Αθανάσιος ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ο Μετεωρίτης κατήγετο από την
Ελλάδα, πατρίδα έχων την Νέαν Πάτραν ήτοι την νυν καλουμένην Υπάτην της
Φθιώτιδος, εν η και εηεννήθη περί το έτος ατε΄ (1305), υιός υπάρχων γονέων
πλουσίων και επιφανών, ονομασθείς κατά το άγιον Βάπτισμα Ανδρόνικος.
Και η μεν μήτηρ του, αφού τον εγέννησε, από τας πολλάς οδύνας και τους πόνους του τοκετού, ανεπαύθη εν Κυρίω, ο δε πατήρ του, ζήσας ολίγον, αργότερον ανεπαύθη και αυτός, εγκαταλείψας τον υιόν του εις τον ίδιον αυτού αδελφόν, όστις ανέτρεφε και επεμελείτο τούτον ως γνήσιον τέκνον του, παρέχων εις αυτόν όλα τα προς συντήρησιν αναγκαία. Ακόμη δε εφρόντιζεν όπως ούτος σπουδάση τα ιερά γράμματα. Όταν δε κατελήφθη η Νέα Πάτρα από τους Φράγκους και πάντα τα εν αυτή ελεηλατήθησαν υπό τούτων μαζί με τους άλλους κατοίκους ηχμαλωτίσθη και το παιδίον. Ιδών δε τούτο ο αρχηγός των Φράγκων καλοπρόσωπον, συνετόν και χαριτωμένον, απεφάσισε να το αποστείλη εις την οικίαν του, ως ζωντανόν λάφυρον. Τούτο αντιληφθείς ο νέος έφυγε και εσώθη. Ως δε απηλευθερώθη, έσπευσεν εις τον θείον του, ο οποίος ήτο και αυτός εξόριστος εις τινα μακρυνόν τόπον. Εκείθεν απέπλευσεν εις την Θεσσαλονίκην ομού με τον θείον του, όστις προσβληθείς υπό της ασθενείας ήτις ονομάζεται αρθρίτις, ετελεύτησεν εις την Μονήν την καλουμένην του Ακαπνίου. Ο δε Ανδρόνικος, προσελήφθη εις την οικίαν ανθρώπου τινός, όστις ήτο υπογραφεύς των βασιλικών ορισμών και όστις ανέλαβεν υπό την προστασίαν του τον νέον. Αφού δε συνανεστράφη μετά τούτου ολίγον καιρόν επεθύμησεν ο Άγιος να εκπαιδευθή εις την έξωθεν σοφίαν, ήτοι εις τα ελληνικά μαθήματα. Μη έχων δε τα έξοδα, τα απαιτούμενα δια τους διδασκάλους, εστέκετο έξωθεν των σχολείων και ηκροάζετο. Μερικοί δε από τους σχολαστικούς φιλοσόφους βλέποντες την καρτερίαν και προθυμίαν του τον εδίδασκον δωρεάν. Αφού δε έλαβεν από τούτους αρκετά μαθήματα και ωφελήθη από την γνώσιν αυτών λόγω της ευφυϊας του και της οξύτητος του νοός του, απεφάσισε να μεταβή προς επίσκεψιν διαφόρων τόπων. Αναχωρήσας λοιπόν από την Θεσσαλονίκην, έφθασεν εις το Άγιον Όρος, εκεί δε συναναστρεφόμενος και συμομιλών μετά τινων Πατέρων και ζητών ευχήν και ευλογίαν, ηυλογήθη από εκείνους, αλλά δεν του επετράπη να παραμείνη εις τον τόπον εκείνον, διότι ήτο πολύ νέος κατά την ηλικίαν και αγένειος. Όθεν αποπλεύσας από το Άγιον Όρος έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου κατά πρώτον μετέβη εις προσκύνησιν των θείων και ιερών Ναών, κατασπαζόμενος τα τίμια Λείψανα των Αγίων. Συγκατώκει δε με δύο Μοναχούς, οι οποίοι, ως τον είδον ότι ήτο από γένος έντιμον, επέμενον να τους εξουσιάζη και να τους προστάζη. Αλλ’ ο Όσιος δεν ήθελεν ουδέ καν να ακούση τούτο, λέγων· «Άτοπον και άπρεπον πράγμα είναι εγώ, όστις είμαι κοσμικός και νέος, να προστάζω σας, οίτινες είσθε Μοναχοί και γέροντες». Κατά δε το διάστημα της εις το Άγιον Όρος και την Κωνσταντινούπολιν διατριβής του συνανεστρέφετο ο Όσιος με πολλούς Πατέρας λογίους και εναρέτους, όπως τον Γρηγόριον τον Σιναϊτην, τον Δανιήλ τον Ησυχαστήν, τον Ισίδωρον, όστις αργότερον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1347 – 1349), τον Ακίνδυνον, όστις εδογμάτισε μεν ύστερον κακώς και εσφαλμένως, τότε όμως δεν είχεν ακόμη πλανηθή και άλλους, από τους οποίους, ως σοφή και ακούραστος μέλισσα, συνήθροισεν εις εαυτόν τα χρήσιμα και αναγκαία προς αρετήν. Αφού λοιπόν παρέμεινε και εκεί ολίγον καιρόν επεβιβάσθη πλοίου και διεπέρασεν εις την νήσον Κρήτην, όπου και εφιλοξενήθη εις την οικίαν εναρέτου τινός Χριστιανού. Βλέπων δε την αρετήν και την φιλοπτωχείαν του, εζήτησε παρ’ αυτού να τον δεχθή ως βοηθόν εις την εργασίαν του προς εξοικονόμησιν των αναγκαίων δια τα φιλάνθρωπα έργα του και την συντήρησίν των. Εδέχθη τότε ο άνθρωπος εκείνος μετά πάσης προθυμίας την προσφοράν του Οσίου, με την ελπίδα να ωφεληθή παρά τούτου εν εκ των δύο. Εάν μεν δηλαδή γίνη εργάτης της αρετής, να λάβη τον μισθόν από τον Θεόν, εάν δε επιστρέψη εις την κοσμικήν ζωήν, να λάβη την θυγατέρα του εις γάμου κοινωνίαν. Τούτο δε μάλιστα και περισσότερον επεθύμει, διότι είδε τον νέον καλοπροαίρετον και αγαπητόν εις τους πολλούς δια την λογιότητά του και την ωραιότητά του, τώρα μάλιστα ότε ήρχισε να αποκτά και γένειον. Ησυχάζων δε ο Όσιος εις ερημικόν τόπον, ελάμβανε την τροφήν του από τον άνθρωπον εκείνον, όστις εφ’ όσον παρήρχετο ο καιρός επί τοσούτον και ηχμαλωτίζετο από την προς τον νέον αγάπην και τον παρεκάλει να τον επισκέπτεται συχνότερα δια να συνομιλούν. Αντιληφθείς όμως ο Ανδρόνικος ότι τούτο είναι πανουργία και απάτη του εχθρού διαβόλου, δια να ελκυσθή δια του τρόπου τούτου από την φιλίαν του κόσμου, έφυγεν από εκεί και ήλθε πάλιν, δια δευτέραν φοράν, εις το Άγιον Όρος. Αφού λοιπόν έφυασεν εκεί μετέβη εις την Σκήτην την ονομαζομένην του Μαγουλά, ήτις υπόκειται σήμερον εις την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων. Εκεί επληροφορήθη παρά τινος Ιερομονάχου Καλλίστου, ότι εις τον τόπον τον λεγόμενον Μηλέα διαμένουσι δύο Μοναχοί, ονομαζόμενοι ο μεν εις Γρηγόριος, όστις ήτο και Ιερομόναχος, ο δε έτερος Μωϋσής, οίτινες έφθασαν εις το άκρον της αρετής. Ελθών τότε εις Επίσκεψίν των παρεκάλει τούτους να τον δεχθούν εις την συνοδίαν των, αλλ’ ούτοι δε συγκατένευον και ουδέ καν να τον ακούσουν ήθελον. Έπειτα όμως ιδόντες την προθυμίαν του και τας θερμάς παρακλήσεις του τον εδέχθησαν, εκούρευσε δε τούτον ο ιερός Γρηγόριος Μοναχόν και τον μετωνόμασεν Αντώνιον, ήτο δε τότε ετών τριάκοντα. Μετά ταύτα τον ενέδυσε και το άγιον Σχήμα και τον μετωνόμασεν Αθανάσιον. Θερμανθείσης τότε της καρδίας του από θεϊκόν πόθον και ενδυναμωθείς από την πλήρη εμπιστοσύνην, την οποίαν απέκτησε προς εκείνους τους αοιδίμους και αειμνήστους Γέροντας, έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας με πλήρη υποταγήν και χωρίς καμμίαν διαμαρτυρίαν. Διότι έχοντες την κατοικίαν των εις το υψηλότατον εκείνο όρος του Άθωνος, είχον και μεγάλην την δοκιμασίαν. Και εκαλείτο μεν ο τόπος εκείνος Μηλέα, αλλ’ όμως λόγω της ψυχρότητός του μόνον πεύκαι υψίκορμοι εφύοντο εκεί και κέδροι πυκνότατοι, διότι ο τόπος εκείνος ευρίσκετο εις τας υπωρείας του Άθωνος. Εκεί λοιπόν, καθώς είπον, ησύχαζον οι μακάριοι ούτοι Πατέρες. Ο δε Αθανάσιος, ως να ήτο θεϊκόν υποζύγιον, εκράτει επάνω εις τους ώμους του το φορτίον το οποίον θα ημπορούσε να κρατήση εις ημίονος ή άλλο ζώον και περιερχόμενος τα Μοναστήρια, ελάμβανε και έφερεν εις τους Πατέρας τα χρειώδη πράγματα και τα προς το ζην αναγκαία. Εκεί λοιπόν λόγω του ύψους του βουνού και της ψυχρότητος του τόπου έπιπτε συνήθως πολλή χιών. Αν δε συνέβαινε ποτέ να εύρη τούτον η χιών καθ΄οδόν ή να εμποδισθή από τον χειμώνα και από την απόστασιν του τόπου και να μη φθάση εις το κελλίον των, ακουμβών εις κανέν κούφωμα πέτρας ή εις καμμίαν ρίζας ελάτης ανέμενεν εκεί έως ότου βελτιωθή ο καιρός δια να δυνηθή να εξακολουθήση τον δρόμον του. Ημέραν δε τινά χειμώνος βαρυτάτου, επιστρέφων εις το κελλίον των από της διακονίας εις την οποίαν είχεν αποσταλή, απεκλείσθη εις τι μέρος από αφθόνους χιόνας. Εκάθησε τότε κάτωθεν δένδρου τινός, αλλ’ μετ’ ολίγον δεν ηδύνατο ούτε προς τα εμπρός να προχωρήση, ούτε προς τα οπίσω να επιστρέψη, επειδή είχε σκεπάσει η χιών όλα τα δένδρα και επάγωσεν επ’ αυτών ως κρύσταλλος. Ενεπιστεύθη τότε εις την ευχήν των Πατέρων του και οπλισθείς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού έδεσε με τα ενδύματά του τους πόδας του και καθίσας επί της χιόνος εφέρετο εις τον κατήφορον ως να έπλεεν εις την θάλασσαν. Οδηγηθείς δε από την θείαν νεύσιν και βούλησιν, έπεσεν από του ύψους κάτω εις εν κελλίον όπου διέμενον τρεις αδελφοί, οι οποίοι ιδόντες τούτον έξαφνα και ανέλπιστα, τον υπεδέχθησαν μετά χαράς, τον εθέρμαναν και του έδωσαν τροφήν. Παρέμεινε δε μετ’ αυτών ο Όσιος έως ότου εβελτιώθη ο καιρός και κατόπιν ανεχώρησε δια να υπάγη εις τους Πατέρας του. Ούτοι δε όταν τον αντίκρυσαν εχάρησαν μεγάλως, διότι ενόμιζον ότι θα είχεν αποθάνει από τον υπερβολικόν χειμώνα. Ο μακάριος όμως Αθανάσιος εφυλάττετο υπό του Θεού δια την μεγάλην του αρετήν, η οποία επί τοσούτον μετέπειτα εξέλαμψεν. Μετά ταύτα όμως η θαυμαστή εκείνη αδελφότη εχωρίσθη εκ των επιδρομών των Αγαρηνών, οι οποίοι δεν έπαυαν να ενοχλούν συχνότατα το Άγιον Όρος από θαλάσσης. Και ο μεν Μωϋσής μετέβη τότε εις το Μοναστήριον των Ιβήρων, ο δε θείος Γρηγόριος, παραλαβών μετ’ αυτού τον Αθανάσιον, εξήλθεν από το Άγιον Όρος και διεπεραιώθη εις την Θεσσαλονίκην, εκείθεν δε πάλιν εις την Βέροιαν. Πολλοί τότε των ευγενών και πλουσίων ήθελον να υποδεχθούν τους Οσίους και να τους προσφέρωσι φιλοξενίαν. Αλλ’ ο Γέρων δεν ηθέλησε, διότι έβλεπεν ότι ο Αθανάσιος δεν ηγάπα τας πολιτικάς και κοσμικάς συναναστροφάς, ως εραστής της ησυχίας. Μαθών δε ο Γέρων από τον Επίσκοπον Σερβίων Ιάκωβον δια τους Σταγούς, όπως ονομάζεται μικρά πόλις ευρισκομένη μεταξύ των συνόρων των Ιωαννίνων και της Βλαχίας (Βλαχίαν εννοεί εδώ ο συγγραφεύς τα βλαχοχώρια της ορεινής Θεσσαλίας, οι κάτοικοι των οποίων εκαλούντο Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι. Ότι δε ούτοι είναι λαός γνησίως Ελληνικός βλέπε εν τη «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία» τόμος 7ος, σελ. 952 – 954. Σταγοί δε είναι η νυν Καλαμπάκα), ότι εις τον τόπον εκείνον ευρίσκονται βράχοι πανύψηλοι και ογκώδεις από κτίσεως κόσμου, αφ’ ότου εστερεώθησαν τοιουτοτρόπως από τον Δημιουργόν Θεόν, είπεν εις τον Αθανάσιον· «Αν τυχόν αγαπάς να κατοικήσης εκεί, ύπαγε». Μεταβάς δε εκεί ο Γέρων ομού με τον Αθανάσιον, τους μεν βράχους εύρον καθώς ήκουσαν, αλλά κανείς δεν κατώκει εις αυτούς, ει μη μόνον σαρκοφάγα όρνεα, γύπες δηλαδή και κόρακες. Εις δε μόνος λίθος εκ τούτων, όστις ευρίσκεται πλησιέστατα εις την πόλιν, είχε κατοικηθή τον παλαιόν καιρόν, καθώς λέγουσιν, από βοσκόν τινά, όστις είχε λαξεύσει και Ναόν εις την πέτραν εις το όνομα των Αγίων Ταξιαρχών και είχεν ονομάσει τούτον στύλον. Εντός λοιπόν του Ναού τούτου παρέμειναν επί τινα καιρόν. Ο δε θείος Γρηγόριος, βλέπων την υπερβάλλουσαν αγριότητα του τόπου, ηθέλησε να κατέλθη από του βράχου και να επιστρέψη πάλιν εις τα ίδια. Αλλ’ ο Αθανάσιος, γνωρίζων καλώς ποίον ήτο το θέλημα του Θεού και θέλων να δώση θέρρος εις τον Γέροντα, εγένετο τούτου εγγυητής αξιόχρεως, ειπών προς αυτόν· «Αν ίσως επιθυμής, Πάτερ, να παραμείνης εις τον τόπον τούτον, μη διστάζης φοβούμενος την ένδειαν και την στέρησιν των αναγκαίων, διότι ελπίζων εις τον Θεόν και εις τας ιδικάς σου ευχάς, σου υπόσχομαι, ότι ποτέ δεν θέλεις στερηθή άρτου, οίνου και ελαίου». Τούτους τους λόγους ακούσας ο Γέρων απεφάσισε να παραμείνη. Έκτοτε δε και εις το εξής είχον όλα τα αναγκαία προς συντήρησιν. Διότι όταν εκείνοι, οίτινες κατώκουν εκεί πλησίον, αλλά και πολλοί άλλοι ξένοι, επληροφορήθησαν περί της παρουσίας των Οσίων, συνηθροίζοντο πανταχόθεν πέριξ αυτών δια να συνομιλήσουν πνευματικώς και να λάβουν την ευλογίαν του Γέροντος· ούτοι λοιπόν έφερον και τα χρειώδη εις αυτούς. Όταν δε ήλθον προς αυτούς και άλλοι αδελφοί, εδέχθη τούτους ο Γέρων και απαλλάξας της υπηρεσίας τον Αθανάσιον, τον επρόσταζε να ησυχάζη τας πέντε ημέρας της εβδομάδος. Το δε τέκνον της υπακοής Αθανάσιος έσπευσεν ευθύς μετά μεγίστης χαράς να εκτελέση το προστασσόμενον. Εισελθών λοιπόν εις εν κούφωμα του βράχου, έκαμνεν εκεί τας προσταχθείσας πέντε ημέρας της εβδομάδος και δια να μη κάθηται αργός και αμελής, χωρίς εργόχειρον, έπλεκε μαλλία, ψάλλων συγχρόνως και το «Ψυχή εγκρατεύου δια να σωθής, σώμα εργάζου δια να τραφής». Ενώ λοιπόν ο Αθανάσιος ησύχαζεν εις το κούφωμα της πέτρας, νύκτα τινά βλέπει ο Γέρων τους δαίμονας, ότι περιεκύκλωσαν το σπήλαιον του Αθανασίου και προσεπάθουν να τον κρημνίσουν κάτω εις το βάραθρον, διότι κάτωθεν του σπηλαίου έχαινε χάος απύθμενον. Τούτου ένεκεν δεν τον άφησε πλέον να ησυχάζη εκεί, αλλά τον επρόσταξε να κάθηται εις άλλο μέρος του βράχου. Επειδή όμως το μέρος εκείνο ήτο πλησίον της πόλεως και ο θόρυβος ήτο πολύς, του έφερε σύγχυσιν και δεν ηυχαριστείτο. Όθεν παρεκάλεσε τον Γέροντα και τον κατέπεισε να κατέλθη και να καθήση εις το ερημικώτερον μέρος της πέτρας. Κατελθών λοιπόν ο Γέρων μετά του Αθανασίου, ηρεύνησεν ίνα ανεύρη τον κατάλληλον τόπον δια να κτίση κελλίον, αφού δε εύρεν εκείνο το οποίον επόθει και έκτισε το κελλίον, άφησεν εις αυτό τον Αθανάσιον να ησυχάζη τας εξ ημέρας της εβδομάδος, κατά δε την αγρυπνίαν της Κυριακής να αναβαίνη επάνω εις τον στύλον. Ούτω λοιπόν πράττων ο Αθανάσιος, συνέψαλλε και συνηγρύπνει μετά των αδελφών. Αφού δε μεταλάμβανε τα θεία Μυστήρια και συνέτρωγε μετά των υπολοίπων, κατήρχετο πάλιν εις το κελλίον του. Αφού λοιπόν παρέμεινεν εκεί αρκετόν καιρόν, νύκτα τινά ήλθον κλέπται νομίζοντες ότι θα εύρουν να κλέψουν τίπουε από το κελλίον του, οίτινες τον εθορύβησαν και τον εσύγχυσαν αρκετά. Εννοήσας δε ο Αθανάσιος ότι ο εχθρός δεν θέλει παύσει από του να παρενοχλή την ησυχίαν του, απεφάσισε να ανέβη επάνω εις πέτραν τινά, η οποία ήτο υψηλοτέρα από τας άλλας και πλατυτέρα. Ταύτην την πέτραν ιδών ο Αθανάσιος και πολύ ευφρανθείς δια την καλήν της θέσιν, ανήλθε προς τον Γέροντα και εζήτησε συγχώρησιν δια να κατοικήση εκεί. Ο Γέρων όμως δε ήθελε, διότι είχε κατά νουν να τον αφήση διάδοχον εις τον στύλον του. Επειδή δε ο Αθανάσιος τον παρεκάλει θερμώς, ο Γέρων συνεχώρησε μεν να κατοικήση εις τον λίθον εκείνον, όχι όμως μόνος, αλλά μετά δύο άλλων αδελφών, τους οποίους θα παρελάμβανεν από την αδελφότητα. Παραλαβών λοιπόν τούτους ο Αθανάσιος, κατά προσταγήν του Γέροντος, ήλθε και κατώκισεν εις τι εκεί σπήλαιον. Απέστειλε δε τον ένα, Ιάκωβον ονομαζόμενον, εις τον Αρχιερέα, όστις τον εχειροτόνησεν Ιερέα ίνα τελή την θείαν Λειτουργίαν. Ωκοδόμησε δε ο Αθανάσιος και ναόν εντός του σπηλαίου εις το όνομα της Θεομήτορος, εντός του οποίου ετέλουν την θείαν Μυσταγωγίαν. Αργότερον ο Γέρων, εξ αιτίας ενοχλήσεώς τινος εκ μέρους των τότε κρατούντων και των εξουσιαστών του τόπου, μετεκινήθη πάλιν και ανεχώρησεν εκείθεν. Τρέχων δε ο Αθανάσιος όπισθέν του, τον επρόφθασεν εις την Θεσσαλονίκην, πεσών δε εις τους πόδας του, τον παρεκάλεσε να του επιτρέψη να τον ακολουθήση όπου ήθελεν υπάγει. Αλλ’ ο Γέρων δεν ηθέλησε και επρόσταξε τον Αθανάσιον να επιστρέψη πάλιν εις το κελλίον, το οποίον έκτισε και το οποίον υπερηγάπα. Ούτω λοιπόν ο Αθανάσιος εχωρίσθη από του Γέροντος με τας ιεράς ευχάς του και μετά πολλών δακρύων. Αφήσας δε ο Αθανάσιος τους αδελφούς εις τον στύλον, ήλθεν εις το Μετέωρον· διότι ούτω ωνόμασε τον υψηλόν εκείνον λίθον. Συνέρρευσαν δε εκεί προς αυτόν πλείστοι, παρακαλούντες να τους δεχθή, ίνα παραμείνουν μετ’ αυτού. Αλλ’ αυτός, αγαπών την ησυχίαν, εδέχθη ολίγους, εις τους οποίους έθεσε κανόνα και τους επρόσταξε πως να πολιτεύωνται και πως να κερδίζωσι τα αναγκαία προς συντήρησίν των. Επίσης τους επρόσταξε ποίαν πολιτείαν να μετέρχωνται οι γέροντες και ποίαν οι νέοι και, απλώς ειπείν, πάντας τους αδελφούς, οίτινες ήλθον, τους κατέστησεν εις Κοινόβιον και παρέδωσεν εις αυτούς τύπους ακριβείς και κανόνας προς καλλωπισμόν και ευπρέπειαν της κατά Θεόν πολιτείας. Ανήγειρε δε και Ναούς του Σωτήρος Χριστού και της Θεομήτορος, τους οποίους καλώς ηυτρέπισε. Συνεπλήρωσε δε και πάντα τα εις τους Ναούς τούτους χρειώδη, εις δόξαν Θεού και της αρρήτως γεννησάσης τον Κύριον Αειπαρθένου Μαρίας. Ο δε Αθανάσιος, ασκήσας την άκραν ησυχίαν, έλαβε μεγάλα παρά Θεού χαρίσματα. Είχε δε και το προορατικόν χάρισμα και μεγάλα θαύματα ηξιώθη να τελέση, καθώς άλλοι συγγραφείς κατά μέρος λέγουσιν, ημείς δε, συντομίας χάριν, τα πολλά παραλείπομεν. Ούτω λοιπόν ζήσας και κατά Θεόν πολιτευθείς ο αοίδιμος Αθανάσιος καθ’ όλον το διάστημα του βίου του, με πολλήν δε επιμέλειαν την των Μοναχών αδελφών πολιτείαν εξασφαλίσας, περί τα εβδομήκοντα έτη της ηλικίας του περιέπεσεν εις νόσον βαρυτάτην, θυμικήν μελαγχολίαν και αφού ησπάσθη όλους πνευματικώς και δια πολλών ευχών τους ηυλόγησεν, εξεδήμησε προς Όν επόθει Κύριον, εντός της τιμίας μάνδρας του Μετεώρου, όπως, καθώς είπομεν, ωνόμασεν ο Άγιος την υψηλοτέραν εκείνην πέτραν των Μετεώρων. Πολλά δε θαύματα και μετά την Αγίαν του κοίμησιν επετέλεσε. Ταύτα λοιπόν, αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί, είναι τα έργα του Οσίου Πατρός ημών Αθανασίου, ούτος είναι ο Βίος του, ούτως επολιτεύθη, ούτως ηγωνίσθη και τοιαύτα χαρίσματα έλαβε παρά Θεού, αξιωθείς άμα και της των μελλόντων αγαθών απολαύσεως, και της εν κόλποις Αβραάμ αναπαύσεως και της ουρανίου Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν δωρεά τε και Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Και η μεν μήτηρ του, αφού τον εγέννησε, από τας πολλάς οδύνας και τους πόνους του τοκετού, ανεπαύθη εν Κυρίω, ο δε πατήρ του, ζήσας ολίγον, αργότερον ανεπαύθη και αυτός, εγκαταλείψας τον υιόν του εις τον ίδιον αυτού αδελφόν, όστις ανέτρεφε και επεμελείτο τούτον ως γνήσιον τέκνον του, παρέχων εις αυτόν όλα τα προς συντήρησιν αναγκαία. Ακόμη δε εφρόντιζεν όπως ούτος σπουδάση τα ιερά γράμματα. Όταν δε κατελήφθη η Νέα Πάτρα από τους Φράγκους και πάντα τα εν αυτή ελεηλατήθησαν υπό τούτων μαζί με τους άλλους κατοίκους ηχμαλωτίσθη και το παιδίον. Ιδών δε τούτο ο αρχηγός των Φράγκων καλοπρόσωπον, συνετόν και χαριτωμένον, απεφάσισε να το αποστείλη εις την οικίαν του, ως ζωντανόν λάφυρον. Τούτο αντιληφθείς ο νέος έφυγε και εσώθη. Ως δε απηλευθερώθη, έσπευσεν εις τον θείον του, ο οποίος ήτο και αυτός εξόριστος εις τινα μακρυνόν τόπον. Εκείθεν απέπλευσεν εις την Θεσσαλονίκην ομού με τον θείον του, όστις προσβληθείς υπό της ασθενείας ήτις ονομάζεται αρθρίτις, ετελεύτησεν εις την Μονήν την καλουμένην του Ακαπνίου. Ο δε Ανδρόνικος, προσελήφθη εις την οικίαν ανθρώπου τινός, όστις ήτο υπογραφεύς των βασιλικών ορισμών και όστις ανέλαβεν υπό την προστασίαν του τον νέον. Αφού δε συνανεστράφη μετά τούτου ολίγον καιρόν επεθύμησεν ο Άγιος να εκπαιδευθή εις την έξωθεν σοφίαν, ήτοι εις τα ελληνικά μαθήματα. Μη έχων δε τα έξοδα, τα απαιτούμενα δια τους διδασκάλους, εστέκετο έξωθεν των σχολείων και ηκροάζετο. Μερικοί δε από τους σχολαστικούς φιλοσόφους βλέποντες την καρτερίαν και προθυμίαν του τον εδίδασκον δωρεάν. Αφού δε έλαβεν από τούτους αρκετά μαθήματα και ωφελήθη από την γνώσιν αυτών λόγω της ευφυϊας του και της οξύτητος του νοός του, απεφάσισε να μεταβή προς επίσκεψιν διαφόρων τόπων. Αναχωρήσας λοιπόν από την Θεσσαλονίκην, έφθασεν εις το Άγιον Όρος, εκεί δε συναναστρεφόμενος και συμομιλών μετά τινων Πατέρων και ζητών ευχήν και ευλογίαν, ηυλογήθη από εκείνους, αλλά δεν του επετράπη να παραμείνη εις τον τόπον εκείνον, διότι ήτο πολύ νέος κατά την ηλικίαν και αγένειος. Όθεν αποπλεύσας από το Άγιον Όρος έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου κατά πρώτον μετέβη εις προσκύνησιν των θείων και ιερών Ναών, κατασπαζόμενος τα τίμια Λείψανα των Αγίων. Συγκατώκει δε με δύο Μοναχούς, οι οποίοι, ως τον είδον ότι ήτο από γένος έντιμον, επέμενον να τους εξουσιάζη και να τους προστάζη. Αλλ’ ο Όσιος δεν ήθελεν ουδέ καν να ακούση τούτο, λέγων· «Άτοπον και άπρεπον πράγμα είναι εγώ, όστις είμαι κοσμικός και νέος, να προστάζω σας, οίτινες είσθε Μοναχοί και γέροντες». Κατά δε το διάστημα της εις το Άγιον Όρος και την Κωνσταντινούπολιν διατριβής του συνανεστρέφετο ο Όσιος με πολλούς Πατέρας λογίους και εναρέτους, όπως τον Γρηγόριον τον Σιναϊτην, τον Δανιήλ τον Ησυχαστήν, τον Ισίδωρον, όστις αργότερον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1347 – 1349), τον Ακίνδυνον, όστις εδογμάτισε μεν ύστερον κακώς και εσφαλμένως, τότε όμως δεν είχεν ακόμη πλανηθή και άλλους, από τους οποίους, ως σοφή και ακούραστος μέλισσα, συνήθροισεν εις εαυτόν τα χρήσιμα και αναγκαία προς αρετήν. Αφού λοιπόν παρέμεινε και εκεί ολίγον καιρόν επεβιβάσθη πλοίου και διεπέρασεν εις την νήσον Κρήτην, όπου και εφιλοξενήθη εις την οικίαν εναρέτου τινός Χριστιανού. Βλέπων δε την αρετήν και την φιλοπτωχείαν του, εζήτησε παρ’ αυτού να τον δεχθή ως βοηθόν εις την εργασίαν του προς εξοικονόμησιν των αναγκαίων δια τα φιλάνθρωπα έργα του και την συντήρησίν των. Εδέχθη τότε ο άνθρωπος εκείνος μετά πάσης προθυμίας την προσφοράν του Οσίου, με την ελπίδα να ωφεληθή παρά τούτου εν εκ των δύο. Εάν μεν δηλαδή γίνη εργάτης της αρετής, να λάβη τον μισθόν από τον Θεόν, εάν δε επιστρέψη εις την κοσμικήν ζωήν, να λάβη την θυγατέρα του εις γάμου κοινωνίαν. Τούτο δε μάλιστα και περισσότερον επεθύμει, διότι είδε τον νέον καλοπροαίρετον και αγαπητόν εις τους πολλούς δια την λογιότητά του και την ωραιότητά του, τώρα μάλιστα ότε ήρχισε να αποκτά και γένειον. Ησυχάζων δε ο Όσιος εις ερημικόν τόπον, ελάμβανε την τροφήν του από τον άνθρωπον εκείνον, όστις εφ’ όσον παρήρχετο ο καιρός επί τοσούτον και ηχμαλωτίζετο από την προς τον νέον αγάπην και τον παρεκάλει να τον επισκέπτεται συχνότερα δια να συνομιλούν. Αντιληφθείς όμως ο Ανδρόνικος ότι τούτο είναι πανουργία και απάτη του εχθρού διαβόλου, δια να ελκυσθή δια του τρόπου τούτου από την φιλίαν του κόσμου, έφυγεν από εκεί και ήλθε πάλιν, δια δευτέραν φοράν, εις το Άγιον Όρος. Αφού λοιπόν έφυασεν εκεί μετέβη εις την Σκήτην την ονομαζομένην του Μαγουλά, ήτις υπόκειται σήμερον εις την Ιεράν και βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων. Εκεί επληροφορήθη παρά τινος Ιερομονάχου Καλλίστου, ότι εις τον τόπον τον λεγόμενον Μηλέα διαμένουσι δύο Μοναχοί, ονομαζόμενοι ο μεν εις Γρηγόριος, όστις ήτο και Ιερομόναχος, ο δε έτερος Μωϋσής, οίτινες έφθασαν εις το άκρον της αρετής. Ελθών τότε εις Επίσκεψίν των παρεκάλει τούτους να τον δεχθούν εις την συνοδίαν των, αλλ’ ούτοι δε συγκατένευον και ουδέ καν να τον ακούσουν ήθελον. Έπειτα όμως ιδόντες την προθυμίαν του και τας θερμάς παρακλήσεις του τον εδέχθησαν, εκούρευσε δε τούτον ο ιερός Γρηγόριος Μοναχόν και τον μετωνόμασεν Αντώνιον, ήτο δε τότε ετών τριάκοντα. Μετά ταύτα τον ενέδυσε και το άγιον Σχήμα και τον μετωνόμασεν Αθανάσιον. Θερμανθείσης τότε της καρδίας του από θεϊκόν πόθον και ενδυναμωθείς από την πλήρη εμπιστοσύνην, την οποίαν απέκτησε προς εκείνους τους αοιδίμους και αειμνήστους Γέροντας, έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας με πλήρη υποταγήν και χωρίς καμμίαν διαμαρτυρίαν. Διότι έχοντες την κατοικίαν των εις το υψηλότατον εκείνο όρος του Άθωνος, είχον και μεγάλην την δοκιμασίαν. Και εκαλείτο μεν ο τόπος εκείνος Μηλέα, αλλ’ όμως λόγω της ψυχρότητός του μόνον πεύκαι υψίκορμοι εφύοντο εκεί και κέδροι πυκνότατοι, διότι ο τόπος εκείνος ευρίσκετο εις τας υπωρείας του Άθωνος. Εκεί λοιπόν, καθώς είπον, ησύχαζον οι μακάριοι ούτοι Πατέρες. Ο δε Αθανάσιος, ως να ήτο θεϊκόν υποζύγιον, εκράτει επάνω εις τους ώμους του το φορτίον το οποίον θα ημπορούσε να κρατήση εις ημίονος ή άλλο ζώον και περιερχόμενος τα Μοναστήρια, ελάμβανε και έφερεν εις τους Πατέρας τα χρειώδη πράγματα και τα προς το ζην αναγκαία. Εκεί λοιπόν λόγω του ύψους του βουνού και της ψυχρότητος του τόπου έπιπτε συνήθως πολλή χιών. Αν δε συνέβαινε ποτέ να εύρη τούτον η χιών καθ΄οδόν ή να εμποδισθή από τον χειμώνα και από την απόστασιν του τόπου και να μη φθάση εις το κελλίον των, ακουμβών εις κανέν κούφωμα πέτρας ή εις καμμίαν ρίζας ελάτης ανέμενεν εκεί έως ότου βελτιωθή ο καιρός δια να δυνηθή να εξακολουθήση τον δρόμον του. Ημέραν δε τινά χειμώνος βαρυτάτου, επιστρέφων εις το κελλίον των από της διακονίας εις την οποίαν είχεν αποσταλή, απεκλείσθη εις τι μέρος από αφθόνους χιόνας. Εκάθησε τότε κάτωθεν δένδρου τινός, αλλ’ μετ’ ολίγον δεν ηδύνατο ούτε προς τα εμπρός να προχωρήση, ούτε προς τα οπίσω να επιστρέψη, επειδή είχε σκεπάσει η χιών όλα τα δένδρα και επάγωσεν επ’ αυτών ως κρύσταλλος. Ενεπιστεύθη τότε εις την ευχήν των Πατέρων του και οπλισθείς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού έδεσε με τα ενδύματά του τους πόδας του και καθίσας επί της χιόνος εφέρετο εις τον κατήφορον ως να έπλεεν εις την θάλασσαν. Οδηγηθείς δε από την θείαν νεύσιν και βούλησιν, έπεσεν από του ύψους κάτω εις εν κελλίον όπου διέμενον τρεις αδελφοί, οι οποίοι ιδόντες τούτον έξαφνα και ανέλπιστα, τον υπεδέχθησαν μετά χαράς, τον εθέρμαναν και του έδωσαν τροφήν. Παρέμεινε δε μετ’ αυτών ο Όσιος έως ότου εβελτιώθη ο καιρός και κατόπιν ανεχώρησε δια να υπάγη εις τους Πατέρας του. Ούτοι δε όταν τον αντίκρυσαν εχάρησαν μεγάλως, διότι ενόμιζον ότι θα είχεν αποθάνει από τον υπερβολικόν χειμώνα. Ο μακάριος όμως Αθανάσιος εφυλάττετο υπό του Θεού δια την μεγάλην του αρετήν, η οποία επί τοσούτον μετέπειτα εξέλαμψεν. Μετά ταύτα όμως η θαυμαστή εκείνη αδελφότη εχωρίσθη εκ των επιδρομών των Αγαρηνών, οι οποίοι δεν έπαυαν να ενοχλούν συχνότατα το Άγιον Όρος από θαλάσσης. Και ο μεν Μωϋσής μετέβη τότε εις το Μοναστήριον των Ιβήρων, ο δε θείος Γρηγόριος, παραλαβών μετ’ αυτού τον Αθανάσιον, εξήλθεν από το Άγιον Όρος και διεπεραιώθη εις την Θεσσαλονίκην, εκείθεν δε πάλιν εις την Βέροιαν. Πολλοί τότε των ευγενών και πλουσίων ήθελον να υποδεχθούν τους Οσίους και να τους προσφέρωσι φιλοξενίαν. Αλλ’ ο Γέρων δεν ηθέλησε, διότι έβλεπεν ότι ο Αθανάσιος δεν ηγάπα τας πολιτικάς και κοσμικάς συναναστροφάς, ως εραστής της ησυχίας. Μαθών δε ο Γέρων από τον Επίσκοπον Σερβίων Ιάκωβον δια τους Σταγούς, όπως ονομάζεται μικρά πόλις ευρισκομένη μεταξύ των συνόρων των Ιωαννίνων και της Βλαχίας (Βλαχίαν εννοεί εδώ ο συγγραφεύς τα βλαχοχώρια της ορεινής Θεσσαλίας, οι κάτοικοι των οποίων εκαλούντο Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι. Ότι δε ούτοι είναι λαός γνησίως Ελληνικός βλέπε εν τη «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία» τόμος 7ος, σελ. 952 – 954. Σταγοί δε είναι η νυν Καλαμπάκα), ότι εις τον τόπον εκείνον ευρίσκονται βράχοι πανύψηλοι και ογκώδεις από κτίσεως κόσμου, αφ’ ότου εστερεώθησαν τοιουτοτρόπως από τον Δημιουργόν Θεόν, είπεν εις τον Αθανάσιον· «Αν τυχόν αγαπάς να κατοικήσης εκεί, ύπαγε». Μεταβάς δε εκεί ο Γέρων ομού με τον Αθανάσιον, τους μεν βράχους εύρον καθώς ήκουσαν, αλλά κανείς δεν κατώκει εις αυτούς, ει μη μόνον σαρκοφάγα όρνεα, γύπες δηλαδή και κόρακες. Εις δε μόνος λίθος εκ τούτων, όστις ευρίσκεται πλησιέστατα εις την πόλιν, είχε κατοικηθή τον παλαιόν καιρόν, καθώς λέγουσιν, από βοσκόν τινά, όστις είχε λαξεύσει και Ναόν εις την πέτραν εις το όνομα των Αγίων Ταξιαρχών και είχεν ονομάσει τούτον στύλον. Εντός λοιπόν του Ναού τούτου παρέμειναν επί τινα καιρόν. Ο δε θείος Γρηγόριος, βλέπων την υπερβάλλουσαν αγριότητα του τόπου, ηθέλησε να κατέλθη από του βράχου και να επιστρέψη πάλιν εις τα ίδια. Αλλ’ ο Αθανάσιος, γνωρίζων καλώς ποίον ήτο το θέλημα του Θεού και θέλων να δώση θέρρος εις τον Γέροντα, εγένετο τούτου εγγυητής αξιόχρεως, ειπών προς αυτόν· «Αν ίσως επιθυμής, Πάτερ, να παραμείνης εις τον τόπον τούτον, μη διστάζης φοβούμενος την ένδειαν και την στέρησιν των αναγκαίων, διότι ελπίζων εις τον Θεόν και εις τας ιδικάς σου ευχάς, σου υπόσχομαι, ότι ποτέ δεν θέλεις στερηθή άρτου, οίνου και ελαίου». Τούτους τους λόγους ακούσας ο Γέρων απεφάσισε να παραμείνη. Έκτοτε δε και εις το εξής είχον όλα τα αναγκαία προς συντήρησιν. Διότι όταν εκείνοι, οίτινες κατώκουν εκεί πλησίον, αλλά και πολλοί άλλοι ξένοι, επληροφορήθησαν περί της παρουσίας των Οσίων, συνηθροίζοντο πανταχόθεν πέριξ αυτών δια να συνομιλήσουν πνευματικώς και να λάβουν την ευλογίαν του Γέροντος· ούτοι λοιπόν έφερον και τα χρειώδη εις αυτούς. Όταν δε ήλθον προς αυτούς και άλλοι αδελφοί, εδέχθη τούτους ο Γέρων και απαλλάξας της υπηρεσίας τον Αθανάσιον, τον επρόσταζε να ησυχάζη τας πέντε ημέρας της εβδομάδος. Το δε τέκνον της υπακοής Αθανάσιος έσπευσεν ευθύς μετά μεγίστης χαράς να εκτελέση το προστασσόμενον. Εισελθών λοιπόν εις εν κούφωμα του βράχου, έκαμνεν εκεί τας προσταχθείσας πέντε ημέρας της εβδομάδος και δια να μη κάθηται αργός και αμελής, χωρίς εργόχειρον, έπλεκε μαλλία, ψάλλων συγχρόνως και το «Ψυχή εγκρατεύου δια να σωθής, σώμα εργάζου δια να τραφής». Ενώ λοιπόν ο Αθανάσιος ησύχαζεν εις το κούφωμα της πέτρας, νύκτα τινά βλέπει ο Γέρων τους δαίμονας, ότι περιεκύκλωσαν το σπήλαιον του Αθανασίου και προσεπάθουν να τον κρημνίσουν κάτω εις το βάραθρον, διότι κάτωθεν του σπηλαίου έχαινε χάος απύθμενον. Τούτου ένεκεν δεν τον άφησε πλέον να ησυχάζη εκεί, αλλά τον επρόσταξε να κάθηται εις άλλο μέρος του βράχου. Επειδή όμως το μέρος εκείνο ήτο πλησίον της πόλεως και ο θόρυβος ήτο πολύς, του έφερε σύγχυσιν και δεν ηυχαριστείτο. Όθεν παρεκάλεσε τον Γέροντα και τον κατέπεισε να κατέλθη και να καθήση εις το ερημικώτερον μέρος της πέτρας. Κατελθών λοιπόν ο Γέρων μετά του Αθανασίου, ηρεύνησεν ίνα ανεύρη τον κατάλληλον τόπον δια να κτίση κελλίον, αφού δε εύρεν εκείνο το οποίον επόθει και έκτισε το κελλίον, άφησεν εις αυτό τον Αθανάσιον να ησυχάζη τας εξ ημέρας της εβδομάδος, κατά δε την αγρυπνίαν της Κυριακής να αναβαίνη επάνω εις τον στύλον. Ούτω λοιπόν πράττων ο Αθανάσιος, συνέψαλλε και συνηγρύπνει μετά των αδελφών. Αφού δε μεταλάμβανε τα θεία Μυστήρια και συνέτρωγε μετά των υπολοίπων, κατήρχετο πάλιν εις το κελλίον του. Αφού λοιπόν παρέμεινεν εκεί αρκετόν καιρόν, νύκτα τινά ήλθον κλέπται νομίζοντες ότι θα εύρουν να κλέψουν τίπουε από το κελλίον του, οίτινες τον εθορύβησαν και τον εσύγχυσαν αρκετά. Εννοήσας δε ο Αθανάσιος ότι ο εχθρός δεν θέλει παύσει από του να παρενοχλή την ησυχίαν του, απεφάσισε να ανέβη επάνω εις πέτραν τινά, η οποία ήτο υψηλοτέρα από τας άλλας και πλατυτέρα. Ταύτην την πέτραν ιδών ο Αθανάσιος και πολύ ευφρανθείς δια την καλήν της θέσιν, ανήλθε προς τον Γέροντα και εζήτησε συγχώρησιν δια να κατοικήση εκεί. Ο Γέρων όμως δε ήθελε, διότι είχε κατά νουν να τον αφήση διάδοχον εις τον στύλον του. Επειδή δε ο Αθανάσιος τον παρεκάλει θερμώς, ο Γέρων συνεχώρησε μεν να κατοικήση εις τον λίθον εκείνον, όχι όμως μόνος, αλλά μετά δύο άλλων αδελφών, τους οποίους θα παρελάμβανεν από την αδελφότητα. Παραλαβών λοιπόν τούτους ο Αθανάσιος, κατά προσταγήν του Γέροντος, ήλθε και κατώκισεν εις τι εκεί σπήλαιον. Απέστειλε δε τον ένα, Ιάκωβον ονομαζόμενον, εις τον Αρχιερέα, όστις τον εχειροτόνησεν Ιερέα ίνα τελή την θείαν Λειτουργίαν. Ωκοδόμησε δε ο Αθανάσιος και ναόν εντός του σπηλαίου εις το όνομα της Θεομήτορος, εντός του οποίου ετέλουν την θείαν Μυσταγωγίαν. Αργότερον ο Γέρων, εξ αιτίας ενοχλήσεώς τινος εκ μέρους των τότε κρατούντων και των εξουσιαστών του τόπου, μετεκινήθη πάλιν και ανεχώρησεν εκείθεν. Τρέχων δε ο Αθανάσιος όπισθέν του, τον επρόφθασεν εις την Θεσσαλονίκην, πεσών δε εις τους πόδας του, τον παρεκάλεσε να του επιτρέψη να τον ακολουθήση όπου ήθελεν υπάγει. Αλλ’ ο Γέρων δεν ηθέλησε και επρόσταξε τον Αθανάσιον να επιστρέψη πάλιν εις το κελλίον, το οποίον έκτισε και το οποίον υπερηγάπα. Ούτω λοιπόν ο Αθανάσιος εχωρίσθη από του Γέροντος με τας ιεράς ευχάς του και μετά πολλών δακρύων. Αφήσας δε ο Αθανάσιος τους αδελφούς εις τον στύλον, ήλθεν εις το Μετέωρον· διότι ούτω ωνόμασε τον υψηλόν εκείνον λίθον. Συνέρρευσαν δε εκεί προς αυτόν πλείστοι, παρακαλούντες να τους δεχθή, ίνα παραμείνουν μετ’ αυτού. Αλλ’ αυτός, αγαπών την ησυχίαν, εδέχθη ολίγους, εις τους οποίους έθεσε κανόνα και τους επρόσταξε πως να πολιτεύωνται και πως να κερδίζωσι τα αναγκαία προς συντήρησίν των. Επίσης τους επρόσταξε ποίαν πολιτείαν να μετέρχωνται οι γέροντες και ποίαν οι νέοι και, απλώς ειπείν, πάντας τους αδελφούς, οίτινες ήλθον, τους κατέστησεν εις Κοινόβιον και παρέδωσεν εις αυτούς τύπους ακριβείς και κανόνας προς καλλωπισμόν και ευπρέπειαν της κατά Θεόν πολιτείας. Ανήγειρε δε και Ναούς του Σωτήρος Χριστού και της Θεομήτορος, τους οποίους καλώς ηυτρέπισε. Συνεπλήρωσε δε και πάντα τα εις τους Ναούς τούτους χρειώδη, εις δόξαν Θεού και της αρρήτως γεννησάσης τον Κύριον Αειπαρθένου Μαρίας. Ο δε Αθανάσιος, ασκήσας την άκραν ησυχίαν, έλαβε μεγάλα παρά Θεού χαρίσματα. Είχε δε και το προορατικόν χάρισμα και μεγάλα θαύματα ηξιώθη να τελέση, καθώς άλλοι συγγραφείς κατά μέρος λέγουσιν, ημείς δε, συντομίας χάριν, τα πολλά παραλείπομεν. Ούτω λοιπόν ζήσας και κατά Θεόν πολιτευθείς ο αοίδιμος Αθανάσιος καθ’ όλον το διάστημα του βίου του, με πολλήν δε επιμέλειαν την των Μοναχών αδελφών πολιτείαν εξασφαλίσας, περί τα εβδομήκοντα έτη της ηλικίας του περιέπεσεν εις νόσον βαρυτάτην, θυμικήν μελαγχολίαν και αφού ησπάσθη όλους πνευματικώς και δια πολλών ευχών τους ηυλόγησεν, εξεδήμησε προς Όν επόθει Κύριον, εντός της τιμίας μάνδρας του Μετεώρου, όπως, καθώς είπομεν, ωνόμασεν ο Άγιος την υψηλοτέραν εκείνην πέτραν των Μετεώρων. Πολλά δε θαύματα και μετά την Αγίαν του κοίμησιν επετέλεσε. Ταύτα λοιπόν, αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί, είναι τα έργα του Οσίου Πατρός ημών Αθανασίου, ούτος είναι ο Βίος του, ούτως επολιτεύθη, ούτως ηγωνίσθη και τοιαύτα χαρίσματα έλαβε παρά Θεού, αξιωθείς άμα και της των μελλόντων αγαθών απολαύσεως, και της εν κόλποις Αβραάμ αναπαύσεως και της ουρανίου Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν δωρεά τε και Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου