Ιωσήφ, ο Όσιος
Πατήρ ημών, ο Ποιητής και Υμνογράφος καλούμενος, ήκμασε κατά τους χρόνους του
βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου (829 – 842) και των διαδόχων αυτού Μιχαήλ Γ΄
(842 – 867) και Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867 – 886), κατήγετο δε εκ της
Σικελίας, εις την οποίαν και εγεννήθη περί το έτος ωιστ΄ (816) εκ γονέων,
πατρός μεν Πλωτίνου, μητρός δε Αγάθης ονομαζομένων.
Ήτο δε ο μακάριος, από αυτής έτι της πρώτης του νεότητος, κατά πολλά ευσεβής και πράος και κατεγίνετο μετ’ επιμελείας εις την μελέτην των θείων Γραφών. Επειδή όμως οι κατά το έτος ωκζ΄ (827) αποβιβασθέντες εις Σικελίαν Αγαρηνοί συν τω χρόνω κατελάμβανον ολόκληρον την νήσον, ο Όσιος ούτος, δεκαπενταετής τότε, κατέφυγε μετά της μητρός και των αδελφών αυτού εις την Πελοπόννησον και εκείθεν επορεύθη εις την Θεσσαλονίκην, όπου έγινε Μοναχός και απεδύθη εις τους πνευματικούς αγώνας της ασκήσεως. Κλίνην μεν είχε την γην εστρωμένην με εν δέρμα, τα δε ενδύματά του ήσαν ευτελή· η τροφή του ήτο ολίγος άρτος και ποτόν του το απλούν ύδωρ· μετεχειρίζετο αγρυπνίαν και στάσιν ολονύκτιον· έκλινε συχνάκις τα γόνατά του εις προσευχήν· είχεν εις το στόμα του ύμνους συνεχείς προς τον Θεόν· εποίει εργόχειρον την καλλιγραφίαν και ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς. Εκ τούτων δε και των τοιούτων κόπων έγινεν ο αοίδιμος πράος, σεμνός, μέτριος, απλούς, άκακος και με ένα λόγον είχεν ο μακάριος όλας τας άλλας αρετάς, όσαι έπονται εις τας ως άνω λεχθείσας. Όθεν, δια τας αρετάς του ταύτας εχειροτονήθη Ιερεύς. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς, ότε ευρών τον Άγιον Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην, άνδρα άγιον και ελλόγιον, εταξίδευσε μετ’ αυτού εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου επί τι διάστημα παρέμειναν αμφότεροι έγκλειστοι εις τον Ναόν του Αγίου Ιερομάρτυρος Αντύπα. Εκεί ο Όσιος Ιωσήφ παρέμεινε αγωνιζόμενος με σκληραγωγίας και άλλας κακουχίας του σώματος. Επειδή δε εβλάστησεν η Χριστομάχος αίρεσις των εικονομάχων, δια τούτο παρακινηθείς υπό τινων ευσεβών ανεχώρησε κατά το έτος ωμα΄ (841) δια την Ρώμην. Εν ω δε επορεύετο προς αυτήν, απήντησαν αυτόν πειρατικά πλοιάρια Κρητών, οίτινες οδηγήσαντες τον Όσιον αιχμάλωτον εις την Κρήτην, τον έρριψαν εις την φυλακήν, εις αυτήν δε ευρισκόμενος ο Άγιος εδίδασκε πάντοτε τους προς αυτόν ερχομένους καθοδηγών αυτούς εις την οδόν της σωτηρίας και της αρετής και δια των ψυχωφελών λόγων του πολλούς ελύτρωσεν από τας χείρας του διαβόλου. Εκεί ευρισκόμενος εφάνη εις αυτόν ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος ανήρ, όστις ήτο ο Μέγας Νικόλαος και λέγει προς αυτόν· «Εγώ είμαι από τα Μύρα της Λυκίας, ήλθον δε προς σε, δια να σου δώσω την κεφαλίδα ταύτην (είδος χάρτου). Όθεν λάβε αυτήν και ανάγνωθι». Λαβών δε αυτόν ο Άγιος εν τω άμα ανεγίνωσκε τον χάρτην και έψαλλε συγχρόνως ταύτα· «Τάχυνον ο οικτίρμων και σπεύσον ως ελεήμων εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλόμενος». Το δε νοούμενον του άσματος τούτου, ω του θαύματος! ευθύς το πρωϊ έργον εγένετο, διότι αποθανόντος τότε του αρχηγού της εικονομαχίας Θεοφίλου, επανήλθε πάλιν η του Χριστού Εκκλησία εις τον στολισμόν και την μεγαλοπρέπειαν των σεπτών και αγίων Εικόνων, οι δε εξόριστοι Πατέρες, ανακληθέντες από της εξορίας, επέστρεψαν εις τας Μονάς των. Τότε λοιπόν και ο Όσιος ούτος Ιωσήφ, ελευθερωθείς από την εν Κρήτη φυλακήν, ανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος ωμβ΄ (842). Επειδή δε ο Άγιος έλαβε παρά τινος Χριστιανού μέρος του τιμίου Λειψάνου του μεγάλου Αποστόλου Βαρθολομαίου και έκτισε μετά του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου Ναόν εις το όνομα του Αγίου τούτου Αποστόλου, δια τούτο σπουδαίως εφρόντιζε να τιμήση την πανήγυριν του Αποστόλου με ιερά άσματα και τροπάρια. Όθεν παρεκάλει μετά δακρύων και στεναγμών τον του Κυρίου Απόστολον να δώρήση εις αυτόν την χάριν της τούτων συνθέσεως, διο και του ποθουμένου επέτυχε. Διότι είδε κατ’ οπτασίαν φοβερόν άνδρα με σχήμα Αποστολικόν, ο οποίος, λαβών εκ της Ιεράς Τραπέζης το Άγιον Ευαγγέλιον, έθηκεν αυτό επί του στήθους του Οσίου και έπειτα τον ηυλόγησε. Τούτο δε ήτο απαρχή του θείου χαρίσματος το οποίον επεθύμει· διότι έκτοτε τόσον ευκόλως και απόνως συνέθετε τας ιεράς μελωδίας και τους ασματικούς κανόνας και τα τροπάρια και έδιδεν εις τους ζητούντας ταύτα, ώστε ενόμιζον τινές ότι δεν συνέθετε ταύτα αφ’ εαυτού, αλλ’ ότι τα ηρανίζετο παρ’ άλλων και αποστηθίζων αυτά τα αντέγραφε και τα έδιδεν εις τους ζητούντας. Δεν είχεν όμως ούτω το πράγμα, ως εκείνοι ενόμιζον απατώμενοι· αλλά τα άσματα ταύτα προέφερεν ο Όσιος δια υείου Χαρίσματος· δια τούτο και παρ’ όλων εφημίζετο και εις όλους ήτο ποθεινός και επέραστος, όχι μόνον εις τους ιδιώτας και άρχοντας, αλλά και εις αυτούς ακόμη τους τότε βασιλείς. Παρά ταύτα όμως ο καίσαρ Βάρδας, ο θείος του βασιλέως Μιχαήλ, όστις εκυβέρνα τότε την Αυτοκρατορίαν, επειδή ηλέχθη υπό του Οσίου, κατηγόρησε τούτον ως φίλον του Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου, τον οποίον ο αυτός Βάρδας κατεβίβασεν από του θρόνου του μετά ενδεκαετή Πατριαρχείαν (846 – 858) και τον απέστειλεν εις εξορίαν. Όθεν ούτος εξώρισε και τον Όσιον Ιωσήφ. Μετ’ ολίγον όμως ανεκλήθη ο Ιωσήφ από την εξορίαν του, επί δε της δευτέρας Πατριαρχείας του θείου Ιγνατίου (867 – 877) έγινε και Σκευοφύλαξ των ιερών σκευών της Μεγάλης Εκκλησίας, την θέσιν του δε ταύτην διετήρησε και επί της δευτέρας Πατριαρχείας του θείου Φωτίου (877 – 886). Διότι ο θείος Φώτιος, όστις διεδέχθη και δια δευτέραν φοράν τον Άγιον Ιγνάτιον, ηγάπα πολύ τον Όσιον τούτον και πολύ τον επήνει δια τας αρετάς του. Ούτω λοιπόν θεαρέστως βιώσας έως τέλους ο τριαμακάριος Ιωσήφ και πολλούς Αγίους εγκωμιάσας με διαφόρους Κανόνας και Τροπάρια, απήλθε προς Κύριον εν Κωνσταντινουπόλει ευρισκόμενος περί το έτος ωπστ΄ (886), το τίμιον δε αυτού Λείψανον ενεταφιάσθη εις το Μοναστήριόν του. Ο δε παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός, θέλων να αποκαλύψη εις τους ανθρώπους την τιμήν, την οποίαν απέλαβεν ο Άγιος ούτος Ιωσήφ εις τους ουρανούς, ωκονόμησε το εξης: Κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, συνέβη να εξαφανισθή καλός τις δούλος. Ο δε κύριος αυτού μετέβη εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος του επονομαζομένου Φανερωτού και παρεκάλει τον Νάρτυρα να του φανερώση, που ευρίσκεται ο δούλος του. Παραμείνας δε εις τον Ναόν επί τρία ημερονύκτια και ουδέν μαθών περί του δούλου αυτού, ελυπείτο και εσκέπτετο να αναχωρήση. Αλλ’ ενώ εψάλλετο ο Όρθρος και ανεγινώσκετο εις την Εκκλησίαν λόγος ψυχωφελής, εκοιμήθη ο άνθρωπος εκείνος και ιδού, βλέπει κατ’ όναρ τον Μάρτυρα, ο οποίος του έλεγε· «Διατί λυπείσαι, ω άνθρωπε; Γνώριζε ότι ο Ποιητής Ιωσήφ εκοιμήθη την νύκτα ταύτην και έγινεν οψίκιον (προϋπάντησις), εις αυτόν υφ’ όλων ημών των Αγίων, διότι η αγία εκείνου ψυχή ετίμησεν ημάς με Κανόνας και Τροπάρια εγκωμιαστικά· τούτου ένεκα δεν ήμην εδώ και ήλθον τώρα. Ύπαγε λοιπόν εις τον δείνα τόπον, όπου θέλεις εύρει τον δούλον τον οποίον ζητείς».
Ήτο δε ο μακάριος, από αυτής έτι της πρώτης του νεότητος, κατά πολλά ευσεβής και πράος και κατεγίνετο μετ’ επιμελείας εις την μελέτην των θείων Γραφών. Επειδή όμως οι κατά το έτος ωκζ΄ (827) αποβιβασθέντες εις Σικελίαν Αγαρηνοί συν τω χρόνω κατελάμβανον ολόκληρον την νήσον, ο Όσιος ούτος, δεκαπενταετής τότε, κατέφυγε μετά της μητρός και των αδελφών αυτού εις την Πελοπόννησον και εκείθεν επορεύθη εις την Θεσσαλονίκην, όπου έγινε Μοναχός και απεδύθη εις τους πνευματικούς αγώνας της ασκήσεως. Κλίνην μεν είχε την γην εστρωμένην με εν δέρμα, τα δε ενδύματά του ήσαν ευτελή· η τροφή του ήτο ολίγος άρτος και ποτόν του το απλούν ύδωρ· μετεχειρίζετο αγρυπνίαν και στάσιν ολονύκτιον· έκλινε συχνάκις τα γόνατά του εις προσευχήν· είχεν εις το στόμα του ύμνους συνεχείς προς τον Θεόν· εποίει εργόχειρον την καλλιγραφίαν και ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς. Εκ τούτων δε και των τοιούτων κόπων έγινεν ο αοίδιμος πράος, σεμνός, μέτριος, απλούς, άκακος και με ένα λόγον είχεν ο μακάριος όλας τας άλλας αρετάς, όσαι έπονται εις τας ως άνω λεχθείσας. Όθεν, δια τας αρετάς του ταύτας εχειροτονήθη Ιερεύς. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς, ότε ευρών τον Άγιον Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην, άνδρα άγιον και ελλόγιον, εταξίδευσε μετ’ αυτού εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου επί τι διάστημα παρέμειναν αμφότεροι έγκλειστοι εις τον Ναόν του Αγίου Ιερομάρτυρος Αντύπα. Εκεί ο Όσιος Ιωσήφ παρέμεινε αγωνιζόμενος με σκληραγωγίας και άλλας κακουχίας του σώματος. Επειδή δε εβλάστησεν η Χριστομάχος αίρεσις των εικονομάχων, δια τούτο παρακινηθείς υπό τινων ευσεβών ανεχώρησε κατά το έτος ωμα΄ (841) δια την Ρώμην. Εν ω δε επορεύετο προς αυτήν, απήντησαν αυτόν πειρατικά πλοιάρια Κρητών, οίτινες οδηγήσαντες τον Όσιον αιχμάλωτον εις την Κρήτην, τον έρριψαν εις την φυλακήν, εις αυτήν δε ευρισκόμενος ο Άγιος εδίδασκε πάντοτε τους προς αυτόν ερχομένους καθοδηγών αυτούς εις την οδόν της σωτηρίας και της αρετής και δια των ψυχωφελών λόγων του πολλούς ελύτρωσεν από τας χείρας του διαβόλου. Εκεί ευρισκόμενος εφάνη εις αυτόν ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος ανήρ, όστις ήτο ο Μέγας Νικόλαος και λέγει προς αυτόν· «Εγώ είμαι από τα Μύρα της Λυκίας, ήλθον δε προς σε, δια να σου δώσω την κεφαλίδα ταύτην (είδος χάρτου). Όθεν λάβε αυτήν και ανάγνωθι». Λαβών δε αυτόν ο Άγιος εν τω άμα ανεγίνωσκε τον χάρτην και έψαλλε συγχρόνως ταύτα· «Τάχυνον ο οικτίρμων και σπεύσον ως ελεήμων εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλόμενος». Το δε νοούμενον του άσματος τούτου, ω του θαύματος! ευθύς το πρωϊ έργον εγένετο, διότι αποθανόντος τότε του αρχηγού της εικονομαχίας Θεοφίλου, επανήλθε πάλιν η του Χριστού Εκκλησία εις τον στολισμόν και την μεγαλοπρέπειαν των σεπτών και αγίων Εικόνων, οι δε εξόριστοι Πατέρες, ανακληθέντες από της εξορίας, επέστρεψαν εις τας Μονάς των. Τότε λοιπόν και ο Όσιος ούτος Ιωσήφ, ελευθερωθείς από την εν Κρήτη φυλακήν, ανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος ωμβ΄ (842). Επειδή δε ο Άγιος έλαβε παρά τινος Χριστιανού μέρος του τιμίου Λειψάνου του μεγάλου Αποστόλου Βαρθολομαίου και έκτισε μετά του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου Ναόν εις το όνομα του Αγίου τούτου Αποστόλου, δια τούτο σπουδαίως εφρόντιζε να τιμήση την πανήγυριν του Αποστόλου με ιερά άσματα και τροπάρια. Όθεν παρεκάλει μετά δακρύων και στεναγμών τον του Κυρίου Απόστολον να δώρήση εις αυτόν την χάριν της τούτων συνθέσεως, διο και του ποθουμένου επέτυχε. Διότι είδε κατ’ οπτασίαν φοβερόν άνδρα με σχήμα Αποστολικόν, ο οποίος, λαβών εκ της Ιεράς Τραπέζης το Άγιον Ευαγγέλιον, έθηκεν αυτό επί του στήθους του Οσίου και έπειτα τον ηυλόγησε. Τούτο δε ήτο απαρχή του θείου χαρίσματος το οποίον επεθύμει· διότι έκτοτε τόσον ευκόλως και απόνως συνέθετε τας ιεράς μελωδίας και τους ασματικούς κανόνας και τα τροπάρια και έδιδεν εις τους ζητούντας ταύτα, ώστε ενόμιζον τινές ότι δεν συνέθετε ταύτα αφ’ εαυτού, αλλ’ ότι τα ηρανίζετο παρ’ άλλων και αποστηθίζων αυτά τα αντέγραφε και τα έδιδεν εις τους ζητούντας. Δεν είχεν όμως ούτω το πράγμα, ως εκείνοι ενόμιζον απατώμενοι· αλλά τα άσματα ταύτα προέφερεν ο Όσιος δια υείου Χαρίσματος· δια τούτο και παρ’ όλων εφημίζετο και εις όλους ήτο ποθεινός και επέραστος, όχι μόνον εις τους ιδιώτας και άρχοντας, αλλά και εις αυτούς ακόμη τους τότε βασιλείς. Παρά ταύτα όμως ο καίσαρ Βάρδας, ο θείος του βασιλέως Μιχαήλ, όστις εκυβέρνα τότε την Αυτοκρατορίαν, επειδή ηλέχθη υπό του Οσίου, κατηγόρησε τούτον ως φίλον του Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου, τον οποίον ο αυτός Βάρδας κατεβίβασεν από του θρόνου του μετά ενδεκαετή Πατριαρχείαν (846 – 858) και τον απέστειλεν εις εξορίαν. Όθεν ούτος εξώρισε και τον Όσιον Ιωσήφ. Μετ’ ολίγον όμως ανεκλήθη ο Ιωσήφ από την εξορίαν του, επί δε της δευτέρας Πατριαρχείας του θείου Ιγνατίου (867 – 877) έγινε και Σκευοφύλαξ των ιερών σκευών της Μεγάλης Εκκλησίας, την θέσιν του δε ταύτην διετήρησε και επί της δευτέρας Πατριαρχείας του θείου Φωτίου (877 – 886). Διότι ο θείος Φώτιος, όστις διεδέχθη και δια δευτέραν φοράν τον Άγιον Ιγνάτιον, ηγάπα πολύ τον Όσιον τούτον και πολύ τον επήνει δια τας αρετάς του. Ούτω λοιπόν θεαρέστως βιώσας έως τέλους ο τριαμακάριος Ιωσήφ και πολλούς Αγίους εγκωμιάσας με διαφόρους Κανόνας και Τροπάρια, απήλθε προς Κύριον εν Κωνσταντινουπόλει ευρισκόμενος περί το έτος ωπστ΄ (886), το τίμιον δε αυτού Λείψανον ενεταφιάσθη εις το Μοναστήριόν του. Ο δε παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός, θέλων να αποκαλύψη εις τους ανθρώπους την τιμήν, την οποίαν απέλαβεν ο Άγιος ούτος Ιωσήφ εις τους ουρανούς, ωκονόμησε το εξης: Κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, συνέβη να εξαφανισθή καλός τις δούλος. Ο δε κύριος αυτού μετέβη εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος του επονομαζομένου Φανερωτού και παρεκάλει τον Νάρτυρα να του φανερώση, που ευρίσκεται ο δούλος του. Παραμείνας δε εις τον Ναόν επί τρία ημερονύκτια και ουδέν μαθών περί του δούλου αυτού, ελυπείτο και εσκέπτετο να αναχωρήση. Αλλ’ ενώ εψάλλετο ο Όρθρος και ανεγινώσκετο εις την Εκκλησίαν λόγος ψυχωφελής, εκοιμήθη ο άνθρωπος εκείνος και ιδού, βλέπει κατ’ όναρ τον Μάρτυρα, ο οποίος του έλεγε· «Διατί λυπείσαι, ω άνθρωπε; Γνώριζε ότι ο Ποιητής Ιωσήφ εκοιμήθη την νύκτα ταύτην και έγινεν οψίκιον (προϋπάντησις), εις αυτόν υφ’ όλων ημών των Αγίων, διότι η αγία εκείνου ψυχή ετίμησεν ημάς με Κανόνας και Τροπάρια εγκωμιαστικά· τούτου ένεκα δεν ήμην εδώ και ήλθον τώρα. Ύπαγε λοιπόν εις τον δείνα τόπον, όπου θέλεις εύρει τον δούλον τον οποίον ζητείς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου