Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Τη ΙΒ΄ (12η) Απριλίου, ο Όσιος ΑΚΑΚΙΟΣ ο Νέος, ο εν τη κατά το Άγιον Όρος Σκήτη του Καυσοκαλυβίου ασκήσας, εν ειρήνη τελειούται εν έτει αψλ΄ (1730).

Ακάκιος ο εν Οσίοις Οσιώτατος Πατήρ ημών κατήγετο από χωρίον τι των Αγράφων Γόλιτζα καλούμενον, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς, οίτινες κατά το Άγιον Βάπτισμα ωνόμασαν αυτόν Αθανάσιον. Όταν δε ο Όσιος ήτο εισέτι νήπιον, έμεινεν ορφανός από πατέρα ομού με τινα μικρότερον αδελφόν του, ανετρέφοντο δε και οι δύο υπό της μητρός αυτών, η οποία και τους εξεπαίδευε πτωχικά αναλόγως των δυνάμεών της.
Ο Αναστάσιος όμως, ως μεγαλύτερος, κατεγίνετο και εις την φροντίδα του οίκου των και ως εκ τούτου δεν είχε την δυνατότητα να υπάγη εις τας πόλεις προς αναζήτησιν διδασκάλων. Όθεν έμεινεν αγράμματος, μεταβαίνων όμως εις την Εκκκλησίαν και ακούων τους Βίους των Αγίων, κατεφλέχθη υπό θείου έρωτος και εγένετο ζηλωτής της πολιτείας εκείνων ακριβέστατος κατά δύναμιν αγωνιζόμενος. Όταν δε ο Όσιος ήλθεν εις ηλικίαν, η μεν μήτηρ αυτού εφρόντιζε να τον νυμφεύση, ο δε θαυμαστός Αναστάσιος, έχων όλως διόλου τον νουν του εστραμμένον εις τον Θεόν, δεν ήθελεν ούτε να ακούση καν περί τούτου συζήτησιν. Δια να αποφύγη μάλιστα τας περί τούτου ενοχλήσεις της μητρός του, ανεχώρει πολλάκις εις τόπους ησυχαστικούς και προσηύχετο μόνος προς μόνον τον Θεόν. Επειδή όμως επλεόνασεν έτι περισσότερον εντός αυτού ο έρως των πνευματικών αγώνων, ημέρα τη ημέρα προσέθετε και κόπους επάνω εις τους κόπους, πολλάκις δε ελησμόνει και να επιστρέψη εις τον οίκον του. Όθεν η μήτηρ αυτού περιήρχετο ζητούσα τούτον και όταν τον εύρισκεν, ήρχιζε πάλιν να του λέγη τα ίδια. Να μένη δηλαδή εις την οικίαν των, να φροντίζη τα του κόσμου και να νυμφευθή. Αλλ’ ο του Θεού άνθρωπος μηδόλως προσέχων εις τους λόγους της μητρός του, ηγωνίζετο κατά δύναμιν δια να στολίση τον έσω άνθρωπον. Επειδή όμως εκεί ευρισκόμενος δεν ηδύνατο να πορεύεται κατά τον πόθον του, ανεχώρησε κατά το εικοστόν τρίτον έτος της ηλικίας του και επήγεν εις τα μέρη της Ζαγοράς, όπου υπάρχει η Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος, η καλουμένη Σουρβία, την οποίαν έκτισεν ο Όσιος Διονύσιος ο εν τω Ολύμπω, κειμένη πλησίον της Μακρυνίτσας και εισελθών εν αυτή εδοκιμάσθη και εντός ολίγου εφάνη δοκιμώτατος εις τους εκεί Πατέρας, δι’ ο και ενέδυσαν αυτόν το Αγγελικόν Σχήμα μετονομάσαντες τούτον Ακάκιον. Κατά την ιδίαν δε εκείνην νύκτα, κατά την οποίαν έλαβε το μοναχικόν Σχήμα, ηξιώθη και θείας οπτασίας και είδε καθ’ ύπνον, ή μάλλον ειπείν καθ’ ύπαρ (έξυπνος), ότι εκράτει μίαν λαμπάδα ανημμένην με φως υπέρλαμπρον, φέγγον και ακτινοβολούν εις όλον τον τόπον εκείνον. Εκ τούτου εσυλλογίσθη καλώς, ότι ούτω πρέπει να λάμπουν εις τον Μοναχόν αι άγιαι του Χριστού εντολαί και μάλιστα η υψοποιός ταπείνωσις· δια τούτο και ηγωνίζετο μάλιστα δι’ αυτήν και υπετάσσετο προθύμως όχι μόνον εις τον Προεστώτα της Μονής, αλλά και εις πάντας τους αδελφούς και εξετέλει και τας πλέον ευτελεστέρας και βαρυτέρας υπηρεσίας με μεγάλην ταπείνωσιν και προθυμίαν. Δια τούτο και ηγαπάτο παρά πάντων, διότι όλην αυτού την έφεσιν την είχεν αφιερωμένην εις αυτά. Επειδή όμως αι ανάγκαι της Μονής δεν του επέτρεπον να μεταχειρισθή τον κατά Θεόν σκοπόν του όπως εκείνος επεθύμει, δια τούτο κατέφευγε πολλάκις εις τα όρη και τους δρυμούς και ηγωνίζετο προσευχόμενος, αγρυπνών και με χόρτα μόνον τρεφόμενος ανά δύο ή τρεις ημέρας, τόσον μόνον όσον ήτο αρκετόν δια να ζη. Οι δε αδελφοί της Μονής, νομίζοντες ότι επλανήθη, κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν δια να τον εμποδίσουν· όσοι δε εγνώριζον τον σκοπόν του, φοβούμενοι μήπως πλανηθή από τας τέχνας του εχθρού και δεν δυνηθή να φέρη εις καλόν τέλος τον σκοπόν του, τον συνεβούλευον να αφήση την τόσον υψηλήν πολιτείαν και να μεταχειρισθή μικροτέρους αγώνας, διότι ο Θεός είναι πολυεύσπλαγχνος και δέχεται το ολίγον, όπως και το πολύ, μάλιστα εις τους ιδικούς μας τούτους χαλεπούς καιρούς. Ο δε θαυμαστός Ακάκιος, τετρωμένος ων υπό του θείου έρωτος, δεν ημποδίζετο από τους τοιούτους λόγους, αλλά μάλλον επεξετείνετο προς τα έμπροσθεν. Όθεν, ευκαιρίας τυχούσης, φεύγει εκείθεν και έρχεται εις το Άγιον Όρος, περιερχόμενος δε τας διαφόρους εν αυτώ Σκήτας εύρε πολλούς κατά την γνώμην του και πολλά ωφελήθη παρ’ αυτών. Τέλος έφθασε και εις την Σκήτην της Αγίας Άννης και διελθών από το κοιμητήριον ησθάνθη άρρητον τινα ευωδίαν και ήναψεν όλος από την ένθεον φλόγα. Όθεν έμεινεν ημέρας τινάς εις τι μικρόν σπήλαιον εκεί πλησίον ευρισκόμενον, υπερανθρώπως αγωνιζόμενος. Έπειτα περιήρχετο τας διαφόρους Σκήτας ωφελείας χάριν και συναναστρεφόμενος με τους αρίστους των Μοναχών, έδρεπεν εξ αυτών, ως μέλισσα, τα άνθη των αρετών· ελθών δε και εις την Ιεράν Μονήν του Γρηγορίου και ευρών εις το άνωθεν του Μοναστηρίου κελλίον δύο σεβασμίους Γέροντας, έμεινεν μετ’ αυτών επί ένα χρόνον, κατά μεν το φαινόμενον δια να μάθη εργόχειρον, εργαζόμενος μετ’ αυτών κοχλιάρια, κατ’ αλήθειαν δε δια να στολίση την ψυχήν του με θείους και πνευματικούς στολισμούς, δι’ ο και υπετάσσετο προθύμως εις αυτούς και εξετέλει τας εντολάς των. Μετά ταύτα, απελθών ο Όσιος εις ερημικώτερον τόπον, έμεινε μετά τινος αδελφού, νομίζων ότι θα είχεν αυτόν συναγωνιστήν και συμβοηθόν εις την ασκητικήν ζωήν. Εκείνος όμως ο δυστυχής εδείκνυεν εν υποκρίσει βίον ασκητικόν, έσωθεν δε ήτο πλήρης έργων πονηρών και ατόπων. Πλην δεν εβλάβη ουδόλως ο Όσιος εκ της κακίας εκείνου, αλλά μάλλον εστερεώθη έτι περισσότερον εις τον ένθεον σκοπόν του και όσον ηδύνατο ηγωνίζετο. Συνέβη δε ποτε να μεταβή ο Όσιος μετά του Μοναχού εκείνου εις την περιοχήν της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας προς επίσκεψιν αδελφών τινων, έμειναν δε δια να διανυκτερεύσουν εις το κελλίον εκείνων. Ήτο δε τότε εσπέρα Σαββάτου και οι μεν άλλοι Μοναχοί, ομού μετά του συνοδίτου του Οσίου, αφού έφαγον και έπιον κατά κόρον, ετράπησαν εις ύπνον ως άλογα ζώα. Ο δε θείος άνθρωπος Ακάκιος, έχων το θείον πυρ εις την καρδίαν του, δεν ηδύνατο να κοιμηθή, αλλ’ εγερθείς ησύχως προσηύχετο νοερώς προς τον Θεόν, εκεί πλησίον όπου εκοιμώντο και οι άλλοι. Κατά δε τον καιρόν του Όρθρου ήλθεν εις έκστασιν και είδεν άνδρα τινά φοβερόν και θαυμάσιον, όστις ήλθε και εστάθη άνωθεν των κοιμωμένων και είπε· «Κύριε, ελέησον! Ως όνοι κοιμώνται τοιαύτην ημέραν!», ευθύς δε εκτύπησε την γην με την ράβδον την οποίαν εκράτει και είπε δεικνύων τον συνοδοιπόρον του Αγίου· «Αλλοίμονον εις τούτον τον άνθρωπον», ομού δε με τον λόγον έγινεν άφαντος. Τότε ο Όσιος έντρομος γενόμενος προσηύχετο εκτενέστερον μέχρι πρωϊας. Όταν δε εξημέρωσεν, αναχωρήσαντες εκείθεν επέστρεψαν εις το κελλίον των. Μετ’ ολίγας ημέρας αναχωρήσας από τον τόπον εκείνον ήλθε και κατώκησε μόνος άνωθεν της Μονής του Διονυσίου· ο δε άλλος εκείνος Μοναχός, απελθών εις Σάμον, έλαβε τέλος επώδυνον, γενόμενος εις όλους ελεεινόν θέαμα. Μετά παρέλευσιν ικανού χρόνου, αναχωρήσας εκείθεν ο Όσιος, μετέβη εις την Σκήτην του Παντοκράτορος. Κατά δε τας ημέρας εκείνας ήλθεν από την Ζαγοράν ο Γέροντάς του δια να μάθη την μουσικήν, ευρών δε τον Όσιον εζήτει να τον έχη μαζί του, ως Μοναχόν του. Αλλ’ ο Όσιος, με την συνειθισμένην του ταπείνωσιν, εζήτει την ευχήν του Γέροντός του, παρακαλών αυτόν να τον αφήση να ησυχάση. Όθεν ο Γέρων, βλέπων την καλήν του γνώμην, όχι μόνον τον άφησε να πράξη κατά τον πόθον του, αλλά του έδωκε και δύο φλωρία, λέγων· «Λάβε αυτά να κυβερνηθής και όταν τα εξοδεύσης, έλα να σου δώσω άλλα και παρακάλει τον Θεόν δι’ εμέ». Ο δε της ακτημοσύνης άκρος εραστής και πάσης φιλοχρηματίας ελεύθερος Όσιος, λαβών εις χείρας τα φλωρία εταράχθη και παρευθύς τα επέστρεψε πάλιν εις τον Γέροντα, λέγων· «Λάβε τα φλωρία σου, Γέροντα, διότι κινδυνεύω να χάσω τον νουν μου με αυτά»· τούτο δε ειπών ανεχώρησεν ευθύς εκείθεν. Πορευόμενος δε εις την οδόν του, ήρχισαν οι ενάντιοι λογισμοί να τον ενοχλούν μεγάλως· εις λογισμός τον εβίαζε να επιστρέψη με τον Γέροντα εις την μετάνοιάν του· άλλος πάλιν του έλεγε να φύγη εις κανέν ερημονήσι και άλλος εις άλλον τόπον. Ούτως υπό των λογισμών ενοχλούμενος και περιπατών έφθασεν εις εν σημείον, εις το οποίον διεσταυρώνοντο τρεις οδοί και εκεί εστάθη, μη γνωρίζων ποίαν οδόν να βαδίση. Τότε του εφάνη ότι τον εκέντησέ τις αοράτως και τον ώθησε προς την μίαν οδόν, εις την οποίαν και ήρχισε να βαδίζη. Αφού επροχώρησεν ολίγον, απήντησε Μοναχούς τινάς, οι οποίοι επήγαιναν εις την Αγίαν Άνναν· συμπορευθείς δε μετ’ αυτών έφθασε μέχρι της διασταυρώσεως, η οποία ονομάζεται του Σιδήρη και πάλιν ήρχισαν οι λογισμοί να τον ενοχλούν με περισσοτέραν βίαν. Χωρισθείς τότε από τους άλλους συνοδοιπόρους του εστάθη ολίγον και κατόπιν ήρχισε και πάλιν να περιπατή, εσκοτισμένος ων από την αιχμαλωσίαν των λογισμών. Προχωρήσας δε ολίγον και ευρών πέτραν τινά εκάθισεν επ’ αυτής, επειδή δε επεινούσε, διότι είχε τρεις ημέρας να φάγη, έλαβεν ολίγον άρτον, τον οποίον του είχον δώσει οι προρρηθέντες Μοναχοί και έφαγεν. Αφού δε έφαγεν, ακούμβησεν εις το χέρι του· και εκ της πολλής ταραχής των λογισμών του εφάνη ότι του ήλθε σκότισις του νοός και άμετρος ακηδία. Όθεν έκλινεν εις ύπνον και εκεί βλέπει έμπροσθέν του γιγαντιαίον τινά μαύρον, δυσειδέστατον και φοβερόν. Συγχρόνως του εφάνη ως να του έλεγεν άλλος τις αοράτως εις το εσωτερικόν ους με ημερότητα, ότι αυτός ο άσαχημος γίγας είναι ο πονηρός δαίμων, όστις σε έβαλεν εμπρός δια να σε αφανίση. Παρευθύς τότε εξύπνησεν έντρομος και λέγει· «Αλλοίμονον εις εμέ, ότι με έβαλεν ο δαίμων εμπρός και θέλει να με αφανίση»! Όθεν εσκέφθη να υπάγη εις τον Πνευματικόν και να κάμη ό,τι τον προστάξη εκείνος, ίνα ούτως εύρη ίσως ανάπαυσιν. Ταύτα δε διανοηθείς έλαβε παρευθύς την προς τον Πνευματικόν άγουσαν οδόν. Ενώ δε ο Όσιος επορεύετο εις την οδόν του, του εφάνη, ότι αίφνης ηγέρθη βίαιος ανεμοστρόβιλος, όστις αρπάσας αυτόν τον απεμάκρυνεν από την οδόν επί ικανόν διάστημα, συνέχιζε δε να βιάζη και να απωθή αυτόν δια να τον ρίψη εις κρημνόν τινά. Ταύτα πάσχων φανερώς ο Όσιος και βλέπων ότι υπό της δαιμονικής εκείνης ενεργείας εφέρετο πράγματι προς κρημνόν, εφοβήθη σφόδρα και εβόησε μεγαλοφώνως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Παναγία Θεοτόκε, βοήθει μοι». Παρευθύς τότε του εφάνη ότι ήλθεν άνωθεν του βουνού άλλη τις ένθεος και θαυμασία δύναμις, ως αστραπή μετά βοής μεγάλης, ήτις εδίωξεν όλην εκείνην την σατανικήν ενέργειαν. Έφθασε δε αύτη έως εις τον αιγιαλόν διώκουσα τον πειράζοντα, εχάρισε δε εις τον Όσιον γαλήνην και ησυχίαν και επλήρωσε τούτον χαράς αφάτου, τόσον ώστε εβόα μεγαλοφώνως φωνάς ευχαριστηρίους προς τον ελευθερώσαντα Κύριον Ιησούν Χριστόν και προς την Κυρίαν ημών και μεσίτριαν Θεοτόκον. Παρευθύς τότε έσπευσε τάχιστα προς τον Πνευματικόν Πατέρα Γαλακτίωνα, όστις διέμενεν εις τα Κατουνάκια και διηγήθη προς αυτόν όλα τα συμβάντα. Δι’ ευχής τότε του Πνευματικού τούτου Πατρός μετέβη εις την Μεταμόρφωσιν των Καυσοκαλυβίων, όπου και εκάθισεν χρόνους είκοσιν. Εκεί ειργάζετο κοχλιάρια, η δε τροφή του ήτο άρτος και ύδωρ, αλλά και εκ τούτων ανά δύο ή τρεις ημέρας έτρωγεν. Άλλοτε πάλιν ετρέφετο με άγρια μόνον χόρτα, ή κάστανα· τόσην δε μόνον φροντίδα είχε δια το σώμα, όσον ήτο αρκετόν δια να ζη, άπασα δε η φροντίς αυτού ήτο εστραμμένη προς τους πνευματικούς αγώνας, παλαίων και ανταγωνιζόμενος με τον αντίπαλον διάβολον αισθητώς και νοητώς κατά τους είκοσι αυτούς χρόνους. Μετά ταύτα κατήλθεν ο Όσιος πλησίον του αιγιαλού και κατώκησεν εις τι σπήλαιον μικρόν, εις το οποίον κατώκει πρότερον ο Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Εκεί ήρχισε να αγωνίζεται υπέρ άνθρωπον, ταλαιπωρών και κατανικών την σάρκα με πείναν και δίψαν, με κόπους και μόχθους, με ψύχος και γυμνότητα και με μυρίας άλλας κακοπαθείας. Επειδή δε ο τόπος ήτο άνυδρος, τον μεν χειμώνα εμάζευεν ύδωρ βρόχινον εις μίαν στάμναν, το δε θέρος τον παρηγόρει ο Θεός και ήρχετο νέφος μικρόν επάνω του σπηλαίου, το οποίον έβρεχεν έως ότου εγέμιζεν ύδατος την στάμναν και κατόπιν εχάνετο. Επειδή δε ηγωνίζετο να κατανικήση την σάρκα, εξήραινε τα άγρια χόρτα και τρίβων αυτά έτρωγεν εξ αυτών τόσον ολίγον, όσον δια να ζη. Πολλάκις δε έτριβε και πέτρας και τας έκαμνε ως άλευρον, το οποίον έσμιγε με ξηρά χόρτα και έτρωγεν. Ερωτώμενος δε περί τούτου έλεγεν, ότι όταν τα έτρωγε, τον επήγαινεν αίμα. Και αυτός μεν ούτως ηγωνίζετο· οι δε πέριξ Μοναχοί προσεπάθουν να τον εμποδίσουν, νομίζοντες πλάνην τα γενόμενα και τον συνεβούλευον έκαστος κατά την γνώμην του. Αυτός όμως ο μακάριος εκείνους μεν ανέπαυε με την συνειθισμένην του ταπείνωσιν, από δε τους αγώνας του δεν έπαυεν, αλλ’ ως άσαρκος ηγωνίζετο καθ’ ημέραν να αυξάνη αυτούς. Αλλά και οι μισόκαλοι δαίμονες δεν έπαυον από του να πειράζουν συχνώς τον Όσιον με διαφόρους τρόπους, αισθητώς και νοητώς, επιδιώκοντες να τον πλανήσωσιν από την ευθείαν και ευαγγελικήν οδόν. Όθεν έθλιβον αυτόν ποικιλοτρόπως, άλλοτε μεν προσβάλλοντες αυτόν με λογισμούς διαφόρους, άλλοτε δε βασανίζοντες αυτόν με διαφόρους ασθενείας σωματικάς. Αυτός όμως ο μακάριος, γνωρίζων τας μεθόδους του σατανά, ετρέπετο εις προσευχήν, με την οποίαν διέλυε τας σκευωρίας αυτών ως ιστόν αράχνης. Άλλοτε πάλιν τον ηπείλουν με κτύπους και φωνάς και εξυβρίσεις φοβεράς, φαινόμενοι προς αυτόν ως θηρία και γίγαντες φοβεροί μέλανες και δυσώδεις, αλλά δια τον άπαξ χαριτωθέντα Όσιον πάντα ταύτα ενομίζοντο νηπίων παίγνια και άξια γέλωτος. Εξήλθε ποτέ ο Όσιος εκ του σπηλαίου δια τινα ανάγκην, όταν δε επέστρεψεν, είδεν αισθητώς έμπροσθεν του σπηλαίου πλήθος φαινομένων Αθιγγάνων, μετά γυναικών και παιδίων, οίτινες εχάλκευον δήθεν και κατεσκεύαζον κόσκινα και πολλά άλλα παρόμοια ποιούντες, ηλάλαζον δε και εφώναζον κατά την συνήθειαν των Αθιγγάνων. Εννοήσας τότε την πονηρίαν των δαιμόνων έστρεψε το νοερόν όμμα της ψυχής του προς τον Θεόν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο λυτρωτής και Θεός μου, λύτρωσαί με από τας πανουργίας των δαιμόνων, πρεσβείαις της Παναχράντου Σου Μητρός, Αμήν». Ποιήσας τότε το σημείον του Τιμίου Σταυρού ωσεί καπνός διελύθησαν άπαντες και έγιναν άφαντοι. Ούτω λοιπόν αγωνιζόμενος, ηξιώθη να αποκτήση την νοεράν προσευχήν και να ίδη θείας αποκαλύψεις, όταν δε προσηύχετο, ίστατο ως στύλος ακλόνητος και καθήμενος εφαίνετο όλος μετάρσιος έχων άνω τον νουν και του γηϊνου τούτου σαρκίου ουδόλως αισθανόμενος, αλλ’ ήτο όλος θείος και θεοειδής κατά το πνεύμα και εις τους έξωθεν χαριέστατος. Τότε ήλθεν εις τον Όσιον και ο μετά ταύτα μαρτυρήσας δια τον Χριστόν Άγιος Ρωμανός ο Καρπενησιώτης, όστις έμεινε μετ’ αυτού χρόνον ικανόν, ηγωνίζοντο δε και οι δύο ως άσαρκοι. Επειδή δε ο Ρωμανός εφέρετο ως ξένος της παρούσης ζωής, όλος δι’ όλου το Μαρτύριον φανταζόμενος, κοινή γνώμη, νηστεύσαντες και οι δύο ημέρας ικανάς και δεηθέντες περί της αισίας εκβάσεως του Μαρτυρίου, απεκαλύφθη εις αυτούς, ότι θέλημα Θεού είναι τούτο και θέλει τελειώσει καλώς το Μαρτύριον. Όθεν συνεφώνησαν μεταξύ των, όπως ο μεν Ρωμανός μετά την επιτυχίαν τού ποθουμένου Μαρτυρίου πρεσβεύη προς τον Θεόν υπέρ της του Οσίου σωτηρίας, ο δε Όσιος επικαλείται την βοήθειαν του Θεού υπέρ του Ρωμανού, έως ου αξιωθή του μαρτυρικού στεφάνου, να παραμείνη δε εις το ίδιον εκείνο σπήλαιον μέχρι της τελειώσεώς του. Προς τούτοις συνεφώνησαν να παρακαλούν αμφότεροι τον Θεόν όπως μετά τον θάνατόν των κατατάξη αυτούς ομού ο Κύριος εις τον Παράδεισον. Ταύτα λοιπόν συμφωνήσαντες και ενδυθείς ο μακάριος Ρωμανός το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα, απήλθε χαίρων και έλαβε δι’ ευχής του Οσίου το ποθούμενον Μαρτύριον, ως διαλαμβάνει το περί τούτου Υπόμνημα. Ο δε Άγιος ηγωνίζετο έκτοτε περισσότερον. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου αφήσας ο Όσιος το σπήλαιον μετέβη εις το κάθισμα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, προσευχόμενος δε ποτέ εκεί ήλθεν εις έκστασιν και βλέπει τον Οσιομάρτυρα Ρωμανόν λευκοφόρον και αρρήτως λάμποντα, το δε πρόσωπόν του ηκτινοβόλει υπέρ τον ήλιον. Αποστρέψας δε ο Άγιος Οσιομάρτυς το θεοειδές αυτού πρόσωπον από τον Γέροντα, εφαίνετο ως να τον ωνείδιζε δια την παράβασιν, την οποίαν έκαμε και έφυγεν από το σπήλαιον. Ο δε Όσιος προσπέσας παρεκάλει τον Μάρτυρα να τον ατενίση με ιλαρόν πρόσωπον και να του συγχωρήση το σφάλμα της μετοικήσεως, αλλ’ ο Ρωμανός δεν επήκουσε και έγινεν άφαντος. Ελθών τότε εις εαυτόν ο Όσιος και φοβηθείς το αδιάλλακτον του Αγίου, επέστρεψε πάλιν εις το σπήλαιον. Εκεί είδε πολλάκις τον Οσιομάρτυρα με την ομοίαν δόξαν και με ιλαρόν και γλυκύτατον πρόσωπον βλέποντα τον Όσιον και ενθαρρύνοντα τούτον δια λόγων καιπαρηγορούντα αυτόν, ούτω δε παρηγορηθείς μεγάλως έμεινεν εκεί αγωνιζόμενος. Ύστερον έκτισε και μικράν καλύβην εις το σπήλαιον δια των ιδίων αυτού χειρών, εις την οποίαν έζη μετερχόμενος πολιτείαν Αγγελικήν και ουράνιον, πεινών, διψών και πάσαν κακοπάθειαν υπομένων, εν μόνον παλαιόρασον έχων, το οποίον δεν εφόρει και πάντοτε, αλλ’ όταν ήθελεν ίδει τινά από τους γνωστούς του να πηγαίνη προς αυτόν, και λέγω από τους γνωστούς του, διότι δεν ενεφανίζετο εις όλους. Χειμόνα τινά, πεσούσης χιόνος πολλής, εκρύωνεν υπερβολικώς ο μακάριος· όθεν ανάψας πυράν, προσεπάθει να ζεσταθή, αλλά δεν ηδύνατο, όσον δε επλησίαζεν εις την πυράν, τόσον εψυχραίνετο περισσότερον. Εννοήσας τότε ότι η τόσον μεγάλη ψυχρότης εκείνη δεν είναι φυσική, αλλ’ εκ της τέχνης του πονηρού, την μεν πυράν πατήσας απέσβεσεν, ελθών δε έξω γυμνός έπεσεν εις την χιόνα. Τούτο ποιήσας ο Όσιος του εφάνη ότι ήλθεν εις αυτόν θαυμαστή τις δύναμις, τόσον ώστε ενόμιζεν ότι κάθηται εις λουτρόν και όχι εις χιόνα. Εκ των τοιούτων λοιπόν κατορθωμάτων του Οσίου εξήλθεν η φήμη αυτού πανταχού και έτρεχον προς αυτόν, οι μεν ευχής χάριν, οι δε ωφελείας, τινές δε εξ αυτών απαρνηθέντες τα του κόσμου έμειναν πλησίον του. Προσευχόμενος δε ποτε ο Όσιος ήλθεν εις έκτασιν και βλέπει άνδρα τινά θαυμάσιον, όστις λαβών αυτόν από της χειρός τον επήγεν εις αγρόν τινά τόσον μεγάλον, ώστε η άκρα αυτού δεν εφαίνετο. Ήτο δε ούτος πλήρης παλατίων και οίκων ωραιοτάτων, ερήμων όμως από ανθρώπους. Θαυμάζων δε ηρώτησε τον οδηγούντα, διατί είναι έρημα. Ο δε αποκριθείς είπεν· «Ο τόπος ούτος και τα παλάτια ταύτα είναι ητοιμασμένα δια να κατοικήσουν εις αυτά, μετά την κοινήν ανάστασιν, οι Χριστιανοί εκείνοι οι οποίοι πληρώνουν εις τους Τούρκους φόρους κεφαλικούς και τόσα άλλα πρόστιμα και υπομένουν ευχαρίστως μυρία κακά δια τον Χριστόν». Εκάλεσε τότε την πρωϊαν πάντας τους μετ’ αυτού και τους είπεν· «Εάν έχετε χρήματα, πηγαίνετε να πληρώσετε τον φόρον σας, δια να γίνωμεν και ημείς συγκοινωνοί με εκείνους οι οποίοι πληρώνουν τους φόρους αυτούς». Ταύτα δε ειπών διηγήθη προς αυτούς λεπτομερώς την οπτασίαν την οποίαν είδεν. Πνευματικός τις, Σίλβεστρος το όνομα, άνθρωπος Χριστιανικώτατος και αξιόπιστος, έλεγεν ότι παρατηρών πολλάκις τον Όσιον καθ’ ον χρόνον ούτος προσηύχετο και έλεγε το Κύριε Ιησού Χριστέ, έβλεπε να εξέρχεται φλοξ πυρός εκ του στόματος αυτού. Αλλά και προορατικού χαρίσματος ηξιώθη ο Όσιος και προέλεγεν εις πολλούς εκείνα τα οποία έμελλον να τους συμβούν. Έβλεπε δε και εκάστου την ψυχικήν κατάστασιν, εάν ευρίσκετο εν αμαρτίαις ή εν αρεταίς καθώς εις πολλούς εμπίστους του το εφανέρωσε. Δια τοιούτων κατορθωμάτων διέλαμπεν ο Όσιος, όταν ήλθε προς αυτόν και ο Οσιομάρτυς Νικόδημος, δια να λάβη την ευχήν του και δια να συμβουλευθή τι να πράξη. Ευθύς λοιπόν ως είδεν ούτος τον Όσιον έπεσεν εις τους πόδας αυτού κλαίων και οδυρόμενος ώραν πολλήν. Ο δε Όσιος λαβών αυτόν εκ της χειρός και καλέσας αυτόν εξ ονόματος, χωρίς να τον έχη άλλοτε γνωρίσει ή να του είπη τις το όνομά του, τον εσήκωσε και τον παρηγόρησεν ικανώς. Μετά τούτο αποσυρθείς ολίγον προσηύχετο νοερώς, οι δε τυχόντες εκεί τότε έλεγον, ότι είδον φως μέγα ως άστρον το οποίον κατήλθεν εις τον Όσιον και ευθύς έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος. Έπειτα στραφείς επήγεν εις τον Νικόδημον και του είπε λόγον τινά μυστικόν και με τον λόγον ευθύς η μεν λάμψις εχάθη από τον Όσιον, κατάνυξις δε ήλθεν εις τον Νικόδημον και κεντηθείς υπό της θείας Χάριτος εβόησε μεγάλως και απελθών κάτωθεν του σπηλαίου έκλαυσε γοερώς ώραν ικανήν, έπειτα δε ήλθεν εις τον Όσιον και εζήτει ευχήν και ευλογίαν ίνα απέλθη εις το Μαρτύριον. Ευχηθείς τότε αυτόν ο Όσιος και ράβδον τινά λαβών, την έδωκεν εις χείρας αυτού ειπών· «Άπελθε μετ’ αυτής ενώπιον του πασά και δια της δυνάμεως του Χριστού θέλεις τελειώσει καλώς το Μαρτύριον». Λαβών δε ο Νικόδημος ως εκ χειρός Κυρίου την ράβδον και δια των ευχών του Οσίου Πατρός περιφραχθείς, απεφάσισε να εκκινήση παρευθύς προς την του Μαρτυρίου οδόν, πλην επειδή ήτο καταβεβλημένος από τας υπερμέτρους νηστείας, τας οποίας έκαμνεν, εζήτει ευλογίαν να καταλύση ολίγον φαγητόν και ποτόν, δια να δύναται να περιπατή. Ο δε Όσιος είπε προς αυτόν· «Τώρα μάλιστα, αδελφέ, όπου μέλλεις να αγωνισθής τον υπέρ Χριστού τελευταίον αγώνα, σου χρειάζεται περισσοτέρα νηστεία και ο Κύριος ημών θέλει σε ενδυναμώσει να υπάγης χωρίς κόπον». Απεκρίθη δε πάλιν ο Νικόδημος ειπών· «Ο Κύριος ημών δι’ ευχών σου να με αξιώση της καλής του ομολογίας, πλην φοβούμαι τον διάβολον». Ο δε Όσιος του λέγει· «Τον Θεόν να φοβάσαι και όχι τον διάβολον τον αδύνατον, όστις αφ’ εαυτού δεν έχει καμμίαν εξουσίαν εφ’ ημών. Έχε λοιπόν εις τον Χριστόν όλον σου το θάρρος και Εκείνος θέλει σε ενδυναμώσει, ώστε και τον δαίμονα να νικήσης και υπέρ Χριστού να μαρτυρήσης». Ταύτα ακούσας ο καλός Νικόδημος υπό χαράς απείρου και δακρύων περιχυθείς, προσέπεσε προ των ποδών του Οσίου και κατησπάζετο αυτούς. Είτα απήλθε χαίρων και ετελείωσε καλώς το Μαρτύριον. Εις τον τόπον δε εκείνον, εις τον οποίον ευρίσκετο ο Όσιος Ακάκιος, συνηθροίσθησαν και άλλοι αδελφοί, ποθούντες την σωτηρίαν των. Όθεν έκτισαν καλύβας και έγινε Σκήτη Πατέρων ικανών, δια πρεσβειών δε του Οσίου ηύξανεν αύτη καθ’ εκάστην. Αλλ’ επειδή εστερούντο ύδατος, λαβών ο Όσιος αδελφόν τινά εργατικόν, Τιμόθεον καλούμενον, έφερεν αυτόν εις το μέσον της Σκήτης και δεικνύων εις αυτόν τόπον αρμόδιον, του είπεν· «Εδώ σκάψον και θέλεις εύρει νερόν διαυγέστατον και υγιέστατον, δια της Χάριτος του Χριστού». Τούτο δε και εγένετο και ευρέθη εκεί ύδωρ αρκετόν και προς κατασκευήν μύλου, τον οποίον και έκαμαν εκεί. Ο δε Όσιος, πλην των άλλων διδασκαλιών, με τας οποίας ενουθέτει τους αδελφούς, έλεγε και τούτο· «Ούτε στρώματα, ούτε ενδύματα, ούτε πλούτος, ούτε τροφή τρέφουν και αυξάνουν τα πάθη τόσον, όσον ο ύπνος ο πολύς, ούτε πάλιν άλλο τι ημπορεί να καταδαμάση αυτά τόσον όσον η αγρυπνία». Και πάλιν έξεγε· «Δύο προ πάντων σωματικάς αρετάς πρέπει να ασκή ο Μοναχός δια να νικήση την σάρκα, νηστείαν δηλαδή και αγρυπνίαν. Διότι και όλας τας άλλας κακουχίας αν υπομένη τις είτε κόπους, είτε χαμαικοιτίας, είτε σίδηρα, είτε γύμνωσιν, είτε άλλην τοιαύτην κακοπάθειαν, όταν το σώμα αναπαύεται εις τρυφάς και εις ύπνον, όλα αυτά τα συνηθίζει και δεν τα λαμβάνει υπ’ όψει· αλλά με την νηστείαν και την αγρυπνίαν δεν δύναται να κινήται εις τας ορέξεις του, ούτε δύναται να συνηθίση αυτά όπως τα άλλα». Ερωτώμενος δε ποτέ περί του ύπνου, πόσον δηλαδή είναι επιτετραμμένον να κοιμάται ο Μοναχός, απεκρίθη· «Ημίσεια ώρα αρκετή είναι εις τον αληθινόν Μοναχόν». Τούτο δε το απεδείκνυεν ο ίδιος εμπράκτως, παρ’ όλον ότι ευρίσκετο εις έσχατον γήρας και υπέφερεν εκ φοβεράς κήλης· όμως επέμενε με μεγάλην γενναιότητα, ιστάμενος όλην την νύκτα όρθιος ή γονατιστός εις τους θείους ύμνους, εκοιμάτο δε ολίγον, κατά τα εξημερώματα, αναπαυόμενος επί της χειρός του, ή όπου αλλού, τόσον ώστε να μη σκοτίζεται το λογικόν από την άμετρον αγρυπνίαν. Τόσον πολύ εμίσει τον ύπνον ο μακάριος, ώστε ενόμιζεν αυτόν ως μεγάλον εχθρόν του. Θαύμα δε μέγα ενεφανίζετο εις τον Όσιον αξιοδιήγητον. Το ότι αν και εντελώς αγράμματος, ανεγίνωσκε με μεγάλην κατανόησιν και τα πλέον δυσκατάληπτα βιβλία, τόσον ώστε ουδέν ρητόν της θείας Γραφής τού διέφευγεν, αλλ’ ερωτώμενος απεκρίνετο ως λίαν σοφός, δίδων την πρέπουσαν απόκρισιν και σημασίαν παντός ρητού εις σοφούς και αμαθείς. Έτρεφε δε ευλάβειαν ο Όσιος εις πάντας τους Αγίους, εξαιρέτως δε εις τον Όσιον Μάξιμον τον Καυσοκαλύβην, δια τον οποίον έλεγεν, ότι τον είδε πολλάκις· και όταν ήθελεν αισθανθή λύπην εκ συνεργείας του εχθρού, αυτόν τον Άγιον επεκαλείτο και τον εύρισκεν έτοιμον βοηθόν. Διότι εφαίνετο εν εκστάσει εις αυτόν, φέρων στολήν ιερατικήν λαμπροτάτην, κρατών εις χείρας θυμιατόν, με το οποίον εθυμίαζεν όλον τον Ναόν και τον Όσιον, καθώς και πάντας τους ακολουθούντας αυτόν. Διότι εις εκάστην εμφάνισίν του ηκολούθουν αυτόν πλήθος αναρίθμητον Μοναχών, φερόντων στολήν μοναχικήν, λευκήν όμως ως χιόνα και εξαστράπτουσαν, ήσαν δε ούτοι εκείνοι οι οποίοι εσώθηκαν δια μεσιτείας εκείνου. Ταύτα βλέπων ο Όσιος ηλευθερούτο ευθύς από την υπέρμετρον λύπην και παρηγορείτο θαυμασίως. Άλλοτε πάλιν έλεγεν ότι, όταν ήτο μόνος, εφαίνετο κατά την πρωϊαν ωραιότατον τι πτηνόν, ως τρυγών, το οποίον εκελάδει με θαυμασίαν τινά μελωδίαν, την οποίαν ακούων ο Όσιος επληρούτο κατά την καρδίαν αρρήτου ευφροσύνης και ανεχώρει απ’ αυτού πάσα λύπη. Αφ’ ότου όμως συνηθροίσθησαν εκεί αδελφοί, δεν είδε πλέον το πτηνόν εκείνο. Έλεγε δε ότι ούτε προηγουμένως ούτε κατόπιν είδε καμμίαν φοράν τοιούτον ωραιότατον πτηνόν, ούτε τοιαύτην μελωδίαν τόσον γλυκείαν ήκουσεν. Εγώ (ο συγγραφεύς δηλαδή του Βίου Ιερομόναχος Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης) δε δεν θέλω αποκρύψει εκείνο το οποίον επανειλημμένος είδον και ήκουσα. Καθήμενος πολλάκις την νύκτα εφύλαττον έξω του κελλίου του, ευλαβικώς φερόμενος προς τον Όσιον, όστις όταν προσηύχετο, εκ μεν του στόματος αυτού δεν ηκούετο ουδέ η ελαχίστη φωνή, έσωθεν όμως της καρδίας του ηκούετο φωνή τις μετά στεναγμών άρρητος, θαυμασία, γλυκυτάτη και μελωδική. Τούτο δε συνέβαινε καθ’ όλην την νύκτα, διότι πάντοτε ηγρύπνει και προσηύχετο και προς τα εξημερώματα εκοιμάτο ολίγον ύπνον, ως είπομεν. Είχε δε ο Όσιος πνεύμα ειρηνοποιόν, ώστε, εάν τις έπασχεν από λογισμούς, ευθύς ως ήθελεν ίδει το χαρίεν αυτού πρόσωπον, οι λογισμοί του ειρήνευον. Ήλθε δε ποτέ εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος, όστις ακούων τα περί του Οσίου εκινήθη μετά μεγάλης σπουδής προς συνάντησιν αυτού. Συναντηθείς δε μετ’ αυτού και πολλά απόρρητα ερωτήσας, εθαύμασε την υψηλήν του διάκρισιν και την θαυμαστήν και αγίαν πολιτείαν του και ευφρανθείς εκ των καλών λόγων του, εκήρυττε πανταχού λέγων· «Είδον άλλον Ηλίαν και Ιωάννην τον Βαπτιστήν, είδον περισσότερα από όσα ήκουον». Εδόξαζε δε τον Θεόν ο μακάριος εκείνος Πατριάρχης, διότι εις τοιούτους καιρούς ευρίσκεται τοιούτος άνθρωπος πεπροικισμένος δια τόσων λαμπρών αρετών. Αναγινώσκων δε ποτέ εγώ τους λόγους του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, εύρον την φράσιν εκείνην του Αγίου την λέγουσαν, ότι, αν ο Χριστιανός δεν ίδη τον Χριστόν εδώ εις την παρούσαν ζωήν, ας μη ελπίζη ότι θα τον ίδη εις την μέλλουσαν· απορήσας δε ηρώτησα τον Όσιον. Εκείνος δε μου απήντησε· «Αληθές είναι, τέκνον, και μη αμφιβάλλης δια τούτο· διότι, βεβαίως, αν ο Χριστιανός δεν αποκτήση την όρασιν των νοερών οφθαλμών, ίνα ούτω δυνηθή να βλέπη εδώ καθαρώς τον Χριστόν, ούτε εκεί είναι δυνατόν να τον ίδη». Εγώ δε του είπον· «Είδες η αγιωσύνη σου τον Χριστόν, Πάτερ;» Τότε εκείνος μου είπε· «Τον είδον, τέκνον μου, όχι μίαν φοράν». Εγώ δε πάλιν τον ηρώτησα· «Και τι σου είπε, Πάτερ;» Απεκρίθη ο Όσιος· «Ακολούθει μοι, ήτοι εργάζου τας εντολάς μου (διότι ούτως ηρμήνευε το ακολούθει μοι ο Όσιος)· Εγώ όμως δεν τον ηκολούθησα»· και με τον λόγον έτρεξαν από τους οφθαλμούς του τα δάκρυα ποταμηδόν. Αλλά και πάλιν εγώ με την συνειθισμένην μου αυθάδειαν τον ηρώτησα· «Δια τίνος τρόπου βλέπει ο άνθρωπος εδώ τον Χριστόν; Αισθητώς ή νοερώς;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Νοερώς· πλην γνώριζε, ότι εκείνος όστις θέλει αξιωθή του τοιούτου χαρίσματος, όταν έλθη εις τοιαύτας αποκαλύψεις, βλέπει τα νοερά ως αισθητά· επειδή και η αίσθησις των σωματικών οφθαλμών μένει τότε τελείως ανενέργητος· όθεν και συ, όταν αναγινώσκης τους τοιούτους υψηλούς λόγους και εγγίζεται κάπως η καρδία σου, τότε ευθύς αγωνίζου να αποκτήσης ή να πράξης τι εξ εκείνων, τα οποία αναγινώσκεις· διότι, αν ίσως κατά πρώτην και δευτέραν φοράν αμελήσης, κατόπιν πωρούται η καρδία σου και θέλει σου φαίνονται τα τοιαύτα υψηλά και πνευματικά ως μύθοι και άσματα. Εκείνος ο οποίος θα εκτελέση αυτά, τα οποία σου λέγω, θα είναι καλότυχος, επειδή θέλει αξιωθή μεγάλων χαρισμάτων». Άλλοτε πάλιν τον ηρώτησαν τινές περί των σκανδαλιζομένων από ωραία πρόσωπα. Αυτός δε, αποκριθείς μετά κατανύξεως και της συνήθους απλότητος, είπεν· «Εγώ δεν γνωρίζω τι να σας αποκριθώ επ’ αυτού, διότι δεν έμαθον ποτέ τι είναι το τοιούτον σκάνδαλον· μάλιστα δε, όταν βλέπω τα τοιαύτα πρόσωπα, κινούμαι εις δοξολογίαν Θεού και χαίρω δια την δημιουργίαν Αυτού». Ηξιώθη δε ο Όσιος, ως είπομεν, και διορατικού χαρίσματος και πολλών πολλάκις προέλεγε φανερά τα μέλλοντα να γίνουν· αλλά και εάν τις ήθελε του αποκρύψει τι, έστω και απλούν λογισμόν, τον οποίον θα συνέβαινε να έχη, ο Όσιος τον εφανέρωνε με τρόπον συμβουλευτικόν. Αλλά διατί να πολυλογώ διηγούμενος μίαν προς μίαν τας του Αγίου αρετάς, αφού δεν έλειπεν από αυτόν καμμία αρετή; Όλας σχεδόν τας αρετάς τας κατείχε και όλας σώας και αμωμήτους· προ πάντων δε είχε την ταπεινοφροσύνην τόσον, ώστε δεν υπέμενεν όχι να πράξη έργον τι ή να ειπή λόγον υπερήφανον, αλλ’ ούτε να ακούση καν πράξιν ή λόγον τοιούτον. Κατά τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο εις τα Καυσοκαλύβια και ο Προηγούμενος Νεόφυτος, όστις, εκ της ευλαβείας την οποίαν έτρεφε προς τον Όσιον, αναχωρήσας εκ της Λαύρας ήλθε και έκτισεν εκεί δύο Εκκλησίας και κελλία και έμεινεν εκεί έως τέλους αγωνιζόμενος κατά το δυνατόν. Κατά τινα δε εορτήν, συναχθέντες κατά το σύνηθες άπαντες οι αδελφοί εις το Κυριακόν της Σκήτης, εζήτουν από τον Προηγούμενον Νεόφυτον να τους διορίση και δεύτερον Προεστώτα, δια να μη ενοχλούν συχνά τον Όσιον εις τα παραμικρά· ο Προηγούμενος όμως, εγερθείς, έλαβε ράβδον τινά και δώσας αυτήν εις τον Όσιον είπε· «Λάβε, Πάτερ, ταύτην την ράβδον και να είσαι Προεστώς εις όλους τους ενταύθα αδελφούς μέχρι τελευταίας σου αναπνοής». Και τότε μεν ασπασθείς ο Όσιος την χείρα του Προηγουμένου έλαβε την ράβδον, θέλων να δείξη υποταγήν εις όλα. Αλλ’ ω της θαυμαστής αυτού ταπεινοφροσύνης! Έκτοτε δεν έλαβε πλέον ράβδον ο Όσιος εις τας χείρας του, αν και πρότερον δια το πολύ γήρας του περιεπάτει μετά ράβδου, αποβάλλων τοιουτοτρόπως αφ’ εαυτού πάντα υψηλόφρονα λογισμόν. Αλλά και περί το τέλος της αγγελικής του ζωής ηξιώθη ο Όσιος να κάμη και τρίτον Οσιομάρτυρα, τον απλούστατον Παχώμιον τον Ρώσον, όστις εφοδιασθείς δια των παραινέσεων και των ευχών του Οσίου, συνεπλήρωσε καλώς το υπέρ Χριστού Μαρτύριον. Ο δε Όσιος Ακάκιος, εγγύς των εκατόν ετών γενόμενος, μικρόν ασθενήσας μετά την δια το Μαρτύριον αποδημίαν του Οσιομάρτυρος Παχωμίου, απήλθε προς Κύριον κατά το αψλ΄ (1730) έτος, Απριλίου ιβ΄ (12ην), προγνωρίσας και αυτόν τον θάνατον και ειπών εις Μοναχόν τινά, Αθανάσιον ονόματι, ελθόντα από της Αγίας Άννης ίνα λάβη την ευχήν του· «Πηγαίνω τώρα, Αθανάσιε, οδόν μακράν και πλέον εδώ δεν βλέπομεν αλλήλους». Συνέτρεξε δε πλήθος άπειρον εις την μακαρίαν αυτού τελευτήν και πάντες εθρήνουν την τούτου στέρησιν· ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου