Παύλος ο μακάριος ούτος Νεομάρτυς του
Χριστού ήτο Ρώσος κατά την εθνικότητα, ηχμαλωτίσθη δε παιδίον μικρόν από τους
Τατάρους, οίτινες τον ήρπασαν εκ της πατρίδος του. Παρά τούτων ηγοράσθη υπό
τινος Χριστιανού, όστις αφού τον εκράτησε χρόνους ικανούς, έπειτα τον
ηλευθέρωσε, τότε ο Άγιος έλαβε γυναίκα εκ Ρωσίας και ταύτην, αιχμάλωτον πρώην
και αυτήν, μετά της οποίας συνέζη ευσεβώς.
Συνέβη δε εις αυτόν επιληψία νοός, είτε υπό φυσικού πάθους, είτε συνεργεία δαίμονος, καθώς πολλάκις συμβαίνει, και χρονίζοντος του πάθους και ημέρα τη ημέρα παραφρονούντος, η σύζυγος αυτού και οι γείτονές του εσκέφθησαν να τον οδηγήσουν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επονομαζομένης του Μουγλουνίου, χάριν ιάσεως της φρενοβλαβείας εκείνης. Διότι και άλλοι πολλοί πάσχοντες εκ τοιαύτης ασθενείας, ελθόντες εις τον Ναόν τούτον της Θεομήτορος εύρον την ιατρείαν των φρενών αυτών. Επειδή δε ο μακάριος δεν ησθάνετο την αιτίαν δια την οποίαν των ωδήγουν εκεί, ηναντιούτο μεγάλως και δεν ήθελε να υπάγη. Όθεν τον εσήκωσαν επίτων ώμων και τον επήγαινον εις τον Ναόν. Καθ’ οδόν οι φέροντες αυτόν απήντησαν Αγαρηνούςτινάς, οίτινες τους ηρώτησαν που υπάγουν. Αυτός δε, ως σεσαλευμένος τον νουν, ευθύς ως τους είδεν, εθεώρησε καλόν να ζητήση παρ’ αυτών βοήθειαν. Όθεν ήρχισε να φωνάζη· «Αγαρηνός είμαι και Αγαρηνός έγινα». Οι δε Αγαρηνοί τότε μεν δεν ωμίλησαν, ούτε έκαμαν τίποτε, διό και οι βαστάζοντες αυτόν τον έφερον εις την Εκκλησίαν της Θεοτόκου. Μετά δε δύο ημέρας, συλλογιζόμενοι οι Αγαρηνοί τους λόγους τού Μάρυρος, έλεγον μεταξύ των· «Πως ημείς παρεβλέψαμεν τον αδελφόν μας Μουσουλμάνον, όστις εφώναζε και εζήτει βοήθειαν από ημάς ευρισκόμενος εις χείρας των εχθρών μας; Αυτό το οποίον εκάμαμεν είναι απαίσιον εις την θρησκείαν μας». Τότε εις εξ αυτών, ο πλέον ζηλωτής της πίστεώς των, παρώξυνε τους άλλους τόσον, ώστε είπον προς αλλήλους οι Αγαρηνοί· «Ας υπάγωμεν, αδελφοί, εις τον βεζύρην δια να του αναγγείλωμεν το γεγονός, ότι δηλαδή εδώ εις ταύτην την πόλιν, εις την οποίαν είναι όλον το κράτος και η εξουσία της πίστεώς μας, τολμούν να κάμουν τοιαύτα οι άπιστοι Χριστιανοί λέγοντες φρενοβλαβή και παράφρονα εκείνον ο οποίος έγινε Μουσουλμάνος». Απελθόντες λοιπόν εις τον βεζύρην έδωκαν έγγραφον αναφοράν της υποθέσεως· ο δε βεζύρης ευθύς, εις οργήν κινηθείς, επρόσταξε τον αρχιδήμιον να φέρη ευθύς τον άνθρωπον εκείνον, εις οιανδήποτε κατάστασιν και αν τον εύρισκε, μετ’ αυτού δε να φέρη δεδεμένους και τους Ιερείς της Εκκλησίας και όσους άλλους εύρη εκεί Χριστιανούς. Θεία όμως Προνοία, καταδότης τις, ελπίζων να λάβη αργύρια, έδραμε παρευθύς και ανήγγειλε την προσταγήν του βεζύρη εις τους Ιερείς και τους λοιπούς ενορίτας της Εκκλησίας, οίτινες απεμάκρυναν τάχιστα τον Μάρτυρα εκ της Εκκλησίας. Τότε έγινε θαύμα ανέλπιστον εις τον Μάρτυρα· διότι, αίφνης, εφάνη υγιής και με σώας τας φρένας του. Όθεν του παρήγγειλον να μη είπη εις τον βεζύρην, ότι επήγεν εις την Εκκλησίαν. Δεν είχον εισέτι τελειώσει τον λόγον και ιδού έφθασεν ο αρχιδήμιος μετά της κουστωδίας του και ανηλεώς έδεσαν αυτόν τε και τους Ιερείς και τους έφεραν εις τον βεζύρην· και τους μεν Ιερείς ο βεζύρης επρόσταξε να ρίψουν εις σκοτεινοτάτην και δυσώδη φυλακήν, τον δε μακάριον Παύλον ηρώτα ιλαρώς, αν έγινε κατ’ αλήθειαν Μουσουλμάνος. Ο δε Μάρτυς, λαμπρά τη φωνή ανέκραζεν, ότι τοιούτον ανόσιον έργον δεν γνωρίζει να άκαμε ποτέ. Τότε οι καταδόται εκείνοι εβόων μαρτυρούντες και την ημέραν κατά την οποίαν τον ωδήγουν οι συγγενείς του εις την Εκκλησίαν και το ότι εφώναζεν ότι είναι Μουσουλμάνος. Ο δε Μάρτυς εβόα· «Ψεύσται είσθε και το πάθος σας επλάσατε ταύτην την συκοφαντίαν». Ο δε βεζύρης του λέγει· «Δια ποίαν αφορμήν σε επήγαν οι Χριστιανοί εις την Εκκλησίαν;» Ο δε μακάριος Παύλος είπεν· «Όχι, αυθέντα, εις την Εκκλησίαν δεν με επήγαν, αλλ’ επειδή ησθένουν από σεληνιασμόν και έκαμνα αταξίας με έφεραν εις την οικίαν μου. Εγώ όμως Χριστιανός ήμην και είμαι και θα είμαι». Τότε ο βεζύρης λέγει προς αυτόν· «Σήμερον, κατά την μαρτυρίαν των Μουσουλμάνων τούτων, οίτινες μαρτυρούν, ότι ήκουσαν εκ του στόματός σου να λέγης ότι είσαι Μουσουλμάνος, πρέπει ή να ομολογήσης την των Μουσουλμάνων πίστιν και να γίνης Τούρκος, ή ευθύς θέλω σε θανατώσει. Λοιπόν συλλογίσου το συντομώτερον και προτίμησον εν εκ των δύο και εάν μεν γίνης Τούρκος, θα σε πλουτίσω και θα σε κάμω μέγαν, εάν δε δεν θελήσης, θέλεις λάβει φοβερόν θάνατον». Ίστατο δε τότε όπισθεν του Μάρτυρος η ευλογημένη γυνή του, ήτις τον ηκολούθησεν από την Εκκλησίαν έως του βεζύρη και τον ενεδυνάμωνε λέγουσα προς αυτόν εις την διάλεκτον των Ρώσων· «Μη φοβηθής, άνδρα μου, μηδέ δειλιάσης τον θάνατον, αλλά μείνε στερεός εις την Πίστιν του Χριστού· εις μίαν ροπήν οφθαλμού διαρκεί το ποτήριον του θανάτου, κατόπιν δε μέλλεις να συναγάλλεσαι και να χαίρεσαι με τους Μάρτυρας του Χριστού, εγώ δε να λογίζωμαι μακαρία, ως ούσαγυνή Μάρτυρος». Ερωτήσαντος τότε του βεζύρη ποία είναι η γυνή αυτή και τι του λέγει, Αγαρηνός τις από τους παρισταμένους, γνωρίζων την γλώσσαν των Ρώσων, είπε· «Γυνή του είναι, αυθέντα, και τον ενθαρρύνει να μη φοβηθή τον θάνατον, ούτε να αρνηθή την Πίστιν του». Τότε ο βεζύρης προστάζει με οργήν να δέσουν την μακαρίαν εις στύλον τινά της αυλής του παλατίου και να την ραβδίσουν ανηλεώς. Τούτου δε γενομένου, έπεμψε πάλιν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, μετά δε τρεις ημέρας επρόσταξε να τον φέρουν έμπροσθέν του. Αφού δε τον έφεραν, είπε πάλιν τα αυτά προς τον Μάρτυρα. Ο δε Μάρτυς ανθίστατο ανδρείως εις τους λόγους του και εβόα ότι είναι Χριστιανός. Τότε ο βεζύρης απεφάσισε να θανατώση τον Μάρτυρα. Όθεν προστάζει τον αρχιδήμιον να κόψη την αγίαν αυτού κεφαλήν· ο δε αρχιδήμιος, λαβών τον Μάρτυρα, τον έφερεν εις το ιπποδρόμιον, το λεγόμενον τουρκιστί ατ μεϊντάν, και εκεί απέτεμε την αγίαν αυτού και σεβασμίαν Κάραν κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής, ήτο δε τότε η γ΄ (3η) του μηνός Απριλίου του έτους αχπγ΄ (1683). Ούτω λοιπόν έλαβεν ο αοίδιμος τον μαρτυρικόν στέφανον, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μετά δε αρκετάς ημέρας ελυτρώθησαν και οι Ιερείς με δόσιν χρημάτων. Τούτου του Αγίου Μάρτυρος Παύλου ταις πρεσβείαις και ημείς λυτρωθείημεν των αιωνίων βασάνων και τύχοιμεν, συν αυτώ, της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Συνέβη δε εις αυτόν επιληψία νοός, είτε υπό φυσικού πάθους, είτε συνεργεία δαίμονος, καθώς πολλάκις συμβαίνει, και χρονίζοντος του πάθους και ημέρα τη ημέρα παραφρονούντος, η σύζυγος αυτού και οι γείτονές του εσκέφθησαν να τον οδηγήσουν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επονομαζομένης του Μουγλουνίου, χάριν ιάσεως της φρενοβλαβείας εκείνης. Διότι και άλλοι πολλοί πάσχοντες εκ τοιαύτης ασθενείας, ελθόντες εις τον Ναόν τούτον της Θεομήτορος εύρον την ιατρείαν των φρενών αυτών. Επειδή δε ο μακάριος δεν ησθάνετο την αιτίαν δια την οποίαν των ωδήγουν εκεί, ηναντιούτο μεγάλως και δεν ήθελε να υπάγη. Όθεν τον εσήκωσαν επίτων ώμων και τον επήγαινον εις τον Ναόν. Καθ’ οδόν οι φέροντες αυτόν απήντησαν Αγαρηνούςτινάς, οίτινες τους ηρώτησαν που υπάγουν. Αυτός δε, ως σεσαλευμένος τον νουν, ευθύς ως τους είδεν, εθεώρησε καλόν να ζητήση παρ’ αυτών βοήθειαν. Όθεν ήρχισε να φωνάζη· «Αγαρηνός είμαι και Αγαρηνός έγινα». Οι δε Αγαρηνοί τότε μεν δεν ωμίλησαν, ούτε έκαμαν τίποτε, διό και οι βαστάζοντες αυτόν τον έφερον εις την Εκκλησίαν της Θεοτόκου. Μετά δε δύο ημέρας, συλλογιζόμενοι οι Αγαρηνοί τους λόγους τού Μάρυρος, έλεγον μεταξύ των· «Πως ημείς παρεβλέψαμεν τον αδελφόν μας Μουσουλμάνον, όστις εφώναζε και εζήτει βοήθειαν από ημάς ευρισκόμενος εις χείρας των εχθρών μας; Αυτό το οποίον εκάμαμεν είναι απαίσιον εις την θρησκείαν μας». Τότε εις εξ αυτών, ο πλέον ζηλωτής της πίστεώς των, παρώξυνε τους άλλους τόσον, ώστε είπον προς αλλήλους οι Αγαρηνοί· «Ας υπάγωμεν, αδελφοί, εις τον βεζύρην δια να του αναγγείλωμεν το γεγονός, ότι δηλαδή εδώ εις ταύτην την πόλιν, εις την οποίαν είναι όλον το κράτος και η εξουσία της πίστεώς μας, τολμούν να κάμουν τοιαύτα οι άπιστοι Χριστιανοί λέγοντες φρενοβλαβή και παράφρονα εκείνον ο οποίος έγινε Μουσουλμάνος». Απελθόντες λοιπόν εις τον βεζύρην έδωκαν έγγραφον αναφοράν της υποθέσεως· ο δε βεζύρης ευθύς, εις οργήν κινηθείς, επρόσταξε τον αρχιδήμιον να φέρη ευθύς τον άνθρωπον εκείνον, εις οιανδήποτε κατάστασιν και αν τον εύρισκε, μετ’ αυτού δε να φέρη δεδεμένους και τους Ιερείς της Εκκλησίας και όσους άλλους εύρη εκεί Χριστιανούς. Θεία όμως Προνοία, καταδότης τις, ελπίζων να λάβη αργύρια, έδραμε παρευθύς και ανήγγειλε την προσταγήν του βεζύρη εις τους Ιερείς και τους λοιπούς ενορίτας της Εκκλησίας, οίτινες απεμάκρυναν τάχιστα τον Μάρτυρα εκ της Εκκλησίας. Τότε έγινε θαύμα ανέλπιστον εις τον Μάρτυρα· διότι, αίφνης, εφάνη υγιής και με σώας τας φρένας του. Όθεν του παρήγγειλον να μη είπη εις τον βεζύρην, ότι επήγεν εις την Εκκλησίαν. Δεν είχον εισέτι τελειώσει τον λόγον και ιδού έφθασεν ο αρχιδήμιος μετά της κουστωδίας του και ανηλεώς έδεσαν αυτόν τε και τους Ιερείς και τους έφεραν εις τον βεζύρην· και τους μεν Ιερείς ο βεζύρης επρόσταξε να ρίψουν εις σκοτεινοτάτην και δυσώδη φυλακήν, τον δε μακάριον Παύλον ηρώτα ιλαρώς, αν έγινε κατ’ αλήθειαν Μουσουλμάνος. Ο δε Μάρτυς, λαμπρά τη φωνή ανέκραζεν, ότι τοιούτον ανόσιον έργον δεν γνωρίζει να άκαμε ποτέ. Τότε οι καταδόται εκείνοι εβόων μαρτυρούντες και την ημέραν κατά την οποίαν τον ωδήγουν οι συγγενείς του εις την Εκκλησίαν και το ότι εφώναζεν ότι είναι Μουσουλμάνος. Ο δε Μάρτυς εβόα· «Ψεύσται είσθε και το πάθος σας επλάσατε ταύτην την συκοφαντίαν». Ο δε βεζύρης του λέγει· «Δια ποίαν αφορμήν σε επήγαν οι Χριστιανοί εις την Εκκλησίαν;» Ο δε μακάριος Παύλος είπεν· «Όχι, αυθέντα, εις την Εκκλησίαν δεν με επήγαν, αλλ’ επειδή ησθένουν από σεληνιασμόν και έκαμνα αταξίας με έφεραν εις την οικίαν μου. Εγώ όμως Χριστιανός ήμην και είμαι και θα είμαι». Τότε ο βεζύρης λέγει προς αυτόν· «Σήμερον, κατά την μαρτυρίαν των Μουσουλμάνων τούτων, οίτινες μαρτυρούν, ότι ήκουσαν εκ του στόματός σου να λέγης ότι είσαι Μουσουλμάνος, πρέπει ή να ομολογήσης την των Μουσουλμάνων πίστιν και να γίνης Τούρκος, ή ευθύς θέλω σε θανατώσει. Λοιπόν συλλογίσου το συντομώτερον και προτίμησον εν εκ των δύο και εάν μεν γίνης Τούρκος, θα σε πλουτίσω και θα σε κάμω μέγαν, εάν δε δεν θελήσης, θέλεις λάβει φοβερόν θάνατον». Ίστατο δε τότε όπισθεν του Μάρτυρος η ευλογημένη γυνή του, ήτις τον ηκολούθησεν από την Εκκλησίαν έως του βεζύρη και τον ενεδυνάμωνε λέγουσα προς αυτόν εις την διάλεκτον των Ρώσων· «Μη φοβηθής, άνδρα μου, μηδέ δειλιάσης τον θάνατον, αλλά μείνε στερεός εις την Πίστιν του Χριστού· εις μίαν ροπήν οφθαλμού διαρκεί το ποτήριον του θανάτου, κατόπιν δε μέλλεις να συναγάλλεσαι και να χαίρεσαι με τους Μάρτυρας του Χριστού, εγώ δε να λογίζωμαι μακαρία, ως ούσαγυνή Μάρτυρος». Ερωτήσαντος τότε του βεζύρη ποία είναι η γυνή αυτή και τι του λέγει, Αγαρηνός τις από τους παρισταμένους, γνωρίζων την γλώσσαν των Ρώσων, είπε· «Γυνή του είναι, αυθέντα, και τον ενθαρρύνει να μη φοβηθή τον θάνατον, ούτε να αρνηθή την Πίστιν του». Τότε ο βεζύρης προστάζει με οργήν να δέσουν την μακαρίαν εις στύλον τινά της αυλής του παλατίου και να την ραβδίσουν ανηλεώς. Τούτου δε γενομένου, έπεμψε πάλιν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, μετά δε τρεις ημέρας επρόσταξε να τον φέρουν έμπροσθέν του. Αφού δε τον έφεραν, είπε πάλιν τα αυτά προς τον Μάρτυρα. Ο δε Μάρτυς ανθίστατο ανδρείως εις τους λόγους του και εβόα ότι είναι Χριστιανός. Τότε ο βεζύρης απεφάσισε να θανατώση τον Μάρτυρα. Όθεν προστάζει τον αρχιδήμιον να κόψη την αγίαν αυτού κεφαλήν· ο δε αρχιδήμιος, λαβών τον Μάρτυρα, τον έφερεν εις το ιπποδρόμιον, το λεγόμενον τουρκιστί ατ μεϊντάν, και εκεί απέτεμε την αγίαν αυτού και σεβασμίαν Κάραν κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής, ήτο δε τότε η γ΄ (3η) του μηνός Απριλίου του έτους αχπγ΄ (1683). Ούτω λοιπόν έλαβεν ο αοίδιμος τον μαρτυρικόν στέφανον, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μετά δε αρκετάς ημέρας ελυτρώθησαν και οι Ιερείς με δόσιν χρημάτων. Τούτου του Αγίου Μάρτυρος Παύλου ταις πρεσβείαις και ημείς λυτρωθείημεν των αιωνίων βασάνων και τύχοιμεν, συν αυτώ, της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου