Μάρτυρες οι εκ Βιζάβδης αιχμάλωτοι και εν Περσία αναιρεθέντες· τούτους
εθανάτωσεν ο βασιλεύς των Περσών Σαβώριος Β΄ ο βασιλεύσας κατά τα έτη τκε΄ -
τοθ΄ (325 – 379). Ούτος κατά το πεντηκοστόν τρίτον έτος της βασιλείας του
διήλθε πολεμών τους τόπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· αλώσας δε την χώραν την
ονομαζομένην Βιζάβδην, τους μεν εν αυτή ευρισκομένους στρατιώτας και εκείνους
όσοι ηδύναντο να φέρωσιν όπλα εθανάτωσε, τον δε απειροπόλεμον λαόν, ήτοι τας
γυναίκας, τους γέροντας και τα παιδία, τον Επίσκοπον Ηλιόδωρον και τους
Πρεσβυτέρους Δησάν και Μαριάβ και όλους τους Κληρικούς, δεν εθανάτωσεν, αλλά
αφήκεν αυτούς ζωντανούς.
Όταν δε ο Επίσκοπος Ηλιόδωρος έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησεν αντ’ αυτού τον Πρεσβύτερον Δησάν. Εν ω λοιπόν ανεφέρετο εις τον Θεόν η δοξολογία, η συνειθιζομένη να γίνεται εν τη Εκκλησία, τότε ο αρχιμάγος Αδεφάρ ανέφερεν εις τον βασιλέα Σαβώριον, ότι οι παρ’ αυτού αφεθέντες Χριστιανοί εξέλεξαν Επίσκοπον αυτών τον Δησάν και ήδη βλασφημούσιν εναντίον του βασιλέως και της θρησκείας του. Είναι δε οι Χριστιανοί ούτοι άνδρες τον αριθμόν τετρακόσιοι. Τότε κατά προσταγήν του βασιλέως συλληφθέντες άπαντες ούτοι και μη πεισθέντες να προσκυνήσωσι τον ήλιον και το πυρ απεκεφαλίσθησαν. Πέντε δε εξ αυτών μικροψυχήσαντες και φοβηθέντες προσέδραμον εις τον βασιλέα και εδέχθησαν την μιαράν θρησκείαν του, απολέσαντες οι άθλιοι τας ψυχάς των προς χάριν της προσκαίρου ταύτης ζωής. Εις δε των αποκεφαλιζομένων, Αυδιησούς ονομαζόμενος, μη λαβών κτύπημα ξίφους δυνατόν και θανατηφόρον, δεν απέθανεν, αλλά ζήσας εκήρυττεν ανδρείως τον λόγον του Θεού· ορμήσας δε ασεβής τις κατ’ αυτού τον εθανάτωσε δια μαχαίρας και ούτος εδέχθη μετά χαράς την σφαγήν, καθ’ ο αξιωθείς να συναριθμηθή μετά των λοιπών, οίτινες απεκεφαλίσθησαν πρότερον, διότι ελυπείτο και ανεστέναζεν ο αοίδιμος, επειδή εχωρίσθη από του χορού τω συμμαρτύρων του.
Όταν δε ο Επίσκοπος Ηλιόδωρος έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησεν αντ’ αυτού τον Πρεσβύτερον Δησάν. Εν ω λοιπόν ανεφέρετο εις τον Θεόν η δοξολογία, η συνειθιζομένη να γίνεται εν τη Εκκλησία, τότε ο αρχιμάγος Αδεφάρ ανέφερεν εις τον βασιλέα Σαβώριον, ότι οι παρ’ αυτού αφεθέντες Χριστιανοί εξέλεξαν Επίσκοπον αυτών τον Δησάν και ήδη βλασφημούσιν εναντίον του βασιλέως και της θρησκείας του. Είναι δε οι Χριστιανοί ούτοι άνδρες τον αριθμόν τετρακόσιοι. Τότε κατά προσταγήν του βασιλέως συλληφθέντες άπαντες ούτοι και μη πεισθέντες να προσκυνήσωσι τον ήλιον και το πυρ απεκεφαλίσθησαν. Πέντε δε εξ αυτών μικροψυχήσαντες και φοβηθέντες προσέδραμον εις τον βασιλέα και εδέχθησαν την μιαράν θρησκείαν του, απολέσαντες οι άθλιοι τας ψυχάς των προς χάριν της προσκαίρου ταύτης ζωής. Εις δε των αποκεφαλιζομένων, Αυδιησούς ονομαζόμενος, μη λαβών κτύπημα ξίφους δυνατόν και θανατηφόρον, δεν απέθανεν, αλλά ζήσας εκήρυττεν ανδρείως τον λόγον του Θεού· ορμήσας δε ασεβής τις κατ’ αυτού τον εθανάτωσε δια μαχαίρας και ούτος εδέχθη μετά χαράς την σφαγήν, καθ’ ο αξιωθείς να συναριθμηθή μετά των λοιπών, οίτινες απεκεφαλίσθησαν πρότερον, διότι ελυπείτο και ανεστέναζεν ο αοίδιμος, επειδή εχωρίσθη από του χορού τω συμμαρτύρων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου