Ιωάννης ο Άγιος Νεομάρτυς κατήγετο από την Βλαχίαν εις την οποίαν και εγεννήθη
επί της βασιλείας του σουλτάνου Ιμπραχίμ (1640 – 1648). Κατά την εποχήν εκείνην
η Βλαχία εκυβερνάτο από ηγεμόνας τους καλουμένους βοεβόδας (διοικητάς),
υποτελείς όντας εις τους σουλτάνους. Κατά δε τον καιρόν του σουλτάνου Μεχμέτ
του Δ΄ (1648 – 1687), ο βοεβόδας της Βλαχίας Μίχνα, ο επιλεγόμενος Τζιβάν
μπέης, επανεστάτησε κατά των Αγαρηνών, επειδή ούτοι εζήτουν παρ’ αυτού φόρους
βαρείς, τους οποίους ούτος δεν ηδύνατο να καταβάλη.
Όπου λοιπόν εύρισκε Τούρκον τον εθανάτωνεν, μετέβη δε και εις τα μέρη της Τουρκίας, όπου έκαυσεν, ηφάνισε και ηχμαλώτησε πολλούς. Ταύτα μαθών ο σουλτάνος Μεχμέτ, απέστειλε κατ’ αυτού στρατεύματα αποτελούμενα από Οθωμανούς και Τατάρους. Ο δε Τζιβάν μπέης, μη δυνάμενος να αντιπαραταχθή, ανεχώρησε και τότε οι Τάταροι και οι Τούρκοι εισήλθον εντός της Βλαχίας, όπου ενήργησαν μεγάλας σφαγάς κατά του γένους των Χριστιανών και ηχμαλώτισαν πλήθη άπειρα ανδρών τε και γυναικών. Μετά τούτων λοιπόν ηχμαλωτίσθη και ούτος ο ευλογημένος Ιωάννης, εν έτει αχξβ΄ (1662), ων από γένος ευγενές και πλούσιον της Βλαχίας και άγων τότε το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας του. Τούτον ιδών στρατιώτης τις Αγαρηνός και βλέπων αυτόν ωραίον κατά πολύ, τον ηγόρασε δια μιαρόν σκοπόν. Πειραθείς όμως να βιάση αυτόν εις ασέλγειαν, ο νέος, επειδή ήτο σώφρων και καθαρός, αντετάχθη, ο δε Αγαρηνός τον έδεσεν εις εν δένδρον δια να εύρη την κατάλληλον ευκαιρίαν, ίνα επιτύχη του σκοπού του. ο Ιωάννης, αισθανθείς δια τούτο λύπην οδυνηράν εις την καρδίαν του και φοβούμενος το βίαιον μίασμα, εύρεν ευκαιρίαν και εθανάτωσε τον μιαρόν και ασελγή εκείνον Αγαρηνόν. Οι δε συστρατιώται τούτου ερευνήσαντες και μαθόντες το πραχθέν, έδεσαν τον Ιωάννην και τον έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου παρέδωκαν αυτόν εις την γυναίκα του φονευθέντος Αγαρηνού, εκείνη δε τον έφερεν εις τον βεζύρην, όστις και τον ανέκρινε. Τότε ο Ιωάννης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν. Όθεν ο βεζύρης παρέδωσεν αυτόν εις την γυναίκα του φονευθέντος να τον κάμη ως βούλεται. Αύτη δε, βλέπουσα αυτόν ωραίον πολύ, μετεχειρίσθη τρόπους απατηλούς δια να τον νικήση, υποσχομένη εις αυτόν ότι αν γίνη Τούρκος, θα λάβη αυτόν ως σύζυγον και θα του δώση όλα τα αγαθά της. Ταύτα ακούων ο ευλογημένος Ιωάννης έκαμνε τον σταυρόν του, παρακαλών τον Χριστόν να τον ενισχύση και διαφυλάξη έως τέλους ακλόνητον εις την Πίστιν των Ορθοδόξων Χριστιανών. Η δε νέα Δαλιδά, ταύτα ιδούσα και ακούσασα, παρέδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον, όστις τον έκλεισεν εις την φυλακήν. Τόσον δε φρικτώς και δεινώς εβασάνισεν αυτόν, ώστε, όχι να πάθη τις ταύτα, αλλά μόνον να συλλογισθή, τρομάζει και φρίττει. Ταύτα δε έκαμεν εις τον Μάρτυρα εις διάστημα πολλών ημερών, κατά τας οποίας και η παμβέβηλος εκείνη γυνή δεν έλειπε καθ’ εκάστην από του να κολακεύη και παρακινή τον Ιωάννην προς ασέλγειαν, προσπαθούσα να τον απομακρύνη της ευσεβούς Πίστεως του Χριστού. Αλλ’ ο νέος, ως αδάμας στερρότατος, ίστατο ακλόνητος και εδραίος εις την Πίστιν και την σωφροσύνην, αποβλέπων μόνον εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, από τον οποίον ελάμβανε δύναμιν και επετύγχανε την νίκην κατά των ορατών και αοράτων εχθρών. Τέλος, βλέποντες, ότι δεν κατορθώνουν τίποτε, εζήτησαν από τον βεζύρην να εκδώση την απόφασιν της θανατώσεώς του. Αφού δε ο βεζύρης εξέδωκε την απόφασίν του, δι’ ης κατεδίκαζεν αυτόν εις θάνατον, διέταξε τον έπαρχον να προβή εις την εκτέλεσιν. Έλαβον λοιπόν οι δήμιοι το ευλογημένον τέκνον, τον Ιωάννην, και οδηγήσαντες αυτόν εις το Παρμάκ Καπί, παρά το Μπεζεστένι, εκεί τον εκρέμασαν, εν έτει αχξβ΄ (1662) Μαϊου ιβ΄ (12ην) και ούτως έλαβεν ο μακάριος, εκ χειρός Κυρίου, τον στέφανον της αθλήσεως. Ου ταις πρεσβείαις και ημείς αξιωθείημεν των αιωνίων και ακηράτων αγαθών. Αμήν.
Όπου λοιπόν εύρισκε Τούρκον τον εθανάτωνεν, μετέβη δε και εις τα μέρη της Τουρκίας, όπου έκαυσεν, ηφάνισε και ηχμαλώτησε πολλούς. Ταύτα μαθών ο σουλτάνος Μεχμέτ, απέστειλε κατ’ αυτού στρατεύματα αποτελούμενα από Οθωμανούς και Τατάρους. Ο δε Τζιβάν μπέης, μη δυνάμενος να αντιπαραταχθή, ανεχώρησε και τότε οι Τάταροι και οι Τούρκοι εισήλθον εντός της Βλαχίας, όπου ενήργησαν μεγάλας σφαγάς κατά του γένους των Χριστιανών και ηχμαλώτισαν πλήθη άπειρα ανδρών τε και γυναικών. Μετά τούτων λοιπόν ηχμαλωτίσθη και ούτος ο ευλογημένος Ιωάννης, εν έτει αχξβ΄ (1662), ων από γένος ευγενές και πλούσιον της Βλαχίας και άγων τότε το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας του. Τούτον ιδών στρατιώτης τις Αγαρηνός και βλέπων αυτόν ωραίον κατά πολύ, τον ηγόρασε δια μιαρόν σκοπόν. Πειραθείς όμως να βιάση αυτόν εις ασέλγειαν, ο νέος, επειδή ήτο σώφρων και καθαρός, αντετάχθη, ο δε Αγαρηνός τον έδεσεν εις εν δένδρον δια να εύρη την κατάλληλον ευκαιρίαν, ίνα επιτύχη του σκοπού του. ο Ιωάννης, αισθανθείς δια τούτο λύπην οδυνηράν εις την καρδίαν του και φοβούμενος το βίαιον μίασμα, εύρεν ευκαιρίαν και εθανάτωσε τον μιαρόν και ασελγή εκείνον Αγαρηνόν. Οι δε συστρατιώται τούτου ερευνήσαντες και μαθόντες το πραχθέν, έδεσαν τον Ιωάννην και τον έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου παρέδωκαν αυτόν εις την γυναίκα του φονευθέντος Αγαρηνού, εκείνη δε τον έφερεν εις τον βεζύρην, όστις και τον ανέκρινε. Τότε ο Ιωάννης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν. Όθεν ο βεζύρης παρέδωσεν αυτόν εις την γυναίκα του φονευθέντος να τον κάμη ως βούλεται. Αύτη δε, βλέπουσα αυτόν ωραίον πολύ, μετεχειρίσθη τρόπους απατηλούς δια να τον νικήση, υποσχομένη εις αυτόν ότι αν γίνη Τούρκος, θα λάβη αυτόν ως σύζυγον και θα του δώση όλα τα αγαθά της. Ταύτα ακούων ο ευλογημένος Ιωάννης έκαμνε τον σταυρόν του, παρακαλών τον Χριστόν να τον ενισχύση και διαφυλάξη έως τέλους ακλόνητον εις την Πίστιν των Ορθοδόξων Χριστιανών. Η δε νέα Δαλιδά, ταύτα ιδούσα και ακούσασα, παρέδωκεν αυτόν εις τον έπαρχον, όστις τον έκλεισεν εις την φυλακήν. Τόσον δε φρικτώς και δεινώς εβασάνισεν αυτόν, ώστε, όχι να πάθη τις ταύτα, αλλά μόνον να συλλογισθή, τρομάζει και φρίττει. Ταύτα δε έκαμεν εις τον Μάρτυρα εις διάστημα πολλών ημερών, κατά τας οποίας και η παμβέβηλος εκείνη γυνή δεν έλειπε καθ’ εκάστην από του να κολακεύη και παρακινή τον Ιωάννην προς ασέλγειαν, προσπαθούσα να τον απομακρύνη της ευσεβούς Πίστεως του Χριστού. Αλλ’ ο νέος, ως αδάμας στερρότατος, ίστατο ακλόνητος και εδραίος εις την Πίστιν και την σωφροσύνην, αποβλέπων μόνον εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, από τον οποίον ελάμβανε δύναμιν και επετύγχανε την νίκην κατά των ορατών και αοράτων εχθρών. Τέλος, βλέποντες, ότι δεν κατορθώνουν τίποτε, εζήτησαν από τον βεζύρην να εκδώση την απόφασιν της θανατώσεώς του. Αφού δε ο βεζύρης εξέδωκε την απόφασίν του, δι’ ης κατεδίκαζεν αυτόν εις θάνατον, διέταξε τον έπαρχον να προβή εις την εκτέλεσιν. Έλαβον λοιπόν οι δήμιοι το ευλογημένον τέκνον, τον Ιωάννην, και οδηγήσαντες αυτόν εις το Παρμάκ Καπί, παρά το Μπεζεστένι, εκεί τον εκρέμασαν, εν έτει αχξβ΄ (1662) Μαϊου ιβ΄ (12ην) και ούτως έλαβεν ο μακάριος, εκ χειρός Κυρίου, τον στέφανον της αθλήσεως. Ου ταις πρεσβείαις και ημείς αξιωθείημεν των αιωνίων και ακηράτων αγαθών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου