Δήμος
ο ευλογημένος του Χριστού Νεομάρτυς κατήγετο από την περιφέρειαν της
Αδριανουπόλεως, εκ χωρίου καλουμένου τουρκιστί Ουρτζούν Κιοπρού, επειδή δε ήτο
αλιεύς κατά την τέχνην ευρίσκετο πάντοτε εις τα ιχθυοτροφεία. Συνέπεσε δε να
εργασθή ποτε επί ένα ολόκληρον χρόνον εις εν τοιούτον ιχθυοτροφείον, πλησίον
της Σμύρνης κείμενον και καλούμενον Τσακάλ Μπουρνού, από το οποίον όμως όχι
μόνον ουδέν κέρδος απήλαυσεν, αλλά έμεινε και χρεωμένος εις τον Οθωμανόν
ιδιοκτήτην του.
Κατά δε τον επόμενον χρόνον ηγόρασεν άλλος Τούρκος το ίδιον ιχθυοτροφείον και το ειργάζετο, ηνάγκαζε δε τον Μάρτυρα να μεταβή και πάλιν και να εργασθή και να λάβη και αυτός ανάλογον μερίδιον εκ του κέρδους, όπως θα ελάμβανον και όλοι οι άλλοι, οι εις αυτό εργαζόμενοι. Ο Άγιος όμως, επειδή έκρινεν ότι δεν τον συνέφερεν η εργασία αυτή, δεν εδέχετο να υπάγη και επέμενεν εις τούτο, παρ’ όλον ότι οι άλλοι συνεργάται του, Χριστιανοί και αυτοί όντες, τον παρεκίνουν να υπακούση εις τούτο. Τότε ο ιδιοκτήτης του ιχθυοτροφείου εξήφθη υπό θυμού μεγάλου και μη έχων τι άλλο να πράξη, συκοφαντεί τον Μάρτυρα, ότι είχε κάμει όρκον και είχεν υποσχεθή ότι εάν δεν υπάγη εις το ιχθυοτροφείον του να εργασθή, θα γίνη Τούρκος. Ευθύς τότε εύρε και άλλους ψευδομάρτυρας και όλοι μαζί ήρπασαν τον Άγιον και τον έφεραν εις τον κριτήν. Ο κριτής τότε τον ηνάγκαζε να αρνηθή τον Χριστόν, καθώς ωρκίσθη, ο δε Μάρτυς έλεγεν, ότι λέγουν εκείνοι ψεύματα και ότι αυτός ούτε όρκον έκαμεν, ούτε Τούρκος γίνεται, αλλ’ ως Χριστιανός πιστεύει εις τον Χριστόν και Αυτόν ομολογεί Θεόν αληθινόν και ότι δια την αγάπην Αυτού είναι έτοιμος να χύση το αίμα του. Παραδοθείς τότε εις τους δημίους ερραβδίσθη σκληρότατα υπ’ αυτών και με πολλάς άλλας τιμωρίας σκληρώς εβασανίσθη. Έπειτα τον έρριψαν εις την φυλακήν και έσφιγξαν τους πόδας του εις το ξύλον· δια να αυξήση δε ο πόνος των ποδών ετοποθέτησαν εντός του ξύλου τούβλα και άλλα παρόμοια σκληρά και τραχέα αντικείμενα. Αλλά πάντα ταύτα υπέμεινεν ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης, ως να έπασχεν άλλος. Νικόλαος δε τις εκ της νήσου Λέρνης, ευρεθείς τότε εις την Σμύρνην, μετέβη αφ’ εαυτού εις την φυλακήν δι’ αγάπην του Μάρτυρος και συντρώγων και συμπίνων και συνομιλών μετ’ αυτού ως φιλομάρτυς τον ενεθάρρυνεν εις το Μαρτύριον. Έπειτα ο κριτής εξέβαλε τον Άγιον από την φυλακήν και δύο και τρεις φοράς ανέκρινε τούτον. Όμως ούτε με κολακείας και υποσχέσεις πολλών χαρισμάτων, ούτε με απειλάς τιμωριών και βασάνων περισσοτέρων ηδυνήθη να τον μετακινήση από την Πίστιν του Χριστού. Όθεν έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν του θανάτου και ούτως απεκεφαλίσθη ο μακάριος, συναριθμηθείς εις τον χορόν των Αγίων Μαρτύρων. Το δε Άγιον αυτού Λείψανον αγοράσαντες οι Χριστιανοί το ενεταφίασαν μετά παρρησίας και τιμής εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Μετά δε μίαν ημέραν από της ταφής του Μάρτυρος ετίμησεν αυτόν και δι’ εγκωμίων μαρτυρικών ο τότε παρευρεθείς εκεί διδάσκαλος Ιερόθεος. Ο δε θαυμαστός εν τοις Αγίοις αυτού Θεός ετέλεσε δια του Μάρτυρος τούτου και αρκετά θαυμάσια δια να δοξάση τον Αυτόν δοξάσαντα, εκ των οποίων είναι και τα εξής. Ράπτης τις, όστις δεν είχεν άλλον πόρον ζωής, εκτός του εργοχείρου του, επληγώθη, ο δυστυχής, εις τον μεγάλον δάκτυλον της δεξιάς του χειρός τόσον, ώστε υπέρ τας δεκαπέντε ημέρας δεν ηδύνατο να κρατήση ούτε την βελόνην. Στενοχωρηθείς λοιπόν και από τον πόνον της χειρός και από την ανάγκην της πτωχείας, ενεθυμήθη τον νέον του Χριστού Μάρτυρα Δήμον και προσέταξεν εις τον τάφον του. Επικαλεσθείς δε τούτον μετά πίστεως και ευλαβείας, ήγγισε τον πληγωμένον δάκτυλον εις τον τάφον του Αγίου και εζήτησε μετά δακρύων την θεραπείαν του. Και ω του θαύματος! ευθύς το πρωϊ ευρέθη υγιής και ούτως ειργάζετο εις το εξής ανεμποδίστως την τέχνην του. Ήτο δε και η γυνή του ιδίου εκείνου ράπτου από τριών ετών εντελώς τυφλή και κατά τους δύο οφθαλμούς, τόσον ώστε δια να μεταβή εις την Εκκλησίαν ή όπου αλλού ήτο ανάγκη να υπάγη, την ωδήγουν εκ της χειρός. Αύτη λοιπόν, μαθούσα την δια του Αγίου θεραπείαν του συζύγου της, έλαβεν εις συνοδείαν αυτής και άλλας γυναίκας και χειραγωγουμένη υπ’ αυτών ήλθεν εις τον τάφον του Μάρτυρος. Προσκυνήσασα δε μετ’ ευλαβείας τον τάφον του Αγίου εζήτησε μετά πίστεως την βοήθειαν αυτού δια την θεραπείαν των οφθαλμών της, είτα δε χειραγωγουμένη πάλιν υπό των γυναικών επέστρεψεν εις τον οίκον της. Το πρωϊ, αφού εξύπνησεν, έλεγεν εις τον σύζυγόν της, ότι έβλεπεν όχι όμως τόσον καθαρά, ο δε ανήρ αυτής την ωνείδισε, λέγων εις αυτήν ότι ψεύδεται και δια να βεβαιωθή έδειξεν εις αυτήν τα δάκτυλά του. Τότε εκείνη τα εμέτρα ορθώς. Παρ’ όλον τούτο όμως εκείνος την ημπόδισε, να μη το ειπή εις κανένα έως ου να βεβαιωθούν ασφαλέστερον. Κατά δε την επομένην εξυπνήσασα, ω του θαύματος! έβλεπε πολύ καλά και έρραπτε και έκαμνε τας πλέον λεπτοτέρας εργασίας, και έκτοτε δεν έπαθε καμμίαν βλάβην ή ελάττωσιν το φως του οφθαλμού της, έως εσχάτης αυτής αναπνοής. Είπον δε του οφθαλμού της και όχι των οφθαλμών, διότι ο εις οφθαλμός της γυναικός ιάθη, ο δε έτερος, όστις ήτο νηπιόθεν κατεστραμμένος υπό της ευλογίας, έμεινε πάλιν ως πρότερον τυφλός. Άλλος τις, Ιωάννης Ασλάνογλους λεγόμενος, έχων κεφαλαλγίαν βαρυτάτην, η οποία συχνά τον ηνώχλει με πόνους σφοδρούς, ευθύς μόλις επεκαλέσθη εις βοήθειαν τον Άγιον ηλευθερώθη από το πάθος και πλέον δεν τον ηνώχλησε καθ’ όλην του την ζωήν· έζησε δε μετά ταύτα χρόνους τριάκοντα πέντε. Και άλλοι δε πολλοί κηρύττουν, ότι ιάθησαν από πυρετούς και άλλας τοιαύτας ασθενείας, ευθύς ως επλησίασαν εις τον τάφον του Μάρτυρος και επεκαλέσθησαν μετά πίστεως την εκείνου αντίληψιν. Μετά παρέλευσιν καιρού εν ημέρα Σαββάτου ανεκομίσθησαν εκ του τάφου τα ιερά Λείψανα του Αγίου Μάρτυρος, απέπνεον δε τόσην γλυκυτάτην και άρρητον ευωδίαν, ώστε ηκολούθησε και τούτο το άξιον διηγήσεως θαύμα. Ιερομόναχος τις εκ των υπηρετησάντων εις την ανακομιδήν, Χίος την πατρίδα, Ματθαίος δε το όνομα, μετά την ανακομιδήν μετέβη εις συνοικίαν τινά της Σμύρνης εις την οποίαν διέμενον Χίοι πολλοί. Εις δε από τους Χίους εκείνους ησθάνετο γλυκυτάτην ευωδίαν, εξερχομένην από τας χείρας και τα ενδύματα του Ιερέως. Όθεν, απορήσας, ηρώτησε τον Ιερέα τίνος ένεκεν εξέρχεται η τοσαύτη ευωδία. Ο δε Ιερεύς απεκρίθη· «Ανεκομίσαμεν σήμερον τα ιερά Λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Δήμου και απεθέσαμεν αυτά εις το άγιον Βήμα της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Εκ τούτου λοιπόν από την πολλήν εκείνην ευωδίαν έμεινε και εις εμέ η ολίγη αυτή ευωδία την οποίαν αισθάνεσαι». Τοιουτοτρόπως δοξάζει ο πανάγαθος Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν, Ου τω θείω ελέει αξιωθείημεν και ημείς των αιωνίων αγαθών της επουρανίου Βασιλείας Του δια πρεσβειών του Αγίου Μάρτυρος Αυτού Δήμου. Αμήν.
Κατά δε τον επόμενον χρόνον ηγόρασεν άλλος Τούρκος το ίδιον ιχθυοτροφείον και το ειργάζετο, ηνάγκαζε δε τον Μάρτυρα να μεταβή και πάλιν και να εργασθή και να λάβη και αυτός ανάλογον μερίδιον εκ του κέρδους, όπως θα ελάμβανον και όλοι οι άλλοι, οι εις αυτό εργαζόμενοι. Ο Άγιος όμως, επειδή έκρινεν ότι δεν τον συνέφερεν η εργασία αυτή, δεν εδέχετο να υπάγη και επέμενεν εις τούτο, παρ’ όλον ότι οι άλλοι συνεργάται του, Χριστιανοί και αυτοί όντες, τον παρεκίνουν να υπακούση εις τούτο. Τότε ο ιδιοκτήτης του ιχθυοτροφείου εξήφθη υπό θυμού μεγάλου και μη έχων τι άλλο να πράξη, συκοφαντεί τον Μάρτυρα, ότι είχε κάμει όρκον και είχεν υποσχεθή ότι εάν δεν υπάγη εις το ιχθυοτροφείον του να εργασθή, θα γίνη Τούρκος. Ευθύς τότε εύρε και άλλους ψευδομάρτυρας και όλοι μαζί ήρπασαν τον Άγιον και τον έφεραν εις τον κριτήν. Ο κριτής τότε τον ηνάγκαζε να αρνηθή τον Χριστόν, καθώς ωρκίσθη, ο δε Μάρτυς έλεγεν, ότι λέγουν εκείνοι ψεύματα και ότι αυτός ούτε όρκον έκαμεν, ούτε Τούρκος γίνεται, αλλ’ ως Χριστιανός πιστεύει εις τον Χριστόν και Αυτόν ομολογεί Θεόν αληθινόν και ότι δια την αγάπην Αυτού είναι έτοιμος να χύση το αίμα του. Παραδοθείς τότε εις τους δημίους ερραβδίσθη σκληρότατα υπ’ αυτών και με πολλάς άλλας τιμωρίας σκληρώς εβασανίσθη. Έπειτα τον έρριψαν εις την φυλακήν και έσφιγξαν τους πόδας του εις το ξύλον· δια να αυξήση δε ο πόνος των ποδών ετοποθέτησαν εντός του ξύλου τούβλα και άλλα παρόμοια σκληρά και τραχέα αντικείμενα. Αλλά πάντα ταύτα υπέμεινεν ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης, ως να έπασχεν άλλος. Νικόλαος δε τις εκ της νήσου Λέρνης, ευρεθείς τότε εις την Σμύρνην, μετέβη αφ’ εαυτού εις την φυλακήν δι’ αγάπην του Μάρτυρος και συντρώγων και συμπίνων και συνομιλών μετ’ αυτού ως φιλομάρτυς τον ενεθάρρυνεν εις το Μαρτύριον. Έπειτα ο κριτής εξέβαλε τον Άγιον από την φυλακήν και δύο και τρεις φοράς ανέκρινε τούτον. Όμως ούτε με κολακείας και υποσχέσεις πολλών χαρισμάτων, ούτε με απειλάς τιμωριών και βασάνων περισσοτέρων ηδυνήθη να τον μετακινήση από την Πίστιν του Χριστού. Όθεν έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν του θανάτου και ούτως απεκεφαλίσθη ο μακάριος, συναριθμηθείς εις τον χορόν των Αγίων Μαρτύρων. Το δε Άγιον αυτού Λείψανον αγοράσαντες οι Χριστιανοί το ενεταφίασαν μετά παρρησίας και τιμής εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Μετά δε μίαν ημέραν από της ταφής του Μάρτυρος ετίμησεν αυτόν και δι’ εγκωμίων μαρτυρικών ο τότε παρευρεθείς εκεί διδάσκαλος Ιερόθεος. Ο δε θαυμαστός εν τοις Αγίοις αυτού Θεός ετέλεσε δια του Μάρτυρος τούτου και αρκετά θαυμάσια δια να δοξάση τον Αυτόν δοξάσαντα, εκ των οποίων είναι και τα εξής. Ράπτης τις, όστις δεν είχεν άλλον πόρον ζωής, εκτός του εργοχείρου του, επληγώθη, ο δυστυχής, εις τον μεγάλον δάκτυλον της δεξιάς του χειρός τόσον, ώστε υπέρ τας δεκαπέντε ημέρας δεν ηδύνατο να κρατήση ούτε την βελόνην. Στενοχωρηθείς λοιπόν και από τον πόνον της χειρός και από την ανάγκην της πτωχείας, ενεθυμήθη τον νέον του Χριστού Μάρτυρα Δήμον και προσέταξεν εις τον τάφον του. Επικαλεσθείς δε τούτον μετά πίστεως και ευλαβείας, ήγγισε τον πληγωμένον δάκτυλον εις τον τάφον του Αγίου και εζήτησε μετά δακρύων την θεραπείαν του. Και ω του θαύματος! ευθύς το πρωϊ ευρέθη υγιής και ούτως ειργάζετο εις το εξής ανεμποδίστως την τέχνην του. Ήτο δε και η γυνή του ιδίου εκείνου ράπτου από τριών ετών εντελώς τυφλή και κατά τους δύο οφθαλμούς, τόσον ώστε δια να μεταβή εις την Εκκλησίαν ή όπου αλλού ήτο ανάγκη να υπάγη, την ωδήγουν εκ της χειρός. Αύτη λοιπόν, μαθούσα την δια του Αγίου θεραπείαν του συζύγου της, έλαβεν εις συνοδείαν αυτής και άλλας γυναίκας και χειραγωγουμένη υπ’ αυτών ήλθεν εις τον τάφον του Μάρτυρος. Προσκυνήσασα δε μετ’ ευλαβείας τον τάφον του Αγίου εζήτησε μετά πίστεως την βοήθειαν αυτού δια την θεραπείαν των οφθαλμών της, είτα δε χειραγωγουμένη πάλιν υπό των γυναικών επέστρεψεν εις τον οίκον της. Το πρωϊ, αφού εξύπνησεν, έλεγεν εις τον σύζυγόν της, ότι έβλεπεν όχι όμως τόσον καθαρά, ο δε ανήρ αυτής την ωνείδισε, λέγων εις αυτήν ότι ψεύδεται και δια να βεβαιωθή έδειξεν εις αυτήν τα δάκτυλά του. Τότε εκείνη τα εμέτρα ορθώς. Παρ’ όλον τούτο όμως εκείνος την ημπόδισε, να μη το ειπή εις κανένα έως ου να βεβαιωθούν ασφαλέστερον. Κατά δε την επομένην εξυπνήσασα, ω του θαύματος! έβλεπε πολύ καλά και έρραπτε και έκαμνε τας πλέον λεπτοτέρας εργασίας, και έκτοτε δεν έπαθε καμμίαν βλάβην ή ελάττωσιν το φως του οφθαλμού της, έως εσχάτης αυτής αναπνοής. Είπον δε του οφθαλμού της και όχι των οφθαλμών, διότι ο εις οφθαλμός της γυναικός ιάθη, ο δε έτερος, όστις ήτο νηπιόθεν κατεστραμμένος υπό της ευλογίας, έμεινε πάλιν ως πρότερον τυφλός. Άλλος τις, Ιωάννης Ασλάνογλους λεγόμενος, έχων κεφαλαλγίαν βαρυτάτην, η οποία συχνά τον ηνώχλει με πόνους σφοδρούς, ευθύς μόλις επεκαλέσθη εις βοήθειαν τον Άγιον ηλευθερώθη από το πάθος και πλέον δεν τον ηνώχλησε καθ’ όλην του την ζωήν· έζησε δε μετά ταύτα χρόνους τριάκοντα πέντε. Και άλλοι δε πολλοί κηρύττουν, ότι ιάθησαν από πυρετούς και άλλας τοιαύτας ασθενείας, ευθύς ως επλησίασαν εις τον τάφον του Μάρτυρος και επεκαλέσθησαν μετά πίστεως την εκείνου αντίληψιν. Μετά παρέλευσιν καιρού εν ημέρα Σαββάτου ανεκομίσθησαν εκ του τάφου τα ιερά Λείψανα του Αγίου Μάρτυρος, απέπνεον δε τόσην γλυκυτάτην και άρρητον ευωδίαν, ώστε ηκολούθησε και τούτο το άξιον διηγήσεως θαύμα. Ιερομόναχος τις εκ των υπηρετησάντων εις την ανακομιδήν, Χίος την πατρίδα, Ματθαίος δε το όνομα, μετά την ανακομιδήν μετέβη εις συνοικίαν τινά της Σμύρνης εις την οποίαν διέμενον Χίοι πολλοί. Εις δε από τους Χίους εκείνους ησθάνετο γλυκυτάτην ευωδίαν, εξερχομένην από τας χείρας και τα ενδύματα του Ιερέως. Όθεν, απορήσας, ηρώτησε τον Ιερέα τίνος ένεκεν εξέρχεται η τοσαύτη ευωδία. Ο δε Ιερεύς απεκρίθη· «Ανεκομίσαμεν σήμερον τα ιερά Λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Δήμου και απεθέσαμεν αυτά εις το άγιον Βήμα της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Εκ τούτου λοιπόν από την πολλήν εκείνην ευωδίαν έμεινε και εις εμέ η ολίγη αυτή ευωδία την οποίαν αισθάνεσαι». Τοιουτοτρόπως δοξάζει ο πανάγαθος Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν, Ου τω θείω ελέει αξιωθείημεν και ημείς των αιωνίων αγαθών της επουρανίου Βασιλείας Του δια πρεσβειών του Αγίου Μάρτυρος Αυτού Δήμου. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου