον θείον Σέριδον, τον γραφέα
αυτού, είπεν εις αυτόν να γράψη απόκρισιν προς τον από Μηρωσάβης Ιωάννην, αλλ’
ο Σέριδος, μη δυνάμενος να κρατήση εις τον νουν του όλα τα λόγια, τα οποία
είπεν ο Όσιος, διελογίζετο και ηπόρει πως θα ηδύνατο να γράψη τόσα πολλά λόγια
και πως, αφού ήθελεν ο Γέρων να γράψη ταύτα, δεν του είπε να φέρη μελάνην και
χάρτην δια να ακούη ένα ένα λόγον και να τον γράφη. Τούτον τον διαλογισμόν του
Σερίδου εγνώρισεν ο μέγας Βαρσανούφιος δια του διορατικού χαρίσματος του Αγίου
Πνεύματος, και ευθύς έλαμψε το πρόσωπόν του και έγινεν ωσάν πυρ, λέγει δε τότε
προς τον Σέριδον· «Ύπαγε, γράψον και μη φοβηθής· ότι ανίσως και σου ειπώ
μυρίους λόγους, ήξευρε ότι το Πνεύμα το Άγιον δεν θέλει αφήσει να γράψης ούτε
παραπάνω, ούτε παρακάτω, ως ενός λόγου και γράμματος, έστω και αν συ θελήσης
τούτο, αλλά θέλει οδηγεί την χείρα σου, δια να γράψη όσα σου είπον με
ακολουθίαν και τάξιν» (Αποκρ. α΄ ). Κανένας δε από τους περιέργους και τους
έχοντας το πνεύμα του κόσμου και της σαρκός ας μη κατηγορήση τα λόγια ταύτα του
Αγίου, ως τάχα υπερήφανα. Επειδή ο σαρκικός άνθρωπος, ο οποίος είναι ο ταύτα
λέγων, «ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού, μωρία γαρ αυτώ εστι και ου
δύναται γνώναι ότι πνευματικώς ανακρίνεται», καθώς λέγει ο Απόστολος· «ο δε
Πνευματικός», οποίος ήτο ο θείος Βαρσανούφιος, «ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε
υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ. β:
14-15). Επειδή δε ο Θεός οις οίδε κρίμασιν έκρυψεν από τον Όσιον Ιωάννην τον
θάνατον του Ηγουμένου Αββά Σερίδου, προεγνώρισε την τελευτήν του και είπε τα
λόγια ταύτα· «εις τα έβδομα του Αββά Σερίδου τελευτώ· διότι εάν έμενεν ο Αββάς Σέριδος, θα έμενον και εγώ άλλα πέντε
έτη, επειδή δε απέκρυψε τούτο από εμέ ο Θεός και έλαβεν αυτόν, δεν παραμένω
πλέον». Επειδή όμως και ο νεοεκλεγείς τότε Ηγούμενος του Κοινοβίου Αββάς
Αιλιανός δεν εγνώριζε τας τάξεις του Μοναστηρίου και πώς να διοική τους αδελφούς,
παρεκάλεσε τον θείον Ιωάννην να παραμείνη ολίγον ακόμη, λέγων προς αυτόν· «καν
δύο εβδομάδας χάρισαί μου, ίνα σε ερωτήσω περί του Μοναστηρίου και της
διοικήσεως αυτού». Όθεν ευσπλαγχνισθείς ο Όσιος και κινηθείς υπό του εν αυτώ
οικούντος Αγίου Πνεύματος είπε ταύτα· «Ιδού έχεις με τας δύο εβδομάδας». Αφού
δε ο Αιλιανός ηρώτησεν αυτόν όσα ήσαν αναγκαία περί της διοικήσεως του
Κοινοβίου και ετελειώθησαν αι δύο εβδομάδες, εκάλεσεν ο Όσιος όλους τους
αδελφούς του Μοναστηρίου και αποχαιρετίσας αυτούς, τους αφήκε να υπάγη έκαστος
εις το κελλίον του, αφού δε εκείνοι απήλθον, παρέδωκεν εν ειρήνη και ησυχία την
αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Kατ’ αλήθειαν, αδελφοί μου αγαπητοί, είναι να θαυμάζη τις
και να απορή οποία χάρις και δόξα είναι αυτή· ότι οι θνητοί και πήλινοι
άνθρωποι είχον τοιαύτην εξουσίαν, να ζουν όσον θέλουν και να αποθνήσκουν όποτε
θέλουν· λύει όμως τον θαυμασμόν και την απορίαν ο φερωνύμως μέγιστος και
θεοφόρος Μάξιμος λέγων· «Πάντα όσα ο Θεός και ο κατά χάριν τεθεωμένος έσται,
χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος»· όθεν επειδή και οι Πατέρες ούτοι εθεώθησαν
κατά Χάριν και τον Θεόν είχον εις την καρδίαν ένοικον, δια τούτο και τα του
Θεού απέκτησαν ιδιώματα· διότι καθώς ο Θεός έχει την εξουσίαν ζωής και θανάτου,
ούτω και εκείνοι, οι οποίοι έγιναν Άγιοι καθ’ ομοίωσιν Θεού, μετέλαβον και
αυτοί κατά Χάριν από τον Θεόν την αυτήν εξουσίαν, πλην βεβαίως της κατ’ ουσίαν
Θεότητος. Αφού δε ο Όσιος Ιωάννης ετελείωσεν, εσιώπησε τελείως και ο Όσιος
Βαρσανούφιος και πλέον αποκρίσεις δεν έδιδεν, ως λέγει ο Αββάς Δωρόθεος εις την
επιγραφήν του δευτέρου λόγου αυτού. Αν και εις την Βίβλον αυτών ευρίσκονται
αποκρίσεις τινές του Οσίου Βαρσανουφίου γεγραμμέναι μετά την τελευτήν του Οσίου
Ιωάννου, ίσως διότι αι αποκρίσεις αυταί εδόθησαν προ της τελευτής του Ιωάννου,
οι δε αντιγραφείς δεν ετήρησαν την σειράν, αλλά τα προ της τελευτής έγραψαν
μετά την τελευτήν του. Τελευτήσαντος δε του Οσίου Ιωάννου και σιωπήσαντος του
Οσίου Βαρσανουφίου, ανεχώρησε και ο Αββάς Δωρόθεος από το Κοινόβιον εκείνο και
εσύστησεν ιδικόν του Κοινόβιον. Τοιαύτη, αγαπητοί μου αδελφοί, εστάθη η ζωή και
η πολιτεία των θεοφόρων Πατέρων ημών Βαρσανουφίου και Ιωάννου· τοιαύτα
υπερφυσικά και ουράνια χαρίσματα ηξιώθησαν να λάβουν παρά Θεού, και τοιούτον
μακάριον τέλος έλαβον· τώρα δε, ανελθόντες εις τους ουρανούς, κατατρυφώσι της
ουρανίου μακαριότητος, βλέποντες πρόσωπον προς πρόσωπον τον Θεόν, τον οποίον εκ
ψυχής επί γης ηγάπησαν και καταλάμπονται από το ανεκλάλητον εκείνο φως της
τρισηλίου Θεότητος, υπέρ του κόσμου παντός αδιαλείπτως πρεσβεύοντες. Και δια να
τελειώσωμεν την διήγησιν περί των μακαρίων τούτων Πατέρων με τα ίδια τα λόγια
του θείου Βαρσανουφίου, λέγομεν ότι οι
τρισόλβιοι ούτοι Άγιοι, εις ουρανούς ήδη ευρισκόμενοι, «όλοι εγένοντο νους,
όλοι οφθαλμός, όλοι φωτεινοί, όλοι τέλειοι, όλοι θεοί, εμεγαλύνθησαν,
εδοξάσθησαν, ελαμπρύνθησαν, έζησαν, και επειδή πρώτον απέθανον, ευφραίνονται
και ευφραίνουσιν· ευφραίνονται εν τη αχωρίστω Τριάδι και ευφραίνουσι τας άνω
δυνάμεις». Ας ποθήσωμεν λοιπόν και ημείς την τάξιν αυτών· ας δράμωμεν τον αυτόν
δρόμον· ας ζηλώσωμεν την αυτών πίστιν· ας αποκτήσωμεν την ταπείνωσιν αυτώ και
την υπομονήν εις πάσαν περίστασιν, ίνα και της κληρονομίας αυτών άξιοι
γενώμεθα· την αδιάπτωτον αυτών αγάπην ας κρατήσωμεν, ίνα τα ανεκλάλητα εκείνα
αγαθά κληρονομήσωμεν, »α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν
ανθρώπου ουκ ανέβη» (Αποκρ. ρκ΄). Ταις των Οσίων τούτων πρεσβείαις, Χριστέ ο
Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου