Θεοδώρα και Δίδυμος οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες ήκμαζον κατά τους
χρόνους των ασεβών βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων μεταξύ
των ετών σπδ΄- τε΄ (284 – 305), ηγεμονεύοντος δε της Αλεξανδρείας του
Ευστρατίου. Κινηθέντος δε τότε διωγμού κατά των Χριστιανών, συλληφθείσα η
παρθένος αύτη Θεοδώρα και ομολογήσασα Θεόν τον Χριστόν ενώπιον πάντων, εδάρη
και ερρίφθη εις την φυλακήν. Μετά παρέλευσιν δε ημερών τινών απεφυλακίσθη η
Αγία και κριθείσα εκ νέου εκλείσθη κατ’ απόφασιν του ηγεμόνος εις τι
πορνοστάσιον.
Έστειλε δε τότε ο ηγεμών ακολάστους νέους, όπως την ατιμάσωσι· και ούτοι μεν εφώρμων ως άλογα θηλυμανή κατά της Αγίας, αύτη δε εδέετο του Θεού να την διαφυλάξη αβλαβή από της δοκιμασίας ταύτης. Κατά θείαν λοιπόν οικονομίαν, ευρέθη εις τον τόπον εκείνον ο γενναίος Δίδυμος, όστις ήτο άρχων ενδοξότατος του καιρού εκείνου, ούτος δε ο μακάριος, ενδεδυμένος ων δι’ ενδυμάτων στρατιωτικών, παρέδωσε ταύτα εις την παρθένον Θεοδώραν, η οποία αφού ενεδύθη δια τούτων, περιεβλήθη και την πανοπλίαν αυτού και όλα τα όπλα του. Ταύτα λοιπόν ενδυθείσα η παρθένος, ως ο Δίδυμος την συνεβούλευσεν, εξήλθεν εκ του πορνοστασίου και ούτω εφυλάχθη άμωμος και καθαρά, ευχαριστούσα τον Θεόν. Εις δε εκ των ασελγών εκείνων εισελθών εις το πορνοστάσιον δια την παρθένον και ευρών αντ’ εκείνης τον Δίδυμον καθεζόμενον, έμεινεν εκστατικός και εσυλλογίζετο λέγων καθ’ εαυτόν· «Άρα γε ο Χριστός δύναται να μεταβάλη τας παρθένους γυναίκας εις άνδρας; Ημείς είδομεν, ότι ο εισελθών Δίδυμος, όστις ήτο ενδεδυμένος στρατιωτικά, εξήλθε· που λοιπόν τώρα είναι η παρθένος, ήτις ήτο εδώ; Εγώ μεν όταν ήκουον ότι ο Χριστός μετέβαλε το ύδωρ εις οίνον, ενόμιζον τούτο μύθον και ψεύδος, αλλά τώρα βλέπω μεγαλύτερον θαύμα». Βλέπων αυτόν ο Δίδυμος συλλογιζόμενον και απορούντα, απεκάλυψεν εις αυτόν την αλήθειαν, ότι δηλαδή αυτός έπραξε τούτο. Είπε δε προς αυτόν και ότι, εάν θέλη, ας το είπη εις τον άρχοντα και ας προσθέση επί πλέον, ότι ο την παρθένον μετασχηματίσας και λυτρώσας Δίδυμος παραμένει εκεί εις το πορνοστάσιον. Παρευθύς τότε ο ακόλαστος εκείνος ανήγγειλε τα γενόμενα εις τον ηγεμόνα, όστις απέστειλε στρατιώτας, οίτινες συλλαβόντες τον Δίδυμον τον ωδήγησαν εις το κριτήριον αυτού. Τότε ο Ευστράτιος ηρώτησε τον Μάρτυρα· «Πως συ απετόλμησας να διαπράξης τοιούτον ανόμημα;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή είμαι Χριστιανός γνωρίζω και να πολιτεύωμαι καλώς. Εκ μιας και της αυτής υποθέσεως αναμένω δια τον εαυτόν μου δύο στεφάνους· τον μεν ένα, διότι ελύτρωσα την παρθένον εκ των ατίμων χειρών σας και καθαράν αυτήν διεφύλαξα, τον δε άλλον, διότι τοιουτοτρόπως απεκαλύφθην και εγώ ενώπιόν σας, ότι είμαι Χριστιανός». Ο ηγεμών τότε είπε· «Δια μεν την τόλμην, την οποίαν έδειξας, προστάσσω να κοπή η κεφαλή σου, διότι δε πιστεύεις εις τον Χριστόν και δεν θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς, προστάσσω να κατακαή το σώμα σου δια πυρός». Ο Άγιος τότε ταύτα μετά χαράς ακούσας ανεβόησεν· «Ευλογητός ο Θεός μου, ο μη παραγνωρίσας το τέχνασμα το οποίον μετεχειρίσθην». Όθεν οδηγηθείς ο του Χριστού Αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, προσηυχήθη και ούτως απεκεφαλίσθη. Και η μεν αγία αυτού ψυχή ανήλθε στεφανηφόρος εις τα ουράνια, ως τινες Χριστιανοί είδον αυτήν και το εμαρτύρησαν, το δε σώμα του ερρίφθη εις την πυράν. Τότε φιλόχριστοι τινες συλλέξαντες τα εναπομείναντα άκαυστα τίμια Λείψανα αυτού, τα ενεταφίασαν εις έντιμον τόπον. Ομοίως δε και η Παρθένος Θεοδώρα, πάλιν συλληφθείσα, εκάη και αυτή δια πυρός και ούτω τελειώσασα τον του Μαρτυρίου δρόμον, έλαβε παρά Κυρίου τον άφθαρτον στέφανον.
Έστειλε δε τότε ο ηγεμών ακολάστους νέους, όπως την ατιμάσωσι· και ούτοι μεν εφώρμων ως άλογα θηλυμανή κατά της Αγίας, αύτη δε εδέετο του Θεού να την διαφυλάξη αβλαβή από της δοκιμασίας ταύτης. Κατά θείαν λοιπόν οικονομίαν, ευρέθη εις τον τόπον εκείνον ο γενναίος Δίδυμος, όστις ήτο άρχων ενδοξότατος του καιρού εκείνου, ούτος δε ο μακάριος, ενδεδυμένος ων δι’ ενδυμάτων στρατιωτικών, παρέδωσε ταύτα εις την παρθένον Θεοδώραν, η οποία αφού ενεδύθη δια τούτων, περιεβλήθη και την πανοπλίαν αυτού και όλα τα όπλα του. Ταύτα λοιπόν ενδυθείσα η παρθένος, ως ο Δίδυμος την συνεβούλευσεν, εξήλθεν εκ του πορνοστασίου και ούτω εφυλάχθη άμωμος και καθαρά, ευχαριστούσα τον Θεόν. Εις δε εκ των ασελγών εκείνων εισελθών εις το πορνοστάσιον δια την παρθένον και ευρών αντ’ εκείνης τον Δίδυμον καθεζόμενον, έμεινεν εκστατικός και εσυλλογίζετο λέγων καθ’ εαυτόν· «Άρα γε ο Χριστός δύναται να μεταβάλη τας παρθένους γυναίκας εις άνδρας; Ημείς είδομεν, ότι ο εισελθών Δίδυμος, όστις ήτο ενδεδυμένος στρατιωτικά, εξήλθε· που λοιπόν τώρα είναι η παρθένος, ήτις ήτο εδώ; Εγώ μεν όταν ήκουον ότι ο Χριστός μετέβαλε το ύδωρ εις οίνον, ενόμιζον τούτο μύθον και ψεύδος, αλλά τώρα βλέπω μεγαλύτερον θαύμα». Βλέπων αυτόν ο Δίδυμος συλλογιζόμενον και απορούντα, απεκάλυψεν εις αυτόν την αλήθειαν, ότι δηλαδή αυτός έπραξε τούτο. Είπε δε προς αυτόν και ότι, εάν θέλη, ας το είπη εις τον άρχοντα και ας προσθέση επί πλέον, ότι ο την παρθένον μετασχηματίσας και λυτρώσας Δίδυμος παραμένει εκεί εις το πορνοστάσιον. Παρευθύς τότε ο ακόλαστος εκείνος ανήγγειλε τα γενόμενα εις τον ηγεμόνα, όστις απέστειλε στρατιώτας, οίτινες συλλαβόντες τον Δίδυμον τον ωδήγησαν εις το κριτήριον αυτού. Τότε ο Ευστράτιος ηρώτησε τον Μάρτυρα· «Πως συ απετόλμησας να διαπράξης τοιούτον ανόμημα;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή είμαι Χριστιανός γνωρίζω και να πολιτεύωμαι καλώς. Εκ μιας και της αυτής υποθέσεως αναμένω δια τον εαυτόν μου δύο στεφάνους· τον μεν ένα, διότι ελύτρωσα την παρθένον εκ των ατίμων χειρών σας και καθαράν αυτήν διεφύλαξα, τον δε άλλον, διότι τοιουτοτρόπως απεκαλύφθην και εγώ ενώπιόν σας, ότι είμαι Χριστιανός». Ο ηγεμών τότε είπε· «Δια μεν την τόλμην, την οποίαν έδειξας, προστάσσω να κοπή η κεφαλή σου, διότι δε πιστεύεις εις τον Χριστόν και δεν θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς, προστάσσω να κατακαή το σώμα σου δια πυρός». Ο Άγιος τότε ταύτα μετά χαράς ακούσας ανεβόησεν· «Ευλογητός ο Θεός μου, ο μη παραγνωρίσας το τέχνασμα το οποίον μετεχειρίσθην». Όθεν οδηγηθείς ο του Χριστού Αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, προσηυχήθη και ούτως απεκεφαλίσθη. Και η μεν αγία αυτού ψυχή ανήλθε στεφανηφόρος εις τα ουράνια, ως τινες Χριστιανοί είδον αυτήν και το εμαρτύρησαν, το δε σώμα του ερρίφθη εις την πυράν. Τότε φιλόχριστοι τινες συλλέξαντες τα εναπομείναντα άκαυστα τίμια Λείψανα αυτού, τα ενεταφίασαν εις έντιμον τόπον. Ομοίως δε και η Παρθένος Θεοδώρα, πάλιν συλληφθείσα, εκάη και αυτή δια πυρός και ούτω τελειώσασα τον του Μαρτυρίου δρόμον, έλαβε παρά Κυρίου τον άφθαρτον στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου