Συμεών, Αυδελλάς, Γοθαζάτ, Φουσίκ
και οι μετ’ αυτών συναθλήσαντες έτεροι χίλιοι εκατόν πεντήκοντα Άγιοι Μάρτυρες
έζων εις την Περσίαν κατά τους χρόνους Σαβωρίου του βασιλέως των Περσών 325 –
379 και Κωνσταντίνου του μεγάλου, βασιλέως των Ρωμαίων 307 – 337. Ήσαν δε ο
Συμεών Επίσκοπος και πνευματικός προϊστάμενος όλων των εκεί Χριστιανών, ο
Αυδελλάς Πρεσβύτερος, οι δε λοιποί άρχοντες και αρχόμενοι του βασιλείου των
Περσών.
Τινές δε Πέρσαι κακοπροαίρετοι έγραψαν εις τον βασιλέα αυτών Σαβώριον, ότι ο Αρχιερεύς των Χριστιανών Συμεών και άλλοι πολλοί μετ’ αυτού δεν καταδέχονται να είναι υποκείμενοι εις αυτόν και λέγουν, ότι προτιμούν μάλλον να αποθάνουν ενδόξως δια τον Χριστόν, ή να υπηρετώσιν ατίμως και αδόξως παράνομον βασιλέα και ηγεμόνας. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ωργίσθη και προσέταξε να φέρωσι προ αυτού τον μακάριον Συμεών δεδεμένον δια δύο αλύσεων· τούτου δε γενομένου επρόσταξε να ρίψωσιν αυτόν εις την φυλακήν. Εν αυτή δε ο Άγιος ευρισκόμενος επέστρεψε δια των διδασκαλιών του εις την Πίστιν του Χριστού τον πραιπόσιτον Γοθαζάτ, όστις πρότερον μεν ήτο Χριστιανός, δια δε την παράκλησιν και αξίωσιν του βασιλέως και δια τον φόβον των βασάνων προσεκύνησε τον ήλιον, κατά την θρησκείαν των Περσών. Ούτος λοιπόν ο πρώην αρνησίχριστος Γοθαζάτ, συλληφθείς απεκεφαλίσθη και έλαβε τοιούτον μισθόν υπό του αγνώμονος βασιλέως αντί των κόπων τους οποίους εδοκίμασεν όπως τον αναθρέψη, αφ’ ου απεγαλακτίσθη· διότι αυτός ο αοίδιμος ανέθρεψεν αυτόν. Ο δε Άγιος μίαν και μόνον χάριν εζήτησε παρά του βασιλέως· να ανακοινώση εις όλους, ότι εθανάτωσεν αυτόν, όχι δι’ αυθάδειαν και ακρασίαν της γλώσσης του, όχι δι’ άλλην άτοπον πράξιν, αλλά δια μόνην την εις Χριστόν Πίστιν, εκ της οποίας πρότερον εξέπεσεν ένεκα δειλίας και μικροψυχίας. Ταύτην δε την χάριν υπεσχέθη να κάμη προς αυτόν ο βασιλεύς. Τούτο μαθών ο Άγιος Συμεών εν τη φυλακή ευρισκόμενος εχάρη και επήνεσε τον Γοθαζάτ, προσηυχήθη δε μετά των συν αυτώ δεσμωτών να λάβωσιν όσον το δυνατόν ταχύτερον το ίδιον τέλος και αυτοί, να αποκεφαλισθώσιν δηλαδή δια τον Χριστόν· όπερ και εγένετο. Διότι εξαγαγόντες μετ’ ολίγον οι Πέρσαι άπαντας τους εις τας φυλακάς ευρισκομένους, απεκεφάλισαν αυτούς· ήσαν δε ούτοι τον αριθμόν Χίλιοι εκατόν πεντήκοντα, πρώτος δε πάντων ο Άγιος Συμεών ο Επίσκοπος, όστις παρεκίνησε και τους άλλους να μαρτυρήσωσι δια την αγάπην του Χριστού. Λέγεται δε, ότι εις εξ αυτών εφοβήθη τον θάνατον, ο δε θαλαμηπόλος του βασιλέως, Φουσίκ ονομαζόμενος, τον συνεβούλευσε να μη φοβηθή καθόλου, αλλά κεκλεισμένους έχων τους οφθαλμούς να δεχθή την αιχμήν του ξίφους, το οποίον διαπερνά ταχέως· τουθ’ όπερ ούτος και έπραξεν. Όθεν, διαβληθείς δια τούτο ο μακάριος Φουσίκ προς τον βασιλέα, ωμολόγησε και αυτός μετά παρρησίας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· τούτου ένεκα απέκοψαν την γλώσσαν του και ανέσπασαν το δέρμα τού σώματός του, εν τη βασάνω δε ταύτη παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, λαβών ο μακάριος, μετά των άλλων απάντων, τον στέφανον της αθλήσεως.
Τινές δε Πέρσαι κακοπροαίρετοι έγραψαν εις τον βασιλέα αυτών Σαβώριον, ότι ο Αρχιερεύς των Χριστιανών Συμεών και άλλοι πολλοί μετ’ αυτού δεν καταδέχονται να είναι υποκείμενοι εις αυτόν και λέγουν, ότι προτιμούν μάλλον να αποθάνουν ενδόξως δια τον Χριστόν, ή να υπηρετώσιν ατίμως και αδόξως παράνομον βασιλέα και ηγεμόνας. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ωργίσθη και προσέταξε να φέρωσι προ αυτού τον μακάριον Συμεών δεδεμένον δια δύο αλύσεων· τούτου δε γενομένου επρόσταξε να ρίψωσιν αυτόν εις την φυλακήν. Εν αυτή δε ο Άγιος ευρισκόμενος επέστρεψε δια των διδασκαλιών του εις την Πίστιν του Χριστού τον πραιπόσιτον Γοθαζάτ, όστις πρότερον μεν ήτο Χριστιανός, δια δε την παράκλησιν και αξίωσιν του βασιλέως και δια τον φόβον των βασάνων προσεκύνησε τον ήλιον, κατά την θρησκείαν των Περσών. Ούτος λοιπόν ο πρώην αρνησίχριστος Γοθαζάτ, συλληφθείς απεκεφαλίσθη και έλαβε τοιούτον μισθόν υπό του αγνώμονος βασιλέως αντί των κόπων τους οποίους εδοκίμασεν όπως τον αναθρέψη, αφ’ ου απεγαλακτίσθη· διότι αυτός ο αοίδιμος ανέθρεψεν αυτόν. Ο δε Άγιος μίαν και μόνον χάριν εζήτησε παρά του βασιλέως· να ανακοινώση εις όλους, ότι εθανάτωσεν αυτόν, όχι δι’ αυθάδειαν και ακρασίαν της γλώσσης του, όχι δι’ άλλην άτοπον πράξιν, αλλά δια μόνην την εις Χριστόν Πίστιν, εκ της οποίας πρότερον εξέπεσεν ένεκα δειλίας και μικροψυχίας. Ταύτην δε την χάριν υπεσχέθη να κάμη προς αυτόν ο βασιλεύς. Τούτο μαθών ο Άγιος Συμεών εν τη φυλακή ευρισκόμενος εχάρη και επήνεσε τον Γοθαζάτ, προσηυχήθη δε μετά των συν αυτώ δεσμωτών να λάβωσιν όσον το δυνατόν ταχύτερον το ίδιον τέλος και αυτοί, να αποκεφαλισθώσιν δηλαδή δια τον Χριστόν· όπερ και εγένετο. Διότι εξαγαγόντες μετ’ ολίγον οι Πέρσαι άπαντας τους εις τας φυλακάς ευρισκομένους, απεκεφάλισαν αυτούς· ήσαν δε ούτοι τον αριθμόν Χίλιοι εκατόν πεντήκοντα, πρώτος δε πάντων ο Άγιος Συμεών ο Επίσκοπος, όστις παρεκίνησε και τους άλλους να μαρτυρήσωσι δια την αγάπην του Χριστού. Λέγεται δε, ότι εις εξ αυτών εφοβήθη τον θάνατον, ο δε θαλαμηπόλος του βασιλέως, Φουσίκ ονομαζόμενος, τον συνεβούλευσε να μη φοβηθή καθόλου, αλλά κεκλεισμένους έχων τους οφθαλμούς να δεχθή την αιχμήν του ξίφους, το οποίον διαπερνά ταχέως· τουθ’ όπερ ούτος και έπραξεν. Όθεν, διαβληθείς δια τούτο ο μακάριος Φουσίκ προς τον βασιλέα, ωμολόγησε και αυτός μετά παρρησίας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· τούτου ένεκα απέκοψαν την γλώσσαν του και ανέσπασαν το δέρμα τού σώματός του, εν τη βασάνω δε ταύτη παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, λαβών ο μακάριος, μετά των άλλων απάντων, τον στέφανον της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου