Ιωάννης, ο γενναιότατος και χαριτώνυμος Μάρτυς του Χριστού, πατρίδα είχε
τα περίφημα Ιωάννινα· γεννηθείς δε από γονείς ευσεβείς και φιλοθέους, ανετράφη
υπ’ αυτών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, συντρέχων πάντοτε εις τας Εκκλησίας
και ακροώμενος μετά προσοχής τους θείους λόγους. Εξέμαθε δε και την ραπτικήν
τέχνην, τα εκ της οποίας εξοικονομούμενα διένεμεν εις τρία μέρη και το μεν εν
μέρος εξώδευεν εις ελεημοσύνας, το άλλο διέθετε δια τους γονείς του και το
τρίτον εδαπάνα δια την συντήρησίν του.
Αφού δε απέθανον οι γονείς του, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν επί του Πατριάρχου Ιερεμίου Α΄ (1522 – 1545) , Ιωαννίτου και τούτου όντος, και εκεί ενοικιάσας εργαστήριον ειργάζετο την τέχνην του. Επειδή δε ήτο πολύ ωραίος εις την όψιν και εκ φύσεως πρόθυμος, παρρησιαστικός δε εις τους λόγους και ατρόμητος, εφθονείτο από τους Τούρκους γείτονάς του, οίτινες επείραζον αυτόν, πολλάκις λέγοντες εις αυτόν, ότι είναι κρίμα εις τόσον ωραίος και δυνατός νέος, όπως αυτός, να είναι Χριστιανός και δι’ ολίγον ψωμί και εν πτωχικόν ένδυμα να κοπιάζη τόσον εις την τέχνην αυτήν· και ότι αν άφηνε την Πίστιν του και παραδέχετο την ιδικήν των, θέλει λάβει από τον βασιλέα μεγάλα αξιώματα και θέλει αποκτήσει πλούτον πολύν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, στερεωμένος ων εις την Πίστιν και την αγάπην του Χριστού, ειρωνεύετο τους ασυνέτους αυτών λόγους, ως νουνεχής και φρόνιμος. Επειδή δε εκείνοι δεν έπαυον από του να τον πειράζουν, παρακινούντες αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν, ησθάνθη προθυμίαν και ζήλον ένθεον εις την καρδίαν του, να μαρτυρήση ο αοίδιμος δια τον Χριστόν και να χύση το αίμα του δια την αγάπην Εκείνου. Αλλά τούτο δεν ηθέλησε να πράξη αφ’ εαυτού ο Άγιος χωρίς την συμβουλήν του Πνευματικού του Πατρός. Όθεν επεσκέφθη τον Πνευματικόν του, όστις ήτο ο μέγας Πρωθιερεύς της Μεγάλης Εκκλησίας, ο επονομαζόμενος Καλόθετος, και απεκάλυψεν εις αυτόν τον σκοπόν τον οποίον εμελέτα. Ο δε Πνευματικός τον συνεβούλευσε να μη ζητή αυθαδώς τα τοιαύτα, επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον από τους ιερούς Κανόνας να πηγαίνουν οι Χριστιανοί αφ’ εαυτού των εις το Μαρτύριον, δια το άδηλον της εκβάσεως, μήπως δηλαδή, μη δυνάμενοι να υποφέρουν μέχρι τέλους, αρνηθώσι την Πίστιν των και ούτω γίνωσι περίγελος υπό του διαβόλου· του προσέθεσε δε και άλλα πολλά εμποδίζων την εις το Μαρτύριον ορμήν και προθυμίαν αυτού. Ο δε μακάριος Ιωάννης, ακούσας ταύτα, υπήκουσε μεν εις τον Ιερέα προς το παρόν, ελυπήθη όμως, διότι τον ημπόδισεν από του να μαρτυρήση. Όθεν παρέμεινε διψών τον υπέρ Χριστού θάνατον. Όταν δε ήλθεν η Αγία Τεσσαρακοστή, οι αλιτήριοι εκείνοι καθ’ όλον το τεσσαρακονθήμερον τούτο διάστημα και μέχρι και αυτής της Μεγάλης Εβδομάδος, εφορτώθησαν πολύ τον ευλογημένον Ιωάννην περιπαίζοντες, στενοχωρούντες, απειλούντες, κολακεύοντες και με μυρίους τρόπους και τεχνάσματα παρακινούντες αυτόν εις το να αρνηθή τον Χριστόν και να τουρκεύση. Τότε ο αληθής ούτος μιμητής του Χριστού Ιωάννης, προσέχων εις τα ζωοποιά Πάθη του Κυρίου και ποθών να γίνη τούτων κοινωνός, απεφάσισε, τελειοποιών τον εαυτόν του, να μαρτυρήση δια τον Χριστόν. Όθεν τρέχει εις τον προλεχθέντα Πνευματικόν του Πατέρα, ήτο δε τότε Μεγάλη Πέμπτη, και προσπεσών εις αυτόν είπε· «Πάτερ τίμιε, τελείαν απόφασιν έλαβον δια να μαρτυρήσω και κατ’ άλλον τρόπον δεν είναι δυνατόν να σκεφθώ. Δια τούτο ήλθον ίνα λάβω την ευχήν σου και να κοινωνήσω τα Θεία Μυστήρια· και αν μεν μοι δώσης άδειαν, καλώς, ει δε μη, εγώ έχω λέβει απόφασιν να υπάγω να μαρτυρήσω και ελπίζω εις το έλεος του Θεού να με ενδυναμώση, ώστε να τελειώσω καλώς και να μη γίνω παίγνιον του εχθρού, αλλά να φανώ νικητής αυτού». Ταύτα ακούσας ο Πνευματικός, λέγει προς τον μακάριον Ιωάννην· «Πρόσεχε, τέκνον μου, διότι, καθώς λέγει ο Κύριος· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής» (Ματθ. κστ:41, Μάρκ. ιδ:38). Έπειτα γνώριζε και ότι οι τοιούτοι αγώνες χρειάζονται προετοιμασίαν δια νηστείας και προσευχής, δια να καθαρισθή ο νους δι’ αυτών. Τούτο λοιπόν κάμε και συ δια να σου αποκαλύψη ο Κύριος εκείνο το οποίον πρέπει να κάμης, επειδή τα τοιαύτα αποκαλύπτονται συνήθως εις τας καθαράς διανοίας δια τινων θείων σημείων». Ούτως ο Ιωάννης και δια δευτέραν φοράν υπήκουσεν εις τους λόγους του Πνευματικού του. Κατά δε την επαύριον, ήτοι την Μεγάλην Παρασκευήν, ήλθε πάλιν εις τον Πνευματικόν πλήρης χαράς και του λέγει· «Γνώριζε, τίμιε Πάτερ, ότι ο Κύριος με επληροφόρησεν· επειδή ταύτην την νύκτα έβλεπον ότι εχόρευον εν μέσω του πυρός ως οι εν Βαβυλώνι Παίδες και εδοξολόγουν τον Χριστόν· λοιπόν δέομαί σου να με οπλίσης και η αγιωσύνη σου με τας ευχάς και ευλογίας σου και με την των Θείων Μυστηρίων μετάληψιν». Τότε ο σεβάσμιος εκείνος Πρωθιερεύς, πληροφορηθείς το αμετάτρεπτον της γνώμης του, ηυχήθη αυτόν από ψυχής, λέγων ούτως· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σε ενδυναμώση όπως και τον υπό του Αγίου Δημητρίου ευλογηθέντα Νέστορα και τους νοητούς και αισθητούς εχθρούς, ως άλλον Λυαίον να νικήσης και υπέρ Χριστού να μαρτυρήσης». Μεταδούς δε εις αυτόν τα Άχραντα Μυστήρια απέλυσεν αυτόν. Ο δε, χαίρων, μετέβη εις το εργαστήριόν του και εκάθητο συλλογισμένος. Τότε ήλθον πάλιν προς αυτόν οι γείτονές του εκείνοι, ως να ήσαν σύμφωνοι, και παρεκίνουν αυτόν να τουρκεύση. Έπειτα εσυκοφάντησαν αυτόν με την κατηγορίαν, ότι δήθεν πρωτύτερα, εις τα Τρίκκαλα ευρισκόμενος, υπεσχέθη να αρνηθή τον Χριστόν και ότι τώρα πάλιν φρονεί τα του Χριστού. Ο δε του Χριστού Μάρτυς ατενίσας αυτούς μετ’ οργής είπε· «Δι’ εμέ λέγετε ταύτα ή δι’ άλλον τινά;» Οι δε είπον· «Ναι, δια σε». Ο Μάρτυς τότε απεκρίθη· «Μη γένοιτό μοι ποτέ να πάθω τοιαύτην εγκατάλειψιν από τον Θεόν, ώστε να ηρνήθην εγώ τον Χριστόν μου ή εις τα Τρίκκαλα ή αλλαχού· μη γένοιτό μοι! Αλλά μάλλον εγώ με τον Χριστόν μου ζω και θέλω ζήσει, είμαι δε πρόθυμος να αποθάνω δι’ Αυτόν. Διότι, πως είναι δυνατόν να αφήσω τον Χριστόν τον Πλάστην μου και Θεόν μου και να ακολουθήσω τον Μωάμεθμ άνθρωπον αγράμματον, ψευδολόγον και πολέμιον του Χριστού μου; Δια το οποίον μάλιστα αποστρέφομαι και εκείνον και την πίστιν του και ότι θέλετε κάμετε εις εμέ· διότι εις όσα περισσότερα μαρτύρια με καταδικάσητε, τόσον περισσότερον καλόν θέλετε μου κάμει». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες, έτρεξαν κατ’ επάνω του τρίζοντες τους οδόντας και αρπάσαντες αυτόν, τον έσυρον ανηλεώς, ραπίζοντες, λακτίζοντες και με πέτρας και ξύλα αυτόν κτυπώντες, έως ότου τον ωδήγησαν εις τον νομοκράτορά των, καταμαρτυρούντες ότι εβλασφήμησε την θρησκείαν των και ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ο δε κριτής ηρώτησε τον Μάρτυρα, αν ταύτα είναι αληθή. Τότε ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης με πολλήν παρρησίαν εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε θρησκείαν των Ισμαηλιτών και τους οπαδούς αυτής πολύ εξηυτέλισεν. Έπραττε δε τούτο αποσκοπών εις το να τους εξοργίση δια να του δώσουν δριμύτερα βασανιστήρια. Ακούσας δε ταύτα ο κριτής διέταξε πρώτον να κτυπήσουν το στόμα του Μάρτυρος, έπειτα δε να τον ρίψουν κατά γης και να τον δείρουν άνευ ελέους. Αλλ’ ο του Χριστού Αθλητής ευχαρίστως υπέμενε τούτο, παρακαλών τον Θεόν να τον ενισχύση εις το να τελειώση ενδόξως το Μαρτύριον. Κατόπιν ο κριτής του λέγει· «Άραγε ποίον από τα δύο σου αρέσει· να βασανίζεσαι τοιουτοτρόπως και να παραδοθής εις πικρόν θάνατον, μόνον δια να μη αρνηθής τον Χριστόν, ή να αφήσης την Πίστιν σου και να δεχθής την ιδικήν μας δια να αποκτήσης πλούτη και αξιώματα παρά του βασιλέως;». Ταύτα ακούσας ο Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν μετά περισσοτέρας γενναιότητος, κηρύττων, λαμπρά τη φωνή, ότι κανέν πράγμα δεν δύναται να τον χωρίση από την αγάπην του Χριστού. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εξουθένει την του κριτού θρησκείαν, ομού με τας τιμάς και τα αξιώματα τα οποία του υπέσχετο. Τότε ο κριτής, βλέπων την παρρησίαν και το θάρρος του Μάρτυρος, καθώς και την σταθερότητα της γνώμης του, έκρινεν εύλογον να δώση εις αυτόν καιρόν να συλλογισθή. Προστάξας δε να τον δέσουν με δύο αλύσεις και να τον ρίψουν εις φυλακήν, λέγει δια να τον φοβίση· «Ιδού ότι σου δίδω καιρόν, δια να στοχασθής έως την αυγήν. Αν ίσως λοιπόν πεισθής εις το πρόσταγμά μου, θέλεις λάβει μεγάλας δωρεάς και τιμάς, ει δε μη θέλεις τελειώσει εις το πυρ την ζωήν σου». Ο δε Μάρτυς με την ιδίαν παρρησίαν πάλιν τα αυτά απεκρίθη. Όθεν ο κριτής, μη υποφέρων πλέον, επρόσταξε να αναφθή πυρά και να ριφθή ταχέως επ’ αυτής το του Χριστού σφάγιον. Τούτο πληροφορηθείς ο τότε Παναγιώτατος Πατριάρχης Ιερεμίας με τους περί αυτόν, αφού συνεσκέφθησαν, έστειλαν αρκετά χρήματα εις τον κριτήν, παρακαλούντες αυτόν να αναβάλη την κατά του Αγίου απόφασιν, έως ου παρέλθουν αι των Χριστιανών εορτάσιμοι εκείναι ημέραι· ο και εγένετο· και έμεινεν ο Μάρτυς εις την φυλακήν μέχρι της Παρασκευής της Διακαινησίμου. Το πρωί λοιπόν της ημέρας εκείνης εξέβαλον τον Άγιον από την φυλακήν και έφερον αυτόν έμπροσθεν του κριτού, όστις παρεκίνει πάλιν τον Μάρτυρα να αρνηθή την Πίστιν του Χριστού, δια να μη παραδοθή εις την πυράν. Αλλ’ ο Μάρτυς, χαράς αφράστου πλησθείς δια το τοιούτον μήνυμα, έλεγε πάλιν μεγαλοφώνως· «Μη γένοιτό μοι να αρνηθώ το γλυκύτατον και σωτήριον όνομα του ιδικού μου Χριστού του αληθινού Θεού, ο οποίος είναι δι’ εμέ πλούτος και δόξα και καύχημα· το να πάθω δε εγώ δι’ Αυτόν, πιστεύω ως απολύτρωσιν και αιώνιον ζωήν· δι’ ο ενταπήτε ταλαίπωροι· εγώ εις τον Θεόν μου χαίρω και ευφραίνομαι και ομού με τους Αγγέλους Αυτού ψάλλω εις Αυτόν». Και αμέσως ήρχισε να ψάλλη με μελωδικήν φωνήν εν μέσω των Αγαρηνών λέγων· «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος». Τότε εκείνοι, ως ήκουσαν ταύτα, ώρμησαν κατ’ αυτού να τον κατασπαράξωσιν. Ιδών λοιπόν ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του και την οργήν των Αγαρηνών, εξέδωκε την κατ’ αυτού απόφασιν να τελειωθή δια πυρός. Πρώτον λοιπόν έδειραν τον Μάρτυρα ανηλεώς καθ’ όλον το σώμα με ξύλα και λίθους, ενώ ούτος δεν έπαυεν από του να ψάλλη μεγαλοφώνως· «Χριστός ανέστη». Έπειτα πλήθος πολύ Τούρκων έτρεξαν και έφερον φρύγανα και ξύλα και ήναψαν την πυράν εις ανοικτόν τινά και ευρύχωρον τόπον, επειδή ενόμιζον ότι έχουν μισθόν πολύν όσοι δυνηθούν να φέρουν ύλην δια να καύσουν Χριστιανόν. Εντός δε της πυράς έρριψαν τον γενναίον του Χριστού Αθλητήν, όστις έτρεχεν εις την πυράν, ως εις δρόσον, με πόθον πολύν και ιλαρότητα. Επειδή δε οι υπηρέται τού οίκου εκείνου, έμπροσθεν του οποίου ήναψαν την πυράν, βαρέως έφερον το να καύσουν άνθρωπον εκεί, έμπροσθεν της οικίας του αυθέντου των, αρπάσαντες ξύλα ώρμησαν κατά των φονέων εκείνων και ούτω τους απεδίωξαν εκείθεν. Οι δε φονείς, παραλαβόντες τον Μάρτυρα μισοκαυμένον, ελέγχοντα αυτούς και δοξολογούντα τον Χριστόν και την Ανάστασιν Αυτού, τον ωδήγησαν έξω της πόλεως και εκεί ανάψαντες μεγαλυτέραν πυράν, επλησίασαν τον Άγιον εις αυτήν, δια να τον καύσουν. Ο δε Άγιος Μάρτυς, μη υπομείνας να ριφθή από εκείνους, επήδησε μόνος εντός του πυρός και χορεύων έψαλλε το «Χριστός ανέστη». Ως οι Άγιοι Τρεις Παίδες εν μέσω της καμίνου χορεύοντες έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον· και τότε επληρώθη το όραμα το οποίον είδε πριν να μαρτυρήση ο Άγιος. Τότε Χριστιανοί τινές, οίτινες μετέβησαν εκεί, ίνα ίδουν τα γενόμενα, συμπονέσαντες τον Μάρτυρα, έδωσαν πολλά αργυρά νομίσματα εις τους υπηρέτας, δια να παραμερίσουν το πυρ και να υπάγη εις εξ αυτών να του κόψη δια ξίφους την κεφαλήν, ίνα τελειώση και μη βασανίζεται επί πολλήν ώραν. Τούτο δε και εγένετο και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Επειδή δε και μετά τον θάνατόν του έρριψαν οι απάνθρωποι εκείνοι εις το πυρ το μαρτυρικόν σώμα με την πάντιμον κεφαλήν, οι φιλόχριστοι έδωσαν εκατόν φλωρία εις αυτούς και ούτω τους αφήκαν και εσύναξαν τα άγια Λείψανα, αφ’ ου εσβέσθη το πυρ. Λαβόντες λοιπόν ταύτα συν τη τιμία Κάρα, τα έφερον εις την Μεγάλην Εκκλησίαν και προσκυνήσαντες αυτά μετά πλείστου λαού επί τούτου συρρεύσαντος και ευχαριστήριον αγρυπνίαν ποιήσαντες, απέθεσαν ταύτα ευλαβώς εντός της Μεγάλης Εκκλησίας. Πολλά δε θαυμάσια ετέλεσεν έκτοτε ο Θεός δια των αγίων Λειψάνων του Αγίου τούτου Μάρτυρος Ιωάννου, εξ ων τινά γράφομεν εδώ προς πίστωσιν και των άλλων. Ο Πρωθιερεύς του Ναυπλίου Νικόλαος Μαλαξός, ο και το Μαρτύριον αυτού συγγράψας, έχων φίλον Πατριαρχικόν τινά έξαρχον Γρηγόριον ονομαζόμενον, ελθόντα εκ Κωνσταντινουπόλεως εις το Ναύπλιον και μέρος των μαρτυρικών Λειψάνων τού Αγίου έχοντα εν κιβωτίω, παρεκάλεσεν αυτόν και του έδωσε τεμάχιον εξ εκείνων. Του έδωσεν επίσης και την Ακολουθίαν του Μάρτυρος, την οποίαν συνέγραψεν ο τότε μέγας ρήτωρ της Μεγάλης Εκκλησίας Αντώνιος ο σοφώτατος, ο και διδάσκαλος χρηματίσας αυτού του Μαλαξού. Ούτος ο ιερός Μαλαξός είχε τέκνον άρρεν τεσσάρων ετών, Ιωάννην καλούμενον, το οποίον ησθένησε βαρέως και εκινδύνευε να αποθάνη. Αφού λοιπόν ο πατήρ αυτού εποίησε παράκλησιν και έψαλε και την Ακολουθίαν του Αγίου, κατόπιν ρίψας ύδωρ εν ποτηρίω και βάψας το μαρτυρικόν Λείψανον εις αυτό, έδωσε το απόνιμμα εκείνο εις το παιδίον και το έπιε· και ω του θαύματος! παρευθύς ανέλαβε και περιεπάτει με τους ιδίους του πόδας, εκάθισε δε εις την τράπεζαν και έφαγεν, ώστε κανέν σημείον της προτέρας ασθενείας του δεν έμεινεν εις αυτό, εις δόξαν Θεού και εις τιμήν του Μάρτυρος αυτού Ιωάννου. Αλλά και εν έτει χιλιοστώ πεντηκοσιοστώ τρίτω από της ενσάρκου οικονομίας μεγάλη επιδημία πανώλους ενέσκηψεν εις το Ναύπλιον, από την οποίαν προσεβλήθησαν δύο τέκνα του αυτού Μαλαξού, το προμνημονευθέν και εν άλλο και ετελεύτησαν, χωρίς να ενθυμηθούν ουδόλως οι γονείς των το θαύμα το οποίον είχε τελέσει εις το παιδίον των πρότερον το μαρτυρικόν Λείψανον. Είχον δε ακόμη και άλλο παιδίον προσεβλήθη δε και η μήτηρ αυτού, ήτοι η πρεσβυτέρα, εις τον αριστερόν μαστόν, και εκείτετο ομού με το βρέφος άφωνος και ακίνητος. Ο δε πενθερός του ιερού Μαλαξού Ιερεύς και Σακκελίων του Κλήρου Ναυπλίου, συμπονών την θυγάτερα αυτού και το βρέφος και ζητών τίνι τρόπω να βοηθήση την ασθενή, δεν γνωρίζω πως, ενεθυμήθη το Λείψανον του Αγίου Μάρτυρος Ιωάννου και ευθύς τρέχει μετά κατανύξεως και ζητεί τούτο από τον Πρωθιερέα Νικόλαον. Αφού δε παρέλαβε τούτο, εν τω άμα, ως εσφράγισε με το ιερόν Λείψανον την κεφαλήν τού νηπίου, το οποίον είχε την πληγήν της πανώλους, εσχίσθη το πάθος και εξήλθεν ύλη πολλή, το δε βρέφος ήνοιξε τους οφθαλμούς του και εζήτει να θηλάση. Ομοίως ευθύς μόλις εσφράγισε και τον μαστόν της θυγατρός του, μετεκινήθη ολίγον από τον τόπον της, όπου έκειτο ως λίθος ακίνητος, ούτω δε με την Χάριν του Θεού, την δοθείσαν εις τον Μάρτυρά Του, ιατρεύθησαν και οι δύο. Μετ’ ολίγας ημέρας προσεβλήθη επίσης και ο ίδιος ο Πρωθιερεύς Νικόλαος από την πανώλην εις τον αριστερόν μαστόν, επίσης προσεβλήθη και ο πενθερός του εις τον μηρόν και ο αδελφός του, κινδυνεύσαντες δε να αποθάνουν ελυτρώθησαν από τον κίνδυνον με την βοήθειαν του Αγίου Μάρτυρος Ιωάννου. Ομοίως ο αυτός Πρωθιερεύς διεφυλάχθη αβλαβής μεθ’ όλης αυτού της οικογενείας δια της αντιλήψεως τούτου του Μάρτυρος κατά τον καιρόν κατά τον οποίον οι Τούρκοι επολέμουν εις το Ναύπλιον και εις διάστημα τριών χρόνων έπιπτον τα μολυβοσιδηροπέτρινα βόλια αυτών ως η χάλαζα μέσα εις την πόλιν. Αλλά και όταν εκυρίευσαν οι Τούρκοι το Ναύπλιον και μετώκησαν οι εντόπιοι εις διαφόρους τόπους και ενώ ο αυτός Μαλαξός έφευγε δια πλοίου εις Βενετίαν, εξέσπασε τόσον μεγάλη τρικυμία εις το πέλαγος, ώστε όταν ευρίσκοντο εις επικίνδυνόν τινα λιμένα της Κρήτης, ερράγη το πλοίον υποκάτω εις την τρόπιδα και ούτω ραγισμένον παρέμεινεν επί τέσσαρας μήνας εις την θάλασσαν, έως ότου έφθασαν εις την Βενετίαν. Ιδόντες δε εκεί ότι παραδόξως εκυτρώθησαν από του κινδύνου, άλλο δεν έλεγον ει μη ότι το αίτιον της σωτηρίας των ήτο το άγιον Λείψανον του Μάρτυρος, το οποίον είχον μαζί των. Eκεί δε εις την Βενετίαν ευρισκομένου του αυτού Μαλαξού, Ορθόδοξος τις, ευγενής και φρόνιμος γυνή, Μαρία ονόματι, έγινε πνευματικόν τέκνον του Αγίου. Αύτη είχεν έγγονον ασθενή, πάσχοντα από δυσεντερίαν, τον οποίον οι εκεί ιατροί δεν ηδύναντο να βοηθήσουν. Όθεν ζητήσασα παρ’ αυτού ύδωρ εις το οποίον ενεβαπτίσθη το μαρτυρικόν Λείψανον και ποτίσασα δι’ αυτού τον ασθενή, αποκατέστησεν αυτόν υγιά. Τούτο το θαύμα ιδόντες όλοι οι συγγενείς της, καθ’ όλους τους επτά χρόνους, κατά τους οποίους παρέμεινεν εις Βενετίαν ο Μαλαξός και εις πάσαν αυτών ασθένειαν δεν εκάλουν ιατρούς, αλλά προστρέχοντες εις το άγιον Λείψανον ελάμβανον την ιατρείαν. Η ανωτέρω θεοφιλής γυνή είχε συγγενή τινα, άνθρωπον λίαν ενάρετον, όστις, από τι συμβεβηκός αιφνίδιον, εστερήθη του φωτός των οφθαλμών του και έμεινεν εντελώς τυφλός, μετεχειρίζετο δε χειραγωγούς. Επεσκέφθη λοιπόν διαφόρους ιατρούς και πολλά ιατρικά μετεχειρίσθη, αλλά καμμίαν ωφέλειαν δεν έλαβεν. Όθεν ευρίσκετο εις μεγάλην θλίψιν και απορίαν ο δυστυχής, δια την τοιαύτην του συμφοράν. Έτυχε δε να έλθη εις επίσκεψίν του η συγγενής του και φιλομάρτυς εκείνη γυνή και εν τω μεταξύ, λόγου παρεμπεσόντος, ήρχισεν εκείνη και διηγήθη λεπτομερώς τα θαύματα τα οποία ετέλεσε το μαρτυρικόν Λείψανον, παρακινούσα τον ασθενή να προστρέξη μετά πίστεως εις τον Άγιον και να ζητήση παρ’ αυτού βοήθειαν. Ούτος δε υπακούσας και πορευθείς εις την εν Βενετία Εκκλησίαν των Ορθοδόξων του Αγίου Γεωργίου, πλησίον της οποίας κατώκει και ο ευλαβέστατος Νικόλαος ο Μαλαξός, εζήτησε μετά πίστεως την παρά του Αγίου αντίληψιν. Ο δε Μαλαξός, βλέπων την πίστιν αυτού, εποίησεν, ως συνήθως, παράκλησιν και βάψας το μαρτυρικόν Λείψανον εις το αγίασμα έδωκεν αυτό εις τον τυφλόν, όστις και το έπιε· και ω του θαύματος! Έως ότου να επιστρέψη εις τον οίκον του ανέλαβε το φως των οφθαλμών του και έβλεπε καθαρώτερον από όσον έβλεπε προ της τυφλώσεώς του. Τούτο το θαύμα ήκουσαν πολλοί μεγιστάνες της Βενετίας, προς τούτοις δε ο τότε ευρισκόμενος εκεί πρέσβυς του βασιλέως της Ισπανίας, ονομαζόμενος δον Διέγος, ο οποίος κατ’ εκείνας τας ημέρας ησθένησεν. Ελύγισαν δηλαδή οι πόδες του και επάγωσαν ως η χιών, διωγκώθησαν δε τόσον, ώστε τον ηνάγκασαν να μένη ακίνητος, χωρίς να αισθάνεται ουδέ την ελάχιστην θερμότητα. Προσεκάλεσε τότε όλους τους εξαιρέτους ιατρούς, αλλά καμμίαν βελτίωσιν δεν είδεν. Ήτο λοιπόν ακίνητος δοκιμάζων πόνους δριμυτάτους και ανυποφόρους. Τέλος πάντων, απελπισθείς από τους ιατρούς, καταφεύγει εις το άγιον Λείψανον, επειδή δε δεν ηδύνατο να υπάγη εκείνος, προσεκάλεσε τον ιερόν Πρωτοπρεσβύτερον Νικόλαον, από τον οποίον εζήτησε μετά πίστεως την παρά του Μάρτυρος βοήθειαν, ειπών και το ευαγγελικόν εκείνο· «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία» (Μάρκ. θ:24). Ο δε Πρωτοπρεσβύτερος, ιδών την πίστιν αυτού και ποιήσας παράκλησιν, έδωσεν εις αυτόν να πίη απόνιμμα του ιερού Λειψάνου· και παρευθύς, την ιδίαν αυτήν ώραν, οι πόδες αυτού ως ελάφου κατηρτίσθησαν και ο πρώην ακίνητος έτρεχεν αναβαίνων την υψηλήν κλίμακα των βασιλικών ανακτόρων. Αλλά και άλλο θαύμα ακούσατε. Ήτο τότε εις την Βενετίαν νέος τις από το Ναύπλιον, ναύτης την τέχνην, μεγαλόψυχος εις τας τρικυμίας της θαλάσσης, ο οποίος συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε, όχι μέσα εις τον θαλαμίσκον του πλοίου, αλλ’ έξω, εκεί όπου ήσαν απλωμένα τα κωπία, ίνα είναι πάντοτε άγρυπνος και έτοιμος δια τας ναυτικάς υπηρεσίας. Εκ της αιτίας λοιπόν ταύτης εκρυολόγησε σοβαρώς εις το στήθος, τόσον ώστε δεν ηδύνατο ούτε να φάγη, ούτε να πίη, ούτε να κοιμηθή, αλλ’ ησθάνετο δριμυτάτους πόνους και εκράτει το στήθος του ανοικτόν, ακόμη και εις το δριμύτερον ψύχος χωρίς να δέχεται να το καλύψη τελείως. Ούτος λοιπόν, ακούσας τα θαύματα του αγίου Λειψάνου, επεσκέφθη τον Μαλαξόν και εζήτει μετά θερμής πίστεως την του Μάρτυρος βοήθειαν. Τότε αυτός, ποιήσας την συνήθη παράκλησιν, έβαψε το άγιον Λείψανον εις το αγίασμα και το έδωκεν εις τον ασθενή, όστις και το έπιεν. Ο δε ασθενής, ευθύς μόλις το έπιεν, ησθάνθη ότι εθραύσθη μία χορδή ήτις ήτο ηπλωμένη από το στήθος έως εις τον στόμαχόν του και ούτως έπαυσαν οι πόνοι. Αμέσως τότε εζήτησε να φάγη, εδέχθη σκέπασμα εις το στήθος και ούτω κατέστη πλήρως υγιής. Μετά δε τρεις ημέρας επέστρεψεν εις τον Πρωτοπρεσβύτερον, δια να δοξάση τον Θεόν και να ευχαριστήση τον Άγιον. Ταύτα έγιναν εις την Βενετίαν. Όταν δε ο Ιερεύς Μαλαξός μετέβη εις την Κρήτην, απέκτησεν εκεί φίλον θεοφιλή τινά Χριστιανόν, όστις αφ’ ου έμαθε τα θαύματα τα οποία τελεί ο νεολαμπής αστήρ και χαριτώνυμος Ιωάννης δια του θείου Λειψάνου του, όλος έκδοτος έγινεν εις την αγάπην αυτού. Όθεν, επειδή ησθένησεν εις άνθρωπος του οίκου του, προσέτρεξεν ευθύς εις τον Άγιον και ποτίσας τον ασθενή με το του αγίου Λειψάνου απόνιμμα, κατέστησεν αυτόν υγιά· και από τότε και ύστερον, εις όσας ασθενείας συνέβαινον εις τον οίκον του, δεν εκάλει πλέον ιατρούς, αλλά το άγιον Λείψανον ήτο ο άμισθος και ταχύτατος ιατρός του. Όχι δε μόνον ούτος, αλλά και άλλοι πολλοί Χριστιανοί, ακούοντες τα τοιαύτα θαυμάσια, προσέτρεχον μετά πίστεως εις το άγιον Λείψανον εν ταις ασθενείαις των, παρά του οποίου ο καθείς ελάμβανε την ζητουμένην ιατρείαν του πάθους του. Ο αυτός θεοφιλής Χριστιανός είχε φίλον τινά, του οποίου η πενθερά έπασχεν από ψύξιν του στομάχου, από την οποίαν εδοκίμαζε πόνους δριμυτάτους και ούτε να φάγη, ούτε να πίη, ούτε να κοιμηθή ηδύνατο, καθώς και ο προαναφερθείς ναύτης· και τόσον εξηντλήθη, ώστε όλαι αι σάρκες της εδαπανήθησαν και μόνον το δέρμα έμεινεν καλύπτον τα κόκκαλα, μόλις δε ηδύνατο να ακούση τις την φωνήν της, ένεκα της ατονίας την οποίαν είχε. Ταύτην λοιπόν συνεβούλευσεν ο άνωθεν Χριστιανός να προστρέξη εις τον Άγιον. Όθεν, βασταζομένη υπό άλλων, μετέβη εις την Εκκλησίαν και αφού ετελείωσεν η θεία Λειτουργία και η δι’ αυτήν γενομένη παράκλησις, έπιεν από το απόνιμμα του μαρτυρικού Λειψάνου και παρευθύς έπαυσαν οι πόνοι, ωρέχθη τροφής και καθίσασα με τους άλλους εις την τράπεζαν, συγκαθημένου και του ιερού Μαλαξού, έφαγεν ευχαρίστως από όλα τα φαγητά της τραπέζης και εις την προτέραν υγείαν επέστρεψεν. Από τότε και κατόπιν, εις όλους τους χρόνους της ζωής της, ασθένειαν πλέον καμμίαν δεν εδοκίμασε, δηλούντος του Θεού, δια τούτου του γεγονότος, την πλουσίαν χάριν των ιάσεων την οποίαν εχάρισεν εις τον ιδικόν Του στεφανηφόρον και ένδοξον Μάρτυρα. Άλλος δε τις Χριστιανός, Λαμπρινός ονόματι, ζωγράφος την τέχνην, έπεσεν εις δεινήν και πολυχρόνιον ασθένειαν, από την οποίαν, ως υπό μαχαίρας οξυτάτης καταπληγωθείς εις τον στόμαχον, κατεξηράνθη όλος ο δυστυχής, πάσχων και κατακεντούμενος από δριμυτάτους πόνους. Όθεν εξώδευσεν όλα τα υπάρχοντά του εις τους ιατρούς, αλλ’ εις μάτην εκοπίασε. Τούτον ιδών ποτε ο ιερός Μαλαξός και μαθών παρ’ αυτού την ελεεινήν ασθένειαν υπό της οποίας εβασανίζετο και μάλιστα ότι, πένης ων, παλαίει με δύο θηρία, το της ασθενείας και το της πενίας, ευσπλαγχνίσθη τον άνθρωπον και διηγήθη εις αυτόν τα κατά διαφόρους καιρούς και τόπους γενόμενα υπό του Μάρτυρος θαύματα, παρεκίνησε δε αυτόν να προστρέξη εις τον Άγιον. Ήλθε λοιπόν ο ασθενής εις τον Ναόν, μετά δακρύων δεόμενος και αφού ετελείωσεν η θεία Λειτουργία και η δι’ αυτόν γενομένη παράκλησις, έπιεν από το απόνιμμα του αγίου Λειψάνου μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και ευθύς εδιώχθη η ασθένεια και εχαρίσθη εις αυτόν η προτέρα υγεία του, δια της δωρηθείσης εις τον ένδοξον Μάρτυρα Χάριτος του Θεού, Ω πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αφού δε απέθανον οι γονείς του, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν επί του Πατριάρχου Ιερεμίου Α΄ (1522 – 1545) , Ιωαννίτου και τούτου όντος, και εκεί ενοικιάσας εργαστήριον ειργάζετο την τέχνην του. Επειδή δε ήτο πολύ ωραίος εις την όψιν και εκ φύσεως πρόθυμος, παρρησιαστικός δε εις τους λόγους και ατρόμητος, εφθονείτο από τους Τούρκους γείτονάς του, οίτινες επείραζον αυτόν, πολλάκις λέγοντες εις αυτόν, ότι είναι κρίμα εις τόσον ωραίος και δυνατός νέος, όπως αυτός, να είναι Χριστιανός και δι’ ολίγον ψωμί και εν πτωχικόν ένδυμα να κοπιάζη τόσον εις την τέχνην αυτήν· και ότι αν άφηνε την Πίστιν του και παραδέχετο την ιδικήν των, θέλει λάβει από τον βασιλέα μεγάλα αξιώματα και θέλει αποκτήσει πλούτον πολύν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, στερεωμένος ων εις την Πίστιν και την αγάπην του Χριστού, ειρωνεύετο τους ασυνέτους αυτών λόγους, ως νουνεχής και φρόνιμος. Επειδή δε εκείνοι δεν έπαυον από του να τον πειράζουν, παρακινούντες αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν, ησθάνθη προθυμίαν και ζήλον ένθεον εις την καρδίαν του, να μαρτυρήση ο αοίδιμος δια τον Χριστόν και να χύση το αίμα του δια την αγάπην Εκείνου. Αλλά τούτο δεν ηθέλησε να πράξη αφ’ εαυτού ο Άγιος χωρίς την συμβουλήν του Πνευματικού του Πατρός. Όθεν επεσκέφθη τον Πνευματικόν του, όστις ήτο ο μέγας Πρωθιερεύς της Μεγάλης Εκκλησίας, ο επονομαζόμενος Καλόθετος, και απεκάλυψεν εις αυτόν τον σκοπόν τον οποίον εμελέτα. Ο δε Πνευματικός τον συνεβούλευσε να μη ζητή αυθαδώς τα τοιαύτα, επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον από τους ιερούς Κανόνας να πηγαίνουν οι Χριστιανοί αφ’ εαυτού των εις το Μαρτύριον, δια το άδηλον της εκβάσεως, μήπως δηλαδή, μη δυνάμενοι να υποφέρουν μέχρι τέλους, αρνηθώσι την Πίστιν των και ούτω γίνωσι περίγελος υπό του διαβόλου· του προσέθεσε δε και άλλα πολλά εμποδίζων την εις το Μαρτύριον ορμήν και προθυμίαν αυτού. Ο δε μακάριος Ιωάννης, ακούσας ταύτα, υπήκουσε μεν εις τον Ιερέα προς το παρόν, ελυπήθη όμως, διότι τον ημπόδισεν από του να μαρτυρήση. Όθεν παρέμεινε διψών τον υπέρ Χριστού θάνατον. Όταν δε ήλθεν η Αγία Τεσσαρακοστή, οι αλιτήριοι εκείνοι καθ’ όλον το τεσσαρακονθήμερον τούτο διάστημα και μέχρι και αυτής της Μεγάλης Εβδομάδος, εφορτώθησαν πολύ τον ευλογημένον Ιωάννην περιπαίζοντες, στενοχωρούντες, απειλούντες, κολακεύοντες και με μυρίους τρόπους και τεχνάσματα παρακινούντες αυτόν εις το να αρνηθή τον Χριστόν και να τουρκεύση. Τότε ο αληθής ούτος μιμητής του Χριστού Ιωάννης, προσέχων εις τα ζωοποιά Πάθη του Κυρίου και ποθών να γίνη τούτων κοινωνός, απεφάσισε, τελειοποιών τον εαυτόν του, να μαρτυρήση δια τον Χριστόν. Όθεν τρέχει εις τον προλεχθέντα Πνευματικόν του Πατέρα, ήτο δε τότε Μεγάλη Πέμπτη, και προσπεσών εις αυτόν είπε· «Πάτερ τίμιε, τελείαν απόφασιν έλαβον δια να μαρτυρήσω και κατ’ άλλον τρόπον δεν είναι δυνατόν να σκεφθώ. Δια τούτο ήλθον ίνα λάβω την ευχήν σου και να κοινωνήσω τα Θεία Μυστήρια· και αν μεν μοι δώσης άδειαν, καλώς, ει δε μη, εγώ έχω λέβει απόφασιν να υπάγω να μαρτυρήσω και ελπίζω εις το έλεος του Θεού να με ενδυναμώση, ώστε να τελειώσω καλώς και να μη γίνω παίγνιον του εχθρού, αλλά να φανώ νικητής αυτού». Ταύτα ακούσας ο Πνευματικός, λέγει προς τον μακάριον Ιωάννην· «Πρόσεχε, τέκνον μου, διότι, καθώς λέγει ο Κύριος· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής» (Ματθ. κστ:41, Μάρκ. ιδ:38). Έπειτα γνώριζε και ότι οι τοιούτοι αγώνες χρειάζονται προετοιμασίαν δια νηστείας και προσευχής, δια να καθαρισθή ο νους δι’ αυτών. Τούτο λοιπόν κάμε και συ δια να σου αποκαλύψη ο Κύριος εκείνο το οποίον πρέπει να κάμης, επειδή τα τοιαύτα αποκαλύπτονται συνήθως εις τας καθαράς διανοίας δια τινων θείων σημείων». Ούτως ο Ιωάννης και δια δευτέραν φοράν υπήκουσεν εις τους λόγους του Πνευματικού του. Κατά δε την επαύριον, ήτοι την Μεγάλην Παρασκευήν, ήλθε πάλιν εις τον Πνευματικόν πλήρης χαράς και του λέγει· «Γνώριζε, τίμιε Πάτερ, ότι ο Κύριος με επληροφόρησεν· επειδή ταύτην την νύκτα έβλεπον ότι εχόρευον εν μέσω του πυρός ως οι εν Βαβυλώνι Παίδες και εδοξολόγουν τον Χριστόν· λοιπόν δέομαί σου να με οπλίσης και η αγιωσύνη σου με τας ευχάς και ευλογίας σου και με την των Θείων Μυστηρίων μετάληψιν». Τότε ο σεβάσμιος εκείνος Πρωθιερεύς, πληροφορηθείς το αμετάτρεπτον της γνώμης του, ηυχήθη αυτόν από ψυχής, λέγων ούτως· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σε ενδυναμώση όπως και τον υπό του Αγίου Δημητρίου ευλογηθέντα Νέστορα και τους νοητούς και αισθητούς εχθρούς, ως άλλον Λυαίον να νικήσης και υπέρ Χριστού να μαρτυρήσης». Μεταδούς δε εις αυτόν τα Άχραντα Μυστήρια απέλυσεν αυτόν. Ο δε, χαίρων, μετέβη εις το εργαστήριόν του και εκάθητο συλλογισμένος. Τότε ήλθον πάλιν προς αυτόν οι γείτονές του εκείνοι, ως να ήσαν σύμφωνοι, και παρεκίνουν αυτόν να τουρκεύση. Έπειτα εσυκοφάντησαν αυτόν με την κατηγορίαν, ότι δήθεν πρωτύτερα, εις τα Τρίκκαλα ευρισκόμενος, υπεσχέθη να αρνηθή τον Χριστόν και ότι τώρα πάλιν φρονεί τα του Χριστού. Ο δε του Χριστού Μάρτυς ατενίσας αυτούς μετ’ οργής είπε· «Δι’ εμέ λέγετε ταύτα ή δι’ άλλον τινά;» Οι δε είπον· «Ναι, δια σε». Ο Μάρτυς τότε απεκρίθη· «Μη γένοιτό μοι ποτέ να πάθω τοιαύτην εγκατάλειψιν από τον Θεόν, ώστε να ηρνήθην εγώ τον Χριστόν μου ή εις τα Τρίκκαλα ή αλλαχού· μη γένοιτό μοι! Αλλά μάλλον εγώ με τον Χριστόν μου ζω και θέλω ζήσει, είμαι δε πρόθυμος να αποθάνω δι’ Αυτόν. Διότι, πως είναι δυνατόν να αφήσω τον Χριστόν τον Πλάστην μου και Θεόν μου και να ακολουθήσω τον Μωάμεθμ άνθρωπον αγράμματον, ψευδολόγον και πολέμιον του Χριστού μου; Δια το οποίον μάλιστα αποστρέφομαι και εκείνον και την πίστιν του και ότι θέλετε κάμετε εις εμέ· διότι εις όσα περισσότερα μαρτύρια με καταδικάσητε, τόσον περισσότερον καλόν θέλετε μου κάμει». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες, έτρεξαν κατ’ επάνω του τρίζοντες τους οδόντας και αρπάσαντες αυτόν, τον έσυρον ανηλεώς, ραπίζοντες, λακτίζοντες και με πέτρας και ξύλα αυτόν κτυπώντες, έως ότου τον ωδήγησαν εις τον νομοκράτορά των, καταμαρτυρούντες ότι εβλασφήμησε την θρησκείαν των και ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ο δε κριτής ηρώτησε τον Μάρτυρα, αν ταύτα είναι αληθή. Τότε ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης με πολλήν παρρησίαν εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε θρησκείαν των Ισμαηλιτών και τους οπαδούς αυτής πολύ εξηυτέλισεν. Έπραττε δε τούτο αποσκοπών εις το να τους εξοργίση δια να του δώσουν δριμύτερα βασανιστήρια. Ακούσας δε ταύτα ο κριτής διέταξε πρώτον να κτυπήσουν το στόμα του Μάρτυρος, έπειτα δε να τον ρίψουν κατά γης και να τον δείρουν άνευ ελέους. Αλλ’ ο του Χριστού Αθλητής ευχαρίστως υπέμενε τούτο, παρακαλών τον Θεόν να τον ενισχύση εις το να τελειώση ενδόξως το Μαρτύριον. Κατόπιν ο κριτής του λέγει· «Άραγε ποίον από τα δύο σου αρέσει· να βασανίζεσαι τοιουτοτρόπως και να παραδοθής εις πικρόν θάνατον, μόνον δια να μη αρνηθής τον Χριστόν, ή να αφήσης την Πίστιν σου και να δεχθής την ιδικήν μας δια να αποκτήσης πλούτη και αξιώματα παρά του βασιλέως;». Ταύτα ακούσας ο Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν μετά περισσοτέρας γενναιότητος, κηρύττων, λαμπρά τη φωνή, ότι κανέν πράγμα δεν δύναται να τον χωρίση από την αγάπην του Χριστού. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εξουθένει την του κριτού θρησκείαν, ομού με τας τιμάς και τα αξιώματα τα οποία του υπέσχετο. Τότε ο κριτής, βλέπων την παρρησίαν και το θάρρος του Μάρτυρος, καθώς και την σταθερότητα της γνώμης του, έκρινεν εύλογον να δώση εις αυτόν καιρόν να συλλογισθή. Προστάξας δε να τον δέσουν με δύο αλύσεις και να τον ρίψουν εις φυλακήν, λέγει δια να τον φοβίση· «Ιδού ότι σου δίδω καιρόν, δια να στοχασθής έως την αυγήν. Αν ίσως λοιπόν πεισθής εις το πρόσταγμά μου, θέλεις λάβει μεγάλας δωρεάς και τιμάς, ει δε μη θέλεις τελειώσει εις το πυρ την ζωήν σου». Ο δε Μάρτυς με την ιδίαν παρρησίαν πάλιν τα αυτά απεκρίθη. Όθεν ο κριτής, μη υποφέρων πλέον, επρόσταξε να αναφθή πυρά και να ριφθή ταχέως επ’ αυτής το του Χριστού σφάγιον. Τούτο πληροφορηθείς ο τότε Παναγιώτατος Πατριάρχης Ιερεμίας με τους περί αυτόν, αφού συνεσκέφθησαν, έστειλαν αρκετά χρήματα εις τον κριτήν, παρακαλούντες αυτόν να αναβάλη την κατά του Αγίου απόφασιν, έως ου παρέλθουν αι των Χριστιανών εορτάσιμοι εκείναι ημέραι· ο και εγένετο· και έμεινεν ο Μάρτυς εις την φυλακήν μέχρι της Παρασκευής της Διακαινησίμου. Το πρωί λοιπόν της ημέρας εκείνης εξέβαλον τον Άγιον από την φυλακήν και έφερον αυτόν έμπροσθεν του κριτού, όστις παρεκίνει πάλιν τον Μάρτυρα να αρνηθή την Πίστιν του Χριστού, δια να μη παραδοθή εις την πυράν. Αλλ’ ο Μάρτυς, χαράς αφράστου πλησθείς δια το τοιούτον μήνυμα, έλεγε πάλιν μεγαλοφώνως· «Μη γένοιτό μοι να αρνηθώ το γλυκύτατον και σωτήριον όνομα του ιδικού μου Χριστού του αληθινού Θεού, ο οποίος είναι δι’ εμέ πλούτος και δόξα και καύχημα· το να πάθω δε εγώ δι’ Αυτόν, πιστεύω ως απολύτρωσιν και αιώνιον ζωήν· δι’ ο ενταπήτε ταλαίπωροι· εγώ εις τον Θεόν μου χαίρω και ευφραίνομαι και ομού με τους Αγγέλους Αυτού ψάλλω εις Αυτόν». Και αμέσως ήρχισε να ψάλλη με μελωδικήν φωνήν εν μέσω των Αγαρηνών λέγων· «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος». Τότε εκείνοι, ως ήκουσαν ταύτα, ώρμησαν κατ’ αυτού να τον κατασπαράξωσιν. Ιδών λοιπόν ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του και την οργήν των Αγαρηνών, εξέδωκε την κατ’ αυτού απόφασιν να τελειωθή δια πυρός. Πρώτον λοιπόν έδειραν τον Μάρτυρα ανηλεώς καθ’ όλον το σώμα με ξύλα και λίθους, ενώ ούτος δεν έπαυεν από του να ψάλλη μεγαλοφώνως· «Χριστός ανέστη». Έπειτα πλήθος πολύ Τούρκων έτρεξαν και έφερον φρύγανα και ξύλα και ήναψαν την πυράν εις ανοικτόν τινά και ευρύχωρον τόπον, επειδή ενόμιζον ότι έχουν μισθόν πολύν όσοι δυνηθούν να φέρουν ύλην δια να καύσουν Χριστιανόν. Εντός δε της πυράς έρριψαν τον γενναίον του Χριστού Αθλητήν, όστις έτρεχεν εις την πυράν, ως εις δρόσον, με πόθον πολύν και ιλαρότητα. Επειδή δε οι υπηρέται τού οίκου εκείνου, έμπροσθεν του οποίου ήναψαν την πυράν, βαρέως έφερον το να καύσουν άνθρωπον εκεί, έμπροσθεν της οικίας του αυθέντου των, αρπάσαντες ξύλα ώρμησαν κατά των φονέων εκείνων και ούτω τους απεδίωξαν εκείθεν. Οι δε φονείς, παραλαβόντες τον Μάρτυρα μισοκαυμένον, ελέγχοντα αυτούς και δοξολογούντα τον Χριστόν και την Ανάστασιν Αυτού, τον ωδήγησαν έξω της πόλεως και εκεί ανάψαντες μεγαλυτέραν πυράν, επλησίασαν τον Άγιον εις αυτήν, δια να τον καύσουν. Ο δε Άγιος Μάρτυς, μη υπομείνας να ριφθή από εκείνους, επήδησε μόνος εντός του πυρός και χορεύων έψαλλε το «Χριστός ανέστη». Ως οι Άγιοι Τρεις Παίδες εν μέσω της καμίνου χορεύοντες έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον· και τότε επληρώθη το όραμα το οποίον είδε πριν να μαρτυρήση ο Άγιος. Τότε Χριστιανοί τινές, οίτινες μετέβησαν εκεί, ίνα ίδουν τα γενόμενα, συμπονέσαντες τον Μάρτυρα, έδωσαν πολλά αργυρά νομίσματα εις τους υπηρέτας, δια να παραμερίσουν το πυρ και να υπάγη εις εξ αυτών να του κόψη δια ξίφους την κεφαλήν, ίνα τελειώση και μη βασανίζεται επί πολλήν ώραν. Τούτο δε και εγένετο και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Επειδή δε και μετά τον θάνατόν του έρριψαν οι απάνθρωποι εκείνοι εις το πυρ το μαρτυρικόν σώμα με την πάντιμον κεφαλήν, οι φιλόχριστοι έδωσαν εκατόν φλωρία εις αυτούς και ούτω τους αφήκαν και εσύναξαν τα άγια Λείψανα, αφ’ ου εσβέσθη το πυρ. Λαβόντες λοιπόν ταύτα συν τη τιμία Κάρα, τα έφερον εις την Μεγάλην Εκκλησίαν και προσκυνήσαντες αυτά μετά πλείστου λαού επί τούτου συρρεύσαντος και ευχαριστήριον αγρυπνίαν ποιήσαντες, απέθεσαν ταύτα ευλαβώς εντός της Μεγάλης Εκκλησίας. Πολλά δε θαυμάσια ετέλεσεν έκτοτε ο Θεός δια των αγίων Λειψάνων του Αγίου τούτου Μάρτυρος Ιωάννου, εξ ων τινά γράφομεν εδώ προς πίστωσιν και των άλλων. Ο Πρωθιερεύς του Ναυπλίου Νικόλαος Μαλαξός, ο και το Μαρτύριον αυτού συγγράψας, έχων φίλον Πατριαρχικόν τινά έξαρχον Γρηγόριον ονομαζόμενον, ελθόντα εκ Κωνσταντινουπόλεως εις το Ναύπλιον και μέρος των μαρτυρικών Λειψάνων τού Αγίου έχοντα εν κιβωτίω, παρεκάλεσεν αυτόν και του έδωσε τεμάχιον εξ εκείνων. Του έδωσεν επίσης και την Ακολουθίαν του Μάρτυρος, την οποίαν συνέγραψεν ο τότε μέγας ρήτωρ της Μεγάλης Εκκλησίας Αντώνιος ο σοφώτατος, ο και διδάσκαλος χρηματίσας αυτού του Μαλαξού. Ούτος ο ιερός Μαλαξός είχε τέκνον άρρεν τεσσάρων ετών, Ιωάννην καλούμενον, το οποίον ησθένησε βαρέως και εκινδύνευε να αποθάνη. Αφού λοιπόν ο πατήρ αυτού εποίησε παράκλησιν και έψαλε και την Ακολουθίαν του Αγίου, κατόπιν ρίψας ύδωρ εν ποτηρίω και βάψας το μαρτυρικόν Λείψανον εις αυτό, έδωσε το απόνιμμα εκείνο εις το παιδίον και το έπιε· και ω του θαύματος! παρευθύς ανέλαβε και περιεπάτει με τους ιδίους του πόδας, εκάθισε δε εις την τράπεζαν και έφαγεν, ώστε κανέν σημείον της προτέρας ασθενείας του δεν έμεινεν εις αυτό, εις δόξαν Θεού και εις τιμήν του Μάρτυρος αυτού Ιωάννου. Αλλά και εν έτει χιλιοστώ πεντηκοσιοστώ τρίτω από της ενσάρκου οικονομίας μεγάλη επιδημία πανώλους ενέσκηψεν εις το Ναύπλιον, από την οποίαν προσεβλήθησαν δύο τέκνα του αυτού Μαλαξού, το προμνημονευθέν και εν άλλο και ετελεύτησαν, χωρίς να ενθυμηθούν ουδόλως οι γονείς των το θαύμα το οποίον είχε τελέσει εις το παιδίον των πρότερον το μαρτυρικόν Λείψανον. Είχον δε ακόμη και άλλο παιδίον προσεβλήθη δε και η μήτηρ αυτού, ήτοι η πρεσβυτέρα, εις τον αριστερόν μαστόν, και εκείτετο ομού με το βρέφος άφωνος και ακίνητος. Ο δε πενθερός του ιερού Μαλαξού Ιερεύς και Σακκελίων του Κλήρου Ναυπλίου, συμπονών την θυγάτερα αυτού και το βρέφος και ζητών τίνι τρόπω να βοηθήση την ασθενή, δεν γνωρίζω πως, ενεθυμήθη το Λείψανον του Αγίου Μάρτυρος Ιωάννου και ευθύς τρέχει μετά κατανύξεως και ζητεί τούτο από τον Πρωθιερέα Νικόλαον. Αφού δε παρέλαβε τούτο, εν τω άμα, ως εσφράγισε με το ιερόν Λείψανον την κεφαλήν τού νηπίου, το οποίον είχε την πληγήν της πανώλους, εσχίσθη το πάθος και εξήλθεν ύλη πολλή, το δε βρέφος ήνοιξε τους οφθαλμούς του και εζήτει να θηλάση. Ομοίως ευθύς μόλις εσφράγισε και τον μαστόν της θυγατρός του, μετεκινήθη ολίγον από τον τόπον της, όπου έκειτο ως λίθος ακίνητος, ούτω δε με την Χάριν του Θεού, την δοθείσαν εις τον Μάρτυρά Του, ιατρεύθησαν και οι δύο. Μετ’ ολίγας ημέρας προσεβλήθη επίσης και ο ίδιος ο Πρωθιερεύς Νικόλαος από την πανώλην εις τον αριστερόν μαστόν, επίσης προσεβλήθη και ο πενθερός του εις τον μηρόν και ο αδελφός του, κινδυνεύσαντες δε να αποθάνουν ελυτρώθησαν από τον κίνδυνον με την βοήθειαν του Αγίου Μάρτυρος Ιωάννου. Ομοίως ο αυτός Πρωθιερεύς διεφυλάχθη αβλαβής μεθ’ όλης αυτού της οικογενείας δια της αντιλήψεως τούτου του Μάρτυρος κατά τον καιρόν κατά τον οποίον οι Τούρκοι επολέμουν εις το Ναύπλιον και εις διάστημα τριών χρόνων έπιπτον τα μολυβοσιδηροπέτρινα βόλια αυτών ως η χάλαζα μέσα εις την πόλιν. Αλλά και όταν εκυρίευσαν οι Τούρκοι το Ναύπλιον και μετώκησαν οι εντόπιοι εις διαφόρους τόπους και ενώ ο αυτός Μαλαξός έφευγε δια πλοίου εις Βενετίαν, εξέσπασε τόσον μεγάλη τρικυμία εις το πέλαγος, ώστε όταν ευρίσκοντο εις επικίνδυνόν τινα λιμένα της Κρήτης, ερράγη το πλοίον υποκάτω εις την τρόπιδα και ούτω ραγισμένον παρέμεινεν επί τέσσαρας μήνας εις την θάλασσαν, έως ότου έφθασαν εις την Βενετίαν. Ιδόντες δε εκεί ότι παραδόξως εκυτρώθησαν από του κινδύνου, άλλο δεν έλεγον ει μη ότι το αίτιον της σωτηρίας των ήτο το άγιον Λείψανον του Μάρτυρος, το οποίον είχον μαζί των. Eκεί δε εις την Βενετίαν ευρισκομένου του αυτού Μαλαξού, Ορθόδοξος τις, ευγενής και φρόνιμος γυνή, Μαρία ονόματι, έγινε πνευματικόν τέκνον του Αγίου. Αύτη είχεν έγγονον ασθενή, πάσχοντα από δυσεντερίαν, τον οποίον οι εκεί ιατροί δεν ηδύναντο να βοηθήσουν. Όθεν ζητήσασα παρ’ αυτού ύδωρ εις το οποίον ενεβαπτίσθη το μαρτυρικόν Λείψανον και ποτίσασα δι’ αυτού τον ασθενή, αποκατέστησεν αυτόν υγιά. Τούτο το θαύμα ιδόντες όλοι οι συγγενείς της, καθ’ όλους τους επτά χρόνους, κατά τους οποίους παρέμεινεν εις Βενετίαν ο Μαλαξός και εις πάσαν αυτών ασθένειαν δεν εκάλουν ιατρούς, αλλά προστρέχοντες εις το άγιον Λείψανον ελάμβανον την ιατρείαν. Η ανωτέρω θεοφιλής γυνή είχε συγγενή τινα, άνθρωπον λίαν ενάρετον, όστις, από τι συμβεβηκός αιφνίδιον, εστερήθη του φωτός των οφθαλμών του και έμεινεν εντελώς τυφλός, μετεχειρίζετο δε χειραγωγούς. Επεσκέφθη λοιπόν διαφόρους ιατρούς και πολλά ιατρικά μετεχειρίσθη, αλλά καμμίαν ωφέλειαν δεν έλαβεν. Όθεν ευρίσκετο εις μεγάλην θλίψιν και απορίαν ο δυστυχής, δια την τοιαύτην του συμφοράν. Έτυχε δε να έλθη εις επίσκεψίν του η συγγενής του και φιλομάρτυς εκείνη γυνή και εν τω μεταξύ, λόγου παρεμπεσόντος, ήρχισεν εκείνη και διηγήθη λεπτομερώς τα θαύματα τα οποία ετέλεσε το μαρτυρικόν Λείψανον, παρακινούσα τον ασθενή να προστρέξη μετά πίστεως εις τον Άγιον και να ζητήση παρ’ αυτού βοήθειαν. Ούτος δε υπακούσας και πορευθείς εις την εν Βενετία Εκκλησίαν των Ορθοδόξων του Αγίου Γεωργίου, πλησίον της οποίας κατώκει και ο ευλαβέστατος Νικόλαος ο Μαλαξός, εζήτησε μετά πίστεως την παρά του Αγίου αντίληψιν. Ο δε Μαλαξός, βλέπων την πίστιν αυτού, εποίησεν, ως συνήθως, παράκλησιν και βάψας το μαρτυρικόν Λείψανον εις το αγίασμα έδωκεν αυτό εις τον τυφλόν, όστις και το έπιε· και ω του θαύματος! Έως ότου να επιστρέψη εις τον οίκον του ανέλαβε το φως των οφθαλμών του και έβλεπε καθαρώτερον από όσον έβλεπε προ της τυφλώσεώς του. Τούτο το θαύμα ήκουσαν πολλοί μεγιστάνες της Βενετίας, προς τούτοις δε ο τότε ευρισκόμενος εκεί πρέσβυς του βασιλέως της Ισπανίας, ονομαζόμενος δον Διέγος, ο οποίος κατ’ εκείνας τας ημέρας ησθένησεν. Ελύγισαν δηλαδή οι πόδες του και επάγωσαν ως η χιών, διωγκώθησαν δε τόσον, ώστε τον ηνάγκασαν να μένη ακίνητος, χωρίς να αισθάνεται ουδέ την ελάχιστην θερμότητα. Προσεκάλεσε τότε όλους τους εξαιρέτους ιατρούς, αλλά καμμίαν βελτίωσιν δεν είδεν. Ήτο λοιπόν ακίνητος δοκιμάζων πόνους δριμυτάτους και ανυποφόρους. Τέλος πάντων, απελπισθείς από τους ιατρούς, καταφεύγει εις το άγιον Λείψανον, επειδή δε δεν ηδύνατο να υπάγη εκείνος, προσεκάλεσε τον ιερόν Πρωτοπρεσβύτερον Νικόλαον, από τον οποίον εζήτησε μετά πίστεως την παρά του Μάρτυρος βοήθειαν, ειπών και το ευαγγελικόν εκείνο· «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία» (Μάρκ. θ:24). Ο δε Πρωτοπρεσβύτερος, ιδών την πίστιν αυτού και ποιήσας παράκλησιν, έδωσεν εις αυτόν να πίη απόνιμμα του ιερού Λειψάνου· και παρευθύς, την ιδίαν αυτήν ώραν, οι πόδες αυτού ως ελάφου κατηρτίσθησαν και ο πρώην ακίνητος έτρεχεν αναβαίνων την υψηλήν κλίμακα των βασιλικών ανακτόρων. Αλλά και άλλο θαύμα ακούσατε. Ήτο τότε εις την Βενετίαν νέος τις από το Ναύπλιον, ναύτης την τέχνην, μεγαλόψυχος εις τας τρικυμίας της θαλάσσης, ο οποίος συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε, όχι μέσα εις τον θαλαμίσκον του πλοίου, αλλ’ έξω, εκεί όπου ήσαν απλωμένα τα κωπία, ίνα είναι πάντοτε άγρυπνος και έτοιμος δια τας ναυτικάς υπηρεσίας. Εκ της αιτίας λοιπόν ταύτης εκρυολόγησε σοβαρώς εις το στήθος, τόσον ώστε δεν ηδύνατο ούτε να φάγη, ούτε να πίη, ούτε να κοιμηθή, αλλ’ ησθάνετο δριμυτάτους πόνους και εκράτει το στήθος του ανοικτόν, ακόμη και εις το δριμύτερον ψύχος χωρίς να δέχεται να το καλύψη τελείως. Ούτος λοιπόν, ακούσας τα θαύματα του αγίου Λειψάνου, επεσκέφθη τον Μαλαξόν και εζήτει μετά θερμής πίστεως την του Μάρτυρος βοήθειαν. Τότε αυτός, ποιήσας την συνήθη παράκλησιν, έβαψε το άγιον Λείψανον εις το αγίασμα και το έδωκεν εις τον ασθενή, όστις και το έπιεν. Ο δε ασθενής, ευθύς μόλις το έπιεν, ησθάνθη ότι εθραύσθη μία χορδή ήτις ήτο ηπλωμένη από το στήθος έως εις τον στόμαχόν του και ούτως έπαυσαν οι πόνοι. Αμέσως τότε εζήτησε να φάγη, εδέχθη σκέπασμα εις το στήθος και ούτω κατέστη πλήρως υγιής. Μετά δε τρεις ημέρας επέστρεψεν εις τον Πρωτοπρεσβύτερον, δια να δοξάση τον Θεόν και να ευχαριστήση τον Άγιον. Ταύτα έγιναν εις την Βενετίαν. Όταν δε ο Ιερεύς Μαλαξός μετέβη εις την Κρήτην, απέκτησεν εκεί φίλον θεοφιλή τινά Χριστιανόν, όστις αφ’ ου έμαθε τα θαύματα τα οποία τελεί ο νεολαμπής αστήρ και χαριτώνυμος Ιωάννης δια του θείου Λειψάνου του, όλος έκδοτος έγινεν εις την αγάπην αυτού. Όθεν, επειδή ησθένησεν εις άνθρωπος του οίκου του, προσέτρεξεν ευθύς εις τον Άγιον και ποτίσας τον ασθενή με το του αγίου Λειψάνου απόνιμμα, κατέστησεν αυτόν υγιά· και από τότε και ύστερον, εις όσας ασθενείας συνέβαινον εις τον οίκον του, δεν εκάλει πλέον ιατρούς, αλλά το άγιον Λείψανον ήτο ο άμισθος και ταχύτατος ιατρός του. Όχι δε μόνον ούτος, αλλά και άλλοι πολλοί Χριστιανοί, ακούοντες τα τοιαύτα θαυμάσια, προσέτρεχον μετά πίστεως εις το άγιον Λείψανον εν ταις ασθενείαις των, παρά του οποίου ο καθείς ελάμβανε την ζητουμένην ιατρείαν του πάθους του. Ο αυτός θεοφιλής Χριστιανός είχε φίλον τινά, του οποίου η πενθερά έπασχεν από ψύξιν του στομάχου, από την οποίαν εδοκίμαζε πόνους δριμυτάτους και ούτε να φάγη, ούτε να πίη, ούτε να κοιμηθή ηδύνατο, καθώς και ο προαναφερθείς ναύτης· και τόσον εξηντλήθη, ώστε όλαι αι σάρκες της εδαπανήθησαν και μόνον το δέρμα έμεινεν καλύπτον τα κόκκαλα, μόλις δε ηδύνατο να ακούση τις την φωνήν της, ένεκα της ατονίας την οποίαν είχε. Ταύτην λοιπόν συνεβούλευσεν ο άνωθεν Χριστιανός να προστρέξη εις τον Άγιον. Όθεν, βασταζομένη υπό άλλων, μετέβη εις την Εκκλησίαν και αφού ετελείωσεν η θεία Λειτουργία και η δι’ αυτήν γενομένη παράκλησις, έπιεν από το απόνιμμα του μαρτυρικού Λειψάνου και παρευθύς έπαυσαν οι πόνοι, ωρέχθη τροφής και καθίσασα με τους άλλους εις την τράπεζαν, συγκαθημένου και του ιερού Μαλαξού, έφαγεν ευχαρίστως από όλα τα φαγητά της τραπέζης και εις την προτέραν υγείαν επέστρεψεν. Από τότε και κατόπιν, εις όλους τους χρόνους της ζωής της, ασθένειαν πλέον καμμίαν δεν εδοκίμασε, δηλούντος του Θεού, δια τούτου του γεγονότος, την πλουσίαν χάριν των ιάσεων την οποίαν εχάρισεν εις τον ιδικόν Του στεφανηφόρον και ένδοξον Μάρτυρα. Άλλος δε τις Χριστιανός, Λαμπρινός ονόματι, ζωγράφος την τέχνην, έπεσεν εις δεινήν και πολυχρόνιον ασθένειαν, από την οποίαν, ως υπό μαχαίρας οξυτάτης καταπληγωθείς εις τον στόμαχον, κατεξηράνθη όλος ο δυστυχής, πάσχων και κατακεντούμενος από δριμυτάτους πόνους. Όθεν εξώδευσεν όλα τα υπάρχοντά του εις τους ιατρούς, αλλ’ εις μάτην εκοπίασε. Τούτον ιδών ποτε ο ιερός Μαλαξός και μαθών παρ’ αυτού την ελεεινήν ασθένειαν υπό της οποίας εβασανίζετο και μάλιστα ότι, πένης ων, παλαίει με δύο θηρία, το της ασθενείας και το της πενίας, ευσπλαγχνίσθη τον άνθρωπον και διηγήθη εις αυτόν τα κατά διαφόρους καιρούς και τόπους γενόμενα υπό του Μάρτυρος θαύματα, παρεκίνησε δε αυτόν να προστρέξη εις τον Άγιον. Ήλθε λοιπόν ο ασθενής εις τον Ναόν, μετά δακρύων δεόμενος και αφού ετελείωσεν η θεία Λειτουργία και η δι’ αυτόν γενομένη παράκλησις, έπιεν από το απόνιμμα του αγίου Λειψάνου μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και ευθύς εδιώχθη η ασθένεια και εχαρίσθη εις αυτόν η προτέρα υγεία του, δια της δωρηθείσης εις τον ένδοξον Μάρτυρα Χάριτος του Θεού, Ω πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου