του δι’ αγχόνης μαρτυρήσαντος εν αυτή
κατά το έτος αωκα΄ (1821), υπέρ της ελευθερίας, της Πίστεως και του Ελληνικού
Έθνους, επί της βασιλείας του Ασιάτου Σουλτάνου Μαχμούτ.
Γρηγόριος Ε΄ ο Αγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης και Μάρτυς του Χριστού εγεννήθη κατά το έτος αψδε΄ (1745) εις Δημητσάναν της Πελοποννήσου εξ ευλαβών γονέων Ιωάννου Αγγελοπούλου και Ασημίνας το γένος Παναγιωτοπούλου καλουμένων, ωνομάσθη δε κατά το άγιον Βάπτισμα Γεώργιος. Τα εγκύκλια γράμματα εξεπαιδεύθη ο Άγιος εις την πατρίδα αυτού υπό του θείου και αναδόχου του Ιεροδιδασκάλου Μελετίου Ιερομονάχου και Αθανασίου Ιερομονάχου Ρουσοπούλου, εικοσαέτης δε γενόμενος απεδήμησεν εν έτει αψξε΄ (1765) μετά του δευτέρου των διδασκάλων του εις Αθήνας όπου και εμαθήτευσε δύο σχεδόν έτη πλησίον του μεγάλου διδασκάλου Δημητρίου Βόδα.
Ύστερον αυτός μεν απέπλευσεν εις Σμύρνην, ο δε Ρουσόπουλος παρέμεινεν εις Αθήνας διδάσκων εις την εν αυταίς σχολήν μέχρι της αποβιώσεώς του (1780). Φθάσας δε εις Σμύρνην ο Γεώργιος συγκατώκησε μετά του εκεί διαμένοντος θείου του Μελετίου Ιερομονάχου, υπηρετών αυτόν και διακούων άμα καρποφόρως τα μαθήματα της Ευαγγελικής Σχολής. Μετά δε ταύτα ελθών εις την Μονήν των Στροφάδων ηκολούθησε την μοναχικήν πολιτείαν και μετωνομάσθη Γρηγόριος. Διατρίψας δε ολίγον χρόνον εις την Μονήν της νήσου ταύτης απήλθεν εις Πάτμον και διήκουσε την διδασκαλίαν του εκεί διδασκάλου Δανιήλ του Κεραμέως. Εξεπαιδεύετο δε εις την θεολογίαν και την φιλοσοφίαν μετ’ αδιαλείπτου επιμελείας. Επειδή δε ο τότε Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος ο Πελοποννήσιος εγνώριζε τον Γρηγόριον εκ της προτέρας εν Σμύρνη παραμονήε του, προσεκάλεσεν αυτόν εκεί, αφού είχεν ήδη διανύσει το στάδιον των εν τη Πατμιακή Σχολή σπουδών. Ευθύς λοιπόν ως ήλθε τον εχειροτόνησεν Αρχιδιάκονον της Μητροπόλεώς του, πριν δε να παρέλθη πολύς χρόνος τον εχειροτόνησε και Πρεσβύτερον. Τότε επέστρεψεν ο Άγιος εις την πατρίδα του Δημητσάναν, εις την οποίαν πολλά καλά επροξένησε κατά την ολιγοχρόνιον εκεί διατριβήν του, μετά δε ταύτα επανήλθεν εις Σμύρνην και υπηρέτει μετά πάσης ευλαβείας εις την Μητρόπολιν. Κατά δε το έτος αψπε΄ (1785), του Μητροπολίτου Προκοπίου προσκληθέντος εις τον ανώτατον της Ορθοδοξίας θρόνον, εξελέγη διάδοχος αυτού, Μητροπολίτης Σμύρνης, ο θείος Γρηγόριος. Προσκληθείς τότε εις Κωνσταντινούπολιν εχειροτονήθη Μητροπολίτης Σμύρνης κατά δε την ιδ΄ (14ην) Οκτωβρίου του έτους αψπε΄ (1785) επέστρεψεν εις Σμύρνην, της οποίας την Εκκλησίαν εποίμανεν επί δώδεκα έτη μετ’ εξαιρέτου ζήλου και δραστηριότητος. Μεριμνών δε προ πάντων δια την ανοικοδόμησιν των κατεστραμμένων Ναών της περιοχής της Σμύρνης, ίδρυσε κατ’ αρχάς εις δύο χωρία μικρούς ευκτηρίους οίκους επί τη βάσει προνομίου επιτρέποντος τούτο εις τους Επισκόπους, τούτους δε συν τω χρόνω επηύξησε και κατέστησεν ευρυχωροτάτους Ναούς. Εντός δε της Σμύρνης ανήγειρεν εις την θέσιν τού πεπαλαιωμένου Ναού της Αγίας Φωτεινής λαμπρόν και μέγαν Μητροπολιτικόν Ναόν. Εφρόντισεν επίσης περί της ιδρύσεως σχολείων και της προστασίας απόρων μαθητών και πάντων των εχόντων ανάγκην, επέτυχε δε να απαλλάξη τον Κλήρον από του κεφαλικού φόρου, συμφωνήσας να πληρώνηται ωρισμένον τι ποσόν υπό του κοινού της πόλεως ως κεφαλικός φόρος απάντων των Κληρικών. Η τοιαύτη δράσις του θείου Γρηγορίου προεκάλει τας συμπαθείας σύμπαντος του λαού, αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος φθονών προσεπάθησε να σπείρη ζιζάνια. Ούτως, ενώ ποτε ηγωνίζετο να συμβιβάση Χριστιανούς τινάς διαπληκτιζομένους, παρεσύρθη χωρίς να το εννοήση υπέρ των εχόντων άδικον. Αντιληφθείς όμως μετ’ ολίγον το παράπτωμά του προσήλθεν εις τον Ναόν, ωμίλησε περί ομονοίας και φορών την αρχιερατικήν στολήν, το σχήμα ταπεινός, την καρδίαν συντετριμμένος και τους οφθαλμούς πλήρης έχων δακρύων ομολογεί το αμάρτημα και προσπίπτει και ζητεί παρά πάντων συγχώρησιν και ούτω προέλαβε την εναντίον του καταφοράν του πληρώματος της Εκκλησίας. Ως Μητροπολίτης Σμύρνης ο αοίδιμος Γρηγόριος διετέλεσε μέλος της εν Κωνσταντινουπόλει Ιεράς Συνόδου κατά τα έτη 1793 και 1797, ότε και ενεκαινίασε τον υπό του πρίγκηπος Υψηλάντου ανεγερθέντα εις την Εμπορικήν Σχολήν της Χάλκης Ναόν του Αγίου Ιωάννου. Παραιτηθέντος δε κατά το έτος 1797 του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Γερασίμου Γ΄, ψήφω κοινή και αποφάσει συνοδική εξελέγη διάδοχος τούτου ο θείος Γρηγόριος, πέμπτος τη καταριθμήσει καταλεγόμενος, ανέλαβε δε τα Πατριαρχικά καθήκοντα κατά την ιθ΄ (19ην) Απριλίου του αυτού έτους. Ανελθών επί του θρόνου ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ευρέθη εν μέσω δυσχερεστάτων περιστάσεων ένεκα της αρξαμένης τότε απελευθερωτικής κινήσεως του Έθνους, αλλά το σεμνόν και αυστηρόν τού ήθους, η λιτή δίαιτα, η ταπεινή στολή, το αφιλάργυρον του τρόπου, ο προς την Πίστιν ένθερμος ζήλος, η περί την κοσμιότητα των εκκλησιαστικών πραγμάτων οξυδέρκεια, η οξυτάτη δραστηριότης, η προς τα προσκόμματα και τους κινδύνους περιφρόνησις, ο σταθερός και άκαμπτος αυτού χαρακτήρ καθίστων τον Ιεράρχην σεβαστόν εις πάντας. Ευθύς ανήγειρεν εκ βάθρων το τότε σεσαθρωμένον μέγαρον των Πατριαρχείων συλλέξας δι’ εράνων των Αρχιερέων, Ιερέων, Μονών κλπ. το απαιτηθέν ποσόν, συνέστησε δε εντός αυτών τυπογραφείον, εις το οποίον εξεδόθησαν υπό την αυστηροτάτην επιτήρησιν του Αγίου πλείστα ωφέλιμα βιβλία. Εμερίμνησε δια το κήρυγμα του θείου λόγου, περί της παιδείας και της ιδρύσεως σχολείων, ως και περί της καθόλου κοινωνικής ζωής. Ησχολήθη δε έτι περισσότερον και περί την ακριβή τήρησιν των ιερών Κανόνων συντάξας προς τούτο και εκδώσας τόμον Συνοδικόν επιγραφόμενον «Υπέρ της απαραβάτου διατηρήσεως και φυλακής της των ιερών Κανόνων ακριβείας». Εξέδωκεν ωσαύτως ο Άγιος πολλάκις εγκυκλίους προς τους υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Αρχιερείς, δια των οποίων επρόστασσε την κανονικήν διοίκησιν των Εκκλησιών· απηγόρευσε την χειροτονίαν Αρχιερέων μη εχόντων την απαιτουμένην ηλικίαν και αξιότητα, περιώρισε τας περιττάς χειροτονίας Ιερέων, θεσπίσας να μη χειροτονούνται εάν δεν υπάρχη Εκκλησία και άνευ προηγουμένης δοκιμασίας, απηγόρευσεν εις τους Ιερείς να εξέρχωνται των ιδίων τόπων άνευ αιτίας δεδικαιολογημένης υπό του Αρχιερέως αυτών ως και την ανάμιξιν τωνΚληρικών εις τα κοσμικά και των κοσμικών εις τα Εκκλησιαστικά πράγματα. Δι’ εγκυκλίων δε προέτρεπε και τους Αρχιερείς αφ’ ενός μεν να τηρώσιν αυστηρώς τους περί γάμου ιερούς Κανόνας, αφ’ ετέρου δε να μη χορηγώσι προχείρως διαζύγια, αλλά δια συχνών συμβουλών να προσπαθώσι να διαλλάττωσι τους διαφερομένους συζύγους. Εισήγαγεν επίσης αυστηράν τάξιν εις άπαντα τα υπό την εξουσίαν αυτού Μοναστήρια, εφρόντιζε δε μετά ζήλου, ίνα ανεγείρωνται ή ανακαινίζωνται Εκκλησίαι κατά τόπους, επιτυγχάνων την έκδοσιν της απαιτουμένης αδείας των τουρκικών αρχών δια των ισχυόντων τότε ομογενών. Κατά το έτος 1798 οι την Επτάνησον τότε κατέχοντες Γάλλη πέμψαντες κήρυκας εις την Πρέβεζαν και τα παράλια της Άρτης εξήπτον το υπέρ της εκευθερίας φρόνημα των κατοίκων, μαθών δε τούτο ο Αλή πασάς το κατήγγειλεν εις τον σουλτάνον ως αποστασίαν, ούτος δε ητοίμαζε να αποστείλη πολυάριθμον στρατόν προς αποκατάστασιν της ησυχίας. Παρεμβάς τότε ο θείος Γρηγόριος επέτυχεν, όπως εξουσιοδοτηθή η Εκκλησά, ίνα καταπαύση τας εν λόγω ταραχάς, τας οποίας αυτός ενόμιζεν υποψίας προελθούσας εκ της γειτονίας των Γάλλων. Η μεσιτεία του Πατριάρχου εγένετο δεκτή, απεστάλη δε εξαρχικώς εις την Άρταν ο Πρωτοσύγκελλος Ιωαννίκιος ο Βυζάντιος μετά των προσηκόντων γραμμάτων της Εκκλησίας, όστις επιστρέψας εκόμισεν αναφοράν του κριτού της Άρτης βεβαιούσαν, ότι επικρατεί άκρα ησυχία. Συγχρόνως προσεκόμισε και πανδήμους αναφοράς του λαού εκφράζοντος την πιστήν αυτού υπακοήν προς τον σουλτάνον, ταύτα δε παρουσιάσας ο Πατράρχης εις τον σουλτάνον κατώρθωσε να ματαιώση την φοβεράν κατά των ανωτέρω περιοχών εκστρατείαν των Τούρκων. Παρά τας εντατικάς και θεοφιλείς ταύτας ενεργείας του θείου Γρηγορίου, Αρχιερείς τινές, αδικαιολογήτως διατρίβοντες εν Κωνσταντινουπόλει και μη θέλοντες να μεταβώσιν εις τας επαρχίας των, από τας οποίας μόνον τας απολαβάς ελάμβανον, χολωθέντες διότι ο θείος Γρηγόριος υπεχρέωσε τούτους να μεταβώσιν εις αυτάς, διέβαλον τούτον ως άνθρωπον βίαιον και ανίκανον προς διατήρησιν της υποταγής των Χριστιανών. Όθεν ο Άγιος κατέστη ύποπτος εις την Τουρκικήν διοίκησιν και ευθύς μετά πατριαρχείαν ενός μόλις και ημίσεως έτους (1797 – 1798), διετάχθη υπό του σουλτάνου η εξορία τούτου εις Χαλκηδόνα. Τότε ο θείος Γρηγόριος υποβαλών κατά τύπους παραίτησιν διέμεινεν επ’ ολίγον χρόνον εις την Χαλκηδόνα, μετά δε ταύτα διετάχθη να μεταβή εις την Δράμαν και εν συνεχεία εις την εν Καλαβρύτοις Μονήν του Μεγάλου Σπηλαίου. Πριν όμως ή προλάβη να μεταβή εκεί ήλθε νέα διαταγή δια της οποίας ωρίζετο ως τόπος εξορίας του το Άγιον Όρος, όπου και μετέβη εγκατασταθείς εις την Μονήν των Ιβήρων. Κατά την εκεί παραμονήν του, διαρκέσασαν περί τα πέντε έτη, περιήλθεν όλας τας Μονάς και τας Σκήτας του Αγίου Όρους κηρύττων συνεχώς επ’ Εκκλησίαις τον θείον λόγον και λύων τας ενίοτε αναφυομένας διαφοράς μεταξύ των Μοναχών και των Μοναστηρίων. Παρείχε δε και εαυτόν υπόδειγμα εναρέτου Μοναχικού βίου. Εν τω μεταξύ εις τα Πατριαρχεία, εξωσθέντος του θείου Γρηγορίου, διεδέχθη τούτον ο Νεόφυτος Ζ΄, το δεύτερον (1798 – 1801), αλλά και τούτου μετά δύο και ήμισυ έτη εκβληθέντος ανήλθεν εις τον θρόνον ο Καλλίνικος Ε΄ το πρώτον (1801 – 1806). Επικρατησάσης όμως τότε της φιλογαλλικής μερίδος, διότι και εκεί υπήρχον τότε τα κόμματα, επαύθησαν δια των ενεργειών του Γάλλου πρεσβευτού τω αωστ΄ (1806) ως ρωσόφιλοι οι Έλληνες ηγεμόνες Μολδαυϊας και Βλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντίνος Υψηλάντης και αντικατεστάθησαν υπό των Αλεξάνδρου Σούτσου και Σκαρλάτου Καλλιμάχου, οίτινες προέτρεψαν τον ασθενούς χαρακτήρος Πατριάρχην Καλλίνικον Ε΄ να παραιτηθή. Ούτος υπέβαλε παραίτησιν την κβ΄ (22αν) Σεπτεμβρίου αωστ΄ (1806), κατά δε την κδ΄ (24ην) του αυτού μηνός εν γενική συνελεύσει των Αρχιερέων και επί παρουσία του μεγάλου διερμηνέως Αλεξάνδρου Χατζερή, του μεγάλου λογοθέτου Αλεξάνδρου Μάνου και αντιπροσώπων των λαϊκών οργανώσεων εξελέγη ομοφώνως υπό της Ιεράς Συνόδου Πατριάρχης το δεύτερον ο θείος Γρηγόριος Ε΄, όστις επανελθών κατά την ιη΄ (18ην) Οκτωβρίου του αωστ΄ (1806) εις Κωνσταντινούπολιν εγένετο ενθουσιωδώς δεκτός υπό παντός του Κλήρου και του λαού της πόλεως. Κατά την δευτέραν πατριαρχείαν του ο θείος Γρηγόριος εξηκολούθησε την προτέραν εκκλησιαστικήν και εθνικήν αυτού δράσιν. Παρεκάλεσε δε τους Αρχιερείς, ίνα συνέρχωνται προθύμως εις τας τεταγμένας συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, αν δε τινες εμποδισθώσι, να αποστέλλωσιν εγγράφως τας γνώμας αυτών. Δι’ εγκυκλίων πάλιν προς πόλεις και χώρας προέτρεπε την σύστασιν σχολείων και βελτίωσιν των υπαρχόντων, δι’ ετέρων δε προς τους Αρχιερείς και τους Καθηγουμένους των Μοναστηρίων επρόστασσε την εκπλήρωσιν διαφόρων εκκλησιαστικών καθηκόντων, απηγόρευσε δε δι’ αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου την επί ψιλώ ονόματι χειροτονίαν Αρχιερέων (τιτουλαρίων) και έλυσε μετά των Συνοδικών τον από του έτους αψξζ΄ (1767) εκδεδομέ αφορισμόν κατά των τραχωμάτων, ως ελέγοντο τότε αι κατά τα συνοικέσια διδόμεναι εις τον γαμβρόν παρά της νύμφης χρηματικαί επιδόσεις. Επειδή δε τινες των νεωστί χειροτονουμένων Αρχιερέων εδανείζοντο χρήματα, εθέσπισεν, ότι τα τοιαύτα δάνεια δεν αναγνωρίζονται υπό της Εκκλησίας, αν τις εκ των Αρχιερέων τούτων αποθάνη, άπαντα δε τα υπό αποθανόντος καταλειφθέντα πράγματα θα ανήκωσιν εις την Εκκλησίαν, την οποίαν εποίμαινεν ο αποθανών. Εμερίμνησεν επίσης και περί του υπ’ αυτού ιδρυθέντος τυπογραφείου, εις το οποίον εξέδωκε κατά το δεύτερον έτος της δευτέρας αυτού πατριαρχείας «Εξήγησιν των εις την εξαήμερον ένδεκα ομιλιών του εν Αγίοις θεοφόρου Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου» (1807), την οποίαν συνέγραψεν ο Άγιος κατά την εν Αγίω Όρει παραμονήν του. Την ε΄ (5ην) Ιανουαρίου αωζ΄ (1807) ο σουλτάνος, κηρύξας επισήμως τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, ηνάγκασε τον Πατριάρχην να εκδώση «Εκκλησιαστικόν και συμβουλευτικόν γράμμα» προς τους Έλληνας εναντίον των Ρώσων, όπερ έπραξεν ούτος, δια να αποφύγη τας σφαγάς των Ελλήνων εν περιπτώσει συμπράξεως τούτων μετά των Ρώσων. Κατά τον Μάρτιον του έτους αωζ΄ (1807) ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν εξέπεμψε προκηρύξεις προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Οθωμανικού Κράτους, εν συνεννοήσει δε και μετά του αρματωλού της Θεσσαλίας Νίκου Τσάρα εκίνησεν επανάστασιν κατά των Τούρκων. Ο σουλτάνος εζήτησε τότε παρά του Πατριάρχου να προτρέψη τους επαναστάτας να διαλυθώσιν, όπερ και εγένετο, έτεροι όμως απεσταλμένοι της Ρωσίας μεταβάντες εις τον Όλυμπον εκίνησαν νέαν επανάστασιν, της οποίας ηγήθη ο Ιερεύς Ευθύμιος Βλαχάβας. Κατ’ απαίτησιν τότε του σουλτάνου έγραψε και εις τον Βλαχάβαν ο Γρηγόριος, όστις επείσθη και κατέπαυσε την επανάστασιν. Κατά την η΄ (8ην) Ιουλίου του έτους αψη΄ (1808) γενομένης στάσεως εν Κωνσταντινουπόλει εξεβλήθη του θρόνου ο σουλτάνος Σελίμ υπό των Γενιτσάρων επί κεφαλής εχόντων τον Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, όστις ενεθρόνισε τον σουλτάνον Μαχμούτ, ηξίωσε δε και την απομάκρυνσιν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, όστις ηναγκάσθη να υπογράψη την παραίτησίν του την ι΄ (10ην) Σεπτεμβρίου αωη΄ (1808) και να αποσυρθή εις την εν Πριγκήπω Μονήν της Μεταμορφώσεως, εις την οποίαν διέμεινεν επί εν έτος. Μετά την δευτέραν απομάκρυνσιν του θείου Γρηγορίου ανήλθεν επί του Πατριαρχικού θρόνου το δεύτερον ο Καλλίνικος Ε΄ (1808 – 1809) άνευ κανονικής εκλογής αυτού υπό της Ιεράς Συνόδου, αλλά δι’ απλού βεζυρικού διατάγματος, μετά δεκάμηνον δε πατριαρχείαν εξωσθέντος και τούτου ανήλθεν επί του Οικουμενικού θρόνου ο Ιερεμίας Δ΄ (1809 – 1813), όστις εξώρισε τον θείον Γρηγόριον εις το Άγιον Όρος. Τότε ο Άγιος μεταβάς ευχαρίστως και πάλιν εις το Άγιον Όρος εγκατεστάθη εις την Μονήν των Ιβήρων και επεδόθη και πάλιν εις τας προσφιλείς αυτού μελέτας και Μοναχικάς ασκήσεις. Εκείθεν δε επί εννέα όλα έτη παρηκολούθει τα της Εκκλησίας και του Γένους πράγματα. Κατά δε τα μέσα του έτους αωιη΄ (1818) επισκεφθείς τον θείον Γρηγόριον ο Ιωάννης Φαρμάκης, ανήγγειλεν εις αυτόν τα της Φιλικής Εταιρείας, περί της οποίας έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν και ηυχήθη από καρδίας υπέρ της επιτυχίας του σκοπού ταύτης, ηρνήθη όμως να δώση τον όρκον του Φιλικού και συνέστησεν εις τον Φαρμάκην να προσέξωσι πολύ οι εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα, θεωρών, ως ο Κοραής και ο Καποδίστριας, πρόωρον την άνευ προπαρασκευής επανάστασιν. Κατά την ιδ΄ (14ην) Δεκεμβρίου του έτους αωιη΄ (1818) παραιτηθέντος του Πατριάρχου Κυρίλλου ΣΤ΄ εξελέγη το τρίτον Οικουμενικός Πατριάρχης ο μακάριος Γρηγόριος Ε΄, όστις κληθείς εκ του Αγίου Όρους ανέλαβε τα καθήκοντά του την ιδ΄ (14ην) Ιανουαρίου του έτους αωιθ΄ (1819) και ήρχισε πάλιν ποιμαίνων το ποίμνιον αυτού μετά ζήλου και ακαμάτου δραστηριότητος. Κατά την τρίτην ταύτην Πατριαρχείαν του εξέδωκεν εγκύκλιον περί σχολείων, δια της οποίας προέτρεπε πάντας όπως πλην της άλλης παιδείας στραφούν και προς την σπουδήν της Ελληνικής γλώσσης, επειδή έμαθεν, ότι εις τινα των σχολείων της Ελλάδος οι μαθηταί, αρεσκόμενοι εις τας καινοφανείς ιδέας της νεωτέρας φιλοσοφίας, ημέλουν την ακριβή εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης. Συνέστησεν επίσης το κληθέν «Κιβώτιον του ελέους», εις το οποίον κατέβαλλον ικανά ποσά Αρχιερείς, μεγιστάνες και πλούσιοι ομογενείς υπέρ των πτωχών και δεινοπαθούντων Χριστιανών. Διωρίσθη δε και Επιτροπεία επιστατούσα εις την συλλογήν των εράνων και εις την διανομήν αυτών εις τους έχοντας ανάγκην βοηθείας, εκτάκτως μεν οσάκις παρουσιάζετο τοιαύτη ανάγκη, τακτικώς δε κατά τας παραμονάς των δύο μεγάλων εορτών του έτους, ήτοι των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Κατά το έτος αωκ΄ (1820) αναδιωργάνωσε και το υπ’ αυτού ιδρυθέν πατριαρχικόν τυπογραφείον, αλλά τα τότε επακολουθήσαντα πολιτικά γεγονότα ηνάγκασαν τούτον να διακόψη την φιλάνθρωπον και χριστιανικήν αυτού δράσιν και να βαδίση γαλήνιος και ατάραχος, μέχρι της τελευταίας στιγμής, την οδόν του μοναδικού και πρωτοφανούς αυτού Μαρτυρίου. Εισελθόντος του Υψηλάντου εις την Μολδαυϊαν κατά την ι΄ (10ην) Φεβρουαρίου του έτους αωκα΄ (1821) εκλήθησαν υπό του μεγάλου βεζύρου ο Πατριάρχης μετά του διερμηνέως Δ. Μουρούζη και ηρωτήθησαν φιλικώς, εάν εγνώριζον τι περί της φημιζομένης ως μελλούσης να εκραγή εν Πελοποννήσω Επαναστάσεως, αμφότεροι όμως ηρνήθησαν τοιούτον τι. Κατά τας αρχάς του Μαρτίου συνελήφθη και εφυλακίσθη ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος ο Καλλιάρχης, την επομένην δε απεκεφαλίσθησαν πάντες οι εν Κωνσταντινουπόλει ευγενείς οι έχοντες συγγενείς εν Μολδοβλαχία. Κατά την τρίτην εβδομάδα των Νηστειών εφυλακίσθησαν έτεροι δύο εκ των Συνοδικών Αρχιερέων, ο Νικομηδείας Αθανάσιος και ο Δέρκων Γρηγόριος. Ο Πατριάρχης διεμαρτυρήθη προς την Υψηλήν Πύλην υπέρ της αθωότητος των τριών Αρχιερέων, αλλ’ αντί απαντήσεως έμαθεν, ότι συνελήφθη και ο Αγχιάλου Ευγένιος. Ήδη ήρχισαν να έρχωνται εις φως υπό τινων προδοτών και τα της Φιλικής Εταιρείας, μάλιστα δε υπό του Πελοποννησίου προδότου Ασημάκη. Επειδή δε ο εκ των προυχόντων της Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρος Χατζερής, φοβηθείς την μανίαν των Τούρκων, έσπευσε να εξαφανισθή εκ Κωνσταντινουπόλεως, εξεδόθη διάταγμα, δια του οποίου ωρίζετο, όπως μετοικήσωσιν εντός του Φαναρίου άπασαι αι ηγεμονικαί και αρχοντικαί Ελληνικαί οικογένειαι. Ο Πατριάρχης, συγκαλέσας τότε συμβούλιον των προκρίτων, απεφάσισε μετ’ αυτών να υποβάλωσιν αναφοράν εις την Υψηλήν Πύλην, δια της οποίας να εγγυώνται εις την Τουρκικήν κυβέρνησιν περί της εν Κωνσταντινουπόλει διαμονής αυτών, καθό πιστών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπηκόων και περί της συμπράξεως τούτων, εφ’ όσον δυνηθώσι, προς αποκατάστασιν της κοινής ησυχίας. Κατά την κ΄ (20ην) Μαρτίου ο μέγας διερμηνεύς έλαβεν εντολήν να εξελληνίση διάταγμα περί αμνηστίας, δια ν’ αναγνωσθή εις τας Εκκλησίας εις επήκοον πάντων, συγχρόνως δε η Υψηλή Πύλη υπεχρέωσε τον Πατριάρχην να εκδώση αφορισμόν εναντίον του Υψηλάντου και των συν αυτώ, υπέσχετο δε η Υψηλή Πύλη να αμνηστεύση πάντας τους εις την Φιλικήν Εταιρείαν ανήκοντας και επανερχομένους εις την προτέραν αυτών υπακοήν. Ο αφορισμός ούτος ανεγνώσθη από του άμβωνος την κγ΄ (23ην) Μαρτίου και υπεγράφη επί της Αγίας Τραπέζης υπό των Πατριαρχών Γρηγορίου Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων Πολυκάρπου και των λοιπών παρόντων Αρχιερέων. Την λα΄ (31ην) Μαρτίου ανηγγέλθη εις την Υψηλήν Πύλην η εν Πελοποννήσω έκρηξις της Ελληνικής Επαναστάσεως και την πρωϊαν της Μεγάλης Δευτέρας (2α Απριλίου) απεκεφαλίσθη ο μέγας διερμηνεύς Κωνσταντίνος Μουρούζης, εσφάγησαν δε ή απηγχονίσθησαν και άλλοι τινές των επισήμων, ιδίως οι εκ Πελοποννήσου καταγόμενοι. Το Μέγα Σάββοτον έλαβεν ο Πατριάρχης διαταγήν, ίνα παραγγείλη εις τους Χριστιανούς να προσέλθωσιν εις την Εκκλησίαν κατά την ημέραν του Πάσχα, να προσευχηθώσι και κατόπιν να αναχωρήσωσιν έκαστος εις τα ίδια άνευ των συνήθων χαιρετισμών και επισκέψεων. Τότε ο θείος Γρηγόριος στραφείς προς τινα των παρακαθημένων Αρχιερέων είπε· «Πληρούται και εφ’ ημάς το προφητικόν «και μεταστρέψω τας εορτάς υμών εις πένθος» (Αμώς η:10). Παρά πάντα ταύτα ο μακάριος Γρηγόριος παρέμεινε μέχρι της τελευταίας αυτού στιγμής απτόητος και ανδρείος, προβλέπων δε τον επικείμενον κίνδυνον ηρώτα κατά τας παραμονάς· «Ποίος θάνατος είναι προτιμότερος, ο δια καρατομήσεως ή ο δι’ αγχόνης;», αλλ’ απέκρουεν εκάστοτε εντόνως τας επανειλημμένας συστάσεις της ρωσικής πρεσβείας και των προκρίτων ομογενών, όπως διαφύγη δι’ ασφαλούς οδού και σωθή, λέγων· «Μη με παρακινείτε εις φυγήν. Πως θα εγκαταλείψω το ποίμνιόν μου;…. Είμαι Πατριάρχης δια να σώσω τον λαόν μου, όχι δια να τον ρίψω εις τας μαχαίρας των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα χρησιμεύση περισσότερον ή η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν θα ίδωσι με αδιαφορίαν την εν τω προσώπω μου ύβριν της Πίστεώς των. Εκ δε των Ελλήνων οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται με απελπισίαν, ήτις συχνά χαρίζει την νίκην. Όχι, δεν θα χρησιμεύσω ως περίγελως του κόσμου, δεν θα ανεχθώ διερχόμενος δια των οδών της Οδησσού ή της Κερκύρας ή της Αγκώνος να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες, ιδού ο φονεύς Πατριάρχης. Υπάγω όπου με καλεί η μεγάλη μοίρα του Έθνους μου και ο πανάγαθος Θεός, ο έφορος των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων». Ό,τι προέβλεψεν ο Γρηγόριος, τούτο και εγένετο μετά πρωτοφανούς αγριότητος και θηριωδίας. Την ι΄ (10ην) Απριλίου, ημέραν του Πάσχα, κατήλθεν εις τον Πατριαρχικόν Ναόν και ετέλεσε την θείαν Λειτουργίαν μετ’ αταραξίας και ηρεμίας μεγαλειώδους, την οποίαν διέκοπτε μόνον η συγκίνησις και τα δάκρυα. Καθ’ ον δε χρόνον εψάλλετο το «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου» ησπάσθη τον τελευταίον ασπασμόν τους συνιερουργήσαντας οκτώ Αρχιερείς. Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας ανήλθεν εις το Πατριαρχείον και απεσύρθη εις τα ίδια, όπως ησυχάση. Εκεί προσελθών τις εκ των οικείων του τού ανήγγειλεν, ότι επιβάται επτανησιακού πλοίου προερχομένου εκ Πελοποννήσου επεβεβαίωσαν την περί εξεγέρσεως των Ελλήνων είδησιν και προσέθηκε· «Και τώρα τι έχει να γίνη;» Ο δε Πατριάρχης ατάραχος απήντησε· «Και τώρα και πάντοτε το θέλημα του Κυρίου γενέσθω». Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν του Αγίου Πάσχα και περί ώραν δεκάτην προ μεσημβρίας, του ανήγγειλαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Κληρικοί ότι ήλθον εις τα Πατριαρχεία και τον ζητούν ο μέγας διερμηνεύς Σταυράκης Αριστάρχης και ο Τούρκος γενικός γραμματεύς του υπουργείου των Εξωτερικών, νομίσας δε ο Άγιος ότι ήλθον δι’ επίσκεψιν επί τη εορτή του Πάσχα ηγέρθη και ανέμενεν. Αλλ’ ο διερμηνεύς μεταβάς εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου και προσκαλέσας εσπευσμένως τους Αρχιερείς ανέγνωσε σουλτανικόν φιρμάνιον δια του οποίου ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ επαύετο ως ανάξιος του Πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος. Ο έκπτωτος Πατριάρχης συλληφθείς αμέσως υπό των παρισταμένων Γενιτσάρων απήχθη εις τας φυλακάς Μποστανζήμπαση, ένθα υποβληθείς εις πολυτρόπους βασάνους και εμπαικτικάς ερωτήσεις ετήρησεν αξιοθαύμαστον σιωπήν, την οποίαν διέκοψεν άπαξ μόνον εις τας προτροπάς των βασανιστών, όπως εξομώση την εις Χριστόν Πίστιν και σωθή, ειπών· «Ο Πατριάρχης των Χριστιανών Χριστιανός αποθνήσκει». Μετά τινας ώρας ωδηγήθη υπό πολυαρίθμου φρουράς εις την αποβάθραν του Φαναρίου, νομίσας δε ότι εκεί ήτο ο τόπος της εκτελέσεώς του, ανέτεινε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εγονυπέτησε και έκλινε τον αυχένα προς αποκεφαλισμόν. Ηγέρθη όμως και πάλιν εκείθεν συρόμενος υπό των δημίων, οίτινες περιήγαγον αυτόν δια του πολυαρίθμου τουρκικού πλήθους μέχρι των Πατριαρχείων, όπου και τον απηγχόνισαν εις την μεσαίαν πύλην αυτών. Έκτοτε η πύλη αύτη παραμένει κλειστή. Κατά δε την τελευταίαν προ του απαγχονισμού του στιγμήν, εκτείνας ο μακάριος εκείνος Πατριάρχης τας χείρας του, ηυλόγησε πάντας τους πιστούς και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου». Ταύτα πάντα συνέβησαν καθ’ ον χρόνον οι ευρισκόμενοι εις τα Πατριαρχεία Αρχιερείς, αγνοούντες τα γενόμενα και νομίζοντες τον μακάριον Γρηγόριον εις εξορίαν μόνον απαχθέντα, ανευφήμουν τον νέον Πατριάρχην Ευγένιον. Επί δε του ασπαίροντος έτι σώματος του αοιδίμου Γρηγορίου προσελθών ο Τούρκος φρούραρχος ανήρτησε χάρτην, επί του οποίου ανεγράφετο δια μακρών η αιτία της καταδίκης του. Το νεκρόν σώμα του Γρηγορίου παρέμεινεν επί της αγχόνης επί τρεις ημέρας, εις μάτην δε ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος προσεπάθησε να αγοράση τούτο προς ενταφιασμόν. Την ιγ΄ (13ην) Απριλίου οι Εβραίοι, αγοράσαντες αντί οκτακοσίων γροσίων το θείον Λείψανον του Αγίου Γρηγορίου έσυρον τούτο αλαλάζοντες επί των λιθοστρώτων δρομίσκων του Φαναρίου, μέχρις ότου αποκαμόντες έρριψαν αυτό υβρίζοντες εις την θάλασσαν. Τότε ο δήμιος επιβάς ακατίου έσυρε δια σχοινίου το άγιον Λείψανον μέχρι των μέσων του Κερατίου Κόλπου και εκεί προσδέσας μέγαν λίθον εις τον λαιμόν τούτου και διατρυπήσας επανειλημένως το σώμα δια μαχαίρας δια να καταβυθισθή, αφήκε τούτο και ανεχώρησεν. Παρά ταύτα όμως, θέλων ο στεφοδότης Χριστός να δοξάση και νεκρόν τον Άγιον, εχαρίτωσε τόσον το ιερόν αυτού Λείψανον, ώστε αναδυθέν τούτο αφ’ εαυτού εκ του βυθού της θαλάσσης, παρ’ όλον το βάρος τού προσδεδεμένου λίθου και υπό των κυμάτων παραρριπτόμενον προσήγγισεν εις ελληνικόν τι πλοίον υπό ρωσικήν σημαίαν. Αναγνωρισθέν τότε υπό των ναυτών, ανεσύρθη κρυφίως την νύκτα και μετά πάσης σπουδής μετεφέρθη υπό του Κεφαλλήνος πλοιάρχου Μαρίνου Σκλάβου εις την Οδησσόν της Ρωσίας. Εκεί άσηπτον και άοσμον διατηρούμενον, ως βεβαιούσι τα υπό των ρωσικών αρχών καταρτισθέντα πρωτόκολλα, ενεταφιάσθη μετ’ αυτοκρατορικής μεγαλοπρεπείας εις την Ελληνικήν Εκκλησίαν της Αγίας Τριάδος εν βαθυτάτη συγκινήσει απάσης της Ορθοδόξου Ρωσίας. Κατά δε το έτος αωοα΄ (1871), επί τη εορτή της πεντηκονταετηρίδος τού υπέρ της απελευθερώσεως της Ελλάδος Αγώνος, ανεκομίσθη το ιερόν τού Αγίου τούτου Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ Λείψανον εξ Οδησσού εις Αθήνας μετά βασιλικής πομπής και μεγαλοπρεπούς παρατάξεως και κατετέθη εν τω Ιερώ Ναώ της Μητροπόλεως των Αθηνών. Αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ο εύσπλαγχνος και ελεήμων, σκέπαζε εσαεί εν ειρήνη και ευσεβεία την Αγίαν Σου Εκκλησίαν και σώζε τας ψυχάς ημών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Γρηγόριος Ε΄ ο Αγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης και Μάρτυς του Χριστού εγεννήθη κατά το έτος αψδε΄ (1745) εις Δημητσάναν της Πελοποννήσου εξ ευλαβών γονέων Ιωάννου Αγγελοπούλου και Ασημίνας το γένος Παναγιωτοπούλου καλουμένων, ωνομάσθη δε κατά το άγιον Βάπτισμα Γεώργιος. Τα εγκύκλια γράμματα εξεπαιδεύθη ο Άγιος εις την πατρίδα αυτού υπό του θείου και αναδόχου του Ιεροδιδασκάλου Μελετίου Ιερομονάχου και Αθανασίου Ιερομονάχου Ρουσοπούλου, εικοσαέτης δε γενόμενος απεδήμησεν εν έτει αψξε΄ (1765) μετά του δευτέρου των διδασκάλων του εις Αθήνας όπου και εμαθήτευσε δύο σχεδόν έτη πλησίον του μεγάλου διδασκάλου Δημητρίου Βόδα.
Ύστερον αυτός μεν απέπλευσεν εις Σμύρνην, ο δε Ρουσόπουλος παρέμεινεν εις Αθήνας διδάσκων εις την εν αυταίς σχολήν μέχρι της αποβιώσεώς του (1780). Φθάσας δε εις Σμύρνην ο Γεώργιος συγκατώκησε μετά του εκεί διαμένοντος θείου του Μελετίου Ιερομονάχου, υπηρετών αυτόν και διακούων άμα καρποφόρως τα μαθήματα της Ευαγγελικής Σχολής. Μετά δε ταύτα ελθών εις την Μονήν των Στροφάδων ηκολούθησε την μοναχικήν πολιτείαν και μετωνομάσθη Γρηγόριος. Διατρίψας δε ολίγον χρόνον εις την Μονήν της νήσου ταύτης απήλθεν εις Πάτμον και διήκουσε την διδασκαλίαν του εκεί διδασκάλου Δανιήλ του Κεραμέως. Εξεπαιδεύετο δε εις την θεολογίαν και την φιλοσοφίαν μετ’ αδιαλείπτου επιμελείας. Επειδή δε ο τότε Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος ο Πελοποννήσιος εγνώριζε τον Γρηγόριον εκ της προτέρας εν Σμύρνη παραμονήε του, προσεκάλεσεν αυτόν εκεί, αφού είχεν ήδη διανύσει το στάδιον των εν τη Πατμιακή Σχολή σπουδών. Ευθύς λοιπόν ως ήλθε τον εχειροτόνησεν Αρχιδιάκονον της Μητροπόλεώς του, πριν δε να παρέλθη πολύς χρόνος τον εχειροτόνησε και Πρεσβύτερον. Τότε επέστρεψεν ο Άγιος εις την πατρίδα του Δημητσάναν, εις την οποίαν πολλά καλά επροξένησε κατά την ολιγοχρόνιον εκεί διατριβήν του, μετά δε ταύτα επανήλθεν εις Σμύρνην και υπηρέτει μετά πάσης ευλαβείας εις την Μητρόπολιν. Κατά δε το έτος αψπε΄ (1785), του Μητροπολίτου Προκοπίου προσκληθέντος εις τον ανώτατον της Ορθοδοξίας θρόνον, εξελέγη διάδοχος αυτού, Μητροπολίτης Σμύρνης, ο θείος Γρηγόριος. Προσκληθείς τότε εις Κωνσταντινούπολιν εχειροτονήθη Μητροπολίτης Σμύρνης κατά δε την ιδ΄ (14ην) Οκτωβρίου του έτους αψπε΄ (1785) επέστρεψεν εις Σμύρνην, της οποίας την Εκκλησίαν εποίμανεν επί δώδεκα έτη μετ’ εξαιρέτου ζήλου και δραστηριότητος. Μεριμνών δε προ πάντων δια την ανοικοδόμησιν των κατεστραμμένων Ναών της περιοχής της Σμύρνης, ίδρυσε κατ’ αρχάς εις δύο χωρία μικρούς ευκτηρίους οίκους επί τη βάσει προνομίου επιτρέποντος τούτο εις τους Επισκόπους, τούτους δε συν τω χρόνω επηύξησε και κατέστησεν ευρυχωροτάτους Ναούς. Εντός δε της Σμύρνης ανήγειρεν εις την θέσιν τού πεπαλαιωμένου Ναού της Αγίας Φωτεινής λαμπρόν και μέγαν Μητροπολιτικόν Ναόν. Εφρόντισεν επίσης περί της ιδρύσεως σχολείων και της προστασίας απόρων μαθητών και πάντων των εχόντων ανάγκην, επέτυχε δε να απαλλάξη τον Κλήρον από του κεφαλικού φόρου, συμφωνήσας να πληρώνηται ωρισμένον τι ποσόν υπό του κοινού της πόλεως ως κεφαλικός φόρος απάντων των Κληρικών. Η τοιαύτη δράσις του θείου Γρηγορίου προεκάλει τας συμπαθείας σύμπαντος του λαού, αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος φθονών προσεπάθησε να σπείρη ζιζάνια. Ούτως, ενώ ποτε ηγωνίζετο να συμβιβάση Χριστιανούς τινάς διαπληκτιζομένους, παρεσύρθη χωρίς να το εννοήση υπέρ των εχόντων άδικον. Αντιληφθείς όμως μετ’ ολίγον το παράπτωμά του προσήλθεν εις τον Ναόν, ωμίλησε περί ομονοίας και φορών την αρχιερατικήν στολήν, το σχήμα ταπεινός, την καρδίαν συντετριμμένος και τους οφθαλμούς πλήρης έχων δακρύων ομολογεί το αμάρτημα και προσπίπτει και ζητεί παρά πάντων συγχώρησιν και ούτω προέλαβε την εναντίον του καταφοράν του πληρώματος της Εκκλησίας. Ως Μητροπολίτης Σμύρνης ο αοίδιμος Γρηγόριος διετέλεσε μέλος της εν Κωνσταντινουπόλει Ιεράς Συνόδου κατά τα έτη 1793 και 1797, ότε και ενεκαινίασε τον υπό του πρίγκηπος Υψηλάντου ανεγερθέντα εις την Εμπορικήν Σχολήν της Χάλκης Ναόν του Αγίου Ιωάννου. Παραιτηθέντος δε κατά το έτος 1797 του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Γερασίμου Γ΄, ψήφω κοινή και αποφάσει συνοδική εξελέγη διάδοχος τούτου ο θείος Γρηγόριος, πέμπτος τη καταριθμήσει καταλεγόμενος, ανέλαβε δε τα Πατριαρχικά καθήκοντα κατά την ιθ΄ (19ην) Απριλίου του αυτού έτους. Ανελθών επί του θρόνου ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ευρέθη εν μέσω δυσχερεστάτων περιστάσεων ένεκα της αρξαμένης τότε απελευθερωτικής κινήσεως του Έθνους, αλλά το σεμνόν και αυστηρόν τού ήθους, η λιτή δίαιτα, η ταπεινή στολή, το αφιλάργυρον του τρόπου, ο προς την Πίστιν ένθερμος ζήλος, η περί την κοσμιότητα των εκκλησιαστικών πραγμάτων οξυδέρκεια, η οξυτάτη δραστηριότης, η προς τα προσκόμματα και τους κινδύνους περιφρόνησις, ο σταθερός και άκαμπτος αυτού χαρακτήρ καθίστων τον Ιεράρχην σεβαστόν εις πάντας. Ευθύς ανήγειρεν εκ βάθρων το τότε σεσαθρωμένον μέγαρον των Πατριαρχείων συλλέξας δι’ εράνων των Αρχιερέων, Ιερέων, Μονών κλπ. το απαιτηθέν ποσόν, συνέστησε δε εντός αυτών τυπογραφείον, εις το οποίον εξεδόθησαν υπό την αυστηροτάτην επιτήρησιν του Αγίου πλείστα ωφέλιμα βιβλία. Εμερίμνησε δια το κήρυγμα του θείου λόγου, περί της παιδείας και της ιδρύσεως σχολείων, ως και περί της καθόλου κοινωνικής ζωής. Ησχολήθη δε έτι περισσότερον και περί την ακριβή τήρησιν των ιερών Κανόνων συντάξας προς τούτο και εκδώσας τόμον Συνοδικόν επιγραφόμενον «Υπέρ της απαραβάτου διατηρήσεως και φυλακής της των ιερών Κανόνων ακριβείας». Εξέδωκεν ωσαύτως ο Άγιος πολλάκις εγκυκλίους προς τους υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Αρχιερείς, δια των οποίων επρόστασσε την κανονικήν διοίκησιν των Εκκλησιών· απηγόρευσε την χειροτονίαν Αρχιερέων μη εχόντων την απαιτουμένην ηλικίαν και αξιότητα, περιώρισε τας περιττάς χειροτονίας Ιερέων, θεσπίσας να μη χειροτονούνται εάν δεν υπάρχη Εκκλησία και άνευ προηγουμένης δοκιμασίας, απηγόρευσεν εις τους Ιερείς να εξέρχωνται των ιδίων τόπων άνευ αιτίας δεδικαιολογημένης υπό του Αρχιερέως αυτών ως και την ανάμιξιν τωνΚληρικών εις τα κοσμικά και των κοσμικών εις τα Εκκλησιαστικά πράγματα. Δι’ εγκυκλίων δε προέτρεπε και τους Αρχιερείς αφ’ ενός μεν να τηρώσιν αυστηρώς τους περί γάμου ιερούς Κανόνας, αφ’ ετέρου δε να μη χορηγώσι προχείρως διαζύγια, αλλά δια συχνών συμβουλών να προσπαθώσι να διαλλάττωσι τους διαφερομένους συζύγους. Εισήγαγεν επίσης αυστηράν τάξιν εις άπαντα τα υπό την εξουσίαν αυτού Μοναστήρια, εφρόντιζε δε μετά ζήλου, ίνα ανεγείρωνται ή ανακαινίζωνται Εκκλησίαι κατά τόπους, επιτυγχάνων την έκδοσιν της απαιτουμένης αδείας των τουρκικών αρχών δια των ισχυόντων τότε ομογενών. Κατά το έτος 1798 οι την Επτάνησον τότε κατέχοντες Γάλλη πέμψαντες κήρυκας εις την Πρέβεζαν και τα παράλια της Άρτης εξήπτον το υπέρ της εκευθερίας φρόνημα των κατοίκων, μαθών δε τούτο ο Αλή πασάς το κατήγγειλεν εις τον σουλτάνον ως αποστασίαν, ούτος δε ητοίμαζε να αποστείλη πολυάριθμον στρατόν προς αποκατάστασιν της ησυχίας. Παρεμβάς τότε ο θείος Γρηγόριος επέτυχεν, όπως εξουσιοδοτηθή η Εκκλησά, ίνα καταπαύση τας εν λόγω ταραχάς, τας οποίας αυτός ενόμιζεν υποψίας προελθούσας εκ της γειτονίας των Γάλλων. Η μεσιτεία του Πατριάρχου εγένετο δεκτή, απεστάλη δε εξαρχικώς εις την Άρταν ο Πρωτοσύγκελλος Ιωαννίκιος ο Βυζάντιος μετά των προσηκόντων γραμμάτων της Εκκλησίας, όστις επιστρέψας εκόμισεν αναφοράν του κριτού της Άρτης βεβαιούσαν, ότι επικρατεί άκρα ησυχία. Συγχρόνως προσεκόμισε και πανδήμους αναφοράς του λαού εκφράζοντος την πιστήν αυτού υπακοήν προς τον σουλτάνον, ταύτα δε παρουσιάσας ο Πατράρχης εις τον σουλτάνον κατώρθωσε να ματαιώση την φοβεράν κατά των ανωτέρω περιοχών εκστρατείαν των Τούρκων. Παρά τας εντατικάς και θεοφιλείς ταύτας ενεργείας του θείου Γρηγορίου, Αρχιερείς τινές, αδικαιολογήτως διατρίβοντες εν Κωνσταντινουπόλει και μη θέλοντες να μεταβώσιν εις τας επαρχίας των, από τας οποίας μόνον τας απολαβάς ελάμβανον, χολωθέντες διότι ο θείος Γρηγόριος υπεχρέωσε τούτους να μεταβώσιν εις αυτάς, διέβαλον τούτον ως άνθρωπον βίαιον και ανίκανον προς διατήρησιν της υποταγής των Χριστιανών. Όθεν ο Άγιος κατέστη ύποπτος εις την Τουρκικήν διοίκησιν και ευθύς μετά πατριαρχείαν ενός μόλις και ημίσεως έτους (1797 – 1798), διετάχθη υπό του σουλτάνου η εξορία τούτου εις Χαλκηδόνα. Τότε ο θείος Γρηγόριος υποβαλών κατά τύπους παραίτησιν διέμεινεν επ’ ολίγον χρόνον εις την Χαλκηδόνα, μετά δε ταύτα διετάχθη να μεταβή εις την Δράμαν και εν συνεχεία εις την εν Καλαβρύτοις Μονήν του Μεγάλου Σπηλαίου. Πριν όμως ή προλάβη να μεταβή εκεί ήλθε νέα διαταγή δια της οποίας ωρίζετο ως τόπος εξορίας του το Άγιον Όρος, όπου και μετέβη εγκατασταθείς εις την Μονήν των Ιβήρων. Κατά την εκεί παραμονήν του, διαρκέσασαν περί τα πέντε έτη, περιήλθεν όλας τας Μονάς και τας Σκήτας του Αγίου Όρους κηρύττων συνεχώς επ’ Εκκλησίαις τον θείον λόγον και λύων τας ενίοτε αναφυομένας διαφοράς μεταξύ των Μοναχών και των Μοναστηρίων. Παρείχε δε και εαυτόν υπόδειγμα εναρέτου Μοναχικού βίου. Εν τω μεταξύ εις τα Πατριαρχεία, εξωσθέντος του θείου Γρηγορίου, διεδέχθη τούτον ο Νεόφυτος Ζ΄, το δεύτερον (1798 – 1801), αλλά και τούτου μετά δύο και ήμισυ έτη εκβληθέντος ανήλθεν εις τον θρόνον ο Καλλίνικος Ε΄ το πρώτον (1801 – 1806). Επικρατησάσης όμως τότε της φιλογαλλικής μερίδος, διότι και εκεί υπήρχον τότε τα κόμματα, επαύθησαν δια των ενεργειών του Γάλλου πρεσβευτού τω αωστ΄ (1806) ως ρωσόφιλοι οι Έλληνες ηγεμόνες Μολδαυϊας και Βλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντίνος Υψηλάντης και αντικατεστάθησαν υπό των Αλεξάνδρου Σούτσου και Σκαρλάτου Καλλιμάχου, οίτινες προέτρεψαν τον ασθενούς χαρακτήρος Πατριάρχην Καλλίνικον Ε΄ να παραιτηθή. Ούτος υπέβαλε παραίτησιν την κβ΄ (22αν) Σεπτεμβρίου αωστ΄ (1806), κατά δε την κδ΄ (24ην) του αυτού μηνός εν γενική συνελεύσει των Αρχιερέων και επί παρουσία του μεγάλου διερμηνέως Αλεξάνδρου Χατζερή, του μεγάλου λογοθέτου Αλεξάνδρου Μάνου και αντιπροσώπων των λαϊκών οργανώσεων εξελέγη ομοφώνως υπό της Ιεράς Συνόδου Πατριάρχης το δεύτερον ο θείος Γρηγόριος Ε΄, όστις επανελθών κατά την ιη΄ (18ην) Οκτωβρίου του αωστ΄ (1806) εις Κωνσταντινούπολιν εγένετο ενθουσιωδώς δεκτός υπό παντός του Κλήρου και του λαού της πόλεως. Κατά την δευτέραν πατριαρχείαν του ο θείος Γρηγόριος εξηκολούθησε την προτέραν εκκλησιαστικήν και εθνικήν αυτού δράσιν. Παρεκάλεσε δε τους Αρχιερείς, ίνα συνέρχωνται προθύμως εις τας τεταγμένας συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, αν δε τινες εμποδισθώσι, να αποστέλλωσιν εγγράφως τας γνώμας αυτών. Δι’ εγκυκλίων πάλιν προς πόλεις και χώρας προέτρεπε την σύστασιν σχολείων και βελτίωσιν των υπαρχόντων, δι’ ετέρων δε προς τους Αρχιερείς και τους Καθηγουμένους των Μοναστηρίων επρόστασσε την εκπλήρωσιν διαφόρων εκκλησιαστικών καθηκόντων, απηγόρευσε δε δι’ αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου την επί ψιλώ ονόματι χειροτονίαν Αρχιερέων (τιτουλαρίων) και έλυσε μετά των Συνοδικών τον από του έτους αψξζ΄ (1767) εκδεδομέ αφορισμόν κατά των τραχωμάτων, ως ελέγοντο τότε αι κατά τα συνοικέσια διδόμεναι εις τον γαμβρόν παρά της νύμφης χρηματικαί επιδόσεις. Επειδή δε τινες των νεωστί χειροτονουμένων Αρχιερέων εδανείζοντο χρήματα, εθέσπισεν, ότι τα τοιαύτα δάνεια δεν αναγνωρίζονται υπό της Εκκλησίας, αν τις εκ των Αρχιερέων τούτων αποθάνη, άπαντα δε τα υπό αποθανόντος καταλειφθέντα πράγματα θα ανήκωσιν εις την Εκκλησίαν, την οποίαν εποίμαινεν ο αποθανών. Εμερίμνησεν επίσης και περί του υπ’ αυτού ιδρυθέντος τυπογραφείου, εις το οποίον εξέδωκε κατά το δεύτερον έτος της δευτέρας αυτού πατριαρχείας «Εξήγησιν των εις την εξαήμερον ένδεκα ομιλιών του εν Αγίοις θεοφόρου Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου» (1807), την οποίαν συνέγραψεν ο Άγιος κατά την εν Αγίω Όρει παραμονήν του. Την ε΄ (5ην) Ιανουαρίου αωζ΄ (1807) ο σουλτάνος, κηρύξας επισήμως τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, ηνάγκασε τον Πατριάρχην να εκδώση «Εκκλησιαστικόν και συμβουλευτικόν γράμμα» προς τους Έλληνας εναντίον των Ρώσων, όπερ έπραξεν ούτος, δια να αποφύγη τας σφαγάς των Ελλήνων εν περιπτώσει συμπράξεως τούτων μετά των Ρώσων. Κατά τον Μάρτιον του έτους αωζ΄ (1807) ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν εξέπεμψε προκηρύξεις προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Οθωμανικού Κράτους, εν συνεννοήσει δε και μετά του αρματωλού της Θεσσαλίας Νίκου Τσάρα εκίνησεν επανάστασιν κατά των Τούρκων. Ο σουλτάνος εζήτησε τότε παρά του Πατριάρχου να προτρέψη τους επαναστάτας να διαλυθώσιν, όπερ και εγένετο, έτεροι όμως απεσταλμένοι της Ρωσίας μεταβάντες εις τον Όλυμπον εκίνησαν νέαν επανάστασιν, της οποίας ηγήθη ο Ιερεύς Ευθύμιος Βλαχάβας. Κατ’ απαίτησιν τότε του σουλτάνου έγραψε και εις τον Βλαχάβαν ο Γρηγόριος, όστις επείσθη και κατέπαυσε την επανάστασιν. Κατά την η΄ (8ην) Ιουλίου του έτους αψη΄ (1808) γενομένης στάσεως εν Κωνσταντινουπόλει εξεβλήθη του θρόνου ο σουλτάνος Σελίμ υπό των Γενιτσάρων επί κεφαλής εχόντων τον Μουσταφά Μπαϊρακτάρ, όστις ενεθρόνισε τον σουλτάνον Μαχμούτ, ηξίωσε δε και την απομάκρυνσιν του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, όστις ηναγκάσθη να υπογράψη την παραίτησίν του την ι΄ (10ην) Σεπτεμβρίου αωη΄ (1808) και να αποσυρθή εις την εν Πριγκήπω Μονήν της Μεταμορφώσεως, εις την οποίαν διέμεινεν επί εν έτος. Μετά την δευτέραν απομάκρυνσιν του θείου Γρηγορίου ανήλθεν επί του Πατριαρχικού θρόνου το δεύτερον ο Καλλίνικος Ε΄ (1808 – 1809) άνευ κανονικής εκλογής αυτού υπό της Ιεράς Συνόδου, αλλά δι’ απλού βεζυρικού διατάγματος, μετά δεκάμηνον δε πατριαρχείαν εξωσθέντος και τούτου ανήλθεν επί του Οικουμενικού θρόνου ο Ιερεμίας Δ΄ (1809 – 1813), όστις εξώρισε τον θείον Γρηγόριον εις το Άγιον Όρος. Τότε ο Άγιος μεταβάς ευχαρίστως και πάλιν εις το Άγιον Όρος εγκατεστάθη εις την Μονήν των Ιβήρων και επεδόθη και πάλιν εις τας προσφιλείς αυτού μελέτας και Μοναχικάς ασκήσεις. Εκείθεν δε επί εννέα όλα έτη παρηκολούθει τα της Εκκλησίας και του Γένους πράγματα. Κατά δε τα μέσα του έτους αωιη΄ (1818) επισκεφθείς τον θείον Γρηγόριον ο Ιωάννης Φαρμάκης, ανήγγειλεν εις αυτόν τα της Φιλικής Εταιρείας, περί της οποίας έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν και ηυχήθη από καρδίας υπέρ της επιτυχίας του σκοπού ταύτης, ηρνήθη όμως να δώση τον όρκον του Φιλικού και συνέστησεν εις τον Φαρμάκην να προσέξωσι πολύ οι εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα, θεωρών, ως ο Κοραής και ο Καποδίστριας, πρόωρον την άνευ προπαρασκευής επανάστασιν. Κατά την ιδ΄ (14ην) Δεκεμβρίου του έτους αωιη΄ (1818) παραιτηθέντος του Πατριάρχου Κυρίλλου ΣΤ΄ εξελέγη το τρίτον Οικουμενικός Πατριάρχης ο μακάριος Γρηγόριος Ε΄, όστις κληθείς εκ του Αγίου Όρους ανέλαβε τα καθήκοντά του την ιδ΄ (14ην) Ιανουαρίου του έτους αωιθ΄ (1819) και ήρχισε πάλιν ποιμαίνων το ποίμνιον αυτού μετά ζήλου και ακαμάτου δραστηριότητος. Κατά την τρίτην ταύτην Πατριαρχείαν του εξέδωκεν εγκύκλιον περί σχολείων, δια της οποίας προέτρεπε πάντας όπως πλην της άλλης παιδείας στραφούν και προς την σπουδήν της Ελληνικής γλώσσης, επειδή έμαθεν, ότι εις τινα των σχολείων της Ελλάδος οι μαθηταί, αρεσκόμενοι εις τας καινοφανείς ιδέας της νεωτέρας φιλοσοφίας, ημέλουν την ακριβή εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης. Συνέστησεν επίσης το κληθέν «Κιβώτιον του ελέους», εις το οποίον κατέβαλλον ικανά ποσά Αρχιερείς, μεγιστάνες και πλούσιοι ομογενείς υπέρ των πτωχών και δεινοπαθούντων Χριστιανών. Διωρίσθη δε και Επιτροπεία επιστατούσα εις την συλλογήν των εράνων και εις την διανομήν αυτών εις τους έχοντας ανάγκην βοηθείας, εκτάκτως μεν οσάκις παρουσιάζετο τοιαύτη ανάγκη, τακτικώς δε κατά τας παραμονάς των δύο μεγάλων εορτών του έτους, ήτοι των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Κατά το έτος αωκ΄ (1820) αναδιωργάνωσε και το υπ’ αυτού ιδρυθέν πατριαρχικόν τυπογραφείον, αλλά τα τότε επακολουθήσαντα πολιτικά γεγονότα ηνάγκασαν τούτον να διακόψη την φιλάνθρωπον και χριστιανικήν αυτού δράσιν και να βαδίση γαλήνιος και ατάραχος, μέχρι της τελευταίας στιγμής, την οδόν του μοναδικού και πρωτοφανούς αυτού Μαρτυρίου. Εισελθόντος του Υψηλάντου εις την Μολδαυϊαν κατά την ι΄ (10ην) Φεβρουαρίου του έτους αωκα΄ (1821) εκλήθησαν υπό του μεγάλου βεζύρου ο Πατριάρχης μετά του διερμηνέως Δ. Μουρούζη και ηρωτήθησαν φιλικώς, εάν εγνώριζον τι περί της φημιζομένης ως μελλούσης να εκραγή εν Πελοποννήσω Επαναστάσεως, αμφότεροι όμως ηρνήθησαν τοιούτον τι. Κατά τας αρχάς του Μαρτίου συνελήφθη και εφυλακίσθη ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος ο Καλλιάρχης, την επομένην δε απεκεφαλίσθησαν πάντες οι εν Κωνσταντινουπόλει ευγενείς οι έχοντες συγγενείς εν Μολδοβλαχία. Κατά την τρίτην εβδομάδα των Νηστειών εφυλακίσθησαν έτεροι δύο εκ των Συνοδικών Αρχιερέων, ο Νικομηδείας Αθανάσιος και ο Δέρκων Γρηγόριος. Ο Πατριάρχης διεμαρτυρήθη προς την Υψηλήν Πύλην υπέρ της αθωότητος των τριών Αρχιερέων, αλλ’ αντί απαντήσεως έμαθεν, ότι συνελήφθη και ο Αγχιάλου Ευγένιος. Ήδη ήρχισαν να έρχωνται εις φως υπό τινων προδοτών και τα της Φιλικής Εταιρείας, μάλιστα δε υπό του Πελοποννησίου προδότου Ασημάκη. Επειδή δε ο εκ των προυχόντων της Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρος Χατζερής, φοβηθείς την μανίαν των Τούρκων, έσπευσε να εξαφανισθή εκ Κωνσταντινουπόλεως, εξεδόθη διάταγμα, δια του οποίου ωρίζετο, όπως μετοικήσωσιν εντός του Φαναρίου άπασαι αι ηγεμονικαί και αρχοντικαί Ελληνικαί οικογένειαι. Ο Πατριάρχης, συγκαλέσας τότε συμβούλιον των προκρίτων, απεφάσισε μετ’ αυτών να υποβάλωσιν αναφοράν εις την Υψηλήν Πύλην, δια της οποίας να εγγυώνται εις την Τουρκικήν κυβέρνησιν περί της εν Κωνσταντινουπόλει διαμονής αυτών, καθό πιστών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπηκόων και περί της συμπράξεως τούτων, εφ’ όσον δυνηθώσι, προς αποκατάστασιν της κοινής ησυχίας. Κατά την κ΄ (20ην) Μαρτίου ο μέγας διερμηνεύς έλαβεν εντολήν να εξελληνίση διάταγμα περί αμνηστίας, δια ν’ αναγνωσθή εις τας Εκκλησίας εις επήκοον πάντων, συγχρόνως δε η Υψηλή Πύλη υπεχρέωσε τον Πατριάρχην να εκδώση αφορισμόν εναντίον του Υψηλάντου και των συν αυτώ, υπέσχετο δε η Υψηλή Πύλη να αμνηστεύση πάντας τους εις την Φιλικήν Εταιρείαν ανήκοντας και επανερχομένους εις την προτέραν αυτών υπακοήν. Ο αφορισμός ούτος ανεγνώσθη από του άμβωνος την κγ΄ (23ην) Μαρτίου και υπεγράφη επί της Αγίας Τραπέζης υπό των Πατριαρχών Γρηγορίου Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων Πολυκάρπου και των λοιπών παρόντων Αρχιερέων. Την λα΄ (31ην) Μαρτίου ανηγγέλθη εις την Υψηλήν Πύλην η εν Πελοποννήσω έκρηξις της Ελληνικής Επαναστάσεως και την πρωϊαν της Μεγάλης Δευτέρας (2α Απριλίου) απεκεφαλίσθη ο μέγας διερμηνεύς Κωνσταντίνος Μουρούζης, εσφάγησαν δε ή απηγχονίσθησαν και άλλοι τινές των επισήμων, ιδίως οι εκ Πελοποννήσου καταγόμενοι. Το Μέγα Σάββοτον έλαβεν ο Πατριάρχης διαταγήν, ίνα παραγγείλη εις τους Χριστιανούς να προσέλθωσιν εις την Εκκλησίαν κατά την ημέραν του Πάσχα, να προσευχηθώσι και κατόπιν να αναχωρήσωσιν έκαστος εις τα ίδια άνευ των συνήθων χαιρετισμών και επισκέψεων. Τότε ο θείος Γρηγόριος στραφείς προς τινα των παρακαθημένων Αρχιερέων είπε· «Πληρούται και εφ’ ημάς το προφητικόν «και μεταστρέψω τας εορτάς υμών εις πένθος» (Αμώς η:10). Παρά πάντα ταύτα ο μακάριος Γρηγόριος παρέμεινε μέχρι της τελευταίας αυτού στιγμής απτόητος και ανδρείος, προβλέπων δε τον επικείμενον κίνδυνον ηρώτα κατά τας παραμονάς· «Ποίος θάνατος είναι προτιμότερος, ο δια καρατομήσεως ή ο δι’ αγχόνης;», αλλ’ απέκρουεν εκάστοτε εντόνως τας επανειλημμένας συστάσεις της ρωσικής πρεσβείας και των προκρίτων ομογενών, όπως διαφύγη δι’ ασφαλούς οδού και σωθή, λέγων· «Μη με παρακινείτε εις φυγήν. Πως θα εγκαταλείψω το ποίμνιόν μου;…. Είμαι Πατριάρχης δια να σώσω τον λαόν μου, όχι δια να τον ρίψω εις τας μαχαίρας των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα χρησιμεύση περισσότερον ή η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες δεν θα ίδωσι με αδιαφορίαν την εν τω προσώπω μου ύβριν της Πίστεώς των. Εκ δε των Ελλήνων οι άνδρες των όπλων θα μάχωνται με απελπισίαν, ήτις συχνά χαρίζει την νίκην. Όχι, δεν θα χρησιμεύσω ως περίγελως του κόσμου, δεν θα ανεχθώ διερχόμενος δια των οδών της Οδησσού ή της Κερκύρας ή της Αγκώνος να με δακτυλοδεικτώσι λέγοντες, ιδού ο φονεύς Πατριάρχης. Υπάγω όπου με καλεί η μεγάλη μοίρα του Έθνους μου και ο πανάγαθος Θεός, ο έφορος των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων». Ό,τι προέβλεψεν ο Γρηγόριος, τούτο και εγένετο μετά πρωτοφανούς αγριότητος και θηριωδίας. Την ι΄ (10ην) Απριλίου, ημέραν του Πάσχα, κατήλθεν εις τον Πατριαρχικόν Ναόν και ετέλεσε την θείαν Λειτουργίαν μετ’ αταραξίας και ηρεμίας μεγαλειώδους, την οποίαν διέκοπτε μόνον η συγκίνησις και τα δάκρυα. Καθ’ ον δε χρόνον εψάλλετο το «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου» ησπάσθη τον τελευταίον ασπασμόν τους συνιερουργήσαντας οκτώ Αρχιερείς. Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας ανήλθεν εις το Πατριαρχείον και απεσύρθη εις τα ίδια, όπως ησυχάση. Εκεί προσελθών τις εκ των οικείων του τού ανήγγειλεν, ότι επιβάται επτανησιακού πλοίου προερχομένου εκ Πελοποννήσου επεβεβαίωσαν την περί εξεγέρσεως των Ελλήνων είδησιν και προσέθηκε· «Και τώρα τι έχει να γίνη;» Ο δε Πατριάρχης ατάραχος απήντησε· «Και τώρα και πάντοτε το θέλημα του Κυρίου γενέσθω». Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν του Αγίου Πάσχα και περί ώραν δεκάτην προ μεσημβρίας, του ανήγγειλαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Κληρικοί ότι ήλθον εις τα Πατριαρχεία και τον ζητούν ο μέγας διερμηνεύς Σταυράκης Αριστάρχης και ο Τούρκος γενικός γραμματεύς του υπουργείου των Εξωτερικών, νομίσας δε ο Άγιος ότι ήλθον δι’ επίσκεψιν επί τη εορτή του Πάσχα ηγέρθη και ανέμενεν. Αλλ’ ο διερμηνεύς μεταβάς εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου και προσκαλέσας εσπευσμένως τους Αρχιερείς ανέγνωσε σουλτανικόν φιρμάνιον δια του οποίου ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ επαύετο ως ανάξιος του Πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος. Ο έκπτωτος Πατριάρχης συλληφθείς αμέσως υπό των παρισταμένων Γενιτσάρων απήχθη εις τας φυλακάς Μποστανζήμπαση, ένθα υποβληθείς εις πολυτρόπους βασάνους και εμπαικτικάς ερωτήσεις ετήρησεν αξιοθαύμαστον σιωπήν, την οποίαν διέκοψεν άπαξ μόνον εις τας προτροπάς των βασανιστών, όπως εξομώση την εις Χριστόν Πίστιν και σωθή, ειπών· «Ο Πατριάρχης των Χριστιανών Χριστιανός αποθνήσκει». Μετά τινας ώρας ωδηγήθη υπό πολυαρίθμου φρουράς εις την αποβάθραν του Φαναρίου, νομίσας δε ότι εκεί ήτο ο τόπος της εκτελέσεώς του, ανέτεινε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εγονυπέτησε και έκλινε τον αυχένα προς αποκεφαλισμόν. Ηγέρθη όμως και πάλιν εκείθεν συρόμενος υπό των δημίων, οίτινες περιήγαγον αυτόν δια του πολυαρίθμου τουρκικού πλήθους μέχρι των Πατριαρχείων, όπου και τον απηγχόνισαν εις την μεσαίαν πύλην αυτών. Έκτοτε η πύλη αύτη παραμένει κλειστή. Κατά δε την τελευταίαν προ του απαγχονισμού του στιγμήν, εκτείνας ο μακάριος εκείνος Πατριάρχης τας χείρας του, ηυλόγησε πάντας τους πιστούς και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου». Ταύτα πάντα συνέβησαν καθ’ ον χρόνον οι ευρισκόμενοι εις τα Πατριαρχεία Αρχιερείς, αγνοούντες τα γενόμενα και νομίζοντες τον μακάριον Γρηγόριον εις εξορίαν μόνον απαχθέντα, ανευφήμουν τον νέον Πατριάρχην Ευγένιον. Επί δε του ασπαίροντος έτι σώματος του αοιδίμου Γρηγορίου προσελθών ο Τούρκος φρούραρχος ανήρτησε χάρτην, επί του οποίου ανεγράφετο δια μακρών η αιτία της καταδίκης του. Το νεκρόν σώμα του Γρηγορίου παρέμεινεν επί της αγχόνης επί τρεις ημέρας, εις μάτην δε ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος προσεπάθησε να αγοράση τούτο προς ενταφιασμόν. Την ιγ΄ (13ην) Απριλίου οι Εβραίοι, αγοράσαντες αντί οκτακοσίων γροσίων το θείον Λείψανον του Αγίου Γρηγορίου έσυρον τούτο αλαλάζοντες επί των λιθοστρώτων δρομίσκων του Φαναρίου, μέχρις ότου αποκαμόντες έρριψαν αυτό υβρίζοντες εις την θάλασσαν. Τότε ο δήμιος επιβάς ακατίου έσυρε δια σχοινίου το άγιον Λείψανον μέχρι των μέσων του Κερατίου Κόλπου και εκεί προσδέσας μέγαν λίθον εις τον λαιμόν τούτου και διατρυπήσας επανειλημένως το σώμα δια μαχαίρας δια να καταβυθισθή, αφήκε τούτο και ανεχώρησεν. Παρά ταύτα όμως, θέλων ο στεφοδότης Χριστός να δοξάση και νεκρόν τον Άγιον, εχαρίτωσε τόσον το ιερόν αυτού Λείψανον, ώστε αναδυθέν τούτο αφ’ εαυτού εκ του βυθού της θαλάσσης, παρ’ όλον το βάρος τού προσδεδεμένου λίθου και υπό των κυμάτων παραρριπτόμενον προσήγγισεν εις ελληνικόν τι πλοίον υπό ρωσικήν σημαίαν. Αναγνωρισθέν τότε υπό των ναυτών, ανεσύρθη κρυφίως την νύκτα και μετά πάσης σπουδής μετεφέρθη υπό του Κεφαλλήνος πλοιάρχου Μαρίνου Σκλάβου εις την Οδησσόν της Ρωσίας. Εκεί άσηπτον και άοσμον διατηρούμενον, ως βεβαιούσι τα υπό των ρωσικών αρχών καταρτισθέντα πρωτόκολλα, ενεταφιάσθη μετ’ αυτοκρατορικής μεγαλοπρεπείας εις την Ελληνικήν Εκκλησίαν της Αγίας Τριάδος εν βαθυτάτη συγκινήσει απάσης της Ορθοδόξου Ρωσίας. Κατά δε το έτος αωοα΄ (1871), επί τη εορτή της πεντηκονταετηρίδος τού υπέρ της απελευθερώσεως της Ελλάδος Αγώνος, ανεκομίσθη το ιερόν τού Αγίου τούτου Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ Λείψανον εξ Οδησσού εις Αθήνας μετά βασιλικής πομπής και μεγαλοπρεπούς παρατάξεως και κατετέθη εν τω Ιερώ Ναώ της Μητροπόλεως των Αθηνών. Αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ο εύσπλαγχνος και ελεήμων, σκέπαζε εσαεί εν ειρήνη και ευσεβεία την Αγίαν Σου Εκκλησίαν και σώζε τας ψυχάς ημών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου