Ας είναι δεδοξασμένος ο Παντοκράτωρ Θεός, όστις δίδει εις ημάς την ζωήν
και δοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν, ως λέγει ο Δαβίδ (Ψαλμ. ιδ:4). Κατ’ εκείνον
τον καιρόν, ο Όσιος Πατήρ Ιωάννης, ο μαθητής του Αγίου Επιφανίου, συνέβη να
προσβληθή υπό βαρυτάτης νόσου και κειτόμενος επί της κλίνης προσεκάλεσεν εμέ
και μου είπεν·
«Επειδή ο Άγιος δεν θέλει να γράφωνται τα θαυμάσια, τα οποία ο Θεός τελεί δια μέσου αυτού, δια τούτο συ, τέκνον Πολύβιε, παράλαβε τα χειρόγραφα ταύτα εις τα οποία έχω γεγραμμένα τα κατορθώματα, τα οποία είδον τελούμενα υπό του Αγίου μέχρι σήμερον, χωρίς να πληροφορηθή τούτο, και γράψον και συ τα άλλα όσα θέλει τελέσει από της σήμερον και εις το εξής. Διότι ο Θεός θα προσθέση εις τον Άγιον χρόνους ζωής. Πρόσεξον λοιπόν να μη αμελήσης, διότι εγώ, υπό Θεού κινούμενος, έγραφον ταύτα. Αλλ’ επειδή ήδη αποθνήσκω, συνέχισον συ». Μετ’ ολίγον μοι είπε· «Κάλεσόν μοι τον Όσιον Πατέρα ημών Επιφάνιον». Μετέβην πράγματι και ανήγγειλα εις τον Άγιον την επιθυμίαν του Ιωάννου, ότε δε ο Άγιος ήλθε προς αυτόν, είπεν· «Αμελείς, Πάτερ Ιωάννη, να παρακαλής τον Θεόν δια τον αμαρτωλόν Επιφάνιον». Ο δε Ιωάννης απεκρίθη· «Ποίησον, Πάτερ, ευχήν, διότι θέλω να σοι ομιλήσω». Προσηυχήθη τότε ο Άγιος και ημείς είπομεν το «Αμήν». Είπε τότε ο Ιωάννης· «Έγγισόν με, Πάτερ». Και ο Άγιος ήγγισεν εις αυτόν. Και πάλιν είπε· «Θέσον τας χείρας σου εις τους οφθαλμούς μου, Πάτερ, και ασπάσθητί με, διότι μετ’ ολίγον αποθνήσκω». Ως δε ο Άγιος επέθεσε τας χείρας αυτού επί των οφθαλμών του Ιωάννου και τον ησπάσθη, ευθύς εκείνος παρέδωκε το πνεύμα. Τότε πεσών ο Άγιος εις τον τράχηλόν του έκλαυσε πολύ και σφόδρα ελυπήθη δια τον θάνατόν του. Μετά από ολίγον καιρόν προσέπεσεν ο Άγιος κατά γης και παρεκάλει τον Θεόν να αποστείλη βοήθειαν, δια να οικοδομήση Εκκλησίαν εις το όνομά Του το άγιον. Διότι η πρώτη ήτο μικρά και δεν εχώρει άπαντας εκείνους, οίτινες συνέρρεον εντός αυτής. Ενώ δε παρεκάλει τον Θεόν, ήλθεν εις αυτόν φωνή Θεού, ειπούσα· «Επιφάνιε»! Επειδή δε ο Άγιος ήκουε πολλάκις τοιαύτην φωνήν, δεν εταράχθη, αλλ’ είπε· «Τι ορίζει ο Κύριός μου»; Και ο Κύριος είπεν· «Άρχισε να οικοδομής την Εκκλησίαν». Ευθύς τότε ο Άγιος έσπευσεν εις τον τόπον όπου ήθελε να οικοδομήση τον Ναόν και προσευχηθείς ετέλεσεν όλην την Ακολουθίαν, αμέσως δε έφερεν εξήκοντα οικοδόμους και πλήθη πολλά εργατών και ήρχισαν να κτίζουν. Ήταν δε εις την πόλιν εκείνην ειδωλολάτρης τις, πολύ πλούσιος και ισχυρός, Δράκων καλούμενος, όστις είχεν υιόν, Δράκοντα και αυτόν ονομαζόμενον, όστις έπασχεν εκ φοβεράς ασθενείας εις το δεξιόν του πλευρόν, δια την οποίαν ο πατήρ του πολλά είχεν εξοδεύσει εις τους ιατρούς, αλλ’ εκείνοι ουδέ κατ’ ελάχιστον ηδυνήθησαν να ανακουφίσουν τούτον. Ημέραν δε τινά διερχόμενος ο Άγιος έξωθι της οικίας όπου εκάθητο ο μέγας Δράκων μετά του ασθενούς υιού του και μετ’ άλλων πολλών, εχαιρέτισεν άπαντας. Κατόπιν, λαβών την χείρα του ασθενούς, είπε· «Δράκον, γενού και συ υγιής, ως και οι άλλοι». Και, ω του θαύματος! ευθύς ο Δράκων ιάθη, οι δε περιεστώτες, ιδόντες το θαύμα, έμειναν εκστατικοί. Τότε ο πατήρ του θεραπευθέντος, από τον φόβον και τον τρόμον, όστις τον κατέλαβε, δεν ηδυνήθη να μεταβή εντός του οίκου του με τους ιδίους του πόδας· δια τούτο, βαστάσαντες αυτόν οι υπηρέται του, μετέφεραν και απέθεσαν αυτόν επί της κλίνης του. Την επομένην η σύζυγος του Δράκοντος μετέβη προς τον Άγιον και παρεκάλει αυτόν να υπάγη εις την οικίαν των, ίνα αναπέμψη προσευχήν εις τον Θεόν και εγερθή ο σύζυγός της εκ της κλίνης. Όθεν, μεταβάς ο Άγιος εις την οικίαν του Δράκοντος, ανέπεμψε προσευχήν υπέρ αυτού εις τον Θεόν και ευθύς ο Δράκων ηγέρθη εκ της κλίνης. Την δε επομένην πρωϊαν, λαβών πέντε χιλιάδας νομίσματα, έφερε ταύτα εις τον Άγιον, όστις είπε προς αυτόν· «Εις εμέ, ω τέκνον μου, αρκεί εν ένδυμα δια να καλύπτω το σώμα μου και ελάχιστος άρτος και ύδωρ. Τι λοιπόν μου προσφέρεις βάρος; Εάν όμως θέλης να δοξασθής, ύπαγε εις την οικοδομήν του Ναού του Θεού και δος ταύτα εις εκείνους, οίτινες εργάζονται εκεί». Ούτως έπραξεν ο Δράκων. Κατόπιν δε παρεκάλεσε τον Άγιον και εβάπτισεν αυτόν και την σύζυγόν του δια του αγίου Βαπτίσματος. Έτερος τις ειδωλολάτρης πολύ πλούσιος, Συνέσιος το όνομα, είχεν υιόν μονογενή, δεκατριών χρόνων, τον οποίον προσέβαλε πάθος δεινόν πέριξ του λαιμού του, το οποίον τον έπνιξε και απέθανε. Μέγας τότε θρήνος και κλαυθμός εγένετο εις την οικίαν του. Χριστιανός δε τις, Ερμίας καλούμενος, γνώριμος του Αγίου, είπε προς την μητέρα του παιδίου· «Εάν καλέσης τον Άγιον Επιφάνιον να έλθη εδώ και να δεηθή του Θεού δια το παιδίον σου, θέλει αναστήσει τούτο». Εκείνη τότε, πιστεύσασα εις τους λόγους του Ερμία, έστειλε τούτον τον ίδιον εις τον Άγιον. Ελθών δε ο Ερμίας, είπε προς τον Άγιον· «Ο αυθέντης μου Συνέσιος σε παρακαλεί να έλθης εις την οικίαν του, δια να δεηθής εις τον Θεόν να αναστηθή το παιδίον του, το οποίον απέθανεν». Ο Άγιος τότε μου είπε να μεταβώμεν ομού εις την οικίαν του Συνεσίου, όπερ και εγένετο. Ως δε είδε τον Άγιον η σύζυγος του Συνεσίου, προσέπεσε προ των ποδών του και είπεν· «Ήλθες εδώ συ ο μέγας ιατρός των Χριστιανών. Δείξον λοιπόν την τέχνην σου και ανάστησον τον υιόν μας, δια να ίδωμεν και ημείς και ούτω να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν σου». Ο Άγιος τότε είπε προς αυτήν· «Εάν πιστεύης εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν, θέλεις ίδει τον υιόν σου αναστημένον». Εκείνη δε είπε· «Τίποτε άλλο δεν ευρίσκεται εις τον λογισμόν μου, ειμή μόνον να προσέχω προς τον Εσταυρωμένον Ιησούν». Πλησιάσας τότε ο Άγιος εις την κλίνην του παιδίου και εγγίσας τον λαιμόν αυτού έτριψεν ελαφρώς αυτόν και είπε με ιλαρότητα· «Ευστόργιε»! Ευθύς δε, ω του θαύματος! ήνοιξε τους οφθαλμούς το παιδίον και ανεκάθησεν επί της κλίνης. Ιδόντες δε το θαύμα οι παρευρισκόμενοι έμειναν εκστατικοί. Τότε η μήτηρ του παιδίου έλαβε τρεις χιλιάδας νομίσματα και τα έδιδεν εις τον Άγιον. Αλλ’ ούτος ο μακάριος είπε προς την γυναίκα· «Εγώ δεν έχω ανάγκην τούτων, αλλά δος ταύτα εις τον Συνέσιον, τον σύζυγόν σου, και ας μεταβή εις τον Ναόν του Κυρίου, του αναστήσαντος τον υιόν σου, και ας δώση ταύτα εις εκείνους οίτινες κοπιάζουν εκεί». Ούτω δε και έπραξεν ο Συνέσιος. Κατόπιν εβαπτίσθη αυτός και η σύζυγός του, ως και το παιδίον των. Επειδή δε ήτο ανάγκη να χειροτονηθή άλλος Ιερεύς δια την Εκκλησίαν, ίνα καταλάβη την θέσιν του κοιμηθέντος πατρός ημών Ιωάννου, ο Άγιος ήθελε να χειροτονήση εμέ. Εγώ δε, λογιζόμενος το μέγα βάρος του αξιώματος της Ιερωσύνης, δεν εδεχόμην τούτο. Ότε λοιπόν έφθασεν η ώρα της ιεράς Ακολουθίας και μετεβαίνομεν ομού με τον Άγιον εις την Εκκλησίαν, εγώ είχον λογισμόν να φύγω, όταν πλησιάση η ώρα της χειροτονίας μου. Αλλ’ ότε εφθάσαμεν εις το μέσον του Ναού, με έλαβεν ο Άγιος εκ της χειρός και μου είπε· «Μείνον εις την θέσιν ταύτην, έως ότου έλθη η ώρα». Όλοι τότε οι ακούσαντες τον λόγον τούτον, μη γνωρίζοντες τι δηλοί, εθαύμαζον. Εγώ όμως δεν ηδυνήθην πλέον να κινήσω τους πόδας μου από τον τόπον εκείνον και έμενον ως καρφωμένος με σίδηρα. Όταν δε ήλθεν η ώρα, έστειλε Διάκονον τινά, όστις με ωδήγησεν εις το Άγιον Βήμα και κατ’ εκείνην την ημέραν με εχειροτόνησε Διάκονον, την δε επομένην Ιερέα. Μετά την χειροτονίαν μου ησθένησα εκ του φόβου και έμενον κατάκοιτος, έως ότου ήλθεν ο Άγιος και προσηυχήθη δι’ εμέ εις τον Θεόν, ευθύς δε ηγέρθην της κλίνης τελείως υγιής. Μετά δε από καιρόν, ελθών από τα Ιεροσόλυμα εις Διάκονος, είπεν εις τον Άγιον, ότι ο Ιωάννης, ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, είναι φιλάργυρος και φυλάττει τα χρήματα, μη δίδων ταύτα εις τους πτωχούς. Ούτος δε ο Ιωάννης ήτο πρότερον εις το Μοναστήριον του μεγάλου Ιλαρίωνος και συγκατώκει μετά του Αγίου Επιφανίου. Όθεν ο Επιφάνιος έγραψεν επιστολήν προς αυτόν, παρακαλών να ελεή τους έχοντας ανάγκην, αλλ’ ο Ιωάννης δεν υπήκουσε. Τούτου ένεκεν, παραλαβών ο Άγιος και εμέ, μετέβημεν ομού εις την Ιερουσαλήμ. Ιδών δε τον Άγιον ο Ιωάννης εχάρη χαράν μεγάλην και παρεχώρησεν εις ημάς οικίαν πολύ καλήν ίνα μείνωμεν, προσεκάλει δε καθ’ εκάστην τον Άγιον εις την τράπεζαν, όπου προσέφερεν εις ημάς πολλά και διάφορα φαγητά και ποτά, ενώ οι πτωχοί εστερούντο και επείνων. Ημέραν δε τινά είπεν ο Άγιος προς τον Ιωάννην· «Δος μοι, Πάτερ, όσα αργυρά αντικείμενα και κοσμήματα έχεις, μόνον, σε παρακαλώ, να μου δώσης τα καλλίτερα, προς δόξαν ιδικήν σου». Ο Ιωάννης τότε έφερεν εις τον Άγιον πολλά και καλώς ειργασμένα αργυρά αντικείμενα. Είπε δε προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν έχης και άλλα, Πάτερ, φέρε ταύτα, δια να δείξωμεν εις τους φίλους περισσοτέραν φαντασίαν. Μόνον να ενθυμήσαι εκείνα, τα οποία μου δίδεις, δια να σου τα αποδώσω κατόπιν». Ο δε Ιωάννης έφερε και τα υπόλοιπα ειπών· «Λάβε όλα ταύτα, δια να φιλοξενήσης τους φίλους σου, καθώς αγαπάς». Λαβών δε ο Άγιος τα αργυρά σκεύη του Ιωάννου, τα οποία ήσαν έως χίλιαι πεντακόσιαι λίτραι, επώλησεν όλα εις ένα πραγματευτήν και τα χρήματα, τα οποία εισέπραξεν από την αξίαν των, διένεμεν εις τους πτωχούς νύκτα και ημέραν. Αφού λοιπόν παρήλθεν αρκετός καιρός, εζήτησεν ο Ιωάννης από τον Επιφάνιον τα αργυρά του αντικείμενα. Ο δε Άγιος του είπε· «Έχε, Πάτερ, ολίγην υπομονήν, διότι έχω να φιλεύσω ακόμη ολίγους ξένους και κατόπιν σου επιστρέφω ταύτα». Ημέραν δε τινά, μετά από πολύν καιρόν και καθ’ ον χρόνον ευρισκόμεθα εντός του Ναού του Κυρίου, εις τον οποίον ήτο το σωτήριον Ξύλον του ζωοποιού Σταυρού, εζήτησε πάλιν ταύτα ο Ιωάννης από τον Άγιον. Εκείνος δε είπεν ηρέμως· «Θα σου τα δώσω, Πάτερ». Ο Ιωάννης τότε εθυμώθη πολύ και λαβών το εξώρασον του Αγίου έσφιγγε τούτον εντός αυτού, λέγων· «Επιφάνιε, άδικε, δεν θέλεις εξέλθει από εδώ ουδέ θέλεις ησυχάσει ή ειρηνεύσει, εάν δεν μου αποδώσης τα ασημικά, τα οποία σου έδωσα». Επί δύο δε ώρας τον εκράτει από το εξώρασον και τον ύβριζεν, εις τρόπον ώστε οι παρεστώτες εβαρύνθησαν να ακούουν τους σκληρούς λόγους του Ιωάννου. Ο Άγιος όμως ουδόλως εταράχθη ούτε ηδημόνησεν, αλλ’ ησύχως εφύσησεν εις το πρόσωπον του Ιωάννου και ευθύς ούτος ετυφλώθη. Φόβος τότε κατέλαβεν όλους τους παρεστώτας. Ο δε Ιωάννης έπεσε προ του Αγίου και παρεκάλει να προσευχηθή εις τον Θεόν, δια να αναβλέψη. Είπε δε ο Άγιος· «Ύπαγε και προσκύνησον τον Τίμιον Σταυρόν και θέλει σου δώσει το ζητούμενον». Αλλ’ εκείνος δεν έπαυεν από του να παρακαλή αυτόν. Όθεν ο Άγιος, αφού εδίδαξεν εις αυτόν τα πρέποντα, ήγγισε τούτον δια της χειρός του και ευθύς ήνοιξεν ο δεξιός οφθαλμός του. Πάλιν όμως ο Ιωάννης παρεκάλει τον Άγιον να ιατρεύση και τον αριστερόν του οφθαλμόν. Ο δε Άγιος είπε· «Τούτο δεν είναι ιδικόν μου έργον, Πάτερ. Ο Θεός έκλεισεν, ο Θεός ήνοιξε και εποίησε καθώς Εκείνος ηυδόκησε, δια να σωφρονισθώμεν». Όθεν έκτοτε, επειδή ο Ιωάννης ετιμωρήθη και ηλέγχθη παρά του Αγίου, ήλλαξε γνώμην και έγινεν ελεήμων και κατά πάντα ενάρετος. Όταν δε ημείς εξηρχόμεθα από την Ιερουσαλήμ δια να υπάγωμεν εις την Κύπρον, δύο ανόητοι συνεφώνησαν μεταξύ των να περιπαίξουν τον Άγιον. Όθεν ο εις εξ αυτών προσεποιήθη ότι είναι νεκρός και έπεσε κατά γης. Ο δε άλλος ίστατο πλησίον αυτού και, ενώ διήρχετο ο Άγιος, είπεν· «Όσιε Πάτερ, ευσπλαγχνίσου τούτον τον νεκρόν και ρίψον εις αυτόν κανέν σκέπασμα». Ακούσας ταύτα ο Άγιος εστάθη κατ’ ανατολάς και εδεήθη εις τον Θεόν δι’ αυτόν, ως να ήτο νεκρός, ήτοι ίνα ο Κύριος αναπαύση τούτον εν σκηναίς Δικαίων. Κατόπιν εκδυθείς το επανώρασόν του, έρριψε τούτο επί του νεκρού. Αφού απεμακρύνθη εκείθεν ο Άγιος, εκείνος, όστις εζήτησε το σκέπασμα, είπε γελών προς εκείνον όστις υπεκρίθη τον νεκρόν· «Σήκω επάνω, διότι ανεχώρησεν εκείνος ο ανόητος». Αλλά ούτος δεν έδωκεν απάντησιν. Τότε, εγγίσας αυτόν, είδεν ότι πράγματι είναι νεκρός. Όθεν τρέξας επρόφθασε τον Άγιον και προσπεσών προ των ποδών αυτού, εφανέρωσεν όλην την αλήθειαν και παρεκάλει αυτόν να παρίδη το παράπτωμα αυτών και να αναστήση τον νεκρόν, λάβη δε οπίσω και το ένδυμά του. Ο δε Άγιος είπεν· «Ύπαγε, τέκνον, και θάψε αυτόν, διότι πρώτον απέθανεν εκείνος και κατόπιν εζήτησες συ το σκέπασμα». Ημείς δε κατελθόντες εις την θάλασσαν ανήλθομεν εις πλοιάριον και εταξιδεύσαμεν εις την Κύπρον, όπου, ότε εφθάσαμεν, μας εδέχθησαν οι αδελφοί μετά χαράς μεγάλης. Ήτο δε εκεί νομικός τις Εβραίος, Ισαάκ το όνομα, πολύ ευλαβής και φυλάττων με ακρίβειαν τον νόμον του Μωϋσέως, ο οποίος, αφού συνανεστράφη τον Άγιον και κατηχήθη παρ’ αυτού, εβαπτίσθη και παρέμεινε μεθ’ ημών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν η αδελφή των βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου, έχουσα εις την δεξιάν αυτής χείρα πάθος ανίατον, το οποίον κατέτρωγε τας σάρκας της, και ακούσασα περί του Αγίου Επιφανίου, ότι, δια της μεσιτείας αυτού, ο Θεός θεραπεύει τους ασθενείς, απέστειλε γράμματα και ανθρώπους βασιλικούς εις την Κύπρον, δια να φέρουν τον Άγιον εις την Ρώμην, εις την οποίαν διέμενεν, ίνα την θεραπεύση. Ελθόντες δε εις την Κύπρον οι απεσταλμένοι, έδωσαν τα γράμματα εις τον Άγιον. Ήτο δε εκεί ειδωλολάτρης τις πλούσιος πολύ, Φαυστινιανός καλούμενος, όστις και εδεξιώθη τους απεσταλμένους. Ούτος δε εχθρεύετο πολύ τον Άγιον και έλεγεν εις εκείνους· «Τι προσέχετε εις αυτόν τον υποκριτήν, ωσάν να ήτο θεός; Αυτός λόγους ψυχρούς έχει μόνον και τίποτε άλλο». Ημέραν δε τινά, ενώ ο Άγιος επώπτευε τους τεχνίτας, οίτινες ειργάζοντο εις την Εκκλησίαν, ευρίσκοντο δε πλησίον τούτου και οι απεσταλμένοι του παλατίου, ευρέθη εις τον τόπον εκείνον και ο Φαυστινιανός. Εις δε εκ των οικοδόμων, πεσών από μεγάλου ύψους, εκτύπησεν επί της κεφαλής του Φαυστινιανού. Και ο μεν οικοδόμος, όστις έπεσε, δεν έπαθεν ουδέν κακόν, ο δε Φαυστινιανός έπεσε κατά γης και έμεινε νεκρός. Πλησιάσας τότε προς αυτόν ο Άγιος, έλαβε την χείρα αυτού, λέγων· «Ανάστα, τέκνον, εν ονόματι του Κυρίου και ύπαγε υγιής εις την οικίαν σου». Ευθύς τότε ανέστη ο Φαυστινιανός και μετέβη εις την οικίαν του. Η δε σύζυγός του, ακούσασα το θαύμα το οποίον ετέλεσεν εις αυτόν ο Άγιος, έλαβε χίλια νομίσματα και τα προσέφερεν εις τον Άγιον. Και ταύτην όμως απέστειλεν ο Άγιος, ίνα τα δώση εις τους εργαζομένους δια την Εκκλησίαν. Ούτω δε έπραξεν η γυνή. Ήτο δε εκεί Διάκονος τις, Φίλων ονομαζόμενος, ευλαβής πολύ και ενάρετος. Επειδή δε ο Επίσκοπος Καρπασίου απήλθε προς Κύριον, δι’ αποκαλύψεως του Θεού εχειροτόνησαν Επίσκοπον Καρπασίου τον Φίλωνα και όταν ο Άγιος απεφάσισε να υπάγη εις την Ρώμην, παρέδωσεν εις αυτόν την κηδεμονίαν της επαρχίας του, δια να επισκέπτεται ταύτην και αν παρουσιασθή ανάγκη να τελέση και χειροτονίας. Είτα, παραλαβών εμέ και τον Ισαάκ, ανεχωρήσαμεν και μετέβημεν εις την Ρώμην. Είχον δε εις το βασιλικόν παλάτιον μεγάλην λύπην εξ αιτίας του πάθους της αδελφής των βασιλέων, δια το οποίον πολλά έκαμαν οι ιατροί, χωρίς να δυνηθούν να την ωφελήσουν. Τόσον δε υπέφερεν εκείνη, ώστε από τους πολλούς πόνους, εβίαζε τους βασιλείς να προστάξουν τον ιατρόν να της δώση δηλητηριώδες τι ποτόν, δια να αποθάνη το συντομώτερον και να μη βασανίζεται. Ο δε Άγιος, αφού εισήλθεν εις το παλάτιον, μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον κοιτώνα των βασιλέων, εις τον οποίον και η αδελφή των κατέκειτο επί της κλίνης. Ως δε τον είδον οι βασιλείς, ηγέρθησαν ευθύς από των θρόνων των και προσεκύνησαν τον Άγιον, όστις είπε προς αυτούς· «Ταύτην την τιμήν να προσφέρετε εις τον ευεργέτην σας Θεόν και θέλετε ίδει την αδελφήν σας υγιά. Ελπίζετε δε εις Αυτόν και θέλετε λυτρωθή από κάθε κακόν». Οι βασιλείς όμως εδίσταζον να πιστεύσουν εις τους λόγους του Αγίου· εκείνος δε, εννοήσας τούτο, είπε· «Τι διστάζετε, τέκνα, δι’ εκείνα τα οποία σας είπον; Τώρα θέλετε ίδει την Χάριν του Θεού». Πλησιάσας δε εις την ασθενή, είπε με πρόσωπον ιλαρόν· «Μη λυπείσαι, τέκνον, δια την ασθένειάν σου, αλλ’ έχε τας ελπίδας σου εις τον Θεόν και θέλεις ιδή την υγείαν σου από ταύτης της στιγμής, όπου σε εθεράπευσεν ο Ιησούς Χριστός. Ιδού έπαυσεν ο πόνος του σώματός σου· δόξαζε λοιπόν τον Θεόν, τον δώσαντα εις σε την χάριν και έχε Αυτόν πάντοτε εις τον νουν σου και εις την ενθύμησίν σου, όταν δε ούτω πράττης, θέλει σε διαφυλάττει εις όλην σου την ζωήν». Ταύτα ειπών, έλαβε την χείρα της και σφραγίσας αυτήν δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς, ευθύς, ω του θαύματος! ηλευθερώθη εκείνη από τους πόνους και ιατρεύθη τελείως. Ημέραν δε τινά ο υιός της αδελφής των βασιλέων, της ιατρευθείσης από τον Άγιον, ευρέθη εις την κλίνην του νεκρός, χωρίς προηγουμένως να ασθενήση. Όθεν μέγας κλαυθμός εγένετο εις το βασιλικόν παλάτιον. Παρεκάλεσαν τότε οι βασιλείς τον Άγιον να αναστήση το παιδίον. Ο δε Άγιος, σφραγίσας όλον το σώμα του παιδίου δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και παρακαλέσας τον Θεόν, είπε προς αυτό· «Ανάστα, τέκνον, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου». Ευθύς δε, ω του θαύματος! ανεστήθη το παιδίον και ανεκάθισεν επί της κλίνης, προς θαυμασμόν των ορώντων. Όλοι όσοι ήσαν τότε αβάπτιστοι, εζήτησαν από τον Άγιον να τους βαπτίση. Μετά την τελετήν του αγίου Βαπτίσματος ο Άγιος παρέμεινε τας επτά καθιερωμένας ημέρας μετά των βαπτισθέντων, διδάσκων τα πρέποντα. Αφού δε ούτοι ήλλαξαν τα νεοφώτιστα ενδύματα, είπεν ο Άγιος· «Μένετε, τέκνα, εις ησυχίαν· λύκος πλέον δεν θέλει σας κυριεύσει. Έφυγε πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Όμως, συλλογιζόμενοι, ότι είναι ανάστασις νεκρών, μη λυπείσθε δι’ εκείνους οι οποίοι αποθνήσκουν. Διότι οι πιστεύσαντες εις τον Χριστόν και βαπτισθέντες ενεδύθησαν τον Χριστόν και έχουν Αυτόν βοηθόν. Το δε παιδίον, το οποίον προηγουμένως απέθανε και ανέστη, δια να λάβη την Χάριν του Αγίου Βαπτίσματος, μέλλει να υπάγη προς τον Σωτήρα Χριστόν και να ίδη Εκείνον εις μεγάλην δόξαν, υμνολογούμενον υπό των Αγγέλων». Την επομένην λοιπόν, ενώ ο Άγιος εδίδασκε τους βασιλείς, ήλθεν ευωδία άρρητος και ο Άγιος είπεν εις τους βασιλείς· «Εγερθήτε, υιοί του φωτός, δια να προσευχηθώμεν». Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν, ηκούσαμεν όλοι όσοι είμεθα εκεί, το «Αμήν», ως να έλεγον τούτο πλήθος ανθρώπων και ευθύς το παιδίον της αδελφής των βασιλέων παρέδωκε το πνεύμα, καθώς προείπεν ο Άγιος. Εις την Ρώμην παρεμείναμεν ένα ολόκληρον χρόνον, όπου ο Άγιος ετέλεσε και άλλα πολλά θαυμάσια. Όταν δε απεφάσισε να επιστρέψωμεν εις την Κύπρον, είπον εις αυτόν οι βασιλείς να λάβη χρυσόν πολύν δια την ανάγκην της Εκκλησίας και να προσφέρη και εις τους έχοντας ανάγκην. Αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε να λάβη τίποτε, ειπών· «Σεις, τέκνα μου, δώσατε τον χρυσόν εις τους πτωχούς, καθώς σας παραγγέλλει ο Κύριος, και εγώ χαίρομαι δια την ελεημοσύνην σας. Εις εμέ όμως μη δίδετε βάρος, διότι ο Θεός εις όλους παραχωρεί όλα τα αναγκαία και όλους διατρέφει εις την παρούσαν ζωήν». Μετά ταύτα, αναχωρήσαντες εκ Ρώμης, μετέβημεν εις την Κύπρον, όπου μας εδέχθησαν οι αδελφοί μετά χαράς μεγάλης. Είχε δε συνήθειαν ο Άγιος να επισκέπτεται τας νύκτας τα κοιμητήρια εκείνα, εις τα οποία ευρίσκοντο τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και να παρακαλή τον Θεόν δι’ ένα έκαστον εκ των θλιβομένων και στενοχωρουμένων. Καθώς δε ο φίλος δίδει εις τον φίλον του ό,τι του ζητεί, ούτω και ο Θεός παρεχώρει εις τον Άγιον ό,τι εζήτει. Συνέβει λοιπόν κάποτε να επιπέση μέγας λιμός εις τον τόπον εκείνον, μέχρι του σημείου ώστε ουδέ εις την αγοράν ευρίσκετο άρτος. Ο δε προρρηθείς Φαυστινιανός, έχων πολλάς αποθήκας πλήρεις σίτου και κριθής, ηύξησεν, ως άσπλαγχνος, την τιμήν και επώλει ταύτα ακριβά και εάν δεν ελάμβανεν επί χείρας τα χρήματα, δεν έδιδεν εις κανένα, μεγάλην δε πείναν και στενοχωρίαν είχον οι πτωχοί. Όθεν μετέβη ο Άγιος προς αυτόν και τον παρεκάλει να του δώση σίτον, ίνα εξοικονομήση τους πεινώντας, μετά δε ταύτα θα τον επλήρωνεν όσα ήθελεν. Αλλ’ ο Φαυστινιανός απήντησεν εις τον Άγιον· «Ύπαγε και παρακάλεσε τον Θεόν, τον οποίον συ προσκυνείς, και θέλει σου δώσει σίτον δια να διαθρέψης τους φίλους σου». Όθεν ο Άγιος μεταβάς νύκτα τινά εις τα κοιμητήρια, παρεκάλεσε τον Θεόν να δώση τροφήν εις άπαντας τους έχοντας ανάγκην δι’ ούτινος τρόπου εγνώριζεν η πάνσοφος Αυτού πρόνοια. Ευθύς τότε ήλθε φωνή αοράτως λέγουσα· «Επιφάνιε, ύπαγε εις τον Ναόν, τον καλούμενον Διός ασφάλεια και αι θύραι τούτου, αίτινες επί τόσους χρόνους είναι κεκλεισμέναι, θέλουν ανοίξει. Αφού δε εισέλθης εντός αυτού, θέλεις εύρει χρυσόν πολύν. Τούτον λάβε και αγόρασον όλον τον σίτον και την κριθήν του Φαυστινιανού, ίνα δώσης τροφήν εις τους πεινώντας». Ως ήκουσε ταύτα ο Άγιος, ούτω και έπραξεν. Όθεν αγοράσας όλον τον σίτον και την κριθήν του Φαυστινιανού, εγέμισε δι’ αυτών πολλάς οικίας και διένειμεν εις όλην την πολιτείαν. Ούτω δι’ όλους μεν τους άλλους ο σίτος και η κριθή ήσαν πολύ ευθηνά, εις τον οίκον όμως του Φαυστινιανού προεκλήθη μετ’ ολίγον μεγάλη στενοχωρία, επειδή, εξ αιτίας της φιλαργυρίας του, ο Φαυστινιανός επώλησεν όλον τον σίτον και την κριθήν που είχε και δεν εκράτησε τίποτε δια τους ανθρώπους του. Ήλθε λοιπόν εις στενοχωρίαν, διότι δεν ετόλμα να ζητήση από τον Άγιον σίτον δια τους ανθρώπους του, επειδή ενόμιζε τούτο ατιμίαν. Τι έκαμε λοιπόν; Είχε πέντε πλοία ιδικά του, εναύλωσε και άλλα πέντε και δώσας χρήματα πολλά εις ένα έμπιστον άνθρωπόν του, Λογγίνον ονόματι, έστειλε τούτον εις την Καλάβριαν, δια να αγοράση από εκεί σίτον και να τον φέρη. Ταξιδεύσας δε ο Λογγίνος εις την Καλάβριαν με τα πλοία ταύτα, ηγόρασε σίτον, εφόρτωσε τα πλοία και επέστρεφεν. Όταν δε έφθασαν αντικρύ εις την πολιτείαν, εξέσπασε μεγάλη τρικυμία, εκ της οποίας κατεποντίσθησαν όλα τα πλοία, τον δε σίτον εξέβρασεν η θάλασσα έξω εις τον αιγιαλόν. Πληροφορηθείς ταύτα ο Φαυστινιανός κατήλθεν ευθύς εις την παραλίαν, όπου, ιδών τα γενόμενα, ήρχισεν ο θεόργιστος να λέγη βλασφημίας κατά του Υψίστου Θεού και να υβρίζη τον Άγιον λέγων· «Ω! Κατά ποίον τρόπον θέλω λυτρωθή από τούτον τον μάγον! Δεν ηυχαριστήθη με τα τόσα κακά, τα οποία μου επροξένησεν εις την ξηράν γην με τας μαγείας του, αλλά έστειλε δαιμόνια και εις την θάλασσαν και έπνιξαν τα πλοία με τον σίτον, τον οποίον έφερον δια τροφήν των ανθρώπων μου; Ω! Ποίος άνεμος έφερεν εδώ τούτον τον μάγον και μας αναταράσσει τόσον»; Αφ’ ου δε είπε ταύτα και άλλα περισσότερα, μετέβη εις την οικίαν του, απειλών τον Άγιον. Όλοι δε οι πτωχοί, οίτινες ευρίσκοντο εις την πόλιν, άνδρες, γυναίκες και παιδία, μετέβησαν εις τον αιγιαλόν και συνέλεγον σίτον, τον οποίον έφερον εις τας οικίας των. Και άλλοι μεν εξ εκείνων συνήθροιζον σίτον δι’ ένα χρόνον, άλλοι δε δια δύο. Η δε σύζυγος του Φαυστινιανού ήτο αγαθής προαιρέσεως και έκαμνε πολλάς αγαθοεργίας. Αύτη, κρυφίως από τον σύζυγόν της, έστειλεν εις τον Άγιον δύο χιλιάδας νομίσματα, δια να της δώση σίτον προς διατροφήν των ανθρώπων της. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Κράτησον τα χρήματά σου και λάβε σίτον, όσον σου αναγκαιοί, όταν δε καρποφορήσουν οι αγροί σας, τότε μου δίδεις τον σίτον, τον οποίον θα λάβης». Ούτω δε και εγένετο. Εις την Επισκοπήν έμενε Διάκονος τις καλλιγράφος, Σαβίνος το όνομα, πράος πολύ και ενάρετος, όστις μεταξύ όλων ημών των εβδομήκοντα αδελφών, οίτινες είμεθα εις την Επισκοπήν, έλαμπε περισσότερον εν πάση αρετή. Τούτον κατέστησεν ο Άγιος πληρεξούσιον, δια να διαχειρίζεται τα πράγματα της Εκκλησίας. Καιρόν δε τινά εκρίνοντο από τον Σαβίνον δύο άνθρωποι, εκ των οποίων ο μεν εις ήτο πλούσιος, ο δε άλλος πτωχός. Το δίκαιον όμως ήτο με το μέρος του πλουσίου. Ο δε Άγιος, ιστάμενος εις τόπον απόκρυφον και ακούων την κρίσιν, ως ήκουσε τον Σαβίνον αποδίδοντα το δίκαιον εις τον πτωχόν, τον οποίον ελυπείτο δια την πτωχείαν του, απεκαλύφθη και είπε προς τον Σαβίνον· «Ύπαγε, τέκνον, να καλλιγράφης και ενθυμούμενος τας θείας Γραφάς γίνου τέλειος εις την κρίσιν και άκουε τον ευεργέτην Θεόν, λέγοντα· «Πένητα ουκ ελεήσεις εν κρίσει» (Έξ. κγ:3), και «Μη λάβης πρόσωπον δυνάστου» (Σειρ. δ:27). Από τότε έκρινεν ο Άγιος εκείνους οίτινες προσήρχοντο δια να κριθούν. Και από της αυγής έως της ενάτης ώρας της ημέρας ηκροάζετο τους κρινομένους, από δε της ενάτης μέχρι της άλλης αυγής δεν παρουσιάζετο εις ουδένα. Ήτο δε εις την Επισκοπήν και έτερος Διάκονος καλλιγράφος και αυτός, Ρουφίνος ονόματι, άγριος κατά το πρόσωπον και θηριώδης, όστις συνεφώνει με τον προρρηθέντα Φαυστινιανόν και καθ’ εκάστην ημέραν ύβριζε με ύβρεις πολλάς τον Άγιον, όστις κατεπράϋνε την αυθάδειάν του με πολλήν πραότητα. Αυτός όμως παρακινούμενος υπό του Φαυστινιανού, όστις του έλεγεν ότι, εάν φονεύσης τούτον τον οχληρόν, που μας ενοχλεί, θέλεις καθήσει συ εις τον θρόνον της Επισκοπής, εξωθούμενος δε και υπό του δαίμονος, εζήτησε να φονεύση τον Άγιον. Επειδή λοιπόν αυτός ήτο ο νεώτερος Διάκονος της Εκκλησίας και είχε διακονίαν να ευτρεπίζη τον θρόνον του Επισκόπου, έλαβε μάχαιραν αιχμηράν και έβαλεν αυτήν ορθίαν εις το κάθισμα του θρόνου, επάνω δε εις αυτήν έβαλε το σκέπασμα του θρόνου. Και ταύτα μεν διελογίζετο και ενήργει εκείνος, ο δε Άγιος, όταν ήλθεν η ώρα να καθίση εις τον θρόνον, καλέσας τον Ρουφίνον είπε προς αυτόν· «Ανασήκωσον, τέκνον, το κάλυμμα από τον θρόνον». Επειδή όμως εκείνος δεν το ανεσήκωνεν, έπραξε τούτο ο Άγιος. Ευθύς τότε έπεσεν η μάχαιρα επί των ποδών του Ρουφίνου και ενεπήχθη εις τον δεξιόν αυτού πόδα. Ιδών τούτο ο Άγιος είπε· «Παύσε, τέκνον, την αταξίαν σου, ίνα μη, πολύ συντόμως, κινδυνεύσης και έξελθε της Εκκλησίας, διότι δεν είσαι άξιος να μεταλάβης των θείων Μυστηρίων». Εξήλθε τότε ο Ρουφίνος της Εκκλησίας και μετέβη εις την Επισκοπήν, πεσών δε επί της κλίνης μετά τρεις ημέρας απέθανε. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο μέγας Θεοδόσιος, ο βασιλεύς, επόνεσεν εις τους πόδας, τόσον ώστε από τα γόνατα και κάτω εγένετο παράλυτον όλον εκείνο το μέρος του ποδός, εκ τούτου δε παρέμενε κατάκοιτος επί της κλίνης επί μήνας επτά. Όθεν απέστειλεν εις την Κύπρον ανθρώπους του παλατίου με γράμματα προς τον Άγιον, δια των οποίων παρεκάλει τούτον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα τον ιατρεύση. Μετέβησαν λοιπόν εκείνοι εις την Κύπρον, αλλ’ ότε ητοιμάζοντο ίνα παραλάβουν τον Άγιον και τον οδηγήσουν εις την Κωνσταντινούπολιν, εδίστασαν να το πράξουν, διότι η θλίψις και τα δάκρυα του λαού ημπόδιζον τον Άγιον να αναχωρήση. Διότι όταν ο Άγιος εξεκίνησε δια να αναχωρήση, συγκεντρωθέντες όλοι οι Χριστιανοί έκλαιον και προσεκάλουν τον θάνατον. Όθεν είπεν ο Άγιος προς τους ανθρώπους του βασιλέως· «Υπάγετε, τέκνα, εις τον βασιλέα και εγώ θέλω έλθει αργότερον». Εκείνοι τότε απήντησαν· «Μη οργισθής εναντίον μας, Πάτερ, διότι δεν αναχωρούμεν εντεύθεν χωρίς σε. Είναι βασιλική προσταγή να υπάγωμεν μαζί και δεν δυνάμεθα να πράξωμεν άλλως, δια να μη κινδυνεύσωμεν, μάλιστα τώρα, ότε ο βασιλεύς ασθενεί και αναμένει την αγιωσύνην σου». Τότε ο Άγιος προσκαλέσας τον προαναφερθέντα Επίσκοπον Φίλωνα και παρήγγειλεν εις αυτόν να επιστατή την επαρχίαν του και να εξυπηρετή ταύτην εις πάσαν εκκλησιαστικήν ανάγκην. Έπειτα, αφού εδίδαξεν εις όλους τους Χριστιανούς τα πρέποντα, απεχαιρέτησεν αυτούς και ανεχωρήσαμεν ομού δια την Κωνσταντινούπολιν. Όταν εφθάσαμεν εις την Κωνσταντινούπολιν και εισήλθομεν εις το βασιλικόν παλάτιον, ο Άγιος επροχώρησε με θάρρος πολύ προς τον βασιλέα, όστις εκείτετο επί της κλίνης και εκ των φοβερών πόνων δεν ηδύνατο ούτε να ομιλήση. Ως δε ο Άγιος επλησίασεν, είπε προς αυτόν ο βασιλεύς μετά βίας· «Παρακάλεσον τον Θεόν, Πάτερ, να επανίδω την υγείαν μου, διότι ασθενώ βαρύτατα». Ο Άγιος είπε· «Πίστευε, τέκνον, εις την δύναμιν του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού και θα έχης πάντοτε την υγείαν σου, έχε δε κατά νουν τον Θεόν, δια να μη σε ενοχλήση κανέν κακόν. Γίνου ελεήμων εις τους τεθλιμμένους και θέλεις ελεηθή από τον Θεόν. Τίμα τον Θεόν, όστις σοι εχάρισε την βασιλείαν και Αυτός θέλει σου δώσει περισσοτέραν χάριν». Ως δε είπε ταύτα εις τον βασιλέα, ήγγισε τους πόδας του και σφραγίσας αυτόν τρις δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, είπεν· «Εγέρθητι, τέκνον, από της κλίνης, διότι ο πόνος των ποδών έπαυσε πλέον». Και, ω του θαύματος! ευθύς ο βασιλεύς ηγέρθη από της κλίνης, χωρίς να αισθάνεται πλέον ουδέ τον ελάχιστον πόνον εις τους πόδας. Τότε είπε προς τον Άγιον· «Πρόσταξόν με, Πάτερ, και ό,τι ορίσης, θέλω υπακούσει εις όλα». Και ο Άγιος απεκρίθη· «Έχε εις την ψυχήν σου τους λόγους του Θεού και φύλαττε αυτούς, ίνα μη έχης την ανάγκην του Επιφανίου, αλλά δόξαζε τον Θεόν, τον ευεργέτην σου». Ενώ δε ευρισκόμεθα ακόμη εις την Κωνσταντινούπολιν, ήλθον από την Ρώμην ο Αρκάδιος και ο Ονώριος και είπον προς τον πατέρα των, ότι μετέβη ο Άγιος εις την Ρώμην και εθεράπευσε την θυγατέρα του και ανέστησε τον υιόν της, ευρεθέντα νεκρόν. Ως δε ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, εχάρη έτι περισσότερον και έκτοτε είχε πλέον τον Άγιον ως πατέρα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, με προσταγήν του βασιλέως, έφεραν από την Κύπρον εις την Κωνσταντινούπολιν και τον προρρηθέντα Φαυστινιανόν και έκλεισαν τούτον εις την φυλακήν, διότι κατηγορήθη ότι ύβρισε τον βασιλέα. Ακούσας τούτο ο Άγιος μετέβη προς επίσκεψίν του εις την φυλακήν, ευρών δε τούτον, τον ηρώτησεν, εάν θέλη να μεσιτεύση εις τον βασιλέα να τον λυτρώση από την καταδίκην. Αλλ’ ο Φαυστινιανός δεν ηθέλησε και είπε προς τον Άγιον· «Ύπαγε, πλάνε, να πλανάς ανθρώπους απράκτους και μη λέγης προς εμέ τούτους τους λόγους. Συ ήλθες εδώ δια να χαρής εις την συμφοράν μου και όχι να με βοηθήσης. Όμως είναι η ώρα να φύγης πλέον από την Κύπρον και να υπάγης εις την Φοινίκην, την πατρίδα σου, εκεί δε κάμνε όσον θέλεις τας μαγείας και τας πονηρίας σου». Αναχωρήσας τότε ο Άγιος από την φυλακήν, μετέβη προς τον βασιλέα, ίνα τον αποχαιρετήση, προκειμένου να αναχωρήσωμεν δια την Κύπρον. Ο βασιλεύς όμως παρεκάλεσε τον Άγιον να παραμείνη ακόμη μερικάς ημέρας εις την βασιλεύουσαν και ο Άγιος εδέχθη. Την επομένην ήλθεν ο αποκρισάριος του βασιλέως και ανήγγειλεν, ότι ο Φαυστινιανός απέθανε. Και ο μεν Άγιος, ακούσας τούτο, ελυπήθη πολύ δια τον διπλούν αυτού θάνατον, ο δε βασιλεύς ηθέλησε να κρατήση εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον όλα τα υπάρχοντα του Φαυστινιανού, αφού μάλιστα δεν είχε τέκνα. Αλλ’ ο Άγιος είπε· «Φυλάξου, τέκνον, μη λάμης αμαρτίαν, διότι η σύζυγος του Φαυστινιανού είναι θεοσεβής εν όλη καρδία και θέλει διανείμει πάντα εις τους πτωχούς. Καταπείσθητι λοιπόν εις τους λόγους μου και άφες αυτά εις την γυναίκα, ούτω δε θέλεις λάβει χάριν παρά του Υψίστου Θεού». Τότε ο βασιλεύς έδωκεν εις τον Άγιον όλην την εξουσίαν επί των πραγμάτων του Φαυστινιανού. Ο Άγιος όμως είπε προς αυτόν· «Εγώ, τέκνον, έχω τον Θεόν όστις μου δίδει όλα τα χρειώδη, ταύτα δε πάντα, με την γνώμην της γυναικός, θέλομεν αποδώσει εις τους πτωχούς». Ότε δε ηθέλομεν να αναχωρήσωμεν, είπεν ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ζήτησε, Πάτερ, εκείνα τα οποία αναγκαιούν εις σε και θέλω σου τα αποδώσει με μεγάλην μου ευχαρίστησιν». Αλλ’ ο Άγιος είπε· «Τούτο ζητώ από σε, τέκνον. Να φυλάττης τας παραγγελίας, τας οποίας σου είπον και να με ενθυμήσαι πάντοτε». Εξελθών δε ο βασιλεύς εκ του βασιλικού παλατίου, ίνα συνοδεύση ημάς, παρεκάλεσε τον Άγιον να τον ευλογήση. Ευθύς τότε ο Άγιος, προσευχηθείς, ηυλόγησε τον βασιλέα και τον ησπάσθη. Ούτως ο μεν βασιλεύς επέστρεψεν εις το παλάτιόν του, ημείς δε, ανελθόντες επί πλοίου τινός, μετέβημεν εις την Κύπρον όπου μας εδέχθησαν άπαντες οι Χριστιανοί μετά χαράς μεγάλης. Εύρομεν δε την σύζυγον του Φαυστινιανού κλαίουσαν δια τον θάνατον του συζύγου της, επαρηγόρησε δε ταύτην ικανώς ο Άγιος εις την θλίψιν της. Κατόπιν εβάπτισεν αυτήν και την εχειροτόνησε Διάκονον, όλα δε τα υπάρχοντα αυτής και του Φαυστινιανού διενέμοντο, με την γνώμην του Αγίου, εις τους έχοντας ανάγκην. Εις την επαρχίαν του Αγίου ευρίσκοντο πλήθη ανθρώπων, οίτινες ηκολούθουν την αίρεσιν των Ουαλεντινιανών, έχοντες και Επίσκοπον, Αέτιον καλούμενον. Ημέραν δε τινά συνωμίλει ο Άγιος μετ’ αυτού δια την αίρεσίν του, εκείνος δε, φιλονεικών και φλυαρών, είπε πολλάς βλασφημίας δια τον Ύψιστον Θεόν. Ο δε Άγιος, ακούσας τας βλασφημίας, είπεν· «Αέτιε δυσσεβέστατε, θέσον χαλινόν εις το στόμα σου και μη λαλής βλασφημίας». Ευθύς δε με τον λόγον του Αγίου ο Αέτιος έμεινεν άλαλος και δεν ηδυνήθη πλέον να λαλήση ουδέ ένα λόγον. Τότε οι οπαδοί αυτού, ιδόντες, ότι ο Άγιος δια μόνου του λόγου του κατέστησεν άλαλον τον Αέτιον, προσέπεσαν άπαντες προ του Αγίου και, αναθεματίσαντες την αίρεσίν των, έγιναν Ορθόδοξοι. Ο δε Αέτιος έμεινεν άλαλος επί εξ ημέρας και την εβδόμην απέθανεν. Ήσαν δε και άλλοι πολλοί αιρετικοί εις την Κύπρον, ήτοι Σοφισταί, Σαβελλιανοί, Νικολαϊται, Σιμωνιανοί, Βασιλειδιανοί, Καρποκρατιανοί και άλλοι τινές, περί των οποίων έγραψεν ο Άγιος εις τον βασιλέα να τους εκδιώξη από την Κύπρον. Διότι τινές εξ αυτών ήσαν πλούσιοι, οι οποίοι ηγόραζον δημοσίας επιστασίας και έβλαπτον πολύ τους Ορθοδόξους. Λαβών δε ο βασιλεύς τα γράμματα του Αγίου, απέστειλεν έγγραφον διαταγήν δια της οποίας επρόσταζε τα εξής: «Όστις εκ των αιρετικών δεν υπακούει εις τον Αρχιεπίσκοπον Επιφάνιον και τους θείους λόγους αυτού, να αναχωρή από την νήσον Κύπρον και να μεταβαίνη προς κατοίκησιν όπου αλλού θέλει. Εκείνος δε εξ αυτών, όστις θέλει μετανοήσει και ομολογήσει έμπροσθεν του κοινού Πατρός, ότι επλανήθη και επιθυμεί να προσέλθη εις την οδόν της αληθείας και να γίνη Ορθόδοξος, να μείνη εις την Κύπρον, διδασκόμενος από τον κοινόν Πατέρα, τον θείον Επιφάνιον». Τούτο λοιπόν το βασιλικόν πρόσταγμα έφερεν άνθρωπος του βασιλέως εις την Κύπρον και το ανέγνωσεν εις επήκοον πάντων. Πολλοί τότε εκ των αιρετικών προσέτρεξαν εις τον Άγιον και έγιναν Ορθόδοξοι. Εκείνοι δε οίτινες δεν ηθέλησαν να αφήσουν την αίρεσίν των, εξεδιώχθησαν από την Κύπρον. Ήτο δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν Πατριάρχης ο Θεόφιλος, όστις ήτο γνώριμος του Αγίου. Εκεί δε εις την Αλεξάνδρειαν ήσαν τρεις αδελφοί, υιοί του Ηρακλέωνος, του εξουσιαστού της Αλεξανδρείας, οι οποίοι, αποθανόντος του πατρός των, έβαλον καλόν λογισμόν να γίνουν Μοναχοί. Μεταβάντες δε εις την έρημον, έλαβον το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών και ήσαν εν ησυχία, διάγοντες ζωήν πρέπουσαν εις το Μοναχικόν Σχήμα. Τούτους γνωρίζων ο Πατριάρχης Θεόφιλος έφερεν απατηλώς εις την Αλεξάνδρειαν και τον μεν μεγαλύτερον εχειροτόνησεν Επίσκοπον εις τινά χώραν της Αιγύπτου, τους δε άλλους δύο έκαμε Διακόνους και οικονόμους της Εκκλησίας. Ούτοι, παραμείναντες επί τρεις χρόνους εις την οικονομίαν της Εκκλησίας και ιδόντες ότι, επειδή εγκατέλειψαν την ησυχίαν, εστερούντο της θείας Χάριτος, παρεκάλεσαν τον Θεόφιλον να δώση εις αυτούς την άδειαν να υπάγουν εκεί όπου κατώκουν πρότερον. Ο Θεόφιλος όμως δεν ηθέλησε να δώση εις αυτούς την άδειαν να αναχωρήσουν. Όθεν, αναχωρήσαντες κρυφίως, μετέβησαν εις την ησυχίαν όπου ήσαν πρότερον, ο δε Θεόφιλος αφώρισε τούτους να μείνουν ακοινώνητοι τρεις χρόνους. Εκείνοι τότε παρεκάλεσαν πολύ να συγχωρήση τούτους, ίνα μεταλάβουν των θείων Μυστηρίων, αλλ’ ο Θεόφιλος δεν τους συνεχώρησεν. Όθεν, αναγκασθέντες, μετέβησαν εις την Κωνσταντινούπολιν και προσέπεσαν εις τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, δια να μεσιτεύση εις τον Θεόφιλον να τους συγχωρήση. Έγραψε λοιπόν ο θείος Χρυσόστομος προς τον Θεόφιλον, παρακαλών αυτόν να λύση τούτους από τον δεσμόν του αφορισμού. Αλλ’ ο Θεόφιλος δεν εισήκουσε της παρακλήσεως του θείου Χρυσοστόμου και ούτω ο Χρυσόστομος έγραψε και δια δευτέραν φοράν, παρακαλών τον Θεόφιλον να τους συγχωρήση. Αλλ’ ούτε τότε ηθέλησεν ο Θεόφιλος να λύση τούτους του αφορισμού. Τότε πλέον έλυσεν αυτούς από τον αφορισμόν ο θείος Χρυσόστομος, εκ της αιτίας δε ταύτης προεκλήθη ψυχρότης αρκετά μεγάλη μεταξύ Θεοφίλου και θείου Χρυσοστόμου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εις την βασιλεύουσαν ήτο συγκλητικός τις, Θεόγνωστος ονομαζόμενος, όστις ήτο καλός Χριστιανός, έχων τον φόβον του Θεού αδιαλείπτως, δια τούτο και ηγαπάτο πολύ παρά του βασιλέως. Άλλος δε τις συγκλητικός, Δωρόθεος ονόματι, Αρειανός το θρήσκευμα, φθονήσας τον Θεόγνωστον, εσυκοφάντησεν αυτόν ότι δήθεν ύβρισε τον βασιλέα και παρουσιάσας δύο ψευδομάρτυρας ήλεγξε τούτον κατά πρόσωπον. Όθεν ο βασιλεύς επρόσταξε να εξορισθή ο Θεόγνωστος και να δημευθή η περιουσία του. Έμεινεν όμως εις την σύζυγον του Θεογνώστου εν κτήμα από το οποίον εξοικονομούσε τα απαραίτητα δια την συντήρησίν της, ο δε Θεόγνωστος, ευρισκόμενος εις την εξορίαν απέθανε. Κάποτε λοιπόν συνέπεσε να εξέλθη η βασίλισσα Ευδοξία εις περίπατον, κατά τον καιρόν του τρυγητού, εις τον τόπον, εις τον οποίον ήτο το κτήμα της συζύγου του Θεογνώστου, άγνωστον δε δια ποίαν αιτίαν εισήλθεν εις τον αμπελώνα της γυναικός και έκοψε μίαν σταφυλήν. Ούτως ο αμπελών της χήρας εγένετο βασιλικός. Διότι κατά την τότε συνήθειαν, εάν ο βασιλεύς ή η βασίλισσα επάτουν εις ξένον τόπον ή εάν έκοπτον καρπόν από δένδρον τι, να μη εξουσιάζη πλέον ταύτα άλλος τις εκτός των βασιλέων και των βασιλισσών. Ακούσασα η χήρα του Θεογνώστου, ότι η βασίλισσα εισήλθεν εις το κτήμα της, έγραψεν αναφοράν, την οποίαν απέστειλεν εις τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις ηγαπάτο πολύ από τον βασιλέα και από την βασίλισσαν και τον παρεκάλει να μεσιτεύση δια την απόδοσιν του κτήματός της. Όθεν ο μακάριος εκείνος έστειλε τον Αρχιδιάκονόν του Εύτυχον, άνδρα λόγιον και εστολισμένον με πάσαν αρετήν, να ειπή εις την βασίλισσαν να αποδώση το κτήμα της χήρας. Μεταβάς δε ο Εύτυχος εις την βασίλισσαν, διεβίβασεν εις αυτήν όσα επρόσταξεν αυτόν ο θείος Χρυσόστομος. Εκείνη δε απήντησεν, ότι δεν είναι δυνατόν να αποδώση εκείνο το κτήμα, διότι είναι νόμος βασιλικός να κρατήση τούτο. Μόνον αντ’ εκείνου υπεσχέθη να δώση άλλο κτήμα εις οποιονδήποτε τόπον επεθύμει η χήρα. Μετέβη όθεν ο Εύτυχος προς τον Πατριάρχην Ιωάννην τον Χρυσόστομον και του μετεβίβασε την απάντησιν της βασιλίσσης. Τόε ο θείος Χρυσόστομος μετέβη ο ίδιος εις την βασίλισσαν και αφού ωμίλησε προς αυτήν τα δέοντα, παρεκίνει ταύτην να αποδώση εις την χήραν το κτήμα της. Η δε βασίλισσα είπε· «Μάθε, Πάτερ, πρώτον την αιτίαν και κατόπιν λέγε, ότι επεβουλεύθην την χήραν, δια να αρπάσω το κτήμα της, μη θέλης δε να ελέγχης κατά πρόσωπον τους βασιλείς». Ο θείος Χρυσόστομος απεκρίθη εις την βασίλισσαν λέγων· «Δος πάλιν το κτήμα εις την χήραν, διότι ήκουσας πως κατηγορείται από την θείαν Γραφήν έως σήμερον η Ιεζάβελ, επειδή ήρπασεν αδίκως τον αμπελώνα του Ναβουθαί». Η βασίλισσα, ως ήκουσε ταύτα παρά του θείου Χρυσοστόμου, επρόσταξε να οδηγήσουν τούτον έξω του βασιλικού παλατίου. Εξελθών δε ο θείος Χρυσόστομος εκείθεν και μεταβάς εις την Εκκλησίαν, είπε προς τον Εύτυχον· «Όταν έλθη η βασίλισσα εις την Εκκλησίαν, κάλεσον τους Διακόνους, τους υπηρετούντας εις την Εκκλησίαν, και σταθήτε εις την θύραν εκείνην, από την οποίαν συνηθίζει να εισέρχεται η βασίλισσα και μη της επιτρέψετε να εισέλθη εις την Εκκλησίαν, λέγοντες, ότι ο Ιωάννης επρόσταξε να μη εισέλθης εις την Εκκλησίαν». Ο Εύτυχος λοιπόν, όταν ενεφανίσθη η βασίλισσα, έπραξε καθώς τον επρόσταξεν ο θείος Χρυσόστομος, εκ της αιτίας δε ταύτης εκινήθη η βασίλισσα δια να εξορίση αυτόν. Ακούσας ο Θεόφιλος, ότι η βασίλισσα εσκέπτετο να εξορίση τον θείον Χρυσόστομον, ενήργησε και αυτός πολλάς επιβουλάς κατ’ αυτού. Και προς τον Άγιον Επιφάνιον έγραψε πολλά γράμματα κατά του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι δήθεν έχει τα φρονήματα του Ωριγένους και ότι η βασίλισσα εκινήθη δια να εξορίση αυτόν. Ο δε Άγιος Επιφάνιος, έχων σοβαράν υπόθεσιν ίνα υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, ακούσας δε και ταύτα παρά του Θεοφίλου δια τον θείον Χρυσόστομον, παρεκινήθη περισσότερον να μεταβή, όχι δια να βλάψη τον θείον Χρυσόστομον, αλλά δια να τον βοηθήση. Όθεν, παραλαβών εμέ και τον Ισαάκ, μετέβημεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Επειδή δε ήτο εκεί μεγάλη σύγχυσις δια τον κατά του θείου Χρυσοστόμου διωγμόν, διότι οι πολίται ηγάπων αυτόν πολύ, διεμείναμεν εις εν Μοναστήριον έξω της Κωνσταντινουπόλεως. Το Μοναστήριον εκείνο έτυχε να είναι εξ εκείνων των Μοναστηρίων, τα οποία ελάμβανον από την βασίλισσαν τα σιτηρέσια και ούτω δεν εδέχοντο εκεί τον θείον Χρυσόστομον. Και επειδή δεν υπήρχεν εις την Εκκλησίαν του Μοναστηρίου Διάκονος, οι πατέρες της Μονής ηνάγκασαν πολύ τον Άγιον και εχειροτόνησε τοιούτον. Ακούσας δε τούτο ο θείος Χρυσόστομος, ελυπήθη πολύ δια την χειροτονίαν την οποίαν ετέλεσεν ο Άγιος Επιφάνιος εις την επαρχίαν του χωρίς την άδειάν του και έγραψεν εις αυτόν γράμμα, το οποίον επροξένησε λύπην εις τον Επιφάνιον, όστις αντέγραψεν ομοίως εις τον θείον Χρυσόστομον. Ακούσασα η βασίλισσα, ότι συνέβη δυσαρέσκεια μεταξύ Χρυσοστόμου και Επιφανίου, προσεκάλεσε τον Επιφάνιον και είπε προς αυτόν· «Όλη η βασιλεία των Ρωμαίων, Πάτερ, είναι ιδική μου και υπό την εξουσίαν μου, όλον δε το Ιερατείον και οι Αρχιερείς των Εκκλησιών, οίτινες είναι εις το βασίλειόν μου, είναι ιδικοί σου και υπό την εξουσίαν σου. Όθεν, επειδή ο Ιωάννης δεν φυλάττει την πρέπουσαν εις τους Αρχιερείς ευταξίαν, αλλά φέρεται ατάκτως εναντίον των βασιλέων, δια τούτο από πολλών ημερών εσκέφθην να συναθροίσω τους Αρχιερείς, δια να καθαιρέσουν αυτόν, ως ανάξιον της Αρχιερωσύνης και να αναδείξουν άλλον Αρχιεπίσκοπον, όστις να δύναται να κυβερνά την Εκκλησίαν καθώς πρέπει, δια να ειρηνεύη κατά πάντα και το βασίλειόν μου. Τώρα όμως, ότε συ, Πάτερ, ευρίσκεσαι εδώ, μετά Θεόν, δεν είναι ανάγκη να υποβάλω τους Αρχιερείς εις τόσους κόπους, αλλ’ όρισε συ Αρχιεπίσκοπον εκείνον τον οποίον θέλει σου αποκαλύψει ο Θεός και απομάκρυνον τούτον από την Κωνσταντινούπολιν». Ταύτα λέγουσα η βασίλισσα εταράττετο σφόδρα από τον θυμόν, ο δε θείος Επιφάνιος, αφού ήκουσε τα λεγόμενα, απεκρίθη προς την βασίλισσαν με ανεξικακίαν και χωρίς θυμόν· «Άκουσον, τέκνον· εάν μεν ο Αρχιεπίσκοπος κατηγορηθή δια την αίρεσιν την οποίαν αναφέρεις και ελεγχθή δημοσία, ότι είναι αιρετικός και δεν ομολογήση ότι έσφαλεν, είναι ανάξιος της Αρχιερωσύνης και εκείνο το οποίον ορίζει η εξουσία σας θέλω πράξει. Αν δε ζητής να διώξης τον Ιωάννην από την μεγάλην Εκκλησίαν, δια την προσβολήν, την οποίαν έκαμεν εναντίον σας, ο ιδικός σας Επιφάνιος δεν θέλει συγκατανεύσει εις τούτο ποτέ. Μάλιστα, τέκνον, είναι χρέος εις τους βασιλείς, όταν υβρίζωνται και ατιμάζωνται, να συγχωρούν τους υβρίζοντας. Επειδή και σεις οι βασιλείς έχετε Βασιλέα εις τους ουρανούς, ενώπιον του οποίου καθ’ εκάστην αμαρτάνετε. Εκείνος τότε θέλει σας συγχωρήσει, όταν και σεις συγχωρήτε εκείνους οίτινες πταίουν και προσβάλλουν υμάς, ως λέγει το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον· «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών οικτίρμων εστί» (Λουκ στ:36). Είπε τότε η βασίλισσα προς τον Άγιον· «Αν ίσως, Πάτερ, γίνης εμπόδιον εις το να εξορισθή ο Ιωάννης, θέλω ανοίξει τους ναούς των ειδώλων και θέλω κάμει τους ανθρώπους να προσκυνούν τα είδωλα, αλλά και πολλά άλλα χειρότερα τούτων θέλω πράξει». Καθώς δε έλεγε ταύτα πλήρης οργής, έκλαιεν από τον θυμόν της. Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ, τέκνον, είμαι αθώος της αμαρτίας ταύτης». Ταύτα ειπών, με εκάλεσε και εξήλθομεν του παλατίου, ο δε Ισαάκ, ασθενών, δεν είχεν έλθει μεθ’ ημών. Τότε ηκούσθη λόγος εις όλην την πόλιν, ότι ο μέγας Αρχιερεύς Επιφάνιος μετέβη εις την βασίλισσαν και συνήργησεν εις την εξορίαν του θείου Χρυσοστόμου. Ακούσας τούτο ο Ισαάκ, έφυγεν από τον Άγιον και μετέβη εις εν Μοναστήριον. Ο δε Άγιος πολύ ελυπήθη δια τον Ισαάκ και εδέετο εις τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτόν που ευρίσκετο. Πράγματι απεκαλύφθη εις αυτόν ο τόπος όπου ευρίσκετο ο Ισαάκ και μετέβημεν προς τούτον. Ο Ισαάκ όμως απεστράφη τον Άγιον ειπών· «Δεν θέλω πλέον να είμαι μαζί σου, εξ αιτίας της αμαρτίας την οποίαν διέπραξες κατά του θείου Χρυσοστόμου». Εμείναμεν δε εις το Μοναστήριον τρεις ημέρας και μετά βίας ο Άγιος κατέπεισε τον Ισαάκ, ότι δεν συνεμερίσθη την γνώμην δια την εξορίαν του θείου Χρυσοστόμου. Ούτω ο Ισαάκ ηκολούθησεν ημάς και επεστρέψαμεν εις την κατοικίαν μας. Όμως ο θείος Χρυσόστομος επίστευσεν, ότι ο Επιφάνιος ήτο σύμφωνος δια την εξορίαν του και έγραψεν εις αυτόν ταύτα· «Επιφάνιε σοφέ, συνεφώνησες εις την ιδικήν μου εξορίαν, όμως και συ δεν θέλεις καθήσει πλέον εις τον θρόνον σου». Τότε ανταπήντησε δι’ επιστολής και ο Άγιος Επιφάνιος εις τον θείον Χρυσόστομον, ειπών· «Αθλητά, δέρου και νίκα. Επειδή επίστευσες, ότι εγώ συνεφώνησα να εξορισθής, δεν θέλεις φθάσει εις τον τόπον της εξορίας σου». Ταύτα έγραψα, αδελφοί, δια να μη μεμφθή τις τον Άγιον. Διότι εκείνος όστις τόσα καλά έπραξε, δεν ήτο δυνατόν ποτέ να πέση εις τοσούτον βάθος κακίας. Έπειτα μετέβημεν πάλιν εις το παλάτιον, όπου ο Άγιος απεχαιρέτησε τους βασιλείς, προκειμένου να αναχωρήσωμεν. Ο δε βασιλεύς Αρκάδιος ηρώτησε τον Άγιον πόσων χρόνων είναι και ο Άγιος απήντησεν· «Εκατόν δέκα πέντε χρόνων είμαι παρά τρεις μήνας. Όταν έγινα Επίσκοπος ήμην εξήκοντα χρόνων, έχω και εις την Επισκοπήν πεντήκοντα πέντε χρόνους παρά τρεις μήνας». Ακολούθως εισήλθομεν εις πλοίον και ο Άγιος εκάθησεν· εκαθήσαμεν τότε και ημείς πλησίον αυτού. Είχε δε συνήθειαν να κρατή πάντοτε εις χείρας το Ιερόν Ευαγγέλιον. Αναστενάξας δε τρεις φοράς και δακρύσας, ήνοιξε πάλιν το Ευαγγέλιον και πάλιν το έκλεισε και κλαίων προσηυχήθη. Μετά δε την προσευχήν ήρχισε πάλιν να κλαίη και να λέγη προς ημάς. «Εάν με αγαπάτε, ω τέκνα, φυλάξατε τας παραγγελίας μου και η αγάπη του Θεού θέλει είναι μαζί σας. Σεις γνωρίζετε πόσας θλίψεις εδοκίμασα εις την ζωήν ταύτην και όμως ουδόλως υπελόγιζα ταύτας, αλλά πάντοτε έχαιρον, αποβλέπων εις τον Θεόν. Εκείνος δε δεν με εγκατέλειψεν, αλλά με διεφύλαττεν από πάσης επιβουλής του πονηρού, καθώς ο θείος Παύλος, λέγει· «Τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. η:28). Μίαν δε φοράν, ω τέκνα μου αγαπητά, ότε ήμην εις τόπον ερημικόν και προσηυχόμην εις τον Θεόν, ίνα με λυτρώση από τας επιβουλάς του εχθρού, ήλθον κατ’ εμού πλήθος δαιμόνων και σπαράξαντές με εις την γην, με συνέλαβον από τους πόδας και με έσυρον κατά γης, τινές δε εξ αυτών μου έδωκαν πολλούς ραβδισμούς και ταύτα έκαμνον εις εμέ επί δέκα ημέρας. Έκτοτε δεν είδον πλέον αυτοπροσώπως δαίμονα, αλλά δια μέσου κακών ανθρώπων επροξένησαν εις εμέ άπειρα κακά. Πόσα και οποία κακά δεν επροξένησαν εις εμέ εις την Φοινίκην οι άτακτοι Σιμωνιανοί! Εις την Αίγυπτον οι ακάθαρτοι Γνωστικοί! Και εις την Κύπρον οι άνομοι Ουαλεντινιανοί και οι λοιποί αιρετικοί! Προσέχετε, τέκνα, και ακούσατε τον λόγον του αμαρτωλού Επιφανίου. Μη επιθυμήσετε ποτέ πλούτη και θέλουν σας δοθή πολλά. Μη μισήσετε άνθρωπον και θέλετε αγαπηθή από τον Θεόν. Μη καταλαλήσετε κατά του αδελφού και ουδέποτε θέλει σας κυριεύσει πάθος διαβολικόν. Αποστρέφεσθε όλας τας αιρέσεις, ως θηρία φαρμακερά και θανατηφόρα, δια τας οποίας και εγγράφως σας παρέδωκα εις το βιβλίον, το οποίον επιγράφεται «Πανάριον». Αποστρέφεσθε δε και φυλάττεσθε από τας ηδονάς του κόσμου, αι οποίαι εξεγείρουν το σώμα και σκοτίζουν τον λογισμόν. Αύται είναι πειρασμός του σατανά. Διότι πολλάκις αν και ησυχάζει η σαρξ, ο λογισμός των απροσέκτων στρέφεται προς τα αισχρά. Όταν όμως ο νους μας προσέχει και εν αυτώ υπάρχη η ενθύμησις του Θεού, ευκόλως ημπορούμεν να νικήσωμεν τον εχθρόν». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος και άλλα περισσότερα, προσεκάλεσεν όλους τους ανθρώπους, οίτινες ευρίσκοντο εντός του πλοίου, και ωμίκησε προς αυτούς, ειπών ταύτα· «Ανάγκη είναι εις ημάς, αδελφοί, να παρακαλέσωμεν, εξ όλης ψυχής, τον Θεόν, να μας διαφυλάξη και ίνα μη απολεσθή ουδείς εξ ημών, οίτινες ευρισκόμεθα εντός του πλοίου. Διότι μέλλει να συμβή μεγάλη τρικυμία. Αλλά ησυχάζετε και χαίρετε, διότι καμμία θλίψις δεν θέλει πλησιάσει εις ουδένα εξ υμών». Κατόπιν είπεν εις εμέ· «Τέκνον Πολύβιε, εάν εξέλθωμεν εις την Κωνσταντίαν, επτά ημέρας να μείνης εκεί και κατόπιν να υπάγης εις Αίγυπτον και να ανέλθης εις την άνω Θηβαϊδα, ίνα ποιμαίνης τα πρόβατα του Χριστού. Αλλά πρόσεχε, τέκνον, να μη πράξης άλλως. Διότι, εάν παρακούσης τους λόγους μου και δεν υπάγης, θέλεις απολεσθή, όσα δε οικοδόμησες, όλα θέλουν ματαιωθή και ούτω θέλεις γίνει αχρείος έμπροσθεν όλων των ανθρώπων. Αν όμως ακούσης τους ιδικούς μου λόγους και διαφυλάξης την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν με επρόσταξεν Εκείνος να είπω προς σε, θα είσαι ευλογημένος παρ’ Αυτού καθ’ όλας τας ημέρας της ζωής σου και θα κερδίσης τον Παράδεισον». Ταύτα δε ειπών προς εμέ, με ησπάσθη. Έπειτα είπεν εις τον Ισαάκ· «Και συ, τέκνον, να μείνης εις την Κωνσταντίαν, έως ότου προσταχθής να υπάγης εις την χώραν των Κιτιέων». Αφού δε ησπάσθη και αυτόν, εκάλεσεν όλους τους ναύτας και τους είπε· «Μη φοβηθήτε, τέκνα, από την μεγάλην τρικυμίαν, η οποία μέλλει να επακολουθήση. Αλλά παρακαλέσατε τον Θεόν και Εκείνος θα σας βοηθήση». Είπεν ακόμη και εις ένα από τους ναύτας· «Και συ να μη ενοχλής κανένα, δια να μη ζημιωθής». Ήτο δε τότε απόγευμα, μία ώρα προ της δύσεως του ηλίου, ότε συνέβαινον ταύτα. Κατά την δύσιν του ηλίου εξέσπασε σφοδρά τρικυμία και εμαίνετο η θάλασσα. Ο δε Άγιος ευρίσκετο κεκλιμένος εντός του πλοίου, έχων απλωμένας τας χείρας του, το Ιερόν Ευαγγέλιον επί του στήθους αυτού και τους οφθαλμούς ανοικτούς. Όμως φωνή αυτού δεν ηκούετο. Ημείς δε εφοβήθημεν πολύ και εσυλλογιζόμεθα, ότι ο Άγιος προσηύχετο εις τον Θεόν δια την κατάπαυσιν της τρικυμίας. Εκράτησε δε η τρικυμία αύτη δύο ημερονύκτια. Την δε τρίτην ημέραν είπεν ο Άγιος προς εμέ· «Τέκνον Πολύβιε, ειπέ εις τους ναύτας να ανάψουν ξύλα και να ετοιμάσουν κάρβουνα, τα οποία να φέρης εδώ». Ως δε εξετέλεσα την εντολήν του Αγίου και έβαλον θυμίαμα, είπεν· «Εύξασθε, τέκνα». Αμέσως τότε προσηυχήθη. Καθώς δε εθρίσκετο εξηπλωμένος, βλέπων προς τα άνω, είπε πάλιν μετά την προσευχήν· «Σώζεσθε, τέκνα, διότι ο Επιφάνιος δεν θέλει σας ίδει πλέον εις ταύτην την ζωήν». Τότε παρέδωκε το πνεύμα και ευθύς έπαυσεν η ταραχή εκείνη της θαλάσσης, ήτο δε τότε η ιβ΄ (12η) του μηνός Μαϊου του έτους 403. Πεσόντες τότε εγώ και ο Ισαάκ επί του τραχήλου του εκλαύσαμεν πικρώς και σκότος εκάλυψε τους οφθαλμούς μας κατά την ώραν εκείνην. Εκείνος δε ο ναύτης, εις τον οποίον είπεν ο Άγιος να μη ενοχλή κανένα δια να μη ζημιωθή και αυτός, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και ηθέλησε να ανεγείρη το ένδυμα αυτού δια να ιδή εάν ο Άγιος ήτο περιτετμημένος. Ο δε Άγιος, καθώς εκείτετο νεκρός, ανεγείρας τον δεξιόν του πόδα, εκτύπησε τον ναύτην εις το πρόσωπον και από το μέσον του πλοίου τον έρριψεν εις την πρύμνην, όπου εκείτετο επί δύο ημέρας. Κατόπιν οι άλλοι ναύται έφεραν τούτον πλησίον του Αγίου και ως ήγγισαν αυτόν εις τους πόδας του Αγίου, ευθύς ηγέρθη και εγένετο υγιής. Φόβος τότε κατέλαβεν άπαντας, όσοι ευρίσκοντο εντός του πλοίου. Όταν δε συν Θεώ κατευωδώθημεν εις την Κωνσταντίαν, εξήλθον οι ναύται από του πλοίου και εξαπολυθέντες εις την πόλιν εφώναζον μεγαλοφώνως· «Άνδρες αδελφοί, οι κατοικούντες την πολυάνθρωπον Μητρόπολιν Κωνσταντίαν, κατέλθετε εις την θάλασσαν δια να παραλάβετε το τίμιον Λείψανον του Οσίου Πατρός ημών Επιφανίου, διότι ετελείωσε την ζωήν». Σκότος τότε ηπλώθη εις όλην την πόλιν. Οι δε άνθρωποι, οδηγούντες δια των χειρών των ο εις τον άλλον, κατήρχοντο προς την παραλίαν θρηνούντες και οδυρόμενοι. Αφού δε συνηθροίσθησαν άπας ο Κλήρος και ο λαός, παρέλαβον το άγιον Λείψανον και μετά λαμπάδων, θυμιαμάτων και ψαλμωδιών το μετεκόμισαν εις την Εκκλησίαν, ίνα ασπασθή τούτο όλος ο λαός. Μαθόντες δε ταύτα οι χωρικοί, έσπευδον πάντες εις την πόλιν και από όλην σχεδόν την νήσον Κύπρον ήρχοντο οι άνθρωποι, μετά πολλής σπουδής, ίνα προσκυνήσουν το άγιον Λείψανον. Τόσον πλήθος προσήλθεν, ώστε και τρεις τυφλοί ακόμη, εκ του χωρίου Σκορτική, εξεκίνησαν δια να έλθουν εις προσκύνησιν του αγίου Λειψάνου. Επειδή δε δεν είχον κανένα δια να οδηγήση αυτούς εις τον δρόμον, ίνα φθάσουν το γρηγορώτερον εις την πόλιν, ο εις εξ αυτών, Προσέχιος ονόματι, παρεκάλεσε τον Άγιον ούτω λέγων· «Άγιε του Θεού Επιφάνιε, δος εις ημάς το φως των οφθαλμών μας, δια να έλθωμεν να προσκυνήσωμεν το τίμιόν σου Λείψανον». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! ανέβλεψαν και οι τρεις και τρέχοντες ήλθον και προσεκύνησαν το τίμιον Λείψανον του Αγίου, ευχαριστούντες αυτόν και διηγούμενοι το τελεσθέν θαύμα. Τούτο ακούσαντες άπαντες εδόξαζον τον Θεόν, τον δωρίζοντα τοιαύτα θαυμάσια εις τους αξίους δούλους Αυτού. Εγώ δε επί επτά ημέρας παρέμεινα εντός της Εκκλησίας, παρά το άγιον Λείψανον, αλλά δεν ήτο ακόμη δυνατόν να το ενταφιάσωμεν λόγω του πλήθους των ανθρώπων, οίτινες προσήρχοντο προς προσκύμησιν αυτού. Kατά δε την ογδόην ημέραν απεχωρίσθην του αγίου Λειψάνου με μεγάλην λύπην εν τη καρδία μου και δια να μη παρακούσω την εντολήν του Αγίου εισήλθον εις πλοίον και έφθασα εις την Αίγυπτον. Αναβάς δε εις την άνω Θηβαϊδα παρέμεινα εκεί ένα χρόνον. Κατελθών δε ο μέγας Ηρακλείων, ο εξουσιαστής της Αιγύπτου, εις την πόλιν των Ρινοκούρων, διότι εκεί κατώκει, και μαθών ότι είμαι μαθητής του Αγίου Επιφανίου, έστειλε στρατιώτας, οίτινες εξαίφνης με ήρπασαν και με ωδήγησαν, αν και μη θέλοντα, εις τα Ρινόκουρα. Εκεί ήσαν συνηγμένοι οι Επίσκοποι, ίνα εκλέξουν Επίσκοπον δια την Εκκλησίαν, επειδή τότε εχήρευεν ο θρόνος της Επισκοπής της πόλεως ταύτης. Εχειροτόνησαν λοιπόν εμέ Επίσκοπον της Εκκλησίας των Ρινοκούρων. Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός απέστειλα εις την Κύπρον τον τίμιον Διάκονον Κάλλιππον, δια του οποίου και έμαθον ποίαν ημέραν και εις ποίον τόπον ετάφη το τίμιον Λείψανον του εν Αγίοις Πατρός ημών Επιφανίου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
«Επειδή ο Άγιος δεν θέλει να γράφωνται τα θαυμάσια, τα οποία ο Θεός τελεί δια μέσου αυτού, δια τούτο συ, τέκνον Πολύβιε, παράλαβε τα χειρόγραφα ταύτα εις τα οποία έχω γεγραμμένα τα κατορθώματα, τα οποία είδον τελούμενα υπό του Αγίου μέχρι σήμερον, χωρίς να πληροφορηθή τούτο, και γράψον και συ τα άλλα όσα θέλει τελέσει από της σήμερον και εις το εξής. Διότι ο Θεός θα προσθέση εις τον Άγιον χρόνους ζωής. Πρόσεξον λοιπόν να μη αμελήσης, διότι εγώ, υπό Θεού κινούμενος, έγραφον ταύτα. Αλλ’ επειδή ήδη αποθνήσκω, συνέχισον συ». Μετ’ ολίγον μοι είπε· «Κάλεσόν μοι τον Όσιον Πατέρα ημών Επιφάνιον». Μετέβην πράγματι και ανήγγειλα εις τον Άγιον την επιθυμίαν του Ιωάννου, ότε δε ο Άγιος ήλθε προς αυτόν, είπεν· «Αμελείς, Πάτερ Ιωάννη, να παρακαλής τον Θεόν δια τον αμαρτωλόν Επιφάνιον». Ο δε Ιωάννης απεκρίθη· «Ποίησον, Πάτερ, ευχήν, διότι θέλω να σοι ομιλήσω». Προσηυχήθη τότε ο Άγιος και ημείς είπομεν το «Αμήν». Είπε τότε ο Ιωάννης· «Έγγισόν με, Πάτερ». Και ο Άγιος ήγγισεν εις αυτόν. Και πάλιν είπε· «Θέσον τας χείρας σου εις τους οφθαλμούς μου, Πάτερ, και ασπάσθητί με, διότι μετ’ ολίγον αποθνήσκω». Ως δε ο Άγιος επέθεσε τας χείρας αυτού επί των οφθαλμών του Ιωάννου και τον ησπάσθη, ευθύς εκείνος παρέδωκε το πνεύμα. Τότε πεσών ο Άγιος εις τον τράχηλόν του έκλαυσε πολύ και σφόδρα ελυπήθη δια τον θάνατόν του. Μετά από ολίγον καιρόν προσέπεσεν ο Άγιος κατά γης και παρεκάλει τον Θεόν να αποστείλη βοήθειαν, δια να οικοδομήση Εκκλησίαν εις το όνομά Του το άγιον. Διότι η πρώτη ήτο μικρά και δεν εχώρει άπαντας εκείνους, οίτινες συνέρρεον εντός αυτής. Ενώ δε παρεκάλει τον Θεόν, ήλθεν εις αυτόν φωνή Θεού, ειπούσα· «Επιφάνιε»! Επειδή δε ο Άγιος ήκουε πολλάκις τοιαύτην φωνήν, δεν εταράχθη, αλλ’ είπε· «Τι ορίζει ο Κύριός μου»; Και ο Κύριος είπεν· «Άρχισε να οικοδομής την Εκκλησίαν». Ευθύς τότε ο Άγιος έσπευσεν εις τον τόπον όπου ήθελε να οικοδομήση τον Ναόν και προσευχηθείς ετέλεσεν όλην την Ακολουθίαν, αμέσως δε έφερεν εξήκοντα οικοδόμους και πλήθη πολλά εργατών και ήρχισαν να κτίζουν. Ήταν δε εις την πόλιν εκείνην ειδωλολάτρης τις, πολύ πλούσιος και ισχυρός, Δράκων καλούμενος, όστις είχεν υιόν, Δράκοντα και αυτόν ονομαζόμενον, όστις έπασχεν εκ φοβεράς ασθενείας εις το δεξιόν του πλευρόν, δια την οποίαν ο πατήρ του πολλά είχεν εξοδεύσει εις τους ιατρούς, αλλ’ εκείνοι ουδέ κατ’ ελάχιστον ηδυνήθησαν να ανακουφίσουν τούτον. Ημέραν δε τινά διερχόμενος ο Άγιος έξωθι της οικίας όπου εκάθητο ο μέγας Δράκων μετά του ασθενούς υιού του και μετ’ άλλων πολλών, εχαιρέτισεν άπαντας. Κατόπιν, λαβών την χείρα του ασθενούς, είπε· «Δράκον, γενού και συ υγιής, ως και οι άλλοι». Και, ω του θαύματος! ευθύς ο Δράκων ιάθη, οι δε περιεστώτες, ιδόντες το θαύμα, έμειναν εκστατικοί. Τότε ο πατήρ του θεραπευθέντος, από τον φόβον και τον τρόμον, όστις τον κατέλαβε, δεν ηδυνήθη να μεταβή εντός του οίκου του με τους ιδίους του πόδας· δια τούτο, βαστάσαντες αυτόν οι υπηρέται του, μετέφεραν και απέθεσαν αυτόν επί της κλίνης του. Την επομένην η σύζυγος του Δράκοντος μετέβη προς τον Άγιον και παρεκάλει αυτόν να υπάγη εις την οικίαν των, ίνα αναπέμψη προσευχήν εις τον Θεόν και εγερθή ο σύζυγός της εκ της κλίνης. Όθεν, μεταβάς ο Άγιος εις την οικίαν του Δράκοντος, ανέπεμψε προσευχήν υπέρ αυτού εις τον Θεόν και ευθύς ο Δράκων ηγέρθη εκ της κλίνης. Την δε επομένην πρωϊαν, λαβών πέντε χιλιάδας νομίσματα, έφερε ταύτα εις τον Άγιον, όστις είπε προς αυτόν· «Εις εμέ, ω τέκνον μου, αρκεί εν ένδυμα δια να καλύπτω το σώμα μου και ελάχιστος άρτος και ύδωρ. Τι λοιπόν μου προσφέρεις βάρος; Εάν όμως θέλης να δοξασθής, ύπαγε εις την οικοδομήν του Ναού του Θεού και δος ταύτα εις εκείνους, οίτινες εργάζονται εκεί». Ούτως έπραξεν ο Δράκων. Κατόπιν δε παρεκάλεσε τον Άγιον και εβάπτισεν αυτόν και την σύζυγόν του δια του αγίου Βαπτίσματος. Έτερος τις ειδωλολάτρης πολύ πλούσιος, Συνέσιος το όνομα, είχεν υιόν μονογενή, δεκατριών χρόνων, τον οποίον προσέβαλε πάθος δεινόν πέριξ του λαιμού του, το οποίον τον έπνιξε και απέθανε. Μέγας τότε θρήνος και κλαυθμός εγένετο εις την οικίαν του. Χριστιανός δε τις, Ερμίας καλούμενος, γνώριμος του Αγίου, είπε προς την μητέρα του παιδίου· «Εάν καλέσης τον Άγιον Επιφάνιον να έλθη εδώ και να δεηθή του Θεού δια το παιδίον σου, θέλει αναστήσει τούτο». Εκείνη τότε, πιστεύσασα εις τους λόγους του Ερμία, έστειλε τούτον τον ίδιον εις τον Άγιον. Ελθών δε ο Ερμίας, είπε προς τον Άγιον· «Ο αυθέντης μου Συνέσιος σε παρακαλεί να έλθης εις την οικίαν του, δια να δεηθής εις τον Θεόν να αναστηθή το παιδίον του, το οποίον απέθανεν». Ο Άγιος τότε μου είπε να μεταβώμεν ομού εις την οικίαν του Συνεσίου, όπερ και εγένετο. Ως δε είδε τον Άγιον η σύζυγος του Συνεσίου, προσέπεσε προ των ποδών του και είπεν· «Ήλθες εδώ συ ο μέγας ιατρός των Χριστιανών. Δείξον λοιπόν την τέχνην σου και ανάστησον τον υιόν μας, δια να ίδωμεν και ημείς και ούτω να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν σου». Ο Άγιος τότε είπε προς αυτήν· «Εάν πιστεύης εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν, θέλεις ίδει τον υιόν σου αναστημένον». Εκείνη δε είπε· «Τίποτε άλλο δεν ευρίσκεται εις τον λογισμόν μου, ειμή μόνον να προσέχω προς τον Εσταυρωμένον Ιησούν». Πλησιάσας τότε ο Άγιος εις την κλίνην του παιδίου και εγγίσας τον λαιμόν αυτού έτριψεν ελαφρώς αυτόν και είπε με ιλαρότητα· «Ευστόργιε»! Ευθύς δε, ω του θαύματος! ήνοιξε τους οφθαλμούς το παιδίον και ανεκάθησεν επί της κλίνης. Ιδόντες δε το θαύμα οι παρευρισκόμενοι έμειναν εκστατικοί. Τότε η μήτηρ του παιδίου έλαβε τρεις χιλιάδας νομίσματα και τα έδιδεν εις τον Άγιον. Αλλ’ ούτος ο μακάριος είπε προς την γυναίκα· «Εγώ δεν έχω ανάγκην τούτων, αλλά δος ταύτα εις τον Συνέσιον, τον σύζυγόν σου, και ας μεταβή εις τον Ναόν του Κυρίου, του αναστήσαντος τον υιόν σου, και ας δώση ταύτα εις εκείνους οίτινες κοπιάζουν εκεί». Ούτω δε και έπραξεν ο Συνέσιος. Κατόπιν εβαπτίσθη αυτός και η σύζυγός του, ως και το παιδίον των. Επειδή δε ήτο ανάγκη να χειροτονηθή άλλος Ιερεύς δια την Εκκλησίαν, ίνα καταλάβη την θέσιν του κοιμηθέντος πατρός ημών Ιωάννου, ο Άγιος ήθελε να χειροτονήση εμέ. Εγώ δε, λογιζόμενος το μέγα βάρος του αξιώματος της Ιερωσύνης, δεν εδεχόμην τούτο. Ότε λοιπόν έφθασεν η ώρα της ιεράς Ακολουθίας και μετεβαίνομεν ομού με τον Άγιον εις την Εκκλησίαν, εγώ είχον λογισμόν να φύγω, όταν πλησιάση η ώρα της χειροτονίας μου. Αλλ’ ότε εφθάσαμεν εις το μέσον του Ναού, με έλαβεν ο Άγιος εκ της χειρός και μου είπε· «Μείνον εις την θέσιν ταύτην, έως ότου έλθη η ώρα». Όλοι τότε οι ακούσαντες τον λόγον τούτον, μη γνωρίζοντες τι δηλοί, εθαύμαζον. Εγώ όμως δεν ηδυνήθην πλέον να κινήσω τους πόδας μου από τον τόπον εκείνον και έμενον ως καρφωμένος με σίδηρα. Όταν δε ήλθεν η ώρα, έστειλε Διάκονον τινά, όστις με ωδήγησεν εις το Άγιον Βήμα και κατ’ εκείνην την ημέραν με εχειροτόνησε Διάκονον, την δε επομένην Ιερέα. Μετά την χειροτονίαν μου ησθένησα εκ του φόβου και έμενον κατάκοιτος, έως ότου ήλθεν ο Άγιος και προσηυχήθη δι’ εμέ εις τον Θεόν, ευθύς δε ηγέρθην της κλίνης τελείως υγιής. Μετά δε από καιρόν, ελθών από τα Ιεροσόλυμα εις Διάκονος, είπεν εις τον Άγιον, ότι ο Ιωάννης, ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, είναι φιλάργυρος και φυλάττει τα χρήματα, μη δίδων ταύτα εις τους πτωχούς. Ούτος δε ο Ιωάννης ήτο πρότερον εις το Μοναστήριον του μεγάλου Ιλαρίωνος και συγκατώκει μετά του Αγίου Επιφανίου. Όθεν ο Επιφάνιος έγραψεν επιστολήν προς αυτόν, παρακαλών να ελεή τους έχοντας ανάγκην, αλλ’ ο Ιωάννης δεν υπήκουσε. Τούτου ένεκεν, παραλαβών ο Άγιος και εμέ, μετέβημεν ομού εις την Ιερουσαλήμ. Ιδών δε τον Άγιον ο Ιωάννης εχάρη χαράν μεγάλην και παρεχώρησεν εις ημάς οικίαν πολύ καλήν ίνα μείνωμεν, προσεκάλει δε καθ’ εκάστην τον Άγιον εις την τράπεζαν, όπου προσέφερεν εις ημάς πολλά και διάφορα φαγητά και ποτά, ενώ οι πτωχοί εστερούντο και επείνων. Ημέραν δε τινά είπεν ο Άγιος προς τον Ιωάννην· «Δος μοι, Πάτερ, όσα αργυρά αντικείμενα και κοσμήματα έχεις, μόνον, σε παρακαλώ, να μου δώσης τα καλλίτερα, προς δόξαν ιδικήν σου». Ο Ιωάννης τότε έφερεν εις τον Άγιον πολλά και καλώς ειργασμένα αργυρά αντικείμενα. Είπε δε προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν έχης και άλλα, Πάτερ, φέρε ταύτα, δια να δείξωμεν εις τους φίλους περισσοτέραν φαντασίαν. Μόνον να ενθυμήσαι εκείνα, τα οποία μου δίδεις, δια να σου τα αποδώσω κατόπιν». Ο δε Ιωάννης έφερε και τα υπόλοιπα ειπών· «Λάβε όλα ταύτα, δια να φιλοξενήσης τους φίλους σου, καθώς αγαπάς». Λαβών δε ο Άγιος τα αργυρά σκεύη του Ιωάννου, τα οποία ήσαν έως χίλιαι πεντακόσιαι λίτραι, επώλησεν όλα εις ένα πραγματευτήν και τα χρήματα, τα οποία εισέπραξεν από την αξίαν των, διένεμεν εις τους πτωχούς νύκτα και ημέραν. Αφού λοιπόν παρήλθεν αρκετός καιρός, εζήτησεν ο Ιωάννης από τον Επιφάνιον τα αργυρά του αντικείμενα. Ο δε Άγιος του είπε· «Έχε, Πάτερ, ολίγην υπομονήν, διότι έχω να φιλεύσω ακόμη ολίγους ξένους και κατόπιν σου επιστρέφω ταύτα». Ημέραν δε τινά, μετά από πολύν καιρόν και καθ’ ον χρόνον ευρισκόμεθα εντός του Ναού του Κυρίου, εις τον οποίον ήτο το σωτήριον Ξύλον του ζωοποιού Σταυρού, εζήτησε πάλιν ταύτα ο Ιωάννης από τον Άγιον. Εκείνος δε είπεν ηρέμως· «Θα σου τα δώσω, Πάτερ». Ο Ιωάννης τότε εθυμώθη πολύ και λαβών το εξώρασον του Αγίου έσφιγγε τούτον εντός αυτού, λέγων· «Επιφάνιε, άδικε, δεν θέλεις εξέλθει από εδώ ουδέ θέλεις ησυχάσει ή ειρηνεύσει, εάν δεν μου αποδώσης τα ασημικά, τα οποία σου έδωσα». Επί δύο δε ώρας τον εκράτει από το εξώρασον και τον ύβριζεν, εις τρόπον ώστε οι παρεστώτες εβαρύνθησαν να ακούουν τους σκληρούς λόγους του Ιωάννου. Ο Άγιος όμως ουδόλως εταράχθη ούτε ηδημόνησεν, αλλ’ ησύχως εφύσησεν εις το πρόσωπον του Ιωάννου και ευθύς ούτος ετυφλώθη. Φόβος τότε κατέλαβεν όλους τους παρεστώτας. Ο δε Ιωάννης έπεσε προ του Αγίου και παρεκάλει να προσευχηθή εις τον Θεόν, δια να αναβλέψη. Είπε δε ο Άγιος· «Ύπαγε και προσκύνησον τον Τίμιον Σταυρόν και θέλει σου δώσει το ζητούμενον». Αλλ’ εκείνος δεν έπαυεν από του να παρακαλή αυτόν. Όθεν ο Άγιος, αφού εδίδαξεν εις αυτόν τα πρέποντα, ήγγισε τούτον δια της χειρός του και ευθύς ήνοιξεν ο δεξιός οφθαλμός του. Πάλιν όμως ο Ιωάννης παρεκάλει τον Άγιον να ιατρεύση και τον αριστερόν του οφθαλμόν. Ο δε Άγιος είπε· «Τούτο δεν είναι ιδικόν μου έργον, Πάτερ. Ο Θεός έκλεισεν, ο Θεός ήνοιξε και εποίησε καθώς Εκείνος ηυδόκησε, δια να σωφρονισθώμεν». Όθεν έκτοτε, επειδή ο Ιωάννης ετιμωρήθη και ηλέγχθη παρά του Αγίου, ήλλαξε γνώμην και έγινεν ελεήμων και κατά πάντα ενάρετος. Όταν δε ημείς εξηρχόμεθα από την Ιερουσαλήμ δια να υπάγωμεν εις την Κύπρον, δύο ανόητοι συνεφώνησαν μεταξύ των να περιπαίξουν τον Άγιον. Όθεν ο εις εξ αυτών προσεποιήθη ότι είναι νεκρός και έπεσε κατά γης. Ο δε άλλος ίστατο πλησίον αυτού και, ενώ διήρχετο ο Άγιος, είπεν· «Όσιε Πάτερ, ευσπλαγχνίσου τούτον τον νεκρόν και ρίψον εις αυτόν κανέν σκέπασμα». Ακούσας ταύτα ο Άγιος εστάθη κατ’ ανατολάς και εδεήθη εις τον Θεόν δι’ αυτόν, ως να ήτο νεκρός, ήτοι ίνα ο Κύριος αναπαύση τούτον εν σκηναίς Δικαίων. Κατόπιν εκδυθείς το επανώρασόν του, έρριψε τούτο επί του νεκρού. Αφού απεμακρύνθη εκείθεν ο Άγιος, εκείνος, όστις εζήτησε το σκέπασμα, είπε γελών προς εκείνον όστις υπεκρίθη τον νεκρόν· «Σήκω επάνω, διότι ανεχώρησεν εκείνος ο ανόητος». Αλλά ούτος δεν έδωκεν απάντησιν. Τότε, εγγίσας αυτόν, είδεν ότι πράγματι είναι νεκρός. Όθεν τρέξας επρόφθασε τον Άγιον και προσπεσών προ των ποδών αυτού, εφανέρωσεν όλην την αλήθειαν και παρεκάλει αυτόν να παρίδη το παράπτωμα αυτών και να αναστήση τον νεκρόν, λάβη δε οπίσω και το ένδυμά του. Ο δε Άγιος είπεν· «Ύπαγε, τέκνον, και θάψε αυτόν, διότι πρώτον απέθανεν εκείνος και κατόπιν εζήτησες συ το σκέπασμα». Ημείς δε κατελθόντες εις την θάλασσαν ανήλθομεν εις πλοιάριον και εταξιδεύσαμεν εις την Κύπρον, όπου, ότε εφθάσαμεν, μας εδέχθησαν οι αδελφοί μετά χαράς μεγάλης. Ήτο δε εκεί νομικός τις Εβραίος, Ισαάκ το όνομα, πολύ ευλαβής και φυλάττων με ακρίβειαν τον νόμον του Μωϋσέως, ο οποίος, αφού συνανεστράφη τον Άγιον και κατηχήθη παρ’ αυτού, εβαπτίσθη και παρέμεινε μεθ’ ημών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν η αδελφή των βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου, έχουσα εις την δεξιάν αυτής χείρα πάθος ανίατον, το οποίον κατέτρωγε τας σάρκας της, και ακούσασα περί του Αγίου Επιφανίου, ότι, δια της μεσιτείας αυτού, ο Θεός θεραπεύει τους ασθενείς, απέστειλε γράμματα και ανθρώπους βασιλικούς εις την Κύπρον, δια να φέρουν τον Άγιον εις την Ρώμην, εις την οποίαν διέμενεν, ίνα την θεραπεύση. Ελθόντες δε εις την Κύπρον οι απεσταλμένοι, έδωσαν τα γράμματα εις τον Άγιον. Ήτο δε εκεί ειδωλολάτρης τις πλούσιος πολύ, Φαυστινιανός καλούμενος, όστις και εδεξιώθη τους απεσταλμένους. Ούτος δε εχθρεύετο πολύ τον Άγιον και έλεγεν εις εκείνους· «Τι προσέχετε εις αυτόν τον υποκριτήν, ωσάν να ήτο θεός; Αυτός λόγους ψυχρούς έχει μόνον και τίποτε άλλο». Ημέραν δε τινά, ενώ ο Άγιος επώπτευε τους τεχνίτας, οίτινες ειργάζοντο εις την Εκκλησίαν, ευρίσκοντο δε πλησίον τούτου και οι απεσταλμένοι του παλατίου, ευρέθη εις τον τόπον εκείνον και ο Φαυστινιανός. Εις δε εκ των οικοδόμων, πεσών από μεγάλου ύψους, εκτύπησεν επί της κεφαλής του Φαυστινιανού. Και ο μεν οικοδόμος, όστις έπεσε, δεν έπαθεν ουδέν κακόν, ο δε Φαυστινιανός έπεσε κατά γης και έμεινε νεκρός. Πλησιάσας τότε προς αυτόν ο Άγιος, έλαβε την χείρα αυτού, λέγων· «Ανάστα, τέκνον, εν ονόματι του Κυρίου και ύπαγε υγιής εις την οικίαν σου». Ευθύς τότε ανέστη ο Φαυστινιανός και μετέβη εις την οικίαν του. Η δε σύζυγός του, ακούσασα το θαύμα το οποίον ετέλεσεν εις αυτόν ο Άγιος, έλαβε χίλια νομίσματα και τα προσέφερεν εις τον Άγιον. Και ταύτην όμως απέστειλεν ο Άγιος, ίνα τα δώση εις τους εργαζομένους δια την Εκκλησίαν. Ούτω δε έπραξεν η γυνή. Ήτο δε εκεί Διάκονος τις, Φίλων ονομαζόμενος, ευλαβής πολύ και ενάρετος. Επειδή δε ο Επίσκοπος Καρπασίου απήλθε προς Κύριον, δι’ αποκαλύψεως του Θεού εχειροτόνησαν Επίσκοπον Καρπασίου τον Φίλωνα και όταν ο Άγιος απεφάσισε να υπάγη εις την Ρώμην, παρέδωσεν εις αυτόν την κηδεμονίαν της επαρχίας του, δια να επισκέπτεται ταύτην και αν παρουσιασθή ανάγκη να τελέση και χειροτονίας. Είτα, παραλαβών εμέ και τον Ισαάκ, ανεχωρήσαμεν και μετέβημεν εις την Ρώμην. Είχον δε εις το βασιλικόν παλάτιον μεγάλην λύπην εξ αιτίας του πάθους της αδελφής των βασιλέων, δια το οποίον πολλά έκαμαν οι ιατροί, χωρίς να δυνηθούν να την ωφελήσουν. Τόσον δε υπέφερεν εκείνη, ώστε από τους πολλούς πόνους, εβίαζε τους βασιλείς να προστάξουν τον ιατρόν να της δώση δηλητηριώδες τι ποτόν, δια να αποθάνη το συντομώτερον και να μη βασανίζεται. Ο δε Άγιος, αφού εισήλθεν εις το παλάτιον, μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον κοιτώνα των βασιλέων, εις τον οποίον και η αδελφή των κατέκειτο επί της κλίνης. Ως δε τον είδον οι βασιλείς, ηγέρθησαν ευθύς από των θρόνων των και προσεκύνησαν τον Άγιον, όστις είπε προς αυτούς· «Ταύτην την τιμήν να προσφέρετε εις τον ευεργέτην σας Θεόν και θέλετε ίδει την αδελφήν σας υγιά. Ελπίζετε δε εις Αυτόν και θέλετε λυτρωθή από κάθε κακόν». Οι βασιλείς όμως εδίσταζον να πιστεύσουν εις τους λόγους του Αγίου· εκείνος δε, εννοήσας τούτο, είπε· «Τι διστάζετε, τέκνα, δι’ εκείνα τα οποία σας είπον; Τώρα θέλετε ίδει την Χάριν του Θεού». Πλησιάσας δε εις την ασθενή, είπε με πρόσωπον ιλαρόν· «Μη λυπείσαι, τέκνον, δια την ασθένειάν σου, αλλ’ έχε τας ελπίδας σου εις τον Θεόν και θέλεις ιδή την υγείαν σου από ταύτης της στιγμής, όπου σε εθεράπευσεν ο Ιησούς Χριστός. Ιδού έπαυσεν ο πόνος του σώματός σου· δόξαζε λοιπόν τον Θεόν, τον δώσαντα εις σε την χάριν και έχε Αυτόν πάντοτε εις τον νουν σου και εις την ενθύμησίν σου, όταν δε ούτω πράττης, θέλει σε διαφυλάττει εις όλην σου την ζωήν». Ταύτα ειπών, έλαβε την χείρα της και σφραγίσας αυτήν δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς, ευθύς, ω του θαύματος! ηλευθερώθη εκείνη από τους πόνους και ιατρεύθη τελείως. Ημέραν δε τινά ο υιός της αδελφής των βασιλέων, της ιατρευθείσης από τον Άγιον, ευρέθη εις την κλίνην του νεκρός, χωρίς προηγουμένως να ασθενήση. Όθεν μέγας κλαυθμός εγένετο εις το βασιλικόν παλάτιον. Παρεκάλεσαν τότε οι βασιλείς τον Άγιον να αναστήση το παιδίον. Ο δε Άγιος, σφραγίσας όλον το σώμα του παιδίου δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και παρακαλέσας τον Θεόν, είπε προς αυτό· «Ανάστα, τέκνον, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου». Ευθύς δε, ω του θαύματος! ανεστήθη το παιδίον και ανεκάθισεν επί της κλίνης, προς θαυμασμόν των ορώντων. Όλοι όσοι ήσαν τότε αβάπτιστοι, εζήτησαν από τον Άγιον να τους βαπτίση. Μετά την τελετήν του αγίου Βαπτίσματος ο Άγιος παρέμεινε τας επτά καθιερωμένας ημέρας μετά των βαπτισθέντων, διδάσκων τα πρέποντα. Αφού δε ούτοι ήλλαξαν τα νεοφώτιστα ενδύματα, είπεν ο Άγιος· «Μένετε, τέκνα, εις ησυχίαν· λύκος πλέον δεν θέλει σας κυριεύσει. Έφυγε πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Όμως, συλλογιζόμενοι, ότι είναι ανάστασις νεκρών, μη λυπείσθε δι’ εκείνους οι οποίοι αποθνήσκουν. Διότι οι πιστεύσαντες εις τον Χριστόν και βαπτισθέντες ενεδύθησαν τον Χριστόν και έχουν Αυτόν βοηθόν. Το δε παιδίον, το οποίον προηγουμένως απέθανε και ανέστη, δια να λάβη την Χάριν του Αγίου Βαπτίσματος, μέλλει να υπάγη προς τον Σωτήρα Χριστόν και να ίδη Εκείνον εις μεγάλην δόξαν, υμνολογούμενον υπό των Αγγέλων». Την επομένην λοιπόν, ενώ ο Άγιος εδίδασκε τους βασιλείς, ήλθεν ευωδία άρρητος και ο Άγιος είπεν εις τους βασιλείς· «Εγερθήτε, υιοί του φωτός, δια να προσευχηθώμεν». Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν, ηκούσαμεν όλοι όσοι είμεθα εκεί, το «Αμήν», ως να έλεγον τούτο πλήθος ανθρώπων και ευθύς το παιδίον της αδελφής των βασιλέων παρέδωκε το πνεύμα, καθώς προείπεν ο Άγιος. Εις την Ρώμην παρεμείναμεν ένα ολόκληρον χρόνον, όπου ο Άγιος ετέλεσε και άλλα πολλά θαυμάσια. Όταν δε απεφάσισε να επιστρέψωμεν εις την Κύπρον, είπον εις αυτόν οι βασιλείς να λάβη χρυσόν πολύν δια την ανάγκην της Εκκλησίας και να προσφέρη και εις τους έχοντας ανάγκην. Αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε να λάβη τίποτε, ειπών· «Σεις, τέκνα μου, δώσατε τον χρυσόν εις τους πτωχούς, καθώς σας παραγγέλλει ο Κύριος, και εγώ χαίρομαι δια την ελεημοσύνην σας. Εις εμέ όμως μη δίδετε βάρος, διότι ο Θεός εις όλους παραχωρεί όλα τα αναγκαία και όλους διατρέφει εις την παρούσαν ζωήν». Μετά ταύτα, αναχωρήσαντες εκ Ρώμης, μετέβημεν εις την Κύπρον, όπου μας εδέχθησαν οι αδελφοί μετά χαράς μεγάλης. Είχε δε συνήθειαν ο Άγιος να επισκέπτεται τας νύκτας τα κοιμητήρια εκείνα, εις τα οποία ευρίσκοντο τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και να παρακαλή τον Θεόν δι’ ένα έκαστον εκ των θλιβομένων και στενοχωρουμένων. Καθώς δε ο φίλος δίδει εις τον φίλον του ό,τι του ζητεί, ούτω και ο Θεός παρεχώρει εις τον Άγιον ό,τι εζήτει. Συνέβει λοιπόν κάποτε να επιπέση μέγας λιμός εις τον τόπον εκείνον, μέχρι του σημείου ώστε ουδέ εις την αγοράν ευρίσκετο άρτος. Ο δε προρρηθείς Φαυστινιανός, έχων πολλάς αποθήκας πλήρεις σίτου και κριθής, ηύξησεν, ως άσπλαγχνος, την τιμήν και επώλει ταύτα ακριβά και εάν δεν ελάμβανεν επί χείρας τα χρήματα, δεν έδιδεν εις κανένα, μεγάλην δε πείναν και στενοχωρίαν είχον οι πτωχοί. Όθεν μετέβη ο Άγιος προς αυτόν και τον παρεκάλει να του δώση σίτον, ίνα εξοικονομήση τους πεινώντας, μετά δε ταύτα θα τον επλήρωνεν όσα ήθελεν. Αλλ’ ο Φαυστινιανός απήντησεν εις τον Άγιον· «Ύπαγε και παρακάλεσε τον Θεόν, τον οποίον συ προσκυνείς, και θέλει σου δώσει σίτον δια να διαθρέψης τους φίλους σου». Όθεν ο Άγιος μεταβάς νύκτα τινά εις τα κοιμητήρια, παρεκάλεσε τον Θεόν να δώση τροφήν εις άπαντας τους έχοντας ανάγκην δι’ ούτινος τρόπου εγνώριζεν η πάνσοφος Αυτού πρόνοια. Ευθύς τότε ήλθε φωνή αοράτως λέγουσα· «Επιφάνιε, ύπαγε εις τον Ναόν, τον καλούμενον Διός ασφάλεια και αι θύραι τούτου, αίτινες επί τόσους χρόνους είναι κεκλεισμέναι, θέλουν ανοίξει. Αφού δε εισέλθης εντός αυτού, θέλεις εύρει χρυσόν πολύν. Τούτον λάβε και αγόρασον όλον τον σίτον και την κριθήν του Φαυστινιανού, ίνα δώσης τροφήν εις τους πεινώντας». Ως ήκουσε ταύτα ο Άγιος, ούτω και έπραξεν. Όθεν αγοράσας όλον τον σίτον και την κριθήν του Φαυστινιανού, εγέμισε δι’ αυτών πολλάς οικίας και διένειμεν εις όλην την πολιτείαν. Ούτω δι’ όλους μεν τους άλλους ο σίτος και η κριθή ήσαν πολύ ευθηνά, εις τον οίκον όμως του Φαυστινιανού προεκλήθη μετ’ ολίγον μεγάλη στενοχωρία, επειδή, εξ αιτίας της φιλαργυρίας του, ο Φαυστινιανός επώλησεν όλον τον σίτον και την κριθήν που είχε και δεν εκράτησε τίποτε δια τους ανθρώπους του. Ήλθε λοιπόν εις στενοχωρίαν, διότι δεν ετόλμα να ζητήση από τον Άγιον σίτον δια τους ανθρώπους του, επειδή ενόμιζε τούτο ατιμίαν. Τι έκαμε λοιπόν; Είχε πέντε πλοία ιδικά του, εναύλωσε και άλλα πέντε και δώσας χρήματα πολλά εις ένα έμπιστον άνθρωπόν του, Λογγίνον ονόματι, έστειλε τούτον εις την Καλάβριαν, δια να αγοράση από εκεί σίτον και να τον φέρη. Ταξιδεύσας δε ο Λογγίνος εις την Καλάβριαν με τα πλοία ταύτα, ηγόρασε σίτον, εφόρτωσε τα πλοία και επέστρεφεν. Όταν δε έφθασαν αντικρύ εις την πολιτείαν, εξέσπασε μεγάλη τρικυμία, εκ της οποίας κατεποντίσθησαν όλα τα πλοία, τον δε σίτον εξέβρασεν η θάλασσα έξω εις τον αιγιαλόν. Πληροφορηθείς ταύτα ο Φαυστινιανός κατήλθεν ευθύς εις την παραλίαν, όπου, ιδών τα γενόμενα, ήρχισεν ο θεόργιστος να λέγη βλασφημίας κατά του Υψίστου Θεού και να υβρίζη τον Άγιον λέγων· «Ω! Κατά ποίον τρόπον θέλω λυτρωθή από τούτον τον μάγον! Δεν ηυχαριστήθη με τα τόσα κακά, τα οποία μου επροξένησεν εις την ξηράν γην με τας μαγείας του, αλλά έστειλε δαιμόνια και εις την θάλασσαν και έπνιξαν τα πλοία με τον σίτον, τον οποίον έφερον δια τροφήν των ανθρώπων μου; Ω! Ποίος άνεμος έφερεν εδώ τούτον τον μάγον και μας αναταράσσει τόσον»; Αφ’ ου δε είπε ταύτα και άλλα περισσότερα, μετέβη εις την οικίαν του, απειλών τον Άγιον. Όλοι δε οι πτωχοί, οίτινες ευρίσκοντο εις την πόλιν, άνδρες, γυναίκες και παιδία, μετέβησαν εις τον αιγιαλόν και συνέλεγον σίτον, τον οποίον έφερον εις τας οικίας των. Και άλλοι μεν εξ εκείνων συνήθροιζον σίτον δι’ ένα χρόνον, άλλοι δε δια δύο. Η δε σύζυγος του Φαυστινιανού ήτο αγαθής προαιρέσεως και έκαμνε πολλάς αγαθοεργίας. Αύτη, κρυφίως από τον σύζυγόν της, έστειλεν εις τον Άγιον δύο χιλιάδας νομίσματα, δια να της δώση σίτον προς διατροφήν των ανθρώπων της. Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Κράτησον τα χρήματά σου και λάβε σίτον, όσον σου αναγκαιοί, όταν δε καρποφορήσουν οι αγροί σας, τότε μου δίδεις τον σίτον, τον οποίον θα λάβης». Ούτω δε και εγένετο. Εις την Επισκοπήν έμενε Διάκονος τις καλλιγράφος, Σαβίνος το όνομα, πράος πολύ και ενάρετος, όστις μεταξύ όλων ημών των εβδομήκοντα αδελφών, οίτινες είμεθα εις την Επισκοπήν, έλαμπε περισσότερον εν πάση αρετή. Τούτον κατέστησεν ο Άγιος πληρεξούσιον, δια να διαχειρίζεται τα πράγματα της Εκκλησίας. Καιρόν δε τινά εκρίνοντο από τον Σαβίνον δύο άνθρωποι, εκ των οποίων ο μεν εις ήτο πλούσιος, ο δε άλλος πτωχός. Το δίκαιον όμως ήτο με το μέρος του πλουσίου. Ο δε Άγιος, ιστάμενος εις τόπον απόκρυφον και ακούων την κρίσιν, ως ήκουσε τον Σαβίνον αποδίδοντα το δίκαιον εις τον πτωχόν, τον οποίον ελυπείτο δια την πτωχείαν του, απεκαλύφθη και είπε προς τον Σαβίνον· «Ύπαγε, τέκνον, να καλλιγράφης και ενθυμούμενος τας θείας Γραφάς γίνου τέλειος εις την κρίσιν και άκουε τον ευεργέτην Θεόν, λέγοντα· «Πένητα ουκ ελεήσεις εν κρίσει» (Έξ. κγ:3), και «Μη λάβης πρόσωπον δυνάστου» (Σειρ. δ:27). Από τότε έκρινεν ο Άγιος εκείνους οίτινες προσήρχοντο δια να κριθούν. Και από της αυγής έως της ενάτης ώρας της ημέρας ηκροάζετο τους κρινομένους, από δε της ενάτης μέχρι της άλλης αυγής δεν παρουσιάζετο εις ουδένα. Ήτο δε εις την Επισκοπήν και έτερος Διάκονος καλλιγράφος και αυτός, Ρουφίνος ονόματι, άγριος κατά το πρόσωπον και θηριώδης, όστις συνεφώνει με τον προρρηθέντα Φαυστινιανόν και καθ’ εκάστην ημέραν ύβριζε με ύβρεις πολλάς τον Άγιον, όστις κατεπράϋνε την αυθάδειάν του με πολλήν πραότητα. Αυτός όμως παρακινούμενος υπό του Φαυστινιανού, όστις του έλεγεν ότι, εάν φονεύσης τούτον τον οχληρόν, που μας ενοχλεί, θέλεις καθήσει συ εις τον θρόνον της Επισκοπής, εξωθούμενος δε και υπό του δαίμονος, εζήτησε να φονεύση τον Άγιον. Επειδή λοιπόν αυτός ήτο ο νεώτερος Διάκονος της Εκκλησίας και είχε διακονίαν να ευτρεπίζη τον θρόνον του Επισκόπου, έλαβε μάχαιραν αιχμηράν και έβαλεν αυτήν ορθίαν εις το κάθισμα του θρόνου, επάνω δε εις αυτήν έβαλε το σκέπασμα του θρόνου. Και ταύτα μεν διελογίζετο και ενήργει εκείνος, ο δε Άγιος, όταν ήλθεν η ώρα να καθίση εις τον θρόνον, καλέσας τον Ρουφίνον είπε προς αυτόν· «Ανασήκωσον, τέκνον, το κάλυμμα από τον θρόνον». Επειδή όμως εκείνος δεν το ανεσήκωνεν, έπραξε τούτο ο Άγιος. Ευθύς τότε έπεσεν η μάχαιρα επί των ποδών του Ρουφίνου και ενεπήχθη εις τον δεξιόν αυτού πόδα. Ιδών τούτο ο Άγιος είπε· «Παύσε, τέκνον, την αταξίαν σου, ίνα μη, πολύ συντόμως, κινδυνεύσης και έξελθε της Εκκλησίας, διότι δεν είσαι άξιος να μεταλάβης των θείων Μυστηρίων». Εξήλθε τότε ο Ρουφίνος της Εκκλησίας και μετέβη εις την Επισκοπήν, πεσών δε επί της κλίνης μετά τρεις ημέρας απέθανε. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο μέγας Θεοδόσιος, ο βασιλεύς, επόνεσεν εις τους πόδας, τόσον ώστε από τα γόνατα και κάτω εγένετο παράλυτον όλον εκείνο το μέρος του ποδός, εκ τούτου δε παρέμενε κατάκοιτος επί της κλίνης επί μήνας επτά. Όθεν απέστειλεν εις την Κύπρον ανθρώπους του παλατίου με γράμματα προς τον Άγιον, δια των οποίων παρεκάλει τούτον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα τον ιατρεύση. Μετέβησαν λοιπόν εκείνοι εις την Κύπρον, αλλ’ ότε ητοιμάζοντο ίνα παραλάβουν τον Άγιον και τον οδηγήσουν εις την Κωνσταντινούπολιν, εδίστασαν να το πράξουν, διότι η θλίψις και τα δάκρυα του λαού ημπόδιζον τον Άγιον να αναχωρήση. Διότι όταν ο Άγιος εξεκίνησε δια να αναχωρήση, συγκεντρωθέντες όλοι οι Χριστιανοί έκλαιον και προσεκάλουν τον θάνατον. Όθεν είπεν ο Άγιος προς τους ανθρώπους του βασιλέως· «Υπάγετε, τέκνα, εις τον βασιλέα και εγώ θέλω έλθει αργότερον». Εκείνοι τότε απήντησαν· «Μη οργισθής εναντίον μας, Πάτερ, διότι δεν αναχωρούμεν εντεύθεν χωρίς σε. Είναι βασιλική προσταγή να υπάγωμεν μαζί και δεν δυνάμεθα να πράξωμεν άλλως, δια να μη κινδυνεύσωμεν, μάλιστα τώρα, ότε ο βασιλεύς ασθενεί και αναμένει την αγιωσύνην σου». Τότε ο Άγιος προσκαλέσας τον προαναφερθέντα Επίσκοπον Φίλωνα και παρήγγειλεν εις αυτόν να επιστατή την επαρχίαν του και να εξυπηρετή ταύτην εις πάσαν εκκλησιαστικήν ανάγκην. Έπειτα, αφού εδίδαξεν εις όλους τους Χριστιανούς τα πρέποντα, απεχαιρέτησεν αυτούς και ανεχωρήσαμεν ομού δια την Κωνσταντινούπολιν. Όταν εφθάσαμεν εις την Κωνσταντινούπολιν και εισήλθομεν εις το βασιλικόν παλάτιον, ο Άγιος επροχώρησε με θάρρος πολύ προς τον βασιλέα, όστις εκείτετο επί της κλίνης και εκ των φοβερών πόνων δεν ηδύνατο ούτε να ομιλήση. Ως δε ο Άγιος επλησίασεν, είπε προς αυτόν ο βασιλεύς μετά βίας· «Παρακάλεσον τον Θεόν, Πάτερ, να επανίδω την υγείαν μου, διότι ασθενώ βαρύτατα». Ο Άγιος είπε· «Πίστευε, τέκνον, εις την δύναμιν του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού και θα έχης πάντοτε την υγείαν σου, έχε δε κατά νουν τον Θεόν, δια να μη σε ενοχλήση κανέν κακόν. Γίνου ελεήμων εις τους τεθλιμμένους και θέλεις ελεηθή από τον Θεόν. Τίμα τον Θεόν, όστις σοι εχάρισε την βασιλείαν και Αυτός θέλει σου δώσει περισσοτέραν χάριν». Ως δε είπε ταύτα εις τον βασιλέα, ήγγισε τους πόδας του και σφραγίσας αυτόν τρις δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, είπεν· «Εγέρθητι, τέκνον, από της κλίνης, διότι ο πόνος των ποδών έπαυσε πλέον». Και, ω του θαύματος! ευθύς ο βασιλεύς ηγέρθη από της κλίνης, χωρίς να αισθάνεται πλέον ουδέ τον ελάχιστον πόνον εις τους πόδας. Τότε είπε προς τον Άγιον· «Πρόσταξόν με, Πάτερ, και ό,τι ορίσης, θέλω υπακούσει εις όλα». Και ο Άγιος απεκρίθη· «Έχε εις την ψυχήν σου τους λόγους του Θεού και φύλαττε αυτούς, ίνα μη έχης την ανάγκην του Επιφανίου, αλλά δόξαζε τον Θεόν, τον ευεργέτην σου». Ενώ δε ευρισκόμεθα ακόμη εις την Κωνσταντινούπολιν, ήλθον από την Ρώμην ο Αρκάδιος και ο Ονώριος και είπον προς τον πατέρα των, ότι μετέβη ο Άγιος εις την Ρώμην και εθεράπευσε την θυγατέρα του και ανέστησε τον υιόν της, ευρεθέντα νεκρόν. Ως δε ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, εχάρη έτι περισσότερον και έκτοτε είχε πλέον τον Άγιον ως πατέρα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, με προσταγήν του βασιλέως, έφεραν από την Κύπρον εις την Κωνσταντινούπολιν και τον προρρηθέντα Φαυστινιανόν και έκλεισαν τούτον εις την φυλακήν, διότι κατηγορήθη ότι ύβρισε τον βασιλέα. Ακούσας τούτο ο Άγιος μετέβη προς επίσκεψίν του εις την φυλακήν, ευρών δε τούτον, τον ηρώτησεν, εάν θέλη να μεσιτεύση εις τον βασιλέα να τον λυτρώση από την καταδίκην. Αλλ’ ο Φαυστινιανός δεν ηθέλησε και είπε προς τον Άγιον· «Ύπαγε, πλάνε, να πλανάς ανθρώπους απράκτους και μη λέγης προς εμέ τούτους τους λόγους. Συ ήλθες εδώ δια να χαρής εις την συμφοράν μου και όχι να με βοηθήσης. Όμως είναι η ώρα να φύγης πλέον από την Κύπρον και να υπάγης εις την Φοινίκην, την πατρίδα σου, εκεί δε κάμνε όσον θέλεις τας μαγείας και τας πονηρίας σου». Αναχωρήσας τότε ο Άγιος από την φυλακήν, μετέβη προς τον βασιλέα, ίνα τον αποχαιρετήση, προκειμένου να αναχωρήσωμεν δια την Κύπρον. Ο βασιλεύς όμως παρεκάλεσε τον Άγιον να παραμείνη ακόμη μερικάς ημέρας εις την βασιλεύουσαν και ο Άγιος εδέχθη. Την επομένην ήλθεν ο αποκρισάριος του βασιλέως και ανήγγειλεν, ότι ο Φαυστινιανός απέθανε. Και ο μεν Άγιος, ακούσας τούτο, ελυπήθη πολύ δια τον διπλούν αυτού θάνατον, ο δε βασιλεύς ηθέλησε να κρατήση εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον όλα τα υπάρχοντα του Φαυστινιανού, αφού μάλιστα δεν είχε τέκνα. Αλλ’ ο Άγιος είπε· «Φυλάξου, τέκνον, μη λάμης αμαρτίαν, διότι η σύζυγος του Φαυστινιανού είναι θεοσεβής εν όλη καρδία και θέλει διανείμει πάντα εις τους πτωχούς. Καταπείσθητι λοιπόν εις τους λόγους μου και άφες αυτά εις την γυναίκα, ούτω δε θέλεις λάβει χάριν παρά του Υψίστου Θεού». Τότε ο βασιλεύς έδωκεν εις τον Άγιον όλην την εξουσίαν επί των πραγμάτων του Φαυστινιανού. Ο Άγιος όμως είπε προς αυτόν· «Εγώ, τέκνον, έχω τον Θεόν όστις μου δίδει όλα τα χρειώδη, ταύτα δε πάντα, με την γνώμην της γυναικός, θέλομεν αποδώσει εις τους πτωχούς». Ότε δε ηθέλομεν να αναχωρήσωμεν, είπεν ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ζήτησε, Πάτερ, εκείνα τα οποία αναγκαιούν εις σε και θέλω σου τα αποδώσει με μεγάλην μου ευχαρίστησιν». Αλλ’ ο Άγιος είπε· «Τούτο ζητώ από σε, τέκνον. Να φυλάττης τας παραγγελίας, τας οποίας σου είπον και να με ενθυμήσαι πάντοτε». Εξελθών δε ο βασιλεύς εκ του βασιλικού παλατίου, ίνα συνοδεύση ημάς, παρεκάλεσε τον Άγιον να τον ευλογήση. Ευθύς τότε ο Άγιος, προσευχηθείς, ηυλόγησε τον βασιλέα και τον ησπάσθη. Ούτως ο μεν βασιλεύς επέστρεψεν εις το παλάτιόν του, ημείς δε, ανελθόντες επί πλοίου τινός, μετέβημεν εις την Κύπρον όπου μας εδέχθησαν άπαντες οι Χριστιανοί μετά χαράς μεγάλης. Εύρομεν δε την σύζυγον του Φαυστινιανού κλαίουσαν δια τον θάνατον του συζύγου της, επαρηγόρησε δε ταύτην ικανώς ο Άγιος εις την θλίψιν της. Κατόπιν εβάπτισεν αυτήν και την εχειροτόνησε Διάκονον, όλα δε τα υπάρχοντα αυτής και του Φαυστινιανού διενέμοντο, με την γνώμην του Αγίου, εις τους έχοντας ανάγκην. Εις την επαρχίαν του Αγίου ευρίσκοντο πλήθη ανθρώπων, οίτινες ηκολούθουν την αίρεσιν των Ουαλεντινιανών, έχοντες και Επίσκοπον, Αέτιον καλούμενον. Ημέραν δε τινά συνωμίλει ο Άγιος μετ’ αυτού δια την αίρεσίν του, εκείνος δε, φιλονεικών και φλυαρών, είπε πολλάς βλασφημίας δια τον Ύψιστον Θεόν. Ο δε Άγιος, ακούσας τας βλασφημίας, είπεν· «Αέτιε δυσσεβέστατε, θέσον χαλινόν εις το στόμα σου και μη λαλής βλασφημίας». Ευθύς δε με τον λόγον του Αγίου ο Αέτιος έμεινεν άλαλος και δεν ηδυνήθη πλέον να λαλήση ουδέ ένα λόγον. Τότε οι οπαδοί αυτού, ιδόντες, ότι ο Άγιος δια μόνου του λόγου του κατέστησεν άλαλον τον Αέτιον, προσέπεσαν άπαντες προ του Αγίου και, αναθεματίσαντες την αίρεσίν των, έγιναν Ορθόδοξοι. Ο δε Αέτιος έμεινεν άλαλος επί εξ ημέρας και την εβδόμην απέθανεν. Ήσαν δε και άλλοι πολλοί αιρετικοί εις την Κύπρον, ήτοι Σοφισταί, Σαβελλιανοί, Νικολαϊται, Σιμωνιανοί, Βασιλειδιανοί, Καρποκρατιανοί και άλλοι τινές, περί των οποίων έγραψεν ο Άγιος εις τον βασιλέα να τους εκδιώξη από την Κύπρον. Διότι τινές εξ αυτών ήσαν πλούσιοι, οι οποίοι ηγόραζον δημοσίας επιστασίας και έβλαπτον πολύ τους Ορθοδόξους. Λαβών δε ο βασιλεύς τα γράμματα του Αγίου, απέστειλεν έγγραφον διαταγήν δια της οποίας επρόσταζε τα εξής: «Όστις εκ των αιρετικών δεν υπακούει εις τον Αρχιεπίσκοπον Επιφάνιον και τους θείους λόγους αυτού, να αναχωρή από την νήσον Κύπρον και να μεταβαίνη προς κατοίκησιν όπου αλλού θέλει. Εκείνος δε εξ αυτών, όστις θέλει μετανοήσει και ομολογήσει έμπροσθεν του κοινού Πατρός, ότι επλανήθη και επιθυμεί να προσέλθη εις την οδόν της αληθείας και να γίνη Ορθόδοξος, να μείνη εις την Κύπρον, διδασκόμενος από τον κοινόν Πατέρα, τον θείον Επιφάνιον». Τούτο λοιπόν το βασιλικόν πρόσταγμα έφερεν άνθρωπος του βασιλέως εις την Κύπρον και το ανέγνωσεν εις επήκοον πάντων. Πολλοί τότε εκ των αιρετικών προσέτρεξαν εις τον Άγιον και έγιναν Ορθόδοξοι. Εκείνοι δε οίτινες δεν ηθέλησαν να αφήσουν την αίρεσίν των, εξεδιώχθησαν από την Κύπρον. Ήτο δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν Πατριάρχης ο Θεόφιλος, όστις ήτο γνώριμος του Αγίου. Εκεί δε εις την Αλεξάνδρειαν ήσαν τρεις αδελφοί, υιοί του Ηρακλέωνος, του εξουσιαστού της Αλεξανδρείας, οι οποίοι, αποθανόντος του πατρός των, έβαλον καλόν λογισμόν να γίνουν Μοναχοί. Μεταβάντες δε εις την έρημον, έλαβον το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών και ήσαν εν ησυχία, διάγοντες ζωήν πρέπουσαν εις το Μοναχικόν Σχήμα. Τούτους γνωρίζων ο Πατριάρχης Θεόφιλος έφερεν απατηλώς εις την Αλεξάνδρειαν και τον μεν μεγαλύτερον εχειροτόνησεν Επίσκοπον εις τινά χώραν της Αιγύπτου, τους δε άλλους δύο έκαμε Διακόνους και οικονόμους της Εκκλησίας. Ούτοι, παραμείναντες επί τρεις χρόνους εις την οικονομίαν της Εκκλησίας και ιδόντες ότι, επειδή εγκατέλειψαν την ησυχίαν, εστερούντο της θείας Χάριτος, παρεκάλεσαν τον Θεόφιλον να δώση εις αυτούς την άδειαν να υπάγουν εκεί όπου κατώκουν πρότερον. Ο Θεόφιλος όμως δεν ηθέλησε να δώση εις αυτούς την άδειαν να αναχωρήσουν. Όθεν, αναχωρήσαντες κρυφίως, μετέβησαν εις την ησυχίαν όπου ήσαν πρότερον, ο δε Θεόφιλος αφώρισε τούτους να μείνουν ακοινώνητοι τρεις χρόνους. Εκείνοι τότε παρεκάλεσαν πολύ να συγχωρήση τούτους, ίνα μεταλάβουν των θείων Μυστηρίων, αλλ’ ο Θεόφιλος δεν τους συνεχώρησεν. Όθεν, αναγκασθέντες, μετέβησαν εις την Κωνσταντινούπολιν και προσέπεσαν εις τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, δια να μεσιτεύση εις τον Θεόφιλον να τους συγχωρήση. Έγραψε λοιπόν ο θείος Χρυσόστομος προς τον Θεόφιλον, παρακαλών αυτόν να λύση τούτους από τον δεσμόν του αφορισμού. Αλλ’ ο Θεόφιλος δεν εισήκουσε της παρακλήσεως του θείου Χρυσοστόμου και ούτω ο Χρυσόστομος έγραψε και δια δευτέραν φοράν, παρακαλών τον Θεόφιλον να τους συγχωρήση. Αλλ’ ούτε τότε ηθέλησεν ο Θεόφιλος να λύση τούτους του αφορισμού. Τότε πλέον έλυσεν αυτούς από τον αφορισμόν ο θείος Χρυσόστομος, εκ της αιτίας δε ταύτης προεκλήθη ψυχρότης αρκετά μεγάλη μεταξύ Θεοφίλου και θείου Χρυσοστόμου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εις την βασιλεύουσαν ήτο συγκλητικός τις, Θεόγνωστος ονομαζόμενος, όστις ήτο καλός Χριστιανός, έχων τον φόβον του Θεού αδιαλείπτως, δια τούτο και ηγαπάτο πολύ παρά του βασιλέως. Άλλος δε τις συγκλητικός, Δωρόθεος ονόματι, Αρειανός το θρήσκευμα, φθονήσας τον Θεόγνωστον, εσυκοφάντησεν αυτόν ότι δήθεν ύβρισε τον βασιλέα και παρουσιάσας δύο ψευδομάρτυρας ήλεγξε τούτον κατά πρόσωπον. Όθεν ο βασιλεύς επρόσταξε να εξορισθή ο Θεόγνωστος και να δημευθή η περιουσία του. Έμεινεν όμως εις την σύζυγον του Θεογνώστου εν κτήμα από το οποίον εξοικονομούσε τα απαραίτητα δια την συντήρησίν της, ο δε Θεόγνωστος, ευρισκόμενος εις την εξορίαν απέθανε. Κάποτε λοιπόν συνέπεσε να εξέλθη η βασίλισσα Ευδοξία εις περίπατον, κατά τον καιρόν του τρυγητού, εις τον τόπον, εις τον οποίον ήτο το κτήμα της συζύγου του Θεογνώστου, άγνωστον δε δια ποίαν αιτίαν εισήλθεν εις τον αμπελώνα της γυναικός και έκοψε μίαν σταφυλήν. Ούτως ο αμπελών της χήρας εγένετο βασιλικός. Διότι κατά την τότε συνήθειαν, εάν ο βασιλεύς ή η βασίλισσα επάτουν εις ξένον τόπον ή εάν έκοπτον καρπόν από δένδρον τι, να μη εξουσιάζη πλέον ταύτα άλλος τις εκτός των βασιλέων και των βασιλισσών. Ακούσασα η χήρα του Θεογνώστου, ότι η βασίλισσα εισήλθεν εις το κτήμα της, έγραψεν αναφοράν, την οποίαν απέστειλεν εις τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις ηγαπάτο πολύ από τον βασιλέα και από την βασίλισσαν και τον παρεκάλει να μεσιτεύση δια την απόδοσιν του κτήματός της. Όθεν ο μακάριος εκείνος έστειλε τον Αρχιδιάκονόν του Εύτυχον, άνδρα λόγιον και εστολισμένον με πάσαν αρετήν, να ειπή εις την βασίλισσαν να αποδώση το κτήμα της χήρας. Μεταβάς δε ο Εύτυχος εις την βασίλισσαν, διεβίβασεν εις αυτήν όσα επρόσταξεν αυτόν ο θείος Χρυσόστομος. Εκείνη δε απήντησεν, ότι δεν είναι δυνατόν να αποδώση εκείνο το κτήμα, διότι είναι νόμος βασιλικός να κρατήση τούτο. Μόνον αντ’ εκείνου υπεσχέθη να δώση άλλο κτήμα εις οποιονδήποτε τόπον επεθύμει η χήρα. Μετέβη όθεν ο Εύτυχος προς τον Πατριάρχην Ιωάννην τον Χρυσόστομον και του μετεβίβασε την απάντησιν της βασιλίσσης. Τόε ο θείος Χρυσόστομος μετέβη ο ίδιος εις την βασίλισσαν και αφού ωμίλησε προς αυτήν τα δέοντα, παρεκίνει ταύτην να αποδώση εις την χήραν το κτήμα της. Η δε βασίλισσα είπε· «Μάθε, Πάτερ, πρώτον την αιτίαν και κατόπιν λέγε, ότι επεβουλεύθην την χήραν, δια να αρπάσω το κτήμα της, μη θέλης δε να ελέγχης κατά πρόσωπον τους βασιλείς». Ο θείος Χρυσόστομος απεκρίθη εις την βασίλισσαν λέγων· «Δος πάλιν το κτήμα εις την χήραν, διότι ήκουσας πως κατηγορείται από την θείαν Γραφήν έως σήμερον η Ιεζάβελ, επειδή ήρπασεν αδίκως τον αμπελώνα του Ναβουθαί». Η βασίλισσα, ως ήκουσε ταύτα παρά του θείου Χρυσοστόμου, επρόσταξε να οδηγήσουν τούτον έξω του βασιλικού παλατίου. Εξελθών δε ο θείος Χρυσόστομος εκείθεν και μεταβάς εις την Εκκλησίαν, είπε προς τον Εύτυχον· «Όταν έλθη η βασίλισσα εις την Εκκλησίαν, κάλεσον τους Διακόνους, τους υπηρετούντας εις την Εκκλησίαν, και σταθήτε εις την θύραν εκείνην, από την οποίαν συνηθίζει να εισέρχεται η βασίλισσα και μη της επιτρέψετε να εισέλθη εις την Εκκλησίαν, λέγοντες, ότι ο Ιωάννης επρόσταξε να μη εισέλθης εις την Εκκλησίαν». Ο Εύτυχος λοιπόν, όταν ενεφανίσθη η βασίλισσα, έπραξε καθώς τον επρόσταξεν ο θείος Χρυσόστομος, εκ της αιτίας δε ταύτης εκινήθη η βασίλισσα δια να εξορίση αυτόν. Ακούσας ο Θεόφιλος, ότι η βασίλισσα εσκέπτετο να εξορίση τον θείον Χρυσόστομον, ενήργησε και αυτός πολλάς επιβουλάς κατ’ αυτού. Και προς τον Άγιον Επιφάνιον έγραψε πολλά γράμματα κατά του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι δήθεν έχει τα φρονήματα του Ωριγένους και ότι η βασίλισσα εκινήθη δια να εξορίση αυτόν. Ο δε Άγιος Επιφάνιος, έχων σοβαράν υπόθεσιν ίνα υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, ακούσας δε και ταύτα παρά του Θεοφίλου δια τον θείον Χρυσόστομον, παρεκινήθη περισσότερον να μεταβή, όχι δια να βλάψη τον θείον Χρυσόστομον, αλλά δια να τον βοηθήση. Όθεν, παραλαβών εμέ και τον Ισαάκ, μετέβημεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Επειδή δε ήτο εκεί μεγάλη σύγχυσις δια τον κατά του θείου Χρυσοστόμου διωγμόν, διότι οι πολίται ηγάπων αυτόν πολύ, διεμείναμεν εις εν Μοναστήριον έξω της Κωνσταντινουπόλεως. Το Μοναστήριον εκείνο έτυχε να είναι εξ εκείνων των Μοναστηρίων, τα οποία ελάμβανον από την βασίλισσαν τα σιτηρέσια και ούτω δεν εδέχοντο εκεί τον θείον Χρυσόστομον. Και επειδή δεν υπήρχεν εις την Εκκλησίαν του Μοναστηρίου Διάκονος, οι πατέρες της Μονής ηνάγκασαν πολύ τον Άγιον και εχειροτόνησε τοιούτον. Ακούσας δε τούτο ο θείος Χρυσόστομος, ελυπήθη πολύ δια την χειροτονίαν την οποίαν ετέλεσεν ο Άγιος Επιφάνιος εις την επαρχίαν του χωρίς την άδειάν του και έγραψεν εις αυτόν γράμμα, το οποίον επροξένησε λύπην εις τον Επιφάνιον, όστις αντέγραψεν ομοίως εις τον θείον Χρυσόστομον. Ακούσασα η βασίλισσα, ότι συνέβη δυσαρέσκεια μεταξύ Χρυσοστόμου και Επιφανίου, προσεκάλεσε τον Επιφάνιον και είπε προς αυτόν· «Όλη η βασιλεία των Ρωμαίων, Πάτερ, είναι ιδική μου και υπό την εξουσίαν μου, όλον δε το Ιερατείον και οι Αρχιερείς των Εκκλησιών, οίτινες είναι εις το βασίλειόν μου, είναι ιδικοί σου και υπό την εξουσίαν σου. Όθεν, επειδή ο Ιωάννης δεν φυλάττει την πρέπουσαν εις τους Αρχιερείς ευταξίαν, αλλά φέρεται ατάκτως εναντίον των βασιλέων, δια τούτο από πολλών ημερών εσκέφθην να συναθροίσω τους Αρχιερείς, δια να καθαιρέσουν αυτόν, ως ανάξιον της Αρχιερωσύνης και να αναδείξουν άλλον Αρχιεπίσκοπον, όστις να δύναται να κυβερνά την Εκκλησίαν καθώς πρέπει, δια να ειρηνεύη κατά πάντα και το βασίλειόν μου. Τώρα όμως, ότε συ, Πάτερ, ευρίσκεσαι εδώ, μετά Θεόν, δεν είναι ανάγκη να υποβάλω τους Αρχιερείς εις τόσους κόπους, αλλ’ όρισε συ Αρχιεπίσκοπον εκείνον τον οποίον θέλει σου αποκαλύψει ο Θεός και απομάκρυνον τούτον από την Κωνσταντινούπολιν». Ταύτα λέγουσα η βασίλισσα εταράττετο σφόδρα από τον θυμόν, ο δε θείος Επιφάνιος, αφού ήκουσε τα λεγόμενα, απεκρίθη προς την βασίλισσαν με ανεξικακίαν και χωρίς θυμόν· «Άκουσον, τέκνον· εάν μεν ο Αρχιεπίσκοπος κατηγορηθή δια την αίρεσιν την οποίαν αναφέρεις και ελεγχθή δημοσία, ότι είναι αιρετικός και δεν ομολογήση ότι έσφαλεν, είναι ανάξιος της Αρχιερωσύνης και εκείνο το οποίον ορίζει η εξουσία σας θέλω πράξει. Αν δε ζητής να διώξης τον Ιωάννην από την μεγάλην Εκκλησίαν, δια την προσβολήν, την οποίαν έκαμεν εναντίον σας, ο ιδικός σας Επιφάνιος δεν θέλει συγκατανεύσει εις τούτο ποτέ. Μάλιστα, τέκνον, είναι χρέος εις τους βασιλείς, όταν υβρίζωνται και ατιμάζωνται, να συγχωρούν τους υβρίζοντας. Επειδή και σεις οι βασιλείς έχετε Βασιλέα εις τους ουρανούς, ενώπιον του οποίου καθ’ εκάστην αμαρτάνετε. Εκείνος τότε θέλει σας συγχωρήσει, όταν και σεις συγχωρήτε εκείνους οίτινες πταίουν και προσβάλλουν υμάς, ως λέγει το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον· «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών οικτίρμων εστί» (Λουκ στ:36). Είπε τότε η βασίλισσα προς τον Άγιον· «Αν ίσως, Πάτερ, γίνης εμπόδιον εις το να εξορισθή ο Ιωάννης, θέλω ανοίξει τους ναούς των ειδώλων και θέλω κάμει τους ανθρώπους να προσκυνούν τα είδωλα, αλλά και πολλά άλλα χειρότερα τούτων θέλω πράξει». Καθώς δε έλεγε ταύτα πλήρης οργής, έκλαιεν από τον θυμόν της. Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ, τέκνον, είμαι αθώος της αμαρτίας ταύτης». Ταύτα ειπών, με εκάλεσε και εξήλθομεν του παλατίου, ο δε Ισαάκ, ασθενών, δεν είχεν έλθει μεθ’ ημών. Τότε ηκούσθη λόγος εις όλην την πόλιν, ότι ο μέγας Αρχιερεύς Επιφάνιος μετέβη εις την βασίλισσαν και συνήργησεν εις την εξορίαν του θείου Χρυσοστόμου. Ακούσας τούτο ο Ισαάκ, έφυγεν από τον Άγιον και μετέβη εις εν Μοναστήριον. Ο δε Άγιος πολύ ελυπήθη δια τον Ισαάκ και εδέετο εις τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτόν που ευρίσκετο. Πράγματι απεκαλύφθη εις αυτόν ο τόπος όπου ευρίσκετο ο Ισαάκ και μετέβημεν προς τούτον. Ο Ισαάκ όμως απεστράφη τον Άγιον ειπών· «Δεν θέλω πλέον να είμαι μαζί σου, εξ αιτίας της αμαρτίας την οποίαν διέπραξες κατά του θείου Χρυσοστόμου». Εμείναμεν δε εις το Μοναστήριον τρεις ημέρας και μετά βίας ο Άγιος κατέπεισε τον Ισαάκ, ότι δεν συνεμερίσθη την γνώμην δια την εξορίαν του θείου Χρυσοστόμου. Ούτω ο Ισαάκ ηκολούθησεν ημάς και επεστρέψαμεν εις την κατοικίαν μας. Όμως ο θείος Χρυσόστομος επίστευσεν, ότι ο Επιφάνιος ήτο σύμφωνος δια την εξορίαν του και έγραψεν εις αυτόν ταύτα· «Επιφάνιε σοφέ, συνεφώνησες εις την ιδικήν μου εξορίαν, όμως και συ δεν θέλεις καθήσει πλέον εις τον θρόνον σου». Τότε ανταπήντησε δι’ επιστολής και ο Άγιος Επιφάνιος εις τον θείον Χρυσόστομον, ειπών· «Αθλητά, δέρου και νίκα. Επειδή επίστευσες, ότι εγώ συνεφώνησα να εξορισθής, δεν θέλεις φθάσει εις τον τόπον της εξορίας σου». Ταύτα έγραψα, αδελφοί, δια να μη μεμφθή τις τον Άγιον. Διότι εκείνος όστις τόσα καλά έπραξε, δεν ήτο δυνατόν ποτέ να πέση εις τοσούτον βάθος κακίας. Έπειτα μετέβημεν πάλιν εις το παλάτιον, όπου ο Άγιος απεχαιρέτησε τους βασιλείς, προκειμένου να αναχωρήσωμεν. Ο δε βασιλεύς Αρκάδιος ηρώτησε τον Άγιον πόσων χρόνων είναι και ο Άγιος απήντησεν· «Εκατόν δέκα πέντε χρόνων είμαι παρά τρεις μήνας. Όταν έγινα Επίσκοπος ήμην εξήκοντα χρόνων, έχω και εις την Επισκοπήν πεντήκοντα πέντε χρόνους παρά τρεις μήνας». Ακολούθως εισήλθομεν εις πλοίον και ο Άγιος εκάθησεν· εκαθήσαμεν τότε και ημείς πλησίον αυτού. Είχε δε συνήθειαν να κρατή πάντοτε εις χείρας το Ιερόν Ευαγγέλιον. Αναστενάξας δε τρεις φοράς και δακρύσας, ήνοιξε πάλιν το Ευαγγέλιον και πάλιν το έκλεισε και κλαίων προσηυχήθη. Μετά δε την προσευχήν ήρχισε πάλιν να κλαίη και να λέγη προς ημάς. «Εάν με αγαπάτε, ω τέκνα, φυλάξατε τας παραγγελίας μου και η αγάπη του Θεού θέλει είναι μαζί σας. Σεις γνωρίζετε πόσας θλίψεις εδοκίμασα εις την ζωήν ταύτην και όμως ουδόλως υπελόγιζα ταύτας, αλλά πάντοτε έχαιρον, αποβλέπων εις τον Θεόν. Εκείνος δε δεν με εγκατέλειψεν, αλλά με διεφύλαττεν από πάσης επιβουλής του πονηρού, καθώς ο θείος Παύλος, λέγει· «Τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. η:28). Μίαν δε φοράν, ω τέκνα μου αγαπητά, ότε ήμην εις τόπον ερημικόν και προσηυχόμην εις τον Θεόν, ίνα με λυτρώση από τας επιβουλάς του εχθρού, ήλθον κατ’ εμού πλήθος δαιμόνων και σπαράξαντές με εις την γην, με συνέλαβον από τους πόδας και με έσυρον κατά γης, τινές δε εξ αυτών μου έδωκαν πολλούς ραβδισμούς και ταύτα έκαμνον εις εμέ επί δέκα ημέρας. Έκτοτε δεν είδον πλέον αυτοπροσώπως δαίμονα, αλλά δια μέσου κακών ανθρώπων επροξένησαν εις εμέ άπειρα κακά. Πόσα και οποία κακά δεν επροξένησαν εις εμέ εις την Φοινίκην οι άτακτοι Σιμωνιανοί! Εις την Αίγυπτον οι ακάθαρτοι Γνωστικοί! Και εις την Κύπρον οι άνομοι Ουαλεντινιανοί και οι λοιποί αιρετικοί! Προσέχετε, τέκνα, και ακούσατε τον λόγον του αμαρτωλού Επιφανίου. Μη επιθυμήσετε ποτέ πλούτη και θέλουν σας δοθή πολλά. Μη μισήσετε άνθρωπον και θέλετε αγαπηθή από τον Θεόν. Μη καταλαλήσετε κατά του αδελφού και ουδέποτε θέλει σας κυριεύσει πάθος διαβολικόν. Αποστρέφεσθε όλας τας αιρέσεις, ως θηρία φαρμακερά και θανατηφόρα, δια τας οποίας και εγγράφως σας παρέδωκα εις το βιβλίον, το οποίον επιγράφεται «Πανάριον». Αποστρέφεσθε δε και φυλάττεσθε από τας ηδονάς του κόσμου, αι οποίαι εξεγείρουν το σώμα και σκοτίζουν τον λογισμόν. Αύται είναι πειρασμός του σατανά. Διότι πολλάκις αν και ησυχάζει η σαρξ, ο λογισμός των απροσέκτων στρέφεται προς τα αισχρά. Όταν όμως ο νους μας προσέχει και εν αυτώ υπάρχη η ενθύμησις του Θεού, ευκόλως ημπορούμεν να νικήσωμεν τον εχθρόν». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος και άλλα περισσότερα, προσεκάλεσεν όλους τους ανθρώπους, οίτινες ευρίσκοντο εντός του πλοίου, και ωμίκησε προς αυτούς, ειπών ταύτα· «Ανάγκη είναι εις ημάς, αδελφοί, να παρακαλέσωμεν, εξ όλης ψυχής, τον Θεόν, να μας διαφυλάξη και ίνα μη απολεσθή ουδείς εξ ημών, οίτινες ευρισκόμεθα εντός του πλοίου. Διότι μέλλει να συμβή μεγάλη τρικυμία. Αλλά ησυχάζετε και χαίρετε, διότι καμμία θλίψις δεν θέλει πλησιάσει εις ουδένα εξ υμών». Κατόπιν είπεν εις εμέ· «Τέκνον Πολύβιε, εάν εξέλθωμεν εις την Κωνσταντίαν, επτά ημέρας να μείνης εκεί και κατόπιν να υπάγης εις Αίγυπτον και να ανέλθης εις την άνω Θηβαϊδα, ίνα ποιμαίνης τα πρόβατα του Χριστού. Αλλά πρόσεχε, τέκνον, να μη πράξης άλλως. Διότι, εάν παρακούσης τους λόγους μου και δεν υπάγης, θέλεις απολεσθή, όσα δε οικοδόμησες, όλα θέλουν ματαιωθή και ούτω θέλεις γίνει αχρείος έμπροσθεν όλων των ανθρώπων. Αν όμως ακούσης τους ιδικούς μου λόγους και διαφυλάξης την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν με επρόσταξεν Εκείνος να είπω προς σε, θα είσαι ευλογημένος παρ’ Αυτού καθ’ όλας τας ημέρας της ζωής σου και θα κερδίσης τον Παράδεισον». Ταύτα δε ειπών προς εμέ, με ησπάσθη. Έπειτα είπεν εις τον Ισαάκ· «Και συ, τέκνον, να μείνης εις την Κωνσταντίαν, έως ότου προσταχθής να υπάγης εις την χώραν των Κιτιέων». Αφού δε ησπάσθη και αυτόν, εκάλεσεν όλους τους ναύτας και τους είπε· «Μη φοβηθήτε, τέκνα, από την μεγάλην τρικυμίαν, η οποία μέλλει να επακολουθήση. Αλλά παρακαλέσατε τον Θεόν και Εκείνος θα σας βοηθήση». Είπεν ακόμη και εις ένα από τους ναύτας· «Και συ να μη ενοχλής κανένα, δια να μη ζημιωθής». Ήτο δε τότε απόγευμα, μία ώρα προ της δύσεως του ηλίου, ότε συνέβαινον ταύτα. Κατά την δύσιν του ηλίου εξέσπασε σφοδρά τρικυμία και εμαίνετο η θάλασσα. Ο δε Άγιος ευρίσκετο κεκλιμένος εντός του πλοίου, έχων απλωμένας τας χείρας του, το Ιερόν Ευαγγέλιον επί του στήθους αυτού και τους οφθαλμούς ανοικτούς. Όμως φωνή αυτού δεν ηκούετο. Ημείς δε εφοβήθημεν πολύ και εσυλλογιζόμεθα, ότι ο Άγιος προσηύχετο εις τον Θεόν δια την κατάπαυσιν της τρικυμίας. Εκράτησε δε η τρικυμία αύτη δύο ημερονύκτια. Την δε τρίτην ημέραν είπεν ο Άγιος προς εμέ· «Τέκνον Πολύβιε, ειπέ εις τους ναύτας να ανάψουν ξύλα και να ετοιμάσουν κάρβουνα, τα οποία να φέρης εδώ». Ως δε εξετέλεσα την εντολήν του Αγίου και έβαλον θυμίαμα, είπεν· «Εύξασθε, τέκνα». Αμέσως τότε προσηυχήθη. Καθώς δε εθρίσκετο εξηπλωμένος, βλέπων προς τα άνω, είπε πάλιν μετά την προσευχήν· «Σώζεσθε, τέκνα, διότι ο Επιφάνιος δεν θέλει σας ίδει πλέον εις ταύτην την ζωήν». Τότε παρέδωκε το πνεύμα και ευθύς έπαυσεν η ταραχή εκείνη της θαλάσσης, ήτο δε τότε η ιβ΄ (12η) του μηνός Μαϊου του έτους 403. Πεσόντες τότε εγώ και ο Ισαάκ επί του τραχήλου του εκλαύσαμεν πικρώς και σκότος εκάλυψε τους οφθαλμούς μας κατά την ώραν εκείνην. Εκείνος δε ο ναύτης, εις τον οποίον είπεν ο Άγιος να μη ενοχλή κανένα δια να μη ζημιωθή και αυτός, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και ηθέλησε να ανεγείρη το ένδυμα αυτού δια να ιδή εάν ο Άγιος ήτο περιτετμημένος. Ο δε Άγιος, καθώς εκείτετο νεκρός, ανεγείρας τον δεξιόν του πόδα, εκτύπησε τον ναύτην εις το πρόσωπον και από το μέσον του πλοίου τον έρριψεν εις την πρύμνην, όπου εκείτετο επί δύο ημέρας. Κατόπιν οι άλλοι ναύται έφεραν τούτον πλησίον του Αγίου και ως ήγγισαν αυτόν εις τους πόδας του Αγίου, ευθύς ηγέρθη και εγένετο υγιής. Φόβος τότε κατέλαβεν άπαντας, όσοι ευρίσκοντο εντός του πλοίου. Όταν δε συν Θεώ κατευωδώθημεν εις την Κωνσταντίαν, εξήλθον οι ναύται από του πλοίου και εξαπολυθέντες εις την πόλιν εφώναζον μεγαλοφώνως· «Άνδρες αδελφοί, οι κατοικούντες την πολυάνθρωπον Μητρόπολιν Κωνσταντίαν, κατέλθετε εις την θάλασσαν δια να παραλάβετε το τίμιον Λείψανον του Οσίου Πατρός ημών Επιφανίου, διότι ετελείωσε την ζωήν». Σκότος τότε ηπλώθη εις όλην την πόλιν. Οι δε άνθρωποι, οδηγούντες δια των χειρών των ο εις τον άλλον, κατήρχοντο προς την παραλίαν θρηνούντες και οδυρόμενοι. Αφού δε συνηθροίσθησαν άπας ο Κλήρος και ο λαός, παρέλαβον το άγιον Λείψανον και μετά λαμπάδων, θυμιαμάτων και ψαλμωδιών το μετεκόμισαν εις την Εκκλησίαν, ίνα ασπασθή τούτο όλος ο λαός. Μαθόντες δε ταύτα οι χωρικοί, έσπευδον πάντες εις την πόλιν και από όλην σχεδόν την νήσον Κύπρον ήρχοντο οι άνθρωποι, μετά πολλής σπουδής, ίνα προσκυνήσουν το άγιον Λείψανον. Τόσον πλήθος προσήλθεν, ώστε και τρεις τυφλοί ακόμη, εκ του χωρίου Σκορτική, εξεκίνησαν δια να έλθουν εις προσκύνησιν του αγίου Λειψάνου. Επειδή δε δεν είχον κανένα δια να οδηγήση αυτούς εις τον δρόμον, ίνα φθάσουν το γρηγορώτερον εις την πόλιν, ο εις εξ αυτών, Προσέχιος ονόματι, παρεκάλεσε τον Άγιον ούτω λέγων· «Άγιε του Θεού Επιφάνιε, δος εις ημάς το φως των οφθαλμών μας, δια να έλθωμεν να προσκυνήσωμεν το τίμιόν σου Λείψανον». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! ανέβλεψαν και οι τρεις και τρέχοντες ήλθον και προσεκύνησαν το τίμιον Λείψανον του Αγίου, ευχαριστούντες αυτόν και διηγούμενοι το τελεσθέν θαύμα. Τούτο ακούσαντες άπαντες εδόξαζον τον Θεόν, τον δωρίζοντα τοιαύτα θαυμάσια εις τους αξίους δούλους Αυτού. Εγώ δε επί επτά ημέρας παρέμεινα εντός της Εκκλησίας, παρά το άγιον Λείψανον, αλλά δεν ήτο ακόμη δυνατόν να το ενταφιάσωμεν λόγω του πλήθους των ανθρώπων, οίτινες προσήρχοντο προς προσκύμησιν αυτού. Kατά δε την ογδόην ημέραν απεχωρίσθην του αγίου Λειψάνου με μεγάλην λύπην εν τη καρδία μου και δια να μη παρακούσω την εντολήν του Αγίου εισήλθον εις πλοίον και έφθασα εις την Αίγυπτον. Αναβάς δε εις την άνω Θηβαϊδα παρέμεινα εκεί ένα χρόνον. Κατελθών δε ο μέγας Ηρακλείων, ο εξουσιαστής της Αιγύπτου, εις την πόλιν των Ρινοκούρων, διότι εκεί κατώκει, και μαθών ότι είμαι μαθητής του Αγίου Επιφανίου, έστειλε στρατιώτας, οίτινες εξαίφνης με ήρπασαν και με ωδήγησαν, αν και μη θέλοντα, εις τα Ρινόκουρα. Εκεί ήσαν συνηγμένοι οι Επίσκοποι, ίνα εκλέξουν Επίσκοπον δια την Εκκλησίαν, επειδή τότε εχήρευεν ο θρόνος της Επισκοπής της πόλεως ταύτης. Εχειροτόνησαν λοιπόν εμέ Επίσκοπον της Εκκλησίας των Ρινοκούρων. Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός απέστειλα εις την Κύπρον τον τίμιον Διάκονον Κάλλιππον, δια του οποίου και έμαθον ποίαν ημέραν και εις ποίον τόπον ετάφη το τίμιον Λείψανον του εν Αγίοις Πατρός ημών Επιφανίου, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου