Φαύστα
η Αγία Παρθένος και Μάρτυς του Δεσπότου Χριστού και νύμφη αμόλυντος υπήρξεν εις
την εποχήν του Μαξιμιανού, εν έτει 299, γεννηθείσα και ανατραφείσα ευσεβώς εις
την πόλιν της Κυζίκου από γονείς ευγενείς και πλουσίους, οι οποίοι αφ’ ου
ανεπαύθησαν και επήγαν εις τον Κύριον αι ψυχαί αυτών, έμεινεν η κόρη ορφανή εις
ηλικίαν δέκα τριών ετών, ήτις σχολάζουσα καθ’ εκάστην εις νηστείας, προσευχάς
και εις την μελέτην των θείων Γραφών, επεμελείτο το κάλλος της ψυχής της.
Δια τας αρετάς αυτάς η φήμη της επήγε πανταχού, επειδή, κατά τον λόγον του Δεσπότου μας, δεν είναι δυνατόν να κρυβή πόλις επάνω όρους κειμένη. Ακούσας λοιπόν ο τύραννος Μαξιμιανός δι’ αυτήν, έστειλεν ευθύς άρχοντά τινα, τον πρώτον του παλατίου του, ονόματι Ευϊλάσιον, να ερευνήση εις όλην την Κύζικον, να εύρη την νύμφην του Χριστού Φαύσταν, και να την καταπείση να θυσιάση εις τα είδωλα· εάν δε απειθήση εις τούτο και τολμήση να ομολογήση τον Χριστόν, να την βυθίση εις την θάλασσαν. Φθάσας λοιπόν ο Ευϊλάσιος εις την Κύζικον, επρόσταξε και έφεραν την Αγίαν εις το κριτήριον, ως φονέα δεδεμένην με άλυσον. Ηνάγκαζε δε αυτήν ο άρχων να θυσιάση εις τους μιαρούς δαίμονας. Η δε Αγία είπε προς αυτόν· «Εγώ τοιούτους θεούς, κωφούς, τυφλούς και αναισθήτους, δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω ποτέ και να γίνω ομοία αυτών αναίσθητος, προσφέρουσα εις αυτούς θυσίαν· διότι εγώ έχω Θεόν αληθή, τον Ιησούν Χριστόν, εις τους ουρανούς και δεν δύναμαι να τον απαρνηθώ, δια να μη ζημιωθώ την αποκειμένην κληρονομίαν, ήτις είναι επηγγελμένη και ητοιμασμένη δια τους δούλους Αυτού». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Ευϊλάσιος· «Προσκύνησον, Φαύστα, τους θεούς, ειδ’ άλλως θέλω σου δώσει σκληρόν και πικρότατον θάνατον». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Μη νομίσης πως είμαι κόρη τις ανόητος, να υποπέσω εις τοιαύτην ασέβειαν, να προσκυνήσω ως κτίστην τα κτίσματα, διότι, αν και φαίνομαι μικρά εις την ηλικίαν, όμως έχω μεγάλην την καρδίαν, τον δε λογισμόν τελείως αφιερωμένον εις τον Δεσπότην μου Χριστόν». Τότε προστάσσει ο δικαστής να ξυρίσουν την κεφαλήν της Αγίας, να την κρεμάσωσιν εις ξύλον και να την ξεσχίζωσιν. Αφού λοιπόν εβασάνισαν επί ώραν πολλήν την Αγίαν, εσήκωσεν αύτη τους οφθαλμούς προς ουρανόν μετά πίστεως και προσηύχετο προς τον Κύριον να της στείλη εξ ύψους βοήθειαν· ευθέως δε ήλθεν αστραπή τόσον μεγάλη και φοβερά, ώστε πολλοί από τον φόβον των απέθανον. Αλλά και ο Ευϊλάσιος εφοβήθη υπερβολικά και νομίζων ΄τι ταύτα ήσαν έργα μαντείας, ηρώτα την Αγίαν που έμαθε να κάμνη τοιαύτα τερατουργήματα· η δε έλεγε· «Μη απατάσαι, ω δικαστά, να νομίζης μαγείας τα έργα της θείας δυνάμεως· εμού η ψυχή είναι όλως δι’ όλου εστηριγμένη εις τον Δεσπότην μου, και δεν θέλεις δυνηθή να με χωρίσης ποσώς από την αγάπην του, έστω και αν μου κάμης μυρία κολαστήρια, τα οποία ποσώς δεν θα αισθάνομαι, διότι καταφλέγομαι ολόκληρος από τον θείον έρωτα και δια να γνωρίσης την αλήθειαν, σε παρακαλώ, πρόσταξε να ζωγραφίσουν εις εικόνα τον χαρακτήρα μου». Τούτου γενομένου με πολλήν ταχύτητα, επρόσταξεν η Αγία τους στρατιώτας να ξεσχίζουν και να τιμωρούν την εικόνα της και λέγει τότε προς τον άρχοντα· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, καθώς εγώ δεν αισθάνομαι, ούτε καταλαβαίνω καθόλου πόνον τινά από όσα κακά κάμνετε εις αυτήν την εικόνα, η οποία έχει τον χαρακτήρα μου, ούτω και η ψυχή μου ολοτελώς δεν αισθάνεται τα κολαστήρια, τα οποία δίδετε εις την σάρκα μου, επί όσην δε ώραν με τιμωρείτε, σκέπτομαι τον Δεσπότην μου Χριστόν, και εκείνος ανακουφίζει τους πόνους μου». Τότε προστάσσει ο άρχων να την καρφώσουν εις γλωσσόκομον, δηλαδή ξύλινον κιβώτιον στενόν ως φέρετρον και να την πριονίσωσι μέσα εις αυτό από άνωθεν έως κάτω. Διατάξας ταύτα ο άρχων, ηγέρθη από τον θρόνον και επήγεν εις τον οίκον του, διότι ήτο εσπέρας. Την επαύριον είχον ητοιμασμένον οι στρατιώται το γλωσσόκομον και καρφώσαντες εντός αυτού την Αγίαν την επριόνιζαν από την πρώτην ώραν έως την ενάτην και δεν ηδυνήθησαν να κόψουν ούτε καν το δέρμα της κεφαλής της, αυτή δε έψαλλεν εντός του γλωσσοκόμου ευρισκομένη και εδόξαζε τον Κύριον. Ούτως αγωνιζόμενοι οι στρατιώται ήλλαξαν εξ πρίονας, όλοι όμως συνετρίβοντο και έμενον άχρηστοι, οι δε δήμιοι εκουράσθησαν και έγιναν ως νεκροί. Έπειτα εδοκίμασαν να την τελειώσουν δια πυρός, να λυτρωθούν απ΄αυτής, αλλ’ ούτε να την καύσουν ηδυνήθησαν, επειδή έχασε το πυρ την καυστικήν του ενέργειαν και την εδρόσιζε μάλλον, ούτω προστασσόμενον υπό του Παντοδυνάμου Θεού, τον οποίον επεκαλείτο η Μάρτυς έσωθεν, με θάρρος λέγουσα· «Καν δια πυρός έλθω, η φλοξ ουδέ ποσώς κατακαύσει με».Ταύτα μαθών από τους δημίους ο Ευϊλάσιος εθαύμασε και προσκαλεσάμενος την Αγίαν εις την οικίαν του, είπε προς αυτήν· «ω γύναι, εξέπληξάς με ποιούσα τοιαύτα έργα παράδοξα, επειδή είμαι τώρα ογδοήκοντα ετών και ποτέ δεν είδα τοσαύτα θαυμάσια. Λοπόν, σε ορκίζω εις τον Θεόν σου, να μου ειπής την ακρίβειαν της πίστεώς σου με πάσαν αλήθειαν». Λέγει προς αυτόν η Μάρτυς· «Καθάρισον τον νουν σου και άκουε επιμελώς όσα θέλω σου διηγηθή σήμερον δια να εννοήσης τα θεία μυστήρια και να πιστεύσης την αλήθειαν, εάν ποθής να εύρης τον αληθή Θεόν ευϊλατον, Ευϊλάσιε, να κληρονομήσης ζωήν αιώνιον και Βασιλείαν ατελεύτητον, να βαπτισθής συ και όλη σου η συγγένεια», Απεκρίθη ο άρχων· «Λέγε μετά παρρησίας την αλήθειαν και θα σε ακούσω νουνεχώς και επιμελέστατα». Τότε η Μάρτυς του Χριστού, πεφωτισμένη από την άνω σοφίαν, εδημηγόρησε λέγουσα· «Ο Θεός είναι αθάνατος και αιώνιος, τα έργα του αληθινά και δικαία η κρίσις του. Ούτος ο μόνος αληθής Θεός είναι τρισυπόστατος. Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον· ποιήσας δε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν, τον έβαλεν εις τον Παράδεισον, από τον οποίον τον εξέβαλεν ο διάβολος με απάτην, από τον φθόνον του· επειδή δε έμεινεν άπαν το ανθρώπινον γένος υποκείμενον του δαίμονος, κατεδέχθη ο Υιός του Θεού και εσαρκώθη εις την Αγίαν Παρθένον γενόμενος κατά παράδοξον τρόπον άνθρωπος και εσταυρώθη θεληματικώς και υπέμεινε, προς ώραν, θάνατον, δια να λυτρώση τον άνθρωπον από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος. Αφού λοιπόν ο Χριστός εξέβαλεν από τον Άδην τον άνθρωπον, ανέστη τριήμερος και τον επήρε μαζί του και ανελήφθη εις τους ουρανούς έμπροσθεν των Μαθητών αυτού, τεσσαράκοντα ημέρας μετά την Ανάστασίν του, δια να τους δείξη πως μέλλει πάλιν να έλθη με όμοιον τρόπον, επί των νεφελών καθήμενος, να κρίνη όλην την ανθρωπότητα και να αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα του. Οι δίκαιοι δηλαδή, οι οποίοι θα πολιτευθούν ενάρετα και θα καταισχύνουν τους δαίμονας, αυτούς όπου αφρόνως προσκυνείτε σεις ως θεούς, και νικήσουν τα κακά έργα και φυλάξουν παρθενίαν και ελεημοσύνην και τα άλλα σωτήρια προστάγματα, τα οποία μας παρήγγειλε, θα απολαύσουν τότε, εις την δευτέραν του παρουσίαν, δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον, να συμβασιλεύουν μετ’ αυτού εις την Βασιλείαν των ουρανών πάντοτε. Όσοι πάλιν απειθήσουν και δεν φυλάξουν τας εντολάς του, αλλά επιδοθούν εις σαρκικάς πράξεις και κάμνουν τα θελήματά των ως άλογα ζώα, θα κατακριθούν μαζί με τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε, εις πυρ ατελεύτητον, να φλογίζωνται πάντοτε. Δια τούτο και ημείς οι οποίοι ηξιώθημεν να γνωρίσωμεν την άφατον του Χριστού αγαθότητα προδίδομεν τας σάρκας προθύμως και χαίροντες εις τιμωρίας προσκαίρους και μάστιγας, δια να λυτρωθώμεν από την ατελεύτητον κόλασιν και να κληρονομήσωμεν εις τους ουρανούς Βασιλείαν αιώνιον· διότι αν και τώρα προς ώραν αποθνήσκομεν, αλλά τότε, την ημέραν της κρίσεως, θα αναστηθώμεν όλοι να ζώμεν πάντοτε». Ταύτα ακούσας ο Ευϊλάσιος εγνώρισε του Θεού την μεγάλην και ανίκητον δύναμιν και κατανυγείς την καρδίαν από Πνεύμα Άγιον, επίστευσεν εις τον Χριστόν και απέλυσε την Μάρτυρα. Τότε έδραμεν ένας από τους δούλους του Ευϊλασίου προς τον βασιλέα, δια να φανή πιστός εις αυτόν, και του λέγει· «Γνώριζε, κύριέ μου βασιλεύ, ότι επρόδωσεν ο Ευϊλάσιος την αγάπην σου και μέλλει να γίνη Χριστιανός ο αχάριστος! Λοιπόν σπούδασον να τον αρπάσης πριν τελειωθή και τον χάσης». Μαθών ο βασιλεύς τα γενόμενα εθύμωσεν υπέρμετρα και προσκαλέσας τον έπαρχον αυτού, Μάξιμον ονομαζόμενον, όστις ήτο σκληρός πολύ και απάνθρωπος, τον έστειλεν εις την Κύζικον, παραγγείλας εις αυτόν να παιδεύση ασπλάγχνως τον Ευϊλάσιον. Αφού ήλθεν ο έπαρχος εις την Κύζικον, έφεραν ευθύς εις το κριτήριον δεδεμένον τον Ευϊλάσιον. Λέγει τότε προς αυτόν ο έπαρχος· «Ειπέ μου, κακή κεφαλή, πως ετόλμησες να αφήσης τους μεγάλους θεούς και να πιστεύσης εις τον Χριστόν, ανόητε»; Απεκρίθη ο Ευϊλάσιος· «Επ’ αληθείας, εάν ακούσης και συ την Μάρτυρα του Χριστού Φαύσταν, θέλει γνωρίσει τον ζώντα και αληθή Θεόν να γίνης μακάριος». Εις το άκουσμα των λόγων τούτων οργισθείς ο έπαρχος επρόσταξε να κρεμάσωσι τον Άγιον εις το ξύλον, να τον δέρωσι και να τον κεντώσι με τα ξίφη των. Καθώς λοιπόν έδερνον αυτόν ώραν πολλήν εφώναζε προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, όπως εβοήθησες την δούλην σου Φαύσταν εις όλα τα θλιβερά όπου της ήλθον, δείξε και εις εμέ τον ταπεινόν τα θαυμάσιά σου· λύτρωσέ με από τον δεινόν τούτον και ωμότατον έπαρχον, διότι εσένα επόθησα, Δέσποτα, δια τα πολλά και μεγάλα σου θαυμάσια». Ταύτα του Ευϊλασίου προσευχομένου, επρόσταξε πάλιν ο έπαρχος να κατακαύσουν τας πλευράς του με λαμπάδας. Τούτου γενομένου με πολλήν ταχύτητα, παρεκάλει την Αγίαν Φαύσταν ο μακάριος Ευϊλάσιος, να κάμη προσευχήν δι’ αυτόν. Τότε η Αγία συμπονέσασα πολύ τον βασανιζόμενον Μάρτυρα του Χριστού ηύχετο δι’ αυτόν, ούτω λέγουσα· «Κύριε ο Θεός μου, χάρισέ μου την αίτησιν ταύτην, δέξαι τον δούλον σου Ευϊλάσιον εις την αυλήν των προβάτων σου, συναρίθμησον αυτόν μετά των Δικαίων σου, ότι ευλογημένος είσαι εις τους αιώνας. Αμήν». Τότε προστάσσει ο έπαρχος να φέρουν την Αγίαν εις το κριτήριον και λέγει προς αυτήν· «Κακή κεφαλή, πως ετόλμησες να αλλοτριώσης από τους μεγάλους θεούς τον τίμιον ιερέα Ευϊλάσιον και να τον προσφέρης εις τον Θεόν σου, αναίσχυντον γύναιον»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Ελπίζω εις την αγαθότητα του φιλανθρώπου Θεού μου, όστις εκάλεσεν αυτόν να γίνη τέκνον της αληθείας, Αυτός δε να καλέση και σε εις την αυτού προσκύνησιν». Λέγει ο έπαρχος· «Μη νομίσης, Φαύστα, ότι είμαι ωσάν αυτόν αφρονέστατος, να αρνηθώ την θρησκείαν μου». Ταύτα λέγων ο έπαρχος επρόσταξε να δέσουν την Αγίαν και να καρφώσουν ήλους σιδηρούς εις τους αστραγάλους της. Τούτου γενομένου ταχύτατα, έμεινεν αβλαβής η Αγία και ουδόλως ησθάνετο την τιμωρίαν και παίδευσιν ταύτην. Ιδών λοιπόν ο έπαρχος τοιούτον θαυμάσιον, ηρώτησε τους στρατιώτας, εάν εγνώριζέ τις εξ αυτών μηχανήν τινα δεινήν, ή χαλεπωτέραν παίδευσιν, με την οποίαν να νικήση την Φαύσταν και θα του δώση μεγάλην ανταμοιβήν δια την εκδούλευσιν ταύτην. Τότε αποκριθείς εις εξ αυτών, ονόματι Κλαύδιος, είπε προς αυτόν· «Εγώ, κύριέ μου, να την δώσω εις τα θηρία να την ξεσχίσωσι». Λαβών λοιπόν την Αγίαν, εγύμνωσε και αφήκε κατ’ αυτής μίαν λέαιναν αγριωτάτην πολύ και ανήμερον, ήτις ώρμησε κατ’ αυτής με ορμήν ακατάσχετον, όταν όμως την επλησίασεν, ελησμόνησε την φυσικήν αγριότητα και προσπίπτουσα εις τους πόδας της Αγίας την επροσκύνησεν. Απέλυσαν λοιπόν και άλλα θηρία οι των θηρίων απανθρωπότεροι, αλλά και αυτά εγίνοντο υπέρ τους ανθρώπους φιλανθρωπότερα και ουδέν ετόλμησε να κακοποιήση την Μάρτυρα, αλλά έπιπτον εις τους πόδας αυτής και έμενον ως αρνία πραότατα. Τούτον πάλιν το εξαίσιον θαύμα βλέπων ο έπαρχος επρόσταξε να την δέσουν από τους πόδας και να την σύρουν ούτω γυμνήν εις όλην την πόλιν να την πομπεύσωσιν, η δε μακαρία, καθώς την έσυρον, εβόησε προς Κύριον λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Βασιλεύ Παντοδύναμε, σκέπασον το πλάσμα σου, να μη γίνωμαι εις τους εχθρούς σου αισχύνη και περιγέλασμα», ευθύς δε τότε ήλθεν από τον ουρανόν νεφέλη και την εσκέπασε. Τότε πάλιν άλλος άρχων, ωμότερος του Κλαυδίου και των θηρίων θηριωδέστερος, την κλήσιν Ευσέβιος, εζήτησεν από τον έπαρχον εξουσίαν να την παιδεύση καθώς αυτός εγνώριζεν. Αφού λοιπόν έλαβεν εις την εξουσίαν αυτού την Αγίαν ο εναγής και ασεβέστατος Ευσέβιος, προσέταξε χαλκέα τινά και του έκαμε καρφία σιδηρά οξύτατα, από τα οποία άλλα μεν εκάρφωσεν εις την κεφαλήν της και εις το πρόσωπον και έφθασαν εις το μυελόν, έτερα δε εις το στήθος και τους πόδας και εις άλλα μέρη του σώματος. Η δε Αγία υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την δεινήν βάσανον με καρτερίαν θαυμασίαν και προσηύχετο εις τον Θεόν ταύτα λέγουσα· «Δέσποτά μου Κύριε Ιησού Χριστέ, ευχαριστώ σοι, όπου με ενεδυνάμωσες και ηξίωσες να υπομείνω τοιαύτα πάθη δια το όνομά σου. Δέομαι και ικετεύω την Βασιλείαν σου, να με αξιώσης να φθάσω εις το στάδιον του ευδίου λιμένος σου· έτι δε παρακαλώ την αγαθότητά σου, να φωτίσης τον έπαρχον να έλθη εις την ευσέβειαν δια να γνωρίσουν άπαντες, ότι συ είσαι μόνος Θεός αληθής και Πανάγαθος και σοι πρέπει δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα μεν ηύχετο η Αγία, ο δε ελεήμων Θεός, βλέπων την αγαθήν αυτής προαίρεσιν, ότι εδέετο δι’ εκείνους όπου την έθλιβον, κατά το θείον αυτού και σωτήριον πρόσταγμα· «Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς…» (Ματθ. ε:44), επήκουσε της δεήσεως αυτής και επίστευσεν εις αυτόν ο έπαρχος, όθεν ο πρώην λύκος έγινεν αρνίον άκακον, καθώς κατωτέρω φαίνεται. Όταν είδεν ο δυσσεβής Ευσέβιος, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν απαλήν κόρην με τοιαύτην φρικτήν και φοβεράν βάσανον, έφερεν εν τηγάνιον αρκετά μεγάλον, το οποίον εγέμισε με πίσσαν, θειάφιον και ρητίνην και βάζει μέσα την Αγίαν ομού με τον Ευϊλάσιον, ανάψας κάτωθεν αυτού μεγάλην πυράν· οι δε Άγιοι Μάρτυρες ιστάμενοι εις το τηγάνιον, έχαιρον ψάλλοντες, ως άλλοι παίδες και δεν ησθάνοντο ποσώς του πυρός την σφοδρότητα. Τότε δη τότε, βλέπων ο έπαρχος Μάξιμος τοιούτον θαυμάσιον, κατενύχθη η καρδία του από θείαν νεύσιν και βούλησιν και πιστεύσας εις τον Χριστόν έδραμε προς τους Αγίους, τοιαύτα ευχόμενος· «Ο Θεός ο αιώνιος, ο οικτίρμων και πολυέλεος, πρόσδεξαι και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον και συναρίθμησόν με με τους δύο τούτους ικέτας σου, να αποπληρώσω τον αριθμόν της Αγίας Τριάδος και εγώ ο ευτελής και ελάχιστος. Ναι, Κύριε, ο Θεός των Δυνάμεων, δείξον Σου το αμνησίκακον και φιλάνθρωπον και εις εμέ τον αχρείον δούλον σου, κάμε εις εμέ έλεος δια τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε, δια να δοξασθή και εις εμέ, απ’ όλους, το όνομά σου το άγιον». Ταύτα ειπών μετά πίστεως και πολλής κατανύξεως ο μακάριος έπαρχος, ηνοίχθησαν ευθύς οι ουρανοί και βλέπει τον Υιόν του Θεού και πάσας τας Στρατιάς των Αγγέλων και των Δικαίων ως ήλιον λάμποντας. Ταύτα ιδών ο Μάξιμος ανεβόησε προς τον Θεόν λέγων· «Δέσποτα Κύριε, πρόσδεξαι και εμέ τον κατακεκριμένον ως τον ληστήν και μη ενθυμηθής τας παρανομίας μου, πολυεύσπλαγχνε». Ταύτα ειπών μετά δακρύων ο Μάξιμος έκαμε τον σταυρόν του, εξεδύθη τα ενδύματά του, εσφράγισε και πάλιν όλον το σώμα του με το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και λέγων «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», επήδησε μέσα εις το τηγάνιον, προς τους Αγίους λέγων· «Μαζί σας είμαι και εγώ, Άγιοι του Θεού· όθεν παρακαλώ σας, κάμετε και δι’ εμέ δέησιν προς αυτόν να δεχθή την εσχάτην μου ταύτην επιστροφήν και μετάνοιαν». Τότε η μακαρία Φαύστα ηγαλλιάσατο και ηυφράνθη τω πνεύματι, ότι επήκουσεν αυτής ο Κύριος και επέστρεψεν εις θεογνωσίαν ο έπαρχος, ευχαριστούσα δε αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας έλεγε· «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, διότι δεν θέλεις τον θάνατον του αμαρτωλού, ιδού ότι είμαι μεταξύ των δύο τούτων δούλων σου ως ευθαλής και πολύκαρπος άμπελος». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή από τον ουρανόν λέγουσα· «Έλθετε προς με πάντες οι πεφορτισμένοι και κοπιασμένοι να σας αναπαύσω εις την ουράνιον Βασιλείαν μου». Ταύτα ακούσαντες και χαράς πλησθέντες οι Άγιοι, παρέδωκαν εις αυτόν εν ειρήνη τας μακαρίας ψυχάς των, κατά την έκτην του Φεβρουαρίου μηνός, ων ταις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, αξίωσον και ημάς της ουρανίου Βασιλείας σου, ότι ευλογητός ει, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δια τας αρετάς αυτάς η φήμη της επήγε πανταχού, επειδή, κατά τον λόγον του Δεσπότου μας, δεν είναι δυνατόν να κρυβή πόλις επάνω όρους κειμένη. Ακούσας λοιπόν ο τύραννος Μαξιμιανός δι’ αυτήν, έστειλεν ευθύς άρχοντά τινα, τον πρώτον του παλατίου του, ονόματι Ευϊλάσιον, να ερευνήση εις όλην την Κύζικον, να εύρη την νύμφην του Χριστού Φαύσταν, και να την καταπείση να θυσιάση εις τα είδωλα· εάν δε απειθήση εις τούτο και τολμήση να ομολογήση τον Χριστόν, να την βυθίση εις την θάλασσαν. Φθάσας λοιπόν ο Ευϊλάσιος εις την Κύζικον, επρόσταξε και έφεραν την Αγίαν εις το κριτήριον, ως φονέα δεδεμένην με άλυσον. Ηνάγκαζε δε αυτήν ο άρχων να θυσιάση εις τους μιαρούς δαίμονας. Η δε Αγία είπε προς αυτόν· «Εγώ τοιούτους θεούς, κωφούς, τυφλούς και αναισθήτους, δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω ποτέ και να γίνω ομοία αυτών αναίσθητος, προσφέρουσα εις αυτούς θυσίαν· διότι εγώ έχω Θεόν αληθή, τον Ιησούν Χριστόν, εις τους ουρανούς και δεν δύναμαι να τον απαρνηθώ, δια να μη ζημιωθώ την αποκειμένην κληρονομίαν, ήτις είναι επηγγελμένη και ητοιμασμένη δια τους δούλους Αυτού». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Ευϊλάσιος· «Προσκύνησον, Φαύστα, τους θεούς, ειδ’ άλλως θέλω σου δώσει σκληρόν και πικρότατον θάνατον». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Μη νομίσης πως είμαι κόρη τις ανόητος, να υποπέσω εις τοιαύτην ασέβειαν, να προσκυνήσω ως κτίστην τα κτίσματα, διότι, αν και φαίνομαι μικρά εις την ηλικίαν, όμως έχω μεγάλην την καρδίαν, τον δε λογισμόν τελείως αφιερωμένον εις τον Δεσπότην μου Χριστόν». Τότε προστάσσει ο δικαστής να ξυρίσουν την κεφαλήν της Αγίας, να την κρεμάσωσιν εις ξύλον και να την ξεσχίζωσιν. Αφού λοιπόν εβασάνισαν επί ώραν πολλήν την Αγίαν, εσήκωσεν αύτη τους οφθαλμούς προς ουρανόν μετά πίστεως και προσηύχετο προς τον Κύριον να της στείλη εξ ύψους βοήθειαν· ευθέως δε ήλθεν αστραπή τόσον μεγάλη και φοβερά, ώστε πολλοί από τον φόβον των απέθανον. Αλλά και ο Ευϊλάσιος εφοβήθη υπερβολικά και νομίζων ΄τι ταύτα ήσαν έργα μαντείας, ηρώτα την Αγίαν που έμαθε να κάμνη τοιαύτα τερατουργήματα· η δε έλεγε· «Μη απατάσαι, ω δικαστά, να νομίζης μαγείας τα έργα της θείας δυνάμεως· εμού η ψυχή είναι όλως δι’ όλου εστηριγμένη εις τον Δεσπότην μου, και δεν θέλεις δυνηθή να με χωρίσης ποσώς από την αγάπην του, έστω και αν μου κάμης μυρία κολαστήρια, τα οποία ποσώς δεν θα αισθάνομαι, διότι καταφλέγομαι ολόκληρος από τον θείον έρωτα και δια να γνωρίσης την αλήθειαν, σε παρακαλώ, πρόσταξε να ζωγραφίσουν εις εικόνα τον χαρακτήρα μου». Τούτου γενομένου με πολλήν ταχύτητα, επρόσταξεν η Αγία τους στρατιώτας να ξεσχίζουν και να τιμωρούν την εικόνα της και λέγει τότε προς τον άρχοντα· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, καθώς εγώ δεν αισθάνομαι, ούτε καταλαβαίνω καθόλου πόνον τινά από όσα κακά κάμνετε εις αυτήν την εικόνα, η οποία έχει τον χαρακτήρα μου, ούτω και η ψυχή μου ολοτελώς δεν αισθάνεται τα κολαστήρια, τα οποία δίδετε εις την σάρκα μου, επί όσην δε ώραν με τιμωρείτε, σκέπτομαι τον Δεσπότην μου Χριστόν, και εκείνος ανακουφίζει τους πόνους μου». Τότε προστάσσει ο άρχων να την καρφώσουν εις γλωσσόκομον, δηλαδή ξύλινον κιβώτιον στενόν ως φέρετρον και να την πριονίσωσι μέσα εις αυτό από άνωθεν έως κάτω. Διατάξας ταύτα ο άρχων, ηγέρθη από τον θρόνον και επήγεν εις τον οίκον του, διότι ήτο εσπέρας. Την επαύριον είχον ητοιμασμένον οι στρατιώται το γλωσσόκομον και καρφώσαντες εντός αυτού την Αγίαν την επριόνιζαν από την πρώτην ώραν έως την ενάτην και δεν ηδυνήθησαν να κόψουν ούτε καν το δέρμα της κεφαλής της, αυτή δε έψαλλεν εντός του γλωσσοκόμου ευρισκομένη και εδόξαζε τον Κύριον. Ούτως αγωνιζόμενοι οι στρατιώται ήλλαξαν εξ πρίονας, όλοι όμως συνετρίβοντο και έμενον άχρηστοι, οι δε δήμιοι εκουράσθησαν και έγιναν ως νεκροί. Έπειτα εδοκίμασαν να την τελειώσουν δια πυρός, να λυτρωθούν απ΄αυτής, αλλ’ ούτε να την καύσουν ηδυνήθησαν, επειδή έχασε το πυρ την καυστικήν του ενέργειαν και την εδρόσιζε μάλλον, ούτω προστασσόμενον υπό του Παντοδυνάμου Θεού, τον οποίον επεκαλείτο η Μάρτυς έσωθεν, με θάρρος λέγουσα· «Καν δια πυρός έλθω, η φλοξ ουδέ ποσώς κατακαύσει με».Ταύτα μαθών από τους δημίους ο Ευϊλάσιος εθαύμασε και προσκαλεσάμενος την Αγίαν εις την οικίαν του, είπε προς αυτήν· «ω γύναι, εξέπληξάς με ποιούσα τοιαύτα έργα παράδοξα, επειδή είμαι τώρα ογδοήκοντα ετών και ποτέ δεν είδα τοσαύτα θαυμάσια. Λοπόν, σε ορκίζω εις τον Θεόν σου, να μου ειπής την ακρίβειαν της πίστεώς σου με πάσαν αλήθειαν». Λέγει προς αυτόν η Μάρτυς· «Καθάρισον τον νουν σου και άκουε επιμελώς όσα θέλω σου διηγηθή σήμερον δια να εννοήσης τα θεία μυστήρια και να πιστεύσης την αλήθειαν, εάν ποθής να εύρης τον αληθή Θεόν ευϊλατον, Ευϊλάσιε, να κληρονομήσης ζωήν αιώνιον και Βασιλείαν ατελεύτητον, να βαπτισθής συ και όλη σου η συγγένεια», Απεκρίθη ο άρχων· «Λέγε μετά παρρησίας την αλήθειαν και θα σε ακούσω νουνεχώς και επιμελέστατα». Τότε η Μάρτυς του Χριστού, πεφωτισμένη από την άνω σοφίαν, εδημηγόρησε λέγουσα· «Ο Θεός είναι αθάνατος και αιώνιος, τα έργα του αληθινά και δικαία η κρίσις του. Ούτος ο μόνος αληθής Θεός είναι τρισυπόστατος. Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον· ποιήσας δε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν, τον έβαλεν εις τον Παράδεισον, από τον οποίον τον εξέβαλεν ο διάβολος με απάτην, από τον φθόνον του· επειδή δε έμεινεν άπαν το ανθρώπινον γένος υποκείμενον του δαίμονος, κατεδέχθη ο Υιός του Θεού και εσαρκώθη εις την Αγίαν Παρθένον γενόμενος κατά παράδοξον τρόπον άνθρωπος και εσταυρώθη θεληματικώς και υπέμεινε, προς ώραν, θάνατον, δια να λυτρώση τον άνθρωπον από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος. Αφού λοιπόν ο Χριστός εξέβαλεν από τον Άδην τον άνθρωπον, ανέστη τριήμερος και τον επήρε μαζί του και ανελήφθη εις τους ουρανούς έμπροσθεν των Μαθητών αυτού, τεσσαράκοντα ημέρας μετά την Ανάστασίν του, δια να τους δείξη πως μέλλει πάλιν να έλθη με όμοιον τρόπον, επί των νεφελών καθήμενος, να κρίνη όλην την ανθρωπότητα και να αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα του. Οι δίκαιοι δηλαδή, οι οποίοι θα πολιτευθούν ενάρετα και θα καταισχύνουν τους δαίμονας, αυτούς όπου αφρόνως προσκυνείτε σεις ως θεούς, και νικήσουν τα κακά έργα και φυλάξουν παρθενίαν και ελεημοσύνην και τα άλλα σωτήρια προστάγματα, τα οποία μας παρήγγειλε, θα απολαύσουν τότε, εις την δευτέραν του παρουσίαν, δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον, να συμβασιλεύουν μετ’ αυτού εις την Βασιλείαν των ουρανών πάντοτε. Όσοι πάλιν απειθήσουν και δεν φυλάξουν τας εντολάς του, αλλά επιδοθούν εις σαρκικάς πράξεις και κάμνουν τα θελήματά των ως άλογα ζώα, θα κατακριθούν μαζί με τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε, εις πυρ ατελεύτητον, να φλογίζωνται πάντοτε. Δια τούτο και ημείς οι οποίοι ηξιώθημεν να γνωρίσωμεν την άφατον του Χριστού αγαθότητα προδίδομεν τας σάρκας προθύμως και χαίροντες εις τιμωρίας προσκαίρους και μάστιγας, δια να λυτρωθώμεν από την ατελεύτητον κόλασιν και να κληρονομήσωμεν εις τους ουρανούς Βασιλείαν αιώνιον· διότι αν και τώρα προς ώραν αποθνήσκομεν, αλλά τότε, την ημέραν της κρίσεως, θα αναστηθώμεν όλοι να ζώμεν πάντοτε». Ταύτα ακούσας ο Ευϊλάσιος εγνώρισε του Θεού την μεγάλην και ανίκητον δύναμιν και κατανυγείς την καρδίαν από Πνεύμα Άγιον, επίστευσεν εις τον Χριστόν και απέλυσε την Μάρτυρα. Τότε έδραμεν ένας από τους δούλους του Ευϊλασίου προς τον βασιλέα, δια να φανή πιστός εις αυτόν, και του λέγει· «Γνώριζε, κύριέ μου βασιλεύ, ότι επρόδωσεν ο Ευϊλάσιος την αγάπην σου και μέλλει να γίνη Χριστιανός ο αχάριστος! Λοιπόν σπούδασον να τον αρπάσης πριν τελειωθή και τον χάσης». Μαθών ο βασιλεύς τα γενόμενα εθύμωσεν υπέρμετρα και προσκαλέσας τον έπαρχον αυτού, Μάξιμον ονομαζόμενον, όστις ήτο σκληρός πολύ και απάνθρωπος, τον έστειλεν εις την Κύζικον, παραγγείλας εις αυτόν να παιδεύση ασπλάγχνως τον Ευϊλάσιον. Αφού ήλθεν ο έπαρχος εις την Κύζικον, έφεραν ευθύς εις το κριτήριον δεδεμένον τον Ευϊλάσιον. Λέγει τότε προς αυτόν ο έπαρχος· «Ειπέ μου, κακή κεφαλή, πως ετόλμησες να αφήσης τους μεγάλους θεούς και να πιστεύσης εις τον Χριστόν, ανόητε»; Απεκρίθη ο Ευϊλάσιος· «Επ’ αληθείας, εάν ακούσης και συ την Μάρτυρα του Χριστού Φαύσταν, θέλει γνωρίσει τον ζώντα και αληθή Θεόν να γίνης μακάριος». Εις το άκουσμα των λόγων τούτων οργισθείς ο έπαρχος επρόσταξε να κρεμάσωσι τον Άγιον εις το ξύλον, να τον δέρωσι και να τον κεντώσι με τα ξίφη των. Καθώς λοιπόν έδερνον αυτόν ώραν πολλήν εφώναζε προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, όπως εβοήθησες την δούλην σου Φαύσταν εις όλα τα θλιβερά όπου της ήλθον, δείξε και εις εμέ τον ταπεινόν τα θαυμάσιά σου· λύτρωσέ με από τον δεινόν τούτον και ωμότατον έπαρχον, διότι εσένα επόθησα, Δέσποτα, δια τα πολλά και μεγάλα σου θαυμάσια». Ταύτα του Ευϊλασίου προσευχομένου, επρόσταξε πάλιν ο έπαρχος να κατακαύσουν τας πλευράς του με λαμπάδας. Τούτου γενομένου με πολλήν ταχύτητα, παρεκάλει την Αγίαν Φαύσταν ο μακάριος Ευϊλάσιος, να κάμη προσευχήν δι’ αυτόν. Τότε η Αγία συμπονέσασα πολύ τον βασανιζόμενον Μάρτυρα του Χριστού ηύχετο δι’ αυτόν, ούτω λέγουσα· «Κύριε ο Θεός μου, χάρισέ μου την αίτησιν ταύτην, δέξαι τον δούλον σου Ευϊλάσιον εις την αυλήν των προβάτων σου, συναρίθμησον αυτόν μετά των Δικαίων σου, ότι ευλογημένος είσαι εις τους αιώνας. Αμήν». Τότε προστάσσει ο έπαρχος να φέρουν την Αγίαν εις το κριτήριον και λέγει προς αυτήν· «Κακή κεφαλή, πως ετόλμησες να αλλοτριώσης από τους μεγάλους θεούς τον τίμιον ιερέα Ευϊλάσιον και να τον προσφέρης εις τον Θεόν σου, αναίσχυντον γύναιον»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Ελπίζω εις την αγαθότητα του φιλανθρώπου Θεού μου, όστις εκάλεσεν αυτόν να γίνη τέκνον της αληθείας, Αυτός δε να καλέση και σε εις την αυτού προσκύνησιν». Λέγει ο έπαρχος· «Μη νομίσης, Φαύστα, ότι είμαι ωσάν αυτόν αφρονέστατος, να αρνηθώ την θρησκείαν μου». Ταύτα λέγων ο έπαρχος επρόσταξε να δέσουν την Αγίαν και να καρφώσουν ήλους σιδηρούς εις τους αστραγάλους της. Τούτου γενομένου ταχύτατα, έμεινεν αβλαβής η Αγία και ουδόλως ησθάνετο την τιμωρίαν και παίδευσιν ταύτην. Ιδών λοιπόν ο έπαρχος τοιούτον θαυμάσιον, ηρώτησε τους στρατιώτας, εάν εγνώριζέ τις εξ αυτών μηχανήν τινα δεινήν, ή χαλεπωτέραν παίδευσιν, με την οποίαν να νικήση την Φαύσταν και θα του δώση μεγάλην ανταμοιβήν δια την εκδούλευσιν ταύτην. Τότε αποκριθείς εις εξ αυτών, ονόματι Κλαύδιος, είπε προς αυτόν· «Εγώ, κύριέ μου, να την δώσω εις τα θηρία να την ξεσχίσωσι». Λαβών λοιπόν την Αγίαν, εγύμνωσε και αφήκε κατ’ αυτής μίαν λέαιναν αγριωτάτην πολύ και ανήμερον, ήτις ώρμησε κατ’ αυτής με ορμήν ακατάσχετον, όταν όμως την επλησίασεν, ελησμόνησε την φυσικήν αγριότητα και προσπίπτουσα εις τους πόδας της Αγίας την επροσκύνησεν. Απέλυσαν λοιπόν και άλλα θηρία οι των θηρίων απανθρωπότεροι, αλλά και αυτά εγίνοντο υπέρ τους ανθρώπους φιλανθρωπότερα και ουδέν ετόλμησε να κακοποιήση την Μάρτυρα, αλλά έπιπτον εις τους πόδας αυτής και έμενον ως αρνία πραότατα. Τούτον πάλιν το εξαίσιον θαύμα βλέπων ο έπαρχος επρόσταξε να την δέσουν από τους πόδας και να την σύρουν ούτω γυμνήν εις όλην την πόλιν να την πομπεύσωσιν, η δε μακαρία, καθώς την έσυρον, εβόησε προς Κύριον λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Βασιλεύ Παντοδύναμε, σκέπασον το πλάσμα σου, να μη γίνωμαι εις τους εχθρούς σου αισχύνη και περιγέλασμα», ευθύς δε τότε ήλθεν από τον ουρανόν νεφέλη και την εσκέπασε. Τότε πάλιν άλλος άρχων, ωμότερος του Κλαυδίου και των θηρίων θηριωδέστερος, την κλήσιν Ευσέβιος, εζήτησεν από τον έπαρχον εξουσίαν να την παιδεύση καθώς αυτός εγνώριζεν. Αφού λοιπόν έλαβεν εις την εξουσίαν αυτού την Αγίαν ο εναγής και ασεβέστατος Ευσέβιος, προσέταξε χαλκέα τινά και του έκαμε καρφία σιδηρά οξύτατα, από τα οποία άλλα μεν εκάρφωσεν εις την κεφαλήν της και εις το πρόσωπον και έφθασαν εις το μυελόν, έτερα δε εις το στήθος και τους πόδας και εις άλλα μέρη του σώματος. Η δε Αγία υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την δεινήν βάσανον με καρτερίαν θαυμασίαν και προσηύχετο εις τον Θεόν ταύτα λέγουσα· «Δέσποτά μου Κύριε Ιησού Χριστέ, ευχαριστώ σοι, όπου με ενεδυνάμωσες και ηξίωσες να υπομείνω τοιαύτα πάθη δια το όνομά σου. Δέομαι και ικετεύω την Βασιλείαν σου, να με αξιώσης να φθάσω εις το στάδιον του ευδίου λιμένος σου· έτι δε παρακαλώ την αγαθότητά σου, να φωτίσης τον έπαρχον να έλθη εις την ευσέβειαν δια να γνωρίσουν άπαντες, ότι συ είσαι μόνος Θεός αληθής και Πανάγαθος και σοι πρέπει δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα μεν ηύχετο η Αγία, ο δε ελεήμων Θεός, βλέπων την αγαθήν αυτής προαίρεσιν, ότι εδέετο δι’ εκείνους όπου την έθλιβον, κατά το θείον αυτού και σωτήριον πρόσταγμα· «Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς…» (Ματθ. ε:44), επήκουσε της δεήσεως αυτής και επίστευσεν εις αυτόν ο έπαρχος, όθεν ο πρώην λύκος έγινεν αρνίον άκακον, καθώς κατωτέρω φαίνεται. Όταν είδεν ο δυσσεβής Ευσέβιος, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν απαλήν κόρην με τοιαύτην φρικτήν και φοβεράν βάσανον, έφερεν εν τηγάνιον αρκετά μεγάλον, το οποίον εγέμισε με πίσσαν, θειάφιον και ρητίνην και βάζει μέσα την Αγίαν ομού με τον Ευϊλάσιον, ανάψας κάτωθεν αυτού μεγάλην πυράν· οι δε Άγιοι Μάρτυρες ιστάμενοι εις το τηγάνιον, έχαιρον ψάλλοντες, ως άλλοι παίδες και δεν ησθάνοντο ποσώς του πυρός την σφοδρότητα. Τότε δη τότε, βλέπων ο έπαρχος Μάξιμος τοιούτον θαυμάσιον, κατενύχθη η καρδία του από θείαν νεύσιν και βούλησιν και πιστεύσας εις τον Χριστόν έδραμε προς τους Αγίους, τοιαύτα ευχόμενος· «Ο Θεός ο αιώνιος, ο οικτίρμων και πολυέλεος, πρόσδεξαι και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον και συναρίθμησόν με με τους δύο τούτους ικέτας σου, να αποπληρώσω τον αριθμόν της Αγίας Τριάδος και εγώ ο ευτελής και ελάχιστος. Ναι, Κύριε, ο Θεός των Δυνάμεων, δείξον Σου το αμνησίκακον και φιλάνθρωπον και εις εμέ τον αχρείον δούλον σου, κάμε εις εμέ έλεος δια τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε, δια να δοξασθή και εις εμέ, απ’ όλους, το όνομά σου το άγιον». Ταύτα ειπών μετά πίστεως και πολλής κατανύξεως ο μακάριος έπαρχος, ηνοίχθησαν ευθύς οι ουρανοί και βλέπει τον Υιόν του Θεού και πάσας τας Στρατιάς των Αγγέλων και των Δικαίων ως ήλιον λάμποντας. Ταύτα ιδών ο Μάξιμος ανεβόησε προς τον Θεόν λέγων· «Δέσποτα Κύριε, πρόσδεξαι και εμέ τον κατακεκριμένον ως τον ληστήν και μη ενθυμηθής τας παρανομίας μου, πολυεύσπλαγχνε». Ταύτα ειπών μετά δακρύων ο Μάξιμος έκαμε τον σταυρόν του, εξεδύθη τα ενδύματά του, εσφράγισε και πάλιν όλον το σώμα του με το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και λέγων «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», επήδησε μέσα εις το τηγάνιον, προς τους Αγίους λέγων· «Μαζί σας είμαι και εγώ, Άγιοι του Θεού· όθεν παρακαλώ σας, κάμετε και δι’ εμέ δέησιν προς αυτόν να δεχθή την εσχάτην μου ταύτην επιστροφήν και μετάνοιαν». Τότε η μακαρία Φαύστα ηγαλλιάσατο και ηυφράνθη τω πνεύματι, ότι επήκουσεν αυτής ο Κύριος και επέστρεψεν εις θεογνωσίαν ο έπαρχος, ευχαριστούσα δε αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας έλεγε· «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, διότι δεν θέλεις τον θάνατον του αμαρτωλού, ιδού ότι είμαι μεταξύ των δύο τούτων δούλων σου ως ευθαλής και πολύκαρπος άμπελος». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή από τον ουρανόν λέγουσα· «Έλθετε προς με πάντες οι πεφορτισμένοι και κοπιασμένοι να σας αναπαύσω εις την ουράνιον Βασιλείαν μου». Ταύτα ακούσαντες και χαράς πλησθέντες οι Άγιοι, παρέδωκαν εις αυτόν εν ειρήνη τας μακαρίας ψυχάς των, κατά την έκτην του Φεβρουαρίου μηνός, ων ταις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, αξίωσον και ημάς της ουρανίου Βασιλείας σου, ότι ευλογητός ει, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου